Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 11 εγγραφές  [0-11]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Υγρομαντ.

  • ξυλαλάς
    ο, Ασσίζ. 23714-15, Μαχ. 8210,21, Υγρομαντ. 13115.
    Από τα ουσ. ξύλον και αλάς. Για το β́ συνθ. βλ. Φαρμακ., Γλωσσάρ. 452, λ. αλάς και Γενναδ., Λεξ., λ. Αλας. Η λ. στο Du Cange (λ. ξυλαλά) και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ 698, Φαρμακ., Γλωσσάρ. 189, λ. ξυλαλά και Andr., Lex., λ. ξυλαλόη).
    α) Είδος ινδικού αρωματικού ξύλου, το δεντρολίβανο (Για το πράγμα βλ. Τσαγγαλάς [Υγρομαντ. σ. 138-9]): να ’χεις ένα κατζί με| κάρβουνα και να καπνίσεις πίσσα του ξυλαλά Υγρομαντ. 13114· όταν το εκυβέρνησεν και εξετέλεψέν το (ενν. το λουτρόν),| το καμίνιν εκαίγασιν με τους ξυλαλάδες Αχιλλ. L 523· Περί του ξυλαλά. Το δικαίωμαν του ξυλαλά κελεύει το δίκαιον να πάρουν δικαίωμαν εις τα ρ́ πέρπυρα, θ́ πέρπυρα ήμισον Ασσίζ. 48823· β) (συνεκδ.) η ευωδιά του δεντρολίβανου: τον μόσχον και τον ξυλαλάν μυρίζει η ελικιά σου Ερωτοπ. 223. — Βλ. και ά. ξυλαλόη.
       
  • όρασις ‑ση
    η, Διγ. (Trapp) Gr. 1203, Υγρομαντ. 13211.
    Το αρχ. ουσ. όρασις. Τ. ορασιά σήμ. στην Ήπειρο (Andr., Lex. στη λ. και Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Α΄ 283). Η λ. και σήμ.
    1) Όψη, εμφάνιση: ωραίος ην (ενν. ο άγουρος) εις όρασιν, γλυκύς εις συντυχίαν,| τερπνός εις το ανάσταλμα, όλως μεμετρημένος Διγ. Z 1537. 2) α) Όραμα, αποκάλυψη: όχι όνειρον ποτέ, μα μιαν καθάρια| όραση ουρανικήν τώρα γνωρίζω,| πως η πατρίδα μου είναι γλυτωμένη Πιστ. βοσκ. V 6, 313 κριτ. υπ.· (θεολ.): εύξαι τῳ Κυρίῳ| τῳ σε καταξιώσαντι τοιούτων μυστηρίων,| ων ήκουσας και έβλεψας και βλέψαι μέλλεις πάλιν| όρασιν θείαν και φρικτήν, θαυμαστήν και μεγάλην Παϊσ., Ιστ. Σινά 734· β) προφητεία (Για τη σημασ. βλ. Du Cange, λ. οράσεις και Κουκ., ΒΒΠ Α΄2 213): Κήρυξις του προφήτου Δανιήλ και όρασις περί των χρησμών μέλλοντος καιρού των επτά αιώνων Χρησμ. (Λάμπρ.) 100 II τίτλ. 3) Μέλλον, ριζικό (Για τη σημασ. βλ. Κεχαγιόγλου [Πτωχολ. σ. 511]): γνώσαι ταύτην (ενν. τη γυναίκα)| εις την όρασιν τήν έχει| και το πού την θέλει φέρει| ο ασύστατος ο χρόνος Πτωχολ. α 540.
       
  • παράδεισος
    ο, Διγ. Z 1047, 1818, 3786, 3805, 3930, 4090, 4091, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 552, 841, 1813, Διγ. (Trapp) Gr. 3147, 3151, Βέλθ. 689, 729, Χρον. Μορ. H 776, Ερωτοπ. 483, Λίβ. Esc. 2449, Λίβ. Sc. 1313, Λίβ. (Lamb.) N 201, Λίβ. N 2150, Αχιλλ. L 557, Αχιλλ. N 822, 830, 833, 971, 1586, Αχιλλ. (Smith) O 528, Κυπρ. ερωτ. 9437, 1352, Πανώρ. Πρόλ. 52, Β΄ 534, Δ΄ 281, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1498, Στάθ. (Martini) Γ΄ 534, κ.α.· παράδεισος η, Δούκ. 38513, Πικατ. 500, 558 κ.α.· παράδεισο η, Πεντ. Γέν. II 8, Ροδολ. (Αποσκ.) Β΄ 209, Δ΄ 492· γεν. ‑σος, Βέλθ. 713, Αχιλλ. N 822, Πεντ. Γέν. III 23, 24, IV 16, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β΄ 358, Πιστ. βοσκ. II 5, 13, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 513· παράδεισο(ς) η, Σπαν. (Ζώρ.) V 288, Συναξ. γαδ. (Pochert) 216, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 102 κριτ. υπ., 142, Θησ. Γ΄ [128], [843], Χούμνου, Κοσμογ. 118, Ύμν. Παναγ. 5, Υγρομαντ. 13324, Σκλάβ. 269, Βεντράμ., Γυν. 202, Δεφ., Λόγ. 584, Πανώρ. Δ΄ 281, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Α΄ 98, Κανον. διατ. Α 461, Σουμμ., Ρεμπελ. 167, Στάθ. (Martini) Α΄ 322, Διήγ. ωραιότ. 836, 954, Διακρούσ., Πένθος 239, κ.α.
    Το αρχ. ουσ. παράδεισος ο. Για το σχηματ. του τ. παράδεισο η βλ. Χατζιδ., Αθ. 24, 1912, 13 και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 67. Τ. παράεισος η σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. 715). Η λ. και σήμ.
    1) Πυκνοφυτεμένος τόπος (λιβάδι, άλσος, κήπος, περιβόλι): Πρέσβ. ιππ. 266· είχεν και τέσσαρας πλευράς ο κάλλιστος εκείνος| παράδεισος, ο θαυμαστός, πάντερπνος και ωραίος Διγ. Z 3786· παράδεισον εποίησε (ενν. ο Ακρίτης) κατά πολύ ωραίον Διγ. Z 3780· ευθύς γαρ ως εξ απαρχής παράδεισος ευρέθη| καρπούς και οπώρας, χάριτας, άνθη και φύλλα γέμων Καλλίμ. 282. 2) (Στην Παλαιά Διαθήκη) ο κήπος της Εδέμ, όπου ο Θεός εγκατέστησε τους πρωτόπλαστους: εξέβηκα από το νησίν τους και είδα τόπον οπού είχε ζήσει ο προπάππους μας ο Αδάμ, ονομάζεται Εδέμ, οπού εφύτευσεν ο Θεός τον παράδεισον Διήγ. Αλ. F (Konst.) 7015· ήσαν (ενν. ο Αδάμ και η Εύα) εν τῳ παραδείσῳ προ της αυτών παραβάσεως Φυσιολ. 36519· Είς εξ ημών ηθέλησεν Αδάμ διά να γένει| και απέξω της παράδεισος ολόγδυμνος εβγαίνει Χούμνου, Κοσμογ. 116. 3) (Στην Καινή Διαθήκη) ουράνιος τόπος διαμονής των αγίων, των αγγέλων και των ψυχών όλων των ενάρετων ανθρώπων: Κύριε και ας μ’ έπαιρνες κι εμέν εις τον παράδεισόν σου Φαλιέρ., Θρ. 165· θέλει φθάσει εις τον παράδεισον να τιμηθεί ομού συν τοις δικαίοις Βακτ. αρχιερ. 217. 4) Τόπος πολύ όμορφος όμοιος με τον παράδεισο: Τούτοι ’ναι οι τόποι οι όμορφοι, ψυχή μου και καρδιά μου,| τούτο ’ναι το περβόλι μου … (παραλ. 2 στ.), παντοτινή παράδεισος πάσα λογής ανθρώπου Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Α΄ 75. 5) (Μεταφ.) Απόλαυση, υπέρτατη ευτυχία: Παράδεισος, όντας θωρώ τ’ αργυροπρόσωπό σου| μου φαίνεται η γιαγάπη σου κι ο πόθος ο δικός σου Πανώρ. Β΄ 349· Τσι πόρτες τση παράδεισος τα λόγια τση μου άνοιξα,| του πόθου τς αναγάλλιασες και τσι δροσές μού δείξα Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 513· Κόρη μου αγαπημένη μου, …| παράδεισο στα μέλη μου δώσ’ με την εμιλιά σου Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 309. 6) (Προκ. για την Παναγία): χαίρε, παράδεισε τρυφής Εις Θεοτ. 100. Η λ. ως τοπων.: Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 23530.
       
  • κατσίον
    το.
    Το μεσν. ουσ. κατσίον <καψίον <κάψα <λατ. capsa. Η λ. και σε έγγρ. Αγίου Όρους (Act. Xér. 76, Act. Saint-Pantél. 712), καθώς και στον Πορφυρογ., Έκθ. (βλ. Ψάλτη, Αθ. 29, ΛΑ 35 κε.). Η λ. επίσης στο Sophocl., λ. κατζίον και στο Lampe, Lex., λ. κατζίον και άρουλα, καθώς και στον Ησύχ., λ. κάμψα. Για τη λ. βλ. και Μπακιρτζής, Βυζ. Τσουκαλολάγηνα σ. 98, όπου μνημονεύεται σχόλιο του Αρέθα, και σ. 223, όπου και άλλη σχετική βιβλιογραφία. Η λ. και σήμ. στην ποντιακή διάλεκτο στον τ. κατζίν (= μέτωπο) (Παπαδ. Α., Λεξ.), καθώς και σε ιδιώμ. στους τ. κατσί και καψί (βλ. Φιλ., Γλωσσογν. Β́ 58, Κοντοσόπ., Γλωσσογεωγρ. κρητ. 52). Βλ. και Τσοπ., Συμβολές Α΄ 614-5. Για τη λ. στη σημασ. 2 βλ. Schilb., Byz. Metrol. 148-9).
    1) Θυμιατό: ας προφθάσωσιν αι μυροφόροι μετά σιγής και φόβου βαστάζουσαι κατσίν και θυμιάματα Μυστ. 62· κατσίν αργυρούν έν Κώδιξ Βιβλιοθήκης μονής Πάτμου σ. 513· να ’χεις ένα κατσί με κάρβουνα και να καπνίσεις πίσσα του ξυλαλά Υγρομαντ. 13113. 2) Μέτρο μήκους: επαρέδωκεν αυτῴ ρ́ κατσία σίδερον Στεφ. Ιχνηλ. (Eideneier N.) 4344.
       
  • παρθένος,
    επίθ., Καλλίμ. 464, Ασσίζ. 25812, Διγ. Z 438, Ερμον. Ζ 36, Φλώρ. 3, Απολλών. 580, 766, Υγρομαντ. φ. 165r 4, 166v 2, Μαχ. 61826, 6265, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 325r, Zygomalas, Synopsis 170 Δ 46, 187 Ε 65, 267 Π 53, Πτωχολ. (Κεχ.) P 232, Προσκυν. Ιβ. 845 613, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 994, Εις Θεοτ.πάρθενος, Παϊσ., Ιστ. Σινά 427.
    [Το αρχ. επίθ. παρθένος. Ο τ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.]
    1) Αγνός, αμόλυντος: Υγρομαντ. φ. 165r 1. 2) Που δεν είχε σεξουαλική σχέση: Καλλίμ. 693, Zygomalas, Synopsis 214 K 48, 158 Γ 24, Πτωχολ. α 564, Σταφ., Ιατροσ. 16468· (προκ. για τη θεά Άρτεμη): Θησ. Ζ́ [852(προκ. για την Παναγία): Άνωθεν τήρησον ευθύς και τήρησον κανδήλιν,| όπερ άπτει κατέμπροσθεν της παρθένου Μαρίας Παϊσ., Ιστ. Σινά 427· (προκ. για το μνήστορα Ιωσήφ): επαντρέψαν την (ενν. την Μαρία) με τον Ιωσήφ τον παρθένον διά να επιτηρήσουν ομού την παρθενίαν τους Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 254v· (προκ. για τον ευαγγελιστή Ιωάννη): ο ευαγγελιστής παρθένος Θεολόγος έλαβεν εις τα ίδια δους δε αυτήν (ενν. την Παναγία) ο Λόγος Προσκυν. Ιβ. 845 616· ο κλεινός βροντής υιός, φίλος τε και παρθένος Προσκυν. Ιβ. 535 1064. 3) Ανύπαντρος: Μαλαξός, Νομοκ. 300. 4) Που δεν έχει χρησιμοποιηθεί: Μαλαξός, Νομοκ. 115. Η λ. ως ουσ. = γυναίκα που δεν είχε σεξουαλική σχέση: Ασσίζ. 1222, 2589, Zygomalas, Synopsis 276 P 19· (προκ. για την Παναγία): δούλην με απέργασαι του σου υιού, παρθένε Εις Θεοτ. 93· δος μοι ...| δάκρυα κατανύξεως καθαρτικά, παρθένε,| ενθύμησιν των φοβερών κολάσεων εκείνων Εις Θεοτ. 57.
       
  • πλην,
    πρόθ./σύνδ., Σταφ., Ιατροσ. 380, 498, Προδρ. (Eideneier) II 24, III 80, 114, Καλλίμ. 994, 1886, Φλώρ. 6, 302, 324, Λίβ. Sc. 252, 1732, Λίβ. Esc. 393, Αχιλλ. (Smith) N 901, 1253, 1388, Αχιλλ. (Smith) O 72, 484, 558, Ιμπ. 229, 234, 308, 491, 770, 779, Θρ. Κων/π. B 57, 68, Byz. Kleinchron. Á 513, 30118, 30729, 58639, Υγρομαντ. φ. 165r 13, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 14v, 15r, 28v, 34r, 66v, 76v, 181v, 197v, 365v, Πτωχολ. α 128 χφ N κριτ. υπ., Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 804, Κυπρ. ερωτ. 14122, Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 45, 33, Επιστ. Ηγουμ. 17412, Σεβήρ., Διαθ. 19166, Βελλερ., Επιστ. 5437, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 196, 222, 223, Διήγ. πανωφ. 56, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 189, 265, 330, κ.α.
    Η αρχ. πρόθ. πλην. Η λ. και σήμ.
    I. Πρόθ. (Με γεν.) εκτός από, με εξαίρεση: Byz. Kleinchron. Á 8444, Δούκ. 3516· (επιτ. με προηγ. το μόνον): πάλιν λυπήσου μας ότ’ είμεστε δικοί σου,| άλλον Θεόν δεν έχομεν, Κύριε, μόνον πλην Σου Ιστ. Βλαχ. 2482 [=Γέν. Ρωμ. 104]. ΙI. Σύνδ. 1) (Για αντιθ. σύνδ. προτ.) αλλά, όμως: Κρασοπ. (Eideneier) L 1, Αχιλλ. (Smith) N 1161, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 234v, Πτωχολ. α 27. 2) (Για αντιθ. σύνδ. λέξεων ή εκφρ.) αλλά: τον πλημμελήσαντα πολλά και μη μετανοούντα| άκων μεν, ημερώτατε, πλην όμως αναγκαίως| πικράζεις ουκ ανάλογον, οις έπταισε, πικρίαν,| αλλ’ όσον διορθώσασθαι τον ουκ ευθυπορούντα Γλυκά, Στ. Β́ 58· την Τροιάν την δοξασμένην| μέλλουν Έλληνες επάραι| πλην μετά μηχανευμάτων| και πολέμων αρμοδίων Ερμον. Θ 265. 3) (Εδώ κυρίως με επιρρ. σημασ.) αλλά μόνο (βλ. και Ortolá Salas, Florio y Platzia Flora, 295): Λέγει του: «Εξενοδόχησες εδώθεν κορασίδα (παραλ. 1 στ.), ομάδι να έναι άρχοντες, ξένοι πραγματευτάδες;».| Λέγει του: «Εξενοδόχησα, πλην τους πραγματευτάδες,| αλλά την κόρην ήξευρε ότι επούλησάν την» Φλώρ. 1308. 4) [Συν. στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου με αντιθ. σημασ. (= αλλά, ωστόσο· πβ. 1) ή σε απλή μεταβατική χρ. συν. για να δηλωθεί αλλαγή θέματος· βλ. και Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β́ 36· για χρ. ήδη αρχ. (;) βλ. TLG]: άλλους αιχμαλωτίσαμεν και άλλους εκατεκόψαν| και άλλοι εφύγαν σύντομαν με εντροπήν μεγάλην.| Πλην να γινώσκεις, δέσποτα, πάλιν εάν μισεύσω,| εχάσαμεν τας χώρας μας και τούτοι τας επήραν Αχιλλ. (Smith) N 689· Η συντυχία της θαυμαστή, ζαχαρογλυκεράτη, (παραλ. 3 στ.) τους Έρωτας εδούλωσεν και αυτήν την Αφροδίτην.| Πλην ουκ εγίνωσκεν ποσώς τον Έρωταν η κόρη,| αλλ’ ήτον ως παράδεισος μετά νερών και δένδρων Αχιλλ. (Smith) N 886· θαρρούμεν σύντομα εις Θεόν τον παντοκράτωρ| ασθένειαν που σ’ έτυχεν να λυτρωθείς συντόμως.| Πλην λέγω και παρακαλώ, αλλότριε και ξένε,| να πεις και να αφηγηθείς το από πόθεν είσαι Ιμπ. 760· Ασμένως δε υπεδέξαντο αυτόν οι Λατίνοι, ποιήσαντες αυτώ σιτηρέσια μετά των υιών αυτού. Πλην ως εν ολίγῳ ετελεύτησεν, έχων και θυγατέρας δύο Έκθ. χρον. 2212· Τούτος ο βασιλεύς δεν έκτισεν μόνον την αγίαν Σοφίαν ... έκτισεν άλλες δύο εύμορφες και μεγάλες· πλην δεν φθάνουν εις το μέγεθος και την ωραιότητα και εις τα κάλλη της πρώτης Hagia Sophia ψ 6196. 5) (Στη θέση της παρά, πβ. Τζάρτζ., Νεοελλ. σύντ. Β́ 228 και σημ. α (ως επίρρ.), ΛΚΝ, λ. παρά2 1α): αλλά τι έτι νυν τα της φύσεως δώρα απαριθμείσθαι, πλην εις παρατροπήν τινων ή της θέσεως εκβολήν τινα υπομεινάντων βοήθειαν; Ιερακοσ. 49221.
       
  • προβάρω·
    μτχ. παρκ. προβαρισμένος, Αχιλλ. L 85, 395, Υγρομαντ. φ. 165v 23, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 703.
    Από το ιταλ. provare. Η λ. και σήμ.
    α) Δοκιμάζω, μεταχειρίζομαι: Και όσα κάντια και δροσάτα,| κόρη μου, προβάρισά τα| δεν ευρίσκω γιατροσύνη| οκαί πρίκα δε μ’ αφήνει Αγν., Ποιήμ. Ά 76· β) υποβάλλω σε δοκιμασία, ελέγχω: Ο ρήγας, όντεν άκουσε πράμαν που δεν εθάρρει,| και σαν τη θυγατέραν του να ’χει τινάς τη χάρη,| περίσσια το βαρέθηκε, και θε να τον προβάρει (ενν. τον Απολλώνιο),| την άρπαν εις το χέριν του τού δίδει να σονάρει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 497. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ο δοκιμασμένος με επιτυχία· ικανός: γοργά ορίζει ο βασιλεύς ν’ αρματωθεί φουσσάτον·| όρισεν αλλάγια περισσά, τριακόσια πεντήντα,| και το καθέναν από εκατόν είχεν καβαλαρίους,| όλους με τα φαρία τους, όλους προβαρισμένους Αχιλλ. L 331· είχεν (ενν. ο βασιλεύς) αλλάγια θαυμαστά τριακόσια πενήντα,| και το καθέναν εκατόν είχεν καβαλλαρίους·| όλα φαριά διαλεκτά, όλα προβαρισμένα Αχιλλ. L 371.
       
  • προβιάζω,
    Ασσίζ. 4917, 5629, 13913, 19016, 2687, 3445, 42422, 4465, 46111, 18, 47319, Υγρομαντ. φ. 165v 23, Μαχ. 23620, Βουστρ. (Κεχ.) 6019, 28010, 2964, 3061, 4‑5, 7, 11, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 75, 80, 117, 121, 138, Ξόμπλιν φ. 138r, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 633· μτχ. ενεστ. (άκλ.) προβιάζοντα, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 73, 74.
    Από το προβηγκ. provar (βλ. Χατζ., Μεσ. Κύπρ. 289). Πβ. και ιταλ. provare - βενετ. provar.
    1) Αποδεικνύω: Ο σαν Τουμάζος με τους άλλους φιλοσόφους προβιάζει ότι πάσα κορμίν του κόσμου … μοβιάζεται να αγαπήσει εκείνον οπού είναι ’μοιαστόν του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 82· το βουλλωμένον χαρτίν ελάλεν: «Ως γιον μας το επροβιάσαν ομπρός μας ότι η τάξις τους Τεμπλιώτες είναι εις μέγαν κακόν και αρνούνται τον Θεόν και όλους τους αγίους, … για τούτον … να τους σκοτώσουν όλους …» Μαχ. 1437. 2) (Νομ.) α) αποδεικνύω με μάρτυρες ενώπιον δικαστηρίου: εάν είς άνθρωπος εδάνεισεν ετέρου πέρπυρα ί, και όταν του τα εζήτησεν, αρνάται τα, το δίκαιον ορίζει ότι να το προβιάσει με β́ μάρτυρας το πως του τα έδωκεν Ασσίζ. 5412· (ειδικ.) αποδεικνύω, βγάζω κ. αληθινό με μονομαχία (θεοκρισία): ούτος ο άνθρωπος ένι κλέπτης μαρτυρούμενος, και άπιστος, και είμαι έτοιμος να τον προβιάσω το κορμίν μου κατά του κορμίου του Ασσίζ. 1934· λαλεί του ο τ’ Άβιλας του Γιάκουμου: «Παράβουλε, απού πρέπει να ’σουν αποθαμένος απού πολλύν καιρόν!» Και λαλεί του ο Γιάκουμος: «Εσύ είσαι παράβουλος, και, άνταν θέλεις, ομπρός της κυράς, της ρήγαινας, και τους αφέντες να σου το προβιάσω, με το σπαθίν εις το χέρι, και, αν δεν το προβιάσω, ας κόψουν την κεφαλήν μου!…» Βουστρ. 30416· β) (μέσ.) αποδεικνύω, υποστηρίζω ως μάρτυρας ενώπιον δικαστηρίου: Καλά να ηγνωρίζετε ότι … εντέχεται να έχει μάρτυρας να προβιάζουνται εκείνον τό ο σκλάβος ή η σκλάβα να ποίσει … ότι χωρίς δύων μαρτύρων … ουδέν ημπορεί να κριθεί η αλήθεια Ασσίζ. 14725· γ) καταθέτω ως μάρτυρας κατηγορίας εναντίον κάπ.: ανένι ότι ουδέν να ομολόγησεν τίποτες … να τον βάλουν εις την φυλακήν έναν χρόνον και μίαν ημέραν, να δουν ανένι μέσα εις εκείνον τον καιρόν …  αν έρτει κανείς και θέλει να τον προβιάσει απ’ εκείνον τον φόνον Ασσίζ. 20624· (εδώ αμτβ.): αν ουδέν ομολογήσει τίποτες … να τον βάλουν εις την φυλακήν και να ποιήσει ένα χρόνον και μίαν ημέραν, ίνα δούσιν … αν έρτει κανείς ομπρός οπού να θελήσει να προβιάσει περί εκείνου του φόνου Ασσίζ. 45825·. 3) Εξετάζω, δοκιμάζω, ελέγχω: Ο Πλάτος λαλεί, ακομή και ο Σένεκας: «Οπρωτύτερα παρά ν’ αγαπήσεις τινά πρόβιασ’ τον και αφού να τον προβιάσεις αγάπησ’ τον με καλήν καρδιάν» Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 79· Ίτσου ως γιον προβιάζεται εις το λαμπρόν το χρουσάφιν και το ασήμιν ίτσου προβιάζουνται οι λας εις τους κολασμούς τους Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 90· επερίλαβεν ο πάπας … τα χαρτία … και επροβίαζέν τα και ήτον αλήθεια Μαχ. 33426-27. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = επίσημα αποδεδειγμένος, πιστοποιημένος: ένοχος προβιασμένος με β́ μάρτυρας Ασσίζ. 33419· ορισμόν εντέχεται να του δοθεί (ενν. του ιατρού του ξένου) παρά του επισκόπου, απώδε και ομπρός να ιατρεύγει εις την χώραν … με το χαρτίν του επισκόπου, και να έχει μαρτυρίαν ότι ιατρός ένι προβιασμένος, και ημπορεί να ιατρεύσει οπού τον θέλουν Ασσίζ. 1869.
       
  • σεντούκι
    το, Ασσίζ. 3307, 17, Σπανός (Eideneier) A 453, Χρον. Μορ. H 7060, Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 79, Φαλιέρ., Ιστ.2 732, Θησ. Β́ [737], Αλεξ.2 675, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 235, Πεντ. Γέν. L 26, Έξ. XXV 10, 22, XXVI 33, XXX 6, 26, XXXI 7, XL 20, Λευιτ. XVI 2, Αρ. III 31, IV 5, VII 89, Δευτ. X 1, 2, 3, 5, XXXI 9, 25, 26, Βυζ. Ιλιάδ. 146, Ιστ. πατρ. 1229, 1231, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1132, 10, 16313, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 125, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 168271, Αγαπ., Καλοκ. 344, Hagia Sophia ψ 6048, Ροδινός (Βαλ.) 129, 131· σενδούκι(ν), Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 17· σενδούκιν, Βυζ. Ιλιάδ. 138, 139· σεντούκι(ν), Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 40, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1539, 16, 1554, 11, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1528, 15, 16, 1544‑5, 12, 22, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 415, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 26, 1155· σεντούκιν, Ασσίζ. 7929, 30, 31, 802, 4, 5, 8, 10, 17, 18, 22, Χρον. Μορ. P 7060, 7789, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2096, 2106, Μαχ. 622, 32, 31838, Σφρ., Χρον. (Maisano) 2811, 12, 14, Βουστρ. (Κεχ.) 1741, Υγρομαντ. φ. 165r 9, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 103, 106, 116, Βυζ. Ιλιάδ. 142, 320· σεντούκι(ον), Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 129, 439 κριτ. υπ.· σεντούκιον, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 287.
    Αβέβ. ετυμ. Πιθ. αραβ. προέλ. (<αραβ. sanduq), βλ. Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2 326, λ. σανδούκιον) ή από από τουρκ. sandık (<sanduk, βλ. Redhouse, λ. sandık· βλ. όμως και ιδιωμ. τουρκ. sanduk, Συμεων., Ελλην. 26, 1973, 161 σημ. 21)). Πβ. και λ. σάνδυξ στον Ησύχ. Ο τ. σενδούκι σε σχόλ. (TLG) και σε έγγρ. του 16. αι. (Γρηγορόπουλος 2715). Ο πληθ. σενδούκια σε σχόλ. (TLG) και τον 12. αι. (Act. Saint-Pantél. 737). O τ. σεντούκι(ν) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Ο τ. σεντούκιν σε σχόλ. (TLG), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́ 779, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Ο τ. σεντούκιον τον 13. αι. (LBG, λ. σεντούκιν) και στο Meursius (βλ. λ. σεντούκιν). Πβ. και λ. σανδούκιον το 12. αι. (LBG), καθώς και σημερ. ιδιωμ. σαντούκιν (Παπαδ. Α., Λεξ.). Τ. σενδούκιον σε σχόλ., στο Du Cange (λ. σεντούκιν), τον 14.-15. (TLG, LBG, λ. σεντούκιν) και 18. αι. (Κομνηνού, Προσκυν. 69). Τ. σινδούκιον τον 14. αι. (LBG, λ. σεντούκιν). Πληθ. συνδούκια τον 11. αι. (TLG). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.· βλ. και LBG, λ. σεντούκιν.
    1) Κιβώτιο φτιαγμένο από διάφορα υλικά, συν. ξύλινο, για την αποθήκευση και μετακίνηση πραγμάτων: Κρόκους, πιπέρια, … νεράντζια και κούστους,| … σταφύλια και μούστους,| κίτρα και τα λεμόνια, κάστανα και φουντούκια,| όλα τούς τα γεμίζουσιν καφάσια και σεντούκια Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9292· ένα χρυσόν ποτήρι, ένα σεντούκι κυπαρισσένιον ή μαργαριταρένιον, ένα σπίτι από μάρμαρα καμωμένον, αν είχανε γλώσσαν ήθελαν ειπείν δίχως άλλο του τεχνίτου οπού τα έκαμεν: «Από σένα έχω το είδος και την μορφήν, αμή όχι την ύλην, και ευγενικότερον και τιμιότερον είναι εκείνο οπού έχω από του λόγου μου παρά εκείνο οπού έχω από του λόγου σου» Βουστρ. Μεταφρ., Περί αναβάσ. (Κακ.-Πάνου) 57· Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Έτσι κι εγώ όσο θωρώ κι αυξαίνουσιν οι χρόνοι,| τόσο γερώ, δε βλέπω πλια με όλη μου τη γνώμη. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ: Επήγα κι ηύρα τα καλά τα θαυμαστά γυαλιά σου| μεσ’ στο σεντούκι τ’ όφκαιρο εκείνα τα παλιά σου Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1530· Πώς εδιαγούμισεν την χώραν το φουσσάτο:| Άρχισαν ετσακίσασιν τα σπίτια, τα σεντούκια Χρον. Τόκκων 658· Εάν τύχει ότι μία νάβα ή καράβιν εύρει το ο κακός καιρός και κιντυνεύσει, και ρίψει απέ το γομάριν του, ... το εναπόμεινεν απέ το γομάριν του μέσα εις το καράβιν, ουδίχα τα ρούχα τά φορούν όσοι είναι απάνω, ή αν έχουν εις τα σεντούκια τους χρυσάφιν ή ασήμιν, όλα ταύτα να ψηφιστούν εις τιμήν και να μοιρασθεί απάνω σ’ όλα εις ράτα η ζημία Ασσίζ. 4716· είχαν τον πούντον διπλόν· ότι ομπρός είχαν έναν μικρόν, ο ποίος είχεν κοντά εις τον πούντον τον μέγαν έναν σεντούκιν γεμάτον πέτρες και εσοζύγαζεν· και το να ’ρταν Γενουβήσοι ν’ ανέβησαν, έπαιρνέν τον και έπεφτεν κάτω εις το χαντάκιν, και πάλε εστρέφετον ο πούντος Μαχ. 46027· ο άπιστος είναι τοιούτος, ώστε … όταν κοιμάται εις το κρεβάτι με την γυναίκα του, να την ερωτά συχνά αν έκλεισε το σεντούκι, και αν εβούλλωσε το κελάρι, και αν έβαλε τον μάνταλον της έξω πόρτας· και αν ειπεί η γυναίκα του: «Ναι, αυτά όλα τα έκαμα», αυτός πάλιν να μην πιστεύει, αλλά να σηκώνεται γυμνός από το στρώμα και ξεπόλυτος, ανάπτοντας λαμπάδα ή λύχνον, να υπάγει να τα ερευνήσει το καθένα, και έτσι μετά βίας να κοιμάται Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 129· Ο πτωχός ο άντρας της γροικώντα την ταραχήν άνοιξεν έναν σεντούκιν και εδωκεν μέσα. Τούτοι (ενν. οι Γενουβήσοι) ενέβησα και εγυρεύσαν απόθεν και αποκείθθεν οτόσον, ότι εγανακτήσαν πως ουδέν ευρίσκετον, και επήγαν και αννοίξαν το σεντούκιν και ηύραν τον Μαχ. 42817, 19· (συχν. για φύλαξη ρούχων): τα φουστάνια τα χρυσά βενέτικα ραμμένα| που τα ’χασιν οι άρχοντες σεντούκια γεμωσμένα·| τώρα οι Τούρκοι έχουν τα στ’ αμάξια φορτωμένα,| στα κάτεργα τα παίρνουσιν όλα κουβαλισμένα Θρ. Κύπρ. M 372· Να φυλάξεις ρούχα άβλαβα από βότριδα ...: Έχε μέσα εις το σεντούκι δύο κίτρα πάντοτε ή αψινθίας κορυφάς και, όταν ξηρανθούν, βάνε άλλα τρυφερά Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 259· (συχν. για φύλαξη χρημάτων): ετσακίζανε (ενν. οι Τούρκοι) τα σεντούκια των αρχόντων με τα τσεκούρια και ευρίσκανε πολλά φλωρία, νέα και παλαιά, βίον πολύ Χρον. σουλτ. 9222· Χρεία το λοιπόν, αν θέλει και ο πλούσιος να λάβει από τον Θεόν ελεημοσύνην, να σκορπίσει τον πλούτον του εις τους δεομένους, εις τους πτωχούς, και εις τες χήρες και εις τους ορφανούς, και να μην τον φυλάγει ανωφέλετον εις το σεντούκι Ροδινός (Βαλ.) 132· εις τα σεντούκια κείτουνται ασήμιν και χρυσάφιν,| δουκάτα και δηνέρια, εις πλησμονήν πολλάκις·| και πάλιν αποδύρουνται και κλαίουν, ως μη έχουν (ενν. οι πλούσιοι).| Μάλλον πολλάκις ο πτωχός, αν έχει δέκα γρόσια,| με προθυμίαν δίδει τα και μετ’ ευγνωμοσύνην Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 80· (για φύλαξη εγγράφων ή βιβλίων ): Η ταραχή ήτον πολλά μεγάλη· ο λαός της Αμοχούστου επήγα να χαλάσουν την λότζαν τους Γενουβήσους ... Και έδραξεν ο λαός το σεντούκιν των γραψιμάτων της λόντζας των Γενουβήσων και ετσακκίσαν το Μαχ. 31417· τα βιβλία άπρακτα κείτουνται στα σενδούκια·| εφθάρησαν εκ των σητών και υπό των σκωλήκων,| και είναι πράγματα αργά, χείρα ουδέν τα πιάνει,| ανάγνωσις δεν φαίνεται, διδασκαλία ουδόλως Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 17· (γενικ. για φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων): τους … σταυρούς …και τα ... καρφία και τον στέφανον έβαλέν τα εις το σεντούκιν, με τους β́́ σταυρούς εις το κάτεργον, και ανέβην η αγία Ελένη και ήρτεν εις την Κύπρον Μαχ. 618· Και ανοίξαν το έναν σεντούκιν και ηύραν έναν ρούχον χρυσόν χαρμίζε και έναν χρουσόν βένετον και πολλά ρούχα βιλουσένα και ασήμιν πολύν και πολλήν ζάχαριν τρίψητον, τα ποία εστιμίασαν δ́ χιλιάδες δουκάτα Βουστρ. (Κεχ.) 23010· Και τότες επήγαν εις το αμπέλιν του Χαρέρη, εις τον Άγιον Δομέτην, και επήραν του ιϚ́ σεντούκια ζάχαριν και άλλα πολλά πράματα Βουστρ. (Κεχ.) 1108· (εδώ για κηπουρικές εργασίες): Εάν δε πάλιν ορέγεσαι να τα κάμεις (ενν. τα αγγούρια) ... πρωιμότερα, βάλε εισέ κασέλαν, ήγουν σεντούκι, χώμα παχύ όταν περάσει ο χειμώνας και φύτευσε τον σπόρον, βάλε κοπρίαν κατά την τάξιν και πότισέ τες ολίγον και φύλαγέ τες μέσα εις το σπίτι έως την άνοιξιν και τότε, ... βάλε τες εις την γην με το χώμαν εκείνον επιδέξια να μη τες ξεριζώσεις Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 210· (εδώ προκ. για την κιβωτό της διαθήκης· βλ. και Έκφρ. 1): Και ήτον όνταν εσυνέπαιρνεν το σεντούκι και είπεν ο Μωσέ: «Σήκω, Κύριε, και να σκορπιστούν οι οχτροί σου και να φύγουν οι μισητάδες σου από ομπροστά σου» Πεντ. Αρ. Χ 35. 2) α) Φέρετρο: αντάν εκείνος επέθανεν (ενν. ο Αλέξανδρος ο Μέγας) οι μπαρούνηδές του εβάλαν τον εις ένα σεντούκιν χρουσόν και περνώντα να τον θάψουσιν πολλοί φιλόσοφοι έρκουντα τάπισά του κλαίοντα Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 91· β) οστεοθήκη: Όρισε (ενν. ο πρίγκιπα Γυλιάμος) κι επαρήγγειλεν, μεθ’ ότου αποθάνει (παραλ. 1 στ.) τα οστέα του μοναχά να βάλουσι εις σεντούκι| στον άγιον Ιάκωβον Μορέως, εκεί εις την Ανδραβίδαν,| στην εκκλησίαν, όπου έποικεν και έδωκεν στο Τέμπλο,| εις το κιβούριον, το έποικεν, οπού ήτον ο πατήρ του·| εις την δεξιάν του την μερέαν να ένι ο αδελφός του,| κι εκείνος να ένι αριστερά, και ο πατήρ του μέσα Χρον. Μορ. H 7789· (εδώ προκ. για λείψανα αγίων): μετά τιμής και ψαλμωδίας, κηρών τε και θυμιαμάτων έθεσαν τα δύο λείψανα (ενν. των πατέρων ημών Βαρλαάμ και Ιωάσαφ) εις τα δύο πολύτιμα και χρυσωμένα σεντούκια Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 16324· γ) τεφροδόχος: Με μοιρολόγια αρίφνητα, με θρήνος πονεμένον (παραλ. 2 στ.) εκαίγαν τα κορμία τωνε κι εις τέφραν τα ’ξορθώναν.| Την τέφραν τους εβάνασι...,| εισέ σεντούκια ολόχρυσα Θησ. Β́ [804]. Εκφρ. 1) α) Σεντούκι διαθήκη = η κιβωτός της διαθήκης: Την ώρα εκείνη εχώρισεν ο Κύριος το σκήφτρο του Λεβί να σηκώνει το σεντούκι διαθήκη του Κύριου, να στέκει όμπροστε στο Κύριο, να τον δουλεύγει και να βλογάει εις το όνομά του ως την ημέρα ετούτην Πεντ. Δευτ. Χ 8· β) σεντούκι της μαρτυριάς, βλ. Επιτομή, ά. μαρτυρία 4α έκφρ. 2) Σεντούκια και σεπέτια = τα πράγματα που ανήκουν προσωπικά σε κάπ. (βλ. και έκφρ. sandık sepet, Redhouse, λ. sandık): τότες επρόσταξεν αυτή η Ιουδήθ η νέα,| η Μαλτεζίνα, η σύμβιος Μοράτη βασιλέα,| να πάρουν την κατούνα της, σεντούκια και σεπέτια,| που ’χαν λογάριν άπειρον με μόσχους και ζαμπέτια.| Τρεις μήνες τα κουβάλησαν εις τα καράβια μέσα| παλτατζήδες κι οι αγάδες της εκεί κοιμώντο μέσα Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 721.
       
  • συντυχαίνω,
    Σπαν. Α 119, Σπαν. Β 114, Σπαν. (Ζώρ.) V 167, Κομν., Διδασκ. Δ 145, Διδ. Σολ. Ρ 111, Αμ. παράκλ. 1, Λόγ. παρηγ. L 47, 481, Λόγ. παρηγ. O 46, 488, Παράφρ. Μανασσ. 280, Καλλίμ. 1073, Διγ. Ζ 664, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 128, 850, Βέλθ. 115, 1243, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 176, 1609, κ.α., Χρον. Μορ. Η 503, 2574, 8026, κ.α., Χρον. Μορ. Ρ 68, 881, 2574, 4456, κ.α., Πουλολ. (Eideneier) 42, 357, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 218, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 74, 116, Φλώρ. 333, 1328, Gesprächb. 205, 7, Σαχλ., Αφήγ. 171, Ερωτοπ. 9, 32, Απολλών. (Κεχ.) 292, Λίβ. διασκευή α 243, 1370, Λίβ. Esc. 315, 2650, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 442, 1329, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 324, Αχιλλ. L 28, 897, 1285, Αχιλλ. (Smith) N 1109, 1773, Αχιλλ. (Smith) O 389, 503, Ιμπ. 298, Χρον. Τόκκων 463, 2135, Λίβ. Va 230, 557, 1199, Διήγ. Βελ. χ 98, Σφρ., Χρον. (Maisano) 4026, 11612, Διήγ. Βελ. Ν2 103, Θησ. Β́ [68], Έ́ [1045], Έπαιν. γυν. (Vuturo) 421, Χούμνου, Κοσμογ. 1240, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 160, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 115, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 680, Δευτ. Παρουσ. 58, Διήγ. Αλ.V 25, Αλεξ.2 1766, Συναξ. γυν. 119, Απόκοπ.2 75, 436, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 194, 697, 1054, 1315, Έκθ. χρον. 5816, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1497, Ιμπ. (Yiavis) 823, Κορων., Μπούας 26, 86, 136 δις, Βεντράμ., Γυν. 67, Βεντράμ., Φιλ. 25, Διήγ. Αλ. G 28715, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1262, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 3819, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 116, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r, 156r τρις, Προσκυν. Ιβ. 535.22 (Σινά) 895, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 23333 δις, Τριβ., Ρε 309, Πεντ. Γέν. VIII 15, Έξ. IV 12, XI 2, Λευιτ. I 1, X 5, XXV 2, Αρ. VI 2, XIII 1, XXIII 12, Δευτ. I 1, ΧΙ 19, κ.α., Βυζ. Ιλιάδ. 270, 1118, Πτωχολ. α 77, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 309, Δαρκές, Προσκυν. 210, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 16321, Πανώρ.2 Γ́ 383, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 462, Κατζ. Γ́ 199, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 47, Πιστ. βοσκ. I 2, 43, II 5, 133, Βοσκοπ.2 428, Βίος Δημ. Μοσχ. 611, Παλαμήδ., Βοηβ. 745, Διγ. Άνδρ. 31715, 40114, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 164, Δ́ 1088, Ψευδο-Σφρ. 50415, 20, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 181, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 62v, 193v πολλ., Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 226, Διήγ. πανωφ. 61, Πτωχολ. Α 79, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 525, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 432, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 279, Χριστ. διδασκ. 387, Λεηλ. Παροικ. 437, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 84, 1075, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 34, 802, κ.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιβ́ 46, Μάρκ. ζ́ 32, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17919, 2333, 47523, κ.π.α.· εσυντυχαίνω, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κδ́ 17, Πράξ. κή 20· συντυγχαίνω, Διγ. Z 3042, Ορισμ. Μαμελ. 953· συντυγχάνω, Ασσίζ. 34917, Καναν. (Cuomo) 131· συντυχάννω, Μαχ. 14212‑13, 26230, 39012, 23‑24, 5807‑8, 6688, κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 2028, κ.α., Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 75, 81 δις, 85, Ξόμπλιν φ. 123v, 130r τρις, v πολλ., 132r, 133r, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 507, 589, 621· συντυχάν(ν)ω, Υγρομαντ. φ. 165r 5, Μαχ. 12831, 25621, 41027, κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 2019, 407, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 884, Άλ. Κύπρ. 3170· συντυχάνω, Ασσίζ. 3415, 9914, 15228, 28311, 34916, 40411, Απολλών. (Κεχ.) 692, 694, Μαχ. 56421, Βουστρ. (Κεχ.) 4018-421, 1446· συτυχαίνω, Αχιλλ. (Smith) O 394, Ch. pop. 780· προστ. σύνταχε, Σπαν. Ο 39.
    Από τον αόρ. του αρχ. συντυγχάνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε ‑αίνω (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 294). Ο τ. συντυγχάνω στο ΑΛΝΕ. Ο τ. συντυχάννω και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 810, Χατζ., Λεξ.). Ο τ. συντυχάνω στο Du Cange (λ. συντυχάνειν). Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.
    Α´ Μτβ. 1) Λέω κ.: Σύντυχε εκείνον τό έχεις να πεις, και θέλω σου γροικήσειν! Βουστρ. (Κεχ.) 904· Τα δ’ άλλα τα λεγόμενα και τας ονειδισίας,| τας ύβρεις και επιβουλάς, πώς όλως υπομείνω;| Το «τις είσαι και τι θέλεις, και τι έν’ τό συντυχαίνεις, ...;» Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 465· εκατάλαβες από τα λόγια μας, πως συντυχαίνομεν ψέματα; Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 101· (με σύστ. αντικ.): Σηκώσου, καβαλίκευσε και στάσου εις την μέσην,| σύναξε τα φουσσάτα σου και τας παραγωγάς σου·| ουκ ένι τώρα ο καιρός τοιαύτα να συντυχαίνεις Αργυρ., Βάρν. K 286· (με είδος σύστ. αντικ.): Σφάλλεις πολλότατα, αδελφέ, και μην τα συντυχαίνεις| τα λόγια τα παράστρατα και όξω από την στράτα βγαίνεις Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Αναστ. 511. 2) Μιλώ σε κάπ.: κι εσύ καυχούσουν κι έλεγες να μη με λησμονήσεις, (παραλ. 1 στ.) ουδέ άλλην εμορφότερην ποτέ να την συντύχεις Ερωτοπ. 98· Παρεθυρίτσια μου αργυρά, αργυρογκοσμημένα,| ειπέτε της κυράτσας σας νά βγει να της συντύχω Ch. pop. 411· αμή να ήπλωσα δαμίν το παλαμόχειρόν μου| και να σε εξεστόμωσα έως τον μήλιγγά σου·| και γαρ εγώ να σ’ έμαθα το πώς μου συντυχαίνεις Διήγ. παιδ. (Eideneier) 896· (με εμπρόθ. αντικ.): ο διάβολος έγινεν άνθρωπος και εσύντυχεν με την Εύαν και επλάνεσέν την Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r· (προκ. για εσωτερικό μονόλογο): Καμιά φορά μετά μου συντυχαίνω| και λέγω ... Πιστ. βοσκ. Ι 3, 30· εγώ ιμπρού να ξετελειώσω να συντύχω προς τη καρδιά μου, και ιδού η Ριβκα εβγαίνει και το λαγήνι της ιπί το νώμο της Πεντ. Γέν. XXIV 45· Πάλι καμιά φορά μ’ εμέ στέκοντας συντυχαίνω| και μ’ αναγάλλιαση πολλή στο νου μου τονε φέρνω (ενν. το Μυρτίνο),| και λέγω: «Ας μου ήτον μπορετό ...» Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 705· φρ. συντυχαίνω ιπί την καρδιά κάπ., βλ. ά. καρδία σημασ. 9. 3) α) Έχω την ικανότητα της ομιλίας· (με είδος σύστ. αντικ.): βλέπεις έναν άνθρωπον και είναι ένας, αλλά είναι και έχει τρία τινά· έχει τον νουν, έχει τον λόγον οπού συντυχαίνει, έχει και τον ανασασμόν οπού ανασαίνει Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 139v· β) μιλάω μία γλώσσα: εις το όνομά μου θέλουσιν εβγάλει δαιμόνια· γλώσσες θέλουν συντύχει καινουργίες Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ις’ 17· Διότι πολλοί τινες γράφουσι βιβλία και συντυχαίνουν ελληνικά και δεινά, και όποιος είναι διδάσκαλος ή μαθηματικός τα ηξεύρει τι λέγουν, αμή οι άλλοι οπού ηξεύρουν τα κοινά γράμματα, ηξεύρουν και το διαβάζουν, αμή δεν ηξεύρουν τι λέγει μέσα και τι έννοια είναι Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 193r· εσυντυχαίνασιν ρωμαίικα την γλώσσαν Χρον. Μορ. Ρ 5207. 4) α) Συζητώ για κ.: Tι πράμα συντυχαίνουσι κι αργιούσι να σιμώσου; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 305· Ειστούτο όρισεν ευτύς (ενν. ο ρήγας της Φράντσας), οι κεφαλάδες ήλθον,| όπου ήσαν τότες στο Παρίς, στην εορτήν εκείνην·| όλων βουλήν εζήτησεν του να τον συμβουλέψουν.| Πολλά λεπτώς εσύντυχαν το φταίσιμον, τό εποίκεν| ο Μέγας Κύρης, σε λαλώ, του πρίγκιπος Γουλιάμου.| Κι όσον ελάλησαν πολλά ηύρασιν την αλήθειαν Χρον. Μορ. Ρ 3398· Όρισαν ότι πώποτε πλείον να μη συντύχουν| μετ’ αύτα την υπόθεσιν, εσίγησαν τελείως Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ-Jeffr.) 13550· β) αναφέρομαι σε κάπ. ή κ., κάνω λόγο για κάπ. ή κ.: Φίλε, τόν εσυντύχαινα την χθεσινήν ημέραν| εψέ εις τον ύπνο μου είδα τον εντάμα με την κόρην Λίβ. Va 751· είπε με: «Κράτιε Λίβιστρε· δι’ αυτήν τήν συντυχαίνεις| είδησιν έχω και άκουσε ...» Λίβ. Va 537. 5) Υποστηρίζω, δηλώνω κ.: Ο λόγος ο επιχώριος λέγει και συντυχαίνει:| Κάλλιον να μη επεχείρησεν οπού κακά πληρώνει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1579. 6) Εξιστορώ, αφηγούμαι κ.: Εν τούτῳ θέλω αποτουνύν να πάψω εδώ ολίγον| του να συντύχω, να ειπώ εκ τον Δεσπότην Άρτας,| και να σας αφηγήσομαι αφήγησιν τοιούτην| περί του πρίγκιπος Μορέος, εκείνου του Γουλιάμου Χρον. Μορ. Ρ 3139. 7) Ρωτώ: Ετότες ο Ρωτόκριτος του φίλου συντυχαίνει| ανέ γροικά λαβωματιά, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 587· Και τι με ερωτάς και τι με συντυχαίνεις; Συναξ. γαδ. (Moennig) 323. 8) Βρίσκω την απάντηση, εξηγώ: η αυθεντία σου με ερώτησες έντεκα ερωτήματα,| κι εγώ είτι και αν με όρισες, όλα εξήγησά τα,| εδιάλυσά τα και ηύρα τα, όλα εσύντυχά τα Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 728· Άρχισε γαρ Αλέξανδρος, το ρώτημα συντυχαίνει,| και διαλύζει και λέγει το, την κόρη το μαθαίνει Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 976. 9) Δίνω εντολή, προστάζω: Λέοντα χρυσόν εβάσταζεν (ενν. ο Έκτωρ) απάνω εις το σκουτάρι·| τες σύνταξες εδιέβηκε και εστάθην εις την πρώτην.| Ολών εσύντυχεν ευθύς διά να καβαλικεύσουν,| τας τέντας να σιμώσουσιν οι σύνταξες οι δέκα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3286· και εφουβήθηκαν οι μάμμηδες τον Θεόν και δεν έκαμαν χαθώς εσύντυχεν προς αυτές ο βασιλεάς της Αίγυφτος, και εζωπούσαν τα παιδιά Πεντ. Έξ. Ι 17. 10) Σκέφτομαι να κάνω κ., σχεδιάζω κ.: Ο Αλέξανδρος ηύρεν τον πατέραν του τον Φίλιππον, οπού άφηκεν την μητέραν του Αλέξανδρου και εσυντύχαινε να επάρει άλλην Διήγ. Αλ. Ε (Lolos) 12714· δημηγερσίαν εσύντυχαν, εκείνην επληρώσαν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11994. 11) Συναντώ τυχαία κάπ.: Περιεπάτει την οδόν, επήγαινε τον δρόμον (παραλ. 1 στ.). Μόλις μετά συμπλήρωσιν πάλιν ενός τριμήνου| μέσον της στράτας της κακής, της ορεινής, δυσβάτου| γυναίκα εσυντύχαινεν ...| γραία πολλά ταλαίπωρον Λόγ. παρηγ. Ο 231. Β´ Αμτβ. 1) Μιλώ, εκφέρω λόγο: ο γαρ Θεός έρριψεν ζάλην και σύγχυσιν και ασυμφωνίαν εις τας γλώσσας των κτιζόντων και εσυντύχαιναν και ουδέν εγροικούσαν είς τον άλλον Hist. imp. (Iadevaia) I 355· το σκουτάριν επέρασεν αλλά και το λουρίκι,| και μέσα εις το στήθος του έβαψε το κοντάριν·| νεκρός εις γην απλώθηκε, πλέον ου συντυχαίνει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3804· (σε παροιμ. φρ.): εις κουφού πόρταν εσυντύχαννεν, τίποτες ουδέν εφέλεσεν Μαχ. 4417. 2) Εκφράζω με το λόγο σκέψεις ή συναισθήματα: Αν συντυχαίνει (ενν. ο Καίσαρ), πρόσεχε και άκουε να μανθάνεις,| εις δε καιρούς ερώτ’ αυτόν τα άπερ συ ου γινώσκεις Σπαν. (Λάμπρ.) Va 121· εις το κρυφόν αγάπαν (ενν. ο ρήγας) τον αποστολέν, ως γιον παιδίν του, μα ο ρήγας ήτον μικρής ψυχής, διότι εφοβάτον την ρήγαιναν πολλά και δεν ετόρμα να συντύχει Βουστρ. (Κεχ.) 2412· Και είδεν πας άνθρωπος και εξενίστη πώς εσύντυχεν το παιδάριον Διήγ. Αλ. V 27· Λέγω σε ουν αποτουνύν, μάθε να συντυχαίνεις,| ψέμαν ουδέν ειπείς ποτέ, αλήθειαν λέγε πάντα Συναξ. γαδ. (Moennig) 65. 3) Απευθύνομαι σε ακροατήριο, αγορεύω: Τότ’ είς από την σύγκλητον άξιος δημηγόρος| ανέστηκε και εσύντυχε, λέγω κοκκινοφόρος Κορων., Μπούας 22· να συντυχαίνει εις κούρτην Χρον. Μορ. Ρ 7523. 4) Συνομιλώ, κουβεντιάζω: Πρώτας εντύσου κι ύστερα θέλομε συντυχαίνει Φαλιέρ., Ιστ.2 69· Έλα, ξαθή, πανέμνοστη, το φως των ομματιών μου,| να συντυχαίνομεν τα δυο και να γλυκοφιλούμεν Ερωτοπ. 633· αλλήλως να χεροκρατούν, κρυφά να συντυχαίνουν Λίβ. Va 387. 5) Κατακρίνω, επικρίνω: Μηδέν προς Άκαστον κακόν ποιήσεις το παράπαν (παραλ. 1 στ.), ότι ο κόσμος, ήξευρε, ηθέλασι συντύχει,| αν κακόν τον εποίησες, οπού έναι τόσα γέρων,| όλοι κακόν να έλεγαν δι’ εσένα εις τον κόσμον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 14362. 6) (Για δικηγόρο υπεράσπισης) αντιπροσωπεύω διάδικο στο δικαστήριο: ανένι ότι ο αβαμπαρλιέρης πει λόγον τόν ουδέν πρέπει να πει διά εκείνον οπού συντυχάνει ... Ασσίζ. 34916. 7) (Απρόσ.) μου έρχεται κ. στο νου: Συνέτυχέ μοι ουν και είπον προς αυτόν ότι και εγώ εν νῳ είχον ότι να τον ζητήσω να με ευεργετήσει οφφίκιον μεγαλότερον Σφρ., Χρον. (Maisano) 1248. 8) (Τριτοπρόσ.) συμβαίνει, γίνεται, λαμβάνει χώρα: Και ειστόσον εχοντρύναν εις τα λογία, και διά να μηδέν συντύχει περίτου, έσυρεν ο σιρ Τζάκες τους λας της συντροφιάς του και ήλθεν εις τον ρήγαν Μαχ. 3205.
       
  • τάβλα
    η, Παράφρ. Μανασσ. (Tieche) 344, Ασσίζ. 14321, Βέλθ. 1295, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 14100, Φλώρ. 1294, Σαχλ. N 156, Σαχλ. B́ (Wagn.) PM 589, Σαχλ., Αφήγ. 793, Απολλών. (Κεχ.) 177, Καναν. (Cuomo) 279, Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 81, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 186, Μαχ. 835, 3124, 5, Θησ. ΙΒ́ [716], Χούμνου, Κοσμογ. 1885, Βουστρ. (Κεχ.) 1062, Έγγρ. 15.-17. αι. 173 δις, Διήγ. Αλ. V 34, Αλεξ.2 1145, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2891, Υγρομαντ. φ. 165r 9, 11, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 129, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 412, Διήγ. Αλ. G 27632, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2834, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 16718, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2824, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 261v, Δεφ., Λόγ. 314, Τριβ., Ρε 206, Hist. imp. (Iadevaia) I 690, IIc 999, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.) (Κακ.-Πάνου) 124, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 11815, Κυπρ. χφ. 163, Κανον. διατ. Α 384, Φαλλίδ. (Παναγ.) 246, Βίος Δημ. Μοσχ. 493, Τσιρίγ., Επιστ. 1683, 24, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 99, 239, Ιερόθ. Αββ. 338, Διαθ. 17. αι. 5179, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 704, Φορτουν. (Vinc.) É́ 392, Ιντ. ά́ 2, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 35, Λεηλ. Παροικ. 546, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21112, 50224, Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13539, κ.π.α.· τάβιλα, Διαθ. 17. αι. 636.
    Το μτγν. ουσ. τάβλα. Η λ. και σήμ.
    1) Τραπέζι: Αφήνω τση άνωθε κερα Ζαμπέτας ένα φτερό, έναν πάπλωμα, ... προσκεφαλάδα, στρίποδα και τάβλες Διαθ. 17. αι. 1051· και να ’ναι εδικόν του (ενν. το σπίτι) με το κάδρο το μεγάλο ... και το φανάρι το χρυσό ... και την τάβλα τη μεγάλη την καρένια Διαθ. 17. αι. 577· φρ. παίζω τάβλες ομάδιν = παίζω επιτραπέζια τυχερά παιγνίδια συγχρόνως και σε άλλα τραπέζια (για τη σημασ. βλ. και Μαυρομάτης-Παναγιωτάκης [Σαχλ. σ. 213, λ. ομάδι(ν)]): κυλεί τα ζάρι’ ο ζαριστής και τάβλες παίζει ομάδιν,| ετότες γίνεται πτωχός, τέλεια ρημάδιν Σαχλ. Ά́ (Wagn.) PM 170. 2) α) (Ειδικ.) τραπέζι φαγητού: κι απού εις την τάβλα αγοραστά δε βάνου (ενν. οι φτωχοί) φαητά τως| μα με χορτάρια πράσινα, που βρίσκου εις το κηπούλι| ... χορταίνου μόνον ούλοι Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 44· Πάρει σας θέλομε κι εσάς, μα η τάβλα δε σας παίρνει Φορτουν. (Vinc.) É́ 401· Η δε γη είχεν φυτρωμένα αγριοσέλινα, και δια την ευμορφίαν της πρασινάδας ουδέν εθήκαν τάβλας, ... αμή επάνω εις τα βότανα εθήκαν το ψωμί Hist. imp. (Iadevaia) I 2126· φρ. (1) θέτω τάβλα = βάζω τραπέζι: Ταύτα και άλλα εσύντυχεν (ενν. ο Βέλθανδρος) εκείνον τον ευνούχον·| εδάκρυσαν αμφότεροι, έπειτα θέσαν τάβλα,| εγεύθησαν, εγέρθησαν, εμπήκαν εις καράβιν Βέλθ. 1295· (2) καθίζω εις την τάβλαν = κάθομαι για φαγητό: Το άριστον εγένετο, καθίζουν εις την τάβλαν Φλώρ. 1291· (3) σηκώνω την τάβλαν = μαζεύω τα σκεύη του φαγητού μετά το γεύμα, καθαρίζω το τραπέζι: και ωσάν απόφαγαν καλά, σηκώνουν και την τάβλα,| σοφάν εστρώσαν ύστερον μετά χρυσών στρωμάτων Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 1238· β) (συνεκδ.) επίσημο τραπέζι, γεύμα, δείπνο: ο μισσέρ Αντίνιος τα Νεγρού είχεν ορίσειν καπόσους Γενουβίσους και αρματώθησαν ’πιδεξία αππέσσω κρυφά, οι ποίγοι ήσαν από κείνους απού ’κάτσαν εις την τάβλαν ... Κι άνταν εσηκώθησαν από τες τάβλες, ο ρήγας επήγε ν’ αλλάξει τα φορήματά του εις τα σπίτια του σιρ Τεμένζ Πετρέ Μαχ. 31211, 12· πάντα οι εκατό των Μακεδόνων ήσαν κοντά του και όλοι το γιόμα και τον δείπνον ευρίσκοντάν του εις την τάβλα του και μετ’ αύτους ομίλιεν Διήγ. Αλ. V 60· Μιαν ώρα απάνω στου Δουκός την τάβλα εκαθομέστα,| μ’ αυτό και μ’ άλλους άρχοντες σε αθιβολή ερχομέστα Στάθ. (Martini) Γ́ 11· (εδώ) εορταστικό τραπέζι γάμου: ο μέγας βασιλεύς εις την χαράν ετούτην| εκάλεσε στην τάβλαν του, στον γάμον του παιδίου του,| όλον το πλήθος των πουλίων, μικρά τε και μεγάλα Πουλολ. (Τσαβαρή)2 AZ 69· έκφρ. τα ψυχίδια της τάβλας = τα υπολείμματα του φαγητού, τα ψίχουλα: Μήνα μπορείς απού τα ψυχίδια της τάβλας σου να προσδεκτείς τους μπαρούνηδες του βασιλέως; Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 582. 3) α) Σανίδα αρκετού πάχους, μαδέρι, καδρόνι: Να δεις ξεχωριστά τσι μαγατσάδες,| πὄχουν οι προεστοί πραγματευτάδες,| γεμάτους τσι καφέδες και λινάρια,| τυριά και ... λάδια και σιτάρια,| σίδερα και σχοινιά, τάβλες και τράβες Λεηλ. Παροικ. 145· Εκεί τριγύρου ... τάβλες πλατειές καρφώνου,| σ’ όλες τες τάβλες με σουβλιά, και μες στη γη τες χώνου,| μέσα στης Βάγιας το φορτί οι Τούρκοι σαν εμπούνε,| κι απάνω σαν πατήσουσιν, όλοι να καρφωθούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2765, 6· εσείς, μαστόροι μου ακριβοί, στους λάκκους κατεβείτε,| και τάβλες και πολλά βουτσά βάλετε, σκεπαστείτε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16511· (προκ. για γέφυρα): αι λουμπάρδες, οπού έσυρναν απάνω εις αυτό (ενν. το γεφύρι) τους εμπόδιζαν, διότι τας έσυρναν αργά αργά, διά να μη ξεφύγουσιν οι τροχοί απάνω εις τες ταύλες να πέσουσιν εις το ποτάμι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 423· (προκ. για δάπεδο): ακομή εις τον πάτον έχει τάβλες ογδοήντα πέντε και πόρτες δύο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 8415· (εδώ από διάφ. είδη ξύλου): Δέσποτά μου, έγραφά σου να μου πάρεις πενήντα τάβλες ντελαριζέινες Τσιρίγ., Επιστ. 16914· Γράφουν ... πράματα οπού αφήνου ... βόδια δύο, ... ακόμη σκάφη μία και πίνακας ένας, ... τάβλες κυπαρισσένες στ́, κρασοπίθαρα ... δύο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 397· (σε μεταφ., προκ. για σανίδες κρεβατιού): Ω θαυμαστή και αγία κλίνη ... Αντίς τέσσερα ποδάρια απού την κρατούσι έχει τους τέσσαρις Ευαγγελιστάς ... αντίς άλλες τάβλες έχει τους άλλους Αποστόλους Μορεζ., Κλίνη φ. 10v· β) ξυλεία: επροέγραψα της πανιερότη σου ... αν έναι να μας εβγάλεις ένα μαντάτο να πορούμε να βγάζομε αποπά σίντερο και τάβλες Μανολ., Επιστ. 17325. 4) Πλάκα: έφερε δε και κίονας και τάβλας εκ μαρμάρων ... εξ ων έκτισεν  ... κιόσκιον θαυμαστόν Έκθ. χρον. 672· (για γραφή, με κέρινη επικάλυψη): ουδέν πρέπει να έχει διαφοράν εις το αυτόν εάν η διαθήκη ένι γεγραμμένη ού εις μέμβρινον χαρτίν, ... ού εις πινακίδιν, ού εις τάβλαν κερένη, μόνον να φαίνουνται τα γράμματα να τα διαβάζουν Ασσίζ. 3952. 5) Επίπεδη τετραγωνισμένη επιφάνεια· α) (προκ. για χωράφι): Χωράφιον λεγόμενον τάβλα. Πλάτος οργιάς ί́, μήκος οργιάς κ́́́́́ Metrol.2 6015· β) (ως τοπων.): Το σημάδιν του Βερουτίου· έχει β́ βουνία υψηλά τετράγωνα και λέγουν τα Τάβλες του Βερουτίου· η Τάβλα της τρεμουντάνας έναι υψηλότερη Πορτολ. Α 1596, 7. — Βλ. και ταβλίον.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης