Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 35 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Φαλιέρ., Ρίμ. L

  • αγαλοσύνη
    η, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 143, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 141 (διορθώσ. από: αγαλλοσύνη), Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 176 (έκδ. αγαλλιωσύνη· Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 83 διόρθ.: αγαλοσύνη), Αχέλ. (Pern.) 1960.
    Από το επίρρ. αγάλι (Ξανθ., Αθ. 26, 1944, ΛΑ 128) και την κατάλ. ‑οσύνη.
    1) Βραδύτητα, δυσκολία (πβ. αγάλι 1β): με κόπον αποσώσαμεν και με αγαλοσύνη (έκδ. αγαλλιωσύνη· διόρθ. Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 83) εις θύραν απερίκοπην, παλιά και αραχνιασμένη Φαλιέρ., Ιστ. V 176. 2) α) Γαλήνη, ηρεμία: Ποιά πλούτη και ποιές τιμές και ποιά χαρά κι ειρήνη| τών είχες δώσει να σιαστούν με την ζωήν εκείνη (έκδ. εκείνοι);| Δεν έχουσι κρίση καμιά με δίχως τα φθαρμένα,| με τα φθαρτά, τα στερεά, με τα κινδυνευμένα| και τ’ άχαρα τα κοσμικά, με τες αγαλοσύνες (έκδ. αγαλλοσύνες· διορθώσ.)| του παραδείσου οι ηδονές, οι θεϊκές ακτίνες Φαλιέρ., Ρίμ. L 141· β) ομαλές συνθήκες, απουσία δυσάρεστων απροόπτων: εδιάβην στο ταξίδιν του και με αγαλοσύνη,| εις την Μισσίναν έφθασεν Αχέλ. 1960.
       
  • αγανάκτησις η
    η, Σπαν. (Hanna) A 447, Σπαν. (Legr.) P 227, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 248, 277, Καλλίμ. (Κριαρ.) 444, Ασσίζ. (Σάθ.) 15224, 16027, 2372, 45427, 4552, 3, 6, 8, 12, 15, 20, 23, 24 29, Διάτ. Κυπρ. (Σάθ.) 50224, 5039, 50920, 51015, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2827, Βίος Αλ. (Reichm.) 2997, Φλώρ. (Κριαρ.) 515, 884, Λίβ. (Wagn.) N 1327, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 36, Μαχ. (Dawk.) 1610, 206, 30, 223, 2419, 5019, 887, 10020, 1586, 31436, 31629-30, 32226, 33213, 33627, 37414, 40222, 50228, 5069, 6749, Βουστρ. (Σάθ.) 423, 430, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 42, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 547, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 101, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 234, 302, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 80v, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 512 φ. 246β22, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2476 [ = Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 98], Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 4007· γανάκτησις ‑η, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 31, Θυσ. (Μέγ.)2 216· αγανάχτησις ‑η, Ασσίζ. (Σάθ.) 39813, 48714, Πεντ. (Hess.) Έξ. XVIII 8.
    Το αρχ. ουσ. αγανάκτησις. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγανάχτησι).
    1) α) Αγανάκτηση, οργή (πβ. L‑S στη λ. ΙΙ): την Ιουδαίων έξοδον, κακίστων, αγνωμόνων,| Θεού την αγανάκτησιν, θεράποντος δεήσεις Διγ. Τρ. 2827· β) απαυδησμός (πβ. αγανακτώ Α 3): όλα με πόνους και πικριές πάντα κυλού και πάσι·| Μόνον εβέ και οϊμέ ακούγω να φωνάζουν πολλοί και απ’ αγανάκτησιν τον θάνατον να κράζουν Φαλιέρ., Ρίμ. L 234· γ) κόπος, μόχθος, ταλαιπωρία: Και αυτού τελειώνει ο κόπος τους κι η αγανάκτησίς τους| εις κόλασιν αιώνιον και καύσιν της ψυχής τους Πένθ. θαν. N 547· όλη την αγανάχτηση ός τους ηύρεν εις την στράτα και εγλύτωσέ τους ο Κύριος Πεντ. Έξ. XVIII 8· δ) στενοχώρια, θλίψη (πβ. ΙΛ λ. αγανάχτησι. Η σημασ. και στο Ον. Δανιήλ. (Drexl) 485 και Αχμέτ, Ον. (Drexl) 1511 και 1814): είχεν πολύν τον στεναγμόν και τας αγανακτήσεις Καλλίμ. 444· ε) δυστυχία: έθνος βοά και θρήνεται την αγανάκτησή ντου Π. Ν. Διαθ. 512 φ. 246 β22· Τη σάρκα οπού μου ’δωκες, πλάστη και ποιητή μου,| ας τηνε να θαραπαγεί εις τη γανάκτησή μου Θυσ.2 216· 2) α) Αφορμή αγανάκτησης, βλάβη, ζημία, κακό (που παθαίνει κάποιος): και ήξευρε ουδέ σού, ουδέ εκείνοι οπού να γεννηθούν απού ’ξ αυτόν σου να μεν έχετε αγανάκτησιν απού ’ξ αυτής μας Μαχ. 223· και ο σκλάβος έβαλεν το επάνω τινός, το δίκαιον ορίζει να μηδέν του πιστεύσουν κατά το ͵πειν του, ουδέ κανείς να έχει καμιάν αγανάκτησιν, αν ουδέν έχει περίτου αναθεώρησιν Ασσίζ. 15224· και δος μου την υγειά μου.| Βοήθησε, πάτερ μου αγαθέ, πριν φθάσει να συγκλίνει| εις χρόνον αγανάκτησης και χάσω την κι εκείνη! Φαλιέρ., Ρίμ. L 302· Τούτον δε κατακείμενον ορώντες Μακεδόνες| ενόσουν ούτοι τας ψυχάς, μήπως και γνους Δαρείος| τούτου την αγανάκτησιν και συν πολλῴ τῳ θράσει| τοις Μακεδόσιν επειχθει και τούτους καταστρέψει Βίος Αλ. 2997· β) βλάβη, αδίκημα, παράπτωμα: όλον τούτον οπού ουδέν ένι με το κείμενον ημπορεί να λαληθεί αγανάκτησιν, τουτέστιν ζαβά καμώμενον, και τούτον ένι η αγανάκτηση Ασσίζ. 4552, 3· Εάν γίνεται ότι οκάτις βαπτισμένος, ού καμία βαπτισμένη, αφό ελευτερωθούν, ποιούν καμίαν αγανάχτησην τους αφέντες τους …, εντέχουνται να στραφούν αξαναπαρχής εις την δουλοσύνη τους Ασσίζ. 39813· και αν εκείνος ο Σαρακηνός αν ευρεθεί πλείον πολομώντας αγανάχτησην χριστιανού …, πρέπει να τόν πάρουν και να τόν κρεμάσουν Ασσίζ. 48714· Εβάλαν κούρσος εις την Αμόχουστον δυο τρεις φορές και εποίκαν πολλές αγανάκτησες Μαχ. 40222· γ) αναταραχή, φασαρία: Και εδιαλάλησεν πάσα άνθρωπος να κάτσει φρόνιμα και να πολομούν τες δουλείες τους … και τινάς μηδέν τορμήσει να ποίσει καμίαν αγανάκτησιν Μαχ. 6749.
       
  • άλλαξις -ξη
    η, Θησ. (Foll.) I 134, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 50, Αχέλ. (Pern.) 1357.
    Το αρχ. ουσ. άλλαξις. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. άλλαξι).
    1) Αλλαγή, μεταβολή· μεταμόρφωση (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ.· πβ. Steph., Θησ.): Τέτοια άλλαξη ν’ εγίνετον (έκδ.: άλλαξιν εγίνετον) λέγω μέσα εις εκείνες,| ότι με βιας το επίστευαν καμπόσες απ’ εκείνες Θησ. (Foll.) Ι 134. 2) Εναλλαγή, ποικιλία: ω φίλε μου γλυκύτατε, δε γνώθεις πάσα ημέρα| με πόσες άλλαξες περνού την κοσμική εσπέρα; Φαλιέρ., Ρίμ. L 50.
       
  • αναγέρνω,
    Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 113, Πεντ. (Hess.) Έξ. XIV 27, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 22522.
    Από το αρχ. ανεγείρω. Πβ. Χατζιδ., ΜΝΕ Á́ 131. Η λ. και σήμ. στα ιδιώμ. με διάφορους τ. (ΙΛ).
    1) Ανακατώνω, ερευνώ (για να βρω κάτι) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Και Τούρκοι μπήκασιν εκεί στα σπίτια πολλοί μέσα| κι εσπούσαν και αναγέρνασι να βρούσινε τορνέσα Τζάνε, Κρ. πόλ. 22522. 2) Κάνω άνω κάτω, συνταράσσω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): Κατάλαβε τα φυσικά και τα σαλέματά του (= του κόσμου)| ... το πώς τ’ ανακατώνουσιν, πώς τ’ αναγέρνου όλα Φαλιέρ., Ρίμ. L 113. 3) Αναστρέφοντας, ανατρέποντας καταποντίζω (Πβ. και ΙΛ στη λ. A2β και 3α): ανάγειρεν ο Κύριος την Αίγυφτο μεσοθιό τη θάλασσα Πεντ. Έξ. XIV 27.
       
  • ανεγνωριμιά
    η, Θησ. (Foll.) Ι 30, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 183.
    Από τον τ. ανεγνώριμος του επιθ. αγνώριμος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.)
    α) Αμάθεια: Επόση ανεγνωριμιά και λίγη χρήση έχουν| οπού διακρένου και λαλού αυτά τά δεν κατέχουν Φαλιέρ., Ρίμ. L 183. Πβ. ανεγνωρισία α· β) αχαριστία: ... η αθλία τους καρδιά (ενν. των ανδρών τους) κι η ανεγνωριμιά τους,| που δεν μας εκρατούσασιν όμοιες ωσάν εκείνους Θησ. Ι 30. Πβ. ανεγνωριά, ανεγνωρισία β.
       
  • απαντήχνω,
    Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 97, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 2 67 (έκδ. απαντήχει· διορθώσ. απαντήχνει), 178· ’παντήχνω, Άσμα σεισμ. (Σπυριδ.) 19, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 642· αόρ. απάντηξα, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 126, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 130, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 123, 401, Ε΄ 5, Πανώρ. (Κριαρ.) 595, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3182, 52721, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 399· (ε)πάντηξα, Αχιλλ. (Haag) L 498, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 1157, Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 13.
    Από τον αορ. απάντηξα του απαντώ (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 291)· διαφορετικά ερμηνεύει Ξανθ., BZ 18, 1909, 593-4.
    Α´ Ενεργ. α) συναντώ: Ο πρώτος που του ’πάντηξε ήτο δικός του Ρήγα Ερωτόκρ. Δ΄ 1157· Α σ’ απαντήξει Οράτσιος, πε να μου συμπαθήσει Κατζ. Β΄ 401· αν απαντήξω| γή οχθρό γή φίλο, το θυμόν οπὄχω θα του δείξω! Κατζ. Β΄ 123· βλ. και ανταμώνω Ι1α, ΙΙ Α1, ΙΙ Β1· β) υποδέχομαι, προϋπαντώ: ήβγασιν κι επαντήξαν τον άνδρες τε και γυναίκες Αχιλλ. L 498· βλ. και αναδέχομαιγ) αντιμετωπίζω, αντιστέκομαι: όσοι τον απαντήξαν ήδερνέν τους| και να μπαρκαριστούσιν έβιαζέν τους Λεηλ. Παροικ. 595· βλ. και αγωνίζομαι 1α, αντιπαλαμώμαι. Β´ (Μέσ.) προφυλάσσω τον εαυτό μου, αμύνομαι (Πβ. ΙΛ, λ. απαντώ 5): Εδώ στην κοσμική ζωή διά να βαστακτούμε| πρέπει με τ’ άρματα του νου όλοι ν’ απαντηκτούμε Φαλιέρ., Ρίμ. L 97.
       
  • αποδέχομαι (I),
    Σπαν. (Hanna) A 208, 314, Διγ. (Hess.) Esc. 1120, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 338, 1437, 2096, 2640, 3462, 4898, 6096, 6269, 6410, 8231, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2136, 2950, 2965, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 47, 805, Φλώρ. (Κριαρ.) 305, 475, Αχιλλ. (Hess.) L 603, 1089, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1082, 1562, 2133, Θησ. (Foll.) I 128, 139, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 183, Έκθ. χρον. (Lambr.) 3822, 552, Ιμπ. (Legr.) 170, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 176, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 284, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 315, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 212, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 109, Αχέλ. (Pern.) 1775, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 576, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 441, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 278, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 645, Ιντ. α΄ 70, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 7, 7, Σταυριν. (Legr.) 1226, 332, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 424, 502, Θυσ. (Μέγ.)2 237, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 1500, Ροδολ. (Βεν.) Α΄ [447], Β΄ [128, 159, 238, 247, 400], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [187], Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) II 88, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [292], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 32110, 38923· ’ποδέχομαι, Καλλίμ. (Κριαρ.) 2420, Αχιλλ. (Hess.) N 1192, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 171.
    Το αρχ. αποδέχομαι με συμφ. προς το αρχ. υποδέχομαι· βλ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκριτος, σ. 502, αλλά και ΙΛ στη λ. 2β, όπου όμως υποστηρίζεται περιορισμένος σε έκταση συμφυρμός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Δέχομαι (Πβ. L‑S στη λ. I 1 και L‑S, λ. υποδέχομαι I 3· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Και τότες ο Ιμπέριος τον λόγον του πατρός του| καλά τον αποδέκτηκεν, μα πίκρανεν ατός του Ιμπ. 170· β) δέχομαι, παραδέχομαι: να μη θελήσει (ενν. η Αρετούσα) κρίνω,| ποτέ να τον αποδεκτεί, μηδέ και να τσ’ αρέσει Ροδολ. Α΄ [447]· Μάλιστα με πολλή χαράν όγι’ αγαπητικόν σου| άντρα να τον αποδεκτείς κάμε και βασιλιά σου Ροδολ. Β΄ [400]· γ) εγκρίνω, επιδοκιμάζω (Πβ. Bauer, Wört., στη λ. 2): Ήρεσε γάρ αυτόν και αποδέχθη και εθαύμασε την των Ρωμαίων λεπτότητα Έκθ. χρον. 3822. Βλ. και αγαπώ 3β. 2) α) Υποδέχομαι (Πβ. L‑S, λ. υποδέχομαι I 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): ως τροπαιούχον νικητήν να τον αποδεχτούμε Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄[ 292]· σπίτι τζη μ’ αποδέχεται μ’ όλη την όρεξή τζη Κατζ. Γ΄ 278· Ο δούξ τους αποδέχθηκεν μετά χαράς μεγάλης Φλώρ. 305. Με πρόσωπο χαιράμενο, με λόγια ζαχαρένια| ετούτον αποδέχτηκε (ενν. ο βασιλιάς) όχι άλλο έτσι κιανένα Ερωτόκρ. Β΄ 424· τον εποδέχθηκεν με κάλεσμα και γιόμα Σκλέντζα, Ποιήμ. 171 (βλ. και αναδέχομαι 2, απαντήχνω β, απαντώ 1β)· β) περιμένω (με υποκ. λ. που δηλώνει δυσάρεστο) (Πβ. και L‑S, λ. υποδέχομαι IV 3): η κρίσις μ’ αποδέχεται,| χάνομαι εκ τον κόσμον Φλώρ. 475· βλ. και αγαλώ, αναμένω 1α, απαντεχαίνω α, απαντέχω 1 γ) (με αιτ.) συμπεριφέρομαι φιλικά (σε κάποιον) (Πβ. την αρχ. σημασ. στο αποδέχομαι, L‑S στη λ. I 1): Εκείνους έχε μετά σε, αγάπα κι αποδέχου| όπου πολλά συνθλίβονται μετά των δυστυχούντων Σπαν. (Hanna) A 208· εκείνος ως παμφρόνιμος καλά τούς αποδέχτη| όμοσεν κι υπισκήθη τους να μη τούς αδικήσει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1437. δ) συγχωρώ: Επειδή … γνωρίζεις πώς με έκαμεν ο Υιός και Θεός μου μεσίτρια των αμαρτωλών, αποδέχομαι σε και γυρίζω σε τον Υιόν και εσύ δείξε τα έργα της μετάνοιας Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 441. Βλ. και απολύω Α7. 3) Παίρνω στα χέρια μου, πιάνω: σα φύλλο τ’ αποδέχτηκε (ενν. το κοντάρι) στη δυνατή ντου χέρα Ερωτόκρ. Β΄ 502· ρίπτει του το στεφάνιν| και εκείνος το επεδέκτηκεν και εκατεφίλησέν το Αχιλλ. N 1192. Βλ. και αλίσκω, αναλαμβάνω Α1. 4) Ανέχομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II 2 και L‑S, λ. υποδέχομαι I 4· και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): αν είχεν (ενν. ο Χριστός) όλα τα κακά απάνω στο κορμίν του,| ήθελε τ’ αποδέχεται δια ψυχοπόνεσή ντου Φαλιέρ., Ρίμ. L 284 Βλ. και αναφέρω Α5, ανέχω Α2β, απαντέχω 6β. 5) Επιθυμώ: Ημείς επαναπαύθημεν προς ολιγόν, προς ώραν,| αυτή δε μόνη μετ’ αυτήν την μοναχήν καυχίτσαν| ήτον ως επεδέχετο Καλλίμ. 2420. Βλ. και αγαπώ 4, αναβούλομαι, αναζητώ 5, ανακράζω 8α.
       
  • αποκράτημα
    το, Φαλιέρ., Ρίμ. L 258.
    Από το αποκρατώ.
    Συντήρηση, διατήρηση στη ζωή: όλα να σου δουλεύουσι και να <’ν> στο θέλημά σου, δένδρα και χόρτα και νερά δι’ αποκράτημά σου Φαλιέρ., Ρίμ. L 258.
       
  • απόκρυφος,
    επίθ., Κομν., Διδασκ. Δ 67, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34610, Ιερακοσ. 44427, Διγ. Gr. II 114, Λίβ. Sc. 2355, Λίβ. Esc. 3542, Σφρ., Χρον. μ. 2631, 282, 9, 6415-16, 9422, 9625, 30, Φαλιέρ., Ιστ. V 95, 515, Φαλιέρ., Ρίμ. L 40, Ψευδο-Σφρ. 33427, 38610-11, Αχέλ. 483, 692, 1423, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1334, Αποκ. Θεοτ. II 7, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [649], Ζήν. Α΄ 97, Διγ. O 673, 809· απόκουρφος, Ερωτόκρ. Δ́́ 929.
    Το αρχ. επίθ. απόκρυφος. Η λ. και ο τ. της και σήμ. (ΙΛ).
    1) Μυστικός, κρυφός (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I 1 και σημερ., ΙΛ στη λ. 1): Βρίσκ’ έναν τόπ’ απόκουρφο σ’ ένα δεντρό αποκάτω Ερωτόκρ. Δ́́ 929· Λόγον τινά απόκρυφον βούλομαι σοι θαρρήσαι Διγ. Gr. II 114· να μη διαβούσιν φανερά προς των Τουρκών το γένος· και μέρη της Ανατολής απόκρυφοι να τρέχουν Αχέλ. 483. 2) Απρόσιτος στους πολλούς (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II): και να μ’ αρμηνέψει απόκρυφα μυστήρια τά δεν ηξεύρω Αποκ. Θεοτ. II 7. Το ουδ. ως ουσ. = μυστικό (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Εγώ σου ’πα τ’ απόκρυφο το ’χενε η καρδία Διγ. O 809· Μα επειδή και των αστρώ τα απόκρυφα κατέχεις Ζήν. Ά́ 97· Κομν., Διδασκ. Δ 67· Διγ. O 673.
       
  • απομεινάρης,
    ουσ. επίθ. απομονάρης, Διήγ. παιδ. 509 (έκδ. απομειναρέα· κατά κώδ. και Ξανθ., B-NJ 5, 1927, 361-2 απομοναρέα), Φαλιέρ., Ρίμ. L 177, Πεντ. Γέν. XLV 7, Αχέλ. 1946, 2511, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 401, Κατζ. Α΄ 313, Δ΄ 375, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 106, Ε΄ 171, 195, 418, Πιστ. βοσκ. I 2, 370· 3, 138· 5, 80· III 9, 5· IV 3, 83, Φαλλίδ. 32, Ερωτόκρ. Α΄ 1296, 1724, Β΄ 839, 1143, 1751, 2418, Δ΄ 830, Ε΄ 29, 128, Στάθ. Α΄ 259, Γ΄ 38, 384, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [101, 113, 342], Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [348], Φορτουν. Β΄ 461, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24426, 25318, 30626, 3179, 34316, 48412, 54626· ουδ. απομονάρι, Διαθ. 17. αι. 3248.
    Από το απομένω και την κατάλ. ‑άρης. Βλ. και αδυναμάρι (ετυμολ.) και αμπολιάρης (ετυμολ.). Τ. απομεινάρι στο Χρον. Γαλαξ. 201. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. απομεινάρις).
    Α´ (Επιθετ.) που υπολείπεται, απομένει, ο υπόλοιπος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απομεινάρις Α1): εκεί (δηλ. εις την καρδιά μας) ’χει ένα ψηλό θρονί (ενν. ο Έρωτας), όπου συχνιά καθίζει, | τ’ απομανάρι μας κορμί ως τον φανεί τ’ ορίζει Ερωτόκρ. Α΄ 1296 (βλ. και άλλος 4, αποδέλοιπος, απόλοιποςχάσαμε τ’ απομονάρια μας παιδιά Διαθ. 17. αι. 386. Β´ Ως ουσ. (το ουσ. συνήθως στον πληθ.) 1) α) αυτό που απομένει, ό,τι απομένει ως τελευταίο υπόλειμμα (Πβ. ΙΛ, λ. απομεινάρις Β1): ένα στρατιώτη ακόμη, μόνος κι αυτός κλωνάρι | ξεριζωμένου βασιλιού στον κόσμο απομονάρι Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 106· β) το υπόλοιπο (τμήμα ή ομοειδές μέρος από ένα σύνολο) (Πβ. ΙΛ, λ. απομεινάρις Β1): σαρδόνιοι, χαλκηδόνιοι και τ’ έμορφα μπαλάσα | τα πλάγια τον ας καλύψουσι κι όλο τ’ απομονάρι| σα χιονισμένο ας φαίνεται με το μαργαριτάρι Ροδολ. Γ΄ [101 ]· Το πρόσωπό σου μοναχάς δε μοιάζει μετ’ αυτείνο, | στ’ απομονάρια όντε σε δω, σα να θωρώ κι εκείνο Ερωτόκρ. Ε΄ 128· όλα τ’ απομονάρια, | μαούνες και τα κάτεργα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3179· τ’ απομονάρια τση γραφής πάντα κουρφά τα κράτει Ερωτόκρ. Δ΄ 830 (βλ. και απόκομμαν 1)· γ) (προκ. για τον έρωτα) οι επιμέρους ερωτικές εκδηλώσεις, τα παρεπόμενα της ερωτικής διάθεσης: στ’ απομονάρια τση φιλιάς ολπίζω να τον φύγω Ερωτόκρ. Α΄ 1724. 2) (Προκ. για τον άνθρωπο) αυτός που απομένει, ο ζωντανός (σε αντίθεση προς το νεκρό) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απομεινάρις Β1 Φρ.): αν έχεις και καλόν τινά ακόμη απομονάρη | και αυτόν, όντε τον φαίνεται, πάλι να τόνε πάρει (ενν. ο Χάρος) Φαλιέρ., Ρίμ. L 177 (βλ. και αισθάνομαι μτχ. 1). 3) (Προκ. για το μαλλί) τα μικρά κομμάτια που απομένουν υστέρα από την επεξεργασία, τα απόμαλλα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απομεινάρις Β3α): Τα δ’ άλλα πάντα τα χοντρά (ενν. μαλλιά), τα απομοναρέα Διήγ. παιδ. 509.
       
  • απομένω,
    Σπαν. A 529, Σπαν. V 173, Σπαν. V Suppl. 83, Διδ. Σολ. Ρ 16, Προδρ. III 419η (χφφ G VCSA) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. 680, 1611, 2572, Ασσίζ. 1726, 13317, 26425, 38318, 4024, 4611, Διγ. Gr. VI 710, Διγ. Esc. 409, 1250, Διγ. A 2017, Βέλθ. 955, Χρον. Μορ. H 607, Ρ 2732, 5093, Πουλολ. 561, Διήγ. Βελ. 180, Φλώρ. 1634, 1634, Σπαν. (Ζώρ.) V 51, Περί ξεν. A 92, 51, Ερωτοπ. 244, 689, Απολλών. 843, Λίβ. Sc. 1905, Λίβ. Esc. 3064, Αχιλλ. N 1288, Ιμπ. 568, 836, Χρον. Τόκκων 2137, Ανακάλ. 32, Θρ. Κων/π. H 159, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 161, Βησσ., Επιστ. 2314, Αργυρ., Βάρν. K 134, Σφρ., Χρον. μ. 831, 2419-20, Μαχ. 1807-8, Θησ. (Foll.) I 12, Χούμνου, Π.Δ. VIII 98, Διήγ. Αλ. V 24, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1605, Σαχλ., Αφήγ. 564, Κυπρ. ερωτ. 745, Έκθ. χρον. 104, 643, 7715-6, Ριμ. Απολλων. 38, Κορων., Μπούας 59, 66, 84, Φαλιέρ., Ρίμ. L 147, Διήγ. Αλ. G 27725, Σοφιαν., Παιδαγ. 100, Δεφ., Λόγ. 398, Πεντ. Γέν. VII 23, XXXII 9, XLIV 20, Εξ. VIII 5, Λευιτ. V 9, X 12, 16, XXVI 36, 39, Δευτ. IV 27, XXVIII 62, Αχέλ. 442, Αιτωλ., Μύθ. 1013, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 373, Αλφ. (Κακ.) 1014, 373, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 420, 427, 439, Δωρ. Μον. XIX, Κατζ. Β΄ 42, Γ΄ 159, 553, Δ΄ 385, Πανώρ. Α΄ 122, 416, Β΄ 364, Ερωφ. Γ΄ 167, 285, Δ΄ 213, 742, Ιντ. δ΄ 3, Ε΄ 463, Πιστ. βοσκ. II 5, 185· 7,173· III 6,68, 335· IV3, 142· V 1, 76· 5, 12, 333, Φαλλίδ. 58, Ιστ. Βλαχ. 2270, Διγ. Άνδρ. 3377, Ερωτόκρ. Α΄ 784, 1859, 2028, Β΄ 1788, 2236, 2431, Γ΄ 229, 478, 612, 994, 1253, 1740, Δ΄ 540, 1238, Ε΄ 1068, Θυσ.2 190, Ευγέν. 338, 1142, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 140, Δ΄ 18, 50, Ροδολ. Ά [403], Β΄ [212], Ε΄ [322], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [137], Διήγ. εκρ. Θήρ. 11016, Διήγ. ωραιότ. 529, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [548], [917], Γ΄ [1298], Δ΄ [604], Λίμπον. Αφ. 54, Φορτουν. Αφ. 28, Β΄ 94, 237, 460, Δ΄ 540, Ε΄ 336, Ζήν. Β΄ 68, 253, Δ΄ 64, Ε΄ 107, Λεηλ. Παροικ. 448, Διγ. O 2623, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1349, 17126, 22211, 2835, 3164, 3416, 36911, 5081, 52420, 5302, 53817, 54810, Διακρούσ. 1011, Αλφ. (Mor.) IV 85· απεμένω, Καλλίμ. 680· ’πομένω, Διγ. A 985, 3146, Χρον. Μορ. H 5093 (υπόμεινεν κατά λάθος αντιγρ. ή από άτοπη επίδρ. του υπομένω), Αχιλλ. O 226, Κορων., Μπούας 64, Αλφ. (Κακ.) 1024, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 404, 413, 420, 430, 457, Ερωφ. Β΄ 155, Ερωτόκρ. Α΄ 440, 774, 775, 838, Β΄ 2367, Γ΄ 766, 1480, Δ΄ 178, Ε΄ 7, 616, 689, 699, 1036, Στάθ. Β΄ 216, Διήγ. ωραιότ. 634, Φορτουν. Πρόλ. 70, Γ΄ 693, Δ΄ 443, Λεηλ. Παροικ. 463, Διγ. O 426· μτχ. απομονάμενος, Θρ. Κων/π. B 20.
    Η λ. στον Αριστοτέλη. (L‑S Κων/νίδη). Επίδρ. του υπομένω για ορισμένες σημασ. Βλ. και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 504, καθώς και ΙΛ στη λ. (έτυμολ.) και Καψ., ΛΔ 3, 1941,96.
    1) α) (Προκ. για πράγμα) υπολείπομαι (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 1 και L‑S, λ. υπομένω I. Η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. 1): του σκουταριού το κράτημα επόμεινεν στο χέρι Διγ. A 3146· είντ’ άλλο μπλιό μου ’πόμεινε ωσάν έχασα εσένα; Ερωτόκρ. Ε΄ 1036· και το τειχιό χαλάσανε, τα χώματ’ απομείνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 171226· β) (προκ. για γεγονός η αίσθημα) μένω: Επόμεινέ τζ’ η πεθυμιά του τραγουδιού ν’ ακούσει Ερωτόκρ. Α΄ 775· απόμεινέ μου μοναχός η όρεξη κι η γλύκα Κατζ. Γ΄ 553· ουδεκιαμιά άλλη ολπίδα απόμεινέ μας Ερωφ. Δ΄ 742· Τι γαρ απέμεινε μόνον του πιάσαι τον αυθέντην ιδίαις χερσίν; Έκθ. χρον. 104· και πόση ακόμη στράτα μ’ απομένει Πιστ. βοσκ. V 1, 76· γ) (προκ. για πρόσ. η και πράγμα) μένω, παραμένω (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 1 και ΙΛ στη λ. 2α): Μισσεύγει κι αποχαιρετά κι η ’Αρετή ’πομένει Ερωτόκρ. Ε΄ 689· ας απομείνομεν εδώ στα ιγονικά μας Χρον. Μορ. H 607· ο Αχιλλεύς επόμεινεν και συβουλήν εποίκεν Αχιλλ. O 226· τα κάστρα ν’ απομείνουν στου πρίντσιπε την εξουσία Τζάνε, Κρ. πόλ. 53817. σα μποθρακός δε βγαίνεις | ποτέ σου μέσα οχ τα πηλά, μα μέσα ’κεί απομένεις! Κατζ. Β΄ 42 να βρ’ άλλα μέρη αδιάβατα κι εις κείνα ν’ απομείνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1740· και τα καράβια στην Αξιάμ εις το νησί απομένα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3416 (βλ. και αβαντζάρω, αναμένω 5, αναπαύω Β6)· φρ. απομένω να μην = παραλείπω να …: ούτε αυτείνοι επομείνασι να μην πάσινε εκεί Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 457. 2) α) Μένω σε μια κατάσταση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): θανατικόν … τόσον ότι οι άνθρωποι απόμειναν άταφοι Διήγ. Αγ. Σοφ. 1605· αδείπνητ’ απομένει Ερωτόκρ. Α΄ 784· να κάμεις την κερά Μηλιά κοντέντα ν’ απομείνει Φορτουν. Β΄ 460· ο ρήγας δεν αφήνει | αγδίκιωτος σ’ έτοια δουλειά μεγάλη ν’ απομείνει Ερωτόκρ. Α΄ 2028· ωσάν το λίθο ’πόμεινε κι ουδ’ αναπνιά γροικάται Ερωτόκρ. Ε΄ 7· Ω χώρα, χήρα απόμεινες και κλαίγε πρικαμένη Ροδολ. Ε΄ [322]· εις εντροπήν παντοτινήν η κόρη μ’ απομένει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1298]· β) μένω ζωντανός (Πβ. L‑S, λ. υπομένω I): εφόνευσαν τους άρχοντας, τους βαρυγογεμένους | και τους απομονάμενους να πορπατούν ως ξένοι Θρ. Κων/π. B 20· ο αδερφός του απέθανεν και απόμεινεν αυτός μοναχός του της μάννας του Πεντ. Γέν. XLIV 20· Λευιτ. X 12, 16, XXVI 36, XXVI 39· για να ζυγιάσω τα ’καμες και πλιό να μεν ’πομείνεις Αλφ. 1024, Τζάνε, Κρ. πόλ. 54810 (βλ. και αισθάνομαι Β). 3) Διατηρούμαι (Πβ. και L‑S, λ. υπομένω II 3): στο νου τ’ ανθρώπου ό,τ’ ήλεγε με λύπηση ’πομένα Ερωτόκρ. Α΄ 440· Μόνε το όνομα καλόν εκείνο π’ απομένει Σπαν. V 173· Τα όνειρα εις το ύστερον πάλ’ όνειρα απομένουν Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [917]· και να στραφού (ενν. τα μάτια σου) να μη με δου κι ο τόπος ν’ απομείνει | που κείτομου, που κάθομου μ’ εσέ, μάννα Φροσύνη Ερωτόκρ. Γ΄ 1253· Πάντα σε θέλω καρτερεί ζώντας κι αποθαμένη, γιατί μια ’γάπη μπιστική στα κόκκαλα ’πομένει Ερωτόκρ. Γ΄ 1480 (βλ. και απαντώ 7β, αποκρατώ Β1). 4) α) (Αμτβ.) σταματώ (Πβ. ΙΛ στη λ. 2γ): Ήκούσας τούτο ο πρίγκιπας απόμεινεν εκείσε κι εστράφη εις το σπίτιν του Χρον. Μορ. P 5093 (βλ. και ανακόπτω 1, αναπαύω Β5, ανασαίνω Α5, αποβγάζω, αποκόπτω 5γ)· β) μένω ακίνητος (κάπου) (πβ. L‑S, λ. υπομένω ΙΙ3), καθυστερώ, κολλώ (στο έδαφος): Οι γαρ τόποι εκείνοι είσι βαλτώδεις και απέμειναν ίπποι και κάμηλοι και άμαξαι Έκθ. χρον. 7715‑6· ως είδε ότι απόμεινες, πολλά σ’ εκατηράσθη Πουλολ. 561. 5) Μένω κάπου προσωρινά, καταλύω (Πβ. ΙΛ στη λ. 4): και λέγω του τον Λίβιστρον: «Τι λέγεις απετώρα; που ν’ απομείνεις;» Λίβ. Esc. 3064· εισέ ψηλότατον γκρεμνόν να πάγεις ν’ απομείνεις (έκδ. απαμείνεις πιθ. κατά τυπογρ. λάθος διορθώσ.) Ευγέν. 1142. 6) Μένω ενεός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ 2β): Λόγιασε πώς απόμεινα πριχού το πω απατός μου Ερωφ. Δ΄ 213· έτοιας λογης απομεινε σ’ ό,τι τ’ αφτιά τζ’ ακούσα Ερωτόκρ. Ε΄ 1068. 7) α) Γίνομαι) (κ.): και δουλευτής παντοτινός τση χάρης σου απομένω Φορτουν. Άφ. 28· ο γιός σου | το σήμερον γαμπρός θέλει απομείνει Πιστ. βοσκ. IV 3, 142· αν του σιμώσεις, κάτεχε πως κάρβουν απομένεις Ερωτόκρ. Γ΄ 478· αθάνατον απόμεινε και στέκει τ όνομά του Τζάνε, Κρ. πόλ. 1349· και πάντησμ’ όντε το κακό γένει κι οι πονεμένοι | αργήσου να το μάθουσι, λιγότερο ’πομένει; Ερωτόκρ. Ε΄ 616· β) καταντώ (Πβ. ΙΛ στη λ. 3): μα δίχως γλώσσ’ απόμεινες και πώς να μου μιλήσεις Ερωφ. Ε΄ 463· ολόγυμνος απέμεινα διά την ονειδισίαν Προδρ. III 419η (χφφ gV) (κριτ. υπ.)· η πεθυμιά τ’ ανθρώπου σαν γεράσει | φύση ζιμιόν αλλάσσει | και παιδωμή και ψέγος απομένει Πιστ. βοσκ. III 6, 68· τα κάλλη τζ’ απομείνασιν ωσάν αποθαμένα Ερωτόκρ. Β΄ 2431· όσοι κι αν ανεβήκανε, όλοι νεκροί απομείνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3164· Πεντ. Δευτ. XXVIII 62 (βλ. και αποδίδω 6γ, αποκαταντώγ) περιορίζομαι: Μια κάποια λίγη πεθυμιά θυμούμαι κι ήρχισέ μου (παραλ. 1 στ.) κι ελόγιαζα κι η πεθυμιά σε λίγο ν’ απομείνει, μα πλήθυνε με τον καιρό Ερωτόκρ. Γ΄ 229· Ετούτα λέγει μοναχάς για την φοράν εκείνη κι ογιά την πρώτην ως εκεί εβάλθη ν’ απομείνει Ερωτόκρ. Γ΄ 612· δ) αναδεικνύομαι: ακόμη δεν κατέχου | ποιος απομένει νικητής από τους δυο που τρέχου Ερωτόκρ. Β΄ 1788. 8) «Μένω στον τόπο», σκοτώνομαι, πεθαίνω: και τουφεκιάν του ’δώκασι κι εκεί ’χεν απομείνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 2855, έξω μπασάδες πέφτουνε, σπαχήδες απομείναν, | αγάδες και τσαούσηδες νεκροί στη γην εμείναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5081 (βλ. και αναπαύω Β9, ανθυποκρύπτομαι, απαφήνω 5 φρ. β, απεκβαίνω γ, απεκδύομαι, απέρχομαι 4, αποβγαίνω 3, αποθαινίσκω, αποθαίνω Α1α, αποθνήσκω, αποκάμνω ΙΑ2, απόλλομαι). 9) Εναπόκειμαι (Η σημασ. στον Πόντο, ΙΛ στη λ. 2ζ): αποτουνύν απέμεινε στο μέγα σου το κράτος Βέλθ. 955· αποτουνύν απέμεινεν τα περί τούτον πάντα | προς την καλήν προαίρεσιν και την καλήν την γνώμην | της αυτοκρατορίας σου Καλλίμ. 2572· ει δε πάλιν εκείνος αθετήσει τους όρκους τον, απέμεινεν εις τον Θεόν τον πολλά πλείον δυνάμενον εκείνου Σφρ., Χρον. μ. 831· Λίμπον. Αφιέρ. 54. 10) Περιμένω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 6· πβ. L‑S, λ. υπομένω): και ν’ απομένει τον καιρόν, να καρτερεί τον χρόνον Ερωτοπ. 689· τούτο γροικάς και δε μιλείς; σιωπάς … και τί απομένεις; Ζήν. Β΄ 253 (βλ. και αγαλώ, ακροκαρτερώ, αναμένω 1α, απαντεχαίνω α, απαντέχω 1, αποδέχομαι 5, αποκαρτερώ). 11) α) Ανέχομαι, υπομένω (κάπ. η κ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. υπομένω II 2): Περίσσια σ’ απομένω (έκδ. απομένει· διορθώσ.) και ογιά τούτο πλιότερα μας πειράζεις Πιστ. βοσκ. V 5, 12· Ωχ, οϊμέ, ζωή κριμένη, | τις μπορεί να σ’ απομένει! Φαλλίδ. 58· ο βασιλιάς μπορεί να τ’ απομείνει, | να δώσει τη γυναίκα ντου να θέσει εις άλλη κλίνη; Ροδολ. Α΄ 403· Θεέ μου, πώς απέμεινες την τόσην ανομίαν; Θρ. Κων/π. H 159· Αλλά εκείνος δύναμιν ουκ είχεν απομένειν, | ουδέ βαστάζειν στέρησιν της ποθουμένης κόρης Καλλίμ. 1611 (βλ. και αισθάνομαι Α2β, αναφέρω Α5, ανέχω Α2β, αντέχω, απαντέχω 6α, β, αποδέχομαι 4)· β) συγκατανεύω, κάνω παραχώρηση: Χριστέ μου, και ν’ απόμενες τρεις ώρες διά να ζήσω, | να φέρω τον ζαγορεντήν παπά να κοινωνήσω Αλφ. IV 85 (βλ. και ακολουθώ 5, αποκληρώνω 3)· γ) κάνω υπομονή: Για την τιμήμ μου απόμεινε μεν εν’ χαμένη Κυπρ. ερωτ. 745· ο καπετάνος εκουβερτίαζέν τους με γλυκεία λόγια ν’ απομείνουσιν και δεν ημπόρε να τους ταπείνωσει Μαχ. 1807-8 (βλ. και αισθάνομαι Α2β, αντέχω, απαντέχω 6α)· δ) παραδέχομαι, εγκρίνω (κ.): τα τέκνα ουδέν ημπορούν να χωρίσουν το μερτικόν τους απέ το μερτικόν τον πατρός τους, έως όπου ο πατήρ τους ζει, άνευ αν θελήσει ο πατήρ να το απομείνει με το ίδιόν του θέλημαν Ασσίζ. 38318· Περί εκείνου, οπού ένι ελεύτερος και απομένει να τον πουλήσουν με το θέλημάν του σκλάβος, τουτέστιν Σαρακηνός Ασσίζ. 4024 (βλ. και αναγνωρίζω 2, αναφέρω Α2, ανομολογώ, αποδέχομαι 1β).
       
  • αραθυμία
    η, Ακ. Σπαν. 38306, Χρον. Τόκκων 1267, Φαλιέρ., Ιστ. V 561, Αιτωλ., Μύθ. 1196· αραθυμιά, Παλαμήδ., Βοηβ. 969, Διγ. O 128· ραθυμία, Διγ. Gr. III 62, 85, Διγ. Τρ. 461, Διγ. A 951, Λίβ. Esc. 3746, Μάρκ., Βουλκ. 34129, Κορων., Μπούας 47, Φαλιέρ., Ρίμ. L 43, 60, Σουμμ., Ρεμπελ. 180, Διγ. Άνδρ. 33410, ραθυμιά, Ιμπ. 178, Ριμ. κόρ. 619, Ροδολ. Β΄ [408].
    Το αρχ. ουσ. ραθυμία με το προθετ. α‑. Βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄, 225. Η λ. και οι περισσότεροι από τους τ. της και σήμ. (ΙΛ, λ. αραθυμιά).
    1) Νωθρότητα, οκνηρία, τεμπελιά (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II 1 και σήμ., ΙΛ, λ. αραθυμιά 1): αμελέστεροι υπάρχομεν των μαθημάτων αυτών υπό της ημετέρας ραθυμίας Μάρκ., Βουλκ. 34129 (βλ. και ακηδία, αμέλεια 1, ανάπαυσις 8, αργία (I) 1). 2) Λιποθυμία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αραθυμιά 2. Βλ. και Ανδρ., Σημασ. εξ. 55): ανέστην και συνέφερεν απέ την ραθυμίαν Λίβ. Esc. 3746 (βλ. και αισθητοαναισθησία, ανακακάρωμα, ανασπασμός Ι, λιγωμάρα). 3) Κακή διάθεση: και αφήσει τα κακόγνωμα και την αραθυμίαν Χρον. Τόκκων 1267 (βλ. και ανορεξία 2). 4) Στενοχώρια, θλίψη: Η συντροφιά τ’ αντρός μπορεί λιγάκι ν’ αλαφραίνει τη ραθυμιά, να συγκερνά τσι έγνοιες (έκδ. έγνοιας· διορθώσ.) και να γλυκαίνει | τα πάθια Ροδολ. Β΄ [408 ]· τόσον καημόν πρικότατον, πόνον και ραθυμία Φαλιέρ., Ρίμ. L 43· Η λυγερή εκ τη ραθυμίαν ήτονε χρειά να γείρει Ριμ. κόρ. 619 (βλ. και αγανάκτησις 1δ, αγανακτισμός, αγκούσα Β, άγκωμα, αδημονία, άθλημα, αλί το, ανάγκαση, ανάγκη, βάρος, γομάρι, καήλα, καημός, κατασκέπαση, λογισμός, λύπησις, παίδα, πίκρα). 5) Σφοδρή επιθυμία (Πβ. ΙΛ, λ. αραθυμιά 4): να πιει έβουλήθηκε (ενν. το περιστεράκι) με την πολλήν την βίαν κι εκεί κακά εκτύπησεν ακ την αραθυμίαν Αιτωλ., Μύθ. 1196 (βλ. και αποδοχή , αρέσκια τα, ασχόλησις, βουλή, επιθυμία, θέλημα, λαχτάρα, όρεξις).
       
  • αρέσω,
    Σπαν. O 138, Σπαν. V Suppl. 88, Ασσίζ. 2530, 9717, 34715, 36016, 45418, Ελλην. νόμ. 55219, 5553, Διγ. Esc. 701, 1620, Διγ. Z 1623, 2993, 3258, Βέλθ. 217, Χρον. Μορ. H 363, 567,1997, Χρον. Μορ. P 281, 2836, 2988, Πτωχολ. N 696, Λίβ. Sc. 69, Λίβ. Esc. 1197, Ιμπ. 312, 589, 681, 782, Χρον. Τόκκων 1375, Απαρν. 4, Μαχ. 16015, 25426, 2628, 3645, 36813, 40618, 43828, 47421, 49213, 64827 Δούκ. 2211, Θησ. Πρόλ. [109], Β΄ [415],Γ΄[ 136], IB΄ [177], Ch. pop. 832, Διήγ. Αλ. V 37, Κυπρ. ερωτ. 9477, Έκθ. χρον. 3821, Συναξ. γυν. 13, Κορων., Μπούας 47, 72, 83, Φαλιέρ., Ιστ. V 367, 500, Φαλιέρ., Ρίμ. L 175, Πεντ. Άρ. ΧΧΙΙΙ27, Βίος γέρ. (Schick) V 772, Αχέλ. 140, Αιτωλ., Βοηβ. 43, Χρον. σουλτ. 1405, Κατζ. Α΄ 29, Ε΄ 526, Πανώρ. Α΄ 180, Β΄ 309, Γ΄ 345, Ε΄ 257, Ερωφ. Α΄ 622, Β΄ 293, 497, Πιστ. βοσκ. IV 5, 86, Παλαμήδ., Βοηβ. 263, 276, 472, 1138, Τσιρίγ., Επιστ. 168, Μανολ., Επιστ. 171, Ιστ. Βλαχ. 823, 2307, Σουμμ., Ρεμπελ. 162, 173, 187, Διγ. Άνδρ. 34918, 35119, 3618, 38525, Ερωτόκρ. Α΄ 133, 204, 1178, 1293, 1320, 2043, Β΄ 347, 574, 1600, Γ΄ 445, 711, 933, Δ΄ 29, Στάθ. Α΄ 198, Ιντ. β΄ 46, γ΄ 560, 573, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 62, Γ΄ 25, Ροδολ. Α΄ [209, 657], Β΄ [93], Βακτ. αρχιερ. 166, 176, 182, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [849] Ε΄ [786], Φορτουν. Β΄ 403, Γ΄ 656, Ε΄ 414, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 93, Τζάνε, Κρ. πόλ. 54413· αρέζω, Διήγ. Αλ. G 27434· αρέθω (?), Νομοκριτ. 110· αρέσκω, Μανασσ., Χρον. 3231, Φλώρ. 1788, Μαχ. 15824, 20835, 29015, 3347δις, 5028, Άνθ. χαρ. Vφ1v, Κυπρ. ερωτ. 10453, 54, Κορων., Μπούας 49, 99, Παλαμήδ., Βοηβ. 1168· ’ρέσω, Μαχ. 5841, Ερωτόκρ. Ε΄ 1415· μτχ. αρεσκόμενος, Σκλέντζα, Ποιήμ. 514· αρεσκούμενος, Φορτουν. Α΄ 291· αρεσούμενος, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ 875.
    Το αρχ. αρέσκω. Η λ. και οι τ. της και σήμ. (ΙΛ). Για τη μτχ. αρεσκούμενος βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 13-4.
    1) α) (Ενεργ. και μέσ.) είμαι αρεστός, γίνομαι αρεστός (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρέσκω Ι3· πβ και ΙΛ στη λ. 1α): και τούτον αν το ποίσετε, ο Θεός θέλει σας έχειν χάριταν και θέλει αρέσειν της βασιλείας του και τους ανθρώπους Μαχ. 47421· ο λόγος ήρεσεν τους μαντατοφόρους Μαχ. 5841· Περι πουλήσεως δούλου, αν δεν αρεστεί έως ξ΄ ημέρας, τον στρέφει οπίσω Βακτ. αρχιερ. 176· β) είμαι της αρεσκείας (κάπ.), ικανοποιώ (κάπ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρέσκω ΙΙ· Πβ. ΙΛ στη λ. 1α): Η αγκαλιά τον γέροντα μηδεκιαμιάς αρέσει Φορτουν. Β΄ 403· γιατ’ έναν τόπο μοναχό εις την καρδιά μας μέσα | εδιάλεξεν ο Έρωτας κι οι άλλοι δεν τ’ αρέσα Ερωτόκρ. Α΄ 1293· μια λυγερή κι αρέσει του και δούλεψην αρχίζει Ερωτόκρ. Α΄ 1178· πόσ’ αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση | και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει Ερωτόκρ. Β΄ 574. Βλ. και αποπληρώνω 2α. Η μτχ. (1) αρεσ(κ)ούμενος = που είναι της αρεσκείας κάπ. (Η σημασ. και σε έγγρ. του 17. αι.· βλ. Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 26): να βρει γαμπρό αρεσκούμενον Φορτουν. Α΄ 291· (2) αρεσκόμενος = ευάρεστος, ευχάριστος: θυσία … αρεσκάμενη Σκλέντζα, Ποιήμ. 514. Βλ. και αναπαύω A1Ϛ, αναπληρώνω Α2β, απαντώ 8. 2) (Ενεργ. και μέσ.) (προσωπ. και απρόσ.) Βρίσκω κ. της αρεσκείας μου, μού κάνει ευχαρίστηση (Πβ. ΙΛ στη λ. 1β): οι πάντες ευχαρίστησαν, ηρέστηκαν τους λόγους Χρον. Τόκκων 1375· και πολλά άρεσεν του παιδίου να μείνει εκεί να αναπαυτούν Μαχ. 64827· Η ορφανή έχει εξουσίαν να ορμαστεί όπου αρεστεί δίχως τον ορισμόν του κουρατόρου Ελλην. νόμ. 55219. 3) (σε τρίτο πρόσ.) θέλω, επιθυμώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): να πάγεις όπου πεθυμάς και όπου σ’ αρέσει εσένα Στάθ. Ιντ. β΄ 46· Αρέσει μου, Πανώρια μου, να κάμεις τη βουλή μου Πανώρ. Ε΄ 257. 4) (Ενεργ. και μέσ.) (προσωπ. και απρόσ.) συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, στέργω: να έχει απάνω της οδούς του το τρίτον της οδού, κακείνος ουδέν αρέστην, αμμέ πολεμά άδικον του ρηγός Ασσίζ. 45418· ει δε και προ των τριών χρόνων ελευθερωθεί ο πατήρ, εάν αρεσθεί ο πατήρ, μένει ο γάμος Ελλην. νόμ. 5553. Βλ. και ατσετιάζω, δίδω, μονοιάζω, συβάζομαι, συγκατεβαίνω.
       
  • αρετή
    η, Σπαν. P 85, Κομν., Διδασκ. Δ 102, Μανασσ., Χρον. 2757, 5772, 6120, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 30, Ιερακοσ. 4755-6, Διγ. Z 4151, Χρον. Μορ. H 940, Βίος οσ. Αθαν. 241, Απολλών. (Wagn.) 413, Δοκειαν. 250, Σφρ., Χρον. μ. 7225, Σκλέντζα, Ποιήμ. 73, Ριμ. Βελ. 22, 693, Έκθ. χρον. 22, 469, 4722, 683, Συναξ. γυν. 172, 647, Φαλιέρ., Λόγ. 8, Φαλιέρ., Ρίμ. L 285, Ιστ. πατρ. 10816, 12918, Ερωφ. Α΄ 41, 584, Β΄ 381, Γ΄ 406, Δ΄ 308, Ε΄ 458, Σουμμ., Ρεμπελ. 161, Ερωτόκρ. Α΄ 26, 65, 82, 1568, 2025, Β΄ 2088, Γ΄ 907, 910, Θυσ.2 380, Μεταξά, Επιστ. 48, Παρθεν., Γράμμ. 227, Στάθ. Γ΄ 141, 222, Βακτ. αρχιερ. 154, 173, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [481], Δ΄ [298], Φορτουν. Αφ. 1, Πρόλ. 67,139, Α΄ 20, Ιντ. α΄ 40, Β΄ 212, Γ΄ 592, 620, Δ΄ 573, Ε΄ 101, 157, Ζήν. Α΄ 337, Γ΄ 36, 81, 265, Δ΄ 9, Λεηλ. Παροικ. Αφ. 3, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1418, 18018, 19613, 58426, 58622 κ.α.
    Το αρχ. ουσ. αρετή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Χρηστότητα (Βλ. Lampe, Lex. στη λ. B1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Ην γάρ ο αυτός πατριάρχης άκρος την αρετήν Έκθ. χρον. 4722· Χρυσή της αρετής πηγή, εξακουστή παρθένε, Σκλέντζα, Ποιήμ. 73· ο … οικονόμος πρέπει να είναι αρετής άνθρωπος Βακτ. αρχιερ. 173· την καλήν αρετήν οπού είχεν (κατά πλεονασμό· βλ. πάντως και Κριαρ., Πεπρ. Β′ ΔΚρ.Σ Δ΄ 259) Ιστ. πατρ. 10816· βλ. και αγαθοσύνη 2, αγαθότης 2, ακεραιότης· β) πλεονέκτημα, προτέρημα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I2a και σήμ., ΙΛ): μ’ όλες τσί χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη Ερωτόκρ. Α΄ 65· και ένα μέρος απ’ αυτές | έχει τέτοιας αρετές (ειρωνικά) Συναξ. γυν. 647· επλήθαινες στην αρετή, στη γνώση και στη χάρη Θυσ.2 380· βλ. και χάρη· γ) ικανότητα, επιτηδειότητα (Βλ. και L‑S στη λ. I2a): αρετή πολεμική και τάξει κοσμημένος Ριμ. Βελ. 22· Λόγιασε τέχνη κι αρετή και μαστοριά μεγάλη Ερωτόκρ. Α΄ 1568. Βλ. και αίσθησις 1β, ανδρεία 1δ, αξίωσις 3, επιτηδειοσύνη, χάρη. 2) Σύνεση, σωφροσύνη (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 4): Από καιρούς η φρόνεψη κι η τέχνη σου γροικάται κι ο κόσμος με την αρετή απόχεις κυβερνάται Ζήν. Γ΄ 36. Βλ. και φρόνεση, φρόνεψη. 3) Εκλεκτή ποιότητα καταβολής (Πβ. L‑S στη λ. II a): δένδρον δε φυσικήν φέρον την αρετήν, αγαθής γης και ρίζης και αέρος μετεσχηκός Δοκειαν. 250. 4) Αξία, χρησιμότητα: τον ήστειλα την αρετή να μάθει του γραμμάτου Στάθ. Γ΄ 222. Βλ. και δεξιότητα 1, χρήση. Η λ. και ως κύρ. όν. (=Αρετούσα), Ερωτόκρ. Α΄ 889, 1076, 1097 κ.α.
       
  • αριθμοσύνη
    η· αριφνοσύνη, Φαλιέρ., Ρίμ. AN 189, Φαλιέρ., Ρίμ. L 187 (έκδ. αριφθοσύνη· διορθώσ.).
    Από το ουσ. αριθμός και την κατάλ. ‑σύνη.
    Αρίθμηση, μέτρημα· έκφρ. δίχως αριφνοσύνη = χωρίς μέτρο, απεριόριστα: και αν έναι δίκιος και αγαθός, δίχως αριφνοσύνη Φαλιέρ., Ρίμ. AN 189. — Βλ. και αριθμισμός.
       
  • αριφθοσύνη,
    Φαλιέρ., Ρίμ. L 187, εσφαλμ. γρ. αντί αριφνοσύνη (βλ. αριθμοσύνη).
       
  • αρμηνεύω,
    Αλεξ. 257, 393, Φαλιέρ., Ρίμ. L 85, Αιτωλ., Μύθ. 73, Αλφ. 1140, Παλαμήδ., Βοηβ. 626, Στάθ. Γ΄ 374, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [110], Τζάνε, Κρ. πόλ. 27927, 49811· αρμηνεύγω, Γαδ. διήγ. 234, Κατζ. Δ΄123, Πανώρ. Γ΄ 273, Δ΄ 156, 291, Ερωφ. Α΄ 332, Ιντ. β΄ 158, Γ΄ 38, Δ΄ 696, Β΄ 636, Πιστ. βοσκ. I 2, 3· IV 5, 89, Ερωτόκρ. Α΄2071, Β΄ 1022, 1865, 1867, Γ΄ 1070, 1124, Δ΄ 396, Ε΄ 974, Θυσ.2 16, Ιντ. κρ. θεάτρ. Λ΄ 50, Β΄ 92, Φορτουν. Γ΄ 230, Τζάνε, Κρ. πόλ. 22711, κ.α.· ερμηνεύγω, Συναξ. γυν. 3, Δεφ., Λόγ. 61, Στάθ. Β΄ 147, Ροδολ. Α΄ [224], Ροδολ. (Μανούσ.) Χορ. γ΄ [5], Φορτουν. Δ΄ 2, Τζάνε, Κρ. πόλ. 58430 κ.π.α. ερμηνεύω, Λόγ. παρηγ. L 123, Λόγ. παρηγ. O 154, 361, Προδρ. IΙΙ 417, Μανασσ., Χρον. 446, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34531, 354, Ασσίζ. 1443, 2941, 39528, Διγ. (Trapp) Esc. 75, Πόλ. Τρωάδ. 161, Χρον. Μορ. P 8196, 8216, Λίβ. P 1714, 2108, Λίβ. Sc. 312, 1814, 1899, Λίβ. N 2733, Θησ. I΄ [231], Γεωργηλ., Βελ. 584, Αλεξ. 482, Σαχλ., Αφήγ. 49, Συναξ. γυν. 866, Φαλιέρ., Ιστ. V 273, Σοφιαν., Παιδαγ. 100, 112, Δεφ., Λόγ. 285, Αιτωλ., Μύθ. 243, 12614, Ιστ. πατρ. 17012, Παϊσ., Ιστ. Σινά 975, Ιστ. Βλαχ. 2029, 2623, Ευγέν. Πρόλ. 105, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1273], Τζάνε, Κρ. πόλ. 4775, κ.π.α.· ορμηνεύγω, Ριμ. κόρ. 768, Πεντ. Έξ. XV 25, Λευιτ. X 11, Δευτ. XVII 10, XXXIII 10 κ.π.α.· ορμηνεύω, Σπαν. A 559, Χρον. Μορ. P 1580, 8213, Λίβ. Esc. 431, 1432, Πεντ. Έξ. XXXV 34, Ευγέν. Πρόλ. 103, 300, Συναδ., Χρον. 50, κ.π.α.
    Το αρχ. ερμηνεύω. Η λ. με διάφ. τ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Εξηγώ, δίνω εξήγηση (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. ερμηνεύω II1): τις να με ειπεί τα θεωρώ και τις να με το ορμηνεύσει Λίβ. Esc. 431· και ορμήνευσέ με τό λαλεί και διά τίναν γράφει Λίβ. Esc. 1432· να ορμηνεύγουν τις κρίσες σου του Ιαακώβ Πεντ. Δευτ. XXXIII 10· εσύναξεν ο Βαλτάσαρ πάντας τους σοφούς, … μάγους δυνατούς, επιστήμονας και αστρολόγους και έδειξέ τους τα γράμματα και ουδείς ηδυνήθη να τα ερμηνεύσει Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 34531· βλ. και ξεκαθαρίζω· β) απαντώ: αρχίζω αναρωτώ τον ανέναι πούπετε μονή να μείνωμεν οι ξένοι· εκείνος ερμηνεύει μας: εις το ξενοδοχείον Λίβ. N 2733· εκείνον ερωτήσατε και να σας ερμηνεύσει Λίβ. Sc. 1814· απ’ αυτόν να έχεις είδησην και αυτός να σ’ ερμηνεύσει| πώς να σε ιδώ καρδία μου και πώς να σε συντύχω Λίβ. P 1714· βλ. και αντιλογούμαι, αποκρίνομαι 1, απολογίζομαι, διπλαπολογούμαι, εξηγώ· γ) (προκ. για διήγηση) εκθέτω, αναπτύσσω (Πβ. L‑S, λ. ερμηνεύω II1): ελπίζω και παρακαλώ να λάβω την σοφίαν, μνήμην και λόγον και σπουδήν ορθώς να ερμηνέψω (παραλ. 1 στ.), ’πειδή (έκδ. επειδή· διορθώσ.) αληθώς βουλήθηκα (έκδ. εβουλήθηκα· διορθώσ.) να πω και να συνθέσω Συναξ. γυν. 3. Βλ. και αναφέρω Α1β, απολογούμαι 4, εξηγώ, ξεδηγούμαι. 2) Δηλώνω, γνωστοποιώ: Μη με κατηγορήσετε γιατί σάς τ’ ορμηνεύγω· αφήν εμπήκα στο χορό, χρειά μόναι να χορεύγω Ριμ. κόρ. 768. Βλ. και δηλώ. 3) α) Αναφέρω (κ. σε διήγηση ή σε κείμενο): κανέναν απ’ αυτά τα κορμία οπού ερμηνέψαμεν, ήγουν είπαμεν, ουδέν εντέχουνται να ένι εις την διαθήκην διά μάρτυρας Ασσίζ. 1443· βλ. και αθιβάλλω α, αναβάλλω 3, αναθιβάλλω Α1β, ανατέλλω Β 2, απορτάρω, λέγω· β) (με αιτ.) κάνω λόγο για κάπ. (Βλ. και Tieche, BZ 19, 1910, 354 σημ. 1): τότε ηρμήνευσε τον Δανιήλ η μάμμη του, η γυνή τον πατρός Ναβουχοδονόσορ … και είπε τον Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 354· 4) Περιγράφω (Βλ. L‑S, λ. ερμηνεύω IΙ3): εκείνος όπου έξευρε τα δύο κάστρη εκείνα | λεπτομερώς τα ερμήνεψεν κι εκαθοδήγεψέ τον Χρον. Μορ. P 8196. Βλ. και ανιστορώ 2, εξηγώ. 5) α) Φανερώνω, αποκαλύπτω: Τούτο το φως πάσ’ αγαθό ερμηνεύγει| φως άξο, απού ποτέ δεν κάμνει δύση Ροδολ. (Μανούσ.) Χορ. γ΄ [5]· τον τόπο οπού το ’χωσες γλήγορα αρμήνεψέ μου Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 50· βλ. και αποσκεπάζω 1β, δείχνω, ξεχώνω, φανερώνω· β) (προκ. για σημασ. μιας λ.) σημαίνω: Μεσρέμ εβραϊκώς Αίγυπτον ερμηνεύει Μανασσ., Χρον. 446· που και τ’ όνομά σου, | άπονη Ερωπρικούσα, | πρικότατα τον πόθον (έκδ. πόνθον διορθώσ.) αρμηνεύγει Πιστ. βοσκ. I 2, 3. 6) α) Συμβουλεύω, καθοδηγώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1. Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Α1 σ. 69-70 και Ε΄ Παράρτ. σ. 17): Σκυλί έναν εδάγκωσε κι εζήταν ιατρεία (παραλ. 1 στ.). Και άλλος τον ερμήνευσε ψωμί ν’ ανακατώσει | από το αίμα της πληγής Αιτωλ., Μύθ. 243· στες αλεπούδες διάβηκε τες άλλες να ’ρμηνεύσει να κόψουν τες ουράδες τους, να λείψ’ αυτή η μέμψη Αιτωλ., Μύθ. 73· όλοι αρμηνεύγου ό,τι μπορού του νιού του παινεμένου Ερωτόκρ. Β΄ 1022· όταν ονειδίσει (ενν. ο διδάσκαλος) και επιπλήξει το παιδίον, να το ανακράζει και να το ερμηνεύει Σοφιαν., Παιδαγ. 112· διού με το ορμήνεψεν ιατρός και ωφελεί με Χρον. Μορ. P 8213· η ρήγισσα ορμηνεύεται από μίαν κακογρία | να στείλει αυτήν την προγονή να φαν την (έκδ. την φάν’ διορθώσ.) τα θηρία Ευγέν. Πρόλ. 113· βλ. και αναφέρω Α1δ, αντμονίρω, δίδω, οδεύω, φωτίζω· β) δίνω εντολή, προστάζω: όταν αυξηθούσι ολίγον τα παιδία και είναι επιτήδεια να ποιούν τα θελήματα όπου τα ήθελαν ερμηνεύσει Σοφιαν., Παιδαγ. 100· τον τόπο εκείνον ός να διαλέξει ο Κύριος και να φυλάξει να κάμεις σαν όλο ός να σε ορμηνέψουν Πεντ. Δευτ. XVII 10· θέλει εύρει τους δούλους της πολλά να τσ’ ερμηνέψει Ευγέν. Πρόλ. 105· Οι άρχοντες εστέκασιν απάνω ν’ αρμηνεύουν | των γυναικών να κουβαλούν χώμα και να δουλεύουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 27927· γ) (με υποκ. λ. όπως φύση, πόθος, λύπηση ή και νόμος) επιτάσσω, «υπαγορεύω»: εβγαίν’ απόξω και κινά (ενν. το αίμα της πληγής) σαν τ’ αρμηνεύγ’ η φύση Ερωτόκρ. Ε΄ 974· εις ό,τι μ’ αρμηνεύγει | ο έρωτας Ερωτόκρ. Α΄ 2071· η αγάπη της κι ο πόθος τσ’ αρμηνεύγει Ερωτόκρ. Γ΄ 1070· καθώς τσή τ’ αρμηνεύγασιν οι λύπησες τσή νιότης Ερωτόκρ. Δ΄ 396· μ’ αντίδικα του νόμου | των ουρανών μαζί και των ανθρώπων … οπ’ αρμηνεύγει και θέλει ν’ αγαπάς σαν είν’ και πρέπει Πιστ. βοσκ. IV 5, 89· δ) υποδεικνύω: και εκραύαξεν προς τον Κύριο και ορμήνεψέ τον ο Κύριος δέντρο και έριξεν προς τα νερά Πεντ. Έξ. XV 25· Του ήλιου και του φεγγαριού τη στράταν αρμηνεύγεις (ενν. θεά μου) Πανώρ. Δ΄ 291. 7) Μαθαίνω (σε κάπ. κ.), διδάσκω (κάπ.): να ορμηνέψεις τα παιδιά του Ισραέλ όλους τους τύπους ούς εσύντυχεν ο Κύριος προς αυτουνούς διά χερός του Μωσέ Πεντ. Λευιτ. X11· όφη μικρό σ’ ανάθρεψα για να με φαρμακέψεις, | και πως οχθρός δε γίνεται φίλος να μ’ αρμηνέψεις Ερωφ. Δ΄ 696· ήρθες να μ’ αρμηνέψεις, | τά δεν κατέχω να μου πεις και να με δασκαλέψεις Ερωτόκρ. Β΄ 1867· ακάτεχος του κάτεχου ποτέ δεν τ’ αρμηνεύγει Ερωτόκρ. Β΄ 1865· (με σύστ. αντ.) να τ’ αρμηνεύγω δασκαλιές Κατζ. Δ΄ 123. Βλ. και δασκαλεύω, διατάσσω, παιδεύω. 8) Συνιστώ (κάπ. σε άλλον): Έδε ιατρός πανάριστος, έδε λαμπρός τεχνίτης (παραλ. 2 στ.). Τα συγχαρίκια δέσποτα· να σε τον ερμηνεύσω (Πβ. κριτ. υπ.: προξενήσω) Προδρ. ΙΙΙ 417.
       
  • αρρωστώ (I),
    Διγ. Z 2451, Χρον. Μορ. P 1541, Φλώρ. 252, Ερωτοπ. 604, Αχιλλ. (Haag) L 606, 1016, Μαχ. 4820, Ch. pop. 577, Βεντράμ., Γυν. 102, Δεφ., Λόγ. 601, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 414, Άλ. Κύπρ. 1507, Κατζ. Γ΄ 335, Ερωφ. Ιντ. β΄ 68, Πιστ. βοσκ. I 2, 225· V 1, 85, Βοσκοπ. 309, Ερωτόκρ. Α΄ 2094, Γ΄ 1410, Ε΄ 114, Εγκ. αγ. Δημ. 111223, Ροδολ. Α΄ [562], Τζάνε, Κρ. πόλ. 42914, κ.π.α.· αόρ. ερρώστησα, Φαλιέρ., Ρίμ. AN 200, Φαλιέρ., Ρίμ. L 198.
    Τα αρχ. αρρωστέω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1)   α1) (Αμτβ.) είμαι άρρωστος (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρρωστέω και σήμ., ΙΛ στη λ. α): γιατί εκ τις κορασίδες μου μια μού ’θελε μηνύσει| πώς αρρωστεί και στέκεται τώρα να ξεψυχήσει Ερωφ. Ιντ. β΄ 68· α2) γίνομαι άρρωστος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. α): τι ν’ αρρωστώ και να πονώ και να χολιάζω τόσον; Αχιλλ. (Haag) L 606. 2) (Μτβ.) κάνω κάποιον άρρωστο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. α): ο λογισμός οπού ’βαλα γή γιαίνει γή αρρωστεί με Ερωτόκρ. Α΄ 2094. Η μτχ. αρρωστημένος ως επίθ. = άρρωστος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, στη λ. μτχ. 1α): πολλά εθλίβη λυπηρά δια τους αρρωστημένους| όπου τους εκατέσφαξαν απέσω εις τα κρεβάτια Χρον. Μορ. P 1541· μια λαβωμένη τσ’ ερωτιάς, του πόθ’ αρρωστημένη Ερωτόκρ. Γ΄ 1410.
       
  • ασθένεια
    η, Ασσίζ. 8911, Διγ. Gr. III 165, Διγ. Τρ. 580, Διγ. A 1096, Ωροσκ. 4329, Chron. br. (Loen.) 116, Απολλών. 526, Αχιλλ. N 1588, Ιμπ. 325, 757, Καναν. 61Α, Θησ. Πρόλ. [17], Ch. pop. 481, Πένθ. θαν.2 453, Δεφ., Λόγ. 130, Αιτωλ., Μύθ. 185, Διγ. Άνδρ. 33711, 40930, Βελλερ., Επιστ. 77, Συναδ., Χρον. 30, Προδρ., Κατομυομ. 130, κ.π.α.· ασθενεία, Ερμον. Ω 303, Rechenb. 451, Ιμπ. (Legr.) 805· ασθενειά, Ψευδο-Σφρ. 20228· αστένεια, Ασσίζ. 1316, 1564, 3777-8, Διγ. A 4085, Μαχ. 3625, 4821, 6422, 1908, 3729, Πένθ. θαν.2 455, Φαλιέρ., Ρίμ. L 86, Αιτωλ., Μύθ. 754, Χρον. σουλτ. 13123· αστενειά, Ερωφ. Δ΄ 310.
    Το αρχ. ουσ. ασθένεια. Η λ. και σήμ. ως λόγ. και τ. της ιδιωματ. (ΙΛ, λ. αστένεια).
    1) α) Αρρώστια, νόσος (σωματική) (Η σημασ. αρχ. στον πληθ., L‑S στη λ. 2 και σήμ., ΙΛ, λ. αστένεια 1): Που κρύβει την ασθένειαν του, γιατρειάν σ’ αυτήν δεν βρίσκει Πένθ. θαν.2 455· (προκ. για ερωτική κατάσταση): Λοιπόν εις την ασθένεια μου, την πολυκολασμένη,| ιδέ, κυρά, τους πόνους μου Θησ. Πρόλ. [17 ]· βλ. και ανημποριά 1, ασθένειος α, αχάμνια, αχάμνωση. Ιδιάζ. έκφρ. (με τα ρ. έρχομαι, πίπτω - εμπίπτω, σεβαίνω και την πρόθ. εις) = αρρωσταίνω: ήλθεν εις αστένειαν ο κύρης Μαχ. 1908· μη σέβει εις ασθένειαν και εις θάνατον εμπέσει Ιμπ. 325· βλ. και αφορμίζω, πέφτω· φρ. βάζω (κάπ.) σ’ αστένεια = κάνω (κάπ.) ν’ αρρωστήσει: επήγαινέ τον στα λουτρά πάντα και ετριβέ τον,| τόσον τον εκατάστησεν, σ’ αστένεια έβαλέ τον Αιτωλ., Μύθ. 754· β) επιληψία, σεληνιασμός: διότι εγλήγορα ημπορεί να σκοτώσει ού να λαβώση κανόναν απέ τα παιδιά του (ενν. η μήτηρ) ού απέ την αστένειαν ού απέ το κελέφιον Ασσίζ. 3777· βλ. και ασθένειος β. 2) α) Αδυναμία, ελαττωματική κατάσταση, έλλειψη πνευματικής η ψυχικής δύναμης (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. 1· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. 1): καγώ της απειρίας μου των γραμμάτων ομολογώ την ασθένειαν Καναν. 61Α· καταγνούς των πάλαι πεφυκότων την ασθένειαν και κακίστην δειλίαν Προδρ., Κατομυομ. 130· βλ. και αρρώστημα β· β) (προκ. για τον άνθρωπο σε σχέση με τη φύση του θείου) νοσηρή κατάσταση σωματική και πνευματική, αμαρτωλή κατάσταση (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. 4· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. 2a· πβ. και 2b): δέσποτα φιλάνθρωπε, … εφόρεσας τας ασθενείας ημών Διγ. Άνδρ. 40930· γ) (ψυχική) αρρώστια· αμαρτία (Η σημασ. ήδη τον 4. αι., Lampe, Lex. στη λ. 1): εξαγορεύσου τα κακά κι ειπέ τες αμαρτιές σου·| φώναξε την ασθένειαν σου, μολόγα την αιτιάν σου Πένθ. θαν.2 453. Βλ. και αμαρτεμός, αμάρτημα(ν) 1, ανομία 2, ασωτία, βάρος, κρίμα. 3) Αδυναμία, έλλειψη (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. 3): ο νιος απού ’καμα άντρα μου να ’χει αστενειά από πλούτος Ερωφ. Δ΄ 310. 4) «Αδυναμία», απαίτηση, υπαγόρευση: τους δε τριακονταετείς όντας, καν παίδας έχωσι, τρίτον και αυτούς συναλλάττειν γάμον διά την της ηλικίας ασθένειαν Αρμεν., Εξάβ. Δ΄ 932.
       
  • ασθενής,
    επίθ., Ασσίζ. 16626, Ιστ. πατρ. 9611, 1137· αστενής, Ασσίζ. 33919, 3773, 38126, 3861, 41812, 43131, 4328, Ιμπ. (Lambr.) 675, Μαχ. 3214, 4637, 14627, 37026, Φαλιέρ., Ρίμ. L 198, Χρον. σουλτ. 559, Ροδολ. Αφ. [68], Ροδολ. Τοις Αναγν. [14].
    Το αρχ. επίθ. ασθενής. Η λ. και ο τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αστενής).
    1) Που πάσχει από κάποια ασθένεια, άρρωστος (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αστενής 1. Βλ. και Ανδρ., Σημασ. 81): Εάν γίνεται … ότι είς άνθρωπος ένι αστενής και ποιεί την διαθήκην του … Ασσίζ. 38126. 2) Αδύναμος (Πβ. L‑S στη λ. 3 και Bauer, Wört., στη λ. 16): Μα γιατ’ η μούσα μου φτερά λιγάκια μού ’χε τάξει| κι ο κάλαμός μου ως αστενής δεν ημπορά πετάξει Ροδολ. Αφ. [68].
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης