Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 55 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Φυσιολ. (Offerm.) G

  • ασπιδοχελών,
    Φυσιολ. (Offerm.) G 701, 9, πιθ. εσφαλμ. γρ. αντί ασπιδοχελώνη.
       
  • βάθραξ
    ο, Φυσιολ. (Offerm.) G 982.
    Από το ουσ. βάθρακος.
    Βάτραχος: Έστιν βάθραξ χερσαίος, έστιν και ένυδρος Φυσιολ. (Offerm.) G 982. — Βλ. και βάτραχος.
       
  • βαρύνω,
    Σπαν. A 369, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 352, Προδρ. III 148, Μανασσ., Χρον. 1011, 6683, Διάτ. Κυπρ. 50823, 50921, Ιερακοσ. 40628, Χρον. Μορ. H 1196, 2400, 2531, 2770, 3064, 3071, 5779, Χρον. Μορ. P 3071, 3202, 4183, 7082, Act. Xér. 2626, Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 4123, Παράρτ. 255 (σχόλ.), Πτωχολ. N 755, Φυσιολ. (Zur.) VI 2β2, Φυσιολ. (Offerm.) G 345, 1088, Βησσ., Επιστ. 364, Μαχ. 1023, 10830, 2121, 34228, 56618‑9, 56834, Δούκ. 40916, Αλφ. (Μπουμπ.) I84, Βίος γέρ. V 827, Αιτωλ., Μύθ. 4219, 1046, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [545], Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3713· αόρ. εβεβαρύνθην, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 235.
    Το αρχ. βαρύνω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαρένω).
    I. (Ενεργ.) 1) α) Πιέζω με το βάρος μου (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι1 και σήμ., ΙΛ, λ. βαρένω Α2β): ώστε εξείναί μοι τας εμάς δοκούς τοις σοις επιτιθέναι οίκοις και τον σον βαρύνειν τοίχον Αρμεν., Εξάβ. Β΄ 4123· β) (μεταφ.) προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ, δυσαρεστώ (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι2 και σήμ., ΙΛ, λ. βαρένω Α2γ): Ο φόβος γή η αποκοτιά δεν ξεύρω αν τον βαρύνει Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ 545. Βλ. και βαρυκαρδίζω. 2) Επιρρίπτω σε κάπ. ευθύνη, κατηγορώ κάπ.: να μηδέν κατηγορούν εμάς μετά ταύτα, να μηδέ βαρύνουσί μας Βησσ., Επιστ. 364. Βλ. και βαραίνω Β1γ. 3) Κάνω κ. χειρότερο, επιδεινώνω (Πβ. τη μτγν. σημασ., L‑S στη λ. Ι2 και τη σημερ., Δημητράκ. στη λ. 5): εβάρυνον, επέτεινον ηύξανον τας κακώσεις Μανασσ., Χρον. 1011. 4) Χτυπώ: όπου πρώτα σκοτώνει τον άνθρωπον και τότε λαλεί του: «Βαρύνω σε θέλω» Μαχ. 56618‑19. Βλ. και ακροκοντώ α, απολύω Α16 φρ., αχαμνώ 3, βαρώ ΙΑ2α, βιτσώνω, βουτυπώ (μεταφ.), πατάσσω. 5) Έκφρ. βεβαρυμένος ύπνῳ = κοιμισμένος: εξυπνίζουσι τους βεβαρυμένους ύπνῳ Φυσιολ. (Offerm.) G 1088. II. (Μέσ.) Α´ (Αμτβ.) 1) Έχω βάρος (Πβ. ΙΛ, λ. βαρένω Α1β): δεύτερον περίχυμα, μαζός βεβαρυμένος Προδρ. III 148. 2) Ασκώ πίεση με το βάρος μου (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 1): πάντες, χριστιανοί τε και Τούρκοι, εις μίαν της διήρεως πλευράν βαρυνθέντες την τρόπιν άνω και τα στέγη κάτω τῳ βυθῴ παρέπεμψαν Δούκ. 40916. 3) Υφίσταμαι βάρος, πίεση, επιφορτίζομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): ουδέ ωφελείται, ειμή και μάλλον βαρύνεται φροντίδος αναδεξάμενος βάρος Αρμεν., Εξάβ. Παρ. 255 (σχόλ.)· προς τούτοις βαρύνομαι χρέους ένεκα πατρικού μου Act. Xér. 2626. 4) Γίνομαι βαρύς, εξασθενώ (Η σημασ. μτγν., Δημητράκ. στη λ. 3· πβ. και ΙΛ, λ. βαρένω Α3α αμτβ.): εάν γηράσει, βαρύνονται αυτού αι πτέρυγες Φυσιολ. (Zur.) VI 2β2‑3· προκατειλημμένος ήδη τῳ χρόνῳ φαίνεται και βαρυνόμενος Ιερακοσ. 40628. Βλ. και ατονώ, αχαμνίζω Α2β. 5) Δυσφορώ, δυσανασχετώ (Για τη σημασ. πβ. ΙΛ, λ. βαρένω Α2γ αμτβ.): αυτόν δε βαρυνόμενον και δυσανασχετούντα Μανασσ., Χρον. 6683. Β´ (Μτβ.) 1) Θλίβομαι, στενοχωρούμαι· βαρέως φέρω, οργίζομαι (Για τη σύντ. βλ. Ανδρ., Προσφ. Κυριακ. 53): πολλά εβαρύθην και τον θάνατον του βισκούντη Μαχ. 56834· μη το βαρυνθείς τό έδωκεν η κρίσις Χρον. Μορ. H 2400· εθλίβη γαρ και εχόλιασε, μεγάλως το εβαρύνθη Χρον. Μορ. H 3064. Βλ. και βαριούμαι Ι2, βαρυθυμώ. 2) Βαριέμαι κ., δεν μου αρέσει κ., αποφεύγω: ο μύθος λέγει πως πολλοί βαρύνονται τα λόγια Αιτωλ., Μύθ. 4219· οι δε καλοί βαρύνονταί σε ως άχρηστον την γνώμην Σπαν. A 369· ποτέ δεν βαρύνομαι εις του λόγου της Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3713. Βλ. και βαριούμαι IIβ. — Βλ. και βαραίνω, βαρυγγωμώ.
       
  • γαμώ,
    Σταφ., Ιατροσ. 17471, 472, Ακ. Σπαν. 45530, Αρμεν., Εξάβ. Δ΄ 18, Φυσιολ. (Offerm.) G 9811 (κριτ. υπ.), Μαχ. 574 (κριτ. υπ.), Αλεξ. 2545, Βίος Αισώπ. 303 δις, Σαχλ. N 255, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 417, Σαχλ., Αφήγ. 653, 758, 836, 870, Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 237.
    Το αρχ. γαμέω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    (Το ενεργ. προκ. για άντρα· το παθητ. προκ. για γυναίκα) συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική μίξη (Η σημασ. αρχ., L‑S, γαμέω I2 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): έβαλεν εις τον νουν του ότι να πηγαίνει να ποίσει τρόπον να την γαμήσει Βίος Αισώπ. 303· Να σε γαμήσω; Έτοιες δουλειές δεν κάνω εγώ κι εύρε άλλο Φορτουν. (Vinc.) E΄ 237· Κρυφά γαμιέται πολτική (έκδ. πολιτική· διορθώσ.) εδώ κι εκεί, όπου θέλει Σαχλ. N 255.
       
  • δεσμεύω,
    Φυσιολ. M 205, Στ. Αδάμ 16, Καλλίμ. (Pichard) 1208, Διγ. (Trapp) Gr. 3267, Διγ. Z 185, 3971, 4256, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 533, Φλώρ. 455, Λίβ. Sc. 1078, Χρον. Τόκκων 1020, Σφρ., Χρον. μ. 12419, Διγ. Άνδρ. 3164.
    Το αρχ. δεσμεύω. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    Ά Ενεργ. 1) Βάζω σε δεσμά, φυλακίζω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I. Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 1): πάντες εδεσμεύθησαν και οι πόδες αυτών ησφαλίσθησαν σιδήροις Σφρ., Χρον. μ. 12419· Τις χείρα σου εδέσμευσε; τίς την ισχύν αφείλε; Διγ. Z 3971· ορίζει και σεβάζουσιν εις φυλακήν την κόρην,| ειρκτῄ κατασφαλίζουσιν, δεσμεύουν ανοσίως Φλώρ. 455· (μεταφ.) (1) (προκ. για τον έρωτα): δεσμεύει (ενν. ο έρωτας) και δουλώνει τον, πτωχόν τον κατασταίνει Διγ. Z 185· (2) (προκ. για κόρη): καρδίας δεσμεύει (ενν. η κόρη) ελεύθερας και αισθήσεις υποτάσσει Λίβ. Sc. 1078· (3) (προκ. για αμαρτίες): κατασπά με ο τύραννος προς την αυτού δουλείαν| δεσμεύων, κατατρύχων με δεσμοίς αμαρτημάτων Στ. Αδάμ 16. 2) (Προκ. για ζώο) δένω: αι τρίχες μου πληρούσιν άλλην χρείαν· πλέκουν σκοινία δυνατά, δεσμεύουσιν τα ζώα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 533. 3) (Προκ. για πλοίο) δένω στη στεριά (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I): οι ναύται δεσμεύουσι τα πλοία αυτών εις την νήσον Φυσιολ. M 205. 4) «Δένω με μάγια»: γράμμασι κακομαγικοίς και λόγοις μαντευμάτων| επέδευσεν, εδέσμευσεν, ως ήθελεν εκείνη Καλλίμ. (Pichard) 1208. 5) Κρατώ ακίνητο κάπ.: οι πόδες εδεσμεύθησαν οι τας οδούς κρατούντες Διγ. Z 4256. Β´ (Μέσ.) εγκαθίσταμαι: δεσμευθείς (ενν. ο Χριστός) διά του Σταυρού εις τας καρδίας ημών Φυσιολ. (Offerm.) G 15216.
       
  • δόρκων
    ο, Φυσιολ. 36413· δορκών, Φυσιολ. (Offerm.) G 13410.
    Το μτγν. ουσ. δόρκων.
    Αρσενικό ζαρκάδι (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. δορκάς): Έστι ζώον εν τῳ όρει λεγόμενον δόρκων Φυσιολ. 36413.
       
  • εγκαταλιμπάνω,
    Φυσιολ. (Offerm.) G 11813.
    Η λ. στον Ιπποκράτη.
    Εγκαταλείπω (Η σημασ. στον Ιπποκράτη, L‑S): μη ουν εγκαταλίμπανε την συνῳδίαν σου Φυσιολ. (Offerm.) G 11813.
       
  • εισβαίνω,
    Γλυκά, Στ. 182, 190, Λόγ. παρηγ. L 26, Προδρ. I 130, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34527‑8, Φυσιολ. (Offerm.) G 9513.
    Το αρχ. εισβαίνω.
    1) Αμτβ. (μεταφ.) εισέρχομαι (Βλ. L‑S στη λ. Ι2): Οι πόνοι αψά σε εισέβησαν Γλυκά, Στ. 190· Φροντίδα τον εισέβηκε και μέριμνα και οδύνη Λόγ. παρηγ. L 26· εισέβησαν πάντες εις θλίψιν και αγωνίαν μεγάλην Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34527‑8. 2) (Μτβ.) περνώ: ηνίκα γαρ εισέβηκα την θύραν καβαλάρης Προδρ. I 130. — Βλ. και σεβαίνω.
       
  • εκκρίνω,
    Φυσιολ. (Offerm.) G 4611 (έκδ. εκρύει· διορθώσ.).
    Το αρχ. εκκρίνω.
    Κάνω να ρεύσει (Βλ. L‑S στη λ. 4): όταν δε ο άρρην οχεύει την θήλειαν, εκκρίνει το σπέρμα εις το στόμα Φυσιολ. (Offerm.) G 4611 (έκδ. εκρύει· διορθώσ.).
       
  • εμφυσώ,
    Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 632, Φυσιολ. (Offerm.) G 204.
    Το αρχ. εμφυσάω.
    Φυσώ (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. εμφυσάω II): έως αν έλθει ο πατήρ αυτού τῃ τρίτῃ ημέρᾳ και εμφυσήσει αυτού εις το πρόσωπον Φυσιολ. 3397-8. — Βλ. και αναφυσώ.
       
  • ενυδρίς
    η, Φυσιολ. (Offerm.) G 902.
    Η λ. στον Αριστoτέλη (L‑S, λ. ένυδρις).
    Είδος υδρόβιου θηλαστικού, κοιν. βίδρα (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S, λ. ένυδρις I): Έστιν ζώον λεγόμενον ενυδρίς μορφήν έχουσα κυνός Φυσιολ. (Zur.) XL1.
       
  • ένυδρος
    ο, η, Φυσιολ. (Legr.) 289, Φυσιολ. (Offerm.) M 915.
    Το αρχ. επίθ. ένυδρος ως ουσ.
    Είδος υδρόβιου ζώου, κοιν. βίδρα (Πβ. L‑S, λ. ένυδρις 1): υπάγει ουν η ένυδρος και χρίει όλο το σώμα αυτής πηλῴ Φυσιολ. (Offerm.) G 905.
       
  • εξυπνίζω,
    Καλλίμ. 1342, Φυσιολ. (Offerm.) G 1083, 8, Φυσιολ. 38811, Δούκ. 36311, Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 240· ’ξυπνίζω.
    Το μτγν. εξυπνίζω. Ο τ. ’ξυπνίζω στο Meursius (λ. ξυπνίζειν) και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) Σηκώνω κάπ. από τον ύπνο, τον ξυπνώ (Η σημασ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα, Παπαδ. Α., Λεξ. στη λ. 1): Περί δε την τρίτην φυλακήν της νυκτός ο καλός Κρατισθένης εξυπνίζει με Μακρεμβ., Υσμ. 16827. 2) (Προκ. για νεκρούς) ανασταίνω: εξυπνίζειν τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 240. 3) Ξυπνώ (αμτβ.) (Η σημασ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα, Παπαδ. Α., Λεξ. στη λ. 2): εξυπνίσθη από τον φόβον του και απήδησεν από την κοίτην του Διήγ. Αλ. V 27.
       
  • επισυναγωγή
    η, Φυσιολ. (Offerm.) G 11814.
    Το μτγν. ουσ. επισυναγωγή.
    Συνάθροιση πιστών, εκκλησία: Μη … εγκαταλιμπανέτω τις … την επισυναγωγήν του Θεού Φυσιολ. 36318.
       
  • επιφοιτώ,
    Φυσιολ. (Offerm.) G 14810, Φυσιολ. (Zur.) LI19 (κριτ. υπ.).
    Το αρχ. επιφοιτάω.
    (Προκ. για το Άγιο Πνεύμα): η δρόσος επί του πνεύματος του αγίου (ενν. νοείται), του επιφοιτώντος εν ταις διαθήκαις Φυσιολ. 36617.
       
  • ερείκινον
    το, Φυσιολ. (Offerm.) G 1227· ερέκινον, Φυσιολ. (Zur.) II 15· ερεκίνον.
    Το ουδ. του επιθ. ερείκινος ως ουσ. <(ερείκη)>.
    Το φυτό ερείκη: έστι δε εκεί ερεκίνα λεπτόκλωνα Φυσιολ. 3419.
       
  • ευτόκειος,
    επίθ., Φυσιολ. 35226 δις, 3533, Φυσιολ. (Offerm.) G 769.
    Από το ουσ. ευτοκία και την κατάλ. ‑ιος. Η λ. τον 6. αι. (L‑S).
    Που βοηθά τον τοκετό: όταν γίνεται η θήλη έγκυος …, μη δυναμένη τεκείν απέρχεται ο άρρην κατά νότον και λαμβάνει λίθον ονόματι ευτόκειον … και θέτει εν τῃ κοιλίᾳ αυτής και ευκόλως γεννά η θήλη Φυσιολ. (Legr.) XXXII.
       
  • ζωοποιώ,
    Διγ. (Trapp) Gr. 792, Φυσιολ. (Offerm.) G 403, Φυσιολ. (Kaim.) 22α18, Φυσιολ. B 710, 15, Θρ. Θεοτ. 21, 28, Διακρούσ., Πένθος 44· ζωποιώ, Πεντ. Γέν. VI 19, 20, VII 3, XII 12, XIX 19, XLVII 25, L 20, Έξ 118, XXII 17, Aρ. XXXI 15, Δευτ. XX 16· ζωπώ.
    Η λ. στον Αριστoτέλη.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. α) Δίνω ζωή: Ο φυσιολόγος έλεξεν περί του πέρδικος ότι αλλότρια ωά θάλπει και ζωοποιεί Φυσιολ. (Zur.) XI4· εις πνεύμα το άγιον, ζωοποιούν τα πάντα Διγ. (Trapp) Gr. 792· Και λαβών ο βασιλεύς εν ταις ιδίαις χερσίν το του υιού αυτού αίμα και ποτίσας τον λαόν εζωοποίησεν εκ του θανάτου την εαυτού χώραν Διάλ. Ευθυμ. 125206α· απέστειλέ με ο Θεός ομπροστά σας να βάλω εσάς απομονάρι εις την ηγή και να ζωποίσω εσάς εις γλυτωμό μεγάλο Πεντ. Γέν. XLV 7· β) ανασταίνω: ο φοίνικας έχει την εξουσίαν του αποκτείναι εαυτόν και του ζωοποιήσαι Φυσιολ. (Legr.) 779· τους νεκρωθέντας τῃ αμαρτίᾳ διά του τιμίου αυτού αίματος εζωοποίησε (ενν. ο Κύριος) Φυσιολ. (Kaim.) 16b17· τούτον (ενν. τον Λάζαρον) εζωοποίησας, συ (ενν. Χριστέ) δε πώς αποθνήσκεις; Θρ. Θεοτ. 28· γ) αφήνω να ζήσει κάπ., κρατώ κάπ. στη ζωή: εφουβήθηκαν οι μαμμήδες τον Θεόν και δεν έκαμαν χαθώς εσύντυχεν προς αυτές ο βασιλεύς της Αίγυφτος και εζωπούσαν τα παιδιά Πεντ. Έξ. I 17· παν υιός οπού γεννάται εις τον ποταμό να τον ρίξετε και παν θυγατέρα να ζωποίσετε Πεντ. Έξ. I 22. Β´ (Αμτβ.) ανασταίνομαι, αναζωογονούμαι: Ότι το όρνεον διά τριών ημερών εζωοποίησε και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πώς ουκ ηδύνατο εγείραι αυτόν εκ νεκρών; Φυσιολ. (Zur.) XIII 219. II. (Μέσ.) παίρνω ζωή: ούτω ζωοποιούται (ενν. ο ερωδιανός) Φυσιολ. (Zur.) XXXVIII 27· (μεταφ.): Ούτω και τα άπιστα έθνη ... ανέβλεψαν και ζωοποιήθησαν Φυσιολ. 339. Φρ. ζωποιώ σπορά = (προκ. για γυναίκα) φέρνω στη ζωή, γεννώ: σύρε να ποτίσομε τον πατέρα μας κρασί και να πλαγιάσομε μετά αυτόν και να ζωποίσομε από τον πατέρα μας σπορά Πεντ. Γέν. XIX 32.
       
  • ηλιακός,
    επίθ., Καλλίμ. 180, Διγ. (Trapp) Gr. 2662, Βέλθ. 474, 491, Λίβ. P 1226, 1260, 1423, 2832, Λίβ. Sc. 93, 265 (κριτ. υπ.), 310,819, Λίβ. Esc. 366, Λίβ. N 361, 467, 1071, 1528, Αχιλλ. O 465, Φυσιολ. (Offerm.) G 222, Φυσιολ. 36017, Μαχ. 4835, 3145, Βουστρ. 414, Εις Θεοτ. 4, Πεντ. Δευτ. XXII 8, Διγ. Άνδρ. 39917· ελιακός, Λίβ. Esc. 1222.
    Το μτγν. επίθ. ηλιακός. Η λ. και σήμ. Βλ. και Kahane, Sprache 389, 432, 434, 444.
    α) Που αναφέρεται στον ήλιο ή που προέρχεται από τον ήλιο: Τα άρματα ελάμπασιν ηλιακάς ακτίνας Διγ. Z 310· όταν γαρ γίνεται βροχή εν καιρῴ φθινοπώρου, είθ’ ούτως ηλιακή καύσις, τότε μάλλον γίνονται οι αμανίται πλείστοι Μάρκ., Βουλκ. 3435· β) προσήλιος: απέρχεται (ενν. η αλώπηξ) εις τόπους ηλιακούς και τίθησι εαυτήν εις την γην Φυσιολ. (Zur.) XXI 23. Το αρσ. και το ουδ. ως ουσ. = εξώστης, μπαλκόνι που εκτίθεται στον ήλιο, λιακωτό: μετά των λίθων χυμευτάς εποίησε θυρίδας,| ηλιακούς εποίησεν έξωθεν του τρικλίνου Διγ. Z 3863· Η δε η ρήγαινα εκάτσεν εις τον ηλιακόν εις το διάβαν τούς καβαλάρηδες Μαχ. 5012· χαρτίτσιν τό εκείτετον έξω εις το ηλιακόν μας Λίβ. N 1278.
       
  • θυμιάζω,
    Σπανός (Eideneier) A 530, 535, Φυσιολ. (Offerm.) G 14214, Φυσιολ. 36514, Θησ. Ζ΄ [942], Παϊσ., Ιστ. Σινά 117, 633, 720, 731, 1204, Διήγ. ωραιότ. 587, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [500].
    Από τον αόρ. του θυμιάω. Η λ. στα Γεωπονικά (L‑S) και σήμ.
    (Μτβ. και αμτβ.) θυμιατίζω: πάσα ναόν εθύμιασε Θησ. Ζ΄ [482σφόδρα θυμιάσαντες πάντες οι στρατιώται Βίος Αλ. 5574.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης