Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Τραπεζούντιος, Νομοκ.

  • ομμάτιον
    το· αμμάδιν, Θρ. Κύπρ. M 94, 453, 505,508, 516, 620· αμμάτι, Κάτης 44, Χούμνου, Κοσμογ. 2765, Πανώρ. Β΄ 528, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 6, Χορ. ά́ 623, Β́ 270, Χορ. β́ 505, Γ́ 13, Χορ. γ́ 440, Δ́ 8, Έ́ 8, Ερωφ. Ιντ. ά́ 115, β́ 116, δ́ 30, Βοσκοπ.2 31, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 303, Γ́ 1145, Έ́ 413, Θυσ.2 286, Στάθ. (Martini) Πρόλ. 27, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 698, Γ́ 5, Δ́ 268, 449, Έ́ 275, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 67, Έ́ 127, Τζάνε, Κρ. πόλ. 28210, 3743, κ.π.α.· αμμάτι(ν), Νεκρ. βασιλ. 3, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 1622, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 396, 439, 459· αμμάτιν, Μαχ. 4611 (πληθ. αμματία), Αχέλ. 2100, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 34, 136, 552, 664, 826, Κυπρ. ερωτ. 636, 7020, 9263, 1185,1551·   εμμάτιν, Κυπρ. ερωτ. 9831, Ξόμπλιν φ. 136r· πληθ. μάθια, Πηγά, Χρυσοπ. 118 (24)· μάτι, Συναξ. γαδ. 355, Σαχλ. N 328, Φαλιέρ., Ιστ.2 291, Φαλιέρ., Ενύπν.2 15, Θρ. Κων/π. B 6, Γαδ. διήγ. 372, Πεντ. Γέν. III 6, Έξ. III 21, Λευιτ. IV 13, Αρ. XI 10, Δευτ. III 21, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 21, Ά́ 240, Έ́ 28, Ερωφ. Ιντ. ά́ 83, Πανώρ. Ά́ 19, Β́ 156, Γ́ 43, Βοσκοπ.2 429, Ιστ. Βλαχ. 430, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 131, Β́ 48, Γ́ 83, Θυσ.2 408, Στάθ. (Martini) Ά́ 98, Ιντ. β́ 26, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 131, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 33, Γ́ 183, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 140, Β́ 149, Γ́ 209, Δ́ 65, Έ́ 92, Τζάνε, Κρ. πόλ. 14016, Τζάνε, Κατάν. Αφ. 19, κ.π.α.· μάτι(ν), Βέλθ. 1158, Εβρ. ελεγ. 166, Πόλ. Τρωάδ. 246, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 469, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 37, Συναξ. γαδ. 332, Φλώρ. 994, Ερωτοπ. 331, Λίβ. Sc. 932, Αχιλλ. L 430, Αχιλλ. O 738, Ανακάλ. 25, Θησ. Πρόλ. 27, Ch. pop. 14, Χούμνου, Κοσμογ. 790, Sprachlehre 191 (πληθ. μάτιγια), Απόκοπ.2 13, Αγν., Ποιήμ. Β́ 45, Κορων., Μπούας 75, Διγ. (Trapp) Esc. 852, Πένθ. θαν.2 518, Βεντράμ., Γυν. 20, Τριβ., Ταγιαπ. 183, Αιτωλ., Βοηβ. 189, Διγ. Άνδρ. 3276, Ευγέν. Πρόλ. 94, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 64r, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [843], Λίμπον. 380, Διγ. O 369, κ.π.α.· μάτιν, Σπανός (Eideneier) Α 45, 292, 300, 355, 380, Συναξ. γαδ. 354, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1753, Συναξ. γυν. 619, 1016, Διήγ. Αλ. G 26619, 26926-7, 27220, 27617· ’μμάτι, Διγ. Z 1744· ’μμάτιν, Ασσίζ. 18114 (πληθ. ’μματία), Μαχ. 1035 (πληθ. ’μματία), Μαχ. 8623 (πληθ. ’μματία), Κυπρ. ερωτ. 10511,15·    ομμάτι, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 2185 (Δωδώνη 8, 1979, 367), 5774 (Δωδώνη 8, 1979, 414), Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 101, Απόκοπ.2 267, Πικατ. 543, Ιστ. πατρ. 10012, Πανώρ. Έ́ 51, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 2188, Θυσ.2 314, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 67, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 191, Ροδινός (Βαλ.) 223, , 363-631">Τραπεζούντιος, Νομοκ. 409 δις, 562· ομμάτι(ν), Σπαν. O 226, Προδρ. (Eideneier) I 148, Καλλίμ. 1694, Διγ. (Trapp) Gr. 361, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 229, Διγ. (Trapp) Esc. 362, Πόλ. Τρωάδ. 172, Χρον. Μορ. P 1131, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 189, Συναξ. γαδ. 299, Φλώρ. 812, Περί ξεν. V 521, Ερωτοπ. 123, Απολλών. 376, Λίβ. P 438, Λίβ. Sc. 954, Λίβ. Esc. 380, Λίβ. (Lamb.) N 566, Αχιλλ. L 896, Αχιλλ. N 814, Αχιλλ. O 722, Ιμπ. 84, Χρον. Τόκκων 3390, Φυσιολ. (Legr.) 118, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 92, Θησ. ΙΒ́ [344], Χούμνου, Κοσμογ. 637, Απόκοπ.2 385, Χρον. σουλτ. 2510, Πιστ. βοσκ. II 3, 47, Διγ. Άνδρ. 3159, Λίμπον. 415, κ.π.α.· ομμάτιν, Σπανός (Eideneier) Α 363, 510, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 393, 1752 Απόκοπ.2 194, Συναξ. γυν. 205, 350, Διήγ. Αλ. G 28120· ομμάτι(ο)ν, Σπαν. O 204, 272, Λόγ. παρηγ. O 443, 570, Ιατροσ. 1712-3, Ορνεοσ. 57914, Διγ. (Trapp) Gr. 1142, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 865, Συναξ. γαδ. 204, Sprachlehre 81, Θησ. Πρόλ. [35], [74], Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8716, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 169r, Χίκα, Μονωδ. 5, 69, Ιστ. πατρ. 1653, Αιτωλ., Μύθ. 10912, Πτωχολ. (Κεχ.) P 281, Διήγ. πανωφ. 58, Ροδινός (Βαλ.) 84, 105, 150, Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 1232, κ.α.
    Η λ. στον Αριστ. Ο. τ. αμμάδιν και αμμάτιν και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ 442)· ο τ. αμμάτι στο Βλάχ.· για το σχηματ. τους βλ. Μενάρδ., Αθ. 6, 1894, 146-7. Ο πληθ. μάθια και σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 529, Πασπ., Γλωσσ. 228, λ. μάτια, ΛΔ 11, 1966-7, 84, 109, Κοντοσόπ., ΛΔ 11, 1966-7, 128 και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ά́ 141, 171, 202). Ο τ. μάτι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. μάτιν και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ., όπου και άλλοι τ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. ομμάτιν). Για το σχηματ. των τ. ’μμάτι και ’μμάτιν βλ. Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 220· ο τ. ’μμάτιν και σήμ. στην Κύπρο, όπου και τ. ’μμάδιν (Σακ., Κυπρ. Β́ 442, λ. α)μμάδιν και 663). Ο τ. ομμάτι στο Meursius (λ. ομμάτη) και στον Κατσαΐτ., Ιφ. Γ́ 2, Έ́ 129. Ο τ. ομμάτιν και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) α) Το όργανο της όρασης, οφθαλμός, μάτι: Τα μάτια δεν καλοθωρού στο μάκρεμά του τόπου,| μα πλια μακρά και πλια καλά θωρεί η καρδιά τ’ αθρώπου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1077· τον αφέντη βλέπουνε πως ήτον τυφλωμένος| το ’ναν τ’ αμμάτι το δεξιό Τζάνε, Κρ. πόλ. 3814· απ’ τη χαρά στα μάτια τση τα δάκρυα εκατεβαίνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1328· β) (μεταφ.): Χίλια μάτιά ’χει ο λογισμός, μερόνυχτα βιγλίζου· χίλια η καρδιά και πλιότερα κι ουδεποτέ σφαλίζου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1083. 2) (Συνεκδ.) βλέφαρο: Μιαν ώρα δεν εμπόρεσα τη νύχτα να καμνύσω| τα μάτια μου να κοιμηθώ Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 247· Σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των αμματιώ αποσώνω| και δίχως λύπηση κιαμιά πάσ’ άθρωπο σκοτώνω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 77. 3) (Συνεκδ.) α) βλέμμα: ο στρατηγός εσήκωσεν εις τον Θεόν τας χείρας του και τα μάτια του προς την Ανατολήν και ευχαριστεί τον Θεόν Διγ. Άνδρ. 3602· Πάντα τα μάτια του Κυρίου του Θεού σου εις αυτήν (ενν. την ηγή) από αρχή του χρόνου και ως το ύστερο του χρόνου Πεντ. Δευτ. XI 12· β) η έκφραση του βλέμματος που δηλώνει διάθεση, συναισθήματα, κ.τ.ό.: μόνον με το να τους βλέπει τινάς (ενν. τους Τσερκέζους) έδιδαν φόβον, έχοντες εκ φύσεως ομμάτι φοβερόν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 386· η Αλήθεια εστράφηκεν με ομμάτιν αγριωμένον| και με θολόν ανάβλεμμαν και σκοτεινήν την όψιν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 808· Διώξε τα νέφη τσ’ όργητας απού το πρόσωπό σου,| ειρήνεψε τα μάτια σου, μέρωσε τον εαυτό σου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 424. 4) (Συνεκδ.) η ικανότητα να βλέπει κανείς, όραση: ο φθόνος, το κακό θηρίον, υστέρησέν του τα μάτια| και έχασε το γλυκερόν το φως του κόσμου τούτου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 13· Ω τ’ Άδη και τση κόλασης δύναμη, μ’ είντα τρόπο| πολλές φορές κομπώνετε τ’ αμμάτια των ανθρώπω Ερωφ. Ιντ. β́ 62. 5) (Μεταφ.) προσωπική φροντίδα, επιστασία, επίβλεψη: ουδέν παχύνει το άλογον ωσάν τ’ ομμάτιν του βασιλέως Σοφιαν., Παιδαγ. 113. 6) (Μεταφ. προκ. για την Κων/πολη) πηγή φωτός: Εσείς βουνά θρηνήσετε και πέτραι ραγισθείτε (παραλ. 1 στ.), διατί εχάθη το κλειδί όλης της οικουμένης,| το μάτι της Ανατολής και της χριστιανοσύνης Θρ. Κων/π. H 6. 7) (Συνεκδ. προκ. για άνθρωπο): ήτον, λέγω, (ενν. η θυγατέρα) εις το κορμί ανάλογα γεμάτη,| λιγνή, ψηλή και νόστιμη που ’παίνα κάθε μάτι Μαρκάδ. 18· το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια,| να μην τονε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 528· (με γεν. προσ.): Οι στρατηγοί τον δρόμον τους προς έσωθεν να ποίσουν,| από τ’ αμμάτι των Τουρκών να μην τους εγροικήσουν Αχέλ. 1327· τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι| πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 163. 8) α) (Μεταφ. στον πληθ. προκ. να δηλωθεί αγαπημένο πρόσωπο): όχι ποτέ άλλη αγαφτική να μπει στο λογισμό μου· μόνο η Σίλα η όμορφη, τα μάτια και το φως μου Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 84· β) (με την αντων. μου ως προσφών., που εκφράζει τρυφερότητα): Χαρτί σου στέλνω, μάτια μου, με το αίμα μου γραμμένο Ch. pop. 309· γ) (σε μεταφ. στη γεν. πληθ. με προηγ. τα ουσ. φως, ήλιος, κ.τ.ό., προκ. να δηλωθεί αγαπημένο πρόσωπο): ταίρι εδικό μου| θα σ’ έχω, να ’σαι μοναχή το φως των αμματιώ μου Στάθ. (Martini) Ιντ. ά́ 4· ’Σ τούτον τον τόπον θέλω ιδεί κείνην που ’ναι το φως μου| και λαμπρυσμένος κι όμορφος ήλιος των αμματιών μου (έκδ. οιματιών) Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [30]. 9) (Μεταφ. προκ. για στόμιο κανονιού): τα κανόνια εσπούσανε κι ανοίγασι τα μάτια| κι οι ρόδες εχαλούσανε κι εγίνουντα κομμάτια Τζάνε, Κρ. πόλ. 31013. Εκφρ. 1) Εις τα μάτια (κάπ.) = κατά τη γνώμη, κατά την κρίση κάπ.: να κάμεις το ίσιο και το καλό εις τα μάτια του Κυρίου Πεντ. Δευτ. VI 18· εκακοφάνην το πράμα πολλά εις τα μάτια του Αβραάμ ιπί αφορμές του υιού του Πεντ. Γέν. XXI 11. 2) Εμπρός στα ’μμάτια (κάπ.) (η έκφρ. και σήμ.) = ενώπιον, μπροστά σε κάπ.: βλέπω του εχθρού θάνατον εμπροστά μου| και γίνεται εκδίκησις εμπρός στα ’μμάτιά μου Αιτωλ., Μύθ. 2612. 3) Με ανοικτά τα μάτια = χωρίς ύπνο· (εδώ σε υπερβολή) με τεταμένη προσοχή: Του καίσαρος οι φάλαγγες φυλάου τα παλάτια| και μέρα-νύκτα στέκουσι με ανοικτά τα μάτια Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 340. 4) Με μαύρα μάτια (συνεκδ. προκ. για τα δάκρυα· πβ. την έκφρ. μαύρα δάκρυα, ά. μαύρος Εκφρ. γ): Τότες ημείς εφύγαμεν εις τα βουνά, στα όρη,| με μαύρα μάτια έκλαιγεν όποιος μας εθώρει Ιστ. Βλαχ. 1208. 5) Στάκτη εις τα μάτια = θόλωμα της όρασης, τύφλωση· πβ. τη σημερ. φρ. ρίχνω στάκτη στα μάτια (κάπ.): τον αισθητάν αντίπαλον κατάβαλον εν τάχει,| δος του δειλίαν, σκοτισμόν, τυφλάγρα όπου λάχει,| δος του στα χέρια κρατημόν και εις τα μάτια στάκτη,| στα σκώτια δίστομο σπαθί και στην καρδιά του σφάκτη Διακρούσ. 11421. Φρ. 1) Ανοίγουν τα μάτια (μου), βλ. ανοίγω Β́ 10. 2) Ανοίγω καλά τα αμμάτια μου (η φρ. και σήμ.) = εντείνω την προσοχή μου για να αντιληφθώ κ.: Άνοιξε καλά τα αμμάτια σου και γνώρισε τον καλόν σου σύντροφον εδά απού ήμαθες την αλήθειαν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 426. 3) Ανοίγω τα ομμάτια (κάπ.) (η φρ. και σήμ.) = κάνω κάπ. να δει καλά, διαφωτίζω· πβ. και ανοίγω Ά́ 5δ: άνοιξε τα ομμάτια τους ως διά να ιδούσιν| το φως σε το αληθινόν, εκ σου να φωτισθούσιν Ιστ. Βλαχ. 2703. 4) Βάνω το μάτι μου επάνου (σε κάπ.) = βλέπω, εξετάζω (με τα ίδια μου τα μάτια): είπες προς τους σκλάβους σου: «καταβάσετέ τον (ενν. τον αδερφό σας) προς εμέν και να βάλω το μάτι μου επάνου του» Πεντ. Γέν. XLIV 21. 5) Βάνω ύπνο εις τα μάτια (μου), βλ. βάνω (I) Ά́ 14. 6) Βγαίνουν τα μάτια μου, βλ. βγαίνω 1α φρ. 7) Βγαίνω (ομπρός) από τα μάτια (κάπ.), βλ. βγαίνω 24 φρ. (α). 8) Βλέπω με άγριο μάτι (κάπ.) (η φρ. και σήμ.) = έχω εχθρική διάθεση για κάπ.: ω τύχη φθονερή και βάσκανε, πόσα κακά φέρνεις εις εκείνους οπού ιδείς με μάτι άγριον Χίκα, Μονωδ. 89. 9) Βλέπω με τ’ αμμάτια μου (η φρ. και σήμ.) = έχω άμεση αντίληψη ενός πράγματος: Άλλο θαύμα εγίνηκεν εις τον καιρόν μου ’μέναν,| τά είδα με τ’ αμμάτια μου, εγώ τα ’χω γραμμένα Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 496. 10) Δεν έχω ομμάτια να δω (κάπ.) (η φρ. και σήμ.) = δεν προσέχω κάπ., αποφεύγω να τον δω: Ό,τι του ειπείς ουδέν σου ακούει (ενν. ο αβουγαδούρος), να ’πες ότι εβουβώθη,| ουδέν έχει ομμάτια να σε δει, να ’πες ότι ετυφλώθη Σαχλ., Αφήγ. 369. 11) Δε σφαλίζω αμμάτι = δεν μπορώ να κοιμηθώ· πβ. τη σημερ. φρ. δεν κλείνω μάτι: στην κλίνη μου πόσες φορές τα μέλη μου ακουμπίζω| και πάσχω ν’ αποκοιμηθώ κι αμμάτι δε σφαλίζω Στάθ. (Martini) Ά́ 276. 12) Έχω κάπ. σαν τα μάτια μου (η φρ. και σήμ.) = αγαπώ πολύ κάπ. και τον φροντίζω: έπρεπε, που τους τιμάς, όλοι να σ’ αγαπούσι,| να σ’ έχουν σαν τα μάτια τους, να σε μυριοδοξάζουν Κορων., Μπούας 152. 13) Κακύνω το μάτι μου σε κάπ., βλ. κακύνω Β́ (Φρ.). 14) Κάμνω μάτια, βλ. κάμνω Φρ. 15) Να χαρείς τα μάτια σου = (για δήλωση παράκλησης, ευχής· η φρ. και σήμ.): Πε μου, να ζεις και να χαρείς τα μάτια σου, κυρά μου,| αυτείνα τά προδώκασι τώρα την εξουσιά μου,| κρατείς τον πόθο σου σ’ εμέν στεριό κι εμπιστεμένο; Φαλιέρ., Ιστ.2 549. 16) Ξεφωτιζω τα μάτια μου, βλ. ξεφωτίζω. 17) Παίζω με το μάτι = κάνω νοήματα, γνέφω: με την άκρα του ματιού συχνιά του απιλογάτο (ενν. η Αρετούσα).| Εις κάποιο τρόπον εις τ’ αλλού ήπαιζε με το μάτι,| οπού γνωρίσασι κι οι δυο πως μια φιλιά τσ’ εκράτει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 2121. 18) Παίρνει κάπ. το αμμάτι μου (η φρ. και σήμ.) = βλέπω κάπ. φευγαλέα: ως με ’δε, μέσα εσύρθηκε στο μαγερειό και μπαίνει| τάχατες ογιά να χωστεί· κι εμένα τονε παίρνει| το αμμάτι μου, και το ζιμιό στο μαγερειό πετούμαι Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 35. 19) Στένω το μάτιν σε κάπ. = προσηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα και απειλητικά: Είτα το μάτιν του σ’ εμέν αρχίζει (ενν. το θεριόν) να το στένει| κι εκίνησε να πιλαλεί, απάνω μου να βγαίνει Πικατ. 21. 20) Φυλάγω (κάπ.) ως γιόν τα ’μμάτια (μου) = υπερασπίζομαι, προστατεύω (κάπ.)· πβ. και την αντίστοιχη σημερ. φρ. έχω κάπ. σαν τα μάτια μου: ας εμπεί (ενν. η ρήγαινα) εις την Κερυνίαν και ας την φυλάγουσιν ως γιόν τα ’μμάτιά τους Μαχ. 40827. 21) Χάνω τα μάτια μου = τυφλώνομαι· (εδώ μεταφ.): Οϊμέ, ποια μεγαλύτερη τρομάρα βλέπω ομπρός μου;| Βοηθάτε, γιατί έχασα τα μάτια και το φως μου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 134.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης