Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- Παδοβάνος
- ο· Παδουβάνος.
Το ιταλ. Padovano.
Αυτός που κατάγεται από την Πάδοβα ή κατοικεί σε αυτήν: Τον Σανγινάτζο Νικολό και τούτον μέσα βάνω| δόκτορα κι έκαμε τιμές και δόξες Παδουβάνο Τζάνε, Φιλον. 58724.παπακυρ‑- ο, Μορεζίν., Διαθ. 482, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 15r, 21r, 22r, 25v, κ.π.α., Τζάνε, Φιλον. 5871.
Από συνεκφ. του προτακτικού ουσ. παπα‑ και του επίσης προτακτικού ουσ. κυρ. Η λ. σε έγγρ. του 16. και 18. αι. (Βλ. Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15-16, 1961-62, τεύχ. Β΄, 231, 261, 264, 272 και Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 8, 1958, 158, 162).
Ως προσηγορία ιερωμένου: Με επήγεν ο πατέρας μου παπακυρ-Σίδερης εις τα Καλάδενδρα, εις τον διδάσκαλον τον παπακυρ-Δήμον Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 17v.παπάς- ο, Προδρ. (Eideneier) II 42-4 χφ Η κριτ. υπ., 68-3 χφ Η κριτ. υπ., III 208 χφ G κριτ. υπ., 247, 272, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 490, 491, Μαχ. 122, 7, 11, 17, 36216, 45031, Byz. Kleinchron. A΄ 2108, Απόκοπ.2 93, 201, 471, Ιμπ. (Legr.) 690, Χρον. σουλτ. 3135, 856, Ιστ. Βλαχ. 1627, 2210, Στάθ. (Martini) Γ΄ 544, Διακρούσ. 8129, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18027, 23115, 50325, Τζάνε, Φιλον. 58514, 58627, 30, κ.π.α.· (άκλ.) παπα‑, Σπανός (Eideneier) Β 232, D 1678, Notizb. 38, Σφρ., Χρον. (Maisano) 12625, Χρον. Αθ. 8514, Μανολ., Επιστ. 172, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 17122, Τζάνε, Φιλον. 5853.
Από το αρχ. ουσ. πάππας. Για το σχηματ. της λ. βλ. Κουκ., Ευστ. Γραμμ. 118 και Βαγιακ., Αθ. 63, 1952, 220. Ο τ. και σήμ. Η λ. τον 4. αι. (Kahane, Sprache 365· πβ. Lampe, Lex. λ. πάππας) και σήμ.
α) Ιερέας, παπάς: Περί λειτουργίας του αρχιερέως, ότι δεν λειτουργά μόνος του ωσάν παπάς, αλλά μετά διακόνου Βακτ. αρχιερ. 162· μήτε καλόγηρος μήτε κοσμικός παπάς να πλερώνει χαράτσι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 434· καθένας για το σπίτι του δίδει απολογίαν,| σαν οι παπάδες του λαού διά την ενορίαν Ιστ. Βλαχ. 2034· σαν να ’χει ανοίξ’ η εκκληχιά, έτρεχαν συναγμένοι| παπάδες και οι κοσμικοί όλοι αγαπημένοι Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 710· β) (κυρίως στον τ. παπα‑) ως προσηγορία πριν από κύρ. όνομ.: Σεπτεβρίῳ κα΄ ημέρᾳ β΄ εγεννήθηκα εγώ ο παπα-Συναδινός Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 15r· καθώς μου το είπεν ο κυρ παπα-Φίλιππος Μαχ. 4010· διά αθύμησιν έγραψα …, παπάς Αθανάσιος Φάρης από χωρίου Κοφίνου Byz. Kleinchron. Α΄ 21217. Ως τοπων.: Πορτολ. A 25128.παράδειγμα- το, Σπαν. A 415, Σπαν. P 197, Καλλίμ. 1757, Ασσίζ. 2611, Θεολ., Τζίρ. 35829, Λίβ. P 2053, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 402, 1512, Μάρκ., Βουλκ. 34319, 34517, Σκλέντζα, Ποιήμ. Α45, Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 188, Αχέλ. 96, 946, Πανώρ. Β 359 κριτ. υπ., Σεβήρ., Ενθύμ. 28, Ιστ. Βλαχ. 2833, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 7028, Λίμπον. 45, 107, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 391, Ροδινός Νεόφ. 232, Μπερτόλδος 52, κ.α.· παράδειγμαν, Ασσίζ. 3538, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2082.
Το αρχ. ουσ. παράδειγμα. Ο τ. και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 715). Η λ. και σήμ.
1) α) Παράδειγμα προς μίμηση, πρότυπο, υπόδειγμα: να έναι ο βίος των πατέρων εις τους νέους παράδειγμα και τύπος της παιδεύσεως Σοφιαν., Παιδαγ. 291· προκρίνομαι τους έρωτας να συνθαπτώ με σένα (παραλ. 3 στ.), να δείξω να συνθήσκουνται οπού πολλά αγαπούσιν| να γένω και παράδειγμα εις άπαντα τον κόσμον Αχιλλ. N 1691· προβλεπτής και διδάσκαλος (ενν. ο ιερεμίας ο Κατσαΐτης) εις πράξιν και θεωρίαν ετούτου του μοναστηρίου, τύπος και παράδειγμα κάθε βαθμού εκκλησιαστικού Ιερόθ. Αββ. 335· β) προηγούμενο πάθημα ή κακό που μπορεί να χρησιμεύσει ως μάθημα, παράδειγμα προς αποφυγή: Θα δώσω και παράδειγμα στον κόσμο, να θυμούνται| το θάνατο, και τα κακά να τρέμου, να φοβούνται Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21618· ει γαρ αυτό πεποίηκα, πυρίκαυστος γενοίμην,| παράδειγμα εν τοις λοιποίς πάσι τοις εν τῳ κόσμῳ Διγ. Z 803· του μοναχού τού στασιαστού, του λάλου, του φλυάρου| φοβείτω το παράδειγμα τους ομοφρόνους πάντας Προδρ. (Eideneier) IV 265. 2) α) Περίπτωση εφαρμογής φυσικού νόμου, αρχής, κανόνα· παράδειγμα για περιγραφή, επιβεβαίωση, απόδειξη, εξήγηση ενός γεγονότος, φαινομένου, κλπ.: Φίλους, γνωρίμους, συγγενείς, πάντας, μικρούς, μεγάλους| χωρίζει και διίστησιν αθρόον απ’ αλλήλων| ο κόραξ ο κακόφημος, ο κήρυξ του Θανάτου| εγγύς που το παράδειγμα και ο μάρτυς αφ’ εστίας Γλυκά, Στ. 43· Κερά μου, εκ την Αγίαν Γραφήν τα παραδείγματά σου| υπάρχουν και καλούτσικα είναι, μά την αλήθειαν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1951· Έχομεν δε παράδειγμα περί των τοιούτων τριχιών. Λάβε τρίχας ίππου ή εκ κεφαλής ανθρώπου ή πώγωνος και θες ταύτα εις ύδωρ Μάρκ., Βουλκ. 34611· Ομοίως και δι’ ετέρου παραδείγματος προσεκτέον περί του τοιούτου αμανίτου. Τα γαρ αγγεία … εμφύουσιν αμανίτας υπό της σήψεως της γης Μάρκ., Βουλκ. 34313· (συχνά με τα ρ. δείχνω, δίνω, λέγω, φέρνω)·: δεν το πιστεύω| η πονηρία της γυναικός να δέρνει φιλοσόφους,| α δεν με δείξεις σύντομα παράδειγμα ’ς το λέγεις Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1435· ίνα δω (ενν. ο λόγος τον Θεού) την πολιτείαν αυτού παράδειγμα της διδασκαλίας αυτού Ιστ. πατρ. 8712· εγώ να δείξω εις το παντός τώρα την απιστιάν της·| και λέγω σου παράδειγμαν, κερά, και πίστεψέ το Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1691· Μα φέρνω παραδείγματα, πασένας να νοήσει Τζάνε, Φιλον. 58316· δεν ημπορώ να πιστεύσω εις την ευγλωττίαν την εδική σου και εις τα όμορφά σου παραδείγματα οπού μου ήφερες Μπερτολδίνος 116· β) (νομ.) προηγούμενη περίπτωση που αποτελεί κανόνα: Εάν γένηται ότι ο βισκούντης ή οι σεργέντες του θέλουν να φέρουν μάρτυραν εις την αυλήν κατά τινος, ουδέν ημπορούν να το ποίσουν, ουδέ να ένι πιστευμένον, ούτε εκείνος, ούτε οι σεργέντες του, ως γοιον ένι τοιούτον παράδειγμαν Ασσίζ. 1032· γ) ειδική, χαρακτηριστική περίπτωση: ο δυστυχισμός μου| μ’ έκαμε να ’μαι μοναχός, ξόμπλι πολλά θλιμμένον,| παράδειγμα των ζωντανών και των απεθαμένων,| γιατί να ζω δεν ημπορώ, αλλ’ ουδέ ν’ αποθάνω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [526]. 3) Σημάδι, ένδειξη: εφάνη (ενν. ο Χριστός) ατός του έμπροσθέν τους απήτις έπαθεν … και με πολλά παραδείγματα τον είδαν και τους εφανερώθη Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 156. Έκφρ. εν παραδείγματι = για παράδειγμα: να είπω ως εν παραδείγματι … Σφρ., Χρον. (Maisano) 8011. Φρ. παίρνω παράδειγμα = παραδειγματίζομαι: έπαρε παράδειγμα από τους πρότερούς σου| εκείνους απ’ εκάθονταν κάποτε στο θρονί σου,| πως δεν εκυβερνήσασι να έχουν την ειρήνην| και έξω τους εδίωξαν από την αφροσύνην Ιστ. Βλαχ. 1505.παρασταίνω·- παρασταίνω ή παραστήνω, Ασσίζ. 8624, 26321-2, 28414-5, 42718, 44212, 44428, Κανον. διατ. Β 382, 623, Διγ. Άνδρ. 34127· παραστήνω, Βυζ. Ιλιάδ. 214· παρισταίνω, Μπερτόλδος 4.
Από τον αόρ. του παρίστημι (βλ. ά.). Ο τ. παραστήνω σε έγγρ. του 19. αι. (Σιγάλας, Ελλην. 2, 1929, 82) και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων. και Βογιατζ., Αθ. 37, 1925, 144). Ο τ. παρισταίνω σε έγγρ. του 19. αι. (Τωμ.-Παπαδάκη Α., Κρητ. έγγρ. Α′ 38). Η λ. στο Somav. (παραστένω) και σήμ.
1) Παρουσιάζω κάπ. μπροστά σε κάπ.: τον ευρίσκουσι και παρευθύς τον φέρνουσι και παρασταίνουν τον ομπροστάς του βασιλέως Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3318· (προκ. για το Θεό): τας ψυχάς να παραστήσουν εις τον θρόνον του Θεού Αλφ. (Μπουμπ.) III 6· ‒Ξεύρεις καλά, κυρ Χάροντα, πού ’θελα μ’ ανεβάσεις| και ποία στράτα να διαβείς και να με παραστάσεις;| ‒Ξεύρω το και γνωρίζω το πού ’θελα σ’ ανεβάσω,| εμπρός στον Παντοκράτορα και να σε παραστάσω Αλφ. (Mor.) IV 54, 56. 2) α) Παρουσιάζω, εκθέτω, αναφέρω: επαράστησέν τους αφορμάς, και πως εγίνην τούτον και άλλες φορές, και τόσον τους εσύντυχεν και έδωκέν τους ν’ αγροικήσουν ότι αρέσαν τους τα λογία του Μαχ. 59615· ανισώς η αφεντιά σου και η αυλή τούτον απιστεί το, ένι έτοιμος να το παραστήσει και ας το δει η αυλή, ως γιον να της φανεί ότι είναι χρήση να το δείξει Μαχ. 30623· Παπα-Νικόλαον Βλαστόν εδώ σου παρασταίνω (παραλ. 1 στ.). Μα ιερείς αξιότατους έρχομαι και σου φέρνω| και αφήνω και άλλους παλαιούς ογιά να μη μακραίνω Τζάνε, Φιλον. 58617· β) περιγράφω, διηγούμαι: αληθώς εβουλήθηκα να πω και να συνθέσω| τα φυσικά των γυναικών και να τα παραστήσω Συναξ. γυν. 6· πώς έναι δυνατόν να πιστεύουν οι πολλοί τα λόγια του παιδαγωγού, αν ουδέν έχουσι και παράδειγμα το ποίας λογής πρέπει να έναι ο πεπαιδευμένος άνθρωπος, αν ουδέν τους παραστήσομεν τον βίον και την διαγωγήν της αρχιεροσύνης σου, και όλοι ομού να σπουδάζουσι να μιμούνται την μεγαλοψυχίαν, την ελευθεριότητα όπου δείχνεις Σοφιαν., Παιδαγ. 93· δος έμφασιν στην γλώσσαν μου, εις τα νοήματά μου (παραλ. 1 στ.) να παρασταίσω το κλεινόν του Μιχαήλ μου γένος,| να περιγράψω τσ’ αρετές οπού ήτον στολισμένος Λίμπον. 97. 3) (Νομ.) α) παρουσιάζω, αποδεικνύω (με μάρτυρες) ενώπιον δικαστηρίου: ειδέ εκείνος ού εκείνη οπού ζητά το πράγμαν και λέγει ότι ο τεθνηκώς του το επαφήκεν εις τον θάνατόν του, το δίκαιον κελεύει ότι ούτος μέλλει να τα παραστήσει με γ́ μάρτυρας (έκδ. μαρτυρίαις· διορθώσ.) πιστούς οπού εγροίκησαν να πει ο τελευτής το πως άφηνεν εκείνου εκείνον το λεγάτον τό ζητά, εντέχεται ούτως να το έχει Ασσίζ. 39018· Εάν ... οι γειτόνοι θέλουν να ομόσουν δίκαια ότι είδαν εκείνον τον κλέπτην να εβγεί απέ το σπίτιν εκείνου του ανθρώπου ..., το δίκαιον κρινίσκει ότι εκείνος ο κλέπτης ένι ένοχος άνευ πολέμου, ως γιον κλέπτην παραστημένον, ήγουν προβιασμένον Ασσίζ. 19016· εάν είς άνθρωπος εγκαλέ μίαν γυναίκαν το πως τον έδερεν και ημπορεί να το παραστήσει, ... Ασσίζ. 48023· β) υποστηρίζω, αποδεικνύω ως μάρτυρας ενώπιον δικαστηρίου: εντέχεται να έχει μάρτυρας να παραστήσουν εκείνον τό ο σκλάβος ού η σκλάβα είχεν ποιήσειν Ασσίζ. 3998. 4) Υποστηρίζω, ισχυρίζομαι κ.: εφέραν τον πατέρα τον κύρην Σταυρινόν του Μαχαιρά, ως γιον λόγιον, και να καταλάβουν το θέλημάν του και του λαού· και εξ ακοής εγίνωσκεν πολλήν θεολογίαν, και έδειξέν τους και παράστησέν τους έμπροσθέν τους όλους τους καλύτερους, να έχει ο τόπος ρήγα παρά να μεν έχει Μαχ. 59819. 5) Εμπιστεύομαι κ. σε κάπ.: πριχού εγώ να μισεύσω, θέλω να παραστήσω το σπίτι μας σε τούτην την γειτόνισσάν μας, η οποία να έχει έγνοιαν ως το γύρισμά μας Μπερτολδίνος 102. 6) (Εδώ πιθ. προκ. για βινητικόν σχήμα, πβ. Κουκ., ΒΒΠ Ϛ́ 517· διαφορετικά ερμηνεύει ο Χριστοδούλου [Κανον. διατ. σ. 487]) παριστάνω, υποδύομαι: Εάν γυνή παραστήσει κτηνόν, ακοινώνητη χρόνον ά Κανον. διατ. A 1264· Εάν ανήρ παραστήσει κτηνόν, γιον εστίν (έκδ. οίον), χρόνον ά και μετανοίας ιβ́ το πρωί και ιβ́ το εσπέρας Κανον. διατ. B 382. 7) Μοιάζω: ο κύκλος του προσώπου της τον ήλιον αντηύγει·| το κάλλος της το έμορφον φλόγα να παρασταίνει Φλώρ. 9.περιβόλιον- το, Καλλίμ. 292, Ασσίζ. 41519‑20, Λίβ. N 2204, Αχιλλ. L 849, 926, Αχιλλ. (Smith) N 764, 767, 1029, 1041, 1055, Σφρ., Χρον. (Maisano) 2212, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154v, Zygomalas, Synopsis 211 K 35, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1503, 1597, 2139, Διγ. Άνδρ. 38621, 40325, Μπερτόλδος 21, Μπερτολδίνος 119, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 170, κ.π.α.· περβόλι, Ολόκαλος 154, 174, Πανώρ. Δ́ 410, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 156, Γ́ 219, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά́ 72, Β́ 28, 53, 163, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 982 κ.α., Βοσκοπ.2 446, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1393, 1841, 2196, Β́ 442, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 148, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 23620, 30, 3551, Τζάνε, Φιλον. 5846, κ.π.α.· περβόλιν, Βέλθ. 917, Μαχ. 60634, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 395, Θρ. Κύπρ. M 352, Ολόκαλος 1915, 16, 403, 4· περιβόλι, Αχιλλ. (Smith) O 486, Φαλιέρ., Ιστ.2 620, Θησ. Γ́ [103], [198], Ζ́ [572], ΙΆ́ [765], Ch. pop. 50, 210, 211, 212, Ολόκαλος 122, 28, Αγν., Ποιήμ. Β́ 32, Πεντ. Γέν. II 8, 9, III 3, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1377, Εκατόλ. M 48, 66, Πανώρ. Δ́ 30, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 117, Πιστ. βοσκ. V 5, 136, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1096, 1395, B́ 958, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 797, Διγ. O 75, 2404, κ.π.α.· περιβόλιν, Προδρ. (Eideneier) I 83, Καλλίμ. 314, 2158, Ασσίζ. 8518, 19113‑14, 44316, Βέλθ. 728, 938, 1016, 1019, Σπανός (Eideneier) A 446-7, B 133, Φλώρ. 642, 767, Ερωτοπ. 188, Λίβ. P 366, 370, Λίβ. (Lamb.) N 504, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1342, Αχιλλ. L 487, 491, 678, Αχιλλ. (Smith) N 762, 763, 1043, Ολόκαλος 135, 36 Μαχ. 19027, 59015, 6105, 62236, Θησ. Β́ [38], Γ́ [85], Θρ. Κύπρ. M 187, Διγ. Άνδρ. 37422, Ερωτόκρ. Έ́ 651, κ.π.α.· πρεβόλι, Κατά ζουράρη 39· πρεβόλι(ν), Byz. Kleinchron. Ά́ 51141.
Το μτγν. ουσ. περιβόλιον. Ο τ. περβόλι στο Meursius, σε έγγρ. του 17. αι. (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 20, 1990, 496) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.) Ο τ. περβόλιν στο Βλάχ. και σήμ. στο ποντ. (Παπαδ. Α., Λεξ.) και κυπρ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 727, Φαρμακ., Γλωσσάρ. 272) ιδίωμα. Ο τ. περιβόλι σε έγγρ. του 12. (Darrouzès, Textes byzantins XIII, 61), 14. (Act. Doch. 1049, 50, 70), 17. (Αλιπράντης, Αθ. 75, 1974/75, 113), 18. αι. (ως τοπων., Κριαρ., Ελλην. 8, 1935, 120), στο Meursius και σήμ. Ο τ. περιβόλιν σε έγγρ. του 13. (ΝΕ 7, 1910, 41) και 18. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ, 1, 1948, 161) και σήμ. στο κυπρ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 727) και ποντ. (Παπαδ. Α., Λεξ.) ιδίωμα. Ο τ. πρεβόλι σε έγγρ. του 16. (Έγγρ. Σύρου Ά́ 187) και 17. αι. (Κρ. συμβόλ. 123, βλ. και 126). Τ. προβόλι σήμ. ιδιωμ. (Οικονομ., Αθ. 56, 1952, 229). Η λ. σε έγγρ. του 11.-14. (Act. Ivir. I 2725, 4334 κ.α., Act. Lavr. Ι 599‑10, 10 κ.α., Act. Saint-Pantél. 926, Βραν. Ε., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Α′ 424, 165, Mazal, JÖBG 17, 1968, 88 κ.π.α.), 16.-17. (Βραν. Ε., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Α′ A27, 37) και 19. αι. (Βραν. Ε., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Α′ B11) και στο Du Cange.
α) Χώρος, συν. περιφραγμένος, όπου καλλιεργούνται λουλούδια, λαχανικά, χόρτα ή οπωροφόρα δέντρα· κήπος: ό,τι δενδρόν και οπωρικόν, άνθος του να μυρίζει| και κρύα νερά γλυκόβρυτα είχεν το περιβόλιν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1346· στέφανον πλέκει γλήγορα ...| απ’ όλα τα μυριστικά και τ’ άθη του περιβολίου Αχιλλ. L 849· (εδώ προκ. για τον παράδεισο): εφύτεψεν ο Κύριος ο Θεός περιβόλι εις την παράδεισο από ανατολικά κι έβαλεν εκεί τον άθρωπο Πεντ. Γέν. ΙΙ 8· (μεταφ.): βρύση τσ’ ευγενειάς και τση τιμής περβόλι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 674· εμπαίννοντα εις το μυρισμένον και αθθιμένον περβόλιν το αγιασμένον του αγίου Πνεύματος από την πόρταν ... των ... αγίων Γραφών Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 73· φινοκαλιστής των ποιητάδων ήμου (παραλ. 1 στ.) κι απείς μ’ εδοκιμάσασι σιμά τως μπιστεμένο,| μ’ αφήνα εις το περβόλι τως ... να μπαίνω Ροδολ. (Αποσκ.) Τοις αναγν. 10· (σε παρομοίωση): Κλαύσε ήλιε, σελήνη ... (παραλ. 2 στ.), τα φυτά μη ξεβλαστήσουν, βότανα μηδέ ανθίσουν| εις αυτήν την δυστυχία, οπού ήλθε στα Χανία,| ως καθώς εκαταστάθη ’ς τόσα βάσανα και πάθη,| όπου ήτο σαν περιβόλι, και την καμαρώναν όλοι,| τώρα δε την ερημάξαν και τα παλληκάρια σφάξαν Διακρούσ. 6968· (με τους προσδ. του πόθου ή της αγάπης περιβόλι = περιβόλι που προδιαθέτει με την ωραιότητά του για έρωτα): έδε πανώραιον και τερπνόν και πόθου περιβόλιν Αχιλλ. (Smith) N 1049· τούτο ’ναι το περβόλι μου ... (παραλ. 3 στ.) ξεκούραση του λογισμού κι ανάπαψη του κόπου· του πόθου περιδιάβαση, τσ’ αγάπης περιβόλι,| των κορασώ ξεφάντωση και τω νεράιδω σκόλη Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά́ 77· β) (για μέρος που βρίσκεται έξω από την κατοικημένη περιοχή): ετέντωσε (ενν. ο Σινάμ μπασίας) ... μακράν από την χώραν εις τα περιβόλια Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 394. Έκφρ. κτίζω περβόλια στον αέρα = αερολογώ, ονειροβατώ: Χίλια ακριβά τασσίματα μου ’τασσε κάθα μέρα| και χίλια μου ’κτιζε όμορφα περβόλια στον αέρα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 34· μου κτίζει (ενν. η όρεξη) πύργους στο γιαλό, περβόλια στον αέρα,| κι ό,τι τη νύκτα μεριμνώ χάνουνται την ημέρα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 75. Ο πληθ. Περιβόλια ως τοπων.: Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 25319.περίσσιος,- επίθ., Αλεξ.2 104, 980, 2605, Τριβ., Ρε 111, 312, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 6910, 10211, Αρσ., Κόπ. διατρ. [442], [1332], Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 153, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 4, Ιστ. Βλαχ. 430, Σουμμ., Ρεμπελ. 166, 173, 180, 186, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 426, 635, 1114, 1228, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [353], Λίμπον. Εισαγ. 15, 100, Επίλ. 80, Διγ. O 193, 2499, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14810, κ.α· περίσσος, Χούμνου, Κοσμογ. 1158, 1887, 2747, Βουστρ. (Κεχ.) Β 3717, Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 136, 374, Αχέλ. 336, 1586, 2090, Κυπρ. ερωτ. 1506, Πανώρ. Πρόλ. 40, 43, Ά 46, 76, 130, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 134, 235, Β́ 92, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 120, 130, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 230, Δ́ 1319, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 907, Στάθ. (Martini) Ά 314, Γ́ 362, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 126, 574, Φορτουν. (Vinc.) Ά 48, 87, 273 , Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 290, Β́ 178, Γ́ 119, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3006, 42322, 4671, κ.π.α.
Από το αρχ. επίθ. περισσός αναλογ. με το ίσιος (Χατζιδ., ΜΝΕ Β́, 128). Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 503, λ. περίσσο, Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ., στη λ., Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. περίσσο)· σήμ. λογοτ. (ΛΚΝ, στη λ.). Η λ. στο Βλάχ. (περίσιος) και σήμ.
1) α) (Προκ. για αριθμό, ποσότητα) (πάρα) πολύς, αναρίθμητος: ήλθασιν και άλλοι άρχοντες από περίσσους τόπους,| με φούστες και με κάτεργα, και του πολέμ’ ανθρώπους Αχέλ. 345· Ήξευρε, η ευγενική, ότι είμαι από την Σκότζια,| ρήγας έναι ο πατέρας μου και έχει περίσσια μπέτζια· Τριβ., Ρε 126· Ω θαύμα που ’δαμεν εκεί, άρχοντες τιμημένοι| στα πλούτη τα περίσσια και στο πολύ χρυσάφι Αρσ., Κόπ. διατρ. [615]· β) πολύ μεγάλος· υπερβολικός: Απιλογάται τότες το κοράσο,| λέγει μου: «Το κορμί σου επά στο δάσο| ευρέθηκε σε κίντυνο περίσσο …» Βοσκοπ.2 63· Δώσ’ μου, Κυρά, τα χέρια μου, πέψε και ιάτρευσέ με,| κι οκ τον περίσσιον τον καημόν τούτονε λύτρωσέ με Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1156· Εις μια μεγάλη συμφορά, εις μια περίσσια θλίψη,| εις δυστυχιάν πολύθρηνον ξεύρω πως θέλουν λείψει Λίμπον., Εισαγ. 1· τώρα τόσα πεθυμώ να τονε δω απού κρίνω (παραλ. 1 στ.) τούτ’ η περίσσα πεθυμιά με θέλει θανατώσει Πανώρ. Έ 185. 2) Παραπανίσιος· περιττός: Αφέντη, παρηγόρησε την αγανάκτησίν μας,| κι ελάφρυνε μας όλιγον το βάρος το περίσσον Κομν., Διδασκ. Δ 278· Δε μου ’πε τίποτας αυτός περίσσο, μ’ άλλα πάθη| μου γροίκησε, κι εις το ’στερο πάλι γι’ αυτό θες μάθει Στάθ. (Martini) Β́ 41· λοιπόν είναι βαρύ και περίσσον πάλιν ημείς να τα λέγομεν, είναι δε αναγκαίον... Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 135· (εδώ ειρων.): Τσι δυο παλιοπιστόλες,| απὂχω εκεί και κρέμουνται, θέλω να τση χαρίσω,| κι είναι και κιόλας πλέρωμα στον κόπο τση περίσσο Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 62. 3) Εξαιρετικός, ξεχωριστός, έξοχος: ω θάμασμα περίσσο,| ω πράμα ανεπίστευτο, μες στο γιαλό γυρίζω Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 14· Διά την περίσσαν του (ενν. του Ιωσήφ) ομορφιάν διάφορον ανιμένου,| εβγάνουν τον στην αγοράν, σ’ όλους τον αναφαίνου Χούμνου, Κοσμογ.1639· Εσέν τα Χερουβείμ υμνούν τα Σεραφείμ κι οι Θρόνοι,| οι Δύναμες και οι Αρχές και πάσα ένα σώνει| έπαινον τον περίδοξον, το μέλος το περίσσιο ... Προσοψάς, Δράμα γενν. Τυφλού 93· (με γεν.) εξαιρετικός, σπουδαίος σε κάτι: Ω Χάροντα αλύπητε, μαύρε κι αραχνιασμένε,| πώς παίρνεις νέες κι ερωταριές στον Άδην, πρικαμένες,| άνδρες περίσσιους του σπαθιού, κι άπονα τους σκοτώνεις Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 695. Το αρσ. ως ουσ. στον πληθ. = (πάρα) πολλοί: είδασι και τ’ αμμάτια μας περίσσους ν’ αποθαίνου| κι οι επαρχιές τωνε ζιμιό στον άνεμο να πηαίνου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 525· κι εμπήκασι κι εκόψασι περίσσιους κι ενικήσαν Τζάνε, Φιλον. 58217. Το ουδ. ως ουσ. = το μεγαλύτερο κακό· το χειρότερο: Μα το περίσσο έγινε επά στην Σαντορίνην| οπού λογιάζομεν πως ποτέ έτοιον να μην εγίνη Διήγ. ωραιότ. 123. Το ουδ. ως επίρρ. = (πάρα) πολύ, περισσότερο από ό,τι χρειάζεται: μα τούτον ας τ’ αφήσω| γιατί κιανείς για λόγου του δε θα μιλεί περίσσο Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 354. Το θηλ. Περίσσα ως τοπων.: Διήγ. πανωφ. 57 (έκδ. Περίσα), Διήγ. ωραιότ. 715 (έκδ. περίσσα). — Βλ. και περισσός.περνώ,- Ασσίζ. 4554, Διγ. (Trapp) Gr. 3053, Διγ. A 2783, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1263, Βέλθ. 1064, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 442, Χρον. Μορ. H 322, Χρον. Μορ. P 59, Φλώρ. 32, Απολλών. (Κεχ.) 384, Λίβ. P 1904, Λίβ. Sc. 1851, Λίβ. Esc. 3005, Λίβ. N 2577, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 373, Αχιλλ. L 21, Φαλιέρ., Ιστ.2 374, Byz. Kleinchron. Á 50938, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 95, Αλεξ.2 145, Απόκοπ.2 98, Κορων., Μπούας 12, Γεωργηλ., Θαν. 409, Πεντ. Γέν. XXXII 23, Πορτολ. A 516, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 468, Αχέλ. 259, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 59, Ιστ. πατρ. 9510, Πτωχολ. (Κεχ.) P 63, Κυπρ. ερωτ. 8630, Πανώρ. Ά 131, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 149, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 182, Κατζ. Ά 150, Βοσκοπ.2 305, Παλαμήδ., Βοηβ. 59, Ιστ. Βλαχ. 1092, Σουμμ., Ρεμπελ. 160, Διγ. Άνδρ. 31611, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 103, Στάθ. (Martini) Ά 187, Διαθ. 17. αι. 3314, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 167339, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [428], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 423, Φορτουν. (Vinc.) Ά 179, Ροδινός (Βαλ.) 218, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 72, Διγ. O 782, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2327, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ζ́ 13, Hagia Sophia ω 5164, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6911, κ.π.α.· απερνώ, Σπαν. (Ζώρ.) V 602, Διγ. Z 2384, Διγ. A 2425, Χρον. Μορ. H 409, Χρον. Μορ. P 46, Θρ. Κων/π. B 58, Θησ. (Foll.) Ι 19, Θησ. Β́ [252], Ch. pop. 469, Αλεξ.2 542, Κορων., Μπούας 51, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 67r, Πεντ. Γέν. XL 47, Πορτολ. A 3212, Αχέλ. 1686, Χρον. σουλτ. 2626, Παϊσ., Ιστ. Σινά 363, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12310, Δωρ. Μον. XXXVI, Παλαμήδ., Βοηβ. 799, Ιστ. Βλαχ. 75, Σουμμ., Ρεμπελ. 190, Διγ. Άνδρ. 40038, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 13324, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 90102, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [58], Ροδινός (Βαλ.) 84, Πτωχολ. B 126, Διγ. O 2815, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιϚ́ 1, κ.π.α.· απερώ, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Υπόθ. ΙΓ́· επερώ, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1068· περώ, Ασσίζ. 31230, Βίος Αλ. 4812, Ιστ. Ηπείρ. XVIII5, XL4, Δούκ. 358, 6515, 8922, 11117 κ.π.α., Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΆ [474], Νομοκ. 38517· αόρ. επήρασε, Διήγ. ωραιότ. 931· μτχ. ενεστ. (άκλ.) περνών, Παρασπ., Βάρν. C 316· μτχ. απεραζόμενος, Τριβ., Ρε 14· περαζόμενος, Χούμνου, Κοσμογ. [1687], Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 524, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 183, 383, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 19, Έ 1357, Φορτουν. (Vinc.) Ά 349, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 37126· μτχ. αορ. (άκλ.) απεράσοντας, Πορτολ. B 1120, Χρον. σουλτ. 6211· περάσαντα, Ιστ. πατρ. 10515· περάσοντα, Ιστ. πατρ. 1409· περάσοντας, Κορων., Μπούας 6, Εκλογής χειρόγρ. 24522, Χρον. σουλτ. 3411, 30, 5231, 625, 11831-32, 11910, 1263, 13921, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10938, 1131, Δωρ. Μον. XVIII, Διαθ. 17. αι. 357, 224, 1140, 194, Διήγ. πανωφ. 56, 57, 59· μτχ. παρκ. απερασμένος, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 23, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 354v, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΒ́ [135], Χρον. σουλτ. 14019, Σουμμ., Ρεμπελ. 176, 184, 192, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 65r, Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. 4, Ά [260], Έ [708], Ροδινός (Βαλ.) 91, 142, 146, 161, 216, 229, Διακρούσ. 1189, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρ. Καθ. Επ. Ά δ́ 3, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 4616· περασμένος, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 12, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 324, Μαχ. 23, Θησ. Δ́ [416], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2191, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 356, Αχέλ. 19, Χρον. σουλτ. 1047, Πανώρ. Ά 255, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 396, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 21, Φαλλίδ. (Παναγ.) 158, Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 11, Ιστ. Βλαχ. 56, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 539, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1127, Διαθ. 17. αι. 46, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 406, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [375], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 422, Φορτουν. (Vinc.) Ά 12, Λεηλ. Παροικ. 513, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3641, Τζάνε, Φιλον. 58314, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά ζ́ 36, κ.α.
Από τον αόρ. του αρχ. περάω (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 292). Ο τ. απερνώ στο Βλάχ., σε έγγρ. του 18. αι. (Σερεμέτης, Ηπειρωτική Εστία 19, 1970, 292, 432 434, 435) και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β́ 9, Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., στη λ.), όπως και τ. απερνάω (Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.). Ο τ. περώ και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. περνώ, όπου και τ. περού και απερού). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά 53, λ. απιρνάου, Πασχαλούδης, Τερπν. Νιγριτ., λ. απιρνάου ‑ώ, Χριστοδούλου, Κουζιαν., λ. πιρνώ/απιρνώ). Η υποτ. αορ. επεράσω σε έγγρ. του 18. αι. (Σερεμέτης, Ηπειρωτική Εστία 19, 1970, 292, 299). Η μτχ. περαζόμενος (για το σχηματ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά, 13, 17) σε έγγρ. του 16. αι. (Μανούσ., Κρ. Χρ. 22, 1970, 295)· μτχ. περαζούμενος στο Somav. λ. απερασμένος και σήμ. ιδιωμ. (Ψάλτ., Θρακικά 35, 82). Η μτχ. περάσοντα το 14. αι. (Χρυσόβ. του 1364, 85) και σήμ. ως επίρρ. στο τσακών. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.)· μτχ. περάσοττα σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Πρακτ. Β′ Κυπρ. Σ 3, 256). Η μτχ. περάσοντας σε έγγρ. του 17. αι. (Παπαδάκη, Θησαυρ. 19, 1982, 145), το 18. αι (Στεφανόπ., Βιβλ. Στεφανοπ. 75, 76, 99) και σήμ. ιδιωμ. (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.). Η μτχ. απερασμένος στο Βλάχ., σε έγγρ. του 18. αι. (Σερεμέτης, Ηπειρωτική Εστία 19, 1970, 37, 433, 434, 435) και σήμ. ιδιωμ. (Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.· πβ. και Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης, λ. απερασμένες). Η μτχ. περασμένος στο Βλάχ. και σήμ. H λ. τον 8-9. αι. (TLG· για πιθ. παλαιότ. μνείες βλ. αυτ. και Jannaris, Hist. Gramm. 272) στο Βλάχ. και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) α) Διαβαίνω, διασχίζω ένα μέρος (και πηγαίνω σε άλλο): Και πάραυθα εσέβησαν εις την Τρανσυλβανίαν,| κι έτσι την επεράσασιν κι ήβγασιν στην Ουγγρίαν Παλαμήδ., Βοηβ. 1080· με την βοήθειαν του Θεού, την τρίτην την ημέραν| επέρασεν (ενν. ο Σερμπάνος) τα σύνορα κι ευρέθη από πέραν Ιστ. Βλαχ. 162· Αφού δε αποστάθηκαν (ενν. ο Μερκούριος και οι συντρόφοι του) εκ τον κομμόν που ’ποίκαν| την γέφυραν απέρασαν και εις την χώραν μπήκαν Κορων., Μπούας 62· (προκ. για θάλασσα ή ποτάμι): Και να περάσομεν ομού την θάλασσαν τήν βλέπεις,| να πάμε στην Ανατολήν, εις τον καλόν τον τόπον Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 82· Είναι δε το γένος τούτο των Τατάρων μαθημένοι να περνούσι με τα άλογά τως καβαλάροι τα μεγάλα ποτάμια κολυμβώντες Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 423· β) διέρχομαι, περνώ από ένα μέρος/σημείο: Εγώ πολλές χώρες και κάστρη είδα και επέρασα, και είδα γραφές πολλές και ανέγνωσα εις ετούτον τον κόσμον Διγ. Άνδρ. 33633· και μικράν θύραν επεράς την κεφαλήν κυρτῴαν Παϊσ., Ιστ. Σινά 1068. 2) Διαπερνώ (με αιχμηρό όργανο), διατρυπώ κάπ. ή κ.: Και ηβλέποντας ο Σαούλ ότι οι εχθροί εσίμωναν να τον πιάσουν, βάνει το κοντάρι του και ακουμπάγει το εις ένα δένδρον και το ξίφος το βάνει εις την κοιλίαν του και αμπώνει το και απέρασέ τον έως την ράχην Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 192r· ένας άνθρωπος των αρμάτων ... είδεν τον υιόν του Τακκά ... και με το σπαθίν επέρασέν τον απέ την μίαν μερίαν ως την άλλην και απόθανεν Μαχ. 6629· (σε μεταφ.): και την καρδίαν μου δεινή επέρασε ρομφαία Θρ. Θεοτ. 64· (μεταφ., προκ. για το κρύο): Και όταν είναι ψύχρα μεγάλη, μη δουλεύεις πολλά, διατί το κρύος ευρίσκει τότε τους πόρους ανοικτούς, όταν είσαι ιδρωμένος, και σε περνά ευκολότατα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 176. 3) Οδηγώ/μεταφέρω κάπ. κάπου· (συν. στην απέναντι όχθη/ακτή): Βάρκες ορθώθησαν λοιπόν δώδεκα για να πιάσουν/ την νύκτα την ερχόμενη τσ’ ανθρώπους να περάσουν Αχέλ. 889· Ο δε Σελήμ ... έδραμεν ευθύς κάτω εις το ποτάμι, και έβαλε τους τουφεξήδες μέσα εις κάποιες μικρές βάρκες και τους επέρνα εις την πέραν μεράν του ποταμού Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 423· το πλοίον διεσκόρπισεν, επνίγησαν οι πάντες,| μόνον ο Απολλώνιος μέσα εις μικρόν σανίδιν| το κύμαν τον επέρασεν της Τρίπολης τα μέρη Απολλών. 139. 4) α) Μετακινώ κάπ./κ. σε σχέση με (μέσα από, πάνω από κ.τ.ό.) κ. άλλο· (σε μαγικές πράξεις): περούσι τα παιδία των από στόμα λύκου, τάχα διά να ζήσουν Νομοκ. 38518· Μη ευρεθεί εις εσέν απερνάει τον υιό του και τη θεγατέρα του εις την ιστιά, μαντεύγει μαντειές ... Πεντ. Δευτ. XVIII 10· β) (εδώ) σουρώνω: έπαρε νερόν από περιστερών, τούτο το χόρτον, οπού το λέγουν φράγκικα μπέρμπενα, από πήγανον, από χελιδόνιον, τριαντάφυλλα και από αλόην και τούτζια πρεπαράτα από πάσα ένα μισήν δράγμα, κοπάνισε και πέρασέ τα από ψιλόν μανδήλιον και φύλαξέ τα εις μίαν αγαστέρα υαλίνην Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 229. 5) (Χρον.) διανύω, διάγω ένα χρον. διάστημα (κατά ορισμένο τρόπο): και δίχως πρίκες κι όχθρητες, δίχως ζηλειές και φθόνους| περνούσι (ενν. οι γιαθρώποι) τσ’ εβδομάδες τως, τσι μήνες και τσι χρόνους Πανώρ. Πρόλ. 60· Και έτσι με φόβον και τρόμον απεράσαμεν την ημέραν εκείνην και την νύκταν ως νεκροί εις την όψην και μισαπεθαμένοι Ιερόθ. Αββ. 333· Εις τον ποέτα βρίσκομε τον κωμικόν γραμμένο| κι έτσι από τον Τερέντσιο καλά ξεδηγημένο,| πως γιατί αγάπα ο Πάμφιλος την όμορφη Γλυτσέρε| με δίχως ύπν’ ολότελα le notti απέρνα intiere Κατζ. Δ́ 118. 6) (Με αντικ. τη λ. ζωή ) διάγω, ζω: οπού είμαι νέος, ας περάσω καλήν ζωήν, και δεν θέλει λείψει καιρός, διά να δοξάσομεν και τον Θεόν Ροδινός (Βαλ.) 67· Και ως έβλεπε (ενν. ο κύρης Ανδρόνικος) την ασθένειαν αυτού οπού αυξάνει, εδιελογίζετο τι να κάμει και πού να υπάγει και εις τι τόπον να περάσει την ζωήν του ότι το είχεν ως μεγάλην εντροπήν να φαίνεται εις τον λαόν του μετ’ αυτού του ασθενήματος Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 19. 7) Βιώνω, υφίσταμαι κ., υποφέρω μια (συν. δυσάρεστη) εμπειρία: Τῳ αυτῴ χρόνῳ απέθανεν ο Χριστόδουλος ο βαφτισμένος ... και αυτός ήτον Εβραίος και εις την νεότητά του αγάπησεν την πίστιν και εγίνην χριστιανός και πολλά κακά επέρασεν από τους φθονερούς Ιουδαίους Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 23v· πολλές πρίκες και βάσανα έχεις περασμένα Μανολ., Επιστ. 1739· Λοιπόν οι δόλιοι Κρητικοί κίνδυνον επεράσαν| μέγαν από τες λουμπαρδιές, αλλ’ ουκ εδειλιάσαν Διακρούσ. 1087. 8) Υπερβαίνω ένα όριο, ξεπερνώ· (χρον.): να ζήσει (ενν. ο άρχοντας) χρόνους εκατόν και να τους απεράσει| με πλούτον και με έπαινον στον κόσμον να γηράσει Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 65· Δεν έναι (ενν. ο μισσέρ Γιαννούτσος) κύρης μου, σα λες, μ’ αλλότες είχε πράσσει| εις τα ταξιδια, και έρχοντας μια φούστα ν’ αγοράσει (παραλ. 2 στ.). Και μετά κείνη τοτεσά μ’ αγόρασε κι εμένα,| και ακόμη χρόνους δυόμισι δεν είχα περασμένα Φορτουν. (Vinc.) Β́ 206· (ποσ.): απερνώντες τα όσα εξόδευσαν (ενν. οι Γαλατιανοί), έχουν την άδειαν να τα μαζώξουν από την μέσην τους, διά να έβγουν από το χρέος Επιστ. Μωάμ. 6725· (τοπ.): όταν έγινεν ο κατακλυσμός οπού ήλθε το νερόν δεν απέρασε την κορυφήν αυτεινού του βουνού (ενν. του βουνού Τερέστρο), καλά και τινές λέγουν ότι το νερόν απέρασεν πάσα βουνόν ένδεκα πήχες Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 70v. 9) Παραβαίνω κ.: δεν ημπορώ να περάσω τον ορισμό του Κύριου να κάμω καλό γή κακό από τη καρδιά μου Πεντ. Αρ. XXIV 13· Ότι να ευρεθεί μεσοθιό σου ... ανήρ γή γεναίκα ος να κάμει το κακό εις τα μάτια του Κύριου του Θεού σου να απεράσει τη διαθήκη του. Και έφυγεν και εδούλεψεν είδωλα άλλα και επροσκύνησεν αυτά Πεντ. Δευτ. XVII 2. 10) Παρακάμπτω, αποφεύγω κ.: εις το νησόπουλον ... έχει ξέρην εις την μερέαν της τραμουντάνας και εβγαίνει εις το πέλαγος μισόν μίλι. Και απεράσοντας την ξέρην και έμπεις μέσα το κανάλιν και την στερέα· ’ράξε όπου θέλεις ότι έχει φούντος όσον θέλεις Πορτολ. B 1120· (κ. δυσάρεστο): παρακαλώ ... να γράψει η αδελφότης υμών του εκλαμπροτάτου αυθεντός βαΐλου των Ενετών οπού ευρίσκεται εις την Βασιλεύουσαν ... να γένει επίμων να πάρει έκδοσιν από τον οικουμενικον πατριάρχην ... να μετατεθούμεν εις την Ζάκυνθον, διά να περάσομεν τους κινδύνους της στράτας του Κωνσταντίνου Βελλερ., Επιστ. 5543. 11) α) Aντιπαρέρχομαι κ., αδιαφορώ για κ.: Αλλά αλίμονον εις εσάς τους Φαρισαίους, ότι αποδεκατίζετε το δυόσμον και το πήγανον και κάθε λάχανον, και περνάτε την κρίσιν και την αγάπην του Θεού· Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιά 42· α) προσπερνώ, παραλείπω κ.: Ημπόρουν διά την φυλακήν να γράψω ακόμη και άλλα| αμή σχολάζω, αφήνω τα, διαβαίνω και περνώ τα,| διά να ’ρθω εις την υπόθεσιν και των φυλακατόρων Σαχλ., Αφήγ. 485. 12) α) Αντιμετωπίζω κ. ή κάπ. (επιτυχώς): Κι αυτός (ενν. ο δεσπότης Άρτας), ως ήτον φρόνιμος, καλά εδιορθώθη·| τους Φράγκους γαρ ερόγεψεν, τον πρίγκιπα Γουλιάμον| και τον αφέντην Αθηνών και τους Ευριπιώτας·| με αυτούς εβοηθήθηκεν κι επέρασεν την μάχην Χρον. Μορ. P 3084· β) κάνω κάπ. να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες μου, «καταφέρνω κάπ.»: Μα δίχως να το πεις εσύ και να το δικιμάσεις,| να θες με τα διατάματα μόνο να με περάσεις| εδώ με χάνεις και γοργό πάγω να βρω τον Άδη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 860· Εδάρτε συμβουλεύω σας όλες καλές κυράδες,| αμέτε και μαυλίζετε ύπανδρες και χηράδες,| γελάτε τες ανέγλυτες και τες νοικοκυράδες (παραλ. 2 στ.) τους άνδρες με τα λόγια σας όλους να τους πλανάτε.| Έχετε κι αγαπητικούς, μηδέν αδημονάτε,| κι οπού ’γαπούν και φλέγουνται, με λόγια τους περνάτε Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 651. 13) α) Δίνω, μεταβιβάζω κ. (σε κάπ.): Ανήρ ότι να απεθάνει και υιός δεν είναι αυτουνού … να απεράσετε τη κλερονομιά του εις τη θυγατέρα του Πεντ. Αρ. XXVII 8· Ένι καταστημένον με την ασσίζαν των Ιεροσολύμων ότι η αφεντία των πραγμάτων των χαμένων ουδέν πρέπει κανείς να των περάσει εις κανένα έτερον κορμίν, ότι εις όποιον τόπον οπού ο κύρης ημπορεί να εύρει το πράγμαν του κινητόν τό είχεν χάσει, εντέχεται να το αναλάβει διά όρκου τόν να ποιήσει Ασσίζ. 42323· β) προσφέρω, αφιερώνω κ.: να απεράσεις παν άνοιγμα μήτρας του Κύριου Πεντ. Έξ. XIII 12. 14) Θεωρώ, αντιμετωπίζω κάπ. ως ...: Παρακαλώ σας βασιλείς, αυθέντες και ρηγάδες,| ... σοφοί και διδασκάλοι,| μη με κατηγορήσετε εις τἄγραψα και είπα·| περάσετέ με ως άγνωστον ομάδιν με τον νουν μου,| και ψέξετε τον λογισμόν εμού δε και την γλώσσαν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 568. 15) Διηγούμαι, εξιστορώ: η υπόθεση ετούτη, την οποίαν εδιηγήθηκα με πάσαν αληθοσύνην και δεν έγραψα ένα πράγμα διά άλλον, μόνον πιστά τα επέρασα, μήτε περισσότερο μήτε ολιγότερο Σουμμ., Ρεμπελ. 193. 16) Δηλώνω, φανερώνω: είπεν (ενν. η Παρθένος) «ηγαλλίασεν» και δεν είπεν ευφράνθη, ή εχάρη. Είναι κάποια διαφορά ανάμεσα εις αυτά τα ρήματα, διότι το εχάρη φέρνει κάποιαν χαράν εις την ψυχήν, αμή δεν περνά τον τρόπον και την διάθεσιν εκείνου οπού χαίρεται Ροδινός (Βαλ.) 93. Β́ Αμτβ. 1) Μεταβαίνω, μετακινούμαι, πηγαίνω α1) σε κάπ. άλλο μέρος: Πλην όταν απεσώσαμεν εις τον αιγιαλόν ετούτον,| επαίρει (ενν. ο Βερδερίχος) το καμήλιν μου, πεζεύει με απ’ εκείνο| και με την κόρην μόνος του περνά εις γην Αιγύπτου Λίβ. Sc. 1734· άφησε (ενν. ο Ευστάθιος ο Πλακίδας) την αυθεντίαν οπού είχεν και έφυγεν να απεράσει εις άλλον τόπον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 390r· ο βάρβαρος εμάνισε και εις ολίγον καιρόν έρχεται πολεμώντας την Ανατολήν και κουρσεύοντας πολλούς τόπους. Επέρασε δε και εις την Θεσσαλονίκην Εγκ. αγ. Δημ. 109162· (στην απέναντι ακτή/ όχθη): Είχε δε μεγάλην αδημονίαν ο μισσέρ Ρομπέρτος και λύπην, πως δεν έβρισκε βάρκαν να περάσει εις τον Μορέαν Δωρ. Μον. XXIV· Και λέγω προς τον Λίβιστρον: «Εύξου με να περάσω,| και όταν με ίδεις επέρασα, στέκομαι εις την στερέαν,| τότε και συ την θάλασσαν άφοβα να την έμπεις,| και να έλθεις όπου με θεωρείς, δίχα τινός ανάγκης» Λίβ. Sc. 1864, 1865· Τούτη η ταραχή όχι μόνον εσύγχισε πολλά τους Τούρκους οπού ήσαν περασμένοι από το ποτάμι, αλλά πολλῴ μάλλον εκείνους, οπού ήσαν ακόμη εκείθεν του ποταμού διά να περάσουσιν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 422· α2) (σε κάπ.): Τότε στον αρχιστράτηγον βουλήθη (ενν. τινάς σπαχής) να περάσει Αχέλ. 1200· Η δε, «Ω τρισκατάρατε γέρον», ανταπεκρίθη (ενν. η Μαξιμώ) | «και διά ένα κόπους μοι και τῳ λαῴ παρέσχες,| προς ον μόνη περάσασα, Θεῴ τε καυχωμένη,| άρω αυτού την κεφαλήν και προς υμάς εκφέρω;» Διγ. Z 3469· β) (μεταφ.) σε κάπ. άλλη κατάσταση: στανικώς μου μέλλομαι σε γάμον ν’ απεράσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [914]· και ν’ απεράσει (ενν. ο βοσκός) εις μιαν στιγμήν από τον θάνατόν του,| εις μιαν γλυκύτατην ζωήν, με τον ευτυχισμόν του; Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1460]. 2) Διέρχομαι από ένα μέρος/σημείο: Και περνώντας ο Ιησούς απεκεί, είδεν άνθρωπον οπού εκάθετον εις το κουμμέρκι και τον έλεγαν Ματθαίον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. θ́ 9· εκέντησεν ο Αχιλλεύς τον άσπρον τον φουδούλον,| χαμογελών επέρασεν εμπρός από την κόρην Αχιλλ. L 836. 3) Εκτείνομαι, φτάνω ως ...: Και έχει (ενν. η Πόλις) πόρτο μεγάλο και καλό. Και έχει κόρφον και περνά πέρα εις τον Γαλατά και έναι μίλι ήμισυ Πορτολ. A 23013. 4) Εισέρχομαι, μπαίνω: ... προβαίνει η Πετρονέλα (παραλ. 1 στ.) και με το γέλιο λέγει μου: «Πέρασε η αφεντιά σου,| κι η μάνα μου λιγοψυχά να ’χει την εμιλιά σου» Φορτουν. Ά 260. 5) (Δια)περνώ: εβάναν του (ενν. του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού) εις το κεφάλι ένα στεφάνι με αγκάθια, τα οποία αγκάθια απερνούσαν εις το κεφάλι του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 326v· (σε μεταφ.): Αμή όταν θέλει (ενν. ο πόθος) να χωθεί κι εις την καρδιάν να φτάσει| τότες το στήθος σου του κλεις, για να μην απεράσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1166]. 6) Αναχωρώ, αποχωρώ· φεύγω: Αυτού λέγει το δίκαιον περί εκείνων των εγγυτάδων οπού ουδέν έχου να ποιήσουν ως εγγυτάδες, ού αν επέρασαν απέ το ρηγάτον Ασσίζ. 31225· αν δεν αφήσει (ενν. ο Φαραώς) να απεράσει το πλήθος των υιών Ισραήλ, όλα τα νερά της Αιγύπτου θέλω τα κάμει να γένουν αίμα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 158v. 7) (Χρον.) παρέρχομαι, αποτελώ παρελθόν: Οϊμένα, αποκοιμήθηκα κι επέρασεν η ώρα! Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1079· Και δεν επέρασεν ένας μήνας και επάρθη η Θεσσαλονίκη υπό των Τουρκών Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 23· απέρασε το κολατσό κι ακόμη δεν εφάνη (ενν. η θυγατέρα μου) Πανώρ. Β́ 51· (συχνά μτχ. χρον. άκλ.): Και απεράσοντας πολλοί χρόνοι, εκατέβη ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, Θεός και άνθρωπος Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 12326· Περάσαντα δη μερικός καιρός εσυνάχθησαν πολλοί αρχιερείς, μητροπολίται και επίσκοποι, και έγινε σύνοδος μεγάλη Ιστ. πατρ. 10515· και πάλιν παρευθύς … περάσοντας μίαν ώραν εσήκωσεν πάλιν ωσάν άλλο νέφος πλέον μεγαλύτερον από το πρώτον Διήγ. πανωφ. 56· Περάσοντα δε ολίγος καιρός ηβουλήθη (ενν. ο Ιωακείμ) δευτέραν φοράν να υπάγει εις τον Πούγδανον Ιστ. πατρ. 1409. 8) Παύω, σταματώ, καταλαγιάζω: ωσάν περάσουν οι βροχές, πάλι καλοσυνεύγει Πανώρ. Β́ 256· (εδώ προκ. για υποχώρηση της στάθμης υδάτων): Και εσφαλίστηκαν οι βρύσες της άβυσσος και καταρράχτες του ουρανού και εποκόπην η βροχή από τους ορανούς. Και εστράφηκαν τα νερά αποπάνου την ηγή ... και επέρασαν τα νερά Πεντ. Γέν. VIII 3· (μεταφ.): ο πόνος να περάσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 620· ... οι έγνοιες επεράσασι για την καημένη Κρήτη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18314· (με γεν. ή αιτ. προσωπ. αντων.): Το ξύλον οπού αρμένιζε κι εφάνιστή σου εχάθη| σημάδι είν’ Αρετούσα μου, πως σου περνούν τα πάθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 160· Θωρώ κι ο νους σου στο κακό κι εις τό σε βλάφτει ’ράσσει| κι ο λογισμός οπού ’βαλες δε θε να σου περάσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 458· και εδιάβην ώρα περισσήν ώστε να τον περάσει| ο θρηνισμός, ο πικραμός όν είχεν εκ καρδίας Βέλθ. 399. 9) Ζω α) διαβιώνω (με ορισμένο τρόπο): Άλλοι να έχουν το φλουρί σεντούκια γεμισμένα,| και άλλοι να περνούν πτωχά και στενοχωρημένα Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 80· Ο δε καλός νεότερος και Διγενής Ακρίτης,| απέρνα μεν χαιράμενος ομού μετά της κόρης Διγ. A 2299· να μαθαίνομε πώς περνά η πανιερότη σου Μανολ., Επιστ. 17336· απέρνα ο νεούτσικος με τούτα και με κείνα,| με κόπους, με αναστεναγμούς και με περίσσιους πόνους Τριβ., Ρε 110· β) αντεπεξέρχομαι σε κ., τα βγάζω πέρα· επιβιώνω: Κι απήτις πέσου τα τειχιά, θα δω τι θα γενούσι (ενν. οι χριστιανοί),| πώς έχου να περάσουνε, πού θε να φυλαχτούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16517· ηξεύρω να περνώ, και όταν έχω και όταν δεν έχω Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Φιλ. δ́ 12 σημ.· Το λοιπόν κάνοντας τόσες μπονάτσες, και μην ημπορώντας οι μύλοι μας να αλέσουν επέσαμεν εις μεγάλη πείνα, και επερνούμαν με μαγέρεμα μόνον και με ό,τι άλλο ηθέλαμεν εμπορεί, όσον οπού ο Θεός ηθέλησεν και ήκαμεν άνεμον, και αλέσαμεν και εχορτάσαμεν και το ψωμί Διήγ. πανωφ. 59. 10) (Σε γ́ πρόσ., για γεγονότα, υποθέσεις κ.τ.ό.) κυλώ, εκτυλίσσομαι, συμβαίνω: Πατριαρχεύοντος δε αυτού, του κυρού Μαξίμου του λογίου, όλα τα της εκκλησίας επερνούσαν ειρηνικά και ασκανδάλιστα Ιστ. πατρ. 11616· εις τον τρόπον ετούτον απέρασε η υπόθεση ετούτη, την οποίαν εδιηγήθηκα με πάσαν αληθοσύνην Σουμμ., Ρεμπελ. 193· Το πράγμα πώς επέρασε κάμε με ν’ αγροικήσω,| και την αλήθειαν ξέσκεπην κι ίσια να την γνωρίσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [167]. 11) Έχω ισχύ, λαμβάνομαι υπόψη· γίνομαι (απο)δεκτός: Ο λόγος σου να απερνά εις όλους τους μπασιάδες,| να σκύφτουν να σε προσκυνούν όλοι οι βοϊβοντάδες Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 87· Τότε ωσάν είδε ο Αλή πασάς ότι δεν απέρασε η βουλή του ... έγραψε χαρτί και έστειλε κρυφά του βασιλέως Παλαιολόγου μέσα εις την Πόλη Χρον. σουλτ. 881· (εδώ προκ. για τη λήψη απόφασης από τη βενετική γερουσία, βλ. και πάρτη 2β): Εσουμπλικάρησα διά την Ζάκυνθον. Ούτως απέρασεν η πάρτε μου εις τας τρεις του Αυγούστου Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 12311. 12) Επικρατώ, υπερισχύω: Και μέρες περαζόμενες ήλθε να δοκιμάσει| το άλογό του καθαείς, το ποιος για να περάσει Αλεξ.2 332· (εδώ) υπερέχω (σε κ.): όταν δε εγένηκεν δώδεκα χρόνων κείνος (ενν. Βασίλειος ο Ακρίτης),| ως ήλιος απέλαμπεν εις όλα τα παιδία,| απέρνα εις την δύναμιν ώσπερ ανδρειωμένος Διγ. A 1398. 13) Παραβαίνω (κ.): δεν απέρασα από τις παραγγειλιές σου Πεντ. Δευτ. XXVI 13. 14) α) Θεωρούμαι ως ..., έχω συγκεκριμένη φήμη: Ακούσατε του Μωυσή του προφητικοτάτου,| που ’πέρνα διά φρόνιμος εν μέσῳ των Εβραίων Κρασοπ. (Eideneier) I 89· β) θεωρούμαι κ. που δεν είμαι: Τα ήθη μου τα θηλυκά με δαύτην (ενν. την φορεσία) να σκεπάσω,| εις τους βοσκούς ανάμεσα, βοσκός για ν’ απεράσω.| Για να ’κλουθώ και να θωρώ με την ανάπαυσίν μου,| τον Σίλβιον μου τον όμορφον, την ακριβήν ψυχήν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ 162. 15) Υφίσταμαι, υπάρχω: επέρνα καλή αγάπη αναμέσον τους Σουμμ., Ρεμπελ. 175. 16) Μεταβιβάζομαι: εκείνος (ενν. ο Ιησούς), ότι μένει εις τον αιώνα, έχει την ιεροσύνην οπού δεν περνάει· διά τούτο και δύναται να σώζει εις το παντελές εκείνους οπού πλησιάζουσι διά μέσου αυτουνού εις τον Θεόν, έστοντας να ζει πάντοτε εις το να παρακαλεί διά λόγου τους Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εβρ. ζ́ 24. II. Μέσ. Ά (Μτβ.) υπερβαίνω κάπ. χρον. όριο: Δεν είμαι γέρος ... (παραλ. 1 στ.) Ακόμη τη σαρανταρά δεν είμαι περασμένος,| μα απού την πρίκα έτσι ψαρός είμαι καταστεμένος Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 365. Β́ Αμτβ. 1) Μεταβαίνω στην απέναντι ακτή/ όχθη, διαπεραιώνομαι: και ούτως εμέτρησε (ενν. ο Τουμούτμπεης) τον καιρόν και την ώραν, από τες βίγλες μαθών, οπόταν είναι περασμένοι σχεδόν οι μισοί Τούρκοι εις το ποτάμι, να είναι και αυτός φθασμένος εις τον τόπον, και ευρίσκοντάς τους μοναχούς, χωριστά από τους άλλους, να πέσει απάνω τους να τους κόψει Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 422. 2) (Χρον.) παρέρχομαι, αποτελώ παρελθόν: να μη νυχτώσει ο καιρός και περασθεί το βράδυ Ιστ. Βλαχ. 2141· Τέσσερεις χρόνοι κάτεχε πως είναι απερασμένοι| απού στα φύλλα τση καρδιάς σ’ έχω ζωγραφισμένη Πανώρ. Β́ 285. Φρ. 1) Απερνά (απάνου μου) πνοά ζήλειας = (προκ. για συζυγική πίστη) καταλαμβάνομαι από καχυποψία: ανήρ ... να απεράσει απάνου του πνοά ζήλειας και να ζηλέψει την γεναίκα του ... Πεντ. Αρ. V 14· γή άντρας ος να απεράσει πνοά ζήλειας και να ζουλέψει την γεναίκα του Πεντ. Αρ. V 30. 2) Απερνάγει ο λογισμός μου = ξεχνιέμαι, ξεφεύγω (από την παρούσα πραγματικότητα): Και τούτα άπερ έκαμα και είπα της υμετέρας αγάπης, δεν τα έκαμα διά καύχησιν ή έπαινον, ... αλλ’ έστοντας να ευρίσκομαι εις φυλακήν ... μη έχων τι ποιήσαι εκαθεζόμην και έγραφα τούτα διά να απερνάγει ο λογισμός μου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 390v. 3) Απερνώ κάπ. εις τα κάστρα = υποδουλώνω κάπ.: και τον λαό απέρασεν (ενν. ο Ιωσεφ) αυτόν εις τα κάστρα από άκρα σύνορο της Αίγυφτος και ως την άκρα του Πεντ. Γέν. XLVII 21. 4) Απερνώ κ. ’λαφρά/κ. μου απερνά ’λαφρά = δεν υφίσταμαι σοβαρές συνέπειες για μια πράξη μου: Ετούτο δε εσκόπησεν (ενν. ο αφέντης Καρυταίνου) στον λογισμόν του ετότε·| ότι, αν λείψει του πρίγκιπος ‒ διατό ήτον τάχα θείος του ‒ | να έχει την συμπάθειον του, ’λαφρά να το απεράσει Χρον. Μορ. H 3239· Ετούτο δε εσκόπησε (ενν. ο αφέντης Καρυταίνου) τότες στον λογισμόν του·| ότι, αν λείψει του πρίγκιπος ‒ διότι ήταν θείος του ‒ | να έχει την συμπάθειον, ’λαφρά να του απεράσει Χρον. Μορ. P 3239. 5) α) Απερνώ ξουράφι ιπί το κεφάλι μου = κόβω τα μαλλιά μου, κουρεύομαι: ανήρ γή γεναίκα ότι να χωρίσει να τάξει τάγμα χωρισμένο να χωρίσει του Κύριου ... όλες τις ημέρες τάγμα του χωρισμάτου ξουράφι να μην απεράσει ιπί το κεφάλι του Πεντ. Αρ. VI 5· β) απερνώ ξουράφι ιπί όλη τη σάρκα μου = ξυρίζω όλο το σώμα μου: Και έτσι να κάμεις αυτωνών να τους καθερίσεις· ράντισε απάνου τους νερά ράντισμα και να απεράσουν ξουράφι ιπί όλη τη σάρκα τους και να σκαμματίσουν τα ρούχα τους και να καθερίσουν Πεντ. Αρ. VIII 7. 6) Απερνώ σοφάρ (βουκίνισμα) = σαλπίζω: και να απεράσεις σοφάρ βουκίνισμα εις τον μήνα τον έφτατο εις τη δέκατη του μηνού, εις την ημέρα των συμπαθημάτων να απεράσετε σοφάρ εις όλη την ηγή σας Πεντ. Λευιτ. XXV 9. 7) (Α)περνώ στον Άδη(ν)/την στράταν της ζωής/από τούτην την ζωήν/από (απού) την ζωήν ετούτη(ν)/του κόσμου = πεθαίνω: Κι ο ’πίσκοπος αρρώστησε ετότες την Τετράδη,| μια μέρα μόνον έζησε κι επέρασε στον Άδη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22218· ... της άθλιας της ζωής απέρασε (ενν. ο Αρκύτας) την στράταν Θησ. ΙΆ [98]· με θεϊκόν στόμα εθέσπισαν (ενν. οι πνευματοφόροι πατέρες) και επαράδωκαν τες λειτουργίες, ευχές και ψαλμωδίες και τα χρονικά μνημόσυνα, να γινίσκουνται διά εκείνους οπού περνούν από τούτην την ζωήν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 424· ΡΟΔΟΛΙΝΟΣ: Πώς τούτο; τάχατες δε ζει πλιον ο δικός τση κύρης;| ΤΣΙΜΟΣΚΟΣ: Επέρασε απού την ζωήν ετούτη ο κακομοίρης Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 374· Εις τέτοια πάθη θες εμπεί και τότες να γεράσεις,| χρειά ’ναι το τέλος σου να ’ρθει, του κόσμου να περάσεις Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 320. 8) Αφήνω κ. να περάσει = δεν δίνω σημασία σε κ.· αντιπαρέρχομαι κ.: μα κείνος οπού δεν πονεί αφήνει να περάσει| το σφάλμα κι ουδέ βούλεται να το καταδικάσει· | παινά το κι ομορφίζει το … Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 137· ... άφησ’ τα αυτάνα, α μ’ αγαπάς, φίλε μου να περάσου·| θωρώ τη φρονιμάδα σου, γροικώ την πονηριά σου·| κατέχω τούτα, οπού μου λες κι οπού μ’ αναθιβάνεις| κι άφησ’ τα να περάσουσι, γιατί τον κόπο χάνεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 64. 9) Κ. περνά από κάπ./από λόγου κάπ. = η έκβαση μιας υπόθεσης εξαρτάται από κάπ.: ΘΟΔΩΡΟΣ: Αφέντη Λούρα, η δουλειά τούτη περνά από σένα...| ΛΟΥΡΑΣ: Ανέν περνά από λόγου μου, τάξε τα καμωμένα Φορτουν. (Vinc.) Έ 191, 192. 10) Περνώ την αναγκαίαν χρείαν της ζωής μου = εξασφαλίζω τα απαραίτητα για την επιβίωσή μου: μήτε γεωργούσι (ενν. οι Άραβες), μήτε σπείρουσιν αλλά ... ή άγρια ζώα της ερήμου κυνηγούσι και τρέφονται από τα κρέατα τούτων ή παραφυλάττουσι τους δρόμους φονεύοντες τους οδοιπόρους, και με τούτο περνούσι την αναγκαίαν χρείαν της ζωής τως Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 109. 11) Περνώ άνεμο = (προκ. για το Θεό) στέλνω, εξαπολύω άνεμο: Και εθυμήθην ο Θεός τον Νοαχ και όλο το αγρίμι και όλο το χτήνο ος μετά κείνον εις το κιβωτό, κι επέρασεν ο Θεός άνεμο ιπί την ηγή και εκατάπρυαναν τα νερά Πεντ. Γέν. VIII 1. 12) Περνώ από μιαν ορμίδα, βλ. ορμίδα φρ. 13) Περνώ κάπ. από σπαθί/σπαθίου/σπαθιού, βλ. από 17 Φρ. 14) Περνώ εναντία κ. = αντιστέκομαι, πηγαίνω κόντρα σε κ.: έστοντας να αρπάσθει το καράβι και να μην δύνεται να περάσει εναντία τον άνεμον, έστοντας να αφήσομεν το καράβι εις τον άνεμον, εφερόμεσθαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κζ́ 15. 15) Περνώ εξεφάντωσιν, βλ. ξεφαντωσις ‑ση Φρ. 1. 16) Περνώ το θάνατο = θανατώνομαι, πεθαίνω: Ήτονε ο νόμος Σαλαμό και όποιο καταλύσου| κρασί καλό και όμορφο αυτόνο να ποτίσου,| για να τους παίρνει το κρασί το φόβο, να μην τρομάσσου,| και μετ’ αυτό το θάνατο άφοβα να περάσου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3561. 17) Περνώ τη φούρκα = απαγχονίζομαι: το effe μόνο εξώφευγες, καημένε, να διαβάσεις,| γιατί της φούρκας ήτονε, μην πα να την περάσεις Στάθ. (Martini) Β́ 154. 18) Περνώ στα χέρια κάπ. = περιέρχομαι στην εξουσία κάπ.: αυτοί δεν επεράσασι στα χέρια των εχθρών τους Διακρούσ. 9522. 19) Τα περνώ καλά = ζω ευτυχισμένα: μόνε να δώσει ο Θεός να ζήσεις, να γεράσεις,| χρόνους πολλούς στον θρόνο σου καλά να τα περάσεις Ιστ. Βλαχ. 1232. Η μτχ. περαζόμενος ως επίθ. = 1) α) Που έχει παρέλθει χρονικά, παλιός: να μη χρωστεί ο άνωθεν Μιχελής να πλερώσει τίβοτας για τα λεγόμενα καταλύματα τσι χρονές τσι περαζόμενες Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 25520· και κλαίει (ενν. η γυναίκα) περαζόμενα βάσανα και θυμάται Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17825· β) που έζησε στο παρελθόν: κι αυτός ο τόπος (ενν. η Τρανσυλιβανία) δεν ήτον ποτέ του βασιλέως,| μόνον εις την υποταγήν ήτον, όχι αλλέως,| του Τούρκου και τον όριζεν κι επαίρναν ’που την Πόλη| φλάμπορ’ οι περαζόμενοι οι αυθεντάδες όλοι Παλαμήδ., Βοηβ. 690. 2) Στην έκφρ. (εις/σε/με) (η)μέρες περαζόμενες = μετά από λίγο καιρό: Εις μέρες περαζόμενες μαλώνουν δυο Εβραίοι Χούμνου, Κοσμογ. 2105· Σε μέρες περαζόμενες εδιάβη ο Κανδάλης Αλεξ.2 2201· Με μέρες περαζόμενες πήγε (ενν. ο λύκος) να τον γυρεύει| εκεί οπού εσύντυχαν, τον σκύλον να τον εύρει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 3413· Ημέρες περαζόμενες, Φίλιππον πιάνουν πόνοι·| μαντάτα του ηφέρασι, απίστησε Μοθώνη Αλεξ.2 395· ... μέρες περαζόμενες ήλθε να δοκιμάσει| το άλογό του καθαείς, το ποιος για να περάσει Αλεξ.2 331. Η μτχ. παρκ. (α)περασμένος ως επίθ.= 1) α) Που ανήκει ή αναφέρεται στο παρελθόν, που έχει παρέλθει χρονικά, παλιός: ηξεύρουν (ενν. οι άγγελοι) τα πράγματα τα απερασμένα και τα παρόντα και τα μέλλοντα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 27v· Αγκαλιαστή τηνε (ενν. την Αρετούσα) κρατούν ο κύρης με τη μάνα,| την ώρα που τα χείλη της ετούτα ανεθιβάνα·| μ’ αγάπη τη γλυκοφιλού, με σπλάχνος την ευχούνται,| την περασμένην όργητα πλιο δεν τηνε θυμούνται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1282· Δι’ αυτό εγώ ο πολυπαθής, τέκνον μου ηγαπημένον,| τά έμαθα με πολλή πικριά εις καιρόν απερασμένον,| να σε διδάξω βούλομαι ... Δεφ., Λόγ. 12· Ω κόποι περασμένοι μου, πώς είστε πληρωμένοι| μ’ αντίμεψη πολλά ακριβή!... Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 71· εκφρ. τες απερασμένες ημέρες = τις προάλλες, προ ημερών: τες απερασμένες ημέρες ήλθεν εις το παλάτιον ένας γέροντας άνθρωπος Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 11936· περασμένος από τον καιρόν του = ηλικιωμένος, προχωρημένης ηλικίας (βλ. και Somav.): Και δεν είχαν (ενν. ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ) παιδίον, διατί η Ελισάβετ ήτον στείρα· και οι δύο τους ήταν περασμένοι από τον καιρόν τους Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ά 7· β) (αμέσως) προηγούμενος: Εγώ Ντιάνα Κορναροπούλα ... ήκαμα το τεσταμέντο μου με το χέρι εσένα του Γιακουμή Κουρτεζά, νοταρίου, την πρώτην του Φλεβαρίου του περασμένου Διαθ. 17. αι. 88· Τούτη ήτον η ξεφάντωση, τούτο το περιβόλι,| οπού μ’ εκάλεσες προχτές, την περασμένη σκόλη; Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 798· έκφρ. τον (α)περασμένο(ν) χρόνο(ν)/την απερασμένη χρονιάν = πέρυσι: εμέναν μου έχει τον απερασμένον χρόνον οχτώ δουκάτα, και κάνω λογαριασμόν να μην χάσω τίποτες Μπερτολδίνος 162· Και τις μας το ’θελεν ειπεί τον περασμένο χρόνο,| όντε μ’ αποκαμάρωνεν ο κύρης με τη μάνα| κι όντε με σπλαχνικά φιλιά ’ς τσ’ αγκάλες τως μ’ εβάνα ... Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 592· με το να ασθενήσει (ενν. ο Θανάσης Καπούτζος) βαρέως την απερασμένη χρονιάν Έγγρ. μον. Φιλοσ. 114· γ) που έζησε στο παρελθόν: του Τιβερίου καίσαρος του απερασμένου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 330v· ο οποίος (ενν. ο Θεός) εις τες απερασμένες γενεές άφησεν όλα τα έθνη να περιπατούν τες στράτες τους Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιδ́ 16. 2) Που έχει υπερβεί ένα χρον. όριο: Και ως είδεν ο κόντες το γράμμα της συμφωνίας, και τον καιρόν απερασμένον, και την απόφασιν των κριτάδων, εσιώπησεν Δωρ. Μον. XXIV· έκφρ. καιρόν τον περασμένο = για πολύ καιρό, επί μακρό χρονικό διάστημα: τες ελεεινές και ταπεινές ψυχές των πονεμένω| απού στον Άδη κρίνουνται καιρό τον περασμένο,| απού δεν έχουσι τινά για να τους ελυπάται| η ελεημοσύνη σου, Χριστέ, μόνο να τσι σπλαχνάται Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 863. 3) (Ως γραμμ. όρος) παρελθοντικός: «Μεγαλύνει». Δεν λέγει (ενν. η Παρθένος) εις μέλλοντα χρόνον μεγαλυνώ. Μηδέ εις χρόνον περασμένο εμεγάλυνε, αμή εις ενεστώτα, τουτέστι, τώρα. Αυτήν την ώρα μεγαλύνει Ροδινός (Βαλ.) 67. Ο πληθ. αρσ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = οι άνθρωποι που έζησαν στο παρελθόν: Εδιάβησαν οι παλαιοί χρόνοι των περασμένω| απού προυκιό κιανείς βοσκός δεν είχε γνωρισμένο Πανώρ. Έ 239. Ο πληθ. ουδ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = τα συμβάντα του παρελθόντος: Διού θέλω να εξηγηθώ, την ιστορίαν να αρχίσω,| να παύσω θέλω παντελώς τα περασμένα οπίσω Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 134· «Γιε μου, ας πάψουσιν όλα τα περασμένα,| γή εγώ ’σφαλα γή εσύ ’σφαλες, ας είν’ συμπαθημένα| ...» Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1391.πλανήτης (Ι)- ο, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 406, 409, 413, 417, Κορων., Μπούας 40, 148, Πανώρ. Δ́ 292, 354, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1729, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5526, 55323, 5563.
Το αρχ. ουσ. πλανήτης. Η λ. και σήμ.
1) Αυτός που γυρνά από εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος: Ψευδο-Σφρ. 51237. 2) α) Ετερόφωτο ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο: Διήγ. Αλ. V 29, Ψευδο-Σφρ. 2161· (προκ. για τον ήλιο): Αυτή η λάμψη, τήν θωρείς, δεν έναι του πλανήτη,| ουδ’ απολπίσει θες εσύ πριχού να βγεις ’κ το σπίτι Φαλιέρ., Ιστ.2 239· (προκ. για την σελήνη): Με ταύτα (ενν. τ’ αστέρια) είχαν συντροφία μέγαν καιρόν καθάριον,| κι απέσω σ’ όλα στέκετον πλανήτης οπού ’φραίνει Θησ. Έ [294]· (σε παρομοίωση): τοιούτος είν’ ο βασιλεύς ο της Αλαμανίας| και πάλιν ο παμφούμιστος ρήγας της Ουγγαρίας,| ως τους πλανήτες τους επτά να υπερφέρουν δύο Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 514· (σε προσφών.): Ω ‑ν‑ οι πλανήτες τ’ ουρανού, εσείς οπού πλανείτε,| σήμερον εις εμένανε του πόθου λυπηθείτε Φαλιέρ., Ιστ.2 327· β) (γενικ.) ουράνιο σώμα, άστρο (Για το πράγμα βλ. Πηδώνια Κομν., Χορτάτσης 99-100): Θωρώ στον ουρανόν· τα κλάματά μου| πλανήτης κανείς δεν συνεργάζει Κυπρ. ερωτ. 9034· πάσα πλανήτης φωτερός εις νέφη μέσα ας δράμει| και το φεγγάριν έγκλειψη παντοτινήν ας κάμει Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 433· (προκ. για αστρομαντεία): Πάρι, αυτάδελφε, ... έμπροσθεν του δεσπότου μας, κυρίου και πατρός μας,| λέγω σας την αλήθειαν τήν λέγουν οι πλανήτες·| ηξεύρω να μαντεύομαι· εταίρον μου ου μη εύρεις Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1612· (σε σχ. εν διά δυοίν): ’δ’ εμέν παρκατεβαίννει το λαμπρόν μου| αν μεβ βουθήσουν οι πλανήτες τ’ άστρα Κυπρ. ερωτ. 10518· (σε προσωποπ.): Πλανήτης δεκαφώτιστος στον κόσμον ήλθε κάτω| κι εσμίξαμεν κι εγέννησα γιατρόν τον Κοταγάτο Τζάνε, Φιλον. 58411· (σε προσφών.): Ω κρουσταλλένιοι μου ουρανοί, πλανήτες, τώρα ελάτε,| κι εσείς, Πουλιά, πετάξετε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20813. 3) (Αστρολ.) α) ο πλανήτης που κυβερνά καθένα από τα δώδεκα ζώδια του ζωδιακού κύκλου και (υποθετικά) επηρεάζει το πεπρωμένο ενός ανθρώπου (Βλ. όμως και Πηδώνια Κομν., ό.π. 100): Ημείς, ω βασιλεύ, ευρίσκομεν εις την αστρολογίαν μας ότι το παιδίον Ιωάσαφ ημπορούμεν να σου ειπούμεν καλά λόγια δι’ αυτόν, ως είδαμεν εις τα βιβλία μας και εις τον πλανήτην οπού εγεννήθη Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 773· Κι αν από τον πλανήτη μου, μοίρα καλ’ είχα πάρει,| κι εκείνη κατά πώς ποθώ, είχε μου δώσει χάριν| εις την ζωήν μου να μπορώ να ’χω την λευτεριάν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [775]· β) η μοίρα, το πεπρωμένο (όπως καθορίζεται, σύμφωνα με την αστρολογία, από την κίνηση των πλανητών): εις του Μαΐου του μηνός στας είκοσι εννέα,| τρίτην ημέραν δολερήν που αυθέντευεν Άρης.| Εκείνη ώρα η βαρεά, η στιγμή του πλανήτου, ..., επήρασι την Πόλιν| οι Τούρκοι, σκύλοι ασεβείς Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 122.πλέκω,- Γλυκά, Στ. Β́ 21, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 143, Βέλθ. 537, Ερμον. Α 179, Βίος Αλ. 911, 2269, Σαχλ. N 244, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 259, Ερωτοπ. 53, Λίβ. P 551, Λίβ. Esc. 814, 2147 χφ, Λίβ. (Lamb.) N 503, 690, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1954, Αχιλλ. (Smith) N 868, 1239, 1918, Αχιλλ. O 444, Δούκ. 3296, Διγ. Άνδρ. 1926, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 34, Β́ 239, Δ́ 90, Τζάνε, Φιλον. 58910· πλέκτω, Ερωτοπ. 86 (βλ. όμως και Πολίτης, Ελλην.13, 1954, 267)· μτχ. παρκ. πλεμένος, Λίβ. Sc. 1070, Λίβ. Esc. 319, 2147, Λίβ. (Lamb.) N 458, Λίβ. N 1887, Αχιλλ. L 544, Αχιλλ. (Smith) N 1201, Ch. pop. 403, Διήγ. Αλ. V 39, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 18113, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 18012, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 414.
Το αρχ. πλέκω. Η μτχ. παρκ. πλεμένος (<πλεγμένος με σίγηση του γ, Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8· πβ. και μτχ. πεπλεμένας το 14. αι., Χρον. Μον. I 26, Χρον. Μον. K 61, Χρον. Μον. T 61), στο Meursius (λ. πλεμένον) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ. λ. πλέκω, Σπυριδάκις, Κρητικά 1, 1930, 49, Πρωτοψάλτης, Λαογρ. 11, 1934/37, 175). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) α) Πλέκω κ. ανάμεσα ή μαζί με κ. άλλο: Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2536, Αχιλλ. L 546, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3412· β) (συνεκδ. με αντικ. πρόσωπο) πλέκω τα μαλλιά κάπ.: την εχτένιζε με μόσχους και ζαμπέτι,| άλειφε τα μαλλάκια της κι απόκεις έπλεκέ τη Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 204· (προκ. για γυναίκα που έχει τα μαλλιά πλεγμένα σε πλεξίδες· βλ. και Cupane, Roman. cavall. biz. 381 σημ. 77, αλλιώς όμως Haag [Αχιλλ. σ. 94]): εις δύο πλεμένη χαμηλά και φράγκικα εζωσμένη Αχιλλ. (Smith) N 864· γ) τυλίγω κ. γύρω από κ. άλλο: ένα πουρνόν ταχιούτσικα εγέρθηκεν η κόρη| και τα ξανθά της τα μαλλιά στην κεφαλήν της πλέκει Θησ. Γ́ [102]. 2) α) Φτιάχνω κ. πλέκοντας: Αχιλλ. L 848· (μεταφ.): ξαίνει εις γην τους πλοκαμούς, τούς έπλεξεν ο πόθος Φλώρ. 1039· (προκ. για το υλικό που χρησιμοποιείται για το πλέξιμο): οι τρίχες μου (ενν. της αιγός) πληρούσιν άλλην χρείαν·| πλέκουν σκοινία δυνατά, δεσμεύουσιν τα ζώα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 533· β) κατασκευάζω με περίτεχνο τρόπο (βλ. και ά. πλεκόμορφος): φορεί (ενν. ο αρχιερεύς) το ’μόφορόν του,| χρυσόν σταυρόν πλεκόμενον βάνει εις τον λαιμόν του Προσκυν. Ιβ. 535 144· (εδώ με σύστ. αντικ.· βλ. Ανδρ., Αθ. 47, 1938, 190: Ο κοσμίτης του λουτρού πλοκήν επλάκην ξένην,| θαυμάζω χείρας τεχνιτών και του χρυσού την φύσιν Καλλίμ. 319. 3) Μεταφ. α) δημιουργώ χρησιμοποιώντας το λόγο, συνθέτω, πλάθω: Προδρ. (Eideneier) III 142, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [691], Πηγά, Χρυσοπ. 109 (55)· (με είδος σύστ. αντικ.): ας αρχίσω να σε πω στίχους διά την αγάπην.| Στιχοπλοκάδες θλιβερές τές έπλεξα διά σένα Ερωτοπ. 155· β) επινοώ, μηχανεύομαι, ετοιμάζω κ. εις βάρος κάπ.: Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1974, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [857], Ιακ., Παραιν. I 9· Αλλά πάλιν ο εχθρός τής έπλεκε βάσανα Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 417. 4) Αγκαλιάζω σφιχτά: ηύρασιν τον βασιλέα, τον γέρον τον πατήρ τους,| πλέκουν, καταφιλούσιν τον Απολλών. (Κεχ.) 856. 5) Μπλέκω κάπ. σε δυσάρεστη κατάσταση: Ήταν καλό να μη ώμοσα μετά σου να πεθάνω (παραλ. 1 στ.) επεί δε εις τέτοιον με ήφερεν ο χρόνος να με πλέξει,| ήκουσε, ξένε, τις είμαι και χώρας από ποίας Λίβ. N 2310. Β́ (Αμτβ.) μπλέκομαι σε κ. δυσάρεστο: και απλώς και μη βουλόμενος εις μέριμναν εσέβην,| και εσκόπιζεν η καρδία μου μη πλέξω εις οδύνας Λίβ. (Lamb.) N 185. IΙ. Μέσ. Ά (Μτβ.) πλέκω στα μαλλιά μου κ.: βάνουσι ομορφάδες διαβολικές εις την μούρην ντως και ξυρίζουνται και πλέκουνται ξένες τρίχες Αποκ. Θεοτ. 131. Β́ Αμτβ. 1) α) Τυλίγομαι γύρω από κάπ. ή κ.: Διήγ. Αλ. V 29· ατρέμει κι η καρδία του βλέποντα τόσον κάλλος,| και από την γην σηκώνειν την, κρατεί, καταφιλεί την·| απάνου της επλέκετον και χόρτασιν ουκ είχεν,| πάρι ουκ ήθελεν ποτέ τον έρωτα πληρώσαι Αχιλλ. (Smith) O 443· β) αγκαλιάζομαι: Ως το φαρμάκιν τα θεριά ξαφήννουσιν,| συδυό μ’ αγάπην πορπατούν και πλέκουνται Κυπρ. ερωτ. 9723· την κόρην γαρ περιλαβών (ενν. ο αμιράς) αυτής φιλεί το στήθος| και πεπλεγμένοι ειστήκεισαν επί πολλάς τας ώρας Διγ. Z 1195. 2) Συμπλέκομαι, συγκρούομαι: Οι δύο βίγλες επλάκησαν, εκτύπησαν αλλήλους| και κονταριές εδώκασιν η βίγλα με την άλλη Χρον. Τόκκων 760. 3) Μπλέκομαι σε κ.: εκεί δε παίζει το θηρίον, τα κέρατά του βάλλει εις κλάδους τοίνυν του δεντρού, πλέκεται και κρατείται Φυσιολ. (Legr.) 1032. 4) Αναμειγνύομαι σε υπόθεση που μπορεί να μου δημιουργήσει προβλήματα: Μηνί Δεκεμβρίῳ, ινδικτιώνος έκτης, ... εξεφωνήθει τους ιερωμένους εις κοσμικά πράγματα να μηδέν πλέκονται Νομοκριτ. 109· Αλλά και τίνες εμείς, πολλές φορές, πλεμένοι εις χίλιες αμαρτίες Πηγά, Χρυσοπ. 302 (9)· Υιέ μου, βλέπε μη πλακείς, γυναίκα μη επάρεις| διά κάλλος, διά χρήματα, δι’ ευγένειαν και πλούτον Σπαν. (Μαυρ.) P 226. Φρ. πλέκω γαϊτάνιν, βλ. Επιτομή, γαϊτάνιν φρ. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = πλεκτός: εδώ σε σχ. αδύνατο: έτι δε δίδομεν τσαπίν ... βαμπακερήν αγελάδα και πλεμένον ξινόγαλα Σπανός (Eideneier) D 1696. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = (εδώ μεταφ.) αυτός που συνδέεται με κάπ. άλλο, πβ. όμως και πλέω: Πρώτον καλέσει (ενν. ο Υιός Θεού) δίκαιους με τους αυτού πλεμένους,| όπου εις το σκότος δούλευσαν, διά κρίμα τους καημένους,| «Δεύτε οι ευλογημένοι μου, παιδία του πατρός μου,| εσείς κληρονομήσατε τόπον τον εδικόν μου ...» Ρίμ. θαν. 85.πλήθιος,- επίθ., Χρον. Μορ. P 5594, Διήγ. Αλ. V 56, Συναξ. γυν. 644, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 85v, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1024, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 17, Ιστ. Βλαχ. 1460, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 92· πλήσιος, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1634, Αγν., Ποιήμ. Β́ 20, Ιμπ. (Legr.) 343, Δεφ., Λόγ. 317, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 44, Γ́ 2, Δ́ 172, Πιστ. βοσκ. I 1, 320, III 3, 131, Βοσκοπ.2 133, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [772], Β́ [478], Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 76, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1359, 3049, Τζάνε, Φιλον. 58727, Προσοψάς, Δράμα γενν. Τυφλού 87, 140, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 268, 404, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 496, κ.α.· πλησίος, Αχέλ. 2015, Σουμμ., Ρεμπελ. 157· πλήσος, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 15, 786, 5261, Βεντράμ., Φιλ. 99, Δεφ., Σωσ. 50, Αχέλ. 569, Πανώρ. Πρόλ. 25, Ά 7, Β́ 108, Γ́ 497, Δ́ 103, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 30, Πρόλ. 29, Β́ 136, Γ́ 264, Έ 30, Φαλλίδ. (Παναγ.) 106, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2259, 2317, Στάθ. (Martini) Ά 60, Γ́ 17, Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. 17, Ά 146, Γ́ 382, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 139, Ά 312, Δ́ 10, Έ 126, Ιντ. β́ 172, Λεηλ. Παροικ. 330, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1612, 30724, 36913, κ.π.α.
Από το ουσ. πλήθος και την κατάλ. ‑ιος (βλ. ΛΚΝ, στη λ.· για διαφορ. ετυμ. βλ. Γεωργακ., BZ 38, 1938, 99-100, 103, Χατζιδ., Αθ. 29, 1917, 215 και Ανδρ., Λεξ., στη λ.). Ο τ. πλήσιος πιθ. με επίδρ. του επιθ. πλούσιος (βλ. Γεωργακ., BZ 38, 103· για διαφορ. προέλ. βλ. Ανδρ., Λεξ., λ. πλήσιος)· απ. στο Du Cange, στη λ., στον Κατσαΐτ., Ιφ. Αφ. 48, Πρόλ. 66 και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., στη λ.). Ο τ. πλήσος στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Πασπ., Γλωσσ., λ. πλείσα, Πασπ., Γλωσσ., λ. πλείσα). Η λ. στο Du Cange, στον Κατσαΐτ., Κλ. Β́ 695, Γ́ 44 και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.) και λογοτ. (ΛΚΝ).
1) α) (Προκ. για ποσότητα, αριθμό) πάρα πολύς, άφθονος, αναρίθμητος: εάν το φλέγμα έναι πλήθιον εις κανέναν άνθρωπον, ... κράζεται φλεγματώδης Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 19r· δουκάτα ’χω αμέτρητα, φουσσάτα έχω πλήθια Αλεξ.2 693· Φαγιά ’χανε (ενν. οι σολντάτοι) πλησιότατα οπού επερισσεύγα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4423· Εκεί καλά μαλώνασι, μα οι Τούρκοι ήτον πλήσοι,| κι όλοι οι χριστιανοί κι αν ήρθασι, δε θέλα τσι γυρίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20217· β) πολύ μεγάλος: θόρυβος πλήσος γίνετον και ταραχή μεγάλη Αχέλ. 392· με μιαν ασχόλαστον σπουδήν, με πλήσιαν προθυμίαν,| έμαθε την ιταλικήν γλώσσαν με ευκολίαν Λίμπον. 145· εβάλθηκα το πέλαγος το πλήσο| μ’ έτσι μικρό κι ανήμπορο καράβι ν’ αρμενίσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 57. 2) Περισσότερος, μεγαλύτερος: Μη στοχαστείς τα μερτικά να είνιαι όλα ίσα,| αμέ όποιος λείπεται αρετή δώσ’ του την μοίρα πλήσα Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 278. 3) (Προκ. για πρόσωπο) εξαιρετικός, σπουδαίος: Ήτον (ενν. η Παρθένος Μαρία) στη νήστεια πρόθυμη, στο παρακάλιο πλήσα,| κι εις την ελεημοσύνη τση, στην εσπλαχνιά, περίσσα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4336.πλησιάμετρος,- επίθ.
Από το επίρρ. πλήσια και το επίθ. άμετρος.
(Επιτ.) αμέτρητος, ανυπολόγιστος, άπειρος: στράφου ’δέ στην Βενετιάν πλησιάμετρη (έκδ. πλεισιάμετρη) σοφία,| Χορτάκιον τον θαυμαστόν και άξιον Φιλαδελφείαν Τζάνε, Φιλον. 58615.πλύνω (I),- Σταφ., Ιατροσ. 16456, Βίος Αλ. 4287, 4429, Μαχ. 1221, Χούμνου, Κοσμογ. 1005, Σκλέντζα, Ποιήμ. 124, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1480, 2912, 2927, 3470, 4429, Πεντ. Γέν. XLIII 24, Έξ. II 5, XXIX 4, XXX 18, XL 12, Δευτ. XXI 6, XXIII 12, Λευιτ. VIII 21, IX 14, XV 16, Παϊσ., Ιστ. Σινά 656, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 89, Διγ. Άνδρ. 39534, 3977, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 897, Έ 1379, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ 451, Διγ. O 1378, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20724, 25327, κ.π.α.· πλύννω, Μαχ. 49626· πλένω, Θησ. Β́ [787], Θ́ [792], Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154v, Δεφ., Σωσ. 92, Προσκυν. Ιβ. 845 1257, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 218, Μπερτόλδος 33· παρατ. επλένοτον· παθ. αόρ. επλύνθην, Κανον. διατ. Ά 1445· μτχ. ενεστ. πλύνοντα.
Το αρχ. πλύνω. Ο τ. πλύννω και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 741, λ. πλυννίσκω, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Ο τ. πλένω πιθ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ. Ο παθ. αόρ. ήδη μτγν. (TLG). Η λ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα και στο ιδίωμα της Καρπάθου (Παπαδ. Α., Λεξ., Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ.).
I. Ενεργ. 1) α1) Καθαρίζω, πλένω κ. ή κάπ.: Σπαν. (Ζώρ.) V 593, Ιμπ. 611· την κεφαλή τ’ άλλοι (ενν. δούλοι) έπλυναν, τα χέρια τ’ άλλοι ενίβγαν| και άλλοι τα ποδάρια του με το νερό ετρίβγαν Διγ. O 1381· (σε παροιμ.): Κύμα θολόν του ποταμού ουδένα πράγμα πλένει,| ουδέ στρεβλήν καρδιάν ποτέ ίσια μπορεί να κρένει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [741]· α2) πλένω το πρόσωπο ή τα χέρια μου, νίπτω (βλ. ά.): την όψιν τους να πλένουν| και σκολινά να βάνουσι,| στην εκκλησιάν να πηαίνουν Απόκοπ.2 117· ευρίσκεις βρύσιν δροσεράν και τας χειράς σου πλένεις Παϊσ., Ιστ. Σινά 1560· όταν γυρίζουν από το παζάρι, δεν τρώγουσιν αν δεν είναι τα χέρια τους πλυμένα καλά Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. Ζ́ 4· β) (προκ. για ιατρική θεραπεία) καθαρίζω, αφαιρώ από κάπ. ζωντανό οργανισμό παθογόνα, βλαβερά στοιχεία: μετά οίνου παλαιού τον ουρανίσκον του ιέρακος πλύνε Ορνεοσ. αγρ. 54718· συνάχθηκαν πολλοί γιατροί στον τόπον,| και κείνοι τον επλύνασι, μ’ αρώματα και οίνον·| με τες γιατρείες τον έποικαν ...| Θησ. Θ́ 232· γ) (προκ. για έθιμα που έχουν σχέση με το θάνατο και την ταφή): Πρώτον εξαρματώσαν τον (ενν. τον Έκτορα), απαύτου τον επλύναν μετά οίνου μυρεψικού Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7233· (εδώ σε υπερβολή): το σκοτωμένο μου κορμί της μάνας μου το δώσε,| ... απάνω του λυπητερά να κλάψει,| με δάκρυα να το πλύνουσι κι ύστερα να το θάψει Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 148. 2) Ξεπλένω: ήρτεν εις το κελλάρι και έκλαψεν εκεί. Και έπλυνεν τα πρόσωπά του, και εβγήκεν Πεντ. Γέν. XLIII 31· (εδώ προκ. για βροχή): Τσι Χριστιανούς εσφάζασι τότες κι εκόφτασί τσι (παραλ. 1 στ.) κι απείτις τσ’ αποκόψανε κι ωσάν τσ’ αποσκοτώσα, νέφαλα σκοτεινότατα τη χώραν επλακώσα (παραλ. 1 στ.) κι έβρεξε, και τα αίματα έπλυνε των ανθρώπω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20612. 3) (Mεταφ.) α) καθαρίζω κάπ. ή κ. από την αμαρτία, εξαγνίζω: Οι καταράκτες του ουρανού πάραυτας θέλου ανοίξει, (παραλ. 3 στ.) τη γη, ως λένε, η θάλασσα να πλύνει, να ξεπλύνει,| τότες να πάψου τα νερά Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4804· Του Νείλου, οϊμένα, ποια νερά, του Τίγρη, του Ιορδάνου,| τ’ Ωκεανού, τση θάλασσας όλης μπορού γή φθάνου| την ανομία να πλύνουσι την τόση και χωστή μου| που το κορμί αναμούρδωσε κι έβαψε την ψυχή μου; Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 3· γι’ αντίμεψιν τέτοιου κακού τον θάνατον να πάρω,| ... το αίμα μου να πλύνει,| την λιγδωμένην μου ψυχήν και να την ξεμολύνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [621]· β) αποκαθιστώ ηθικά, ξεπλένω την ντροπή: τα τιμημένα δεν ψηφάς, μα θες τα ντροπιασμένα. (παραλ. 4 στ.) και θες ν’ αφήσεις εντροπήν εις τα ρηγάτα μέσα (παραλ. 1 στ.). Παιδάκι μου, όποιες στην τιμήν έτοιο ασκημάδι βάνου,| σαπούνια δεν τα πλύνουσι μηδέ νερά τα βγάνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1198. 4) Βρέχω, μουσκεύω: την πλένει (ενν. την πούντα του πόρτου) η θάλασσα με πάσα άνεμον και την σκεπάζει απάνω εις τον πουνέντη Πορτολ. A 34421· (προκ. για δάκρυα): Κι εμείς στον Άδη σώνοντα σώνει κι η αδελφή μας (παραλ. 8 στ.) και απείτις μας εγνώρισεν, ήρθεν κι εσίμωσέ μας| και τον καθέναν ήρπαξεν με πόθον και αγκαλιάσθην (παραλ. 1 στ.) και με τα δάκρυα εκίνησεν την όψιν μας να πλύνει Απόκοπ.2 117. II. Μέσ. 1) Πλένομαι, καθαρίζομαι: η θυγατέρα του Φαραώ … είχεν κατεβεί εις τον ποταμόν … διά να πλυθεί και να περιδιαβάσει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154v· Πάγει και μπαίνει (ενν. η Σωσάννα) στο λουτρόν να νίψει το κορμί της (παραλ. 1 στ.). Λοιπόν υπήγε να πλυθεί κατά την τάξιν που ’χε, (παραλ. 3 στ.) και τότε μπαίνει στο λουτρό Δεφ., Σωσ. 105· (μεταφ. προκ. για πνευματική - πολιτιστική ανάπλαση): στη Δύσιν έπεψες (ενν. Ρέθεμνος) όλη σου τη σοφία| κι εγέμισεν η Ανατολή ...| (παραλ. 2 στ.) ... τρέχουσιν οι βρύσες σου παντόθες και ποτίζου| και πλύνουνται πολλότατοι ξένοι και καθαρίζου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 23012. 2) Ξεπλένομαι: Εκείνος πλιο άλλο δε μιλεί, μα πλύθηκεν ομπρός της| και τσ’ εφανίστη αλλής λογής εγίνηκε το φως της.| Ήλαμψεν ο Ρωτόκριτος βγάνοντας το μελάνι,| πάλι την πρώτην ομορφιά το πρόσωπό του πιάνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1083· στον ποταμό να πάμεν| να πλυθείς αφ’ τα αίματα Διγ. O 1374. 3) (Μεταφ.) α) καθαρίζομαι ηθικά, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες: η γης όλη επλύθη καλά από τες αμαρτίες του κόσμου οπού έκαναν οι άνθρωποι Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 97v· β) (προκ. για παραπτώματα, σφάλματα) εξαλείφομαι, σβήνομαι: έπρεπεν εμένα ομπρός, το αίμα το δικό μου,| να ’χε χυθεί, για να πλυθεί το τόσο φταίσιμό μου Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 480. 4) Ρίχνω νερό πάνω μου για να δροσιστώ: Ίδρωσα κι εξεκάψωσα και θα πλυθώ στη βρύση| και κρύο νερό στο ύστερο να πιω να με δροσίσει Πανώρ. Β́ 141. 5) α) Μπαίνω στο νερό: ο πρώτος άρρωστος οπού να έρχοτον να επλένοτον εις εκείνο το νερόν αφού ο άγγελος το ετάραζε, υγίαινε από πάσα κακόν οπού να είχεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 204v· β) βυθίζομαι μέσα στο νερό (εδώ στη θάλασσα), βουτάω: ο παών ... προς την αίφιαν λέγει: (παραλ. 8 στ.) … πάντοτε την θάλασσαν να τρέχεις,| να λούεσαι, να πλένεσαι και πάντοτε να πλέεις Πουλολ. (Τσαβαρή)2 147. Φρ. πλύνω κάπ. με χάρες = εκφράζω την εκτίμησή μου για κάπ., εγκωμιάζω κάπ.: Ιωάνν’ Ανδρέα Τρώϊλον με χάρες θενά πλύνω,| γιατί έβγαλε κι ετύπωσε τον ρήγα Ροδολίνο Τζάνε, Φιλον. 58813. Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = πλύσιμο, καθάρισμα: να κάμεις κακκάβι χαρκό και κάθισμά του χαρκό διά πλύνοντα και να δώσεις αυτό ανάμεσα τέντα του τάρωμα και ανάμεσα το θεσιαστήρι, και να δώσεις εκεί νερό Πεντ. Έξ. XXX 18.πραγματευτής- ο, Προδρ. (Eideneier) IV 63-1 χφ Κ κριτ. υπ., Ασσίζ. 526, 20010, Σπανός (Eideneier) A 281, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 144, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 920, Φλώρ. 904, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 427, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 187, Σαχλ., Αφήγ. 662, Λεξ. IV 175, Λίβ. P 1074, 1959, Λίβ. Sc. 75, Λίβ. Esc. 2526, Λίβ. N 1051, 2898, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 449, Ιμπ. 674, Χρον. Τόκκων 650, Rechenb. 141, Επιστ. Μωάμ. 6723, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 303, Λίβ. Va 2323, Χούμνου, Κοσμογ. 1575, Έκθ. χρον. 8210, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 155, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 110v, Πτωχολ. α 298, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 413, Κώδ. Χρονογρ. 513, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 374, Ιστ. πατρ. 1751, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 11937, Ιστ. Βλαχ. 395, Σουμμ., Ρεμπελ. 191, Μπερτόλδος 8, Πτωχολ. A 147, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 6, 379, Ροδινός (Βαλ.) 129, Λεηλ. Παροικ. 142, Διγ. O 1413, Διακρούσ., Αφ. 53, Τζάνε, Φιλον. 58513, κ.π.α.· πραγματευθής, Λίβ. Esc. 1202, 2851, 3268, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 458, 1214· πραματευτής, Σπαν. O 143, Ασσίζ. 24326, 47825, Απολλών. (Κεχ.) 437, Μαχ. 17813, 2087‑8, 27418, 58024, 58431, 63824, 6666, Βουστρ. (Κεχ.) 1385, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 595, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 47, Πεντ. Γέν. XXIII 16, Βυζ. Ιλιάδ. 851, Αχέλ. 109, Θρ. Κύπρ. M 331, Χρον. σουλτ. 2622, Μηλ., Οδοιπ. 641, Πτωχολ. (Κεχ.) P 141, Στάθ. (Martini) Β́ 78, 332, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 62v, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 16, Ροδινός (Βαλ.) 89, 103, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4258, κ.α.· πληθ. πραγματεύται, Καναν. (Pinto) 169.
Το μτγν. ουσ. πραγματευτής. Ο τ. πραγματευθής πιθ. από υπερδιόρθωση. Ο τ. πραματευτής στο Meursius και σήμ. λαϊκ. Η λ. σε κείμ. του 18. αι. (Χρύσανθος Νοταράς, Οδοιπορ. 172, 251).
Έμπορος: έρχουνται όλοι οι πραματευτάδες … να πουλήσουν και να αγοράσουν Ασσίζ. 48315· Οι πραγματευτάδες έχουσι χρέος διά τας πραγματείας που κάμνουσιν εις βαρβάρους και ξένους τόπους, χρυσίον να μην δίδουν, αλλά με άλλα είδη να αλλάσσουν και να πραγματεύονται Zygomalas, Synopsis 273 Π 88· έκλαιον από τες στράτες Τούρκοι, Ρωμαίοι, Αρμένιοι, Εβραίοι και πάσα άλλη φυλή, κλαίγοντες και βοώντες μεγάλῃ τῃ φωνῄ: «Το πιτ παζάρι καίεται και το πεζεστένι». Έτρεχαν οι ελεεινοί πραγματευταί εις τα εργαστήρια αυτών, να γλυτώσουν από τα ρούχα της πραγματείας αυτών Ιστ. πατρ. 17419· (μειωτ. σε μεταφ.): εκείνους έχε αληθινούς φίλους, όσοι ουδέν σε αγαπούσι διά κέρδος, αλλά δι’ αγάπην. Εκείνος … οπού φιλεί διά κέρδος, πραγματευτής έναι, ουδέν έναι φίλος Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 115.προγνωστικό- το.
Το πιθ. αρχ. ουσ. προγνωστικόν (TLG). Η λ. και σήμ. στον τ. προγνωστικό (ΛΚΝ, λ. προγνωστικός 2) και συν. στον πληθ. (Κριαρ., Λεξ., λ. προγνωστικός, Μπαμπιν., Λεξ., λ. προγνωστικός).
α) Πρόβλεψη· προφητεία: Και χαίρεσαι (ενν. Χάντακα) ... το πως δεν σε σκλαβώνουν (παραλ. 1στ.). Και κάνω σου προγνωστικό ...,| πώς θέλεις να παραδοθείς Τζάνε, Φιλον. 5838· β) σημάδι στο οποίο στηρίζεται μια πρόγνωση· (εδώ) η αναγγελία γεγονότος που προδιαγράφει το μέλλον: Έφτασε το προγνωστικό τότες στους μεγιστάνους Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 51217.πρώτα,- επίρρ., Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4128, Χρον. Μορ. H 293, 549, 1230, κ.α., Χρον. Μορ. P 703, 4249, Φλώρ. 1003, Λίβ. διασκευή α 782, Φαλιέρ., Ιστ.2 726, 737, Λίβ. Va 2631, Θησ. Γ́ [332], Θησ. (Foll.) I 88, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 52, 158, 159, Καραβ. 50016, 18, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 21, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1155, Κορων., Μπούας 99, 108, Πεντ. Γέν. XXXIII 2, Δευτ. IX 18, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 396, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 268, 4723, 10826, Χρον. σουλτ. 9726, Μορεζ., Κλίνη φ. 11v, Κυπρ. ερωτ. 1911, 13, 9123, 1542, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 413, Βοσκοπ.2 340, Παλαμήδ., Βοηβ. 747, Μανολ., Επιστ. 1734, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 1718, Σταυριν. 49, Ιστ. Βλαχ. 119, 591, 1746, Διγ. Άνδρ. 40528, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 71, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 34v, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1153], Έ [340], [796], Φορτουν. (Vinc.) Ά 412, Διακρούσ. (Κακλ.) 195, 363, 587, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 40318, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιζ́ 10, Ιω. ί 40, κ.π.α.· πρώταν, Ροδινός (Βαλ.) 189· πρώτας, Φαλιέρ., Ιστ.2 357, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1864, 2105, 2823, Αχέλ. 2502, Μορεζ., Κλίνη φ. 5r, Πανώρ.2 Αφ. 30, Ά 369, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 72, Β́ 362, 394, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 13513, 1496, 3298 δις, Πιστ. βοσκ. I 2, 192, II 5, 181, III 6, 77, Φαλλίδ. (Παναγ.) 59, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 6534, 8522, 14917, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 820, 1621, Γ́ 436, Στάθ. (Martini) Ιντ. β́ 16, Διαθ. 17. αι. 114, Ροδολ. (Αποσκ.), Πρόλ. Μέλλ. 98, Ά 351, Β́ 457, Αποκ. Θεοτ. I 56, Φορτουν. (Vinc.) Ά 51, 374, Ιντ. ά 11, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 324, Γ́ 115, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 13521, 17419, 30219, Τζάνε, Φιλον. 58317, Τζάνε, Κατάν. 19.
Το αρχ. επίρρ. πρώτα. Ο τ. πρώτας (με ανάπτυξη τελικού ‑ς αναλογ. με τα επιρρ. σε ‑ς· βλ. και Bakker, Cret. St. 1, 1988, 19, Κοντοσόπ., Γλωσσογεωγρ. κρητ. 52-54) στο Somav., σε έγγρ. του 17. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 12, 1965, 110) και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ.). Η λ. και σήμ.
1) Αρχικά, πρώτα πρώτα (συχν. με επόμ. τα: δεύτερον (ή) και τρίτον, τις λ. απέκει, έπειτα, ύστερα κλπ.): Διγ. (Trapp) Gr. 2278, Χρον. Μορ. H 231, Αρσ., Κόπ. διατρ. [880]· Πρώτας εντύσου κι ύστερα θέλομε συντυχαίνει Φαλιέρ., Ιστ.2 69· Εις τρία τον ελέχομε τον Ιησού, Πιλάτο:| πρώτας το έθνος μας λαλεί, ογιά να το χαλάσει, (παράλ. 1 στ.) Δεύτερο και τον Καίσαρη δεν τον αναγυρίζει, (παράλ. 1 στ.) Τρίτο, και ατός του γίνεται αυτόνος βασιλιός μας Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3260. 2) Προηγουμένως, πριν, παλαιότερα: άρχισαν πάλε και εδυνάτωναν οι σεισμοί· ... είπαν πως να εσήκωσεν πάλι, επειδή είδον την θάλασσα οπού επλήθυνε, και το ταχύ εθαυματούργησε η χάρις του αγίου ... και είδαμεν την θάλασσα και εμέρωσε και έγινεν ωσάν πρώτα Διήγ. πανωφ. 60· Ο δε βασιλεύς Μαξέντιος ήλθε μετά παρρησίας μεγάλης να πολεμήσει τον μέγαν Κωνσταντίνον, λέγοντα ότι θέλει νικήσει αυτόν ως και πρώτα Χρον. 308· να φύγουσι τον πόλεμο, την παίδεψη την πλήσα| που πρώτας δεν ηξεύρασι, μα τότες τη γνωρίσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21016· (εδώ) από πριν, από παλιά: Τα γαρ φουσσάτα, ερωτική, και οι αγούροι του πατρός σου,| ου μη τολμήσουσιν, θαρρώ, σταθήναι έμπροσθέν μου,| διότι και πρώτα ξέρουν με και θέλουν με προσέχειν Αχιλλ. (Smith) N 1009. 3) (Σε σύγκριση, με επόμ. κυρίως το σύνδ. παρά· βλ. και Επιτομή παρά IIÁ4β) α) πρωτύτερα, πιο μπροστά: πρώτας ήρθες παρά με Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά 36· (εδώ με την πρόθ. από): ήρθα πρώτας| ’π’ άλλοι βοσκοί ’δεπά, για να μη δούσι| ποια ’μαι Πιστ. βοσκ. IV 2, 221· (εδώ με το πριν πλεοναστικά): το φως εκείνο το μοναχόν, οπού ήτονε πρώτα πριν παρά να βάλει τούτον τον ήλιον, δηλοί τον μόνον Θεόν τον αληθινόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 51r· β) καλύτερα, προτιμότερο: πρώτα να λάβω θάνατον κι εσείς όλοι μετ’ έμου,| παρά να διάβω απεδώ με τα φουσσάτα όπου έχω Χρον. Μορ. H 8396· πρώτα να λάβει θάνατον, παρά να σε αφιορκήσει Χρον. Μορ. H 1251· πρώτα ν’ απόθαναν και να τους ακληρήσαν,| παρά να τους εβγάλασιν εκ τα συνήθεια που έχουν Χρον. Μορ. H 7904. Εκφρ. 1) Πρώτα (και) αρχή(ς), βλ. Επιτομή αρχή Β́ 1 εκφρ. (2). 2) Πρώτας από όλα = πάνω απ’ όλα, κατ’ αρχήν: Λοιπόν, παρακαλώ σε πρώτας από όλα να δεχθείς μέσα εις την ψυχήν την πίστιν, και ευθύς να λάβεις το θείον βάπτισμα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5325. 3) Τα πρώτα, βλ. πρώτος II Γ’ Eκφρ. 4α. — Βλ. και πρώτις, πρώτον.πρωτοπαπάς- ο, Σαχλ., Αφήγ. 742, Νεκρολ. φ. 75v, 78, 102v, Notizb. 148, Βουστρ. (Κεχ.) 1103-4, Byz. Kleinchron. Ά 23117, 23431, 34, 3249, Μαλαξός, Νομοκ. 518, 519, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 17, Σουμμ., Ρεμπελ. 178, Διαθ. Νίκωνος 25252, 54, 55, Διαθ. 17. αι. 371, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16237‑38, Ροδινός (Βαλ.) 198, Τζάνε, Φιλον. 58621· πρωτόπαπας, Βουστρ. (Κεχ.) Β 1113, Μαλαξός, Νομοκ. 517, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 123r, Χρον. βασιλέων 247.
Από το ά συνθ. πρωτο‑ και το ουσ. παπάς (για τον τονισμό βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 163). Ο τ. (με αναβιβ. τόνου αναλογ. με άλλα σύνθετα) τον 11. αι. (LBG, στη λ.), σε έγγρ. του 16. (Τοξότης, Πράξεις 1043, 10, Κασιμ., Έγγρ. 18 (96) τρις, (97), 252 (348), Μαράς, Κατάστιχο 149 Γ′ 301), 17. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 99) και 18. αι. (Βλάχου, Επιστ. οικ. πατρ. 72, 82, 102, κ.α., Πλουμίδης, Γυναίκες-Κέρκυρα 925, 1022) και σήμ. Γεν. πρωτοπάπα στον Πορφυρογέννητο (TLG) και σε έγγρ. του 12. αι. (Caracausi, στη λ., βλ. και LBG, στη λ.) και αιτιατ. πρωτοπάπαν σε έγγρ. του 11. αι. (Caracausi, στη λ.). Η λ. στον Ψευδο-Κωδινό (TLG), σε έγγρ. του 9.-18. αι. (TLG, κ.π.α.), στο Meursius και σήμ.
(Εκκλ.) πρωτοπρεσβύτερος, πρωθιερέας (βλ. Τωμ., Αθ. 76, 1976-1977, 3-58, Μανούσ., ΔΙΕΕΕ 15, 1961, 149-233, Λεονταρίτου, Εκκλ. αξ. 483-96): οπόταν ... έχεις εξουσίαν ή και είσαι επίτροπος ή πρωτόγερος ή πρωτομάστορης ή ηγούμενος ή πρωτόπαπας ή πρώτος εις τους γέροντες ή κριτής ή άλλο τι και έχεις εξουσία, τότε χωρίς άλλο να είσαι χαροποιός, γλυκύς, διά να γένεις ηγαπημένος με όλους Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 119r· Κρατούν τα (ενν. τα γλυπτά δοκανίκια) οι επίσκοποι και οι μητροπολίται| και οι μεγαλογούμενοι με τας μακράς γενειάδας| και οι πρωτοπαπάδες γουν και οι αρχιμανδρίται Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 919α· μη βλέπεις το τρανότερον το μερτικόν εκείνο,| εκείνος ένι πρωτοπαπάς, και συ παρεκκλησιάρχης,| εκείνος ένι δομέστικος και συ ’σαι κανονάρχος Προδρ. (Eideneier) IV 64· (ειδικ.): (1) ο προϊστάμενος πρεσβύτερος ενός ναού: έδωκέ μοι ο πρωτοπαπάς ο Χαλκεόπουλος από του κλήρου του ευαγούς θείου ναού της Αχειροποιήτου νομίσματα δύο Notizb. 148· έδωκέ μοι ο Καβάσιλας διά του πρωτοπαπά του Αγίου Μηνά νομίσματα β́ Notizb. 148· (εδώ ειρων. σε υπερβολή): κάμνουσιν οι αρχιερείς τα νήπια παπάδες,| όχι παπάδες μόνον δε, αλλά πρωτοπαπάδες·| κι εβγάνουσιν τους γέροντες και τους γραμματισμένους| από τες ενορίες των, ω διαβόλου έργον Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 170· (2) ο πρώτος τη τάξει πρεσβύτερος μιας περιοχής: ͵αχλά, Δεκεμβρίου ις́, έγινα πρωτοπαπάς Μονεμβασίας υπό του δεσπότου μου κυρού Νεοφύτου Byz. Kleinchron. Ά 3253· ͵αχκδ́ εκοιμήθη ο σοφότατος πρωτοπαπάς Χανίων Γεώργιος ιερεύς ο Μαραφαράς Byz. Kleinchron. Ά 3249· Τῳ αιδεσιμωτάτῳ και λογιωτάτῳ αγίῳ πρωτοπαπᾴ της αγιοτάτης εκκλησίας Άρτης κυρίῳ Χριστοδούλῳ Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2291· (προκ. για τις φραγκοκρατούμενες, κυρίως βενετοκρατούμενες, περιοχές) ελληνορθόδοξος ιερέας με ανώτερα εκκλησιαστικά καθήκοντα που διορίζεται από τον κοσμικό άρχοντα αντί επισκόπου: ο μεγαλιότατος κύριος Βιντζιλάος ντα Ρίπας εποίησε τρίτον πρωτοπαπάν Ναυπλίου τον του πρωτοπαπά αδελφόν παπάν κυρ Δημήτριον τον Πιγάση Byz. Kleinchron. Ά 23747δις. Εκφρ. 1) Μέγας πρωτοπαπάς = ανώτατος εκκλ. άρχων (για το μέγα πρωτοπαπά του πατριαρχείου βλ. Τωμ., ΕΕΦΣΠΑ 24, περ. β́, 1973-74, 311-2· για το μέγα πρωτοπαπά της Κέρκυρας βλ. Ράλλης, Πρακτ. Ακ. Αθ. 11, 1936, 102 σημ. 6, 104, Βλάχου, Επιστ. οικ. πατρ. 19-24): τότε τον ελάβασι (ενν. τον μητροπολίτην Μόσχοβου) πρωτοπαπάς ο μέγας,| και αρχιδιάκων μέγιστος μεγάλης εκκλησίας.| Απάνω τον εφέρασιν έμπροσθεν πατριάρχου Αρσ., Κόπ. διατρ. [488]· ηφέραν τον μέγαν τον πρωτοπαπάν τον κοκκινοκέφαλον Σπανός (Eideneier) B 226-7. 2) Μέγας πρωτοπαπάς του παλατίου = ο πρώτος στην ιεραρχία πρεσβύτερος του παλατιού (βλ. Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 107): καθεζομένου του βασιλέως επί του βασιλικού δίφρου και πάσα η σύγκλητος ιστάμενοι ασκεπείς και ορθοί, και ο μέγας πρωτοπαπάς του παλατίου εποίει «ευλογητόν», είτα και μικράν εκτενήν Ψευδο-Σφρ. 44810.πτερόν- το, Διγ. (Trapp) Gr. 3171, Διγ. Z 2787, 2790, 2886, 3801, 3804, Βέλθ. 266, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 380, Βίος Αλ. 4292, Λίβ. διασκευή α 145, 425, 603, 604, 729, 899, 3741, Λίβ. Esc. 361, 534, 650, 3622, Λέοντ., Αίν. I 3, Φυσιολ. (Legr.) 698, Λίβ. Va 479, 717, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 210, 1326, Ιστ. Βλαχ. 167· πτερό, Λίβ. Esc. 820, 3983, Λίβ. Va 3677· πτερό(ν), Ιερακοσ. 50613, Σαχλ., Αφήγ. 423, Λίβ. διασκευή α 227, 234, 702, 1430, 2551, 2856, Λίβ. Esc. 2419, 2718, Αχιλλ. (Smith) N 807, Φυσιολ. (Legr.) 1094, Ch. pop. 208, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 35, Λίβ. Va 212, 222, 1198, 2498, Κορων., Μπούας 32 δις, 44, Αχέλ. 1849, Διγ. Άνδρ. 31633, 3345, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 120, Διγ. O 1657· φθερό(ν), Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 27v· φτερό, Gesprächb. 2917, Πεντ. Γέν. VII 14, Δευτ. XIV 9, Λευιτ. XI 9, Ολόκαλος 79, 506, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 198, 947· φτερό(ν), Φαλιέρ., Ενύπν.2 14, 41, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 132, Πεντ. Γέν. I 21, Δευτ. IV 17, XXXII 11, Αλφ. 1181, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 69, Έ 68, Ιστ. Βλαχ. 328, 329, 336, Π. Ν. Διαθ. φ. 335α 24, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1052, 1216, Γ́ 253, 255, Ροδολ. (Αποσκ.) Τοις αναγν. 21, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 141, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16723, 17925· φτερόν, Κορων., Μπούας 152, Ολόκαλος 119, 7410.
Το αρχ. ουσ. πτερόν. Ο τ. πτερό σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 17013, Β́ 2397, Γ́ 2107, 34914). Ο τ. φτερό στο Meursius και σήμ. Ο τ. φτερόν στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, Πιλαβάκης, Κυπρ. Σπ. 30, 1966, 49). Η λ. σε έγγρ. του 16. αι. (Γρηγορόπ., Έγγρ. 1514, 2914, 3731 κ.α., Μαράς, Κατάστιχο 149 Β′1215, 9641, Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15-16 (τ. Β́), 1961-62, 270) και στο Βλάχ. (λ. φτερό).
1) Φτερό: Πουλολ. (Τσαβαρή)2 162, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 97, Διγ. Άνδρ. 3753· (σε παρομοίωση): Σαν του κοράκου το πτερόν είναι τα δυο σου μάτια Ch. pop. 374· α) φτέρωμα· (εδώ προκ. για το φτέρωμα της ουράς του πουλιού): ούτως δε και του τσυκνέα,| τα πουλία γαρ τοιαύτα| εκ μικρόθεν η ουρά τους| διχαλή και τεθλασμένη,| άμαν έλθει εις την φύσην| του πατρός του, μεγαλύνει,| πίπτει το πτερόν εκείνον Πτωχολ. (Κεχ.)2 α 817· β) πούπουλο: η αμαρτία οπού εγίνετον εκεί ήτονε πολλά κακή ... και εναντία της φύσεως, διότι το νερόν τουτουνού του λάκκου την φανερώνει, ότι ... αν ρίξουν αλαφρόν ώσπερ ένα φτερόν ή φελλόν παρευθύς υπάγει κάτω Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 131v· γ) το γέμισμα από φτερά για στρώμα ή προσκέφαλο και συνεκδ. το πουπουλένιο στρώμα (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΕΕΚΣ 3, 1940, 37): τελαρόντυμα ένα με λίγο φτερό Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 8317· Προσκεφαλάδια δ́, γεμάτα φτερό Ολόκαλος 3515· Στίμα ρουχών και αλλονού πραμάτου τά δίδει η κερά παπαδιά ... Και πρώτον: φτερό ά, λίτρες μά ... ένα ζευγάρι σεντόνια ... ένα ζευγάρι προσκεφαλάδια Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 975· (εδώ στον πληθ.): Με το παλέτσι το χοντρό και μ’ άχερα τση κάνει (ενν. ο ρήγας)| στρώμα· ...| δίχως σεντόνι και φτερά, δίχως προσκεφαλάδι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 583· δ) (προκ. για την ιατρική και τη μουσική) επεξεργασμένο φτερό ως εργαλείο: μέλι άκαπνον λαβών μετά πτερού τον ουρανίσκον υπάλειφε Ορνεοσ. 5729· εγώ έκρουα την κιθάραν με το πτερόν του ορνέου, και εσυνέριζεν η φωνή της κιθάρας και της κόρης ομοίως Διγ. Άνδρ. 37714· ε) διακοσμητικό στοιχείο σε πολεμιστή για εντυπωσιασμό στη μάχη: φτερά εις το κεφάλι του, φτερά και εις την ράχη,| φτερά εις τους αγκώνες του αγάπα πάντα να ’χει,| ... φτερά εις τ’ άλογόν του| (παραλ. 2 στ.) να τον φοβούνται οι εχθροί Ιστ. Βλαχ. 327· έβαλε (ενν. ο Μπαγιαζίτης) ... σκλάβους καβαλαραίους ... Ούτοι είναι κατά πολλά εύμορφα στολισμένοι, με φακιόλια περιχρυσωμένα και πτερά εις τα κεφάλιά τως Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 337· Ήλθεν Διόνυς ανδρειωμένος| μετά Σέρβων κομπανάτων| και πτερών λαζοφαρδάτων,| μ’ αλαμάνικον σκουτάριν,| έχων βίτσαν σφυρισμένην Χρησμ. Ι 23· στ) (συνεκδ., πιθ.) το σύμβολο έναρξης του πολέμου: ορών ο Μουσταφάς ήδη σαλευόμενον το του πολέμου πτερόν Δούκ. 19127. 2) (Στον πληθ., συνεκδ.) φτερούγα: Ασσίζ. 19919, Διγ. Άνδρ. 39818· (εδώ σε μεταφ., προκ. για την ταχύτητα): ας είχα τα φτερά του αετού να φύγω,| τ’ άγρια θεριά της Αφρικής εκεί να πα να σμίγω Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 227· (εδώ προκ. για τα φτερά μυθικών πλασμάτων, όπως του Έρωτα και της Μούσας): Λίβ. διασκευή α 4128, Κυπρ. ερωτ. 182, Ροδολ. (Αποσκ.) Τοις αναγν. 6· (εδώ σε φρ. ή έκφρ. προκ. για πουλιά): (1) από πτερού, βλ. Επιτομή λ. από 17 έκφρ. (ζ)· (2) χύνω πτερόν = ορμώ πετώντας: ελύσαν το φαλκόνιν| και σύντομος εφάνηκεν ατός ουρανοδρόμος·| χύνει πτερόν επάνω του και απήρε το φαλκόνι Βέλθ. 772· φρ. (μεταφ.) (1) έχω κάπ. εις τα πτερά μου = προστατεύω κάπ.: και τότες ας μου ευχηθεί εμέν (ενν. τον Διγενή) η πεθερά μου| οπού την κόρη της εγώ έχω εις τα πτερά μου Διγ. O 2016· (2) κάμνω πλάτες και πτερά εις κάπ. = ενδυναμώνω, ενισχύω κάπ.: η συμβουλή σας η καλή και η συγκρότησή σας| να κάμει πλάτες και πτερά εις όλους τους αυθέντας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 899· (3) βαστώ/έχω φτερά/πτερά = είμαι γρήγορος: πολλά ’πιδέξα ανέβηκε (ενν. ο Ρωτόκριτος) ...| Ετούτον είναι φυσικό κεινών οπ’ αγαπούσι:| εις έτοιες χρείες σα λάχουσι, πουλιώ φτερά βαστούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 578· Να είπεις πτερά είχα, φίλε μου, και εις μίαν την ώραν τότε,| ωσού να τρίψεις οφθαλμόν, κατέλαβα εις τον τόπον Λίβ. διασκευή α 2324· (4) ρίχνω το πτερόν εις κ. = πετώ προς κάπου· (εδώ) στρέφω την προσοχή μου προς κ.: Μη πας και ρίξεις το πτερόν εις άλλης κόρης αγάπην,| ... κι εμέν ελησμονήσεις Ερωτοπ. 675. 3) Φτερωτό βέλος: Λίβ. διασκευή α 587. 4) (Μεταφ.) α) η δύναμη της ψυχής και του πνεύματος: Οι λογισμοί επετάξασι, στον ουρανόν εφτάσα| κι εκεί εκαήκαν τα φτερά και την εξά μου εχάσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 508· εκφρ. (1) τα φτερά της θεωρίας/το πτερόν της προσευχής = η δύναμη της θέασης του Θεού/της προσευχής: από τον ουρανόν ανaβαίνομεν εις τον Θεόν με τα φτερά της θεωρίας Βουστρ. Μεταφρ. 257· αν το πτερόν της προσευχής κούφον προς πόλον θέλεις| ανέρχεσθαι ... και σώζειν τας αισθήσεις,| έασον, άνες τας προς σε των άλλων αμαρτίας Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 227· (2) τα πτερά της τύχης = η δύναμη που δίνει η τύχη: Ει γαρ της τύχης τα πτερά διά παντός κατείχον| άνθρωποι πολυτάλαντοι Κέκροπες επηρμένοι,| ούκουν εσώθη πάσα σαρξ, ουκ αν εταπεινώθη Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 350· β) (μεταφ. στον πληθ.) το θάρρος: ως τώρα επέτουν χαμηλά μα ’δά ’χω τα πτερά μου| μεγάλα, και θα καυχισθώ κι εγώ για όνομά μου Τζάνε, Φιλον. 58517· γ) (σε παρομοίωση)· (εδώ προκ. για κοντάρια που εξακοντίζονται ελαφρά και γρήγορα): τα κοντάρια επήγα| εις τον αέρα ωσά φτερά, κι ωσάν πουλάκια εφύγα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2138· (εδώ προκ. για την καλή διάθεση που επιφέρει ο έρωτας): Θέλω... να χαρώ| με άλλον νέον τρυφερόν,| να με ποίσει ωσάν πτερό| ’λαφρικήν και γλυκασμένη| την καρδία μου την καμένην Συναξ. γυν. 768. 5) Καθετί που λειτουργεί ως φτερό: α) πτερύγιο στον τροχό του μύλου, φτερωτή (για το πράγμα βλ. Πλατάκης, Κρητολ. 4, 1977, 169· πβ. και λ. πτερωτός): Έρχεται Μαρία εκ τον μύλον| σύρνει και πτερόν του μύλου| και βαστάζει και το αλεύριν Χρησμ. I 81· β) (εδώ σε μεταφ., προκ. για το λόγο) κουπί (για τη σημασ. βλ. Κριαρ., Κρ. Χρ. 12, 1958, 108): Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 63. 6) Το δεξί ή αριστερό μέρος της στρατιωτικής παράταξης: Και ούτως έγινε το φουσσάτον του Ισμαήλ ωσάν δύο πτέρυγες ... Το μεν ουν ένα πτερόν ... έπεσεν εις το δεξιόν μέρος των Τουρκών Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 366. 7) Το άκρο ενός πράγματος, η προεξοχή: Νυχτά ’τον κι εκοιμούντανε τα ζώα κι οι ανθρώποι, (παραλ. 1 στ.) εις τα χαράκια, στα πτερά, στα δένδρη κι οπ’ αλλού ’σαν Αχέλ. 451· ένας λεβέντης βλέποντας το κάλλος,| οπού ’χε ο Σταυρωμένος ο μεγάλος,| που στ’ Άγιον Βήμα απάνω είναι βαλμένος| και όλος ... είν’ χρυσωμένος,| και δε μπορώντας στα ψηλά να σώσει| και με τα χέρια απάνω του ν’ απλώσει| έσυρε μια πετριά και εκτύπησέν του| κι απ’ το πτερό κομμάτι ετσάκισέν του Λεηλ. Παροικ. 500.Ρεθεμναίος- ο, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 13417· Ρηθυμναίος.
Από το τοπων. Ρέθεμνος το (Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1629, 20819, 2134, 23013, κ.α.· και σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 1702, 1922, 2721, 3614, 9, 149 Β́ 512, 6716, 1443 κ.α., 149 Γ́ 94, 163, 623, 7, 11, 1312, 5, 13510, κ.α.· πβ. αρχ. τοπων. Ρίθυμνα/ Ριθυμνία (Συμεων., Ετυμολ. λεξ. νεοελλ. οικων. 1212· βλ. όμως και Ξανθ., ΕΕΒΣ 3, 1926, 62-63) και βενετ. τοπων. Retimum, Rethimο, Rettimo (Συμεων., Ετυμολ. λεξ. νεοελλ. οικων. 1212)) και την κατάλ. ‑αίος.
α) Αυτός που κατάγεται από το Ρέθυμνο: Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής τα σύνθεσε, ετούτος| ο Ρεθεμναίος ο φτωχός, εισέ μεγάλο πλούτος Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5798· Φέρνω σου και διδάσκαλον παπα-Βαρθολομαίον| Συρόπουλον τον δίδακτον και άξιον Ρηθυμναίον Τζάνε, Φιλον. 5854· β) ο κάτοικος του Ρεθύμνου: αν είν’ οι στίχοι χαμηλοί, πλήσιά ’ναι η όρεξή μου (παραλ. 1 στ.)· κι ογιά τον πόνο τον πολύν οπού ’χεν η καρδιά μου| τσ’ έβγαλα, κι εσυμπόνεσα κι εγώ την πατριά μου:| στους Ρεθεμναίους με χαρά όλους τσ’ αφιερώνω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 13513. — Πβ. και Ρεθύμνιος.Ρεθεμνιώτης- ο, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 23712, 29917, 5715, Τζάνε, Φιλον. 5893.
Από το τοπων. Ρέθεμνος το (βλ. ά. Ρεθεμναίος, ετυμολ.) και την κατάλ. ‑ιώτης. Πβ. και τ. Ρειθυμνιάτης (4.‑3. αι. π.Χ., TLG· Ριθυμνιάτης (6. αι., αυτ.)). Τ. Ρεθεμιώτης σήμ. ιδιωμ. (Κονδυλάκης, Κρ. Λεξιλ.) Η λ. και σε έγγρ. του 16. αι. ως επών. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 2071, 149 Γ́ 1321) και σήμ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ., λ. Ρέθυμνο), όπως και τ. Ρεθυμνιώτης (Μπαμπιν., Λεξ., λ. Ρέθυμνο).
Ο κάτοικος του Ρεθύμνου: Τους Ρεθεμνιώτες έψεγα πως επαραδοθήκα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5658· τον πόλεμο θα δηγηθώ και τα κακά τα πλήσια| οπού στην Κρήτην ήρθασι και τα Χανιά παρθήκα| κι οι Ρεθεμνιώτες μ’ άδικο θάνατο τελειωθήκα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18122· Κι οι Ρεθεμνιώτες φίλοι σου είναι και σ’ αγαπούσι| και στέκουν κι εις την χώρα σου πλήσιοι και πολεμούσι Τζάνε, Φιλον. 5859.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- ο· Παδουβάνος.