Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αβανία
- η, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 169 δις· αβανιά, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 169· αβονιά (πιθ. διορθωτέον), Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2531· βανία Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 521.
Από το επίθετο αβάνης (Κατά Meyer, NS IV 5, από το ιταλ. avania· πβ. Χατζ., Ξέν. στοιχ. 59, Χατζ., Λεξ., καθώς και Μαγουλά ΕΕΦΣΠΑ, περ. β́, 20, 1969 /70, 336-41 και Cortelazzo, Influsso 252-3. Κατά τον Καραποτόσογλου (Βυζαντ. 12, 1983, 365) η λ. προέρχεται από το τουρκοαραβ. ἁwᾱn = συκοφαντία, κακολογία). Η λ. στον Du Cange, στο Βλάχ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αβανιά).
Συκοφαντία (Η σημασ. και σημ. ΙΛ λ. αβανιά 1. Βλ. και Βακαλ., Ιστ. Ν. Ελλην. Β́ 143): Ηύρηκαν μίαν μέθοδο και αβανία, ότι πως ο Σιν. Γιούλιος ο Πανάρετος, ένας από τους εδικούς μας άρχοντες, εμπήκε εισέ μιας φτωχής σπίτι και επροσπάθησε να κάμει με δαύτηνε με δυναστικόν τρόπον, ... όμως μετά καιρόν ελυτρώθη από την αβανίαν ετούτη, γνωρίζοντάς τονε η δικαιοσύνη άφταιστον Σουμμ., Ρεμπελ. 169· και τις μπορεί να ζήσει| σε τόσα τυραννίσματα, τες αβονιές που κάμνουν,| με δίχως να χρεωστούσινε χρέος να τών εβγάνουν; Τζάνε, Κρ. πόλ. 2531.αβγό(ν)- το, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 13376, Ασσίζ. (Σάθ.) 49220, Ορνεοσ. (Hercher) 57930, Πουλολ. (Krawcz.) 160, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) χκ́, Ch. pop. (Pern.) 511, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 133, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 227, 610, 1161, Αιτωλ., Βοηβ. (Băn.) 214, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 40020, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4186, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8824.
Από τη συνεκφορά τα ωά> ταουά> ταουγά> ταβγά‑τ’ αβγό (Χατζιδ., ΜΝΕ Β́́ 322, 328-329 και Τριαντ., Ν. Εστ. 33, 1943, 303-305). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Αβγό, όπως και σήμ. (ΙΛ στη λ. 1): όπου είν’ τ’ αβγά της μελενά και τα πουλιά της μαύρα Ch. pop. (Pern.) 511.αβίζο- το, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 159, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 170, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4443.
Το ιταλ. avviso (Χατζ., Ξέν. στοιχ. 63). Η λ. και στο Κυπρ. χφ. (Παντ.) 156 και σήμ. (ΙΛ λ. αββίζο).
Είδηση, ειδοποίηση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αββίζο): Το αβίζο ωσάν έσωσε ..., ο γενεράλες όρισε όλα να σηκωθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 4443· Και ερχόμενον κανένα ενάντιον να δίδουν το αβίζο του καπετάνιου του Σουμμ., Ρεμπελ. 1597. —Συνών.: αβίς το.άβλαβα,- επίρρ., Φορτουν. (Ξανθ.) Ιντ. Γ́́ 51, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 26920.
Από το επίθ. άβλαβος. Η λ. και στο Βλάχ. και σήμ. (ΙΛ).
Χωρίς ζημία, χωρίς βλάβη (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ): κι οπού μας εξεγκρούσεψε κι άβλαβα επέρασέ μας| τόση μεγάλη θάλασσα κι ως εδεπά έφερέ μας Φορτουν. Ιντ. Γ́́ 51.άβλαφτος,- επίθ., Ιερόθ. Αββ. (Legr.) 334, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ 312, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3857· άβλαπτος, Μπερτόλδος 54.
Από το στερ. α‑ και το βλάφτω ή το μτγν. επίθ. άβλαπτος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. άβλαβος).
Που δεν έπαθε τίποτα, σώος, άθικτος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): κι εκείνοι (δηλ. οι στρατιώτες) με την τέχνη τως και φύλαξη μεγάλη| πάσ’ ένας άβλαφτος περνά τ’ αλλού απού την αγκάλη Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́́ 312· το ερημοκκλήσι, το οποίον ήτο άβλαφτον και γερόν ως ήτον κτισμένον παλαιόθεν Ιερόθ. Αββ. 334. — Πβ. άβλαβος.αβοκάτος- ο, Ασσίζ. (Σάθ.) 289, 13, 3412, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7528, 7531, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 7528, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1219, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 163, Στάθ. (Σάθ.) Γ́́ 49, 59, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 58819· αβοκάτης, Ασσίζ. (Σάθ.) 2837· αβουκάτος, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 51614, 16, 5204, 57227, 57320, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7521, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 7521, 7531, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 318, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 269, 388, 390, 414, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 132, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 171.
Το ιταλ. avvocato (Meyer, NS IV 5 και Triand., Lehnw. 138 = Τριαντ., Άπ. Ά́ 441). Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αββοκάτος). Πβ. και Du Cange, λ. αβουκάτος και αδβοκάτος.
Είδος δικηγόρου (βλ. και Μανούσ., ΕΕΒΣ 27, 1957, 347-348, πβ. και Κουκ., ΒΒΠ Ϛ΄ 49-50. Η σημασ. και σήμ. ΙΛ λ. αββοκάτος 1): Οι κριτάδες εις κανέναν αγκάλεμαν ουδέν εντέχεται να έναι εμπροπέτες ό (έκδ. ων· διορθώσ.) λέγεται αβοκάτοι και κριτάδες Ασσίζ. 289· ομοίως ο αβοκάτος, τουτέστιν ο εμπροπέτης ο λεγόμενος φαρπαλιέρος, εάν θελήσει να ένι πρικορούρης εις την αυλήν διά πράγμαν κανενού ανθρώπου Ασσίζ. 3412. — Πβ. αβαμπαρλιέρης, αβογαδόρος, εμπροπέτης, παραστάτης, πρικουρούρης, προκουρούρης, προκύρης, πρόλαλος.αγαθότης ‑ητα- η, Γλυκά, Αναγ. (Ευστρ.) 360, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ́́ 259, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 192, Φορτουν. (Ξανθ.) Αφ. 46, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1953, 3713.
Το μτγν. ουσ. αγαθότης. Πβ. και το σημερ. αγαθότη (ΙΛ).
1) α) Καλοκαγαθία, μεγαλοψυχία (πβ. L‑S): αλλ’ ευεργετικώτατε των όλων βασιλέων, πηγή της αγαθότητος, θάλαττα των χαρίτων Γλυκά, Αναγ. 360 (πβ. αγαθοσύνη 1)· β) καλοσύνη (σε προσφών. Πβ. L‑S λ. αγαθότης): κι ελεημοσύνη έκαμε η αγαθότητά σου Τζάνε, Κρ. πόλ. 3713. 2) Χρηστότητα (πβ. ΙΛ λ. αγαθότη 1): επέρνα με περίσσιαν αγαθότητα και ειρήνην, διότι ήταν και πλέον εκκλησιαστικός και φοβόθεος Σουμμ., Ρεμπελ. 192 (πβ. αγαθοσύνη 2).αγάλι,- επίρρ., Σπαν. (Hanna) V 23, Διγ. (Mavr.) Gr. II 96, Gesprächb. (Vasm.) 801761, Γαδ. διήγ. (Αλεξ. Λ.) 54, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 536, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 17, Πικατ. (Κριαρ.) 276, Συναξ. γυν. (Krumb.) 427, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 279, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ́́ 68, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 303, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 465, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 93, 301, Γ́́ 913, 1741, Έ́ 461, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 575, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 433, Μαρκάδ. (Legr.) 296, 565, 629, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 270, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 35821, 52718· γάλι, Σπαν. (Hanna) A 27, Σπαν. (Hanna) B 30, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 36, Μαχ. (Dawk.) 63618, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 93, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 575, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 270· αγάλια, Διγ. (Hess.) Esc. 1042, Gesprächb. (Vasm.) 1117, Θησ. (Βεν.) Δ́́ [646], Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 163, Πικατ. (Κριαρ.) 206, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 607, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 453, Ιντ. Β́́ 81, Δ́́ 412, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 5, 29, III, 6, 57, 400, Φαλλίδ. (Ξανθ.) 95, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 49, 323, 1485, 1837, 1957, 2167, 2175, Γ́́ 235, 436, Έ́ 923, Θυσ. (Μέγ.)2 470, 883, Στάθ. (Σάθ.) Ιντ. β́́ μετά στ. 32, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ́ 562, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Ά́ 1139, Γ́́ 1178, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 610, 753, Δ́ 397, Έ 60, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 152, Δ́ 189, Έ 376, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 47520.
Από το γαληνά> αγαληνά> αγάληνα> αγάλην> αγάλη (Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 126-128). Ο τ. αγάλια από το αγάλι με προσθήκη της επιρρ. κατάλ. ‑α (πβ. Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 128). Διαφορετικά ετυμολογεί Pern., Ét. linguist. Γ́́ 339-340· πβ. και Μαγουλά, ΕΕΦΣΠΑ, περ. β́, 20, 1969/70, 343-4. Οι τύποι αναδιπλώνονται για επίταση της σημασ. (Παπαδ. Α., ΑΠ 23, 1959, 9). Πβ. και τα παρων. Αγαλιανός, Γαλιανός (Κουκ., ΒΒΠ Ϛ́ 484). Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. αγάληα).
1) α) Αργά, χωρίς βιασύνη (πβ. ΙΛ λ. αγάληα 1): και τάχα απάνω ανέβημαν και αγάλια περπατούμαν Πικατ. 206· κι αγάλι’ αγάλια πορπατεί, ζάλο και ζάλο κάνει Ερωτόκρ. Ά́ 2167. Κατά παράλ. του ρ.: Αγάλια, καπετάνιο μου, μη βιάζεσαι Φορτουν. Γ́́ 753· Αγάλια, μη γλακάς πολλά Φορτουν. Δ́́ 397· β) με δυσκολία (πβ. αγαλοσύνη 1): Με κλάματα κι εγώ από κει μισεύγω (παραλ. 1 στ.) κι αγάλι αγάλι μάκρυνα τον τόπο| με βάσανα, με πρίκες και με κόπο Βοσκοπ. 303· γ) με τρόπο μαλακό, τρυφερά: να το ξυπνήσω σιγανά κι αγάλια να το ντύσω Θυσ.2 470 (Πβ. γαληνά, γαληνώς)· δ) με εξεζητημένη νωχέλεια: κι όντα μ’ ενοστιμήθην η Κατερίνα …,| ήλθε με την Προφύλαινα κι αγάλι αγάλι εμίλει Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 536· ε) αργά και σταθερά: αρματωμένοι καβαλάρηδες, και έρχουνταν γάλι γάλι απάνω του φουσάτου μας Μαχ. 63628· στ) βαθμιαία, με τον καιρό: γιατί κι η πέτρα ’κ το νερό τρώγετ’ αγάλια αγάλια Ερωφ. Δ́ 412. 2) α) Σιγανά, χαμηλόφωνα, κρυφά: για ταύτος ήρθα ως εδεπά, και θα σφυρίξω αγάλι,| καθώς μὄχει παραγγελιά στην πόρτα να προβάλει Φορτουν. Γ́́ 433· κι ετύχαινε για να το πει τούτο αγάλι’ αγάλια,| μα το ’πε όξω φανερά Τζάνε, Κρ. πόλ. 47520· β) άτονα, με αδιαφορία: κι αν αποθάνει και πτωχός, κανείς δεν το κατέχει (παραλ. 2 στ.), αγάλι’ αγάλια ψάλλουσιν, καμπάνες δεν τον κρούσιν Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 163.αγάλλομαι,- Διγ. (Mavr.) Gr. IV 79, 839, Διγ. (Καλ.) A 2852, Αχιλλ. (Hess.) N 77, 78, 90, 701, 1464, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 127, Δούκ. (Grecu) 22521, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1196, 751, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36211, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5836. Ο τ. αγάλλω [Λίβ. (Μαυρ.) P 834] πλαστός. Πβ. Λίβ. (Lamb.) Esc. 1139 και Λίβ. (Lamb.) Sc. 11.
Το αρχ. αγάλλομαι.
Απολαμβάνω κάτι: Ο δε νέος Διγενής εχαίρετον και ηγάλλετον με την ποθητήν του τα ωραία της κάλλη Διγ. Άνδρ. 36211.αγανακτώ,- Σπαν. (Hanna) B 505, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 154, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 477, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 464, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 183, II H 19f, III 216 (χφ gg) (κριτ. υπ.), 309, IV 274, Καλλίμ. (Κριαρ.) 411, 1120, 1202, 1547, 1709, 1770, 1867, Διάτ. Κυπρ. (Σάθ.) 50231, Διγ. (Mavr.) Gr. I 182, Πουλολ. (Krawcz.) 545, Gesprächb. (Vasm.) 257, 26359, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 76, 453, Λίβ. (Μαυρ.) P 33, 615, Λίβ. (Lamb.) Esc. 20, 890, 3581, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1040, 2398, Λίβ. (Wagn.) N 56, 753, 1442, 1860, Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 35, Αλφ. ξεν. (Ζώρ.) 117, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 690, Μαχ. (Dawk.) 17228, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1037 A, Ch. pop. (Pern.) 434, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 411, Ριμ. κόρ. (Pern.) 735, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 182, 309, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 80, 242, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 9528, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 46, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1976, Ερωτόκρ. Ά́ 1577, Ευγέν. (Vitti) 879, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́́ 470, Διακρούσ. (Ξηρ.) 6960, 11312· αγανακτώ ή γανακτώ, Μαχ. (Dawk.) 36428, 42818, 58410, 64435, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 480, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 52617· αγαναχτώ, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1577· αγαναχτώ ή γαναχτώ, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΧΙΧ 11, XLVII 13· γαναχτώ, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 892· μτχ. αγανακτισμένος, Ch. pop. (Pern.) 783, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 285, Ιερόθ. Αββ. (Legr.) 337· γανακτισμένος, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 54318.
Το αρχ. αγανακτώ. Οι τ. αγαναχτώ, γαναχτώ και σήμ. (ΙΛ λ. αγαναχτώ). Για τη μτχ. βλ. και Χαριτων., Αθ. 36, 1924, 198.
Α´ Αμτβ. 1) α) εξανίσταμαι: Απήν διαβεί το κάμωμα, αυτούς αν ερωτήσεις| τείντά ’χαν και μαλώνασι, πολλά ν’ αγανακτήσεις·| διατί δεν είχαν αφορμήν, υπόθεσιν καμίαν Σαχλ., Αφήγ. 242· β) εκδηλώνω την αγανάκτησή μου, βαρυγγωμώ: και να υπομένω ο ταπεινός αδύνατον υπάρχει,| α δε λαλήσω, α δεν ειπώ, α δεν αγανακτήσω Δελλ. (Μανούσ.) Γ΄ 35· σκοντάφτει, πεδουκλώνεται και πέφτει και βαρίσκει·| αγαναχτά στη ζήση ντου, το θάνατό ντου κράζει Ερωτόκρ. Ά́ 1577. 2) Ταράζομαι, τρομάζω: Το αίμα δε κατέρεε την γην εκείνην όλην·| οι ίπποι ηγανάκτησαν, πάντας έκπληξις είχεν Διγ. Gr. I 182· πάλιν μέγας έγινε σεισμός με βοήν και αυτός, ώστε οπού … ήλθομεν ως νεκροί αλλαξοπροσωπισμένοι και αγανακτισμένοι Ιερόθ. Αββ. 337. 3) α) Κουράζομαι, βαριέμαι, απαυδώ (πβ. αγανάκτησις 1β): Ω θάνατε, … ποτέ δεν εγανάκτησες στη μέση να γυρίζεις,| με το δρεπάνι τ’ άπονο πάντα να τους θερίζεις Τζάνε, Κρ. πόλ. 52617· Εγώ γαρ ηγανάκτησα τρώγειν τας παλαμίδας Προδρ. III 216 (χφ gg) (κριτ. υπ.)· να έκλαι’ η καρδιά μου, ώστε ν’ αγανακτήσει Διακρούσ. 11312· β) κάνω μεγάλη προσπάθεια, κουράζομαι υπερβολικά (πβ. ΙΛ λ. αγαναχτώ Α2): κι από μακρά εγανάκτησα ποιός είσαι να γνωρίσω Φορτουν. Δ́́ 480· και εις αυτόν τον τρόπον δεν αγανακτούσαν τα χερία του, και έτσι ενίκησε τον Αμαλήκ ο Ιωσιέ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 174r· γ) δυσανασχετώ, δυσκολεύομαι (πβ. ΙΛ λ. αγαναχτώ Α 1γ): και τση Αυγουστίνας είχα πει νά ’ρθει να σε γυρέψει,| μα τούτη, αν πάγει και ποθές, αγανακτά να στρέψει Φορτουν. Β́́ 470. 4) Υποφέρω, βασανίζομαι: και εγανέχτησεν η γης η Αίγυφτο και η γης του Κεναάν από ομπροστά την πείνα Πεντ. Γέν. XLVII 13· Α βουληθείς να μ’ αρνηθείς και να μ’ αλησμονήσεις,| εις την Τουρκιά, στα σίδερα, πολλά ν’ αγανακτήσεις Ριμ. κόρ. 735· και τι την θέλω την ζωή την αγανακτισμένη Ch. pop. 738. Β´ Μτβ. 1) α) Θυμώνω, αγανακτώ (με κάποιον ή με κάτι) (Για τη μτβ. χρήση βλ. και Ανδρ., Προσφ. Κυριακ. 1953, 53): αν βάλω χέρα νά ’ρχομαι, θέλεις με αγανακτήσει Ερωτοπ. 453· μεγαλοψύχως δέξαι με και μη με αγανακτήσεις Προδρ. ΙΙ Η 19 f· την μοίραν της ν’ αγανακτά, την τύχην ν’ ατιμάζει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 309· και παρεμπρός να σέ το ειπώ, μη με το αγανακτήσεις Λίβ. N 1442· β) δυσφορώ (για κάτι), δεν ανέχομαι (κάτι): Αγανακτώ τους λόγους σας, φονεύει μέ το πλήθος,| ο τόπος τούτος πνίγει με και το παλάτιν τούτο Καλλίμ. 1867· γ) βαριέμαι (κάτι): Κάπα μου, οπού δύναται, κάπα μου, ας σε αγοράσει,| κάπα μου, ηγανάκτησα, κάπα, τας χάριτάς σου Προδρ. IV 274. 2) Κάνω κάποιον να αγανακτήσει, πιέζω κάποιον (πβ. ΙΛ λ. αγαναχτώ Β 1): τους υποτακτίτας εκ την υπακοήν αυτού εκκλίναι κακώσας και αγανακτήσας πεποίηκεν Διάτ. Κυπρ. 50231· και αφού τόν ηγανάκτησα και εβιάσα (κριτ. υπ.) τον τοσούτον,| θλιμμένα εστράφην προς εμέ και απηλογήσατό με Λίβ. Sc. 2398.αγάπη- η, Τρωικά (Praecht.) 52910, Μυστ. (Vogt) 59, Σπαν. (Hanna) A 92, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 81, 192, 194, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 75, Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 146, 147, Σπαν. (Hanna) O 71, 104, Σπαν. (Legr.) P 34, 90, 92, 93, 261, 262, 264, Προδρ. (Hess.-Pern.) II H 19, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 106, 112, Hist. imp. (Mor.) 8, Ασσίζ. (Σάθ.) 2623, 862, 1012, 16222, 2195, 3361, 3515, 41410, 45429, Διγ. (Mavr.) Gr. I 72, II 44, 285, III 255, 319, IV 362, 546, VI 420, Διγ. (Καλ.) A 2312, 3206, 4517, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 242, 689, 720, 721, 1479, 2207, Mevlānā (Burg.-Mantran) 34α, Rebâb-nâmè (Burg.-Mantran) 7, Βέλθ. (Κριαρ.) 345, 884, 887, 895, 905, 1017, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 247, 697, 703, 2619, 2719, 4191, 4339, 4427, 7187, 8671, 8672, 8704, 8744, 8765, 8783, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2619, 3341, 3967, 3994, 4191, 6882, 7178, 8704, 8776, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9420, 9621, Chron. brève (Loen.) 48, 97, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 75, 90, 92, 1013, 1063, Φλώρ. (Κριαρ.) 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 256, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 284, 307, 310, 313, 506, 516, Απολλών. (Wagn.) 86, 108, 206, 374, Λίβ. (Μαυρ.) P 183, 467, 967, 1016, 1156, 1216, 1446, 1512, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1119, Λίβ. (Lamb.) Sc. 328, 329, 510, 2762, Λίβ. (Wagn.) N 168, 244, 397, 848, 972, Αχιλλ. (Hess.) N 839, 1027, 1069, 1229, 1377, 1413, Φυσιολ. (Legr.) 732, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 374, 375, 850, 851δις, Μαχ. (Dawk.) 10813, 11015, 13434, 35, 1568, 15831, 1666, 18627, 22616, 23013, 25630, 2883, 8, 36831, 42034, 5044, 59424, 64020, 30, 64815, 66220, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1028 C, 1029 A, 1030 C, 1052 A, 1053 B δις, 1057 Α, 1063 Β εξάκις, Ch. pop. (Pern.) 25, 30, 46, 64, 91, 114, 136, 185, 246, 355, Βουστρ. (Σάθ.) 432, 433, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) 50, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 472, 4, 9723, 1203, Έκθ. χρον. (Lambr.) 1211, 327, 4223, 4810, 768, 825, 9, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 34, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 192, Βίος γέρ. (Schick) V 600, 602, Χρον. (Kirp.) 315, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16322, Δωρ. Μον. (Buchon) XXVI, XXXIX, XLIII, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 187, 337, Β́́ 168, Γ́́ 41, 165, Δ́́ 357, Έ́ 322, 496, 499, Πανώρ. (Κριαρ.) Πρόλ. 26, Ά́ 32, 85, 198, 199, 396, Β́́ 480, 510, Γ́́ 104, 381, 486, 517, Δ́́ 42, 149, 164, 178, 179, 212, 248, 323, 331, 363, 371, Έ́ 35, 98, 169, 182, 347, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́ 223, 316, 328, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 230, Β́́ 101, Γ́́ 43, Δ́́ 61, 108, 386, 391, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 160, 174, 175, 182, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 31410, 32016, 32617, 22, 3321, 33324, 27, 28, 29, 33420, 3356, 3526, 3551, 3609, 36310, 36526, 37222, 39530, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1503, 1690, 1970, Β́́ 223, 308, 316, 328, 1682, Έ́ 94, 207, 717, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 136, 289, Γ́́ 186, Ιντ. Β́́ 57, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 180, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 993, Φορτουν. (Ξανθ.) Δ́́ 51, 572, Έ́ 126, Ιντ. Β́́ 104, Ιντ. Γ́́ 45, Ζήν. (Σάθ.) Ά́ 77, Β́́ 343, Δ́́ 334, Έ́ 203, Διγ. (Lambr.) O 9, 56, 275, 299, 304, 446, 493, 1267, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 16317, 20723, 5489, 5514, 56520, 21, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7619, 8620, 11839, 1191, 3 κ.π.α.
Το μτγν. ουσ. αγάπη (Για τη λ. βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 105-106). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αγαθά, φιλικά αισθήματα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Μην προτιμάσαι συγγενούς αγάπην παρά φίλου Σπαν. P 90· Είχεν αγάπην στον λαόν και εις τον Θεόν φόβον Διγ. O 9· β) ερωτικό αίσθημα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Γίγνωσκε, Φαιδροκάζα μου, δύο χρόνι’ έχω και πλέον| που έχω αγάπην άπειρον ’ς Βέλθανδρον τον Ρωμαίον Βέλθ. 895· έζων ακαταδούλωτος …, |ερωτοακατάκριτος και παρεκτός αγάπης Λίβ. P 95· γ) πληθ. ερωτικά ενδιαφέροντα: Ετούτος ήπρασσε συχνιά στου ρήγα το παλάτι,| μ’ αγάπες δεν εγύρευγε, ουδέ φιλιές εκράτει Ερωτόκρ. Ά́ 1970· δ) εκδήλωση ερωτικού αισθήματος: Κόρη δε η πανεύγενος, ούτως αυτόν ιδούσα …,| αλλά ταχέως έστειλε προς αυτόν την αγάπην| πολλής χαράς ανάπλεων, ηδονής μεμειγμένην,| το δαχτυλίδιν έδωκε Διγ. Gr. IV 362· ε) πόθος (ερωτικός): θαύμασε και την σμέριναν …| ως αποκάτω εις τον βυθόν διά πόθον ανεβαίνει| και με τον όφιν σμίγεται δι’ ερωτικήν αγάπην Λίβ. N 168· στ) ό,τι αγαπά κανείς (πρόσωπο ή πράγμα) (πβ. ΙΛ στη λ. 3α): Η πόλις, η αγάπη σου, επήραν τήν οι Τούρκοι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 375· Φεύγε, παιδί (έκδ. π. μου· χωρίς μου Μπουμπ., Κρ. Χρ. 9, 1955, 61) και αγάπη μου, μην πλανεθείς ποτέ σου Ζήν. Δ́́ 334· ότι έφθασεν η αγάπη της …,| ο Φλώριος επέσωσεν Φλώρ. 964· Πόθε μου, αγάπη μου καλή, ψυχή μου …,| επιθυμιά μου, Φλώριε Φλώρ. 1016· ζ) προσωποποίηση του έρωτα: Απ’ αυτήν την υπόληψιν είδα και την Αγάπην,| χαρτίν εις το χέριν να κρατεί Λίβ. Esc. 119. 2) Ομόνοια, συμπόνοια: κανείς να μηδέν σηκώσει ταραχήν κατά τον άλλον …, αμμέ να συνηθίζουν και να κρατούν καλήν αγάπην μέσο τους Ασσίζ. 45429· Επεί αν έχομεν ομού αγάπην, ως αρμόζει,| ο κάθε είς από εμάς να χρήζει δεκαπέντε από όσο έρχονται εδώ του να μας πολεμήσουν Χρον. Μορ. P 3994. 3) Ξεχωριστή αγάπη, εύνοια: και πὄναιν η Αγιά Σοφιά μετά την Οδηγήτριαν| οπού ’χες την αγάπη σου, δούκα μου, της Μπουργιούνιας; Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 374· όπου εύρει Απολλώνιον και ζωντανόν τόν παίρνει,| να ’χει πενήντα χρύσινα κι αγάπην Αντιόχου Απολλών. (Wagn.) 86. 4) Χατίρι: Άγομε πούρι κι έπαρ’ τσι γι’ αγάπη εδική μου Κατζ. Ά́ 337· Γί’ αγάπη σου, πουλί μου| του συμπαθώ Κατζ. Ε΄ 499· Για τούτην ήρθα από μακριά, γι’ αγάπη τζη πολέμου Ερωτόκρ. Έ́ 207. 5) α) Φιλικός τρόπος, προσήνεια: Ερωτά τον τοίνυν πάλιν ο τοπάρχης μετ’ αγάπης| τον σοφώτατον τον γέρον Βίος γέρ. V 600· ο βισκούντης εντέχεται … με αγάπην και καλόν πρόσωπον να ακούσει το έγκλημαν του αγκαλεσίου Ασσίζ. 2623· β) ειρηνικός τρόπος: ζητώντα να του δώσουν την Ατταλείαν με αγάπην, και α δέν ’ναι, θέλει την πάρει με το σπαθίν του Μαχ. 11015. 6) Συμφιλίωση, συνθηκολόγηση, ειρήνη (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): ο νέος βασιλεύς κύρης Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος … εγένετο ένωσις και αγάπη μετά του βασιλέως του πάππου αυτού εν τῃ πύλῃ του Αγίου Ρωμανού Chron. brève (Loen.) 48· Τρέβαν εποίησε μετ’ αυτόν, αγάπην διά έναν χρόνον Χρον. Μορ. P 6882· και τες αγάπες και φιλιές να κάμουν εμιλούσαν Διγ. O 304· Κι αν γένει πάλιν εις ημάς αγάπη και ειρήνη Διακρούσ. 8620. 7) Το να αρέσκεται κανείς (να κάνει κάτι), προτίμηση (πβ. αγαπώ 3α): Αγάπην είχεν άπειρον να τρέχει μοναχός του| και μόνος του ανδραγαθείν χωρίς τινός συμμάχου Διγ. A 2312. 8) α) Επιθυμία (πβ. αγαπώ 4): του οποίου ανέβην τού μεγάλη αγάπη να πάγει εις τα Ιεροσόλυμα Μαχ. 6487· πόθον έσχεν αφόρητον και μεγίστη αγάπην| του ιδείν τον νεώτερον Διγ. Τρ. 1479· αγάπη έχω περισσή να πα’ να θανατώσω λιοντάρια Διγ. O 1267· β) όρεξη (για δράση): και τινάς δεν ήτον αράθυμος, αλλά ουδέ τινάς ενύσταξεν να κοιμηθεί, μόνον αγάπη ήλθεν εις αυτούς, η οποία δεν δύνομαι να την διηγηθώ Διγ. Άνδρ. 3356. 9) Χάρη, ευεργεσία (πβ. Lampe, Lex. στη λ. Ε 1): Ετούτοι πάλε διά να του αντιμέψουν μέρος από τες χάρες και αγάπες οπού ελαβαίνανε Σουμμ., Ρεμπελ. 17419.αγαπητός,- επίθ., Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 37, Χειλά, Χρον. (Hopf) 355, Έκθ. χρον. (Lambr.) 7833, Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 110, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 315· ηγαπητός, Διγ. (Lambr.) O 2646, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 20726, 39911.
Το αρχ. επίθ. αγαπητός. Ο τ. ηγαπητός από επίδραση του ηγαπημένος. Ο τ. αγαπητός και σήμ. (ΙΛ).
1) Προσφιλής: απέκτεινε τον Ιμπρεΐμ μπασιάν τον λίαν αγαπητόν αυτού Έκθ. χρον. 7833· Θωρώ, Θεέ μου, κι έφθασε σ’ εμέ η όργητά σου| κι έκαμες τους Αγαρηνούς παιδιά ηγαπητά σου Τζάνε, Κρ. πόλ. 20726. 2) Φιλικός: αρχίζει λόγια πολλά ηγαπητά για να του ψιθυρίζει.| Άφης, του λέγει, Διγενή Ακρίτη ανδρειωμένε,| τον πόλεμο και πρώτος μας να ’σαι, χαριτωμένε Διγ. O 2646. Ως ουσ. = φίλος (βλ. και Sophocl. στη λ. α και Κουγ., Λαογρ. 3, 1911, 317): και συν εμοί χαρήσονται και οι αγαπητοί σου,| αισχύνην δε ενδύσονται άπαντες οι εχθροί σου Θρ. Θεοτ. 110 (πβ. αγαπώ μτχ. Β2, αγαπητικός Β1).αγαπώ,- Σπαν. (Hanna) B 343, Κομν., Διδασκ. (Λάμπρ.) Δ 296, 302, Σπαν. (Legr.) P 48, 51, 174, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 24, 33, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 103, III 398, Ασσίζ. (Σάθ.) 2755, 4837, Ιερακοσ. (Hercher) 50212, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 569, Διγ. (Καλ.) Esc. 282, 590, 960, Διγ. (Καλ.) A 255, 1317, 1957, Βέλθ. (Κριαρ.) 918, 958, 969, 971, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 276, 286, 288, 729, 982, 1805, 2511, 2658, 3134, 3306, 7078, 8444, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1349, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9613, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, 594, Διήγ. πόλ. Θεοδ. (Merc. S. G.) 148, Απολλών. (Wagn.) 750, Αχιλλ. (Hess.) N 460, 920, Αχιλλ. (Haag) L 41, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 52, 239, Ιμπ. (Κριαρ.) 19, 316, 290, 360, Φυσιολ. (Zur.) XI 13, L2, Ch. pop. (Pern.) 174, 324, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VIII 67, Ριμ. κόρ. (Pern.) 752 Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 4 (βλ. Papadim., Viz. Vrem. 1, 1894, 652 και Σαχλ., Αφήγ. σ. 213-214), Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 121 (βλ. και Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 8), Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 332 (βλ. και Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 180), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1414, 178, 13, 183, 2214, 255, 384, 628,753, 10455, 1133, 9, 1195, 1234, 1567, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 1113, Συναξ. γυν. (Krumb.) 597, 946, 1103, 1104, 1177, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 214, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 39, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXIV 67, XXVII 14, Λευιτ. ΧΙΧ 18, 34, Δευτ. VI 5, VII 13, X 12, XXIII 6, XXX 16, 20, XXXIII 3, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 14017, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 309, 3917, 696, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 8115, 12814, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 2610, 3512, 897, 901, 2, 19, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 374, 418, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1495, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 43, 207, Πανώρ. (Κριαρ.) Ά́ 93, 99, Γ΄ 99, Δ́́ 3, 272, Έ́ 66, 74, 153, Βίος Δημ. Μοσχ. (Knös) 711, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 97, 1316, 1638, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 161, 186, 190, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 33027, 3373, 35529, 36328, 36630, 36714, 38912 δίς, 3982, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 1588, 1661, 2080, 2146, Β́́ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 461, Στάθ. (Σάθ.) Ά́ 48 (βλ. και Μανούσ., Κρ. Χρ. 8, 1954, 294 σημ. 8)· γαπώ, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 608, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 119, Ερωτόκρ. Ά́ 1959, Β́́ 150, Ευγέν. (Vitti) 181· αγαπώ ή γαπώ, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 389, 549, Βουστρ. (Σάθ.) 417, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 23, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 177, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β́́ 293, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 14, Έ́ 158· ηγαπώ, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 5343, 5670, 6850, 8699· μτχ. ηγαπημένος, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 2072, Σπαν. (Hanna) A 6, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 3, 55, Σπαν. (Hanna) O 63, Διγ. (Καλ.) A 1959, Βέλθ. (Κριαρ.) 29, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3963, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 709, 8935, Διήγ. Βελ. (Cant.) 126, Φλώρ. (Κριαρ.) 381, Gesprächb. (Vasm.) 26379, Αχιλλ. (Hess.) N 1277, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 254, Ιμπ. (Κριαρ.) 39, 205, Μαχ. (Dawk.) 1428, 37017, 50424, 60430, Ch. pop. (Pern.) 306, 311, 355, 441, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 386, Συναξ. γυν. (Krumb.) 429, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 24, 69, 112, 119, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 61 (βλ. και Πολ. Λ., Μετά Άλ. σ. 45), Βεντράμ., Γυν. (Knös) 91, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 40, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 11, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 62, Γ́́ 323, Έ́ 449, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 188, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 32219, Θυσ. (Μέγ.)2 329, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ́́ 1, δ́́ 59, 89, Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254, Λίμπον. (Legr.) Αφ. 34, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 5267, 5645, 57315· αγαπημένος, Ασσίζ. (Σάθ.) 23316, Μαχ. (Dawk.) 2019, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 537, Πεντ. (Hess.) Δευτ. ΧΧΙ 15, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 10534, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) XII 39, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 517 φ. 336β 18, Κατζ. (Πολ. Λ.) Ά́ 16, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 381, 503, 507, Γ́́ 92, Δ́́ 388 Έ́ 349, Ερωφ. (Ξανθ.) Β́́ 6, Γ́́ 28, 98, 297, Έ́ 287, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 171, 185, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 859, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ́́ 19, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ́́ 41, χορ. Δ́́ 60, Έ́ 1345, Φορτουν. (Ξανθ.) Έ́ 115, 159, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24720, 5038, 5305, 54410· γαπημένος, Ιμπ. (Legr.) 232.
Το αρχ. αγαπώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αισθάνομαι αγάπη, έχω φιλικά αισθήματα (για κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 1): και να αγαπήσεις εις τον σύντοφό σου σαν εσέν Πεντ. Λευιτ. ΧΙΧ 18· Φραστικός τρόπος· «παρακαλώ»: αν έλθει η δείνα πώποτε να κάτσει εις τον πυλώνα| ραβδέας καλάς, αν με αγαπάς, και διώξε τον απέκει Προδρ. ΙΙΙ 398· β) αισθάνομαι συμπαθεια (για κάποιον), δείχνω συμπάθεια (σε κάποιον): και να αγαπάσαι ως συμπαθής και δίκαιος, παιδί μου Σπαν. P 174· από μεγάλους και μικρούς ήτον ηγαπημένος Δεφ., Σωσ. 40· ίνα σοι συνήθης γένειται (ενν. ο ιέραξ) και ευχείρωτος και αγαπηθείς παρ’ αυτού Ιερακοσ. 50212· και αν με δει ότι να μιλήσω| γραίαν γυναίκα να αγαπήσω Συναξ. γυν. 946· γ) συμπονώ: αυτές ένι οι υπόληψες των πρωτινών ανθρώπων …,| οπού ’γαπούσαν τ’ αρφανά και επανδρεύασίν τα Γεωργηλ., Θαν. 608· δ) ευνοώ: Να θυσιάσει στους θεούς διά να τον αγαπούσι,| για να μην του προσοργισθούν, να τον καταποντίσουν Χούμνου, Π.Δ. VIII 67· και να σε αγαπήσει (ενν. ο Θεός) και να σε ευλογήσει και να σε πληθύνει Πεντ. Δευτ. VII 13· ε) είμαι αφοσιωμένος, σέβομαι: Ποίος να θαρρέσει εις αυτούς, όρκον να τους πιστέψει,| αφόν τον Θεόν ου σέβονται, αφέντη ουκ αγαπούσι; Χρον. Μορ. (Καλ.) H 729· και να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου· Πεντ. Δευτ. VI 5· διατί πολλά το χαίρεται όταν τον προσκυνάεις| και τους αγίους αγαπάς Ιστ. Βλαχ. 1638. 2) α) Αισθάνομαι έρωτα (για κάποιον), αγαπώ ερωτικά (κάποιον) (πβ. ΙΛ στη λ. 2): Το ’δεισ σου μπορεί να ποίσει (παραλ. 1 στ.) τον Έρωταν ν’ αποθάνει και τον Χάρον ν’ αγαπήσει Κυπρ. ερωτ. 1234· Πάντα, κυρά μου, εγάπουν σε Ερωτοπ. 549· τυφλά προπάτιε στη φιλιά, τυφλή ’τονε στα πάθη,| τυφλά πασπάτευγε να βρει, τόν αγαπά να μάθει Ερωτόκρ. Ά́ 1588· φρ. αγαπώ αλλού = αισθάνομαι ερωτικό αίσθημα για άλλο πρόσωπο (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): κατέχω και αγαπάς και αλλού. Και είς οπού διγνωμίζει| πώς ημπορεί τον πόθο ντου καθάρια να κρατίζει; Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 553· β) αισθάνομαι τον ερωτικό πόθο: Η γιὄχεντρα, όνταν αγαπά, ποσώς δε φαρμακεύγει,| μα δω κι εκεί το ταίρι τζη με προθυμιά γυρεύγει Πανώρ. Γ́́ 99· Μα γιάντα λέγω τα θεριά; και τα δεντρά ’γαπούσι·| για κείνο δεν καρπίζουσι, μαζί ά δε φιλιαστούσι Πανώρ. Γ́́ 107. 3) α) Αισθάνομαι κλίση για κάτι, μου αρέσει κάτι, βρίσκω ευχαρίστηση (σε κάτι) (πβ. αγάπη 7 και ΙΛ στη λ. 5γ και ε): ακρίδας ου σιτεύομαι, ουδ’ αγαπώ βοτάνας Προδρ. ΙΙ 6 103· Δεξιώτης ήμουνε καλός κι αγάπου το κυνήγι Πανώρ. Δ́́ 3· Κι αν αγαπάς διά να ακούς πράξεις καλών στρατιώτων Χρον. Μορ. P 1349· Ηγάπα δε περί πολλού τους νέους να τους έχει Ιμπ. 19· β) δέχομαι, επιδοκιμάζω, εκτιμώ (κάτι): πάλιν εζήτησεν ούτος τον ορισμόν μας τον άγιον να υπάγει εις την Αγίαν Ανάστασιν να προσκυνήσει … και ηγαπήσαμεν ει τι εζήτησες και επληρώσαμέν το Ορισμ. Μαμελ. 9613· Ακούσων ταύτα οι άπαντες … | εις σφόδρα το αγαπήσασιν, εστέρξαν κι αφυρώσαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 982· Ο Θεός το κατά δύναμιν θέλει και αγαπά το| και στρέφει τό εισέ καιρόν πάλιν επταπλασίως Κομν., Διδασκ. Δ 302. 4) Επιθυμώ, θέλω (πβ. αγάπη 8α και ΙΛ στη λ. 5α): εις τον Ευφράτην ποταμόν ηγάπησεν να κατοικήσει Διγ. Άνδρ. 3982· και τη Λουγρέτζ’ αγάπησεν δυνάστιο διά να πάρει Βεντράμ., Φιλ. 214· ηγάπησεν κι εθέλησεν και εγίνετον στρατιώτης Αχιλλ. L 41· να της τον δώσω και να ζει ως αγαπά και θέλει. Βέλθ. 971. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Αγαπητός, προσφιλής: Τέκνον μου ποθεινότατον, παιδίν μου ηγαπημένον Σπαν. A 6· κι εσύ παιδάκι μου ακριβό, πολλά μου αγαπημένο Φορτουν. Έ́ 115· β) ιδιαίτερα αγαπητός, ευνοούμενος: Μαρία, μάννα του Θεού …, | με τους αγαπημένους σου ας είν’ κι αυτός ομάδι Π. Ν. Διαθ. 517 φ. 336β 18· γ) που αρέσει σε κάποιον, που προκαλεί ευχαρίστηση: κι εσείς μου μυζηθρόπιτες πολλά μου ηγαπημένες Κατζ. Ά́ 62· το δώρο τάχα δέχεται ωσάν ηγαπημένον Φλώρ. 381. 2) Που φανερώνει έρωτα: Τα μάτια τα περήφανα σ’ εμένα να γυρίσει| κι αν σπλαγχνικά δεν τα βαστά, γλυκιά κι αγαπημένα,| κι αν άσπλαγχνα θέλουν φανεί, σκληρά και θυμωμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ 41. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = 1) Αυτός που έχει κάνει συνθήκη ειρήνης (πβ. αγάπη 6): Τότε ήρθανε χριστιανοί από τα μέρη της αγίας Μαύρας και από άλλους αγαπημένους Χρον. σουλτ. 10534. 2) Φίλος [Η σημασ. και στο Ον. Δανιήλ. (Drexl) 1]: πως με τσ’ αγαπημένους του επήε στο κυνήγι| και με τσι συνανάθροφους … σμίγει Ερωτόκρ. Ά́ 859 (πβ. αγαπητικός Β 1, αγαπητός ως ουσ.). 3) Σε προσφών. προκ. για το αγαπημένο πρόσωπο: Μα ο Ροδολίνος με γλυκιά κανάκια «μη φοβάσαι»,| τσ’ είπεν, «ηγαπημένη μου, κι ωσάν καλύτερά ’σαι» Ροδολ. (Μανούσ.) Έ́ 254.αγάς- ο, Mevlānā (Burg.-Mantran) 7α, Τάξ. Πόρτ. (Baştav) 45, Έκθ. χρον. (Lambr.) 5117, 18, 5512, 699, 30, 8223, Αχέλ. (Pern.) 194, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. (Λάμπρ.) 18, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 5419, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 1077, 1169, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 16619, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 681, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 400, Σταυριν. (Legr.) 376, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1191, Λίμπον. (Legr.) 419, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 14720, 1616, 35024, 37726 37925 38417, 19, 3899, 40817, 46517, 5082, 53117, 5518, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8028.
Το τουρκ. ağa. Βλ. και Mor., Byzantinot. Β́ λ. αγάς. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Ο επικεφαλής, διοικητής (τίτλος στρατιωτικός και πολιτικός, βλ. και Baştav, Ordo portae σ. 28): Ο αγάς των γιανιτσάρων, ο οποίος έναι είς μόνος, έναι μεγαλύτερος παρά όλας τας τάξεις τους πρώτους αγάδες Τάξ. Πόρτ. 45· ην γαρ αγάς των γιανιτσάρων ο Γιονούς αγάς Έκθ. χρον. 5118. Η λ. ως επωνυμία: Δούκ. (Grecu) 21112.αγγελάκι- το, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24624.
Υποκορ. του ουσ. άγγελος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Μικρός άγγελος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Αφήκασί το ζωντανόν εκείνο το παιδάκι| όπ’ έδειχνε στην φορεσιάν ωσάν έν’ αγγελάκι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 24624.αγγελόφρων,- επίθ., Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1411.
Από τα ουσ. άγγελος και φρην.
Που σκέπτεται σαν άγγελος: Τα άμετρα χαρίσματα που ’χεν η φύσις σμίξει| εις τον πανιερότατον (παραλ. 3 στ.), όσιον, αγγελόφρονα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1411.αγιάζω,- Ασσίζ. (Σάθ.) 15516, 40625, Ορισμ. Μαμελ. (Βόνν.) 9419, Καναν. (PG 156) 69A, Θρ. πατρ. (Krumb.) O 26, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 387, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 790, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 552, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 214, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΙ 3, Έξ. ΧΙΙΙ 2, ΧΙΧ 10, 14, 22, ΧΧVIII 3, 38, XXIX 4, Λευιτ. VI 20, X 3, XI 44, XVI 19, XX 7, XXI 8, XXII 32, XXV 10, XXVII 16, Αρ. ΙΙΙ 13, VIII 17, XXVII 14, Δευτ. V 12, XV 19, XXII 9, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 33, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 182, 381, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1235, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 394, 395, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2089, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11412.
Το μτγν. αγιάζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Α´ Μτβ. 1) α) Καθαγιάζω, ευλογώ (πβ. Bauer, Wört. στη λ. 1 και 2 και ΙΛ στη λ. Α1α): Ηγίασε ταύτην (ενν. την κόρην) η συνουσία του πατριάρχου του συγγενούς του Μωάμεθ Καναν. 69Α· Κι ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την έφτατην και άγιασεν αυτήν Πεντ. Γέν. ΙΙ 3. Ο πατριάρχης σήκωσε χείρα του την αγίαν (παραλ. 1 στ.), αγίασε, συγχώρησε και κατευλόγησέ τους Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 395· β) ραντίζω με αγιασμένο νερό (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, στη λ. Α1β): και γαρ εις το αγίασμαν τα φραγκοπαπαδούρια| μετά της τρίχας της εμής τους πάντας αγιάζουν Διήγ. παιδ. 387· γ) εξαγνίζω (πβ. Bauer, Wört. στη λ. 2 και 4 και ΙΛ στη λ. Α1γ): και να το καθαρίσει και να το αγιάσει από μαγαρισιές παιδιών του Ισραέλ Πεντ. Λευιτ. XVI 19. 2) Αφιερώνω: εσύντυχεν ο κύριος προς τον Μοσέ …: άγιασε εμέν παν πρωτόκοκο (sic) άνοιγμα παν μήτρας εις τα παιδιά του Ισραέλ εις τον άνθρωπο και εις το χτήνο Πεντ. Έξ. ΧΙΙΙ 2. 3) Τιμώ (ως άγιο) (πβ. Bauer, Wört., στη λ. 3): Φύλαγε την ημέρα του Σαββάθ να το αγιάσεις Πεντ. Δευτ. V 12· εσύντυχεν ο κύριος του ειπεί εις τους σιμούς μου να αγιαστώ και ιπί πρόσωπα ολονού του λαού να τιμηθώ Πεντ. Λευιτ. Χ. 3. Β´ Αμτβ.: γίνομαι άγιος, περνώ στη χορεία των αγίων (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1): και, αν σκοτώσουν Χριστιανούς, αγιάζουσιν, ως λέγουν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 790. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Ιερός (πβ. Bauer, Wört. λ. αγιάζω 2 και ΙΛ στη λ. αγιάζω Β Ι 1): ότι κανείς άνθρωπος λαϊκός ουδέν ημπορεί να δώσει πράγμαν αγιασμένον, ουδέ ευσεβόν, τουτέστιν ιερωμένον, ετέρου ανθρώπου λαϊκού, αμμέ εις την αγίαν εκκλησίαν Ασσίζ. 40625· σκοτώνουν τους μες στην εκκλησιάν οπού ’ναι αγιασμένη Θρ. Κύπρ. K 182· 2) Άγιος (πβ. Bauer, Wört. λ. αγιάζω 2 και ΙΛ λ. αγιάζω Β Ι 2): οπού εκατηγόρησεν αδίκως τον ηγιασμένον πατριάρχην Ιστ. πατρ. 1235.αγιάτρευτος,- επίθ., Μαχ. (Dawk.) 3231, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 5327, Ερωφ. (Ξανθ.) Ά́ 203, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ́́ 1295, Δ́́ 276, Έ́ 1182, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Υπόθ. 100, Φορτουν. (Ξανθ.) Γ́́ 183, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 43722, 5134, 53512, 55120· αγιάτρευθος, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 61.
Από το στερ. α‑ και το γιατρεύω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Που δεν μπορεί να θεραπευτεί, ανίατος (πβ. ΙΛ στη λ. 1): ο οποίος έπεσε εισέ αρρωστίαν αγιάτρευτη, λέπρα Χρον. σουλτ. 5327· αν είν’ και δε γυρέψει| τέτοια αγιάτρευτη πληγή κανείς να μου γιατρέψει; Τζάνε, Κρ. πόλ. 43722· Ω πάθος πὄναι αγιάτρευθο και ανήμερον θηρίον,| γυναίκα να ’ναι πονηρή εις του σπιτιού τον βίον Βεντράμ., Γυν. 61.άγιος (Ι)- ο, Διγ. (Hess.) Esc. 891, Rebâb-nâmè (Burg.-Mantran) 1, 5, 11, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 360 (αγιοί), Απολλών. (Wagn.) 794 (αγιούς), 796, Notizb. (Kug.) 7, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1454, Ανακάλ. (Κριαρ.) 67, 118, Μαχ. (Dawk.) 6407, Σφρ., Χρον. μ. (PG 156) 1072A, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 13817, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 209, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 417 (αγιούς), Δεφ., Σωσ. (Legr.) 355 (αγιούς), Αχέλ. (Pern.) 1017 (έκδ. Αγιέρμου· κατά Αλεξ. Στ., Κρ. Ανθολ. σ. 49: Αγι Έρμου), Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 417, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 980, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) 511 φ. 243 α, Φορτουν. (Ξανθ.) Αφ. 63 (αγιών), Αλφ. (Mor.) IV69 (αγιοί), Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 46226· αγία η, Ονόμ. πυλ. Κων/π. (Beneschew.) 408, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 1627, 1636, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 67 δις, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ́́ 343.
Το αρχ. επίθ. άγιος ως ουσ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ λ. άγιος).
Που τον τιμά η Εκκλησία με καθιερωμένη γιορτή (πβ. Lampe, Lex. λ. άγιος D και ΙΛ λ. άγιος 3): εκίνησες, αφέντη μου, και ο Θεός και οι αγιοί μετά σου Ερωτοπ. 360· το παρακκλήσι είσιθι μετ’ ευλαβείας πάσης (παραλ. 2 στ.) και τότε βλέπεις εμφανώς την άγιαν κειμένην| επί την πέτραν εκ Θεού ωσάν τετυπωμένην Παϊσ., Ιστ. Σινά 1627.αγιούτο- το, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 26530.
Το ιταλ. aiuto. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Βοήθεια, ενίσχυση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Εις τα παβιόνια να ’λθωσιν αγιούτο για να δώσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 26530. — Πβ. άγιτα.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 169 δις· αβανιά, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 169· αβονιά (πιθ. διορθωτέον), Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 2531· βανία Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 521.