Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Τραγ. Σούσ.

  • βλέπω,
    Σπαν. A 384, 550, Σπαν. (Ζώρ.) V 60, Διδ. Σολ. Ρ 123, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 441, Γλυκά, Στ. 152, 304, Λόγ. παρηγ. L 19, Προδρ. I 88, II H 96b, III 81, 103, 186, 216t (χφ g) (κριτ. υπ.), 296, 325i (χφ g) (κριτ. υπ.), 325l (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), 346, 403, IV 9, 198, Μανασσ., Χρον. 1260, Καλλίμ. 1456, Ασσίζ. 3448, 3532, 47014, Διγ. Z 155, 1820, 3424, Διγ. (Hess.) Esc. 758, Βέλθ. 250, Απολλών. 109, Λίβ. P 726, 2367, 2545, Αχιλλ. (Haag) L 365, Καναν. 81 A, Χρησμ. I 338, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 816, 841, Μαχ. 217, 821, 10029, 3981, 50829, Ριμ. Βελ. 847, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 317, Αλεξ. 2535, Απόκοπ. 53, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15130, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 412, Έκθ. χρον. 5022, Πένθ. θαν.2 507, Πένθ. θαν. (Knös) S 5f 6r, Φαλιέρ., Ιστ. V 30, 80, Βεντράμ., Γυν. 258, Δεφ., Σωσ. 171, Πεντ. Έξ. III 7, Δευτ. XI 26, Αχέλ. 2374, Αιτωλ., Μύθ. 1236, Άρχ. Μεγ. P 3, Μ. Χρονογρ. 3523, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 412, Άλ. Κύπρ. 1284, Πανώρ. Δ΄ 93, Ερωφ. Β΄ 231, Ιντ. β΄ 25, δ΄ 29, 91, Βοσκοπ. 11, 98, Ιστ. Βλαχ. 2139, Σουμμ., Ρεμπελ. 173, Διγ. Άνδρ. 35225, Ερωτόκρ. Α΄ 1119, 2023, 2215, Β΄ 1026, Γ΄ 528, 856, 876, Ε΄ 724, 970, Μεταξά, Επιστ. 47, Ροδολ. Ε΄ [426], Ζήν. Β΄ 221, Ε΄ 219, Διακρούσ. 8821, Τζάνε, Κρ. πόλ. 28511, 35415, 39520, 45416, 4953, 52414, 52923, 5651, 57320, Τραγ. Σούσ. B 110, κ.π.α.· βλέπω ή βλεπίζω, Ασσίζ. 1630, 262, 354, 3629, 5927, 12811, 13721‑2, 1382, 21812, 27416, 28325, 30924, 34026, 38924, 47018, Ελλην. νόμ. 52613‑4, Διάτ. Κυπρ. 5059, 5088, Μαχ. 4431, 5029, 2304, 2604, 37637, 38031, 40435, 40624, 42211, 4308, 55419, 56831, 65225, 6808, Βουστρ. 431, 499, Αχέλ. 904, 945, 1455, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 404, 412, Κυπρ. ερωτ. 11849, Ερωτόκρ. Α΄ 1228, Β΄ 1139, Γ΄ 1578, Δ΄ 1697, 1775· εβλέπω, Σπαν. (Ζώρ.) V 193, 520, Σπαν. O 232, Προδρ. III 81, Ασσίζ. 4759‑10, Διγ. (Trapp) Esc. 110, Πόλ. Τρωάδ. 415, Χρον. Μορ. H 1131, Χρον. Μορ. P 4519, 8883, Πουλολ. Αθ. 75, Αχιλλ. O 146, Βεν. 55, Θησ. Πρόλ. [130], Δ΄ [435], Αλεξ. 2424, Διήγ. Αλ. FE 12, Άνθ. χαρ. 2918, Σκλάβ. 227, Πένθ. θαν.2 40, 461, Τριβ., Ρε 91, Πεντ. Δευτ. III 21, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 702, Ιστ. Βλαχ. 1531, Διγ. Άνδρ. 34519, κ.α.· ηβλέπω, Χρον. Μορ. P 5410, Διήγ. Αλ. FE 38, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ΄ [28], Κατάλ. οικουμ. συν. 99v, 100r· μπλέπω (αν δεν πρόκειται για το αναβλέπω), Μαχ. 4627· ενεστ. προστ. βλέπεσαι, Διγ. (Trapp) Gr. 3506, Μαχ. 2025, Γαδ. διήγ. 153, 243, 321, Χούμνου, Π.Δ. VI 27, Ιμπ. (Legr.) 542, Δεφ., Λόγ. 438, Πανώρ. Β΄ 113, Γ΄ 132, Ερωτόκρ. Α΄ 349, Β΄ 1869, Γ΄ 1317, Δ΄ 697, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 20, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 111, 416, Δ΄ 267, Ευγέν. 284· βλέπουσαι, Πανώρ. Β΄ 251· αόρ. προστ. γιδέ, Συναξ. γυν. 864· διε, Πεντ. Δευτ. XI 26· μτχ. βλεπημένος, Ασσίζ. 318, 9029, Μαχ. 28726, Χούμνου, Π.Δ. XIII 22, Βουστρ. 474, 511, Αχέλ. 922, Θρ. Κύπρ. K 397, Ερωφ. Αφ. 16, Ε΄ 234, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ΄ 6· εβλεπημένος, Έγγρ. του 1603 (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 2719ιδόντα Ντελλαπ., Ερωτήμ. 599, 1072.
    Το αρχ. βλέπω. Η λ., καθώς και οι τ. βλέπεσαι, βλέπουσαι, βλεπίζω, εβλέπω και σήμ. (ΙΛ). Για τον τ. της προστ. γιδέ = ιδέ βλ. ΙΛ. Βλ. και Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 141, ΕΕΒΣ 3, 1926, 341 (πβ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 391]), Χατζιδ., Ερωτόκρ. σ. 466 και ίδιο, ΛΑ 6, 1923, 493, Pern., Ét. linguist. Β΄ 300-1, Ν. Εστ. 12, 1932, 986, Τζάρτζ., Ν. Εστ. 12, 1932, 986-7, Κριαρ., Ν. Εστ. 12, 1932, 1108-9, B-NJ 10, 1933, 408 και Πολ. Λ., Κρ. Χρ. 12, 1958, 312.
    1) α) Βλέπω, έχω την αίσθηση της όρασης (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): μα κείνη παραλόησε κι ουδ’ ήβλεπ’, ουδ’ εγροίκα Ερωτόκρ. Γ΄ 528· αλλά την γην σκιάζομαι, καλά την βλέπω τώρα Αχέλ. 2374· ως ουν οι Τρώες έβλεψαν τον τηλικούτον στόλον ... Μανασσ., Χρον. 1260· Βλέπει το πλήθος του λαού που ήρχετον με βία Διακρούσ. 8821· και ευθύς το ιδείν τα ο Διγενής τον θείον του ούτως λέγει ... Διγ. (Hess.) Esc. 758· Κι εγώ το δειν ετρόμαξα, να κατεβώ εβιάσθην Απόκοπ. 53· βλ. και θωρώ· β) έχω την ικανότητα να βλέπω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I): τα μάτια θαμπωθήκασι, δε βλέπου μπλιο να δούσι Ερωτόκρ. Ε΄ 970· εκείνη βλέπει στα μακρά και στα κοντά γνωρίζει Ερωτόκρ. Α΄ 1119· γ) αντικρίζω: ας ήτο μπορετό τον ήλιο να μη βλέπω Ζήν. Ε΄ 219· Το πράμαν απού μια φορά του ’λιου οι ακτίνες δούσι Ερωφ. Β΄ 231· τα γενόμενα| οπού ’δανε κι επάθανε Τζάνε, Κρ. πόλ. 52414· δεν εδυνήθη να υπομένει το και να βλέπει το κάλλος του νέου Διγ. Άνδρ. 35225· βλ. και αγναντεύω, ανατηρώ, αντιπροσωπώ, βιγλίζω 5α· δ) στρέφω το βλέμμα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ 1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1δ): εκ δε το στόμα των αυτών, αν έβλεψες, να είδες ... Βέλθ. 250· Εντροπιαρία σε φαίνεται και χαμηλά εβλέπει Σπαν. O 232. Βλ. και βιγλίζω 5. 2) Φρ. βλέπω την ημέραν = α) ξυπνώ: ολίγον εκοιμήθημεν· βλέπομεν την ημέραν Λίβ. P 2545· βλ. και αποσπώ ΙΙ3 φρ., αφυπνώβ) ζω: και ζω και φαίνομαι και βλέπω την ημέραν Καλλίμ. 1456. 3) Φρ. βλέπω καλήν ημέραν = βρίσκω χαρά στη ζωή μου: και όπου το ετροπολόγησε μη ιδεί καλήν ημέραν Προδρ. II H 96b. 4) Φρ. βλέπω ημέραν = κατά τη διάρκεια της ημέρας: βλέπεις ημέραν, θλίβεσαι, φοβείσαι, ως ου [πρέπει]·| πάλιν τη νύκτα δειλιάς, το τι να φέρει ουκ οίδες Γλυκά, Στ. 152. 5) Φρ. (προκ. για μοναχό) βλέπω τον κόσμον = ζω προσωρινώς έξω από τη μονή: και εκ της μονής εκβαίνοντες βλέπομεν και τον κόσμον Προδρ. III 346. 6) Φρ. βλέπω το θάνατο, αγγέλους = πεθαίνω: ου μη ίδω θάνατον έως ου ιδώ την Πόλην Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 816· Γλυκά, Στ. 149. Βλ. και αποβάλλω 5 φρ., αποδίδω 6α φρ., αποθαίνω, αποθνήσκω, αποκάμνω IA2, απομένω 8, απομεριμνώ 2, απονεκρώνω A1, B1, αποστερώ 2, αποφυσώ A φρ. β, αρπάζω A7 φρ., αφήνω φρ. 6, βγαίνω 1β, παίρνω, παραδίδω, τελειώνω. 7) Φρ. βλέπω εις τον ύπνον μου (κάπ.) = ονειρεύομαι (κάπ.): πολλές φορές εβλέπω σας εις τον ύπνον μου Διήγ. Αλ. FE 12. Βλ. και ανιστορώ 7, αποφαντάζομαι. 8) Φρ. δεν βλέπω ύπνον = αδυνατώ να κοιμηθώ, να ησυχάσω: εγώ διά την ποθετήν ύπνον ποσώς δεν βλέπω Διγ. Z 1820. 9) Φρ. δε βλέπω την ώρα να ... = ανυπομονώ να ...: Την ώραν δεν εβλέπασι πότε να εσμιχθούσι Άλ. Κύπρ. 1284. Βλ. και αραθυμώ A4. 10) α) Παρακολουθώ με το βλέμμα: και αποκείθεν έβλεπε τον πόλεμον εκείνον Διγ. Z 3424· βλ. και βιγλίζωβ) προσέχω με το βλέμμα (κ.), κοιτάζω (Η σημασ. αρχ., Δημητράκ. στη λ. 2, 9 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): απλώνει [και] παίρνει, βλέπει το Λίβ. P 2367· γ) περιμένω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II3 και σήμ., ΙΛ στη λ. 13): έβλεπε και τον καιρόν οπίσω να γυρίσεις Ιστ. Βλαχ. 2139. Βλ. και αναμένω 1, απαντεχαίνω α, αποκαρτερώ, απομενίσκω 2, απομένω 10, ασπεττάρω α, βαστάζω I12, εκδέχομαι, καρτερώ. 11) Διακρίνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): ολίγον εχωρίζονταν και ουκ εβλέπασίν τους Αχιλλ. (Haag) L 365. Βλ. και διαχωρίζω. 12) α) (Ενεργ. και μέσ.) προσέχω, προσέχω (κ.), προσέχω μήπως (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. A5 και σήμ., ΙΛ στη λ. 12β): Υιέ μου, βλέπε τι λαλείς και τι το συντυχαίνεις Διδ. Σολ. Ρ 123· εσύ υιούτσικε, βλέπε το τι σε λέγω Σπαν. A 384· κι εστέκασι κι εβλέπασι ο Τούρκος να μην πάει Τζάνε, Κρ. πόλ. 45416· βλέπε πτωχόν σου συγγενήν μη τον περιφρονήσεις Σπαν. A 550· Και ανισώς και πέψει αρμάδαν κατάδικά σου, να έχεις νώσι να βλέπεσαι Μαχ. 2025· Ιδές, θυμήσου τα καλά και μην αλησμονήσεις| κι απ’ όλα σου τα κρίματα κανένα μην αφήσεις Γαδ. διήγ. (Wagn.) 317· εφοβάτονε κι εβλέπουντο μη σφάλει Ερωτόκρ. Α΄ 2215· βλέπε μ’ αυτάν’ έτσ’ άδικα να μην την αποθάνεις Ερωτόκρ. Ε΄ 724· Βλέπεστε μην πλανεθείτε εις την πρόσκαιρον ζωήν Άρχ. Μεγ. P 3· βλ. και ντηρώ. Οι τ. βλέπεσαι, βλέπουσαι = πρόσεχε: βλέπεσαι μην έρθουσι καιροί να μετανοιώσεις Πανώρ. Γ΄ 132· Βλέπεσαι μην το βουληθείς, βλέπεσαι μη θελήσεις Ερωτόκρ. Γ΄ 1317· βλέπεσαι μη πλανηθείς εις πλούτον ή εις δόξαν Διγ. (Trapp) Gr. 3506· βλέπεσ’, αδέρφι, όσο μπορείς· έβγ’ απ’ αυτήν τη ζάλη Ερωτόκρ. Α΄ 349· Μα βλέπεσαι όντας κυνηγάς, Πανώρια, εις τα δάση Πανώρ. Β΄ 113· β) (ενεργ. και μέσ.) προσέχω να αποφύγω (κ.) (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II4, Lampe, Lex. στη λ. B6): Αμ’ ο Κορνάρος Κατερής με τ’ άλογον να τρέχει| τρίγυρα σ’ όλα τα τειχιά και να μηδέν κατέχει,| ούτε να βλέπει τουφεκιές ή βόλι να του δώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 4953· με τέχνη τ’ αρμηνεύγει| ποιες κοπανιές να βλέπεται και ποιες να δυσκολεύγει Ερωτόκρ. Β΄ 1026· γ) δίνω σημασία (σε κ.): ιδέ τό λέγουσιν τινές, εάν σπουδάζεις, κάτσε Προδρ. III 325i (χφ g) (κριτ. υπ.)· δ) (ενεργ. και μέσ.) τηρώ: εάν τοιούτον πράγμαν ένι, ότι τα πράγματα ουδέν δυνηθούν να βλεπηθούν χρόνον και ημέρα Ασσίζ. 38924· το δίκαιον κρινίσκει ότι, ανένι ότι εκείνος ημπορεί να δείξει απ’ αυλής του βισκούντη πως εβλέπησεν την ημέραν του ως εντέχεταί τον Ασσίζ. 21812· Βλ. και ακολουθώ 8, αποκρατώ A6, βαστάζω I9, κρατώ. 13) α) Εξετάζω (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. B5): κι εστήσαν όλοι μέσα τους να στείλουσι να δούσι Ριμ. Βελ. 847· βλ. και ακριβολογώ 1, βιγλίζω 7, εζαμινάρω, ξομπλιάζω· β) εξετάζω (ιατρικώς) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 9): ορίζει: «Φέρετε ιατρούς τον δείνα και τον δείνα».| Έρχονται, βλέπουσιν ευθύς, κρατούσι τον σφυγμόν του Προδρ. III 403. 14) α) Αναγνωρίζω, παραδέχομαι, λαμβάνω υπόψη μου: Και είπε του Αλεξάνδρου: «Αγάπουν να ’σουν γιος μου·| εβλέπομε τη γνώση σου, κύριος είσαι κόσμου» Αλεξ. 2424· δεν βλέπ’ η κρίση ευγένεια, μηδέ τα μεγαλεία Δεφ., Σωσ. 171· βλ. και αναλαμβάνω A5, ανέχω, A2α, ασπάζομαι 3, αφυρώνω β· β) (με αντ. λ. όπως θάνατος, κ.λ.π.) υπολογίζω, φοβούμαι: Θάνατον δεν εβλέπανε, μα σαν λέοντες αράσσαν| απάνω στους Αγαρηνούς Τζάνε, Κρ. πόλ. 28511. Βλ. και αγροικώ I3β, Προσθ. Β΄ τόμου (ακροσκιάζομαι), αναμνιάζω 1, αποδειλιάζω 2, αποκτυπώ 2β, αραθυμώ B, δειλιώ, λογιάζω, ’ντηρώ, τρέμω, τρομάσσω, ψηφώ. 15) α) Θαυμάζω (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. B3): και βάλλουσι κρομμύδια καν είκοσι κολέντας| και τότε βλέπε, δέσποτα, καλήν φιλοτιμίαν Προδρ. III 296· ήτονε δεκατέσσερες. Δέτε τον κατεχάρη Τζάνε, Κρ. πόλ. 39520· και απαλαρέα μουχρούτινον γλυκύν κρασίν επάνω| και ανακομπώματα τρανά και βλέπε τότε βούκκας! Προδρ. III 186· βλ. και αποθαυμάζω, θαυμάζω, καμαρώνω· β) καμαρώνω: να είμαι πάντα κοντά σας και να βλέπω τα ιλαρά σας και αιδέσιμα πρόσωπα Μεταξά, Επιστ. 47. Βλ. και αποκαμαρώνω α, βιγλίζω 5β. 16) Αισθάνομαι: και τι δροσιάν οπού ’δεν το κορμί μου! Βοσκοπ. 98. Βλ. και αισθάνομαι I4α, κατέχω, πράσσω. 17) α) Ξέρω: Το ριζικόν, ως βλέπετε, και τύχη μ’ ονομάζου Ερωφ. Ιντ. β΄ 25· βλ. και απεικάζω I7, γνωρίζω, κατέχω, ξέρω· β) φρ. ου μπλέπω = δεν ξέρω τι κάνω: αρκέψαν απουπάνω και απέ την παρπακάναν εις τιτοίαν λογήν ότι εφύγαν με μεγάλην αντροπήν ως ουκ εμπλέπαν Μαχ. 4627. 18) Πληροφορούμαι: Οι Αμαζόνες είδασι Αλέξανδρος τι μηνάει·| γραφή τότες εκάμασι σ’ αυτόν για να υπάει Αλεξ. 2535. Βλ. και αγροικώ III3α, ακοή 2, αναμανθάνω, ανερωτώ. 19) α) Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. A1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): όλους, ωσάν εβλέπομεν, βούλεσαι να μας φάγεις Πένθ. θαν. (Knös) S f 6r· βλ. και αγροικώ, απεικάζω· β) διαπιστώνω: Κομμάτιν βλέπω απέδειρας τρανόν και γωνιδάτον| και μαγειρίαν ... Προδρ. III 103· Οκάτι τώρα, βλέπω σε, πολλά είσαι βαρεμένη Γλυκά, Στ. 304· για την χαράν τήν έλαβες βλέπω το κρύο δεν γνώθεις Φαλιέρ., Ιστ. V 30· Λοιπόν τον χρόνον βλέπομεν ’τι τρέχει ωσάν ποτάμι Πένθ. θαν.2 507· (με σύστ. αντικ.): ειδωμό είδα τη φτώχεια του λαού μου Πεντ. Έξ. III 7. Βλ. και απεικάζω I6β, βιγλίζω 9, θωρώ. 20) Σκέπτομαι να ..., αποφασίζω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3, 15): φέρετε τους καβαλάρηδες και τον κοντοσταύλην απέ την Λευκωσία να συντύχομεν και να δούμεν είντα να ποίσομεν Μαχ. 3981. Βλ. και αποφαίνω Aα, B1, αφυρώνω 3α, βιγλίζω 10, βουλεύω B1, 2, βούλομαι, βούλω. 21) Απολαμβάνω (Η σημασ. αρχ., Δημητράκ. στη λ. 10 και σήμ., ΙΛ στη λ. 7): όσοι καλά της είδατε, έχετε γλυκασμούς της Λόγ. παρηγ. L 19. Βλ. και απολαμβάνω α1, βυζάνω 5 μεταφ. 22) Θεωρώ: εποίκαν όρκον του υιού του του ρε Τζουάνη, διά να τον βλεπήσουν ως γιον αφέντην τους Μαχ. 6803. Βλ. και απογράφω (Ι) 1, βαστώ (Ι) Ι17, γνωρίζω, έχω κρατώ, κρίνω, πιάνω, τάσσω. 23) α) Φροντίζω, προσπαθώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 10): Δέτε λοιπό να δώσετε σημάδι του πολέμου Ερωφ. Ιντ. δ΄ 29· με την αφεντοπούλα μας να δεις να με παντρέψεις Ερωτόκρ. Γ΄ 856· βλ. και αγωνίζομαι 3, αγωνίζω· β) προστατεύω, διαφυλάττω κάπ. ή κ. (Πβ. ΙΛ, ό.π. 12α): διά τούτο παραγγέλλω σοι να βλέπεις την ζωήν σου Απολλών. 109· ήβαλε το σκουτάριν του ογιά να τη βλεπήσει Ερωτόκρ. Δ΄ 1697· τρίγυρα έβλεπεν αυτήν το τόξον της αγάπης Διγ. Z 155· Έβλεπα τους χριστιανούς, τώρα τους Τούρκους σκέπω Τζάνε, Κρ. πόλ. 5651· Μην την καταδικάσετε την πρικαμένη κόρη| ανείναι και να βλεπηθεί σ’ ετούτα δεν εμπόρει Ερωτόκρ. Γ΄ 1578· εκείνος ο άνθρωπος οπού καταποντίζει τα πράγματά του ουδέν εντέχεται να ένι άλλου προκουρούρης εις την αυλήν, εφειδή τα εδικά του πράγματα ουδέν ηξεύρει να βλεπήσει Ασσίζ. 354· βλ. και αντιστηρίζω, απαντώ 4δ, αποσκεπάζω 6, βοηθώ Αβ·   γ1) (μέσ.) προφυλάσσομαι, παίρνω τα μέτρα μου, προσέχω τον εαυτό μου (Βλ. και ΙΛ στη λ. 12β): εκείνη η σωφρονεστάτη γυναίκα εβλέπεντονε και ετήρα την παρθενία της Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 412· γ2) (μέσ.) διασώζομαι, γλυτώνω: εβλεπήθησαν από εκείνον τον φοβερόν κατακλυσμόν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 404. Βλ. και απογλυτώνω 2, αποσπώ II1, γλυτρώνω. 24) α) Επιτηρώ, εποπτεύω, εφορεύω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 12): των πάντων είμαι δραγάτης| και ήλθα εδώ να βλέπω| τους τριάκοντα έξ χρόνους Χρησμ. I 338· εσπούδαζεν μετά επιμελείας να γένει το έργον και υπήγαινε κάθε ώρα και έβλεπε τους τεχνίτας Διήγ. Αγ. Σοφ. 15130· Και ογιά να μη θανατωθεί πασακιαμιά ’ς τη βλέπει Ροδολ. Ε΄ [426]· Ο εμπαλής της χώρας απάνω του ποίου ένι ενέργεια να βιγλίσει και να βλεπήσει τους λας Ασσίζ. 27416· Και επαρακαλέσα να βάλει κανέναν καβαλάρην να βλεπήσει την ανορίαν και να ποίσει τους χωριάτες να υποτάσσουνται τους προεστούς Μαχ. 4308· βλ. και βιγλίζω 2, 4, βλέπησις 3γ, φρ.· β) βόσκω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 11): έβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση Βοσκοπ. 11. Βλ. και βοσκίζω, βοσκώ. 25) Επιθεωρώ: Τότε ο βασιλεύς εβγήκε γεγυμνωμένος της βασιλείας και υπήγεν μετά των αρχόντων αυτού και έβλεπε τα τείχη διά τους εχθρούς Μ. Χρονογρ. 3523· Ως είχεν γαρ επιθυμίαν να ιδεί και να γυρέψει| τα κάστρη και τες χώρες του ... (παραλ. 2 στ.), υπήγαιμεν εβλέποντα τα κάστρη και τες χώρες Χρον. Μορ. P 4519. Βλ. και βιγλίζω 8. 26) Φρουρώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 16α): εσυμβουλεύθησαν να το ποίσουσι νώσιν του βασιλέως να πέψει λας των αρμάτων να βλέπουν τον τόπον Μαχ. 821· εμηνύσα να βλέπεται το κάστρον εις το καλύτερον τό να μπορεί ωσόπου να παν οι Γενουβήσοι Μαχ. 50829. Βλ. και βίγλα 3 φρ. α, βιγλίζω 1. 27) α) Περιποιούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 14): Βλέπουν σε τα ψυχάρια μου και έχουν σε ως αυθέντην Προδρ. I 88· ωσάν τες κόρες μ’ έβλεπε πάντα των ομματιών του Τζάνε, Κρ. πόλ. 57320· βλ. και βαγιλίζω, κανακίζω· β) φροντίζω (Βλ. ΙΛ στη λ. 14): «Ζητώ σου να μου το δώσεις (δηλ. το ’σσώκαστρον) να σου το βλεπίσω και δεν θέλεις;» Μαχ. 40435· Περί του ανδρός του τεθνεώτος αξηγόρευτος και αδιάτακτος και οπού ουκ έχει πατέραν ή μητέραν, ουδέ έτερον άλλον συγγενήν και πως χρη η αυλή να βλεπίσει το εδικόν του Ασσίζ. 1630. Βλ. και αναγράφω 5, αναπαύω Aε, αποβλέπω 2, αποκοιτάζω 2, αποκρατώ A7. 28) Επισκέπτομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 12): Καλά κι οι άνδρες το συχνιό επηαίναν και τους βλέπαν,| αμή ’χα φόβον περισσό στο έβγα και στο έμπαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 52923. Βλ. και αναθεωρώ. 29) Αποβλέπω, προσβλέπω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II2 και σήμ., ΙΛ στη λ. 8): προς το θρασύτερον ο νους των νέων βλέπει Σπαν. (Λάμπρ.) Va 441· προς φυγήν έβλεψαν και εις πόλεμον ουδεόλως Καναν. 81A. Βλ. και αγροικώ I3γ, προθωρώ. 30) «Οραματίζομαι»: Αν αρρωστώ και κείτομαι, την παλαμίδαν βλέπω Προδρ. III 216t (χφ g) (κριτ. υπ.). 31) Ακούω: Πρόβαλε, μάννα, πρόβαλε να δεις ένα χαμπέρι Τραγ. Σούσ. B 110. Βλ. και αγροικώ, ακοντίζομαι, ακούω A1, αναφουκράζομαι. 32) Ζω ένα γεγονός: για να το πει του βασιλιού κι ως του φανεί ας το πιάσει,| παρά να δει στα γερατειά τέτοιον υγιό να χάσει Ερωτόκρ. Γ΄ 876. 33) (Προστ. αορ. β΄ πρόσ.) να!, ιδού: «ίδε ο παπάς οπού έφαγεν το ακρόπαστον απάκιν» Προδρ. IV 198· διε εγώ δίδω όμπροστέ σας σήμερα ευλογιά και κατάρα Πεντ. Δευτ. XI 26· ιδέτε θέαμα μέγα Προδρ. III 325l (χφφ CSA) (κριτ. υπ.)· Γιδέ ο χωριάτης| θέλει κιόλα να ’χπαιδεύει Συναξ. γυν. 864. Βλ και έδε, έν. — Βλ. και ιδείν.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης