Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 29 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Φυσιολ. (Pitra)

  • αγγελικός,
    επίθ., Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 257, Ιμπ. (Κριαρ.) 398, Φυσιολ. (Legr.) 247, Φυσιολ. (Pitra) 35513, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1053 Α, Αρμούρ. (Κυριακ.) 49, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 48, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 11, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 122, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9457, Αλφ. (Κακ.) 2334, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 99, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β́́ 186, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά 83, 313, Β́ 463, 583, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 246, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 268, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1798, 1849, 1951, 2404 [ = Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 46], Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) δ́́ 48, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) 49662, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 166 λδ΄, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 46.
    Το μτγν. επίθ. αγγελικός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Που ανήκει στους αγγέλους, που έχει σχέση με αγγέλους (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β1): Του ήλθε φωνή αγγελική εξ ουρανού απάνω Αρμούρ. 49· τα τάγματα τ’ αγγελικά και πάντων των αγίων Θρ. Κύπρ. K 99· β) ωραίος όπως όσα σχετίζονται με τους αγγέλους (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β2, ΙΛ στη λ. 2): είχεν θεωρίαν αγγελικήν, μεγάλη εμορφοσύνην Ιμπ. 398· τα κορμιά τ’ αγγελικά εκείνα Γεωργηλ., Θαν. 122· αλλ’ άκουε τον αγγελικόν τον ύμνον οπού ψάλλουν Φυσιολ. (Legr.) 247. 2) Αγνός, ενάρετος, χρηστός: έχουν ζωήν αγγελικήν, έχουν ταπεινοσύνην,| έχουν και καθαρότητα, πολλήν αγιοσύνην Ιστ. Βλαχ. 1849. 3) Καλογερικός, μοναχικός (βλ. και Hatzid., άγγελος 10-11, πβ. Lampe, Lex. στη λ. Β7 και ΙΛ στη λ. 1): αγία δέσποινα, η διά του θείου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείσα Υπομονή μοναχή Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1053 Α· το σχήμα το αγγελικόν μη το καταφρονήσεις,| τους επτωχούς τους μοναχούς για δεν τους αγαπάτε Ιστ. Βλαχ. 1798.
       
  • αγελάρχης
    ο, Μανασσ., Αρίστ. (Τσολ.) Ι δ 51, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 4241, Πτωχολ. (Schick) P (απόσπ.) 1, Φυσιολ. (Legr.) 397, 399, Φυσιολ. (Zur.) XXXVI 12, 32, Φυσιολ. (Pitra) 34619, Μαχ. (Dawk.) 41224, 55618, 67625.
    Το μτγν. ουσ. αγελάρχης.
    1) α) Βοσκός (πβ. L‑S): αν εκποδών ποιήσεται το πάσχον αγελάρχης,| ού ψαύσει ψώρα των λοιπών, ου τοις λοιποίς πελάσει Μανασσ., Αρίστ. Ι δ 51· β) το ζώο που παίζει ρόλο αρχηγού στην αγέλη (πβ. L‑S): Εκεί οπού πορεύονται τα άγρια γαδούρια και αγελάρχην έχουσι και πείθονται εις κείνον Φυσιολ. 397· γ) μεταφ.: ποιμενάρχης (πβ. Lampe, Lex. Βλ. και ενθύμ. του 1523, Λάμπρ., ΝΕ, 7, 1910, 171): της εκκλησίας εξωθεί, φευ! τον ποιμένα λύκος,| ο Κέρβερος ο λυσσητήρ τον πράον αγελάρχην Μανασσ., Χρον. 4241. 2) Είδος ταχυδρόμου (βλ. και Dawk., Μαχ. B́́ 430, 2): Και όρισαν και ήλθαν ομπρός του οι αγελάρχηδες και είπεν τους: Ποίος είναι ο περίτου γλήγορος να πάρει έναν χάρτιν του ρηγός; Μαχ. 55618.
       
  • αδαμάντινος,
    επίθ., Φυσιολ. (Zur.) XLV 11, 5, 2 τίτλ., Φυσιολ. (Pitra) 36215, 16-17, 19, 20, 27, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 63.
    To αρχ. επίθ. αδαμάντινος.
    Που σχετίζεται, που προέρχεται από διαμάντι: εν τῳ ανατολικῴ όρει ευρίσκεται ο λίθος ο αδαμάντινος Φυσιολ. 36215.
       
  • αθετώ,
    Σπαν. (Hanna) A 273, 598, Ορνεοσ. (Hercher) 5561, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 771, VI 774, Διγ. (Καλ.) A 901, Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 3589, Λίβ. (Μαυρ.) P 276, 279, 280, 768, 1454, Λίβ. (Lamb.) Esc. 517, 520 (κριτ. υπ.), 1533, Λίβ. (Wagn.) N 1379, 1507, Φυσιολ. (Pitra) 34321, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 829, 261, Δωρ. Μον. (Hopf) XL, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1430, 1570, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 178, ρπβ́́, ρπγ́́, Πρόλ. άγν. κωμ. (Morgan) 39, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2448.
    Η λ. ήδη σε επιγρ. (L‑S) και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Βάζω κατά μέρος, παραμελώ, λησμονώ: πάλι απόψε πρόσεξον και άγωμε δε και ειπέ τον| να μη αθετήσει τας γραφάς· η κόρη ορέγεταί τας Λίβ. Esc. 1533· Προς ιέρακα αθετούντα το κυνήγιον Ορνεοσ. 5561· β) παραβαίνω (προκ. για όρκο, υπόσχεση, κλπ.): όρκον αν έκαμες τινός, να μη τον αθετήσεις Ιστ. Βλαχ. 1430. 2) Περιφρονώ: Αν σε και έδωκεν ο Θεός τέχνην, υιέ, να ξεύρεις,| υιέ, μη την καταφρονείς, να μη την αθετήσεις Σπαν. A 598.
       
  • αιρετικός,
    επίθ., Ασσίζ. (Σάθ.) 18810, 21617, 43927, Φυσιολ. (Pitra) 35010, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) B 17, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 5010-11, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 366, Χρον. (Kirp.) 309, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 9620, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1499, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 178 ρξά́, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 54711· αιρητικός, Φυσιολ. (Zur.) XXVII 114, XXXVIII 16-7· αιρέτικος, Γυμν. Ρώμ. (Μανούσ.) 86.
    Το αρχ. επίθ. αιρετικός. Η λ. και σήμ. και ως λόγ. και ως δημ. (ΙΛ).
    α) Που ανήκει σε θρησκευτική αίρεση (πβ. Επιστ. προς Τίτον 3, 10) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Εάν ο πατήρ ένι ορθόδοξος και τα παιδιά ένι αιρετικά ού πατελένιοι Ασσίζ. 3927· β) ασεβής: Αφορεσμένε γάδαρε και τρισκαταραμένε,| αιρετικέ κι επίβουλε, σκύλε μαγαρισμένε Γαδ. διήγ. 366.
       
  • ακάθαρτος,
    επίθ., Πουλολ. (Krawcz.) 585, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 971, 974, Φυσιολ. (Legr.) 200, Φυσιολ. (Pitra) 3422, 34410-11, 3642.
    Το αρχ. επίθ. ακάθαρτος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Που δεν τρώγεται το κρέας του (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1β· πβ. ΠΔ [Tisch.] Λευιτ. V 2): Ο νυκτοκόραξ γαρ εστίν ακάθαρτον του νόμου Φυσιολ. 200. 2) Αμαρτωλός: πάσα πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 357v.
       
  • ακαταστάτως,
    επίρρ., Φυσιολ. (Pitra) 35427.
    Το αρχ. επίρρ. ακαταστάτως.
    Αντικανονικά, χωρίς την απαιτούμενη ευσέβεια: εισί τινές ακαταστάτως τρώγοντες τον επουράνιον άρτον και πνευματικόν εν τῃ Εκκλησίᾳ. Εάν δε απολυθώσιν, εκρίπτουσι τον Λόγον του Κυρίου εκ των ώτων αυτών Φυσιολ. (Pitra) 35427.
       
  • ακέραιος,
    επίθ., Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 126, 499, 610, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 122, 516, Σπαν. (Hanna) A 373, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 161, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 2709, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5715, Διγ. (Καλ.) Esc. 1083, Φλώρ. (Κριαρ.) 507, Λίβ. (Μαυρ.) P 76, 659, 825, 838, 2101, 2242, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2, 15, 488, 880, 1709, 1892, 2103, 2591, 3077, Λίβ. (Lamb.) Esc. 73, 947, 1130, 1143, 1962, 3051, 3281, 4238, Λίβ. (Wagn.) N 94, 809, 994, 1451, 1772, 2547, 2726, 2915, 3192, 3659, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 29, 730, 906, 1598, 1913, 2169, 2318, Φυσιολ. (Legr.) 317, 637, 640, Φυσιολ. (Pitra) 34725, 37026, Φυσιολ. (Punt.) B 101-2, Rechenb. 116, 8312, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 182, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 539, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 11810, 1208, Μηλ., Οδοιπ. (Παπαγ. Σπ.) 634· ’κέραιος, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 739· ακέραιος, Βίος γέρ. (Schick) V 598· ακέριος, Φλώρ. (Κριαρ.) 65, Θησ. (Βεν.) Δ΄ [648], Ε΄ [988], Θησ. (Schmitt) 336, V 97, 98, Ch. pop. (Pern.) 373, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 7, 146, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 49425· άκεριος, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4912 (διόρθ. Ξανθ., BZ 18, 1909, 598, από άκερος).
    Το αρχ. επίθ. ακέραιος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Οι τ. ακεραίος και άκεριος πιθ. κατά βιασμό.
    1) Ανελλιπής, ολόκληρος, ολοκληρωμένος, πλήρης (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): χρόνον ακέραιον περπατώ και κόσμο (έκδ. κόσμον) αναγυρεύω Λίβ. (Lamb.) Esc. 73· και εκράτησεν ο γάμος τους τρεις μήνας ακεραίους Διγ. Esc. 1073· εκείνον τό υποσχεθείς ακέραιόν το πέμψε Σπαν. A 373· και το τειχιό κοιτάζουνε στην Άμμον και κρεμνάται| ακέριο κι εκρεμνίστηκε κι επλάκωσε τις φόσσες Τζάνε, Κρ. πόλ. 49425· Όρισεν κι επληρώσαν τους την ρόγαν τους ακέραιαν (έκδ. ακέραιαν)| και τον Μελίκ φιλοτιμά και ξένια του εδώκεν Χρον. Μορ. H 5715· ν’ αποκρατώ τον πόθο μας ’κέραιον και αγαπημένον Φαλιέρ., Ιστ. A 739· Ακέραιον το ενδεχόμενο εποίκα της αγάπης Λίβ. N 3659· Σπίτι δεν είναι ατρύπητο, πόρτα, ουδέ παραθύρι,| ουδ’ άκεριο καμπαναριό, ούτε και μοναστήρι Τζάνε, Κρ. πόλ. 4912· στέργε εις την ασχόλησιν, πόθον μη αποδημείτε·| αναμονή καλόν ένι, πληρώνει ακέραιον πράγμα Λίβ. P 825. 2) Ακέραιος αριθμός: τι μέρος του ακεραίου εστίν Rechenb. 116. 3) Αληθινός, πραγματικός, γνήσιος: ο χρόνος ...| φίλον εμόν σε απέδειξεν ...| ακέραιον, ασκανδάλιστον, φίλον ορθόν εις φίλους Λίβ. Sc. 2591· και εγράψασι τα χέρια σου πιττάκιν μανιωμένον,| πιττάκιν να έχει θάνατον ακέραιον εδικόν μου Λίβ. Esc. 1962· μισάνθρωπε, μισοτραγί και ακέριον (έκδ. ακαίρον)| οζό καταλυμένον Πιστ. βοσκ. ΙΙ 7, 146· Περιστερά ακέραια υπάρχει εις την γνώμην Φυσιολ. 637 . Πβ. άδολος α, αδόλωτος α. 4) Ευθύς, τίμιος, αγνός (Η σημασ. ήδη στο Γρηγόριο Νύσσ., Lampe, Lex. στη λ. 1): Ο ακέραιος εις τον έρωταν ποτέ ουκ αποτυγχάνει Λίβ. Esc. 1143· ούτως ουδέν ακέραιον εν ανθρωπίνῃ φύσει Μανασσ., Χρον. 2709· Ο κύων υποτάσσεται τοις εαυτού δεσπόταις| και νυν ακέραιος λοιπόν ωσεί (έκδ. ως η· διορθώσ.) περιστερά τε Φυσιολ. 317 (για την παρομοίωση βλ. Lampe, Lex., λ. ακεραιότης 2)· και ότι αναιτίατος ένι εις το καθόλου,| άδολος και   ακέραιος, χωρίς επιβουλίας Γεωργηλ., Βελ. 182· την θεωριάν, την σύστασιν, το ακέριο φρόνημά της Φλώρ. 65· Γαμβρούς μελέτησε να βρεις να ’χουν κορμιά ακέρια (έκδ. ακέραια)| παρά να λείπουν αρετές και να ’χουσι δηνέρια Δεφ., Λόγ. 539. 5) (Προκ. για νεκρό) άλειωτος (Η σημασ. ήδη στον Ιουστίνο μάρτ., Lampe, Lex. στη λ. 2, και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): έστεκεν άλυτη και ακέραια, καθώς την έθαψαν Ιστ. πατρ. 1208· το λείψανο του αγίου Νικολάου σώο και ακέραιο Μηλ., Οδοιπ. 634. Το ουδ. ως ουσ. = η ακεραιότητα: Το ακέραιον του φρονήματος, το δυνατόν του πόθου Φλώρ. 507.
       
  • ακολουθώ,
    Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 183, 358, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 182, 603, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 11, IV 230, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 54022, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 120, Διγ. (Hess.) Esc. 555, Διγ. (Καλ.) A 1909, Βέλθ. (Κριαρ.) 490, 664, 782, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 624, Βίος Αλ. (Reichm.) 4487, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 110, Λίβ. (Lamb.) Sc. 3132, Λίβ. (Lamb.) Esc. 5, 4288, Λίβ. (Lamb.) N 40, Λίβ. (Wagn.) N 222, Αχιλλ. (Haag) L 1138, Αχιλλ. (Hess.) N 289, 1432, Ιμπ. (Κριαρ.) 493, Φυσιολ. (Pitra) 37027, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 248, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 2231, 12434, Θησ. (Foll.) I 65, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 161, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 697, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 26, 44, 114, 136, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 420, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 535, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 2924, 5113-14, 539, 6512, 7034, 7418, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 320, 1075, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3319, 3369, 3559-10, 36630, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 133 κα΄, Λίμπον. (Legr.) 249, Διγ. (Lambr.) O 692, 714, 1560, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 25719· ακουλουθώ, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2568· ’κουλουθώ, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 148, Διγ. (Lambr.) O 1304· ακλουθώ, Βέλθ. (Κριαρ.) 197, Ερμον. (Legr.) Γ 222, Αχιλλ. (Hess.) L 228, Μαχ. (Dawk.) 13033, 2526, 4529, 56632, 63417, Θησ. (Βεν.) Β΄ [426], ΙΒ΄ [764], Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1154, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1010, 581, 697, 1015, 10135, 11926, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 77, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 171, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 116, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 316, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 26, 207, Αχέλ. (Pern.) 203, 663, 798, 1460, 1611, 2154, Αλφ. (Κακ.) 1083, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 123, Δ΄ 5, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 169, 445, Β΄ 5, 55, 161, Γ΄ 157, 255, Δ΄ 227, 333, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ 91, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 13· 1, 386· 2, 264· 3, 37· II 3, 50· 7, 143· III 6, 91· V 1, 89, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 13, 36, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 90, 121, 443, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1483, 1629, 2169, Γ΄ 1600, Δ΄ 950, Ε΄ 1046, Θυσ. (Μέγ.)2 280, 523, 1029, Ευγέν. (Vitti) 379, 1151, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 182, 184, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ 32, 247, Δ΄ 343, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ 303, Γ΄ 1047, Δ΄ 1158, Ε΄ 1214, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 56, Ε΄ 376, Ζήν. (Σάθ.) Β΄ 440, Γ΄ 371, Πρόλ. κωμ. (Βεργ.) 29, 45, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 348, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15110, 22415, 22613, 26228, 35818, 42315, 5227, 54511, 5575· ’κλουθώ, Λίβ. (Wagn.) N 40, Μαχ. (Dawk.) 54621, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [18], Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 630, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 2510, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ε΄ 473, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ΄ 157, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 7, 174, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ε΄ 1534, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ 94, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Πρόλ. 78, Α΄ 714, 785, Γ΄ 1347, Δ΄ 1474, Ε΄ 70, Πρόλ. κωμ. (Βεργ.) 29· ακλοθώ, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 20, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15117,  2715· ακολοθώ, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 190.
    Το αρχ. ακολουθώ. Για τους τ. ακλουθώ και ακλοθώ βλ. ΙΛ, λ. ακολουθώ· για τον τ. ακλουθώ πβ. το αμφίβολο όμως ακλούθως (Preisigke-Kiessling, τόμ. 4 στ. 71).
    1) α) Ακολουθώ, πηγαίνω (με κάποιον) ή ύστερα από κάποιον (Η σημασ. ήδη αρχ. L‑S, και σήμ., ΙΛ): Εχάρησαν χαράν μεγάλην και ακλουθήσαν του παπά και έμπασέν τους απέ το μονοπάτιν και ηύραν τους αμέριμνους Μαχ. 4529· φαρίν εκαβαλίκευεν, εβάσταζεν γεράκιν| και οπίσω ακολούθα του σκυλίν με το ’λητάριν Λίβ. Esc.ει δ’ ίσως οπισωπατείς, ου θέλεις ν’ ακλουθήσεις,| επαίρνομέν σε πεταστόν, γοργογυρίζομέν σε Βέλθ. 197· β) συνοδεύω (κάποιον), μετέχω στην ακολουθία, στην πομπή (Η σημασ. αρχ., στα παπυρ., Preisigke-Kiessling στη λ. 9· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. 2· και σήμ., ΙΛ στη λ. 1ε): κι αν αποθάνει και πτωχός, κανείς δεν το κατέχει,| κανείς ουδέν ακολουθεί να παν και να τον θάψουν Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 161· αν έχω μετά λόγου σας αγάπη, ν’ ακολουθήσω ως το Μαντράκι, αφέντες μου, να σας ’ποχαιρετήσω Τζάνε, Κρ. πόλ. 5575· Μπράβοι πάντα μ’ ακλουθούσα,| από μακράς μ’ εχαιρετούσα| κι ήμουνα συντροφιασμένος| μέρα νύκτα ο καημένος Φαλλίδ. 13· γ) ανήκω σε κάποιον (Η σημασ. και σε παπυρ., Preisigke-Kiessling στη λ. 4): Οι εκ πορνείας γεγεννημένοι ουκ ακολουθούσιν του πατρός, αλλά της μητρός Ελλην. νόμ. 54022· δ)  ακολουθώ (κάποιον ή κάτι) ως οδηγό ή αρχηγό (πβ. L‑S στη λ. ΙΙ και: οι της συνόδου ακολουθούντες Μαλάλ., Βόνν. 412, 1): γιατί ο έρως ήκαμε πολλούς να πληγωθούσιν| ανδρείους και οπίσω του να του ακολουθούσιν Διγ. O 1560· Πολίταρχε, το χρέος μας ζητά να σ’ ακλουθούμε| και δούλοι σου πιστότατοι να ’μαστε ώστε να ζούμε Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 7· Τότε ήρθε ο Μουράτης εις τα μέρη της Θήβας και έσμιξε με τον δούκα της Αθήνας και του ακολούθησε εις βοήθειαν Χρον. σουλτ. 7418· κι αγάλι’ αγάλια πορπατεί, ζάλο και ζάλο κάνει·| να δει το βάθος του νερού βέργα κρατεί και βάνει·| πάντα τση βέργας ακλουθά κι εκείνη τιμονεύγει Ερωτόκρ. Α΄ 2169· Και εν τῳ άμα έστειλε μαντατοφόρους εις τον Μουράτη ότι να στέρξει να’ χουνε αγάπη και να του ακολουθά εισέ όποιον πόλεμον υπάγει εις βοήθειαν Χρον. σουλτ. 7034· τούτος το ’καμε ακλουθώντας της βουλής μου Πιστ. βοσκ. V 1, 89· Ω χριστιανοί, τηρήσετε το τι μας αναμένει| και πάσα ένας ν’ ακλουθά του κόσμου δεν τυχαίνει Φαλιέρ., Ρίμ. AN 316· Εις τον καιρόν του Μωυσή, όπου τον ακλουθούσαν| με τον λαόν του Ισραήλ δώδεκα σκήπτρα ομάδι Δεφ., Λόγ. 26· Ας πάμε, αδυνατότατοι στρατιώτες, ν’ ακλουθούμε| τον Αναστάσιον, ολωνών για βασιλιά να πούμε Ζήν. Γ΄ 371· κι όποιος γυρεύει ανάπαυσιν και ζωή εντροπιασμένη| μη ακολουθήσει ουδεποσώς το φλάμπουρόν μου εμένα Θησ. (Foll.) Ι 65· την τσίκναν ηκολούθησα κι εις μακελλειόν με πάγει,| εκ’ ηύρα κρεάς κι εψήνασιν σουγλιταριάν μεγάλην Προδρ. IV 230· και όπου μας οδηγεί ο καιρός εκείθεν ας ακλοθούμεν Πένθ. θαν. N 20· ας πάμεν όπου βούλεσαι, ας πάμεν όπου μέλλεις| να πας· εγώ ακολουθώ όπου και α με θέλεις Διγ. 692· και να του ακολουθά και να του βοηθά εισέ όποιον πόλεμον και αν υπάγει Χρον. σουλτ. 5113· ε) ακολουθώ (κάποιον) ως διδάσκαλο (Η χρήση ήδη αρχ., αλλά και μτγν., Bauer, Wört., στη λ. 3): Στην Γαλιλαίαν καρτερεί Μαρίες και αποστόλους,| όσοι και αν τ’ ακλουθήξασιν, γυναίκες και άνδρες, όλους Σκλέντζα, Ποιήμ. 1154. 2) α) Παίρνω το κατόπι (κάποιον ή κάτι): και εξέβην και το άλλον κάτεργον και ακλούθησάν του και ήλθαν εις την Κύπρον και εσμίκτησαν με τα άλλα δύο Μαχ. 13033· Φαίνεταί μου κι εκόντεψε η ώρα και ακλουθά μας Αλφ. 1083. Πβ. ξετρέχω. β) καταδιώκω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1Ϛ): και σαν δεν απομείνασι, Τούρκοι των ακλουθούσαν (έκδ. ακολουθύσαν· διορθώσ.)| κι ελέγα τσι χαΐνηδες κι όλοι τσι καταφτυούσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 22415· Τα κρίματα που κάμασιν όλα των ακλουθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 26218· Οι αμαρτίες την κυκλώνουν, οι αδικίες την ’κλουθούν| και τα φοβερά τελώνια με θυμόν την κυνηγούν Άρχ. Μεγ. B 17. 3) α) Επιδιώκω (κάτι): κι όποιος τά ρέγετ’ ακλουθά κι ό,τι τ’ αρέσει κάνει ... Ερωτόκρ. Α΄ 1629. Πβ. ξετρέχω. β) επιδιώκω με ερωτική τάση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): κι αν τούτον μου λαλεί να σ’ ακλουθήσω,| τ’ άλλον απού μακρά να μεν τολμήσω Κυπρ. ερωτ. 69· Εγώ ο καημένος αγαπώ μιαν άγρια κορασίδα,| μια ’λύπητη κι ανέγνωρη παρ’ άλλη επά στην Ίδα· κι ολημερίς στα δάσητα γυρίζω κι ακλουθώ τση Πανώρ. Δ΄ 227· να σου ’κλουθά ’ποπίσω του| σαν το ζαγάρ’ η σκύλα Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 94· Μιαν κορασίδαν όμορφην, που την ’κλουθούν περίσσιοι Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ 785· Α δε σε κάμω ν’ ακλουθάς του Γύπαρη από πίσω Πανώρ. Γ΄ 255· Χίλιοι βοσκοί την αγαπού κι ως σκύλοι τσ’ ακλουθούσι Πανώρ. Β΄ 55· Το Νικολό εγύρευα και χίλιοι μ’ ακλουθούσα Κατζ. Δ΄ 5· και ν’ ακλουθώ εκείνης οπού μου φεύγει Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 6, 91· μα να ’ργιστούσιν ολωνώ, τσ’ αγάπης ν’ ακλουθούσι Ερωτόκρ. Γ΄ 1600· Του πόθου ’κλούθησε κι εσύ και την αγάπη πιάσε Πανώρ. Γ΄ 157· Κριτής για μέναν άδικος εγίνης·| αφόν εμέν που σ’ ακλουθώ παιδεύγεις Κυπρ. ερωτ. 1010· μ’ άφτει (έκδ. άφτειν· διορθώσ.) μια πεθυμιά να τ’ ακλουθήσω Πιστ. βοσκ. Ι 3, 37· κι εσύ οπού πάντα| του πόθου ακλουθάς πάλι Πιστ. βοσκ. Ι 1, 386· ποιο αγαφτικό να αφήσεις| κι εκείνο σου φανίστη ν’ ακλουθήσεις Πιστ. βοσκ. Ι 2, 264· Διά ν’ ακλουθώ τον πόθο σου, κυρά μου Κυπρ. ερωτ. 581· Κι εσύ που πάντα τσ’ ερωτιές ακλουθάς Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ 303· θέλω ακλουθά όπου δώσεις Πιστ. βοσκ. Ι 3, 50· να αρνιστείς την δόξαν σου και ν’ ακλουθάς την κόρην Αχιλλ. L 228· Χαρά εις την ερωτικήν εκείνην την κουρτέσαν,| οπού τον εκολούθησεν τοιούτον αγορίτσην Αχιλλ. N 1432. Πβ. και ξετρέχω. 4) Παρακολουθώ, επιτηρώ (κάποιον ή κάτι): Δυo Τούρκους μας εδώκασι για να μας ακλουθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 22613· να πάγω ν’ ακλουθώ στα πρόβατά μου Βοσκοπ. 90. 5) (με αιτ. ή με την πρόθ. σε με αιτ.) Συγκατανεύω (σε κάτι), πείθομαι (από κάτι), ακολουθώ (κάτι) με εσωτερική παραδοχή (πβ. L‑S και Steph., Θησ. 1238Α· η σημασ. και σε παπυρ., Preisigke-Kiessling, στη λ. 2 και 3· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. 4, καθώς και Sophocl., στη λ.): Για να μπορεί να γιατρευθεί ’κλουθὠντας την βουλήν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ 70· μηδέ οι Ρωμαίοι δεν του ακολουθούσι εις την βουλήν του Χρον. σουλτ. 539. 6) Παίρνω ορισμένη κατεύθυνση (πβ. και σύρε πάλιν να ακολουθήσεις τους συνηθισμένους σου πολέμους Φυλλ. Αλ. 130): κάτεργα τότ’ έλυσαν, τον δρόμον ακλουθούσαν Αχέλ. 1611· άξαν βουλήν ο κάθε είς οπ’ ακλουθά στρατείαν Αχέλ. 2154. 7) α) Προσαρμόζομαι (σε κάτι) (πβ. L‑S· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4 β): του καιρού να ακολουθά και να παραμερίσει·| ο καιρός κείνος να διαβεί και τότε να γυρίσει Παλαμήδ., Βοηβ. 1075· κι ακλούθησε πολύν καιρόν πάντα με την ελπίδα Θησ. ΙΒ΄ [764β) εκμεταλλεύομαι: γιατί χρειάζεται ο στρατηγός τέχνην, ανδρείαν και γνώση·| και τον καιρόν ν’ ακολουθά, νίκην για να του δώσει Παλαμήδ., Βοηβ. 320. 8) Τιμώ, σέβομαι, τηρώ (κάτι) (Η σημασ. και σε παπυρ., Preisigke-Kiessling, στη λ. 1· βλ. και Steph., Θησ. 1237): για να δειχτείτε πως παιδιά είστενε κι ακλουθάτε| του Κέφαλου τα ήθη του και πράξεις του παινάτε Πρόλ. κωμ. 45· εκείνος εβούλετο να τα ενδύσει και να τους ποιήσει να ζουν φράγκικα παντελώς, ήγουν να ακολουθούσι την εκκλησίαν ωσάν καθείς Λατίνος Βησσ., Επιστ. Α΄ 2418· Ότι αιρετικών κόλλυβα μη τα φάγεις και τας εορτάς τους μην ακολουθήσεις Βακτ. αρχιερ. 133 κα΄. 9) Μιμούμαι (κάτι), επαναλαμβάνω (μια ενέργεια) (Η σημασ. μτγν., Λουκιαν., και σημερ., ΙΛ στη λ. 4α): Πράξεις ενάρετες ’κλουθεί με δόξαν και τιμήν του Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. 78· κάμετε, σας παρακαλώ, όλοι σας να ’κλουθάτε| την αρετήν την άξια, όπου πολλά παινάται Πρόλ. κωμ. 29. 10) (Απρόσ.) επακολουθεί, συμβαίνει (κάτι) (Η σημασ. ήδη αρχ., L‑S II 4 και σήμ. ΙΛ στη λ. 1 και 1ζ): και εκείνα οπού σε ακολουθούν άλλον τίποτε ουκ ένι| ει μη της Τύχης τα καλά τά έχουν οι ευτυχούντες Λόγ. παρηγ. O 182· ο μύθος λέγει· πρέπο ’ναι να βάνομεν στον νουν μας| τά μεταχειριζόμαστεν αν έν’ και ’κολουθούν μας Αιτωλ., Μύθ. 420· και ως ακλουθά καμιάν φοράν ευθύς όταν βροντήσει| στρόβιλος μέγας ... Αχέλ. 1460· Εις την οκνιάν και ανάπαυσιν πολλά κακά ακλουθούσι Δεφ., Λόγ. 207. 11) Ταιριάζω: Δε σ’ ακλουθούσε ως βασιλιά να ʼσαι στην πρέκια απάνω Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 51. Η μτχ. ακολουθώντας (αμτβ.) = συνεχίζοντας, στη συνέχεια (πβ. και ΙΛ στη λ. 2): Είπα και ο Μέγας Μάστορας γραφήν στον Δον Καρτσίαν| με την φρεγάδαν έστειλεν ζητώντα βοηθείαν.| Τώρ’ ακλουθώντας λέγω σας Αχέλ. 798.
       
  • αλέτης
    ο, Φυσιολ. (Pitra) 37312.
    Το αρχ. ουσ. αλέτης.
    Αυτός που αλέθει (πβ. το μτγν. μύλος υδραλετικός, L‑S, λ. μύλος Ι 1): Ην δε θηρίον φοβερόν ο βασιλίσκος, λέγω (παραλ. 1 στ.). Υπάρχει ολοστρόγγυλος ωσάν μύλος αλέτης Φυσιολ. (Pitra) 37312.
       
  • αναβλέπω,
    Καλλίμ. (Κριαρ.) 1752, Λίβ. (Μαυρ.) P 2625, Φυσιολ. (Pitra) 33920, Θησ. (Βεν.) B΄ [72], Θ΄ [134], Φαλιέρ., Ενύπν. (Ζώρ.) 35, Ερωφ. (Ξανθ.) Β΄ 65.
    Το αρχ. αναβλέπω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Α´ (Αμτβ.) 1) α) Φρ. αναβλέπει το φως μου = ξαναβλέπουν τα μάτια μου: Μ’ εφάνηκεν ’τι εξύπνησα κι ανάβλεψεν το φως μου| κι ο Έρωτας εστέκετον με το δοξάρι ομπρός μου Φαλιέρ., Ενύπν. 35· β) (μεταφ.) αποκτώ πάλι την όρασή μου (Πβ. L‑S στη λ. ΙΙ και ΙΛ στη λ. 1): λόγιασε ... πως η αγάπη σού κρατεί τυφλό το λογισμό σου.| Μ’ αν αναβλέψεις θες ιδεί το πώς δεν είν’ τιμή σου Ερωφ. Β΄ 65· διά της τριημέρου ταφής και εγέρσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ανέβλεψαν και εζωοποιήθησαν. Προ γαρ του βαπτίσματος κωφοί και τυφλοί ονομάζοντο Φυσιολ. 33920. 2) Ρίχνω το βλέμμα μου, κοιτάζω: από μακράν ανέβλεψα και βλέπω αρματωμένους Λίβ. P 2625. Πβ. αναβλεμματίζω β. 3) Έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου: Και το χλομόν το πρόσωπον ... σιγά το εκατάβρεξαν με δροσερόν γαρ ύδωρ| και παρευθύς εννόησε κι ανάβλεψεν ολίγον Θησ. Θ΄ [134φρ. αναβλέπω το φως μου = ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι: Αφόν ο φόβος έδωκεν άδεια του λογισμού του| κι εμεταστάθη απάνου του κι ανάβλεψε το φως του Θησ. Β΄ [72]. Β´ (Μτβ.) κάνω κάπ. να αποκτήσει όραση (να «δει το φως του»): ο Ιησούς Χριστός ... ανάβλεψεν έναν τυφλόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 10v‑11r· και τούτος έναι εκείνος οπού υγίανεν τους κουτσούς, τους λεπρούς και ανάβλεψε και τους τυφλούς Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 290v.
       
  • αναγκαίον
    το, Φυσιολ. (Legr.) 416, 535, Φυσιολ. (Zur.) XVII 25, XXXIV 12, Φυσιολ. (Pitra) 34621, 3567, 10, 14· αναγκίον, Ασσίζ. 43622.
    Το ουδ. του αρχ. επιθ. αναγκαίος.
    1) (Πληθ.) γεννητικά μόρια, αιδοία (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex., λ. αναγκαίος 1· η σημασ. και στον εν. στην αρχ. ελλ.· συνών. στη βυζ. γραμματεία βλ. Κουκ., ΒΒΠ Ϛ΄ 536): ότε πυρωθεί η θήλη, τρώγει τα αναγκαία του άρρενος και γίνεται έγκυος Φυσιολ. XVII 25· ευθύς φράσσει το στόμα της και κόπτει τ’ αναγκαία εμόρια του άρρενος κακείνος αποθνήσκει Φυσιολ. 416. 2) Αποχωρητήριο (Στον πληθ. η σημασ. και παλαιότ.· βλ. Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ B΄ 6, 1955/6, 235 = Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 310 και Θεοχαρίδης, Μακεδ. 5, 1950, 152· βλ. και Du Cange, λ. αναγκαία· η σημασ. προκ. για τον εν. και σήμ., ΙΛ, λ. αναγκαίο): πλείον ουδέν ημπόρεσεν να πάγει εις το αναγκίον και ετελεύτησεν Ασσίζ. 43622. Πβ. αναγκαίος 1β3.
       
  • αναγκαλίζω,
    Διγ. (Lambr.) O 1201, 2061, Φυσιολ. (Pitra) 37115, Φυσιολ. (Legr.) 368.
    Από την πρόθ. ανά και το αγκαλίζω. Πβ. το σημερ. αναγκαλιάζω (ΙΛ, λ. αναγκαλεάζω). Για τη σύνθ. βλ. Κουκ., Αθ. 43, 1931, 76, όπου μαρτυρείται και το ουσ. αναγκαλιά. Απιθανότερο ότι πρόκειται για αφομοίωση του ε του εναγκαλίζομαι‑εναγκαλίζω προς το α της δεύτερης συλλαβής.
    Αγκαλιάζω: την κόρη ενηγκάλισεν και κατεφίλησέν την Διγ. O 2061· αναγκαλίζει το θηριόν τον άνθρωπον εκείνον Φυσιολ. (Legr.) 368. —Συνών.: αγκαλίζω, ‑ομαι, περιλαμβάνω, περιπλέκω. — Πβ. περιέχω.
       
  • ανάγω,
    Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 234, Γλυκά, Αναγ. (Ευστρ.) 255, 401, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 280, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 427, Λίβ. (Μαυρ.) P 148, Φυσιολ. (Legr.) 54, Φυσιολ. (Pitra) 37128, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 139, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 132, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 120, Χρον. (Kirp.) 304, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1933, Αλφ. (Κακ.) 147, Αλφ. (Μπουμπ.) I 6.
    Το αρχ. ανάγω. Η λ. και σήμ. ως λόγ., αλλά και στα ιδιώμ. (ΙΛ).
    1) α) (Μτβ.) βγάζω κάποιον από χαμηλά και τον οδηγώ υψηλότερα (Πβ. την αρχ. σημασ. και χρήση, L‑S στη λ. I και τη σημερ., ΙΛ στη λ. A1): απέρριψάς με, δέσποτα, πάλιν ανάγαγέ με Γλυκά, Στ. 234· χείρα πάρασχέ με,| ανάγουσαν εκ βόθρου με, λάκκου του της πενίας Προδρ. IV 280· β) (αμτβ. μέσ.) ανεβαίνω: πώς από τον βυθόν ανάγεται, διά πόθον αναβαίνει Λίβ. P 148· γ) (αμτβ. μέσ.) οδηγούμαι (πνευματικώς): Εγώ δε τούτο το ρητόν πιστώς αιχμαλωτίζων| εις εκδοχήν ανάγομαι τούτου τιμιοτάτην Γλυκά, Αναγ. 255· δ) (αμτβ. μέσ.) (προκ. για κάποιον που καταλαμβάνει ανώτερη θέση) ανέρχομαι: ανήχθη εις τον θρόνον τον πατριαρχικόν Χρον. 304· ε) (μεταφ.) (μτβ. και αμτβ.) κάνω κάποιον να ορθοποδήσει, εξυψώνω, προάγω: Να ελευθερώσω Ρωμανιάν εκ των εχθρών τας χείρας| και τους Ρωμαίους τους κατηφείς ν’ ανάξω, να υψηλώσω Παρασπ., Βάρν. C 139· τους μεν ανάγει σήμερον, τους δε άλλους κατεβάζει Περί ξεν. A 427· 2) (Μεταφ.) α) (μέσ. με δοτ.) (προκ. για γεγονότα) αντανακλώ, έχω απήχηση, σχετίζομαι: ως πάντ’ αυτῄ (ενν. τῃ Κων/πόλει) ανάγονται ως ούσῃ μητροπόλει Ριμ. Βελ. 120· β) θεωρούμαι: ανάγονται παρόμοια αυτά τα δύο ζώα Φυσιολ. (Legr.) 54. γ) (αμτβ. μέσ.) ανάγομαι σε κάτι όμοιό μου, μοιάζω με κάτι: Ο διάβολος ανάγεται, άνθρωπ’, εις την αρκούδα Φυσιολ. (Pitra) 37128.
       
  • αναγωγή
    η, Καλλίμ. (Κριαρ.) 598, Φυσιολ. (Pitra) 3739, Γλυκά, Αναγ. (Ευστρ.) 335.
    Το αρχ. ουσ. αναγωγή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Καταγωγή: Αυτός δε πάλιν την αρχήν επιζητεί της κόρης,| το γένος, την αναγωγήν, την χώραν, τους προγόνους Καλλίμ. 598. —Συνών.: ρίζα. 2) Ανέβασμα, εξύψωση, εξιδανίκευση (Για τη σημασ. πβ. Lampe, Lex. στη λ. A): τι δ’ ουκ αφείς την υψηλήν αναγωγήν του λόγου,| προς την εμήν υπόθεσιν τούτον καταβιβάζω; Γλυκά, Αναγ. 335. 3) Μεταφορά (θεωρητική) ενός γεγονότος από μια περίπτωση σε μια άλλη, αλληγορία· δίδαγμα από διήγηση (Πβ. τη μτγν. σημασ. L‑S στη λ. II): Άκουε την αναγωγήν, άνθρωπε, του θηρίου Φυσιολ. 3739.
       
  • αναγωγούμαι,
    Φυσιολ. (Pitra) 36013.
    Πιθ. κατά τα παιδαγωγός-παιδαγωγώ-παιδαγωγούμαι· πβ. και το αρχ. αναγωγός.
    Χρησιμοποιούμαι (με κάποια «αναγωγή») για να διατυπωθεί δίδαγμα: μιμήθητι, ω άνθρωπε, την ρώσιν της μελίσσης ... Καθώς γαρ άνωθεν είπαμεν, πλείον αναγωγείται Φυσιολ. (Pitra) 36013. — Πβ. αναγωγή 3.
       
  • ανακαινίζω,
    Φυσιολ. (Legr.) 94, 96, 106, Φυσιολ. (Pitra) 35915, Φυσιολ. (Punt.) B 416, Μάρκ., Βουλκ. (Λάμπρ.) 3442, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 686, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 29, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 118, 2733, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 28, 41, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 164 μϛ΄.
    Το αρχ. ανακαινίζω. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και στον Πόντο (ΙΛ).
    Ά́ Ενεργ. 1) Ανοικοδομώ (πόλη, εκκλησία, κλπ.) (Πβ. L‑S· πβ. και τας πόλεις ανακαινίσας Χρον. Μον. T 66): συγκαταβάσει του ρηγός βωμούς ανακαινίσαι Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 686. —Συνών.: ανασταίνω 2β. 2) Ιδρύω, εγκαινιάζω (εκκλησία) (Βλ. και Χατζιδ., Αθ. 21, 1909, 448): τες θείες εκκλησίες,| τες ποίες ανεκαίνισαν εν τῳ ονόματί σου Βίος αγ. Νικ. 29. 3)   α1) Κάνω να αναβιώσει κάτι: Θεέ, ταύτην αφάνισον και μη την καρτερέσεις,| ότι αυτή τον Άρειον είχεν ανακαινίσει,| εχθρόν τον Μακεδόνιον τόν είχεν εξυπνήσει Ιστ. Βλαχ. 2733· α2) (προκ. για φωνή ζώων): επαναλαμβάνω: εκείνος τρεις φωνάς άλλας ανακαινίζει Φυσιολ. 94, 96, 106· β) ανανεώνω, ενισχύω (αίσθημα): Καλά εσυμβουλεύτηκε να δώσουν, να χαρίσουν| και την αγάπην προς αυτόν να την ανακαινίσουν Ιστ. Βλαχ. 118· γ) ανανεώνω (κάποιον ψυχικώς) (Βλ. και Lampe, Lex. στη λ. A· πβ. να ανακαινισθεί το ελεεινόν γένος Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 93): Ανακαίνιζε σεαυτόν λοιπόν διά της μετανοίας Φυσιολ. 35915. Μέσ. α) Ξανανιώνω, αναζωογονούμαι: αετός παρά το «αεί έτος» διά το πολλάκις ανακαινίζεσθαι Μάρκ., Βουλκ. 3442· πβ. και ανακαινώνω Β· β) ανανεώνομαι (πνευματικά) (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Βe): ανακαινίσου ’κ των γραφών, νέκρωσον αμαρτίας Φυσιολ. 106.
       
  • ανακαίνωσις
    η, Φυσιολ. (Pitra) 359.
    Το μτγν. ανακαίνωσις.
    Ανανέωση (βλ. και Lampe, Lex.): κατά τας τρεις αυτού (= του κέρατος της ελάφου) ανακαινώσεις Φυσιολ. (Pitra) 359. — Πβ. ανακαίνισις.
       
  • ανακρεμάζω,
    Φυσιολ. (Zur.) XLVI5, Φυσιολ. (Pitra) 3628· ανακρεμνάζω, Φυσιολ. (Zur.) XLVI1-2, 2-3, 4.
    Από τον αόρ. του ανακρεμώ και την κατάλ. ‑άζω. Η λ. και στο Φυσιολ. (Karn.) M 325 και σήμ. (ΙΛ, λ. ανακρεμώ).
    1) Εξαρτώ (ένα πράγμα από κάτι άλλο): ει ουν τα κτίσματα ανακρεμάζουσιν άλληλα, πόσῳ μάλλον ο κτίστης και δημιουργός των απάντων Θεός, ο ανακρεμάσας τον ουρανόν από της γης και εκτείνας αυτόν ωσεί δέρριν Φυσιολ. XLVI5. 2) Εξαρτώ από τον εαυτό μου· εξουσιάζω, υποτάσσω (Πβ. ΙΛ, λ. ανακρεμώ Aβ): Ο φυσιολόγος έλεξεν περί του μαγνήτου λίθου ότι ανακρεμνάζει τον σίδηρον κολλήσας τον σίδηρον τῳ λίθῳ και ανακρεμνάζει αυτόν Φυσιολ. XLVI2-3.
       
  • αναφεύγω,
    Φυσιολ. (Legr.) 330, Φυσιολ. (Pitra) 3716.
    Το αρχ. αναφεύγω.
    Απομακρύνομαι: Ανέν και τα κουτάβια του (ενν. του σκύλου) άλλος τινάς να δώσει ή να τα πνίξει [στο νερόν] κι εκείνος δεν θωρεί τα,| τότ’ αναφεύγει και υπά καθώς περιστερά τε Φυσιολ. (Legr.) 330.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης