Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- πένης
- ο, Σπαν. A 331, 495, Σπαν. B 473, Γλυκά, Στ. 425, Προδρ. (Eideneier) ΙI 74, 82, IV 660 χφ P κριτ. υπ., Ερμον. Ω 358, Χρον. Τόκκων 3052, Διήγ. Βελ. χ 7, Μαχ. 51434, Byz. Kleinchron. Ά́ 50936, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14214· αιτιατ. εν. πένην, Σπαν. (Μαυρ.) P 67· πένητας, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13611, Ντελλαπ., Υπομν. 132, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 349v, Δεφ., Λόγ. 130· πενήτας, Θησ. Ϛ́ [27], Διγ. O 2112.
[Το αρχ. ουσ. πένης. Για την αιτιατ. εν. ‑ην βλ. Κοραή, Άτ. Ά́ 330. Οι τ. πένητας και πενήτας και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., Παπαδ. Α., Λεξ., λ. πενήτας). Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ).]
1) α1) Φτωχός, ενδεής, άπορος: Σπαν. A 493, Κομν., Διδασκ. Δ 337· (εδώ πλεοναστικά): Την αδικίαν φεύγε την, μη φθείρεις την ψυχήν σου·| αν έχεις και αν ουδέν έχεις, πένης πτωχός αν είσαι| ουδέν δικαιώνεσαι ποτέ εις κρίσιν Σπαν. (Μαυρ.) P 65· (ως αντίθ. του πλούσιος και του βασιλεύς): Αχιλλ. (Smith) N 1665, Διήγ. Βελ. N2 7, Byz. Kleinchron. Ά́ 50519· Χώμαν υπάρχεις, άνθρωπε, καν οίος και αν είσαι,| καν βασιλεύς καν πένητας Αλφ. 14107· α2) φτωχός, αξιολύπητος: πρόσχες (ενν. δέσποτα) εις εμέν στενούμενον, πεινώντα| τον Ιλαρίωνα τον σον δούλον οικτρόν και πένην Προδρ. (Eideneier) IV 648-1 χφ P κριτ. υπ. 2) Δύστυχος, ταλαίπωρος: τέτοια σκληρία πολλά φρικτή εγίνετον ετότε| όταν ’κ την πόλη εμίσεψε ο δολερός Αρκίτας| χωρίς ελπίδα τίποτες να μη στραφεί ο πενήτας Θησ. Δ́ [18].περίλαμπρος,- επίθ.
Από την πρόθ. περί και το επίθ. λαμπρός. Η λ. τον 7. αι. (TLG, Steph., Θησ., Sophocl.), στο Somav. και σήμ.
Πάρα πολύ λαμπρός· (εδώ μεταφ.) εξαιρετικός, ονομαστός: Ω Δέσποτα παμπόθητε, πανιερώτατέ μου,| περίλαμπρε και πάμφρονα, και φίλε ακριβέ μου Τζάνε Εμμ., Αφ. 14216. — Πβ. και περιέκλαμπρος.πληγώνω,- Διγ. Z 2046, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 683, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 2, Φαλιέρ., Ιστ.2 654, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3815, Πεντ. Γέν. XII 17, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1141, Πανώρ. Ά 48, Έ 34, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 202, Έ 644, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 42, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 4, Γ́ 41, Πιστ. βοσκ. IV 8, 44, Διγ. Άνδρ. 3974, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1574, Β́ 653, 712 κ.α., Στάθ. (Martini) Πρόλ. 16, Ιντ. ά 5, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 460, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [512], Β́ [326], Γ́ [436], Δ́ [1215], Έ [1262], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 15, Β́ 432, Γ́ 36, Δ́ 131, 133, Έ 265, Διγ. O 786, 1557, 1668, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1697, 5762, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14127· πληγώννω, Μαχ. 4548, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 53, Κυπρ. ερωτ. 35, 103, 7, 179, 1813, 6920, 9344, 12712, 13815, 23.
Από το πληγόω (7. αι., LBG). Ο τ. στο Meursius (πληγόννειν, λ. πληγόνειν) και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 739, λ. πληγόννω). Η λ. στο Meursius (πληγόννειν, λ. πληγόνειν) και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Mτβ. 1) α) Χτυπώ, τραυματίζω κάπ.: Οι δε ... το τείχος τρυπήσαντες είσοδον εποίησαν ... και εισήλθον από τούτων εντός πολλοί, δραμόντες δε ... οι προς συμμαχίαν του βασιλέως ευρισκόμενοι αντέστησαν αυτοίς ..., πολλούς εξ αυτών πληγώσαντες και τραυματίσαντες Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 120· ο βασιλιός του Ρώκριτου αρμηνεύγει| κι εις του πολέμου τσι δουλειές μιλεί και δασκαλεύει,| πότε να βάνει το σπαθί και πότε το σκουτάρι (παραλ. 1 στ.) και ποιες σπαθιές πληγώνουσι, ποιες πάλι φοβερίζου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1565· (με σύστ. αντικ.): Εάν γένηται ότι οκάτις σκλάβος ή σκλάβα δέρνει ή πληγώνει πληγήν φανερήν ενού χριστιανού ή μιας χριστιανής, το δίκαιον ορίζει ... Ασσίζ. 1544‑5· (προκ. για το Χάρο): Βλέπεις ετούτον τό βαστώ, το σιδερό δοξάρι, και την σαΐταν, τήν βαστώ και το μαύρο κοντάρι;| Τούτα ...| τους δυνατούς πληγώνουσιν, τους άπιαστους σκοτώνου Πικατ. 314· β) (ειδικότ.) προξενώ τραύμα σε μέλος ή όργανο του σώματος (κάπ.): ετρώθη μου η ψυχή, ωραία γαρ υπήρχε,| χείρα όπως επλήγωσα την δεξιάν εκείνης Διγ. (Trapp) Gr. 3119· Οϊμέναν, Ερωφίλη μου, κι ογιάντα δε μπορούσι| τ’ αμμάτια μου τα σκοτεινά δυο βρύσες να γεννούσι,| να σου ξεπλύνου την καρδιά την καταματωμένη,| κι ύστερα με τη χέρα μου και εγώ, καθώς τυχαίνει,|την εδική μου αλύπητα κι άπονα να πληγώσω| κι ωσάν εσένα θάνατο κακό κι εγώ να δώσω! Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 565· (σε μεταφ.): τότε λύπην ο λαμπρός δευτέραν εκλαμβάνει,| τότε ρομφαία την αυτού επλήγωσε καρδίαν Διγ. Z 4132. 2) (Μεταφ.) α) προξενώ θλίψη, στενοχώρια, ψυχικό πόνο: Αφόν τραγούδια και χαρές να με πληγώννουν (παραλ. 1 στ.), ας κλάψει το κοντύλιν μου κι ας τρέξει Κυπρ. ερωτ. 1527· Αφέντη, πράμαν εγνοιανό πολλά μ’ ανακατώνει| κι η μάνητά μου την καρδιάν αλύπητα πληγώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 788· β) προκαλώ ερωτικό πόνο: Θυμήσου πως μ’ επλήγωσες κι έχω θανάτου πόνο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1381· Ώχου φωνή γλυκιά μου, σ’ ένα καιρόν| μου πλήγωσες κι έγιανες την καρδιά μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [78]· (προκ. για τον Έρωτα, τον Πόθο): Έρωτα, υγιέ μου, το λοιπό άγωμε, γύρεψε τσι| κι όσο μπορείς αδυνατά σύρε και δόξεψέ τσι·| τα σωθικά τως πλήγωσε κι άψε τως την καρδιά ντως Πανώρ. Δ́ 375· Χόρτασε κι ακανεί να με πληγώσεις| και τόσα δεν επλήγωσες κανέναν,| Πόθε Κυπρ. ερωτ. 391, 2. 3) α) Προξενώ βλάβη, ζημιά σε κάπ. ή κ.· (προκ. για φρούτα): Τα δε απίδια, όταν θέλεις να τα φυλάξεις καιρόν πολύν, πρώτον μεν τα κόψε από το δένδρον ’πιδέξια να μη τα πληγώσεις ή ποσώς τα ζουλίσεις Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153· (προκ. για ηθική βλάβη): εκείνοι οπού είναι πληγωμένοι και βρομούν από τες αμαρτίες και κακές επιθυμίες, να τους ιατρεύομεν με καλές νουθεσίες και με διδασκαλίες Λαυρ., Οπτασία Σ. 115· β) (μεταφ.) προκαλώ συμφορές, καταστρέφω: Δύναμη είναι τ’ ουρανού· κι ο Ζευς οπού σηκώνει| τον κόσμο με το χέρι του, μ’ εκείνο τον πληγώνει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 110· (με υποκ. τη λ. Τύχη): Η Τύχη το δοξάριν της ενάντιον το εκοκκιάσεν (παραλ. 2 στ.) κι έριξεν τες σαγίτες της απ’ ύστερην ως πρώτην·| και απ’ όλες μια δεν έσφαλεν, όλους επλήγωσέν τους·| πού να των δώσει ουκ είχε πλια, διατί εθανάτωσέν τους Απόκοπ.2 419. Β́ Αμτβ. α) Χτυπώ, τραυματίζω: η κονταρά του Ρώκριτου πλια δυνατά πληγώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1403· η χέρα μου ... μπορεί κι αξά ’ναι να πληγώνει,| κι αίμα να βγάνει απού τσ’ οχθρούς και να τσ’ αποζυγώνει Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 11· β) (μεταφ.) θίγω, προσβάλλω: Το σφάλμαν οπού στην τιμήν αγγίζει και πληγώνει,| ο θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 189. II. Μέσ. α) (Αλληλοπ.) χτυπιέμαι, τραυματίζομαι: όντε πιούσι το κρασίν, ωσάν έν’ μαθημένοι| με πελατίκια και ραβδιά και ξεμαχαιρωμένοι,| πληγώνονται και χάνονται Σαχλ., Αφήγ. 239· (μεταφ.): όπ’ αγαπούνται μετ’ αυτά (ενν. τα φιλιά) πληγώνουνται και γιαίνου,| ζούσι, κυρά, και χαίρουνται και δίχως φα χορταίνου Φαλιέρ., Ιστ.2 657· β) αποκτώ πληγές: Προς άρρωστον όταν από πολλού καιρού κείμενος εις το κραβάτιν, και πληγωθώσιν τα κόκκαλά του και τα πλευρά του Ιατροσ. 6156· πάραυτα εβγήκαν εις τους ανθρώπους φλυκτίδες και πρήσματα, και επληγώθησαν όλοι οι Φαραωνίται Ροδινός (Βαλ.) 100· γ) (μεταφ.) στεναχωριέμαι, υποφέρω ψυχικά: γιατί ο Έρως ήκαμεν πολλούς να πληγωθούσιν| ανδρείους και οπίσω του να του ακολουθούσιν Διγ. O 1559· δ) (μεταφ.) προσπαθώ υπερβολικά, επιμένω: Δεν βλέπεις (ενν. Θάνατε) ’τι από μας τινάς να ιδεί την εμορφιάν σου| ποσώς ουδέν τ’ ορέγεται, ουδέ την συντροφιάν σου;| Δεν ξεύρεις ότι διώχνουν τον τον λύκο ’κ το κοπάδι;| κι εσύ γιατί πληγώνεσαι να είσαι μ’ εμάς ομάδι; Πένθ. θαν.2 228. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (μεταφ.) πληγωμένος ψυχικά, βασανισμένος: απής το σφάλμα γίνηκε, μη στέκεσαι σε θλίψη, (παραλ. 8 στ.) κι η πληγωμένη σου καρδιά παρηγοριάν ας πάρει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 176· όταν τους λάχει δυσκολιά για μπόδιστρο κανένα,| πόση φωτιά στα σωθικά παίρνου τα πληγωμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4073· (προκ. για ερωτικό καημό): διπλωμένη| καδένα την αγάπη σου σφικτά κρατεί δεμένη| στην πληγωμένη μου καρδιά Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 41. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = τραυματίας: ο βισκούντης εντέχεται ... να τους βάλει εις την φυλακήν, έως όπου ... να δει το τι θέλει γενηθείν απέ τον πληγωμένον Ασσίζ. 45912· (μεταφ.): κάθε πληγωμένος| βοήθειαν παίρν’ από σε και μένει γιατρεμένος·| κι άλλους γιατρεύεις ψυχικά, κι άλλους μ’ ελεημοσύνην Τζάνε Εμμ., Αφ. 14127.πόθος- ο, Σπαν. (Ζώρ.) V 38, Γλυκά, Στ. Β′ 326, Λόγ. παρηγ. L 753, Καλλίμ. 762, Διγ. (Trapp) Gr. 417, 502, 1396, Διγ. A 1946, 2451, Διγ. Z 540, 647, 892, 1291, 2208, 2413, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 866, 899, 1210, 1773, Rebâb-nâmè 13, Divān 5043, Βέλθ. 397, 1052, Ερμον. Α 297, Ερωτοπ. 480, 507, Λίβ. Sc. 205, 1128, Λίβ. (Lamb.) N 244, 397, Λίβ. Esc. 151, 353, 847, Λίβ. N 776, 1692, 1962, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2448, Αχιλλ. L 506, 936, 976, Αχιλλ. (Smith) N 123, 858, 1162, Αχιλλ. (Smith) O 427, Ιμπ. 290, Φαλιέρ., Ιστ.2 191, 482, Διήγ. Βελ. N2 12, Θησ. Γ́ [426], Θ́ [246], ΙΒ́ [635], Ch. pop. 137, 290, 786 Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 23, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 50, 765, Απόκοπ.2 344, 381, 397, Ριμ. κόρ. A 43, 87, Ριμ. κόρ. V 43, 85, Κορων., Μπούας 22, Κυπρ. ερωτ. 25, 102, 8610, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 177, Β́ 189, Έ 364, Πιστ. βοσκ. I 1, 127, 135, (έκδ. πούθου· διορθώσ.), IV 7, 113, Διγ. Άνδρ. 3242, 3551, 3669, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 68, Γ́ 50, Δ́ 726, Έ 661, Στάθ. (Martini) Ά 65, Β́ 196, Γ́ 343, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [870], Δ́ [580], Έ [1254], Φορτουν. (Vinc.) Ά 7, Β́ 128, Δ́ 10, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 77, Διγ. O 164, 1724, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14221, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16015, 27722, 36813, κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. πόθος. Η λ. και σήμ.
1) Σφοδρή, έντονη επιθυμία· λαχτάρα: Σπαν. A 520, Διγ. (Trapp) Gr. 1024, Διγ. Z 2304, Μαχ. 5928· (σε μεταφ.): έρως σαγίταν έσυρεν και κατεχάλασέν τον (ενν. τον πύργον της καρδίτσας μου)| και εις πόθον της αγάπης σου ήφερεν την ζωήν μου Αχιλλ. O 389. 2) α) Σφοδρή ερωτική επιθυμία· ερωτικό πάθος: Καλλίμ. 16, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 362, Ιστ. πατρ. 9721, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 39, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 15· (ως σύστ. αντικ.): οπού τον πόθον μου ποθεί μ’ αληθινήν καρδίαν Θησ. Ζ́ [915]· (μεταφ.): κλωνάριν πόθου εις την εμήν εφύτρωσεν καρδίαν Λίβ. Sc. 2788· (σε μεταφ.): ο σταλαγμός του πόθου μου την πέτραν της ψυχής σου| χάρβαλον να την έποικεν Λίβ. Sc. 531· ήτον πνιγμένη (ενν. η κόρη) εκ τον βυθόν του πόθου του Λιβίστρου Λίβ. N 1372· (σε προσωποπ.): θαύμασε τον λίθον τον μαγνήτην| πώς έλκει από τον πόθον του την φύσιν του σιδέρου Λίβ. Va 173· (σε όρκο): λάλει με το ορέγεσαι, το θέλεις τώρα ειπέ το,| και μα τον πόθο τον εις σε, γοργά να το πληρώσω Λίβ. Sc. 2211· (σε παροιμ. φρ.): Ο έρως τίκτει το φιλίν και το φιλίν τον πόθον Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 702· Αμ’ η γιαγάπη κλάηματα τρώγει και δε χορταίνει| γιαταύτος κακορίζικος είν’ όποιος ’ς πόθο μπαίνει Πανώρ.2 Δ́ 150· φρ. (1) βάλλω κάπ. εις πόθον = κάνω κάπ. να νιώσει ερωτική επιθυμία: μην εύρῃ χώραν ... το βέλος της αγάπης| και τρώσῃ την καρδίαν της και βάλῃ την εις πόθον (ενν. την κόρην) Διγ. Z 90· εκαλέσασιν εντίμως (παραλ. 5 στ.) την χρυσήν γαρ Αφροδίτην,| όπως γαρ εις πόθον βάλει| τους νεόνυμφους γαρ τότε Ερμον. Α 219· (2) βάνω πόθο, βλ. βάνω (Ι) Ά 52· (3) εισβαίνει/συμβαίνει πόθος (με αιτιατ. και γεν. προσώπου) = ερωτεύομαι κάπ.: πόθος με εσυνέβηκε, πάτερ μου, του Λιβίστρου Λίβ. P 892· πόθος γαρ με εσέβηκεν, πατήρ μου, του Λιβίστρου Λίβ. Esc. 2228· (4) έχω/ρίχνω (τον) πόθον εις άλλον/‑ην/αλλού = είμαι ερωτευμένος με κάπ. άλλον/ην: Καλή μου, αν εμετάγνωσες και έχεις αλλού τον πόθον,| ειπέ μου την αλήθειαν, κυρά, να υπαγαίνω Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 881· Πιστεύω, αυθέντη μου ευγενή, να μη έβγω από τον νουν σου| και αλλού να ρίξεις πόθον σου κι εμέν να λησμονήσεις Φλώρ. 1033· όμοσες και μὄλεγες ποτέ μη με ’ξαφήσεις,| κι εδά θωρούν τα μάτια μου, εις άλλην πόθον έχεις Ερωτοπ. 26· β) (συνεκδ.) το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας (η χρ. ήδη μτγν.): και νυν εμέ χωρίζουσιν εκ τον εμόν τον πόθον,| ζωήν να ζω επώδυνον, πάντοτε πονεμένην Φλώρ. 1010· Ο πρώτος πόθος ήτον της καρδιάς μου| η όμορφη, οϊμέ, Ερωπρικούσα Πιστ. βοσκ. III 6, 208· (εδώ σε προσφών.): αναπλοκή μου, κρεμασμέ και ενήδονέ μου πόθε Λίβ. P 1493· γ) (προσωποπ.) ο Έρωτας (η χρ. ήδη αρχ.): Φαλιέρ., Ιστ.2 630, Κυπρ. ερωτ. 10041· δ) το ερωτικό πάθος ως αρρώστια: μην τον αφήσεις να χαθεί (ενν. το Γύπαρη), μα δώσ’ του το βοτάνι| και τη γιατρειά του πόθου του σαν τὄρχεται να γιάνει Πανώρ.2 Γ́ 218· Άλλο δεν είν’ το γιατρικό του πόθου, οντέν αρχίσει| παρά ζιμιό να βρει αφορμή να του ξελησμονήσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 707· ε) ο πνευματικός έρωτας (για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., στη λ. 1): έπεσεν ο πόθος αυτού (ενν. του πατριάρχου) και η αγάπη εις την μελέτην της Αγίας Γραφής Ιστ. πατρ. 1975. 3) Αγάπη, στοργή α) για συγγενικό ή αγαπημένο πρόσωπο: και κατησπάζοντο αυτόν (ενν. τον αμιράν) μοιράζοντες τον πόθον| εντεύθεν μεν οι συγγενείς, εκείθεν δε η μήτηρ Διγ. (Trapp) Gr. 733· Εμέναν ο πατέρας μου μικρόθεν με είχεν πόθο·| τώρα με κατεχόρτασεν, θωρώ παραβαρώ τον Ιμπ. 174· φίλο αγαπημένο| θέλομε σ’ έχει πάντα μας με πόθο εμπιστεμένο Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 112· (στον πληθ. προκ. για εκδηλώσεις αγάπης): Εκείνοι (ενν. οι θείοι μου) με ανέθρεψαν με αμετρήτους πόθους Διγ. A 519· β) προς τον γενέθλιο τόπο: Στην Καλομάτα εδιέβηκεν (ενν. ο πρίγκιπας Γυλιάμος) όπου είχεν μέγαν πόθον| διατί εγεννήθηκεν εκεί κι ήτον ιγονικόν του Χρον. Μορ. H 7761· γ) (θεολ.): εκδίδομαι παρά μητρός εις Αραβίτας θείους,| οί με και αναθρέψαντες εις Μωάμετ τον πόθον Διγ. Z 483. 4) Προθυμία, ζήλος: ούτως ο άγιος, με πόθον πολύν, έκτισε την αυτήν μονήν εις το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Αντιφωνήτριας Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. Κ 46· κάλλια βαλθείν ήθελα την άμμο| με ίδρωτα, με πόθο να μετρήσω| παρά τέτοιο βοσκό να μη βουηθήσω Βοσκοπ.2 79. 5) Διάθεση για φαγητό, όρεξη: εμένα, κακοτύχερε, τον γερανόν υβρίζεις,| τόν τρώγουσιν οι βασιλείς μετά πολλού του πόθου …; Πουλολ. (Τσαβαρή)2 84. 6) Ευχαρίστηση: Διήγησις παιδιόφραστος περί των τετραπόδων,| ίνα αναγινώσκωνται και χρώνται τούτα παίδες,| οι φοιτηταί και νεαροί διά την ευνοστίαν·| γέγραπται γαρ εις ένωσιν μαθήσεως και πόθου Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 4. Η λ. ως κύρ. όν.: Notizb. 26.πραοσύνη- η.
Από το επίθ. πράος και την κατάλ. ‑σύνη.
Ηπιότητα, μειλιχιότητα· ευγένεια: κάθε πληγωμένος| βοήθειαν παίρν’ από σε και μένει γιατρεμένος·| κι άλλους γιατρεύεις ψυχικά, κι άλλους μ’ ελεημοσύνην,| κι άλλους με γλυκομίλητα λόγια και πραοσύνην Τζάνε Εμμ., Αφ. 14130. — Βλ. και πραότης ‑τητα.προορίζω·- προρίζω.
Το μτγν. προορίζω. Η λ. και σήμ.
α) Προκαθορίζω, προαποφασίζω· (ως τριτοπρόσ.): Και ην ιδείν ..., άνδρας, γυναίκας, ... τύπτουσαι τα στήθη εδέοντο τους εν ταις ναυσί του αντιλαβέσθαι αυτών. Αλλ’ ουκ ην δυνατόν, άπαξ επροορίσθη του πιείν το ποτήριον το πλήρες της οργής Κυρίου. Ει γαρ και αι νήαι εβούλοντο, αλλ’ ουκ ηδύναντο Δούκ. 3732· β) (σε ιδιάζ. χρ., με αντικ. τη λ. ψώμα) προαποφασίζω να πω ψέματα (πβ. Guarini 45: e se la voce lor non è bugiarda): Κι αν κείνο, που μας είχες προφητεύσεις (ενν. συ, Λόγε)| ’κ το στόμα των περίφημων ειδώλων,| για δύο, γαμπρό και νύμφην, αληθεύσεις, (παραλ. 3 στ.) κι αν η λαλιά τους ψώμα δεν προρίζει,| ώχου και ποιος το έργον τούτο τ’ άγιο| ενάντια της βουλής σου τ’ αμποδίζει; Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. ά [58]. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = α) Που έχει επιλεγεί εκ των προτέρων, εκλεκτός· (προκ. για την Παρθένο Μαρία, βλ. και Lampe, Lex., στη λ. 1cii): Ο Κύριος πάντως μετά σου, χαίρε, χαριτωμένη,| πριν των αιώνων του Χριστού μήτηρ προορισμένη Σκλέντζα, Ποιήμ. 72· β) που η μελλοντική πορεία του έχει προκαθοριστεί, προαποφασιστεί: άλλους γιατρεύεις ψυχικά, κι άλλους μ’ ελεημοσύνην,| κι άλλους με γλυκομίλητα λόγια και πραοσύνην.| Για ταύτως εις τους ουρανούς ευρίσκεσαι γραμμένος| εις το βιβλίον της ζωής, κι είσαι προορισμένος Τζάνε Εμμ., Αφ. 1422.ραίνω,- Διγ. (Trapp) Gr. 2494 κριτ. υπ., Διγ. Z 1196, 1204, Διγ. A 2882, 4768, Ερμον. Χ 359, Αλφ. 2133, Πανώρ.2 Γ́ 544, Διγ. Άνδρ. 33931, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1456, Ψευδο-Σφρ. 29221‑22, Στάθ. (Martini) Β́ 94, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 840, Διακρούσ. (Κακλ.) 779, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14211.
Το αρχ. ραίνω. Η λ. και σήμ.
1) α) Περιβρέχω με σταγόνες υγρού κάπ., ραντίζω: Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 584, Σφρ., Χρον. (Maisano) 6216‑17, Βοσκοπ.2 39· β) χύνω σταγόνα σταγόνα ένα υγρό: Κύων ... ει δε πάνυ καυματούμενος έλθῃ από της θήρας, φούσκαν μετά γλήχωνος συμμίξας ράνε εις το στόμα αυτού Κυνοσ. 5907· φρ. ραίνω δάκρυα = χύνω δάκρυα, κλαίω: Οι δε οφθαλμοί αυτού έραινον ποταμηδόν δάκρυα Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 19011. 2) Σκορπίζω κ. πάνω σε κάπ. (συν. λουλούδια, προς τιμή κάπ. ή σε τελετή): Σαχλ., Αφήγ. 747, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1396· (μεταφ.): Το ριζικό κι η μοίρα σας χίλια καλά να ραίνου Στάθ. (Martini) Γ́ 523. 3) α) Ποτίζω: Βρύσις ήτον ερωτική, τον κήπον κατεβαίνει| από φουσκίνας πάντρεπνου και πλήρης πανευμόρφου·| τα δένδρη δε και τα φυτά έραινε η φουσκίνα Αχιλλ. (Smith) N 778· β) ψιχαλίζω· βρέχω· (εδώ σε σχ. αδύνατον): βροντή εγένετο φρικτή και ο ουρανός εράγη,| οι καταρράκται έραναν τριών χρόνων κρασάκιν Κρασοπ. (Eideneier) V 106.σεμνοπρεπής,- επίθ. Τζάνε Εμμ., Αφ. 14023.
Η λ. στον Αριστοτέλη (TLG) και σήμ.
Που έχει σεμνή, σοβαρή εμφάνιση: θεωρεί (ενν. ο Κυριακός) μίαν γυναίκα πολλά ωραίαν και λαμπροτάτην ... Και αμάδι της ήσανε δύο άνδρες σεμνοπρεπέστατοι και τίμιοι, ο ένας ενδυμένος τρίχας καμήλου και ελάμπασιν υπέρ τας ηλιακάς ακτίνας, και ο άλλος ωραία στολισμένος και εβάσταζεν Ευαγγέλιον Μορεζ., Κλίνη 228r.σκάνδαλον- το, Σπαν. Α 621, Διδ. Σολ. Ρ 75, Σπαν. (Μαυρ.) Ρ 306, Διγ. (Trapp) Gr. 2319, Διγ. Ζ 2728, Θησ. Ζ́ [263], Θ́ [54], Byz. Kleinchron. Á 2203, Έκθ. χρον. 64, 72, 2022, 2810, 2917, 3518, 5610, Δεφ., Λόγ. 561, Ιστ. πολιτ. 817, 1010, 322, 3917, Ιστ. πατρ. 9412, 10520, 11617, 1467, 15318, Διγ. Άνδρ. 32918, Ψευδο-Σφρ. 1866, 19023‑24, 20413, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 47r, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 195, 247, 422, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 345, 1910, 4645, 5481, 5744, 7105, 8598, 9006, κ.α., Τζάνε Εμμ., Αφ. 14120, κ.α.· σκάνδαλο, Φαλιέρ., Ιστ.2 238, 473, Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 652, Σουμμ., Ρεμπελ. 164 δις, 166, 173, 177, 181, 190, 191· σκάνδαλο(ν), Τρωικά 52712, Ελλην. νόμ. 5147, Ερωτοπ. 679, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 98, Δούκ. 11120, 13512, 2676, 27921, Κορων., Μπούας 81, 86, Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 618, Ιστ. Βλαχ. 97, 123, 141, 232, 236, 514, 1332, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5618, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2818, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 7023, Διακρούσ. (Κακλ.) 12, Τζάνε, Κατάν. 405· σκάνταλο, Χρον. Μορ. Ρ 408, 988, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 481, 3043, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 280, 808, Πεντ. Έξ. X 7, XXIII 33, Δευτ. VII 16· σκάνταλο(ν), Χρον. Μορ. Ρ 684, 955, 995, 6139, 7288, Χρον. σουλτ. 982, Σουμμ., Ρεμπελ. 192, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά 122· σκάνταλον, Χρον. Μορ. Η 413, 424, 684, 716, 955, 7800, Χρον. Μορ. Ρ 413, 717, 7800, Μαχ. 4610, 30, 5818, 19, 907, 25, 14825, 1828, 2304, 24630, 32020, 53824, Βουστρ. (Κεχ.) 502.
Το μτγν. ουσ. σκάνδαλον. Ο τ. σκάνδαλο και σήμ. Ο τ. σκάνταλο σε έγγρ. του 17. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 24, 1981, 461) και σήμ. Ο τ. σκάνταλον σε έγγρ. του 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 15, 1968 (1972), 31) και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Παπαδ. Α., Λεξ., σκάνταλο(ν)). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. σκάνταλε, Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ., λ. σκάνταλου). Η λ. σε έγγρ. του 10.-16. αι. (TLG), και στο Somav.
1) α) Έριδα, διχόνοια, διαμάχη: βδελύσσομαι τα σκάνδαλα, το μίσος, την μανίαν| και φεύγω το μνησίκακον ως φεύγει τις τον όφιν Γλυκά, Στ. 555· ο Μουράτης εμάζωξε τα φουσσάτα του να πάγει καταπάνω της Ουγγαρίας, ηξέροντας πως έχουνε μεγάλα σκάνταλα ανάμεσόν τους οι Ούγγαροι διά την βασιλεία Χρον. σουλτ. 6336‑37· Εάν ιερείς ευρίσκονται εις μάχην και δεν λάβουν συγχώρησιν διά σκάνδαλον όπερ έχουν και λειτουργήσουν χωρίς διαλλαγής και καθαράς αγάπης, έστωσαν εις επιτίμιον Μαλαξός, Νομοκ. 136· σκάνδαλον εγίνετον εις τους δύο συμπεθέρους.| Η αγάπη τους εκόπηκεν, η ομόνοια τήν είχαν,| και παντελώς εχώρισαν, πλέον ουκ έχουν σμίξιν Χρον. Τόκκων 1997· Πάσκισε όσον ημπορείς το σκάνταλον να φεύγεις| κι α γεννηθεί απ’ την γυνή μάθε να την αρνεύγεις (παραλ. 2 στ.). Τα λόγια της παράκουε και άφες να περάσου … Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 309. 2) α) Σύγκρουση, διένεξη: Και τώρα άρχισεν το σκάνδαλον των Τουρκών με τους Φράγκους Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) μετά στ. 1402· Τόσος καιρός είν’ εξ αυτού, χρόνοι και μήνες τόσοι,| που άρχισεν το σκάνδαλον και εχαθήκαν τόσοι Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4642· Και ο αφέντης ο πρίντσης εστέκετον εις τον ηλιακόν και, θωρώντα τους ανθρώπους πως έτρεχαν με μεγάλην φούριαν, όρισεν να σφαλίσουν τις πόρτες. Και εγίνην μέγαν σκάνταλον, και εσκοτώσαν δύο δουλευτάδες του πρίντση ... και ελαβωθήσαν πολλοί Βουστρ. (Κεχ.) 414· και ειρηνευτήκανε οι δουλειές, και τα σκάνδαλα εσιώπησαν ... και τα πράγματα απερνούσαν με ειρήνην και σιωπήν έως και κάποιον καιρόν Σουμμ., Ρεμπελ. 181· ακόμη και είς τις απ’ αυτούς (ενν. τους Εβραίους) κινήσει αποστασίαν ή σκάνδαλον, να αποκεφαλίζεται Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 143· β) αναταραχή, αναστάτωση, επεισόδιο: Και ως είδαν ότι έλειπεν ο κόντος της Τουλούζας| με τον λαόν του κι έτερους από τα μέρη εκείνα,| κι ουκ ήτον τόσος ο λαός τα πλευτικά γεμίσουν,| σκάνταλον μέγα εγίνετον από τους Βενετίκους,| κι ουκ ήθελαν ν’ αφήσουσιν τους Φράγκους να απεράσουν,| έως να αποπληρώσουσιν τες συμφωνίες όπου είχαν Χρον. Μορ. H 408· «Άρχοντες. λέγω προς εσάς, αν θέλετε να λείψει| το σκάνταλο κι η ταραχή όπου έναι στο φουσσάτο (παραλ. 1 στ.) την Τσάρα, όπου εις την Σκλαβουνίαν όπου μας ροβελέψει,| να πολεμήσετε αυτήν μετά της δύναμής σας| και να την παραδώσετε εις του κουμού τας χείρας …» Χρον. Μορ. P 424· διότι είσαι άνθρωπος κακά ονομασμένος| επίβουλος των αφεντών, εις όλους ακουσμένος·| ποτέ σου δεν ειρήνευσες εις όλην την ζωή σου,| μόν’ σκάνδαλα και ταραχάς κάμνεις αφόντις ήσου Ιστ. Βλαχ. 1272. 3) Αιτία, λόγος διαμάχης: Τι έχεις και δίχως σκάνδαλο δειλιαστικώς εχάθης; Φαλιέρ., Ιστ.2 238· Εκάθισεν ειρηνικός και ευημερημένος (ενν. ο Ράδουλος)| αλλά ο Μπατοργάμπορος ο τρισκαταραμένος,| δεν του έσωσεν η οργή οπού του επανέβη,| αμμή και πάλιν σκάνδαλα άρχισε να γυρεύει| να έλθει καταπάνω μας σαν την φοράν την πρώτη Ιστ. Βλαχ. 484. 4) Πειρασμός (για αμαρτία, απιστία κλπ.): Και όμως ουδέν αποκαλύπτομεν τα πάθη των εκκλησιαστικών ποιμένων ημείς ...· αλλά μάλλον και συγκαλύπτομεν αυτά, ίνα μη γένηται σκάνδαλον εν ταις ψυχαίς του λαού· ίνα μη η κατάγνωσις των ποιμένων εκβάλλῃ αυτούς εις καταφρόνησιν, είτα εις αμφιβολίαν περί της πίστεως, είτε εις παντελή απιστίαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 229· ελευθέρωσον τες μοναχές από σκάνδαλον και λύπην Βλαστού, Επιστ. 17723· (συνεκδ.): Γλυκιά, με παραπόνεση, πολλά της απεκρίθη: «Τι έν’ το παράξενον αυτό στο νου σου οπὀγεννήθη| ω σπλαχνικό μου σκάνδαλο, γλυκύ και πειρασμέ μου.| είντα δηγάσαι, τι έν’ τό λες στες αναγάλλιασές μου;| Ρωτάς με ανέν και σ’ αγαπώ με δίχως δολοσύνη; …» Φαλιέρ., Ιστ.2 473. 5) α) Παγίδα: Φυλάξου εσέν πρόσποτε να κόψεις διαθήκη του καθισμένου της ηγής ος εσύ έρχεσαι απάνου της, πρόσποτε να είναι για σκάνταλο μεσοθιό σου Πεντ. Έξ. XXXIV 12· β) εμπόδιο, πρόσκομμα: μη καταραστείς κουφό και ομπροστά εις τύφλο μη δώσεις σκάνταλο, και να φουβηθείς από τον Θεό σου Πεντ. Λευιτ. XIX 14. Φρ. 1) Αφήνω τα σκάνδαλα σβημένα = αποφεύγω να ασχοληθώ με κ. που θα προκαλέσει προβλήματα: αυτάνα να τ’ αφήσετε τα σκάνδαλα σβημένα.| Μην θέλετε ν’ αρχίσετε κείνο που δεν εγίνη Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 432. 2) α) Βάνω σκάνδαλα, βλ. βάνω (Ι) Ά́ 58 Φρ. β) βάνω κάπ./βάνομαι εις/εισέ σκάνταλα = προκαλώ διχόνια και καβγάδες: Ετούτη είναι απού παρακαθίζει και ήβανε τους γειτόνου τση πάντα εισέ μαλώματα και σκάνταλα Αποκ. Θεοτ. I 105· ότι από του φτόνου και ζηλείας κι αναγκασίες ανθρώπων| εβάλθητε εις σκάνταλα κι εις την συνερισίαν Χρον. Μορ. Η 3746. 3) Δίδω/κινώ σκάνδαλον = προκαλώ αναταραχή, διαμάχη: τον ακολούθησαν και έξ οκτώ άρχοντες διότι οι επίλοιποι δεν επήγαν διά να μην δώσουν περισσότερον σκάνδαλον Σουμμ., Ρεμπελ. 178· Εκίνησεν ο εχθρός λοιπόν άναμεσον του ιερέως και του διακόνου σκάνδαλον και εκακεύθησαν και μισεύγει ο διάκων από τον ιερέα με έχθρηταν Μορεζ., Κλίνη φ. 357r. 4) Πέφτω/σεβαίνω εις σκάνταλα = ερίζω, εμπλέκομαι σε διένεξη: ο Θεόδωρος, ωσάν εκληρονόμησε την αφεντία του θείου του ... επαντρεύτη ... Αμμή υστέρου επέσανε εις σκάνταλα και ηθέλησε να πάγει να γίνει καλόγερος Χρον. σουλτ. 543· Και όσον εκερδίσασιν του Δομοκού το κάστρον,| εσέβησαν εις σκάνταλα κι εις μάχην γαρ μεγάλην Χρον. Μορ. Η 7288. 5) Σβήνω τα σκάνταλα = παύω τις διαμάχες: Ενταύτα ο πανφρόνιμος Δούκας της Βενετίας,| εκείνος ο μισίρ Αρίς ντε Άντουλο το επίκλην,| εβάλθη μετά έτερους τα σκάνταλα να εσβήσει Χρον. Μορ. Η 995.σκότος- το, Κομν., Διδασκ. Ι 7, Γλυκά, Στ. 67, Γλυκά, Αναγ. 330, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 233, 236, Διγ. (Trapp) Gr. 2295, Διγ. Z 1054, 1087, 1101, Ερμον. Ω 279, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 298, Θρ. Κων/π. Πολλ. 24813, Δούκ. 19331, Θησ. Δ́ [12], [434], Χούμνου, Κοσμογ. 131, Δευτ. Παρουσ. 364, Απόκοπ.2 78, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 186, 401, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 79, κ.α., Πεντ. Γέν. I 2, Έξ. X 22, Δευτ. IV 11, V 20, Αχέλ. 1537, Μορεζ., Κλίνη φ. 441v, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 247, Σταυριν. 394, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 249, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 190, Διακρούσ. (Κακλ.) 354, 540, 1106, Τζάνε Εμμ., Αφ. 1418, Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 14025, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11729‑30, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 68, 4007, 5704, κ.π.α.· σκότο, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 114, 927, 947, Πεντ. Γέν. I 18· σκότον· γεν. εν. σκότου, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 298 κριτ. υπ.· πληθ. σκότια, Κυπρ. ερωτ. 1431.
Το αρχ. ουσ. σκότος. Η λ. και σήμ.
1) α) Απουσία φωτός, σκοτάδι: ωσάν ...| ... της νυκτός ο ήλιος το σκότος διασκορπίζει Αιτωλ., Βοηβ. 49· (ως υπερφυσικό φαινόμενο στη διάρκεια της ημέρας, ένδειξη φοβερού γεγονότος ή μεγάλου πένθους): Έρχεταί του λοιπόν ενάτη πληγή υπό Μωϋσέως, διά προστάγματος Θεού, ένα σκότος βαθύτατον, ψηλαφητόν, ήγουν επιάνετον εκείνο το σκότος με το χέρι, και εκράτησεν ημέρας τρεις, και τινάς από το σπίτι του δεν εβγήκε Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 30 δις· Ροώδης βροντή εγεγόνηκε| και πολλοί θνητοί ανασταίνονται.| Σκότος και σεισμός εγεγόνηκε·| εκατόνταρχος βλέπων επίσταται Αλφ. 335· Ήλιε, το φως σου σήμερο σε σκότος ας γυρίσει,| ογιά σημάδι, να σε δου σ’ Ανατολή κι εις Δύση,| για να γνωρίσουν πως εγώ ευρίσκομαι στο τέλος,| να κλάψουν όσοι με ’δασι, με της καρδιάς το μέλος Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5527· (προκ. για απώλεια της όρασης εξαιτίας ζάλης, σκοτοδίνης): κι αφού ήλθεν (ενν. η Ανδρομάχη) εις τα τείχη, (παραλ. 1 στ.) και τον ακριβόν της άνδρα| είδε πώς οι γοργοί ίπποι| έσυραν εκ της αμάξης,| σκότος εις τους οφθαλμούς της| ήλθε και εκάλυψέ την| κι έπεσεν οπίσω η άθλια Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΒ́ [489]. β) η νύχτα: Και είδιεν ο Θεός το φως ότι καλό· κι εχώρισεν ο Θεός ανάμεσα το φως και ανάμεσα το σκότο Πεντ. Γέν. I 4· εις άλλους κόσμους έχουν σκότος όταν ημείς έχομεν φως Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 50r· γ) σκοτεινιά, μαυρίλα κακοκαιρίας: εγείρεται ο νότος ο βιαίος| και κάμνει κλύδωνα βαρύν και ταραχήν και σκότος| κι επήρεν τους κι ευρέθησαν στον κόλφον της Αττάλειας Απολλών. (Κεχ.) 386· 2) (Μεταφ.) στενοχώρια, δυστυχία, απελπισία: σκότος και ζάλη και τρόμος και φόβος άφνω εις τας ψυχάς εισήλθε των πάντων, και προς φυγήν έβλεψαν Καναν. (Pinto) 550· (σε αποστροφή): Ω σκότος πλια βαθύτερο, σκότος που σκοτεινιάζει| και μου πλακώνει την καρδιά, πάντα ν’ αναστενάζει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 303 δις. 3) Πνευματική σύγχυση: εις το σκότος το βαθύ τον νουν σου μη τον χάνεις.| Οι άνθρωποι παρακαλούν να φωτισθεί ο νους τους,| και συ τον χάνεις, άθλιε, εις το κρασί, στους μούστους Ιστ. Βλαχ. 2076. 4) Άγνοια της αληθινής πίστης: «Χριστέ μου», εξεφώνησεν, «υιέ Θεού και Λόγε,| ο οδηγήσας με προς φως της σης θεογνωσίας,| του σκότους λυτρωσάμενος και της ματαίας πλάνης ...» Διγ. (Trapp) Gr. 561· Αμή εσύ ... ευρίσκεσαι εις μέγα σκότος και λατρεύεις θεούς λιθίνους και ξυλίνους, αλάλους και κωφούς, και θαρρείς ότι είναι θεοί, και αυτά είναι δαιμόνια Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12533· 5) α) Ο Κάτω Κόσμος, ο Άδης: Μη είπεις ότι ’σαι τρυφερή και ο θάνατος μακραίνει,| αλλά νέους και γέροντας καθημερνόν μαραίνει.| Λοιπόν βλέπε τον γέρακα μηδέν σε κυνηγήσει,| εις τ’ άνθος της νεότης σου το σκότος σε βυθίσει Ρίμ. θαν. 48· Του σκότου το βασίλειο θέλει κληρονομήσει| εκείνος Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β´ 259· β) ο τόπος της αιώνιας τιμωρίας, η Κόλαση: γενού μεσίτρια ημών (ενν. συ, Παναγία,) ...| και του πυρός του μέλλοντος λύτρωσαι και του σκότους Θρ. Θεοτ. (Bakk.) 127· (συχν. με τα επίθ. αιώνιον, ατελεύτητον): εις κόλασιν παγαίνουν| και σκότος το αιώνιον, και πλέο τους δεν εβγαίνουν Πένθ. θαν.2 586· Και για μικρήν απόλαυσιν, που ήτον και αυτή με κόπον,| υπήγαν εις τον Τάρταρον και του κλαθμού τον τόπον,| και ’ς σκότος ατευλεύτητον, εκεί να κατοικούσι,| πράγμα φρικτόν και φοβερόν σ’ άνθρωπον να τ’ ακούσει Πένθ. θαν.2 551. Εκφρ. 1) α) Σκότος εξώτερον, βλ. ά. εξώτερος 1· β) σκότος του πυρός = η Κόλαση: Λοιπόν σ’ αυτόσ σου στρέφομαι, Πάτερ των φώτων,| ίνα με ρύσεις, Κύριε, εχ του πυρός το σκότον Κυπρ. ερωτ. 1444. 2) Του σκότους ο κατάρχων/προστάτης = ο διάβολος: όντως γαρ αποπνίγεται, λύπῃ βεβυθισμένος| ο της απάτης αρχηγός, του σκότους ο κατάρχων,| όταν εκ του βαπτίσματος Χριστόν ενδεδυμένοι,| της κολυμβήθρας άνιμεν φωσφόροι, σελασφόροι Γλυκά, Αναγ. 34· ο αντικείμενος, ο σκότους τε προστάτης,| εχθρός τε και πολέμιος του ημετέρου γένους,| αυτόν γαρ παρεσκεύασε Θεόν επιλαθέσθαι| και της ανταποδόσεως την φοβεράν ημέραν Διγ. Z 2708.σοφία- η, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 50, Δ́ 268 χφ K κριτ. υπ., Ασσίζ. 4126, Ερμον. Α 316, Β 66, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 667, AZ 91, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 867, 1472, Θρ. Κων/π. Β 47, Θρ. Κων/π. διάλ. 48, Μάρκ., Βουλκ. 33911‑12, Σκλέντζα, Ποιήμ. 719, Αλεξ.2 1912, 1922, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4764, Συναξ. γυν. 421, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 113, Διήγ. Αλ. G 2894‑5, Δεφ., Λόγ. 682, Πτωχολ. α 608, Κυπρ. ερωτ. 14219, Ιστ. Βλαχ. 417, 2363, Πτωχολ. A 306, 326, Λίμπον. Επίλ. 86, Πτωχολ. B 289, 385, Διακρούσ. (Κακλ.) 1167, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14117, 14214, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2307, Τζάνε, Κατάν. Αφ. 56, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8677, 10073, 10085, κ.α.· σοφιά, Φλώρ. 1802, Φυσιολ. (Legr.) 700, Αλεξ.2 1910, Απόκοπ.2 299, Πένθ. θαν.2 64, Δεφ., Λόγ. 684, Βυζ. Ιλιάδ. 458, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1448].
Το αρχ. ουσ. σοφία. Ο τ. με συνίζ., πιθ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.
1) Γνώσεις, παιδεία, μόρφωση: σύγνεφον μέγα και βαρύ αυτό της αμαθίας| εσκέπασε τα γράμματα και δόξαν της σοφίας Ιστ. Βλαχ. 2224· ήθελα γνώσιν Πλάτωνος, σοφιάν Αριστοτέλους| και αποτελεσματική μεγάλου Σολομώντος,| να γράψω και καταλεπτόν της Τροίας και του Πάρη Βυζ. Ιλιάδ. 181· (περιληπτ.): Εάν γένηται ότι ο υιός οκάτινος ανθρώπου ... με το θέλημάν του ένι απεσταλμένος εις το σκολείον να μάθει γράμματα ή καμμίαν σοφίαν, το δίκαιον και η κρίσις ορίζει ότι ο πατήρ ... ένι κρατημένος να πλερώσει τό εδανείστην εκείνος … διά τον διδάσκαλόν του να πλερώσει Ασσίζ. 16019· σοφίαν ικανήν γαρ| εδιδάχθην εκ πατρός της Ερμον. Ζ 54· Εις την παιδιοσύνην σου μάθε σοφίαν και διδασκαλίαν και ποττέ δεν θέλει σε λείψει ώστι ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά σου Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 110· έκφρ. η έξω σοφία = η «θύραθεν», η κοσμική παιδεία και φιλοσοφία σε αντιδιαστολή με την εκκλησιαστική: ο καδινάλιος (έκδ. καδδηνάλιος) του Τιμίου Σταυρού Ιουλιανός, μέγας εν τῃ έξω σοφίᾳ και εν τοις δόγμασι της των χριστιανών πίστεως Δούκ. 26716. 2) Ευθυκρισία, σύνεση ως απόρροια βαθιάς γνώσης και εμπειρίας: η σοφία οπού βαστά τ’ άξο σου το κεφάλι,| που μετά κείνη κυβερνάς τα πάντα και γνωρίζεις| τα δίκια, και απού τ’ άδικα ζιμιό τα ξεχωρίζεις … Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά 36· φρόνησιν και την σοφίαν| Αθηνά πάλιν εκράτει·| τον δε έρωτα και πόθον| εκατείχεν Αφροδίτη Ερμον. Α 200· όλοι την εθαμάζουντα και καθαείς ερώτα| πού ’βρε την τόση φρόνεση τήν είχε η Μαρία,| τες διάξες και τες αρετές, αξείκαστη σοφία Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1807. 3) α) Η σωστή κρίση και η γνώση των πάντων ως ιδιότητα του Θεού (βλ. και Lampe, Lex., στη λ. C): «Δόξα σοι» λέγων «ο Θεός ο το συμφέρον πάντων| οικονομών το καθ’ ημάς σοφίᾳ τῃ αρίστῃ ...» Διγ. Z 2065· ο Κύριος των δυνάμεων, μόνος Αυτός γινώσκει| και Αυτός μόνος ο Ύψιστος, άλλος ουδείς εγνώστη.| Μόνον Αυτού η άρρητος και άπειρος σοφία| εγκαίρως βλέπει άπαντα τῃ θείᾳ Του προνοίᾳ Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8673· β) (με το επίθ. άγιος προκ. για το ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, την Αγια-Σοφιά· βλ. και Lampe, ό.π. C6 και Sophocl., στη λ. 6· η χρ. και σήμ.): εις την επίγειον πόλιν την Κωνσταντίαν (παραλ. 2 στ.), το γένος των χριστιανών σ’ αύτην την εκκλησίαν,| αρχιερείς και βασιλείς μες στην Αγίαν Σοφίαν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7258· Είχες (ενν. εσύ, Πόλη) και την Αγια-Σοφιά, το κήρυγμα του κόσμου,| αυτού οπού εδιδάχθηκαν οι ρήτορες το γράμμα,| αυτού οπού εσοφίστηκε πάσα σοφία του κόσμου Θρ. Κων/π. διάλ. 46. 4) (Συνεκδ.) σοφός και φρόνιμος λόγος: Απιλογήθη (ενν. ο Κροίσος) κι είπε του (ενν. του Κύρου) του Σόλου την σοφία,| που του είπε βίος και βασιλεία στο τέλος κάμνει χρεία Βεντράμ., Φιλ. 73· ρήτορας ήτον (ενν. ο Ιωακείμ) στην σοφιά και πρακτικός απ’ όλα Δεφ., Σωσ. 37. 5) (Μετων.) σοφός άνθρωπος: ο Νεκτεναβώ απάνω εις τούτο λέγει: — Μακάριος είναι ο Λυκήρος, οπού έχει τέτοιαν σοφίαν (ενν. τον Αίσωπο) εις την βασιλείαν του Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 24034· στράφου, ’δέ στην Βενετιάν πλησιάμετρη (έκδ. πλεισιάμετρη) σοφία,| Χορτάκιον τον θαυμαστόν και άξιον Φιλαδελφείαν Τζάνε, Φιλον. 58615. Η λ. ως κύρ. όν.: Δεφ., Λόγ. 659. Η λ. ως τοπων.: Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 862, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7018α, 7023.συγκλίνω,- Λίβ. διασκευή α 256, 1687, 1788, 1796, 1805, 1884, 4453, Λίβ. Esc. 3210, Λίβ. Vα 1226, 1538, 1554, 1559, 1632, 2084, 2957, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1179, 1755, 1898, 2462, Φαλιέρ., Ιστ.2 504, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 800, Χούμνου, Κοσμογ. 519, 632, 1537, 1771, 1872, 2786, 2819, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 43, 1217, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) Ν 465, Τριβ., Ρε 11, Αχέλ. 1456, 1650, 2297, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2924, 3446, 4578, 4583, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 450, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 18, 287, Πιστ. βοσκ. V 3, 120, Σουμμ., Ρεμπελ. 161, 162, 163, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 535, Στάθ. (Martini) Ά́ 57, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 590, 654, Β́ 228, Γ́́ 3, Διήγ. ωραιότ. 111, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Πρόλ. 77, Έ́ 1612, Πρόλ. άγν. κωμ. 19, 25.
Tο αρχ. συγκλίνω. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Χαμηλώνω, κατεβάζω, σκύβω: το πρόσωπό μου εσύγκλινα και ταπεινά αρχινούσι| τα χείλη μου τέτοιας λογής να τση γλυκομιλούσι ... Πανώρ.2 Ά́ 337· Στάσου σα με θωρείς εμέ, έχ’ έτσι το σπαθί σου,| κράτει ψηλά την πόντα σου, σύγκλινε το κορμί σου,| στάσου στη βάρδια τουτηνέ Κατζ. Β́ 78· (εδώ προκ. για κίνηση που δηλώνει υπακοή): στη χάρην του (ενν. του Θεού) κάμε την προσευκή σου| και σύγκλινε την κεφαλή μ’ όλη την όρεξή σου Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 848· Εστρίγγιζα εις τον ουρανόν και ελάλουν εις τα νέφη (παραλ. 1 στ.), ποτέ εις του πόθου τον δεσμόν τράχηλον ου συγκλίνω Λίβ. διασκευή α 1803· β) λυγίζω: σκύπτω κεφαλήν και γόνατα συγκλίνω| και με πολλήν ταπείνωσιν τους στίχους μου σου δίνω Τζάνε Εμμ., Αφ. 1429. 2) α) Κάνω κάπ. να συγκατανεύσει, να συναινέσει σε κ.: η δύναμή σου (ενν. νόμε του πόθου) η γλυκιά κι αγαπημένη (παραλ. 2 στ.) τες όρεξες και τες καρδιές συγκλίνει,| στη φύση δυναστεύει και προστάσσει| να κάμου σα ζητά και θέλει αυτείνη Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Χορ. ά́ 1367· (με εμπρόθ. αντικ.): μ’ ένα δίκιο λογισμό είχα καταπραῢνει| την αίσθηση, στο θάνατον ετούτον να συγκλίνει| κι είχα περάσ’ ειρηνικά, μ’ απομονή μεγάλη,| ίσως με κάλλιο ριζικό, εις τη ζωή την άλλη Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́́ 628· νιότη κι ομορφιά, σπλάχνος και καλοσύνη| μου κάμασινε την καρδιά στον πόθο να συγκλίνει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 668· β) συγκατανεύω, συμφωνώ, αποδέχομαι κ.: έστεκ’ αρίφνητο καιρό δίχως ν’ αποφασίσω| να κάμω τό ’χα πεθυμιά γή να συρθώ ξοπίσω.| Πούρι τό θέλ’ η όρεξη συγκλίνω να τση δώσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 47· η ανθρωπότη η σπλαχνική της αγαθότητάς σου| θέλει συγκλίνει να δεχτεί το δώρος το λιγάκι Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 47· Θωρείς την κακοσύνη| της θάλασσας και είναι χρειά θυσία ν’ απομείνεις| γή αποδεπά δεν βγαίνομε. Για τούτο, να συγκλίνεις| το θάνατο, κοράσιο μου, πολλά παρακαλώ σε Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 122· (με εμπρόθ. αντικ.): ήθελε συνέβη και κανένας άρχοντας ήθελε έλθει εις σύγχυσιν με κανέναν ποπολάρον ..., εσυμμαζονόντανε τριακόσιοι εις ενάντιον ... και στενεμένος ο άρχοντας εσύγκλινε εις την αγάπην Σουμμ., Ρεμπελ. 182. Β´ Αμτβ. 1) Χαμηλώνω, γέρνω: ήτον η κόρη πλια αχαμνή κι εσύγκλινε να πέσει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 527. 2) Γονατίζω, υποκλίνομαι: Εσέ να προσκυνήσουσι τα τέκνα του πατρός σου,| όλοι των να συγκλίνουσι, να προσκυνούν ομπρός σου Χούμνου, Κοσμογ. 2010· στα πόδια τα δικά του| θέλω συγκλίνει η ταπεινή να πέσω Πιστ. βοσκ. Ι 3, 59· Συγκλίνω και παρακαλώ τη γαληνότητά σου| τα πάθη κάμε μου γνωστά τα τόσ’ αντίδικά σου Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 43. 3) Υποχωρώ σε κ.: Άνομο, μηδέ ’πίβουλο, μηδέ προδότη λέσι,| όποιον ο πόθος γή ο θυμός τση μάνητας κερδέσει,| γιατ’ είναι τση ανθρωπότητας δοσμένο να συγκλίνει| και να νικάται απού τα δυο πάθη … Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 343. 4) α) Προχωρώ, πλησιάζω: Ήτον η μέρα τρυφερή κι εσύγκλινεν το ’λιάτσι| κι ο Κάτης εδιαλογίζεντο να ’βρει δροσό να κάτσει Κάτης (Τικτοπούλου) 31· (εδώ μεταφ.): Βούθησε, Πάτερ μου αγαθέ, πριν φθάσει να συγκλίνει (ενν. η καρδιά μου)| εις χρόνον αγανάκτησης και χάσω την κι εκείνη Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 301· β) (μεταφ.) τείνω, στρέφομαι: και ο νους μου φυσικά του| συγκλίνει προς εσένα Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 3, 188. 5) Καταλήγω σε συμφωνία ή κοινή απόφαση: Εάν γίνεται ότι β́ άνθρωποι έχουν δυσκεψίαν μέσον τους, ώσπερ απού τοίχον κοινόν ...· ει δε και οι κριταί ουδέ συγκλίνουν, διατί ουκ έχει σημείον εις τον τοίχον παρά του ιδείν και κρίνει δίκαια, το δίκαιον ορίζει ότι, απετώρα και να πάει, δύο βουργέσηδες χρη ελθείν ενώπιον του βισκούντη Ασσίζ. 35926· και τότε να συγκλίνουσιν οι έσω με τους έξω Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 950. II. Μέσ. Α´ Μτβ. 1) Συμφωνώ, συναινώ, συγκατανεύω: συγκλίνεται ο κύρης της τό βούλεται να ποίσει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 666· Κι εγώ ’χω κιόλας, Γύπαρη, πολλότατην ολπίδα (παραλ. 1 στ.) να συγκλιθεί (ενν. η Πανώρια), σαν πεθυμάς, άντρα τση να σε πάρει Πανώρ.2 Β́ 551· Εσένα πάλι ευχαριστώ, μυριοχαριτωμένη,| διατί, κερά, συγκλίνεσαι κι εμέν τον δουλευτήν σου| τον αμαθή και χωρικόν να με διδάσκεις, κόρη Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1528. 2) Υπακούω, πειθαρχώ: Και όσοι ου θέλουν συγκλιθήν τσ’ αυτής παραγγελίας,| ουδεποσώς τους θε δεχθεί η γη τσ’ επαγγελίας Χούμνου, Κοσμογ. 779. Και αυτός ο δυνατός Σαμψών της Δαλιδάς συγκλίθη| σ’ αύτα τα λόγια τα γλυκιά κι έδωκε εις τα βύθη Βεντράμ., Γυν. 161. 3) Κοιμάμαι με κάπ., συνευρίσκομαι ερωτικά: Νύκταν και μέραν πειρασμόν είχε (ενν. ο Ιωσήφ) με την κερά του| διατ’ ήθε’ να του συγκλιθεί κουρφά η νοικοκερά του Χούμνου, Κοσμογ. 1662· είδε την γυναίκα σου (ενν. ο θεός) και μ’ αύτην εσυγκλίθη Αλεξ.2 171. Β´ Αμτβ. 1) α) Σκύβω (για τη σημασ. βλ. Knös [Βεντράμ, Γυν. σ. 155]): Ακόμη και η Παρασκευή μαρτύρισσα εσυγκλίστη,| έκοψαν το κεφάλι της, με αίμα εβαπτίσθη Βεντράμ., Γυν. 233· β) κάμπτομαι, λυγίζω: πλήττει (ενν. ο Αίας) τούτον Έκτωρ πάλιν| εν τῳ σκουταρίῳ μέσον,| και το σίδηρον ου κόπτει| και συγκλίνεται το δόρυ Ερμον. Μ 81. 2) α) Συμφωνώ, συναινώ, συγκατανεύω: Γράφε, μη οκνήσεις τας γραφάς, η κόρη ορέγεταί τας·| και ουκ ένι οδός να συγκλιθεί μετά έναν σου πιττάκιν Λίβ. διασκευή α 1455· β) κάνω πίσω, υποχωρώ: δίδουν την κόρην είδησιν περί του Βερδερίχου·| ήκουσεν, ου συγκλίνεται, μάχεται τον πατέρα Λίβ. διασκευή α 2417· Παρακαλώ σε, ορωτική, εξαίρετη κουρτέσα (παραλ. 1 στ.) ποσώς να μη αλαζονευτείς και θέλεις με φονεύσειν,| αλλά συγκλίθητι μικρόν, πόνεσε πόθον πόνον| και την καρδίαν μου δρόσισον Αχιλλ. (Smith) N 938. 3) Συντάσσομαι με κάποιον: Εκ την θωριάν σου φαίνεσαι αγγελική θωρία,| μα πώς εσύ συγκλίθηκες με τ’ άνομα θηρία; Χούμνου, Κοσμογ. 1626· Αυτοί λιγοψυχήσασι (ενν. ο Αδάμ και η Εύα), το φως ογιά να δούσι·| λέσι τα τέκνα τως και αυτοί μ’ αυτόν (ενν. τον δαίμονα) να συγκλιθούσι Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1243. 4) (Προκ. για το νου) στρέφομαι σε κ., απασχολούμαι με κ.: Ο δε βασιλεύς ... ευθύς εκέλευσε να ορδινιάσουσιν άλογα εύμορφα ... παραγγέρνοντας εκεινών οπού του ακολουθούσαν ... να δείχνουσι του παιδός, και να στένουσιν εις τες στράτες χορούς με αρμονίες και γιόστρες πολλών λογιών, οδιά να συγκλίνεται ο νους του εις εκείνα και να ορέγεται Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4519.σώμα- το, Κομν., Διδασκ. Δ 209, Λόγ. παρηγ. L 511, Διάτ. Κυπρ. 51029, Διγ. Z 431, 2880, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 108, Ερμον. Δ 206, Φ 325, Χρον. Μορ. H 4735, Χρον. Μορ. P 5423, Βίος Αλ. (Aerts) 984, Θεολ., Τζίρ. 3545, Απολλών. (Κεχ.) 542, Λίβ. διασκευή α 491, 1664, Αχιλλ. L 122, Αχιλλ. (Smith) N 220, Ιμπ. 34, Αλφ. ξεν. Αμ. (Μαυρομ.) 72, Λίβ. Va 1808, Φαλιέρ., Ιστ.2 243, Μαχ. 51418, Δούκ. 33121, 22, 38516, Μάρκ., Βουλκ. 34317, Απόκοπ.2 256, Κορων., Μπούας 89, 147, Χρησμ. (Brokkaar) 53, Πτωχολ. α 844, 849, Hagia Sophia ω 52918, Αλφ. (Μπουμπ.) III 15, Μορεζ., Κλίνη φ. 254r δις, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 357, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 30145, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14110, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1866, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 111, 182, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 559, κ.α.· σώμαν, Ασσίζ. 1088, 27011, Ερμον. Υ 230, Λίβ. Esc. 1564, Μαχ. 2836, 7030, 39422, Συναξ. γυν. 298, Κυπρ. ερωτ. 2211, 398, 9324, 29, 1333· γεν. εν. σωμάτου, Ασσίζ. 35823, Δευτ. Παρουσ. 263.
Το αρχ. ουσ. σώμα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 815, Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η γεν. εν. σωμάτου και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., ό.π.). Η λ. και σήμ.
1) α) Η υλική υπόσταση ανθρώπου ή ζώου (σε αντιδιαστολή με το πνεύμα ή την ψυχή), το κορμί: ήρξατο (ενν. ο Βερδερίχος) δυναστεύει με, μυριοκαταπικραίνειν,| μωλωπισμούς το σώμα μου καθ’ ώραν ανατάζειν Λίβ. Va 3098· Εκεί να ιδείς αμέτρητα που ήσανε κομμένα| κεφάλια, από τα κορμιά πώς ήσαν χωρισμένα (παραλ. 1 στ.), κοιλιές, αντεροσύκωτα έξω από το σώμα! Διακρούσ. (Κακλ.) 264· Ο μύθος διά έμορφους λέγει οπού ’ν’ στο σώμα| κι ο μυελός τους δεν ’ξίζει τέσσαρα δράμια χώμα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 115· Ψυχήν και σώμα, τον διπλούν άνθρωπον έσωσές με (ενν. Πάτερ άγιε)| και από των Αγαρηνών χείρας ’λευθέρωσές με Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1255· (προκ. για την εξωτερική εμφάνιση): Κουρούνα εβουλήθηκε να γένει περιστέρι (παραλ. 3 στ.)· και άσπρισε του λόγου της διά να τα μοιάζει,| μέσα στα περιστέρια και κείνη να ταιριάζει. (παραλ. 10 στ.) ... σαν την είδασι (ενν. οι άλλες κουρούνες) και ήτον άλλο σώμα,| κουρούνα δεν ομοίαζε και άλλαξε στο χρώμα,| εκεί δεν την εστέρξασι Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 10017· β) ύπαρξη, ζωή: αν ουκ εβάλομεν βουλήν την σήμερον ημέραν,| ο καθεείς το σώμα του να το διαφεντεύει,| να δείξομεν εις άρματα ότ’ είμεθεν στρατιώτες ... Χρον. Μορ. P 4735. 2) Πτώμα, κουφάρι: επορεύθην (ενν. ο Πρίαμος) κατά νύκταν|προς τον Αχιλλέαν τότε| του ζητήσαι γαρ το σώμα| του υιού του του Εκτόρου Ερμον. Υ 286· υπέστησεν κιβούριν του θανάτου,| ευθύς ίνα αποτεθεί το σώμα του νεοτέρου Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1666· αποσκάπτουσι τους τάφους των εντός εκατόν ημερών τεθνηκότων, ευρίσκουσι τινά σώματα εκ των αποσκαπτόντων σταπιδιασμένα και τινά παχυνόμενα Μάρκ., Βουλκ. 33918· (προκ. για λείψανο αγίου): επέρασεν την ζωήν της με μεγάλην ευλάβειαν ... και εις τον θάνατόν της εμύρισεν το σώμαν της και εγνωρίσασιν φανερά πως είναι αγία Μορεζ., Κλίνη φ. 415r. 3) (Συνεκδ.) άνθρωπος, άτομο: Εάν βλαβεί ελεύθερος, η καταδίκη γίνεται εις την δαπάνη της ιατρείας ...· σώμα γαρ ελεύθερον ου διατιμάται, ο δε σώμα δούλος βλάψας απαιτείται προς τοις ειρημένοις και την ελάττωσιν της διατιμήσεως αυτού Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 583 ξη’ 4 δις· τοιαύτα σώματα ένι οπού ουδέν ημπορούσιν να εκκλητεύσουν άλλα διά τον εαυτόν τους και διά κανέναν σώμαν, ως γιον εκείνον οπού τον εκαταμπλέξαν, τουτέστιν εκείνος οπού ένι μαρτυρούμενος εις κλεψίαν ... Ασσίζ. 3330, 31· οι επίσκοποι των Γραικών του ρηθέντος ρηγάτου της Κύπρου την αυτών χηρεύουσαν μητρόπολιν προσκομίσαντες αυτόν τον Γερμανόν ή έτερον σώμα άξιον εις αρχιεπίσκοπον ... Διάτ. Κυπρ. 5018. 4) (Εκκλ.) ο άρτος ως σώμα Χριστού στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (βλ. και Lampe, Lex., στη λ. σημασ. IIC 4· πβ. ά. αίμα σημασ. 1β): Τον εδίωξεν από την κοινωνίαν κρίνοντάς τον ανάξιον να μεταλάβει το σώμα του δεσπότου Χριστού Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 7018· Κρεμάμενος εν τῳ σταυρῴ εκρύπτετο θεότης,| και νυν εις άρτον κρύπτεται θεότης και ανθρωπότης.| Και εις τα δύο δε ομού την κεφαλήν μου κλίνω,| σώμα λαμβάνω μυστικόν, τίμιον αίμα πίνω Σκλέντζα, Ποιήμ. 612· πε του αμιράλλη να πέψει στην Κερυνίαν κανέναν Γενουβήσο να μου ’μόσει εις το κορμίν του Ιησού Χριστού άντα να υψώσει το σώμαν του Κυρίου και το αίμαν, να μεν μου ποίσουν καμίαν ζημίαν Μαχ. 51228.ταπείνωσις ‑ση- η, Σπαν. A 491, Σπαν. Ο 21, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 515, Συναξ. γαδ. (Moennig) 176, Φλώρ. 1178, 1225, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 798, Μαχ. 5021, 15620, Σκλέντζα, Ποιήμ. 120, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 363r, Τριβ., Ρε 121, Μορεζίν., Λόγ. 469, Δωρ. Μον. ΧΧΙV, Σουμμ., Ρεμπελ. 176, Διγ. Άνδρ. 36828, 38625, Εις Θεοτ. 56, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 189, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14210· ταπείνωση, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 634, 1679, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 138 πολλ., 140, Χρον. σουλτ. 13815, Κυπρ. ερωτ. 10017, Πανώρ.2 Γ́ 196, 589, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 47, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 113, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 117, Πτωχολ. Β 345, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14410, 39821, 4667· ταπείνωσις, Διγ. (Τrapp) Gr. 1953, 3526, Ωροσκ. 407, 4427, Ιμπ. 214, Φυσιολ. 37112, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 49, 54, 55, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 774, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 789, Ροδινός (Βαλ.) 100 τρις, 101 πολλάκις, 102 τρις, 103 τετράκις, 104 πολλάκις, κ.α.· πληθ. ταπείνωσες, Ροδινός (Βαλ.) 101 δις, 117.
Το αρχ. ουσ. ταπείνωσις. Ο τ. ταπείνωση και σήμ.
1) α) Έλλειψη αλαζονείας, μετριοφροσύνη, σεμνότητα: Ήτον (ενν. η Παρθένος) υπομονητική, καλόγνωμη, ευπειθής, σώφρων ..., ποτέ εις του λόγου της υπερηφανεία δεν εσέβηκε ... Εσύντριψε με την ταπείνωσίν της την κεφαλήν του φιδιού, τουτέστι του υπερηφάνου διαβόλου Ροδινός (Βαλ.) 101· Έχε ταπείνωσιν πολλήν, υιέ μου, εις τους ξένους.| Αλαζονείαν άπεχε, ποσώς μηδέν την θέλεις Ιμπ. 206· ην γαρ (ενν. ο σουλτάν Σελίμης) ταπεινόφρων και ειρηνικός και δικαιότατος και εκ της πολλής αυτού ταπεινώσεως εποίησαν οι γενίτσαροι πολλάς αταξίας Έκθ. χρον. 5525· β) σεβασμός· υποταγή: τα θρακικά τάγματα ως κύριον αυτόν (ενν. τον Παγιαζήτ) σέβονται πάντες και αυτός ως οικείους αυτούς άγει, ένθα και βούλεται, δεικνύντες εις αυτόν άκραν υπακοήν και ταπείνωσιν Δούκ. 18528· ο Σελίμ του δίδει πίστιν και όρκον (ενν. του Τουμπούτμπεη) ότι, εάν με ταπείνωσιν θέλει τον προσκυνήσει ωσάν νικητήν, θέλει φιλανθρωπευθεί εις του λόγου του, δίδοντάς του πάλιν το βασίλειον να το ορίζει ως και πρότερον, πλην υποτασσόμενόν του Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 421· Προς δε την κόρην την καλήν, την δέσποιναν εκείνην| άπειρον την ταπείνωσιν, πολλήν την δουλοσύνην| απατηλώς εδείχνασιν οι της εχίδνης παίδες Καλλίμ. 2334. 2) Ηθική μείωση, εξευτελισμός: εγώ προς γην αποστραφείς διά την αμαρτίαν| και λογισθείς εν τοις νεκροίς εκ παραπτώματός μου,| έρημος πάντων γέγονα, πάντων απεστερήθην·| ο φίλος απεπήδησεν, ο συγγενής εκρύβη (παραλ. 1 στ.), ουκ έστι τις εν άπασιν ελέους αξιών με (παραλ. 1 στ.), ως φεύγει τις εξ όφεως, ούτως εκφεύγουσί με·| ταύτης της δυστυχίας μου, ταύτης της ερημίας,| και της εις γην αποστροφής και ταπεινώσεώς μου| δραξάμενοι κατά καιρόν οι φώρες παρ’ ελπίδα ... Γλυκά, Αναγ. 348. 3) Μικρότητα, ευτέλεια: ωσάν πρέπει να ευλαβούμεθα και να φεύγομεν την πανηγυρικήν και θεατρικήν παρρησίαν, ούτω πάλιν συμβουλεύω να φεύγομεν την ταπείνωσιν και μικρολογίαν και δουλοπρέπειαν του λόγου Σοφιαν., Παιδαγ. 108. 4) Αθυμία, στενοχώρια: Λέγει η κόρη προς αυτούς με ταπείνωσιν μεγάλην: «(παραλ. 2 στ.)· ... είχα μέγα άκουσμα εις ετούτον τον κόσμον,| και εφοβούνταν και ετρόμαζαν του κόσμου τα φουσσάτα (παραλ. 1 στ.)· τώρα ήλθεν ένας ξένος και ορφανός ...| να με νικήσει με φρόνεσιν, να κερδίσει τον πόθον» Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 595. 5) (Για πολεμική αναμέτρηση) ήττα· (ως σύστ. αντικ.) επέφθασιν ώσπερ στάχυα τα πλήθη των Ελλήνων, και εταπείνωσαν (ενν. οι Τρώες) τους Έλληνας ταπείνωσιν μεγάλην Τρωικά 5292.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- ο, Σπαν. A 331, 495, Σπαν. B 473, Γλυκά, Στ. 425, Προδρ. (Eideneier) ΙI 74, 82, IV 660 χφ P κριτ. υπ., Ερμον. Ω 358, Χρον. Τόκκων 3052, Διήγ. Βελ. χ 7, Μαχ. 51434, Byz. Kleinchron. Ά́ 50936, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14214· αιτιατ. εν. πένην, Σπαν. (Μαυρ.) P 67· πένητας, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13611, Ντελλαπ., Υπομν. 132, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 349v, Δεφ., Λόγ. 130· πενήτας, Θησ. Ϛ́ [27], Διγ. O 2112.