Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 12 εγγραφές  [0-12]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Φλώρ. (Μαυρ.)

  • αμετρίως,
    επίρρ., Διήγ. Βελ. (Cant.) 80, 462, Φλώρ. (Μαυρ.) 1860.
    Από το επίθ. άμετρος με επίδρ. του επιρρ. μετρίως. Πβ. το επίρρ. αμετρί στη Σούδα (L‑S Κων/νίδη).
    α) Σε μεγάλο πλήθος, σε μεγάλο αριθμό: ο βασιλεύς αρμάτωσεν κάτεργα εβδομήντα, ...| γαλιότες και πλοιάρια, τζιβούδες αμετρίως Διήγ. Βελ. 80· β) πάρα πολύ, υπερβολικά: και ο πατήρ και η μήτηρ του χαίρουνται αμετρίως Φλώρ. (Μαυρ.) 1860. — Πβ. και άμετρα, αμέτρητα.
       
  • αντίσηκος,
    επίθ., Σπαν. (Hanna) B 494, Σπαν. (Legr.) P 272, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 704, 715, Προδρ., Στ. δεητ. (Maiuri) 40, Φλώρ. (Μαυρ.) 1596, Λίβ. (Μαυρ.) P 1596, Λίβ. (Lamb.) Sc. 368, 514, 919, 2594, 2828, 3053, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1485, 1617, 1870, 1879, 3759, 3761, 4018, 4213, Λίβ. (Wagn.) N 1334, 1446, 1605, 1687, 3195, 3434, 3521, 3635, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 255.
    Από την πρόθ. αντί και το αρχ. ουσ. σηκός. Η λ. ήδη στον Ησύχ., λ. ισόζυγιον (κατά έκδ. Κ. Latte· κατά έκδ. Schmidt ισοζύ[γι]ον), καθώς και στον Ευστ., Ιλ. (Stallb.) 10758. Το ουδ. ως ουσ. επίσης στον Ευστ., Opusc. (Tafel) 330, καθώς και σήμ. (ΙΛ, λ. αντίσηκο).
    α) Αντίστοιχος, ισάξιος, αντάξιος: αν έπαιρνεν κατάλλαμαν αντίσηκον ο Χάρος,| ψυχήν, σώμα για λόγου σας να δώκαμεν με θάρρος Απόκοπ. 255· ... ποία τά εκακοπάθησες, τά έπαθες δι’ εμέναν| και τι αντίσηκον καλόν να σε το αντιμέψω, Λίβ. Esc. 3761· να ποίσω αντίσηκον καλόν και ανταμοιβήν φιλίας Λίβ. Sc. 2594· οίος τας ξένας συμφοράς ηγείται ως δικάς του,| χάριν ευρίσκει αντίσηκον οπόθεν ουκ ελπίζει Σπαν. B 494· β) όμοιος: οπού ’σαν τα μαλλίτσια του (δηλ. του Φλώριου) ωσάν το δακτυλίδιν,| οπού ’τον και αντίσηκος της κόρης Πλατζια-Φλώρης Φλώρ. 1596· γ) αντίστοιχος, αμοιβαίος, απαντητικός (1) (προκ. για επιστολή): Ανάγνωσά την την γραφήν του δακτυλιδοπούλου| και αντίσηκον την έγραψα πιττάκιν Λίβ. Esc. 1879· (2) (προκ. για φωνή): φώναξε ...,| στρίγγισε εις γην, αλλ’ έρημον και πρόσεξε από τότε| ακούεις αντίσηκον φωνήν ως προς την εδικήν σου Λίβ. Sc. 919. Το ουδ. 1) Ως ουσ. α) αυτό που μπαίνει στη θέση άλλου, υποκατάστατο (πβ. και τη σημασ. «διάδοχος, κληρονόμος» σε πρακτικά μονής Ξηροποτάμου JÖBG 17, 1968, 89 και 95)· φρ. ποιώ αντίσηκον (κάποιου) = αντικαθιστώ κάποιον, παίζω το ρόλο του: αν αποθάνει ο Πρόδρομος ... (παραλ. 1 στ.) πού να εύρεις άλλον Πρόδρομον τοιούτον, την κεφαλήν σου;| Αν τύχει αν είπεις τον ζουγλόν να ποίσει αντίσηκόν μου,| να ποίσει και εταίριν μου και αυτόχρημα ως εμένα,| ουκ εγνωρίζεις δέσποτα τον Πρόδρομον τόν έχεις Προδρ., Στ. δεητ. 40· β) απάντηση σε επιστολή: ας δέξεται πιττάκιν μου, γραφήν μου ας αναγνώσει| ... και αντίσηκον ας γράψει Λίβ. Sc. 368· έστειλα ετούτην την γραφήν και αντίσηκον ουκ είδα Λίβ. Esc. 1870· εδώκε με πιττάκιν σου τάχα της συμπαθείας·| αντίσηκον τον έποικα πάλιν ελευθερίας Λόγ. παρηγ. L 704. 2) Ως επίρρ. = σαν σε αντάλλαγμα, σε ανταπόδοση: και συ καθόμοιον έπαθες όσα και εγώ εις τον κόσμον·| θέλω και εγώ αντίσηκον να σε δουλεύσω εσένα και να πασχίσω μετά σε τά έπαθες διά εμένα Λίβ. N 3635· ... ποίον εκ τας πασχίσεις σου, τάς έπαθες μετά μου,| αντίσηκον να δυνηθώ το να σε αντιπασχίσω; Λίβ. Sc. 2596.
       
  • απακούμπι
    το, Θυσ. (Μέγ.)2 (κριτ. υπ.)· απακούμπιον, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 78, Ιμπ. (Legr.) 558· απαγκούμπι, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [416απαγκούπιον, Φλώρ. (Μαυρ.) 1151· αποκούμπι, Θυσ. (Μέγ.)2 768· απεκούμπι, Θησ. (Βεν.) Δ΄ [501].
    Από το απακουμπώ (Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 67. Βλ. και Triand., Lehnw. 91 = Τριαντ., Άπ. Α΄ 399). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αποκκούμπι).
    α) Ό,τι προσφέρει στήριγμα, προστασία· καταφύγιο (Η σημασ., και σήμ., ΙΛ, λ. αποκκούμπι Β): ήσουνε τ’ αποκούμπι μου και η παρηγοριά μου Θυσ.2 768· και απαγκούμπι γίνημαν στους πόνους κι εις τες θλίψες Θησ. Γ΄ [416]· βλ. και αβοερία, ακουμπιστήρι Β, ακούμπιστρο(ν), ανακουμπιστήρι, απακούμπισμα, αποκουμπιστήρι, βάσταμα· Πολύν λογάριν τ’ άφηκεν (ενν. ο Απολλώνιος του Στραγκύλιου) ...| ...| να ’χεις απακούμπιον σ’ αυτόν για τη ζωή σου Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1162].· β) ευχάριστη κατάσταση: ουδέ καλά απέσωσεν εις τέτοιο απεκούμπι Θησ. Δ΄ [501].
       
  • ασασμός,
    Φλώρ. (Μαυρ.) 855, πιθ. εσφαλμ. γρ. αντί ανασασμός· βλ. και Λαμπρινός (Ελλην. 33, 1981, 258).
       
  • αφόρητος,
    επίθ., Σπαν. A 8, Κομν., Διδασκ. Δ 9, Κομν., Διδασκ. I 3, Διγ. (Trapp) Gr. 1365, 3418, 3495, Διγ. Z 666, 1826, 2304, Θεολ., Τζίρ. 35412, Notizb. 82, Καναν. 73Β, Χρησμ. (Λάμπρ.) 120, Χίκα, Μονωδ. 6, Διακρούσ. 11510· αφόρεστος, Σταφ., Ιατροσ. 13364, Φλώρ. (Μαυρ.) 1254· αφόρετος, Φλώρ. 1270.
    Το αρχ. επίθ. αφόρητος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.) (Πβ. ΙΛ, λ. αφόρετος).
    α) α1) Που δεν υποφέρεται, αβάστακτος (Βλ. και L‑S στη λ. I· η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): έσχεν αφόρητον και μεγίστην αγάπην του ιδείν τον νεότερον και τιμής αξιώσαι Διγ. Z 2304· Θλίψιν έχω αφόρητον Διγ. Z 666· εν μερίμνῃ αφορήτῳ Θεολ., Τζίρ. 35412· βλ. και αβάσταχτος Β, ανυπομόνητος 1, ανυπόφορος· α2) που δεν είναι ανεκτός (Βλ. L‑S, στη λ. Ι· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφόρετος 1): κινδύνων αφορήτων Διακρούσ. 11510· βροχή αφόρητος Χρησμ. (Λάμπρ.) 120· β) που δε φορέθηκε, καινούργιος (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II· πβ. ό.π. 1α. Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Ϛ΄ 232): ζωνάριν αργυρόστολον και επάνω χρυσωμένον| και φορεσιάν ευγενικήν, αφόρετα σκαρλάτα Φλώρ. 1270· γ) (προκ. για σκεύη) αμεταχείριστος, καινούργιος (Πβ. ΙΛ, λ. αφόρετος 1β): Πρώτον βάλε εις αφόρεστην χύτραν, ήγουν τσικάλιν Σταφ., Ιατροσ. 13364.
       
  • ασασμός·
    Φλώρ. (Μαυρ.) 855, πιθ. εσφαλμ. γρ. αντί ανασασμός.
       
  • βασανοτυραννώ,
    Φλώρ. (Μαυρ.) 455.
    Από τα βασανίζω και τυραννώ.
    Τυραννώ κάπ. βασανίζοντάς τον: χείρας και πόδας σφίγγουσιν, βασανοτυραννούσιν Φλώρ. (Μαυρ.) 455. — Βλ. και βασανίζω.
       
  • βουλευτικός·
    Φλώρ. (Μαυρ.) 276555, εσφαλμ. γρ. αντί βουλεύτηκεν.
    βουλευτικόν Βλ. βουλεύω.
       
  • ιπποσέληνον,
    Φλώρ. (Μαυρ.) 524, εσφαλμ. γρ. αντί υποσέλλιον.
       
  • ιπποσέλιον,
    Φλώρ. (Μαυρ.) 524, κριτ. υπ., εσφαλμ. γρ. αντί υποσέλλιον.
       
  • καταδεξοσύνη
    η.
    Από το καταδέχομαι και την κατάλ. ‑σύνη. Ως προς το θ. της λ. πβ. δέξιμον, ακαταδεξιά κ.ά. ουσ. σε ‑ξιά.
    Καταδεχτικότητα, επιείκεια: η δόξα και η φρόνησις, το μεγαλείον το μέγα,| η αυθεντία και έπαρσις και η καταδεξοσύνη Φλώρ. (Μαυρ.) 1873.
       
  • μυριοζάλιστος,
    επίθ.
    Από το μυριο‑ και το ζαλίζω.
    Που έχει πολλές έννοιες: υπάρχει μυριοζάλιστος, μυριομεριμνημένος (ενν. ο Φλώριος) Φλώρ. (Μαυρ.) 488.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης