Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αμπάς
- η, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 187.
Το αραβοτουρκ. aba (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ. Ο. τ. απά στην Καππαδ. (ΙΛ· βλ. και Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) σ. 237). Και υποκορ. αμπαδέλι (ΙΛ).
Πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα, το βυζ. κέντουκλον, το σημερ. σαγιάκι (Κουκ., ΒΒΠ Β2 23) (Για το πράγμα βλ. και Αγγ. Χατζημιχάλη, Αφ. Τριαντ. 450): Βαστούν κεριά και πατερμούς, φορούν πλατειές αμπάδες Απόκοπ. 187.αμπώθω,- Σαχλ. (Vitti) N 138, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 150, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 313, Αχέλ. (Pern.) 1277, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ΄ 49, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 2, 166· 8, 59, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 293, 1673, Β΄ 1043, 1150, Γ΄ 210, 221, 453, Δ΄ 1705, 1857, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [170], Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ 168, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 26430, 2728, 32619, 48810, 13· αμπώνω, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 90, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 102, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Πρόλ. [73], Δ΄ [1289], Διακρούσ. (Ξηρ.) 10326· αμπώθω ή αμπώνω, Προδρ. (Hess.-Pern.) III 391, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 493, Αχέλ. (Pern.) 1151, 1409, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 182, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 29, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 1164, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [205, 1394], Ε΄ [1313], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3354, 5182· ’πώνω, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 446.
Από το αρχ. απωθώ (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 278). Για το φαινόμενο ανάπτυξης αλόγου ερρίνου βλ. Ανδρ., B-NJ 17, 1944, 108 κε. και Φάβ., Αθ. 52, 1948, 271-7, όπου και άλλη βιβλιογραφία. Βλ. και ΙΛ στη λ., ετυμ. Ο τύπος αμπώνω με ποικίλες αποκλίσεις και σήμ. στα ιδιώμ. Ο τ. ’πώνω (σήμ. ’π-πών-νω) στα Δωδεκάν. (ΙΛ, λ. αμπώθω). Για παλαιότ. τ. του αμπώθω βλ. Λαμπρινός, Ελλην. 33, 1981, 256. Η λ. και σήμ. στα ιδιώμ. με διάφορους τ.
1) α) Ωθώ, σπρώχνω, προωθώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. A1): καταπλακώνετ’ ο λαός κι ο γεις τον άλλ’ αμπώθει Ερωτόκρ. B΄ 1043· Ωσάν το φυλλοκάλαμο σ’ ανέμου κακοσύνη,| οπού κιαμιάν ανάπαψη να πάρει δεν τ’ αφήνει,| μα ώρες επά κι ώρες εκεί τ’ αμπώθουν οι ανέμοι Ερωτόκρ. Γ΄ 221· και κλει την πόρτα με σπουδήν, τον μάνταλον αμπώνει Δεφ., Σωσ. 102· και πορπατεί καθένας μας εκεί που η τύχη αμπώθει Ερωτόκρ. Γ΄ 210· και να σ’αμπώσω να χαθείς σ’ έτοιο γκρεμνό μεγάλο Ερωτόκρ. Γ΄ 1164· τα κύματ’ απού τρέχου| κι αμπώθουσί μας εις τη γη Ροδολ. Γ΄ [170]· β) παρακινώ, παρορμώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. B1): ανάθεμά σε, λογισμέ, πού μ’έπωσες κι εμπήκα; Γεωργηλ., Θαν. 446· πόδας τον πόδαν ήμπωθε και πάντα μέσα μπαίνει Ερωτόκρ. Β΄ 1150· κι οπίσω α θέλω να συρθώ η πεθυμιά μ’ αμπώθει Ερωτόκρ. Α΄ 293. 2) α) Ρίχνω, πετώ: κατάρτια κι όλα τα σκοινιά οπού βαστά να λύσει| και να τ’ αμπώσει εις την γην να δώσει να σκορπίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 3354· β) (προκ. για μπόμπα, σαϊτιά, κλπ.) εκσφενδονίζω: Και ποίος με το δοξάρι του την σαϊτιά του αμπώνει| κι όθεν τα μάτια του θωρούν ίσια τηνε καρφώνει; Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [73].· Πιάνει μια μπόμπα κι’ άφτει τη και κάτω την αμπώθει Τζάνε, Κρ. πόλ. 32619. 3) Παρασύρω (Για τη σημασ. πβ. ΙΛ ση λ. A1β, παροιμ.): αφρίζουν ένα-ένα| και το καράβ’ αμπώθουσι με μάνητα μεγάλη| στη φουσκωμένη θάλασσα Ερωτόκρ. A΄ 1673· ... και γαλιφιές του πόθου,| οπού εις μεγάλους εγκρεμνούς να γκρεμνιστείς σ’ αμπώθου Φορτουν. Ιντ. β΄ 168. 4) Αποκρούω: μα σαν τον είδ’ ο Άριστος τη χέρα πως σηκώνει| με γληγορότη το σπαθί αμπώθ’ όσον εμπόρει Ερωτόκρ. Δ΄ 1705. 5) (Προκ. για τη μπουκιά, παιγνιωδώς) προωθώ, καταπίνω: Πόση γλυκειά θαράπαψη και νοστιμάδα πόση| δίν’ η γουλιά όντες τη μασεί κανείς να την αμπώσει Κατζ. Γ΄ 182. — Πβ. απαμπώθω, εξαμπώθω.αναγνώθω,- Σπαν. (Hanna) A 45, Σπαν. (Hanna) V 38, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 756, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 648, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 361, 404, 408, Λίβ. (Lamb.) Sc. 144, 378, 558, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1267, Λίβ. (Wagn.) N 1121, 1228, 1526, 1602, 3839, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 5, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [93], Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 59, 73, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 14, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 399, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 107, Ιμπ. (Legr.) 72, Πεντ. (Hess.) Δευτ. XVII 19, Αχέλ. (Pern.) 838, Δωρ. Μον. (Buchon) XXIV, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3371, 36325· ανεγνώθω, Βέλθ. (Κριαρ.) 394· ’νεγνώθω, Ανακάλ. (Κριαρ.) 76, Διγ. (Hess.) Esc. 303· αναγνώνω, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 703, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) Πρόλ. 11,15, 61· αναγνώννω, Μαχ. (Dawk.) 16032, 28828, 30023, 37027, 51231, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10474.
Από τον αόρ. ανέγνωσα του αρχ. αναγινώσκω κατά το κλώθω (έκλωσα-κλώθω) (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ A΄ 297, Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 535). Ο τ. αναγνώνω κατά τα ρ. σε ‑ώνω. Για τον τ. ’νεγνώθω βλ. Κριαράς, Ανακάλ., Γλωσσ., λ. ’νεγνώθω. Το ρ. και οι τ. του και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Διαβάζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Και επήγεν το χαρτίν εις τον ρήγα και ανάγνωσέν το του αμιράλλη Μαχ. 51231· και όλα είναι ψεματολογίες και άξια να τα αναγνώθει τινάς και να γελά Διγ. Άνδρ. 3371· Λοιπόν οι αναγνώνοντες (έκδ. αναγνώμονες· διορθώσ.) άμποτε καλά να ’σθε| κι εμένα ν’ αναφέρνετε, πάντα να με θυμάσθε Παλαμήδ., Βοηβ. Πρόλ. 61· β) διαβάζω (εκκλησιαστικά κείμενα στην εκκλησία): εψάλλαν, ενεγνώθασι εις τ’ άγια μοναστήρια Ανακάλ. 76. 2) Μελετώ (Για τη σημασ. πβ. όμοια σημασ. του ρ. διαβάζω): εμάθαινεν τα γράμματα σπουδαίως αναγνώθων Ιμπ. 72.αναμένω,- Σπαν. (Hanna) A 420, Σπαν. (Legr.) P 207, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 319, 556, Διγ. (Hess.) Esc. 1106, Διγ. (Καλ.) Esc. 1029, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) Α 295, 814, 816, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 886, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 612, 722 Φλώρ. (Κριαρ.) 1145, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 198, Απολλών. (Wagn.) 579, Λίβ. (Μαυρ.) P 617, 2115, Λίβ. (Lamb.) Esc. 892, Αχιλλ. (Haag) L 331, 804, 985, Αχιλλ. (Hess.) L 311, 333, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 38, Φυσιολ. (Legr.) 952, Θησ. (Βεν.) B́́́́́́́́́ [44], Ch. pop. (Pern.) 330, 474, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) IX 4, 9 Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 12, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 135, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 21, 30, 83, Αχέλ. (Pern.) 518, 2416, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 2810, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35233, Ευγέν. (Vitti) 128, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β́ [1032], Λίμπον. (Legr.) Επίλ. 50, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 25, 163, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1534, 2188, 3015, 18, 51610, Διακρούσ. (Ξηρ.) 9117· αναμένω ή ανεμένω, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2980, 3650, 8118, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 443, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1248, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 971, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 513, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 304, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24319, 26219· ’ναμένω ή ’νεμένω, Αχιλλ. (Hess.) L 786, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 392· ανιμένω, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1910, Ιμπ. (Legr.) 313, 394, 744, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 30, 64, 125, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 90, 98, Αχέλ. (Pern.) 2263, 2456, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 245α 11, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 87, 137, 375, 394, Γ΄ 410, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρ. 138, Β΄ 364, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙΙ 3, 21· 5, 251, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 253, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 430, 514, 530, 596, 783, Γ΄ 546, 559, 567, 586, 625, 655, 1204, Δ΄ 1601, Θυσ. (Μέγ.)2 21, 268, 296, 373, 497, 499, 501, 504, 506, 522, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [1402], Ε΄ [140], Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 424, Ιντ. α΄ 25, Γ΄ 115, 603, 718, Δ΄ 228, 304, 321, Έ́ 19, 104, Ζήν. (Σάθ.) Δ΄ 101, 127, 374, 378, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1871, 22219, 22626, 27716, 2966, 29819, 3069, 31025, 31113, 34115, 35315, 18, 35824, 40515, 42626, 50426, 50512, 5368, 5511, 5531, 18, Διγ. (Lambr.) O 1326, 2596· παρατ. ενίμενα, Ριμ. κόρ. (Pern.) 615, Θυσ. (Μέγ.)2 556, 1003, 1111, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́ 468, Έ́ 3.
Το αρχ. αναμένω. Ο τ. ανεμένω από την εσωτερ. αύξηση· ο τ. ανιμένω κατά το περιμένω (Χατζιδ., Αθ. 24, 1912, 29· βλ. όμως και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 496 και ΙΛ, λ. αναμένω, ετυμ.). Το ρ. και οι τ. του και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Περιμένω (κάποιον, κάτι), περιμένω να ... (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): αύριον έλα γλήγορα, εγώ αναμένειν θέλω Αχιλλ. L 804· να πάσινε στου βασιλιού, οπού τους ανιμένει Ερωτόκρ. A΄ 596· ο γεις τον άλλ’ ανίμενε την εμιλιά να βγάλει Ερωτόκρ. Γ΄ 586· Ετούτα δεν τ’ ανίμενα να μου τα πεις εμένα Ερωτόκρ. Γ΄ 1204· Με πεθυμιά ’νιμένασι τση νύχτας το σκοτίδι Ερωτόκρ. Γ΄ 655· Με τση καρδιάς τ’ απόκτυπο θέλω σας ανιμένει·| μ’ ό,τι εγδοχή στα σίδερα έχουν οι φλακιασμένοι Θυσ.2 499· β) ελπίζω, προσδοκώ (κάτι) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): Ποιαν ανιμένω πλια γιατρειά στους πόνους μου να δώσει; Πανώρ. B΄ 375· εκ τον Θεόν ανάμενε πάντοτε βοηθείαν Αχέλ. 518· να φθάσεις τό επιθυμείς κι εκείνο τ’ αναμένεις Τζαμπλάκ. 38· γ) αδημονώ (να δω κάποιον): Τάσσω σου κι η γιαγάπη μου πάντα να σ’ ανιμένει Πανώρ. Β΄ 400· ανιμένουν τση φλακής την πόρτα να κτυπήσει Θυσ.2 501· δ) περιμένω (κάτι κακό): Στρέφετ’ επά, στρέφετ’ εκεί ωσάν περιορισμένη| και φαίνεταί σου κι εγνοιανόν μαντάτον ανιμένει Θυσ.2 296· Μ’ αφήνω σας, γιατί θωρώ το στρατηγό και βγαίνει·| τούτον οπού πρικότατο θάνατον ανιμένει Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 138· ε) καιροφυλακτώ: ... και μαθαίνου| πως εις τον Μυλοπόταμον Τούρκοι και τσ’ ανιμένου,| όταν περάσου από κει, όξω να θε να βγούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 31113. 2) Έχω πρόθεση, σκοπεύω να ...: ανέμενα να σου το πω τάχα να το γροικήσου| κι οι άλλοι συμβουλάτοροι να δου να σ’ αμποδίσου Ερωφ. Δ΄ 513 3) (Αμτβ.) μένω αργός, καθυστερώ (να κάμω κάτι), παραιτούμαι (από κάτι): στο Διγενή (χφ έκδ. Διγεν’· διορθώσ.) απάνω ’τρεξεν, ποσώς δεν ανιμένει Διγ. O 2596. 4) (Στο γ΄ πρόσ. συνήθ. και με αιτ. προσ.) επίκειμαι (σε κάποιον ως μοιραίο ή απλώς επακόλουθο): είντα μαχαίρι και φωτιά σήμερο σ’ ανιμένει; Ερωφ. B΄ 364· ω μάννα μου, και τι γλυκύ μαντάτο σ’ ανιμένει; Θυσ.2 1003· Ότι είσαι βασιλέως υιός και στέμμαν σε αναμένει Φλώρ. 1145. 5) (Αμτβ.) απομένω, μένω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Τότε ανέμεινε πικραμένος ο σουλτάνος, οπού ανέμεινε χωρίς λουμπάρδες Χρον. σουλτ. 971· ο γάδαρος εκεί ψοφά, στον τόπον αναμένει Αιτωλ., Μύθ. 1248. 6) Ανήκω, ταιριάζω: Επήγαν διά (έκδ. δα· διορθώσ.) να πάρουσι την χώραν της Μιλάνας,| δι’ ον κεινού ανίμενεν εκ συγγενειάς της μάννας Κορων., Μπούας 30· Απ’ αύτους τόσον μου λαόν ν’ ακούσω σκοτωμένον,| να ’χουσι και το πράγμα μου, οπού μοί αναμένει Κορων., Μπούας 30· Το δε ρεάμι ’πόμεινε στου Σπάνια τας χείρας,| γιατί ’κεινού ανίμενε διά δικαίας μοίρας Κορων., Μπούας 64. 7) (Απρόσ., αν δεν πρόκειται για τυπογρ. λάθος) πρόκειται: Ενύκτιασεν κι ανίμενε για να παραδοθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 34115. —Συνών.: καρτερώ.ανεντρανίζω,- Φλώρ. (Κριαρ.) 493, Λίβ. (Μαυρ.) P 840, 1216, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2747, Λίβ. (Lamb.) Esc. 188, 755, 1145, 1209, 1278, 3833, Βεν. (Λάμπρ.) 21, 40, 55, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 25, 88, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 252, 622, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 524, 1177. 1519, 1549, 2137, Β΄ 566, 1935, 2221, 2290, 2402, Γ΄ 83, 369, 1099, 1398, Ε΄ 31, 438, 636, 882, 913· ανενδρανίζω, Καλλίμ. (Κριαρ.) 817, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2684· ’νεντρανίζω, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 198, Αχιλλ. (Hess.) L 834, Ιμπ. (Κριαρ.) 267· ’νενδρανίζω, Λίβ. (Lamb.) Sc. 17· αναντρανίζω, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 613, Αχιλλ. (Haag) L 721, Αχιλλ. (Hess.) L 701, Ιμπ. (Κριαρ.) 200, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 41, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 816, Θησ. (Βεν.) Η΄ [792], Ι΄ [368], Ch. pop. (Pern.) 33, 795, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 19, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 7610, Ιμπ. (Legr.) 816, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 185, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 336, 416, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 2115, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [558], Χορ. γ΄ [71], Ε΄ [100]· ανεντραλίζω, Ch. pop. (Pern.) 231· αναντραλίζω, Ch. pop. (Pern.) 350.
Από την πρόθ. ανά και το εντρανίζω. Βλ. Κοραή, Άτ. Α΄ 112. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Οι τ. ανενδρανίζω και ανεντραλίζω και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ). Τ. αναδρανίζω και στο Μελέτιο Πηγά (Βαλ., Ανθολ. Γ΄ 72).
α) (Με αντικ. τη λ. μάτια) σηκώνω (το βλέμμα) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): προς την κερά ντου με καημό τα μάτια ανεντρανίζει Ερωτόκρ. Β΄ 2402· Τα μάτια ντου ’χε σφαλιστά, τότες τ’ ανεντρανίζει Ερωτόκρ. Ε΄ 913. Πβ. ανατρανίζω 1α, εντρανίζω· —Συνών.: αναβλεμματίζω α. β) (χωρίς αντικ.) κοιτάζω, βλέπω (Η χρήση και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Πώς έχω γλώσσα και μιλώ, μάτια κι ανεντρανίζω; Ερωτόκρ. Γ΄ 83· αναντραλίζω και θωρώ· τ’ άστρο που λάμπει εσύ ’σαι Ch. pop. 350· εκείνος ανεντάρανισεν και ευθύς εγνώρισέ την Λίβ. Esc. 3933. Πβ. ανατρανίζω 1β· —Συνών.: αναβλεμματίζω β, αναβλέπω 2. γ) (με αντικ. πρόσ. ή πράγμα) κοιτάζω, παρατηρώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): συχνοδιαβαίνω το στενόν και δεν με ανατρανίζεις Ερωτοπ. 613· μιαν κόρην ενεντράνισα κι επιάσε με εις τα βρόχια Ερωτοπ. 198· απήτις ανεντράλισα τα ερωτικά σου κάλλη Ch. pop. 231. Πβ. ανατηρώ, ανατρανίζω 2.αντάμα,- επίρρ.· εντάμα, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 12348, Προδρ. (Hess.-Pern.) Ι 179, Καλλίμ. (Κριαρ.) 786, Βέλθ. (Κριαρ.) 768, 786, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 27, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 55, Φλώρ. (Κριαρ.) 665, 1736, Λίβ. (Lamb.) Sc. 137, 1441, 2894, Λίβ. (Lamb.) N 129, 615, 766, Αχιλλ. (Hess.) N 1472, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 3511, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 432, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 442, 541, Συναξ. γυν. (Krumb.) 47, 68, 357· εντάμι, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 96· ενταμώς, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4160, Συναξ. γυν. (Krumb.) 834· ενταμού, Ιατροσόφ. (Du Cange, λ. μπούφα)· αντάμα, Τρωικά (Praecht.) 52510, 53113, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 14, Ασσίζ. (Σάθ.) 9911, 33216-7, 34418, 4771-2, Διγ. (Καλ.) Esc. 188, Διγ. (Hess.) Esc. 415, 581, 1118, 1304, Διγ. (Καλ.) A 937, 2603, Ακ. Σπαν. (Legr.) 41401, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 177, Πτωχολ. (Schick) P 147, Πτωχολ. (Ζώρ.) Z 5, Συναξ. γαδ. (Wagn.) 309, Φλώρ. (Κριαρ.) 123, 290, 1030, 1699, 1829, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 155, 241, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 708, Απολλών. (Janssen) 157, 279, 403, 553, 698, 836, Λίβ. (Μαυρ.) P 110, Λίβ. (Lamb.) Esc. 246, 740, 2586, 3605, Λίβ. (Wagn.) N 1114, 2279, Αχιλλ. (Haag) L 100, 911, Αχιλλ. (Hess.) L 185, 1073, 1075, 1141, Ιμπ. (Κριαρ.) 298, 440, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 39, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 265, Φυσιολ. (Pitra) 37237, Βησσ., Επιστ. (Λάμπρ.) 2315, Μαχ. (Dawk.) 613, 307, 4425, 4632, 10012, 21416, 25825, 26433, 29031, 50219, 50422, 63424, 64019, Θησ. (Foll.) I 60, 118, Θησ. (Βεν.) Β΄ [443], Δ΄ [237], Ε΄ [1028], Ζ΄ [128], Αρμούρ. (Κυριακ.) 200, Ch. pop. (Pern.) 376, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 73, ΧΙ 8, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 48, 525, Βουστρ. (Σάθ.) 420, 474, 498, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 36, 53, 525, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 33, 70, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 105, 107, 574, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 7914, 1554, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 233, 270 315, Άσμα σεισμ. (Σπυριδ.) 38, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 100, Μυστ. παθ. (Parlang.-Μανούσ.) 30, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 355, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 45, 54, 373, 536, Ιστ. Βατοπ. (Βαλ.) 40, Περί γέρ. (Wagn.) 129, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΙΙ 6, Δευτ. ΧΙΙ 22, ΧΧΙΙ 10, XXV 5, Αχέλ. (Pern.) 120, 377, 1831, 2480, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 12, 42, 123, 1061, 1283, 1421, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 75, 141, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 324, 377, Θρ. Κύπρ. (Μενάρδ.) M 284, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 677, 13110, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 371, 392, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [411], Αλφ. (Κακ.) 2391, Ποίημ. Αλ. Κύπρ. (Τζεδ.) 1281, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 234, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 121, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 6, 189, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 522, 571, Σταυριν. (Legr.) 803, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 184, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 867, 907, 2677, Θυσ. (Μέγ.)2 670, Ιερόθ. Αββ. (Legr.) 331, Ευγέν. (Vitti) 588, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [636], Ε΄ [32, 1107], Λίμπον. (Legr.) Εισαγ. 77, 228, Πρόλ. κωμ. (Βεργ.) 19, Διγ. (Lambr.) O 1930, 2711, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 23220, 3819, Διακρούσ. (Ξηρ.) 9221· ανδάμα, Εβρ. ελεγ. (Παπαγ.) 172, 174· αντάμε, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11011· αντάμι, Απολλών. (Wagn.) 640, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 12215, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [188, 271], Δ΄ [354], Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 334, Γ΄ 231, 361, Δ΄ 247, Ε΄ 433, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ΄ 314, Δ΄ 398, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρ. 54, Α΄ 362, Ιντ. α΄ 65, Β΄ 39, 384, Ιντ. β΄ 93, Γ΄ 200, Ιντ. γ΄ 73, Δ΄ 318, Ε΄ 238, 512, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 2, 353· ΙΙ 3, 60· V 6, 252, Θυσ. (Μέγ.)2 385, 955, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 282, Β΄ 182, Ιντ. β΄ 22, Γ΄ 181, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Α΄ 134, Β΄ 98, Γ΄ 57, Δ΄ 9, 67, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [1254], Ε΄ [1094, 1100], Λίμπον. (Legr.) 51, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 190, Ιντ. α΄ 130, β΄ 94, 162, Γ΄ 130, Ιντ. γ΄ 50, Δ΄ 58, Ιντ. δ΄ 106, Ε΄ 75, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 226, Ε΄ 280, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 584, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24019, 41817, 44724, 52721· αντάμιν, Πανώρ. (Κριαρ.) Δ΄ 72· ανταμώς, Ασσίζ. (Σάθ.) 1530, 8617, 12818, Τριβ., Ταγιαπ. (Irmsch.) 244, (έκδ. ανταμό σας· διορθώσ.), Γύπ. Γ΄ 336, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [964], Δ΄ [1455]· αντάμως, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 170· ανταμού, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 212 (χφφ SA) (κριτ. υπ.).
Από τη μτγν. φρ. εν τῳ άμα (Βλ. Κοραή, Άτ. Β΄ 124-125 και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 215). Ο τ. ανδάμα από τάση αρχαϊστική. Το αρχικό α από αφομοίωση. Ο τ. αντάμε κατά επιρρ. σε ‑ε (Βλ. Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 145). Οι τ. αντάμι, εντάμι κατά το ομάδι, μαζί (Πβ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 497, λ. αντάμη). Οι τ. ανταμώς, ενταμώς κατά τα επιρρ. σε ‑ως (Βλ. και Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910 /11, 84). Ο τ. ανταμώς σε έγγρ. του 1477 (Darrouzès, Χαριστ. Ορλάνδ. Α΄ 304) και σε αντίγραφο του Χρον. Τόκκων από το Σοφιανό (βλ. Shirò, RES-EE 7, 1969, 217). Οι τ. ανταμού, ενταμού κατά τα επιρρ. σε ‑ού. Ο τ. ανταμού και σε κρητ. έγγρ. του 1446 (Μανούσ., Θησαυρ. 3, 1964, 98) και σε επιστ. του 1453 (Darrouzès, REB 22, 1964, 111). Η λ. ήδη το 10 αι. (Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 22415, 22634) και σήμ. κοιν. και στα ιδιώμ. με διάφορους τ. (ΙΛ). Πβ. και Krumbacher, Συναξ. γυν. σ. 414.
Α´ Επίρρ. 1) α) (Τροπ.) (συχνά με το επίθ. όλος, ιδίως σε κυπριακά κείμ.· η επανάληψη αντάμι αντάμι για επίταση) μαζί (Πβ. άμα Α, Εκφρ. 3β · η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): μ’ όλη τη δόξ’ αντάμι Ερωφ. Α΄ 362· έναν, απὄχει κι αρετές και βασιλειάν αντάμι Ερωφ. Δ΄ 318· ως είδασιν τ’ αδέλφια της την κόρην μαραμένην,| αντάμα οι πέντε εστενάξασιν Διγ. Esc. 188· όλοι αντάμα εγράψαν εις χαρτίν τες αφορμές Μαχ. 4632· αντάμι αντάμι θυσιάν να τσ’ είχα κάμει (ενν. τις ψυχές) Πιστ. βοσκ.V 6, 252· —Συνών.: άμα Α, Εκφρ. 3β, αμφοτέρως 1· β) (προκ. για προσέγγιση ή συμπλοκή) μαζί, μεταξύ (Πβ. ΙΛ στη λ. 2): γυρεύουσι τα ταίρια τους αντάμα να σμιχτούσι Ερωτοπ. 708· ο είς τον έτερον θεωρεί εντάμα να συγκρούσουν Φλώρ. 665· οι λαγωοί και αετοί εμάλωναν αντάμα Αιτωλ., Μύθ. 106· Πβ. αναμεταξύ 1β. 2) (Χρον.) συγχρόνως, αμέσως, συνεχώς: σ’ έν’ ανοιγοσφάλισμα των ομματιών του αντάμι Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 67· ίασε και τας ψυχάς και το κορμίν εντάμα Συναξ. γυν. 68· γη ποιοι ’χασίνε κάμει| τούτες σας τσι Πυράμιδες μέρα και νύκτ’ αντάμι κοπιάζοντας έτσ’ εύκαιρα; Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 54. Πβ. άμα Α, Εκφρ. 3α. —Συνών.: αδιάλειπα, αδιάλειπτα, αδιαλείπτως. Β´ Πρόθ. (με γεν., με αιτ., με τις προθ. με, μετά, εις + αιτ.) μαζί (Πβ. ΙΛ στη λ. 5): να είναι όλοι αντάμα του, να στέκουν μετά κείνον Αχιλλ. L 205· έλα λοιπόν αντάμα μας Διγ. O 2711· αντάμα με την πλήξην η χαρά μου Κυπρ. ερωτ. 7914· ας έλθει εις το οσπίτιν μου αντάμα μετά μένα Ιμπ. 440· και εις εμέν αντάμα εκάθετον κι επρόσεχεν η κόρη Λίβ. Esc. 3605. Πβ. άμα Β1.ανυπόστατος,- επίθ., Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 4, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 89, 880, Καλλίμ. (Κριαρ.) 213, 1132, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 322, Βίος Αλ. (Reichm.) 3678, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 69, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 310.
Το αρχ. επίθ. ανυπόστατος. Η λ. και σήμ.
1) Ακαταμάχητος, ασυγκράτητος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι): άμαχον, ανυπόστατον, αδούλωτον καθόλου Καλλίμ. 213. Βλ. και ακάθεκτος, ακατάμαχος, ακατάσχετος, ακράτητος, ακράτιστος, ανεπιχείρητος. 2) α) Που δεν έχει σταθερή βάση, σαθρός (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ 1): εν τοις φθαρτοίς και τοις ανυποστάτοις Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 89· β) που δεν έχει ηθικό υπόβαθρο: για ψεύτρα και ανυπόστατη φαίνεται ’τι με κρένεις Τριβ., Ρε 310· γ) ασταθής: βλέψον την ανυπόστατον εναλλαγήν του χρόνου Βίος Αλ. 3678.ανυστερήτως,- επίρρ., Βίος Αλ. (Reichm.) 2788, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 136.
Το μτγν. επίρρ. ανυστερήτως. Η λ. με τη νεώτερ. σημασ. και σε έγγρ. (Θεοχ., Διαθ. 22 κ.α.).
Χωρίς στέρηση· άφθονα: πάλιν ει και χρυσίον| εν φόροις θέλει του λαβείν, ανυστερήτως έχει Βίος Αλ. 2788.αόμματος,- επίθ., Ιατροσ. (Legr.) 2623, Τζαμπλάκ. (Ζώρ.) 8.
Από το στερ. α‑ και το αρχ. ουσ. όμμα. Η λ. ήδη στον 5. αι. (Lampe, Lex.) και σήμ. σήμ. (ΙΛ).
Τυφλός (Η σημασ. ήδη στον 5. αι., Lampe, Lex. και σήμ., ΙΛ): εκάθετον αόμματος, ωσάν τυφλός οπού ’τον Τζαμπλάκ. 8.απεντεύθεν,- επίρρ., Σπαν. (Hanna) B 203, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 203, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2128, Διγ. (Καλ.) A 3125, Βέλθ. (Κριαρ.) 752, Ερμον. (Legr.) Θ 11, Ι 143, Λ 304, Ρ 67, 134, Ψ 267, Τζαμπλάκ. 5, 135, Χειλά, Χρον. (Hopf) 351, Έκθ. χρον. (Lambr.) 767.
Το μτγν. επίρρ. απεντεύθεν.
α) Από αυτή τη στιγμή, αμέσως: και ει δοκείς, αρξώμεθα της μάχης απεντεύθεν Διγ. Gr. VI 203· βλ. και άμα φρ. Α 3α· εις την ίδιαν πατρίδα| απεντεύθεν ας απέλθουν Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Γ΄ [148]. β) αποδώ και πέρα, του λοιπού: τα ημέτερα γαρ όπλα| απεντεύθεν ας επάρει Ερμον. Λ 304· βλ. και απάρτι ϛ΄ γ) (με υπονοούμενη μτχ. καταγόμενος) αποδώ· ντόπιος: ην γαρ εκεί τις απεντεύθεν τεφτερτάρης Έκθ. χρον. 767. Βλ. και απεδώ 3.αποκάτω (I),- επίρρ., Καλλίμ. 1751, Εγκ. αγ. Δημ. 111208, Ασσίζ. 2131, 15322, 22021, 2861, Ιατροσ. 2086, Πουλολ. 81, Απολλών. 142, Λίβ. N 167, Τζαμπλάκ. 61, Λέοντ., Αιν. (Knös) I 183, Χρησμ. I 191, 207, Μαχ. 3525, Θησ. (Foll.) I 27, Καραβ. 50018, Διήγ. Αλ. V 42, 62, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15623, Πικατ. 63, Συναξ. γυν. 111, 217, 225, 276, Κορων., Μπούας 7, Πεντ. Έξ. XXVI 24, XXXIX 20, Αιτωλ., Μύθ. 253, 3511, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 398, 407, Δωρ. Μον. XIX, XXIX, Ερωτόκρ. Β́ 177, 310, 515, 669, 2154, Δ́ 929, 1546, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ [470], Δ́ [291 ], Αποκ. Θεοτ. II 48, 216, 220, Διήγ. ωραιότ. 846, Φορτουν. Πρόλ. 100, Β́ 48, Ζήν. Έ́ 215, Τζάνε, Κρ. πόλ. 27113, 42010, 44816, 58220· απακάτω, Ασσίζ. 47424, Διγ. (Hess.) Esc. 647· απεκάτω, Χρον. Μορ. H 2195, Λίβ. Esc. 151· αποκάτου, Ελλην. νόμ. 55318, Λίβ. Esc. 322, Αχιλλ. O 425, Διήγ. Αλ. V 39, 46, 65, Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 197, Πεντ. Γέν. I 7, Δευτ. IV 39, Σουμμ., Ρεμπελ. 163· απουκάτω, Ασσίζ. 3712, 16028, 20420, 2705, 47118, Gesprächb. 72l523, Μαχ. 6210, 2722-3, 47236, 55430, 6401, 65435, Βουστρ. 501· ’ποκάτω, Θρ. Κύπρ. K 65, Ερωτόκρ. Β́ 1890, Διήγ. ωραιότ. 26, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1087], Τζάνε, Κρ. πόλ. 27726, 29110 ’πουκάτω, Κυπρ. ερωτ.1102, Παλαμήδ., Βοηβ. 197.
Από την πρόθ. από και το επίρρ. κάτω ή το επίρρ. υποκάτω ανάλογα με τη σημασ. Πβ. και L‑S, λ. αποκάτω. Η λ. και οι τ. της (εκτός από τον τ. απακάτω) και σήμ. (ΙΛ).
1) α1) (Προκ. για στάση) κάτω (σε αντίθεση προς το επάνω) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): το κάτεργον έσπασεν απεκάτω Χρον. Μορ. H 2195· βλέπω κι έχουμε τα κύματ’ αποκάτω Ροδολ. Δ΄ [291 ]· εκφρ. (1) με έναρθρο το επίρρ. αποκάτω = που βρίσκεται στο κάτω μέρος: τούτα παν εις την σκάλαν την αποκάτω Καραβ. 50018 (2) το αποκάτω (ενός αντικειμένου) = το κάτω τμήμα του Το … θαλασσίδιον το αποκάτω της αγίας τραπέζης Διήγ. Αγ. Σοφ. 15623· α2) (προκ. για ρούχα) απομέσα (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): ρούχον λατινόκοπον εφόριεν αποκάτου Λίβ. Esc. 322· 2) α) (Προκ. για κίνηση προς τόπο) κάτω (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): εβούλησα κι εδιάβηκα στον Άδην αποκάτω Πικατ. 63· β) (προκ. για κίνηση από τόπο) αποκάτω: Λάζαρος ενεστάθη και εσηκώθηκεν ορθός, ’ποκάτω ’πού τα βάθη Διήγ. ωραιότ. 26· γ) (προκ. για προέλευση ανέμου, αλλά και προσώπου, κλπ.) από το νότιο τμήμα: κι εδιπλοσφύριξε ο βορράς κι ο νότος αποκάτω Τζάνε, Κρ. πόλ. 44818. 3) (Προθετικώς) α) (με γεν.) (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α): το πεύκιν να το απλώσωμεν απουκάτω σου Μαχ. 65435· εκείνοι οπού ήσαν εις το αυτόν κακόν εντέχεται να τούς φυτέψουν ολοζώντανους απακάτω της γης Ασσίζ. 47424· εκεί ’ποκάτω του τειχιού τρύπες βαθειές να κάνουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 27726· φρ. (1) έχω αποκάτω μου = έ. στην εξουσία μου, στην προστασία μου: ακόμη και την Ελλάδα έχε την αποκάτω σου Διήγ. Αλ. V 62, Ελλην. νόμ. 55318· Σουμμ., Ρεμπελ. 16315· Ασσίζ. 3712, 2861· (2) βάνω αποκάτω μου = υποτάσσω: έβαλεν απουκάτω του ο σουλτάνος όλα τα ρηγάτα της Συρίας Μαχ. 6401· (3) είμαι ή ευρίσκομαι αποκάτω (κάποιου ) = είμαι κάτω από την εξουσία ή την προστασία (κάποιου) (Πβ. ΙΛ στη λ. 3β): εάν εποίησεν ... κανέναν κακόν, ή κλεψίαν,όσο που ένι απουκάτω του πατρός του Ασσίζ. 16028· όποιος αποκάτω της ευρίσκεται είναι καλά φυλαμένος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 407· (4) καταλακτίζω (κάποιον) απουκάτω των ποδιών μου = κ. με τα πόδια μου, ποδοπατώ: εκαταλάκτισέν τον απουκάτω των ποδιών του Ασσίζ. 20420 β) (με απλή αιτ. αντί γεν.) κάτω από ...: ήλθαμεν και επέσαμεν αποκάτου το κάστρον τους και ατιμώθημεν Διήγ. Αλ. V 46· φρ. είμαι αποκάτω, είμαι αποκάτω τον ορισμόν, αποκάτω το χέριν (κάποιου) = είμαι στην εξουσία (κάποιου): είμεσθεν αποκάτου τον Δάρειον Διήγ. Αλ. V 65· είμαι αποκάτω τον ορισμόν σου Διήγ. Αλ. V 42· εσείς αποκάτου το χέρι του Αλεξάνδρου είσθεν Διήγ. Αλ. V 39· γ) (με προσδιορ. με την πρόθ. από ) (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3β) κάτω από ...: Ε (έκδ. αί) και το πυρρόν ακάνθιν αποκάτω από πελάγου| ήπλωσεν κι έπιασεν τόπον Χρησμ. I 207· έκφρ. (προκ. για καταστροφή οικοδομημάτων, πολιτείας, κλπ.) αποκάτω από τον πάτο = από τα θεμέλια, ολοκληρωτικά: την χώραν την αφάνισεν ’πουκάτω ’πού τον πάτο Παλαμήδ., Βοηβ. 197· δ) (με προσδιορ. με την πρόθ. εις>σ) (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3γ) κάτω από ...: να πα να τον αγκαλιαστείς εις το δέντρο αποκάτω Ερωτόκρ. Δ΄ 1546· ήλθε κι ετέντωσε σιμά στα τείχη μ’ αποκάτω Τζάνε, Κρ. πόλ. 58220· φρ. (1) (με ρ. όπως απομένω, δουλώνομαι, είμαι, κλπ.) αποκάτω σε ... = βρίσκομαι, πέφτω στην εξουσία: απομένει| στ’ εχθρού αποκάτω κι άπονα στα χέρια του αποβαίνει Ροδολ. Γ΄ [470]· δεν δουλωνόμασθεν στους ανδρες αποκάτω Θησ. I 27· ήσαν αποκάτω εις το ρηγάτον του Δωρ. Μον. XIX· (2) αποκάτω στο όνομα = με την προστασία που παρέχει το όνομα (κάποιου) ή κάποιος: ’ποκάτω στο δικό σου| τ’ όνομα το περίφημον Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1090 ]· ε) (με προσδιορ. με την πρόθ. εκ) κάτω από …: ως αποκάτω εκ τον βυθόν διά πόθον ανεβαίνει Λίβ. N 167.ατλάζι- το, Τζαμπλάκ. 75, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 391, 392, 395, 414, 415, 417, Ιστ. Βλαχ. 2152.
Από το αραβ. atlas (Βλ. Ανδρ., Λεξ., Pern., Ét. linguist. 405 και Κουκ., ΒΒΠ Β́2 8). Η λ. και στο Du Cange και σήμ. (ΙΛ).
Στιλπνό μεταξωτό ύφασμα (Βλ. Pern., Ét. linguist. 405. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): σόφια μεταξωτά και εύμορφα ατλάζια Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 391.αυτού,- επίρρ., Σπαν. A 102, Σπαν. V 90, Σπαν. (Ζώρ.) V 611, Γλυκά, Στ. 307, Ασσίζ. 424, 256, 555, 2216, 23231, 28330, 2927, 3243, 4628, 4756, Διγ. (Trapp) Esc. 332, Ακ. Σπαν. 37273 , 45537, Ερμον. Η 316, Χρον. Μορ. P 4018, Τζαμπλάκ. 37, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 640, 755, Χούμνου, Π.Δ. XII 40, Διήγ. Αλ. V 37, 39, 41, 85 δις, Έκθ. χρον. 7324, 8414, Απόκοπ. Επίλ. I 532, Συναξ. γυν. 715, Πένθ. θαν.2 108, 116, 196, 543, 547, 630 Φαλιέρ., Λόγ. 408, Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 21, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 146, Αιτωλ., Μύθ. 844, 14024, Χρον. σουλτ. 5724, Παϊσ., Ιστ. Σινά 549, 775, 1553, Πιστ. βοσκ. III 9, 19, Μανολ., Επιστ. 171, Διγ. Άνδρ. 33919, Θυσ.2 760, Στάθ. Γ΄ 146, κ.π.α.· ατού, Κατζ. Β΄ 101, 532, Δ΄ 41, Ε΄ 297, Φορτουν. Γ΄ 701· αύτου, Διγ. (Trapp) Esc. 270, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ί́ [45], Διγ. Άνδρ. 3576, 39426, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 22r, 36r, 55v, 64v, 276v, 301r, 375r, κ.α.
Το αρχ. επίρρ. αυτού, γεν. της αντων. αυτός. Οι τ. ατού και αύτου από τους αντίστοιχους τ. της αντων. αυτός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. (Τοπ.) 1) α) Εδώ (και με επίρρ. ή με την πρόθ. από. Βλ. και L‑S· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2 ): κύριε, εύρηκα εις την οικίαν μου ως έσκαφά την τοιούτον πράγμαν και στείλε αυτού, κύριε, και λάβε τό ευρέθην Ασσίζ. 2216· τούτον τον άνθρωπον τον εφέραμεν αυτού Ασσίζ. 4756· είντά ’ναι και σφουγγίζεσαι, είντά ’ναι αυτού και κλαίγεις; Θυσ.2 760· Μα κρίνω πως μας έστειλε αυτού κάτω| η μοίρα η άτυχή σου Πιστ. βοσκ. III 9, 19· βλ. και απώδε Α2α, εδεπά, επά, επώδε· β) (προκ. για αναφορά σε γραπτό κείμενο): Αυτού λέγει το δίκαιον εκείνου οπού πουλεί ένα άλογον ετέρου άλλου ανθρώπου εις καιρόν νοματισμένον Ασσίζ. 2927· Αυτού λέγει το δίκαιον διά εκείνον οπού ουδέν θέλει να πλερώσει το ενοίκιον του εσπιτίου Ασσίζ. 3243. 2) α) Εκεί (Βλ. και L‑S· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): πάντα την Δύσιν θεωρείς, διατί έχεις αυτού τον φόβον Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 640· βλ. και αυτόθεν 1β, εδαυτού, εδεκεί, εδεπά· β) εκεί (με αναφορά σε πρόσωπο): και όλον τον νουν της έχει αυτού, τον δεύτερόν της άνδρα| και τα παιδιά της τα ’λεεινά όλα τα εξαφήνει Σπαν. (Ζώρ.) V 611. 3) (Με ακόλουθο το αναφ. πού, όπου, οπού) στον τόπο αυτόν (όπου), εκεί (όπου) (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): άνθρωπε, σπούδαζε γοργά αυτού που αναβαίνεις Τζαμπλάκ. 37· δέξαι κι εμέν στές αγκάλες σου αυτού πού ’σαι θαμμένη Χούμνου, Π.Δ. XII 40· ψυχή μου, ως ασυνήθιστος, μεγάλα δυσχεραίνεις·| αυτού οπού τα κατήφερες και συ να συνηθίσεις Γλυκά, Στ. 307. 4) Στο σημείο αυτό: Σκηνώσαντες δε άντικρυ, ποιήσαντες και αυτού χάντακας και θέντες και τας σκευάς αυτών Έκθ. χρον. 7324. 5) Εκεί, στον ίδιο τόπο: αυτού έναι ο νους τους πάντοτε και αυτή έναι η επιθυμιά τους Πένθ. θαν.2 543· το δίκαιον κρινίσκει … ότι ο νοικοκύρης και πάντες οπού κατοικούν αυτού εντέχεται να ομόσουν επάνω εις τα άγια Ασσίζ. 23231. 6) Από εδώ (διαμέσου): αυτού απεράσανε τόσοι βασιλείς Ρωμαίοι φρονιμότατοι και ανδρειωμένοι Χρον. σουλτ. 5724. Βλ. και απεδεκεί 3, απεκείθεν 2, απομέσα 1γ. ΙI. (Χρον.) τότε, στη στιγμή, όταν (Βλ. και Hunger-Vogel [Rechenb. σ. 84]· για τη σημερ. χρ. βλ. ΙΛ στη λ. 4): αυτού το άλογόν του το Βουκέφαλον τον επίασεν με τα ποδάρια του τον Βρυονούση Διήγ. Αλ. V 85. Βλ. και αυτίκα 2. III. (Ως δεικτ. μόρ.) α) Να, ιδού (συχνά με ακόλουθα τα: οπού, πώς, τι): όταν τον είδαν οι αδελφοί τον απομακρέα οπού υπήγαινε προς αυτούς λέγουν: «Αύτου ο ενυπνιαστής οπού έρχεται» Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 146v· αύτου οπού η γεύσις διαφέρει και έναι μεγαλοτέρα και παρά την αφή και παρά την όρασιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 34r· Αύτου πώς τα έκαμεν αιώνια από ουδετίποτες Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 22r· Αύτου τι προξενεί η μοιχεία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 379v· β) (για να δηλωθεί ακρίβεια) ακριβώς: Την Παρασκευήν έδωσε (ενν. ο Ιησούς) το πνεύμα εις Θεόν αύτου μίαν ημέραν, το Σάββατο όλον έκαμε εις τον τάφον, αύτου δύο ημέρες και την νύκταν ξημερώνοντας Κυριακή αναστήθηκεν, αύτου τρεις ημέρες Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 300v.αφήνω,- Σπαν. A 190, Σπαν. V Suppl. 175, Σπαν. O 62, Σπαν. (Μαυρ.) P 311, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 249, Λόγ. παρηγ. L 29, Λόγ. παρηγ. O 28, Αιν. άσμ. 72, Προδρ. II Η 49, III 137, 173, 269, Παράφρ. Μανασσ. 307, Καλλίμ. 655, Ασσίζ. 627, 1293, 17222, Διγ. (Trapp) Esc. 338, Διγ. Esc. 1780, Διγ. Z 997, 1917, 1960, Διγ. A 3210, Βέλθ. 80, 225, 228, 560, 1086, Πόλ. Τρωάδ. 129, Ερμον. Φ 325, Χρον. Μορ. H 159, 611, 799, 814, 854, 1482, 2128, Χρον. Μορ. P 1452, Ορισμ. Μαμελ. 971, Φλώρ. 1154, 1156, Gesprächb. 22261, Απολλών. (Wagn.) 578, 839, Απολλών. 375, Λίβ. P 549, 2451, Λίβ. Sc. 339, Λίβ. Esc. 640, 716, 763, Λίβ. (Lamb.) N 643, Λίβ. N 1306, Αχιλλ. (Haag) L 19, Αχιλλ. L 985, Αχιλλ. N 63, Αχιλλ. O 34, Ιμπ. 817, 832, Τζαμπλάκ. 85, Βεν. 6, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 443, Μαχ. 165, 3827, 18625, 20030, 24833, 2625, 37625, Σφρ., Χρον. μ. 248, Θησ. (Foll.) I 13, Θησ. Πρόλ. 16, Ch. pop. 286, 512, Χούμνου, Π.Δ. VII 2, Σκλέντζα, Ποιήμ. 122, 80, Γεωργηλ., Βελ. 44, Γαδ. διήγ. 26, Διήγ. Αλ. V 26, Αλεξ. 5, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15119, Σαχλ., Αφήγ. 116, Κυπρ. ερωτ. 848, Έκθ. χρον. 3811, Απόκοπ. 526, Πικατ. 297, Συναξ. γυν. 695, Κορων., Μπούας 13, 22, 24 δις, 25, 29, 30, 31, 32 δις, 33 δις, 34 δις, 38, 42, 49 δις, 51, 52, 53, 60 δις, 69, 70 δις, 72, 126, Πένθ. θαν.2 88, 93, 102, 120, 275, Πένθ. θαν. (Knös) S 229, Φαλιέρ., Ιστ. A 455, Φαλιέρ., Ιστ. V 59, Φαλιέρ., Λόγ. 373, Τριβ., Ρε (Ζώρ.) 27, Φαλιέρ., Ρίμ. L 107, Βεντράμ., Φιλ. 233, Διήγ. Αλ. G 27321, Ψευδο-Σφρ. 20810, 30630, Δεφ., Λόγ. 153, Πεντ. Γέν. II 24, XIX 16, XXVIII 15, XLIV 22, Ρίμ. θαν. 12, Αχέλ. 420, 464, 465, Αιτωλ., Μύθ. 168, 211, 484, Θρ. Κύπρ. M 126, Χρον. 308, Ιστ. πολιτ. 513, Μ. Χρονογρ. 3414, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 402, 461, Δωρ. Μον. (Hopf) 239, Κατζ. Πρόλ. 23, Β΄ 62, Γ΄ 322, 427, Δ΄ 428, Ε΄ 521, Γύπ. Πρόλ. θεάς 89, Πανώρ. Α΄ 239, 401, Β΄ 66, Γ΄ 158, 172, 179, 328, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 108, Α΄ 212, 495, 604, Β΄ 34, 128, 185, 352, Πιστ. βοσκ. I 1, 61, 129, 193, 4, 51, II 7, 115, Φαλλίδ. 50, Βοσκοπ. 265, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171, Σταυριν. 120, Επιστ. Ηγουμ. 175 δις, Σεβήρ., Διαθ. 190 τρις, Σουμμ., Ρεμπελ. 181, Διγ. Άνδρ. 36711, 37312, Ερωτόκρ. Α΄ 336, 790, 827, 845, 862, 1103, 1212, 1257, 1561, 1590, 1696, 1750, 1877, 2027, Β΄ 468, 594, 940, 1467, 1940, 1963, Γ΄ 1749, Δ΄ 240, 1648, 1956, Θυσ.2 62,188, 444, Παρθεν., Γράμμ. 227, Στάθ. Α΄ 135, Β΄ 82, 205, Συναδ., Χρον. 70, Βακτ. αρχιερ. 137, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [105,157], Λίμπον. 83,152, Φορτουν. Α΄ 139, Β΄ 400, Γ΄ 166, 230, 337, Ζήν. Β΄ 251, Γ΄ 152, Δ΄ 229, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 12, Λεηλ. Παροικ. 530, Διγ. O 259, 958, 1831, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1455, 15814, 16210, 16325, 1762, 17821, 18116, 1854, 1878, 19316, 19421, 1961, 1996, 24, 20117, 20213, 20326, 2104, 2118, 2298, 2323, 8, 23318, 23516, 23622, 25318, 2672, 28130, 30823, 3111, 4512, 54418, Διακρούσ. 10226, 10527, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 9617, κ.π.α.· αφήννω, Μαχ. 48221, 6489, 65227, Κυπρ. ερωτ. 7535, 36, 10729· ’φήννω, Κυπρ. ερωτ. 11829, 14212, 15026· ’φήνω, Αλεξ. 2857, Ερωτόκρ. Α΄ 1026, Στάθ. Α΄ 91, Φορτουν. Β΄ 79, Ζήν. Β΄ 376, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3636· αόρ. εφήκα, Ασσίζ. 13911, Φλώρ. 1536, Ερωτοπ. 370, Απολλών. 506, Λίβ. Esc. 743, Λίβ. N 688, 2822, Αχιλλ. (Haag) L 40, 46, 997, Αχιλλ. L 533, Αχιλλ. O 548, Μαχ. 621, 1344, 30421, 5523, Ch. pop. 22, 48, Γεωργηλ., Θαν. 451, Βουστρ. 441, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 414, 417, 443, 446, 449, Μορεζίν., Λόγ. 468, 470, Ερωτόκρ. Α΄ 534, Γ΄ 511, Διήγ. ωραιότ. 132, Φορτουν. Πρόλ. 119, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3394, 5617· μτχ. αφησμένος, Παλαμήδ., Βοηβ. 1218.
Από το αρχ. αφίημι. Βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 288. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αφίνω).
1) α) Αφήνω (κ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1α): αφήνουν τα κοντάρια τους και πιάνουν τα σπαθιά τους Διγ. O 259· από την τρομάρα τους τ’ άρματά τους αφήκαν Κορων., Μπούας 126· βλ. και απολύω Α1α, αφίω, αχαμνώ 2α, εξαφήνω· β) τοποθετώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 2): στεφάνι στα χρυσά μαλλιά ολόχρυσο τ’ αφήνου Ερωτόκρ. Δ΄ 1956· βλ. και ακουμπίζω Β 3α, ακουμπώ Β, ανακουμπίζω Α, απηθώνω α, αποθέτω 1, αποσταίνω 1, αποτίθεμαι, αρμαθιάζω, βάνω· γ) αφήνω κατά μέρος, εγκαταλείπω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1δ): παρέλαβέ μας η χαρά, αφήκε μας η λύπη Λίβ. Esc. 763· μ’ αφείτε την κι έχει καιρό να δέρνεται, να κλαίει Ερωτόκρ. Δ΄ 240· τ’ άλογά ντου ’πόλυκε και τα γεράκι’ αφήνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1749· ουδέ ποσώς σ’ αφήνει η θύμησή μου Ch. pop. 286· άφησαν τα σπίτια τους, περβόλια και τόπους Διακρούσ. 10527· δ) επιτρέπω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1β): αν το μάθ’ ο πατέρας μου, ουδέν με θέλει αφήσει| να εξέβω εις αναγύρευσιν ωραίας της Μαργαρώνας Ιμπ. 832· (προκ. για αρχηγό) καθιστώ κάπ. αρχηγό: Καπετάνιον καθολικόν εις όλους τον αφήκε Κορων., Μπούας 30· (προκ. για χρέος) διαγράφω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 9): αφήνει τους το τέλος και το χρέος τους Απολλών. (Wagn.) 839· (προκ. για αμαρτίες) συγχωρώ: Πάγαινε, τες αμαρτιές σου αφήνω Σκλέντζα, Ποιήμ. 122. Βλ. και απαιτώ 3, δίδω· όσων αφήσετε τες αμαρτίες τους, να τους είναι αφημένες Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 298v· παρευθύς ο Θεός τον ελέησεν και άφησέ του τας αμαρτίας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 383v. 2) α) Εγκαταλείπω, «παρατώ» (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1δ): … πὀκόμπωσες και φίλησες και ύστερα μ’ έφήκες Ch. pop. 48· β) απαρνούμαι: … δι’ ης την πίστιν άφηκες, δι’ ης και την πατρίδα Διγ. Z 997. Βλ. και αρνούμαι 4α, αρνώ 1. 3) α) Παραδίδω στην εξουσία άλλου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1γ): οι σύβασες α θα γραφτούν, τη χώρα να τ’ αφήσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 54418· βλ. και αναπαραδίδω· β) αφήνω στη δικαιοδοσία κάπ.: δεν κατέχοντας πως ζυγώνουσι τα φουσσάτα τως, ελόγιαζαν πως εφύγασι και εφήκασίν τως την χώραν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 402. 4) Κληροδοτώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 6): εις το θάνατό του| μας άφηκε για ψυχικό το πράμα το δικό του Κατζ. Δ΄ 428· βλ. και απαριάζω 2, απαφήνω 4, αποδίδω 2β, αποθέτω 2· φρ. (1) αφήνω τιμήν = τιμώμαι: Ν’ αφήσουν έπειτα τιμήν, πάντες να τους δοξάζουν Κορων., Μπούας 72· (2) αφήνω άνομα ή φήμη = φημίζομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1γ): ανέν και αποκτήσει| του Αλεξάνδρου τον στρατόν, κάλλι’ όνομα ν’ αφήσει Κορων., Μπούας 31· ηγάπα την αλήθειαν και την δικαιοσύνην (παραλ. 1 στ.), με τες οποίες αφήνουσι φήμην εις κάθε τόπον Λίμπον. 152· (3) αφήνω αγάπην = αφήνω αγαθές αναμνήσεις: αγάπην άφηνε παντού, μη σε ακλουθήσει φθόνος Φλώρ. 1156. 5) Παραλείπω κ. (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1Ϛ): αφήνω, παρατρέχω τα, σιγοπατώ τα τότε Λίβ. Sc. 2708· τα αναγκαία σύντυχε, τα δ’ άκαιρα αφήσε Κορων., Μπούας 34. Βλ. και αργώ A3. 6) Παύω, σταματώ: Ενταύθα γάρ αφήνω εδώ να γράφω και να λέγω| διά εκείνον τον μισίρ Ντζεφρέ Χρον. Μορ. H 2128· εσού βιγλώντα αφήννεις να θρηνίζεις| κι εγώ ποτέ αφήννω να βακρύζω Κυπρ. ερωτ. 7536· βλ. και ανακόπτω 1, αναπαύω Α2, αναχαιτίζω, αποβγάζω, αποδημώ 2, αποκόπτω 5α, παύω, σχολάζω. Φρ. 1) Αφήνω επαινον = επαινούμαι: έπαινον αιώνιον στον κόσμον για ν’ αφήσουν Κορων., Μπούας 70. 2) Αφήνω φωνήν = φωνάζω: στάθη στό σπίτι άντικρυς, μεγάλην φωνήν αφήκεν Διγ. Z 1960. 3) Αφήνω ζωήν = πεθαίνω: Ή να πάρω τους τόπους μου ή την ζωήν ν’ αφήσω Κορων., Μπούας 42. 4) Αφήνω γεια, υγείαν ή πολλή ζωή = αποχαιρετώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1γ): γεια σάς αφήνω δάση Πιστ. βοσκ. I 1, 61. Τότες αποχαιρετισμόν ο αμιράς τώς δίνει,| όσοι τον εσυνόδευσαν υγείαν τώς αφήνει Διγ. O 958. αφήνω σας πολλή ζωή, γιατί θωρώ στη βρύση| εσίμωσε ο Γύπαρης Γύπ. Πρόλ. θεάς 89. 5) Αφήνω νυχτιά καλή = λέω καληνύχτα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1γ): απήτις δε σηκώνεστε να ’ρθείτε, αφήνομέ σας νυχτιά| καλή Κατζ. Ε΄ 521.βαθμηδόν·- Τζαμπλάκ. 34, εσφαλμ. γρ. αντί βαθμίδιν.
βαθμίδι(ν)- το, Τζαμπλάκ. 34 (έκδ. βαθμηδόν· διορθώσ. βαθμίδιν), Παϊσ., Ιστ. Σινά 133, 577· βαθμίδι(ν) ή βαθμίδιον, Λόγ. παρηγ. O 410, Παϊσ., Ιστ. Σινά 243, 1016· βασμίδι(ν), Λόγ. παρηγ. L 269, 342, 636, 722, Λόγ. παρηγ. O 278, 352, 356· βασμίδι(ν) ή βασμίδιον, Λόγ. παρηγ. O 275, Ασσίζ. 3718.
Υποκορ. του ουσ. βαθμίς. Η λ. ήδη τον 6. αι. (Βλ. Lampe, Lex., λ. βαθμίδιον, βασμίδιον). Ο τ. βασμίδι <μτγν. βασμίς και σήμ. (ΙΛ, λ. βασμίδι και Andr., Lex., λ. βασμίς).
1) Σκαλοπάτι (Βλ. Lampe, Lex., λ. βαθμίδιον. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, ό.π. 1α): οράς ετέραν σκάλα| έχουσαν τα βαθμίδια ου πάμπολλα μεγάλα Παϊσ., Ιστ. Σινά 1016· βλ. και αναβασμίδιν, βαθμίς, σκαλέρι· (μεταφ.): το βασμίδιν ν’ ανεβείς της Ευτυχίας ως θέλεις Λόγ. παρηγ. L 342. 2) Βαθμός συγγένειας: τα αδελφοτέκνια τα γνήσια άχρι του δευτέρου βασμιδίου Ασσίζ. 3718.βαθμός- ο, Λόγ. νουθ. 10231, Ελλην. νόμ. 56424, 5653, 6 δις, Διάτ. Κυπρ. 5098, Χρον. Μορ. H 6036, Βίος οσ. Αθαν. 258, Τζαμπλάκ. 55, Κορων., Μπούας 92, Ιστ. πατρ. 18720, Βακτ. αρχιερ. 137, 139, 140, 185· βασμός, Φαλιέρ., Ρίμ. AN 86.
Το αρχ. ουσ. βαθμός. Για τον τ. βλ. L‑S (λ. βαθμός). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αξίωμα (βλ. Lampe, Lex., στη λ. 3· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): είπερ ίδεις τους πλευστικούς άρχοντας ούτως σοι, ως προείρηται, διακειμένους, μη άλλους πλευστικούς αντ’ αυτών εις τον βαθμόν αυτών καταστήσεις Λόγ. νουθ. 10231· Περί απειθών κληρικών, οπού δεν πείθονται να αναβούσιν εις μεγαλύτερον βαθμόν Βακτ. αρχιερ. 137· β) τιμή: ου πρέπει σε, καλή αδελφή, να κάθεσαι μετ’ έμας,| ίσως ωσάν εμάς τες δυο όπου είμεσταν ροΐνες·| εις άλλην δόξαν και βαθμόν είμεσταν παρά εσένα Χρον. Μορ. H 6036. Βλ. και αξία 3α, απλότης 4, αρπαγμός Α3, αύξησις 6, τιμή, χρήση. 2) (Προκ. για συγγένεια) βαθμός (Βλ. L‑S στη λ. ΙΙ και Sophocl. στη λ. 3· η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 9): Πάλιν λέγομεν ότι οι συγγενείς πρώτος βαθμός εστίν ο πατήρ και η μήτηρ Ελλην. νόμ. 56424· Η καθαμία τάξις συγγενείας έχει διαφόρους βαθμούς Ελλην. νόμ. 5653. 3) Διαβάθμιση, πορεία (;): Όλα τως τούτα, φίλε μου, βαστούσι τους καιρούς τους| και όλα με μέτρος γνωστικόν κρατούσιν τους βασμούς τους Φαλιέρ., Ρίμ. AN 86.βαριαναστενάζω,- Διγ. Esc. 311, Περί ξεν. A 14, Ερωτοπ. 23, 278, 282, 367, 643, Τζαμπλάκ. 74, Ch. pop. 423, Θησ. Δ΄ [232], Ε΄ [157], Γαδ. διήγ. (Wagn.) 61, Σαχλ., Αφήγ. 80, Πένθ. θαν.2 59, Ευγέν. 362, 1327, Φορτουν. Β΄ 123, Διακρούσ. 9513, 973, 10513· Τζάνε, Κρ. πόλ. 17622, 2241· βαραναστενάζω, Χούμνου, Π.Δ. I 9, Πανώρ. Β΄ 425, Ερωφ. Β΄ 349, Ερωτόκρ. Α΄ 466, Β΄ 1284, 1700, Γ΄ 818, 1373, 1489, 1731, Ε΄ 316, 403, 710, 902, 1169, Στάθ. Α΄ 272· βαρυναστενάζω, Αλεξ. 2802.
Από το επίρρ. βαριά και το αναστενάζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαρεαναστενάζω. Πβ. και βαρυαναστενάζω).
Αναστενάζω βαθιά (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαρεαναστενάζω ): Μα τι έχεις, φίλε, και θωρώ και βαριαναστενάζεις; Φορτουν. Β΄ 123.βλέμμα- το, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 516, Λόγ. παρηγ. L 605, Λόγ. παρηγ. O 627, Μανασσ., Αρίστ. I α΄ 18, Μανασσ., Χρον. 5361, 5902, 6075, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 491, Διγ. (Trapp) Gr. 6, Διγ. Z 2994, Ακ. Σπαν. 32119, 41421, Πόλ. Τρωάδ. 7, Βίος Αλ. 2349, Βίος οσ. Αθαν. 257, Ερωτοπ. 77, 534, Λίβ. P 700, Λίβ. N 2124, Αχιλλ. L 598, Αχιλλ. N 132, 347, 1599, Τζαμπλάκ. 82, Φυσιολ. (Legr.) 155, Φυσιολ. 3739, Αργυρ., Βάρν. K 374, Δούκ. 2038, 37325, Θησ. Θ΄ [663], Κορων., Μπούας 101, Αιτωλ., Μύθ. 404, Χρον. σουλτ. 7431, Κυπρ. ερωτ. 1143, Διγ. Άνδρ. 33614, 35814, 3801, Τζάνε, Κρ. πόλ. 28426· βλέμμαν, Καλλίμ. 1119, Βέλθ. 286, Ακ. Σπαν. 2818, 3199, 42427, Φλώρ. 844, Λίβ. P 2696, Λίβ. Esc. 989, Αχιλλ. (Haag) L 618, 846, Αχιλλ. N 1439, Μαχ. 25022, Χούμνου, Π.Δ. IV 46, VII 34, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1155· έβλεμμα, Λίβ. Esc. 217.
Το αρχ. ουσ. βλέμμα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
α) Ματιά, κοίταγμα (Η σημασ. αρχ., L‑S και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): όλον το βλέμμα εις αυτόν ητένιζεν η κόρη Αχιλλ. N 1599· βλ. και βλέψιμο· β) η έκφραση των οφθαλμών (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): Όλης του δε της συντροφιάς έδειχν’ ωραίον βλέμμα Κορων., Μπούας 101· Περιστερά τον είδ’ εκεί με λυπημένον βλέμμα Αιτωλ., Μύθ. 404· εγύρισε και είδε τον Τουραχάνη με άγριο βλέμμα Χρον. σουλτ. 7431.γκρεμνίζω,- Διγ. (Trapp) Esc. 46, Πόλ. Τρωάδ. 520, Χρον. Μορ. H 901, Συναξ. γαδ. 330, Περί ξεν. A 492, Περί ξεν. V 101, Λίβ. Sc. 564, Λίβ. Esc. 1671, Τζαμπλάκ. 56, Χρον. Τόκκων 1301, Γεωργηλ., Βελ. 535, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 164, 460, Διήγ. Αλ. V 49, Αλεξ. 260, Πικατ. 62, Σκλάβ. 46, 92, Κορων., Μπούας 80, Περί γέρ. 106, Θρ. Κύπρ. K 254, Μ. Χρονογρ. 371, Ερωφ. Α΄ 562, Κατζ. Ε΄ 48, Χρον. Αθ. 852, Σταυριν. 267, 1088, 1111, Ερωτόκρ. Δ΄ 1073, Ιερόθ. Αββ. 331, Ευγέν. 346, 485, 971, Βακτ. αρχιερ. 180, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1367], Δ΄ [36, 309, 1113], Λίμπον. 360, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 26, Ιντ. β΄ 168, Διακρούσ. 8523, Τζάνε, Κρ. πόλ. 20512, 21711, 2818, 28317· γκρεμίζω, Γαδ. διήγ. 164, 460, 475, Αχέλ. 667, Κώδ. Χρονογρ. 62, Χρον. σουλτ. 1173, Πανώρ. Β΄ 250, Ε΄ 123, Ερωφ. Δ΄ 345, Κατζ. Ε΄ 69, 70, Ιστ. Βλαχ. 2085, Ερωτόκρ. Α΄ 335, Δ΄ 610, 1073, Διακρούσ. 8524, Τζάνε, Κρ. πόλ. 16618, 27226, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 122· γρεμίζω, Κατζ. Β΄ 129, Παλαμήδ., Βοηβ. 298, Τζάνε, Κρ. πόλ. 25123, 28422, 2857· γρεμνίζω, Ιατροσ. 2074, Στάθ. Γ΄ 323, 398, Συναδ., Χρον. 60, Ζήν. Γ΄ 164, Δ΄ 34, Ε΄ 226, 242, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 269· εγκρεμνίζω, Χρον. Μορ. H 890, Περί ξεν. V 500, Χρον. Τόκκων 3412, Θησ. Η΄ [586], Αλεξ. 261, 268, Πένθ. θαν.2 556, Σταυριν. 238· εγκρημνίζω, Διγ. (Trapp) Gr. 1414· κρεμίζω, Ακ. Σπαν. 46575, Χρον. σουλτ. 11728, 12025, Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. [84], Τζάνε, Κρ. πόλ. 16523, 25, 1663, 23918, 29918, 44417, 47812, 48125, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 919· κρεμμίζω, Μαχ. 661, 31410, 3229, 42414‑5, 46037, 4646, 4666, 54636, 60026, Βουστρ. 440, Κυπρ. ερωτ. 9050, 10044, 10626· κρεμνίζω, Αιν. άσμ. 93, Πόλ. Τρωάδ. 592, Χρον. Μορ. P 890, 4057, Ιατροσ. κώδ. ρο΄, Περί ξεν. A 466, Σφρ., Χρον. μ. 9228, Χούμνου, Π.Δ. VIII 93, Αιτωλ., Βοηβ. 25, Κώδ. Χρονογρ. 62, Βίος Δημ. Μοσχ. 632, Βίος αγ. Νικ. 156, Διγ. Άνδρ. 39114, 39325, 4086, Βακτ. αρχιερ. 177, Διακρούσ. 7811, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15514, 15621, 1635, 16822, 17318, 2921, 3124, 3946, 44414, 4836, 49215, 49425· κρημνίζω, Διγ. (Trapp) Gr. 2990, 3018, 3078, Διγ. Z 332, 1873, 3493, 3593, Συναξ. γαδ. 320, Πανάρ. 6115, Γεωργηλ., Βελ. 698, Έκθ. χρον. 3417, 3512, Σοφιαν., Παιδαγ. 103 δις, Ιστ. πολιτ. 4611, Ιστ. Βλαχ. 2082, Διγ. Άνδρ. 40722, Τζάνε, Κρ. πόλ. 25511, 2891.
Το μτγν. κρημνίζω. Ο τ. γκρεμίζω στον Κατσαΐτ., Κλ. Γ΄ 465. Ο τ. εγκρεμνίζω στο Somav. (λ. εγκρεμνίζω). Οι τ. κρεμνίζω και κρημνίζω στο Βλάχ. Η λ. και ο τ. της γκρεμίζω και σήμ. (Δημητράκ., λ. γκρεμνίζω και γκρεμίζω). Ο τ. κρεμμίζω και σήμ., στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 620).
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Ρίχνω κάπ. από ψηλό σημείο κάτω (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. κρημνίζω, στο Βλάχ., τ. κρεμνίζω και κρημνίζω και σήμ., Δημητράκ., λ. γκρεμίζω 1): Απέδω εκ τούτου του κιονίου οφείλουσιν κρεμνίσει| τον βασιλέα τον άπιστον της Κωνσταντίνου Πόλης Χρον. Μορ. P 890· κρούει κλωτσιά, γκρεμνίζει την κάτω στον καταρράκτη Περί γέρ. 106· κι όσο πλια η μοίρα στα ψηλά τον άνθρωπο καθίζει,| τόσο και πλιότερα πονεί όντε τονε γκρεμίζει Ερωτόκρ. Δ΄ 610· όλους ευτύς εκρέμνισαν, λέγω, τους καβαλάρους Χρον. Μορ. P 4057· ’ς τούτο αυτή την αζουδιά ξάβνου κι εγώ ήρπαξά τη| και τέτοια λόγια λέγοντας ζιμιό εγκρέμνισά τη Στάθ. Γ΄ 398· β) (μεταφ.) ρίχνω, βυθίζω κάπ. (στη δυστυχία): Ιδές σε πόσην δυστυχιάν τους έχεις γκρεμνισμένους| τούτους τους δυο αγαπητικούς, τους κακομοιριασμένους Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1113]· γ) (εδώ προκ. για δέντρο) καταβάλλω, ρίχνω κάτω: ως δέντρον εγκρεμνίστηκεν το όμορφον κορμίν του Σταυριν. 1088· δ) φρ. γκρεμίζω κάπ. από το θρόνο = εκθρονίζω, απομακρύνω κάπ. από την εξουσία: τον υιόν του| γρεμνίζει απού το θρονί για τον αξάδερφόν του Ζήν. Δ΄ 34. 2) Παρασύρω κάπ.: γκρέμισάν μας τα νερά ως μίλια δεκαπέντε Γαδ. διήγ. 164. 3) (Προκ. για βράχο) κυλώ, μετακινώ: εκείνο θέλω το βαρύ χαράκι να γκρεμνίσω| και μετά κείνο της σπηλιάς το στόμα να σφαλίσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1367]. 4) Οδηγώ κάπ. σε ηθική κατάπτωση: δεν ήξευρεν ο έρημος ... τι να ποίσει,| μόν’ εκινδύνευε σ’ οδόν κακήν να τες κρεμνίσει Βίος αγ. Νικ. 156· δεν βλέπεις (ενν. άνθρωπε) πού και πώς σε κρέμισεν ο διάβολος και πού βούλεται να σε καταντήσει; Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 919. 5) Ταπεινώνω κάπ.: Αν ήθελες το γένος μας πολλά να το τιμήσεις,| δεν έπρεπεν, ως βλέπομεν, τόσον να το κρεμνίσεις Αιτωλ., Βοηβ. 25. 6) α) (Προκ. για πράγματα) ρίχνω καταγής, μετατρέπω κ. σε ερείπιο, κατεδαφίζω, καταστρέφω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γκρεμίζω 2): ρίχνασι τ’ αρχοντικά, τσι τοίχους εκρεμνίζαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 15621· Τα τείχη τα ψηλόκτιστα με τέχνες τα γρεμίσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 2857· β) (προκ. για πρόσ.) καταστρέφω κάπ.: μέθη πολλούς εγκρέμισεν, πολλούς καταδικάζει,| αρίθμητους, αμέτρητους στην αμαρτίαν κράζει Ιστ. Βλαχ. 2085· Τον ον η τύχη εκάθισεν εις θρόνον επηρμένον| κι ο φθόνος τον εκρήμνισεν κι έχει το φως χαημένον Γεωργηλ., Βελ. 698· γ) καταστρέφω κάπ. οικονομικά: η δυστυχία όμως του καιρού και του χρόνου τα ατυχήματα εγκρέμισαν πολλούς και τους ήφεραν εις τον λάκκον της κακής πτωχείας Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 122· 7) Θανατώνω, εξολοθρεύω κάπ.: Πολύς λαός τους αθλητάς ήτον που εμαρτυρήσαν,| πολύς και περισσότερος τον Λίμπονα εγκρεμνίσαν Λίμπον. 360. B´ Αμτβ. 1) Πέφτω, γκρεμίζομαι: γκρέμισα στο πέλαγος μόνο για να γλυτώσω Γαδ. διήγ. 475· εκρεμμίσαν δέκα εις το χαντάκιν και ετσακκίσαν τα ποδία τους Μαχ. 42414‑15. 2) (Προκ. για τη ζωή) κυλώ προς το τέλος, τελειώνω: μόνε η ζωή εγκρεμνίζει.| Επήρεν τον κατήφορον και ποιος να τη γυρίσει; Πένθ. θαν.2 556. 3) Αναχωρώ, φεύγω: εκρεμμίσαν από την Αρμενίαν και επήγαν εις τον Άγιον Γεώργιον Βουστρ. 440. II. Μέσ. 1) α) Πέφτω από ψηλά, γκρεμίζομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γκρεμίζω 1): από γκρεμνόν να πέσω,| να γκρεμνιστώ, να γλυτωθώ εκ τούτην την καήλαν Ευγέν. 971· και πάραυτας γκρεμίζομαι, απής φτερά δεν έχω,| γιατ’ ήφηκα τα χαμηλά και τα ψηλά ξετρέχω Ερωτόκρ. Α΄ 335· Τα έθνη θα γρεμνίζονται μαζί αγκαλιασμένοι| κι όσοι αρνηθήκαν τον Χριστόν κι ήτονε βαπτισμένοι| τρεχάτοι δα βουλήσουσι, στην άβυσσο να μπούσι Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 269· εν τῳ τζυκανιστηρίῳ παίζων εκρημνίσθη και σπαραχθείς απέθανε Πανάρ. 6115· β) (προκ. για βράχο) κυλώ: από το βουνόν εγκρεμνίζουνταν πέτρες μεγάλες με πολλήν συντριβήν και χαλασμόν Ιερόθ. Αββ. 331. 2) Καταλύομαι, καθαιρούμαι (Πβ. Δημητράκ., λ. γκρεμίζω 5): Κι οι βασιλιοί τους και περνού εις τον Άδη,| κρεμίζουνται οι ψηλότες τους και λιώνου| με πρίκες και καημούς, πρι ερθεί το βράδι Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. [84]. 3) Ξεγλιστρώ, ξεφεύγω: Αυτός κι η συντροφία του τέσσαρες χιλιάδες (παραλ. 1 στ.) εκόψασι στον πόλεμον κι οι άλλοι γκρεμνισθήκαν| από ’να πλάγι και ευθύς μέσα στην χώραν μπήκαν Κορων., Μπούας 8015. 4) Η προστ. γκρεμίσου = χάσου, τσακίσου, ξεκουμπίσου (Βλ. Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955/ 56, 250. Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. γκρεμίζω 6): Άμε ποθές, γκρεμνίσου! Κατζ. Ε΄ 48· Σύρε ποθές, γκρεμίσου Πανώρ. Β΄ 250.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 187.