Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ακολουθία
- η, Ταμυρλ. (Wagn.) 81, Δούκ. (Grecu) 3120, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1192, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 280, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 1244, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 2260, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 42, 48, 52, 69, 71, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) I 174, 176, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 137 ρκζ΄, ρκη΄· ακουλουθία, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 2986.
Το αρχ. ουσ. ακολουθία.
1) α) Διαδοχή, εναλλαγή: κατά τας των χρόνων ακολουθίας συμψηφίσαντες εύρωμεν από του Αδάμ έως του Χριστού έτη εϞ΄ Δούκ. 3120· β) ειρμός: και τι γαρ λέγω τα πολλά και τι παραπλατύνω| της συγγραφής μου τον κορμόν και την ακολουθίαν; Ταμυρλ. 81. 2) Τελετή της Εκκλησίας με ορισμένο τυπικό (Για το πράγμα βλ. Θρησκ. και ηθ. εγκυκλοπ. στη λ.· βλ. και ΙΛ στη λ. 2): Εκεί συμψάλλουν άπαντες εις μίαν εκκλησίαν| της τε ημέρας και νυκτός πάσαν ακολουθίαν Παϊσ., Ιστ. Σινά 2260· Έπειτα ήρχονταν πάλιν εις την επίκλησιν και ετελείωναν την ακολουθίαν Συναδ., Χρον. 69· Αν πέσεις εις υποταγήν πνευματικού πατέρα,| στην ακ(ο)λουθία πρόθυμος ας είσαι πάσα ημέρα (έκδ. ημέραν) Δεφ., Λόγ. 280.ανδρογύνως,- επίρρ.· ανδρόγυνως, Ταμυρλ. (Wagn.) 59.
Από το αρχ. επίθ. ανδρόγυνος. Η λ. και παλαιότ. μεσν. (βλ. Lampe, Lex.). Ο αναβιβ. του τόνου από μετρ. αν.
Σα να είναι κανείς και άνδρας και γυναίκα: και ως παρθένας δε αυτάς εμίαινον δονούντες| και αμφοτέρωθεν αυτάς ανδρόγυνως εχρώντο Ταμυρλ. (Wagn.) 59.ανειμένως,- Ταμυρλ. (Wagn.) 64, εσφαλμ. γρ. αντί ανημέρως.
ανηλεώς,- επίρρ., Διγ. (Mavr.) Gr. VI 837, Διγ. (Καλ.) A 460, Ερμον. (Legr.) Ψ 305, Βίος Αλ. (Reichm.) 1569, 2212, 2394, 3778, Ταμυρλ. (Wagn.) 68 (έκδ. ανίλεως· διορθώσ.), Ανακάλ. (Κριαρ.) 77, Δούκ. (Grecu) 23330, Έκθ. χρον. (Lambr.) 6225, 8014· ανηλέως, Ερμον. (Legr.) Φ 340, 355.
Το αρχ. επίρρ. ανηλεώς.
Άσπλαχνα, αλύπητα (Η σημασ. αρχ.): πότε παρρησίᾳ τούτο (δηλ. το σώμα του ανθρώπου)| ανηλέως κατατρώσει (υποκ. το ποτήριον του θανάτου),| πότε και κρυφίως πάλιν Ερμον. Φ 340.ανημέρως,- επίρρ., Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 5 (χφ L) (κριτ. υπ.), (προφ. λάθος του αντιγρ. αντί ανειμένως), Ταμυρλ. (Wagn.) 64.
Το μτγν. επίρρ. ανημέρως.
Με άγριο τρόπο: το έμβρυον εφόνευον κι έτικτον ανημέρως Ταμυρλ. 64. —Συνών.: άγρια, αγριωδώς.άνθραξ- ο, Μακρεμβ., Υσμ. (Hercher) 17018, 28, Ταμυρλ. (Wagn.) 52, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 20119, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [93].
Το αρχ. ουσ. άνθραξ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. άνθρακας).
1) Αναμμένο, πυρακτωμένο κάρβουνο (βλ. L‑S στη λ. Ι 1): Τους μεν εις σούβλαν έβαλεν και εκατέκαυσέν τους (παραλ. 1 στ.)· άλλοι κατεδικάζοντο άνθρακας ες γαστέρα Ταμυρλ. 52. 2) α) Πολύτιμος λίθος (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S στη ΙΙ 1): τοπάζια, χρυσόλιθοι, άνθρακες και σαρδία Ροδολ. Γ΄ [93]· σαρδίου, παξίου, σμαράγδου, άνθρακος Ιστ. πατρ. 20119. Πβ. αιματίτης, αμέθυστος, ανθρακίας 1· β) (μεταφ.) κόσμημα που απαστράπτει σαν αναμμένο κάρβουνο: Η δεξιά ταθείσα και αυ κυρτωθείσα της κεφαλής ήψατο τῳ δακτύλῳ και του περί το μέτωπον άνθρακος Μακρεμβ., Υσμ. 17028.απεκεί,- επίρρ., Τρωικά (Praecht.) 52328, Σπαν. (Hanna) B 445, Ασσίζ. (Σάθ.) 2128, 1753, 19731, 20121, Βέλθ. (Κριαρ.) 283, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 1053, Λίβ. (Wagn.) N 281, Χρησμ. (Trapp) Ι 383, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 866, Μαχ. (Dawk.) 4686, 62813, Θησ. (Βεν.) Β΄ [63], Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 55827, Αχέλ. (Pern.) 2535, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 54, κ.π.α.· απέκει, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 693, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 465, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙ G 65, ΙΙΙ 158 (χφ g) (κριτ. υπ.), 211, 216Ι (χφ g) (κριτ. υπ.), 222 (χφ g) (κριτ. υπ.), 223, 398, 400q (χφ Η) (κριτ. υπ.), Ασσίζ. (Σάθ.) 38017, 46412, Διγ. (Hess.) Esc. 525, Διγ. (Καλ.) Esc. 303, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 861, 968, 1398, 2038, 3309, 3370, 4211, 4806, 6038, 6039, 6067, 6724, 8772, 8913, 8915, 9023, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 235, Φλώρ. (Κριαρ.) 1381, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1048, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1186, Λίβ. (Wagn.) N 135, 225, 511, 870, 2429, Ταμυρλ. (Wagn.) 87, Αχιλλ. (Haag) L 388. 961, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 251, Λέοντ., Αίν. (Legr.) ΙV 11, Θησ. (Βεν.) Β΄ [951], Καραβ. (Del.) 50017, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 267, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 156, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 68, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 132, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 7, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 245, Πένθ. θαν. (Knös) S 332, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1133, 12610, 1383, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 229, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 371, Αλφ. (Κακ.) 1178, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 116, Άλ. Κύπρ. 2470, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 588, Σταυριν. (Legr.) 992, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 139, 150, Λίμπον. (Legr.) 89, Μαρκάδ. (Legr.) 695, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 21321, κ.π.α.· απέκεις, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ μετά στ. 62, 122· αποκεί, Ασσίζ. (Σάθ.) 527, Μαχ. (Dawk.) 4926, Καραβ. (Del.) 49310, 49520, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 68, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 2736, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 1469, Δ΄ 1184, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 72, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3128, 36027, 4028, 52123, κ.π.α.· ’ποκεί, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 230, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ε΄ 676· απόκει, Ch. pop. (Pern.) 675, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9262, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 646, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 563, Ανων., Ιστ. σημ. (Σάθ.) ρμα΄, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ΄ 239, Ε΄ 96, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙV 2, 192 (έκδ. αποκιράσει· γράψαμε απόκει ’ράσσει), Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1481, Β΄ 318, 1135, Γ΄ 1362, Δ΄ 69, 506, Ε΄ 240, 1538, Ευγέν. (Vitti) 336 Ροδολ. Α΄ [198], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [594]. Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 397, Γ΄ 393, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 30823, 47022, 4771, 53213, 5345, κ.π.α.· απόκεις, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 13, Γ΄ 167, Δ΄ 44, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 21, 554, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 200, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 2098, Γ΄ 451, Δ΄ 1686, Ε΄ 976, 1389, Ευγέν. (Vitti) 204, 244, 1082, 1454, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 72, 289, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ μετά στ. 100, Γ΄ μετά στ. 88, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ μετά στ. [550], Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 292, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [23], Β΄ [578], Ε΄ [472, 502], Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 169, Ιντ. α΄ 131, Γ΄ 703, Δ΄ 401, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 184, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4226, 49522, κ.π.α.· απόκειας, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) Ι 169.
Από την πρόθ. από και το επίρρ. εκεί. Στους τ. απέκει, απόκει(ς), απόκειας, ο αναβιβασμός του τόνου αναλογικά προς άλλα χρον. επίρρ. Για τον τ. απέκει πβ. τον τ. εδέκει του εδεκεί. Ο τ. απόκεις κατά άλλα χρον. επίρρ. (ύστερις, κλπ.). Ο τ. απόκειας κατά τα επίρρ. σε ‑ας. Βλ. και Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 29, Μενάρδ., Αθ. 6, 1894, 146, Παπαδ. Α., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 112-3. Η λ. και στον Πορφυρογ., Έκθ. (Vοgt) 158· βλ. και Du Cange, λ. απέκει. Η λ. και Οι τ. της και σήμ. στα ιδιώμ. (ΙΛ)· ο τ. απόκειας και σε κρητ. δημ. τραγ. (Ακ. Αθ., Δημ. τραγ. Α′ 14135).
Α´ Τοπ. α) (Κίνηση από τόπο) από εκείνο το μέρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): εμίσσεψα απέκει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6067· β) (κίνηση διά τόπου) από εκεί, διά μέσου: ήθασιν κι απέρασαν απέκει και εις τον Μορέαν εφτάσασιν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1398· γ) (προέλευση): Έλπιζε εις τον ουρανόν να βοηθηθείς απέκει Λίβ. (Wagn.) N 870· φρ. (προκ. για αποπομπή) πηγαίνω απεκεί που έρχομαι: να πάσιν απεκεί που ήλθαν έως Μονοδενδρίου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 866· δ) (προκ. Για στάση· ενίοτε με το λείπω· η χρ. και προκ. να δηλωθεί τοπικά διαίρεση, χωρισμός) από εκείνο το μέρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): όταν δε γίνηται βουλή, ποτέ απεκεί μη λείπεις Σπαν. (Hanna) B 445· βλέπεις τον ευνουχόπουλον οπού προσκύπτει απέκει; Λίβ. Esc. 1186· εμπρός μας έναι θάλασσα, κρεμνός απέκει πάλιν Λίβ. N 2429· φρ. αποκεί και απάνω = από ένα σημείο και πέρα: αποκεί και απάνω θέλει να ένι οργιές δεκαέξι Καραβ. 49310. Β´ Χρον. α) Έπειτα, κατόπιν, ακολούθως (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2β): ανέγνωθεν τα γράμματα και απέκει εφίλησέν τα Διγ. Esc. 303· θώριε τον μπούσουλά σου| να μη παραστρατήσομεν κι απέκει, σφάκελά σου Γαδ. διήγ. 156· έστεκεν ως ένι το μάρμαρον· να είπες υπετάγην| ουκ είχα απέκει σπαραγμόν Λίβ. Sc. 1048· απέκ’ ύστερα γίνονται τα μήλα και τα φύλλα Κορων., Μπούας 7· β) φρ. απεκεί και ομπρός = από τότε και ύστερα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): ημπορεί να το πουλήσει απεκεί και ομπρός Ασσίζ. 20121. Γ́. Γ´ 1) (Ως επακόλουθο μιας προϋπόθεσης) αποκεί και πέρα, κατόπιν: Μόνον ας έναι ευγενική κι απόκει αν σφάλλει σ’ άλλα| να τ’ απομένεις δύνεσαι Δεφ., Λόγ. 563· Τη χώρα ας μου δώσουσι κι απόκει ό,τι μ’ ορίσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5345. 2) (Με το σύνδ. και) ακόμη, προσέτι: έπειτα ο γεωργός να ’ναι καλός τεχνίτης και απεκεί ο σπόρος καλός Σοφιαν., Παιδαγ. 97. 3) (Με το σύνδ. και) επομένως (Πβ. το σημερ. απεκεί = λοιπόν, στην Κορσική, Blanken, Dial. Cargése 211): και απεκεί ουδέν είπεν καλά και αρμόδια; Σοφιαν., Παιδαγ. 102. Εκφρ. 1) Τα απέδω και τα απέκει = τα πoικίλα Προδρ. ΙΙ G 65. 2) Αποεκεί απού = ενώ, μολονότι Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 396. — Βλ. και εκεί.ασφαλτώ,- Μανασσ., Χρον. 5602, Ταμυρλ. 33, Δούκ. 5710.
Το μτγν. ασφαλτώ. Πβ. το σημερ. ασφαλτώνω (ΙΛ).
1) Αλείφω με άσφαλτο· στερεώνω, ενισχύω (Πβ. Frisk, Wört., λ. άσφαλτος): πύργον γιγαντόκτιστον … ασφαλτώσας Μανασσ., Χρον. 5602· Ο δε Καντακουζηνός ασφαλτώσας τα φρούρια και ζωοτροφίας … επιμελησάμενος έξεισι και αυτός Δούκ. 5710. Βλ. και αρματώνω Α1γ, ασφαλίζω 1, δυναμώνω. 2) Κάνω κάτι ισχυρό, ενισχύω: Την βασιλίδα αύθις δε ασφάλτωσεν τῃ πίστει Ταμυρλ. 33.αυτοχειρί,- επίρρ., Βίος Αλ. 3674, Ταμυρλ. 63.
Το μτγν. επίρρ. αυτοχειρί.
Με τα ίδια (μου) τα χέρια (Η σημασ. μτγν., L‑S): και κλίνας αυτού τράχηλον έγραψεν Αλεξάνδρῳ| επιστολήν αυτοχειρί Βίος Αλ. 3674.διηγούμαι,- Προδρ. III 139, Κρασοπ. 89, Ασσίζ. 27928, Διγ. Z 2200, Διγ. (Trapp) Esc. 1198, Ερμον. Α 255, 259, Χρον. Μορ. P 1085, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 35, Λίβ. Sc. 2449, Ταμυρλ. 3, Χρον. Τόκκων 3652, Σφρ., Χρον. μ. 7413, Ριμ. Βελ. 965, Σαχλ., Αφήγ. 367, Ιμπ. (Legr.) 697, Δεφ., Σωσ. 175, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 615, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 390, Ερωφ. Ιντ. ά́ 112, Χίκα, Μονωδ. 167, Ιστ. Βλαχ. 64, Σουμμ., Ρεμπελ. 168, Διγ. Άνδρ. 3173, 4305, Ροδολ. Ά́ [677], Διήγ. εκρ. Θήρ. 11029, Λίμπον. Επίλ. 63, Ζήν. Ά́ 213, κ.π.α.· δηγούμαι, Ασσίζ. 32929, Εβρ. ελεγ. 162, Χρον. Μορ. P 401, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2061, 2154, Ch. pop. 336, Γαδ. διήγ. 190, Απόκοπ. 453, Ριμ. κόρ. 749, Ιμπ. (Legr.) 2, Σκλάβ. 7, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 410, 497, Δεφ., Λόγ. 6, 572, Π. Ν. Διαθ. φ. 260β 1, Πανώρ. Έ́ 193, Ερωφ. Ά́ 38, Β́ 28, 389, Κατζ. Έ́ 45, Βοσκοπ. 442, Παλαμήδ., Βοηβ. 2, Σταυριν. 44, Ερωτόκρ. Δ́ 144, Θυσ.2 138, 366, Στάθ. Γ́ 212, Διήγ. ωραιότ. 178, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1227, 1621], Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 334, Γ́ 164, Δ́ 437, Πρόλ. άγν. κωμ. 5, Διακρούσ. 959, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1367, 34018, 3453, 37914, 4779, 51019, 56717, 57715, Αλφ. (Mor.) III 3, κ.π.α.· εδηγούμαι, Κρασοπ. (Eideneier) V 83 (86)· μτχ. διηγώντας, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 381r.
Το αρχ. διηγέομαι. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.). Ο τ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. δηγούμαι).
1) Αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. διηγέομαι και σήμ., Δημητράκ.): εδιηγήθηκεν το όνειρον οπού είδεν Διγ. Άνδρ. 3173· να δηγηθώ τη συμφορά της Κρήτης την μεγάλη Σκλάβ. 7· να δηγηθώ αφήγησιν αυτού του Ιμπερίου Ιμπ. (Legr.) 2· Μετά δε ταύτα ήλθε μία βρόμα, τις λόγος να την διηγηθεί Διήγ. εκρ. Θήρ. 11029. 2) Αναφέρω: Αυτού δηγείται το δίκαιον περί εκείνου οπού παραδίδει το εδικόν του Ασσίζ. 32929. 3) Μιλώ: εδιαμερίσθη ο κόσμος να διηγούνται εις τόσες γλώσσες Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 104v· δεν είναι τούτοι όλοι οπού διηγούνται άλλες γλώσσες Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 303v. 4) Λέγω: Ας υπάγομεν την στράταν μας και μηδέν διηγάσαι λόγους εύκαιρους και ό,τι σώσεις Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 230r. 5) Συνομιλώ, συνδιαλέγομαι: ο Μωυσής εδιηγούτον με τον θεόν ώσπερ διηγείται ένας άνθρωπος με άλλον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 178v.εισλαμβάνω,- Ταμυρλ. 287.
Από την πρόθ. εις και το λαμβάνω.
Φρ. εισλαμβάνω κατά νουν = φέρνω στο μυαλό μου, αναλογίζομαι, θυμούμαι: απορεί γαρ μου ο λογισμός, συγχέεται κι ο νους μου,| όταν εισλάβω κατά νουν εκείνην την ημέραν Ταμυρλ. 287.εκτίλλω.- Το αρχ. εκτίλλω.
(Προκ. για χώρα) αποψιλώνω· καταστρέφω: τα πέριξ δε της πόλεως χώρας τε των Ρωμαίων| εκ βάθρων γαρ εξέτιλεν κι εμετακίνησέν τας Ταμυρλ. 17.εξέρχομαι,- Σταφ., Ιατροσ. 8204, Προδρ. I 218, III 38, 269, Ελλην. νόμ. 5674, Ιερακοσ. 40420, Διγ. Z 2287, 2798, 3321, Διγ. (Trapp) Esc. 7, Βέλθ. 309, Πόλ. Τρωάδ. 428, 453, 682, Χρον. Μορ. H 395, 787, 6011, Αρμεν., Εξάβ. Δ 1043, Βίος οσ. Αθαν. 254, Απολλών. 88, 649, Notizb. 85, Rechenb. 202, 256, 952, Δούκ. 38721, Σφρ., Χρον. μ. 10831, 11020, 11811, Μάρκ., Βουλκ. 3408, Έκθ. χρον. 4610, 5315, Βυζ. Ιλιάδ. 27, 409, 1017, Ιστ. πολιτ. 4110, 6040, κ.π.α.: ʼξέρχομαι, Πουλολ. Z 170, Ιμπ. 194, Κορων., Μπούας 95.
Το αρχ. εξέρχομαι.
1) α) Βγαίνω (Βλ. και L‑S στη λ. 1α): ει δε αφήσουν με ποτέ να εξέλθω από την πόρταν Προδρ. III 270· όταν το βρέφος εξελθή εκ της αυτής κοιλίας Βυζ. Ιλιάδ. 78· β) φρ. εξέρχεται η ψυχή κάπ. = πεθαίνει κάπ.: εξελθούσα η ψυχή, εχάθη και το κάλλος Διγ. Z 423· γ) (προκ. για αίμα ή δάκρυα) βγαίνω, τρέχω: εξέρχεται εξ αυτάς (ενν. τας γαστέρας) αίμα βορβορώδες και πελιδνόν Μάρκ., Βουλκ. 3494· δάκρυα δε εκ συμφοράς ποταμηδόν εκρέουν,| ρευματηδόν εξήρχοντο εξ οφθαλμών ανθρώπων Ταμυρλ. 83. 2) α) Φεύγω, αναχωρώ (Βλ. και L‑S στη λ. 1): εθέλησεν ο θαυμαστός αυθέντης της Ελένης| να εξέλθει από την χώραν του, να πάγει εις άλλον τόπον Βυζ. Ιλιάδ. 699· β) φρ. εξέρχομαι εκ του βίου = πεθαίνω (Για τη σημασ. βλ. Σπυριδ., ΕΕΒΣ 20, 1950, 101): όταν εξέλθῃς εκ του βίου τούτου, εύρεις ανάπαυσιν Φυσιολ. (Zur.) III 211· γ) κατευθύνομαι: Η κόρη δ’ ως το ήκουσε, στους αδελφούς εξήλθε Διγ. Z 1024· όπως ο δράκων ο δεινός, προς σε μόνην εξήλθεν| να σε αρπάσει Διγ. Z 4282. 3) Αποχωρώ (από αξίωμα): ειπείν τῳ γέροντι εξελθείν και παραχωρήσαι την βασιλείαν τῳ υιῴ Ιστ. πολιτ. 677· Παρεκάλουν δε αυτόν οι πάντες αρχιερείς και πας ο λαός του μη εξελθείν εκ του πατριαρχικού θρόνου Έκθ. χρον. 319. 4) α) Προέρχομαι: το ήμισυ της δωρεάς έχει η νύμφη και το έτερον ήμισυ στρέφεται όθεν εξήλθεν Ελλην. νόμ. 5294· β) πηγάζω: Σώμα και γαρ εξαίρετον εκ της συνθέσεώς της,| να είπες ότι Χάριτες εξέρχονται απ’ αύτην Βέλθ. 711· γ) φρ. τα εκ της θαλάσσης εξερχόμενα = τα θαλασσινά προϊόντα: τοις μεταπράτουσιν τα εκ της θαλάσσης εξερχόμενα Ωροσκ. 4029. 5) Διεξέρχομαι, περιγράφω: Φιλότιμος η τράπεζα, πολυτελείς οι μίσσοι,| ούς κατά μέρος εξελθείν ουκ εξαρκέσει λόγος Καλλίμ. 359. 6) Αντεπεξέρχομαι: εάν εκείνος ουδέν τον πλερώσει, ου μη εξέλθει παντώς, ο σκλάβος αμαχέψειν του άχρι να πλερωθεί Ασσίζ. 40122.εξόχως,- επίρρ., Πρέσβ. ιππ. 168, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 294, Έκθ. χρον. 2310, Κορων., Μπούας 132, Ψευδο-Σφρ. 26436, Ιστ. πολιτ. 3415.
Το αρχ. επίρρ. εξόχως (L‑S, λ. έξοχος II 2b). Η λ. στον Κατσαΐτ., Ιφ. Αφ. 126, Κλ. Ά́ 832.
1) α) Κυρίως, προπάντων: λοιπόν λεηλατεί, σφάττει και θανατώνει (ενν. ο Ταμυρλάνης) εξόχως τους μονάζοντας και ιερομονάχους Ταμυρλ. 49· β) πάρα πολύ, εξαιρετικά: έως ου την κόρην πέμψουν,| την ευόφθαλμον, ωραίαν,| εις τον ίδιον πατέρα| τον φιλούντ᾽ αυτήν εξόχως Ερμον. Η 323. 2) Λαμπρά, εξαίρετα: μήτε ποτέ από τους συνδίχους ελογιάσθη τέτοια δουλειά· εξόχως έγινε … από γνώμη και βουλή του άνωθεν κόντε … και ετούτο ήτον με πάσα δίκαιον να γένει Σουμμ., Ρεμπελ. 166. 3) (Με την πρόθ. από) εκτός από (Η σημασ. στον Κατσαΐτ., Ιφ. Αφ. 126, Κλ. Ά́ 832): ακόμη και ό,τι μασαρία θέλει μασε βρεθεί του σπιτίου αποθανόντας να είναι εδικά ντου, εξόχως από εκείνα οπού είναι πουρκοταμένα του υιού μας του παπα-Νικολού Έγγρ. του 1671 (Βισβίζης, ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 8153). 4) α) Παράμερα (Βλ. Hesseling [Αχιλλ. σ. 131]): το φουσσάτον το έτερον να στέκεται εξόχως Αχιλλ. N 436· β) ξεχωριστά, χωριστά: Είχαν σκηνήν αι βάες της, εξόχως οι αγούροι Διγ. A 2317.επισφίγγω.- Το μτγν. επισφίγγω.
Α´ (Ενεργ.) σφίγγω δυνατά: επέσφιγγον αυτοχειρί τας εν γαστρί εχούσας,| το έμβρυον εφόνευον κι έτικτον ανημέρως Ταμυρλ. 63. Β´ (Μέσ.) διπλώνομαι, μαζεύομαι, κουλουριάζομαι: κονταρέαν μ’ έδωκεν την φάραν στα μηρία| και επεσφίχτηκεν πολλά κι ελάκτισεν μεγάλως Διγ. (Trapp) Esc. 1456.ζέω,- Γρηγορίου, Βίος οσ. Ρωμύλ. 611· μτχ. ζεούσα, Κομν., Διδασκ. I 133.
Το αρχ. ζέω. Το ουδ. της μτχ. ως ουσ. μτγν. (Steph., Θησ.) και στο Du Cange (λ. ζέον). Οι μτχ. ζεόντι και ζεούσα ίσως από μετρ. αν. Πβ. όμως και Παπαδ. Α., Αθ. 37, 1925, 184. Η λ. και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex.).
(Μεταφ.) φλέγομαι, «βράζω», κατέχομαι υπερβολικά από κάπ. συναίσθημα: πελεκυφόρους πεζούς αρεϊκῴ θυμῴ ζέοντας Δούκ. 22725. Η μτχ. ως επίθ.: 1) Ζεστός: στάκτην εις το πρόσωπον εθέτασιν ζεούσαν Ταμυρλ. 56. τον εμόν τον τάφον| την τιμήν εντίμως δούναι| αίματι χλωρῴ και νέῳ| και ζεόντι και προσφάτῳ (παραλ. 1 στ.) εκ των γυναικών των Τρῴων Ερμον. Ψ 97. 2) Μεταφ. α) θερμός, φλογερός, έντονος: Ονειροπολούντες εκδεχόμεθα την ανάρρυσιν και δι’ επιθυμίας εις άκρος ζεούσης ικετεύοντες τον παιδεύοντα και πάλιν ιώμενον Θεόν Δούκ. 40117· β) έκφρ. ζέουσα καρδία = θερμά, καλά αισθήματα: Οίδα γαρ, καλώς γινώσκω,| η υπακοή του φίλου| εκ ζεούσης της καρδίας| του γενέσθαι μάλλον θέλει Πτωχολ. α 15. Το ουδ. της μτχ. ως ουσ. = ζεστό νερό που προστίθεται στο ιερό δισκοπότηρο πριν από τη θεία κοινωνία (Η σημασ. και στο Du Cange. Βλ. και Θαβώρ., Ουσιαστ. 126): περί ζέοντος, του αγίου ύδατος οπού βάλλουσιν οι ιερείς εις τα θεία μυστήρια, όταν ιερουργούν Βακτ. αρχιερ. 153.ζιμιό(ν),- επίρρ., Πανώρ. Α΄ 275, 343, Β΄ 7, 327, Γ΄ 199, 347, Δ΄ 27, Ε΄ 87, 182, Ερωφ. Α΄ 400, 462, Ιντ. α΄ 57, Β΄ 333, 462, Γ΄ 90, 202, Ε΄ 206, 496, Βοσκοπ. 395, Ερωτόκρ. Α΄ 121, 352, 1322, 1467, Β΄ 118, 562, 1470, 2149, 2335, Γ΄ 758, Δ΄ 243, 460, 1028, 1415, Ε΄ 622, 957, Ευγέν. 1047, Στάθ. (Martini) Α΄ 16, 262, Β΄ 60, 116, Γ΄ 123, 354, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 119, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [482], Β΄ [175], Γ΄ [826], Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 166, 204, Β΄ 47, 140, Γ΄ 114, 745, Δ΄ 484, Ε΄ 206, Λεηλ. Παροικ. 177, 608, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1972, 4506, κ.π.α.· εις μίο(ν), Λίβ. Sc. 321, Ταμυρλ. 24, Θησ. Β΄ [151], Γεωργηλ., Θαν. 464, 509, Τριβ., Ρε 58, 342, Αχέλ. 426, 879, 2363, Αιτωλ., Μύθ. 632· εις μίο(ν), Χούμνου, Κοσμογ. 203, 1731, 2181, 2743, 2803, Γαδ. διήγ. 429, Ριμ. κόρ. 727, Σαχλ., Αφήγ. 805, Πικατ. 80, 466, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 8, 207, 257, Φαλιέρ., Ενύπν. (v. Gem.) 16, 73, 102, Βεντράμ., Φιλ. 208, Δεφ., Σωσ. 74, 143, Δεφ., Λόγ. 236, 296, 465, Τριβ., Ρε 117, 233, Τριβ., Ταγιαπ. 99, 143, Αχέλ. 271, 1628, Ευγέν. 492, κ.π.α.· ’ς μιό(ν), Βεντράμ., Φιλ. 35, Τριβ., Ταγιαπ. 197.
Από το εισμίαν <εισμίον <εισμιόν <’σμιόν <ζιμιό (Βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 553] και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 119-121). Ο τ. ζιμιό στον Κατσαΐτ., Ιφ. Β΄ 160, 660, Θυ. Δ΄ 105 και Κλ. Α΄ 499, 797, 723. Η λ. και σήμ. στην Κρήτη (Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 119-121).
α) Μεμιάς, αμέσως· γρήγορα: εξελησμόνησα ζιμιό τά μου ’χες καμωμένα Ερωτόκρ. Ε΄ 1350· οι όψες τως και των οιδυό ζιμιό ζιμιόν αλλάξα Ερωφ. Δ΄ 204· δεν ημπορώ έτσι το ζιμιό εγώ ν’ αποφασίσω Ερωτόκρ. Δ΄ 1298· ζιμιό το πιάνει το σφυρί, ζιμιό χτυπά στ’ αμόνι Ερωτόκρ. Α΄ 1090· β) στο εξής: αν τα φτερά πετούν ψηλά,...| βγάλε τα και βρέξε τα, εις το νερό τση γνώσης,| ζιμιό να μην πετάς ψηλά, ζιμιό να χαμηλώσεις Ερωτόκρ. Α΄ 354· γ) μαζί, συγχρόνως: Έν το εδώ που επρόβαλε εις τρία μερισμένο (ενν. το άστρο),| μαύρον ζιμιό και κόκκινον κι έναι και λαμπρισμένο Ευγέν. Πρόλ. 70.ιερομόναχος- ο, Εξήγ. πέτρ. 274, Ταμυρλ. 10849, Notizb. 26, Σφρ., Χρον. μ. 807, 885, 14233, Έκθ. χρον. 3210, 475, 6721, Δωρ. Μον. XXVI, Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 164, Σεβήρ., Διαθ. 192105, Συναδ., Χρον. 43 (πληθ. ιερομονάχοι), 55, 56, 57, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2359, 24315 (πληθ. ιερομονάχοι), 58514. πληθ. ιερομονάχοι, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 369r, Συναδ., Χρον. 43, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24315.
Από το επίθ. ιερός και το ουσ. μοναχός. Η λ. και σήμ.
Μοναχός που έχει χειροτονηθεί ιερέας: εφάνη εις την μέσην ένας ιερομόναχος ονόματι Ραφαήλ, του οποίου ήτον η πατρίδα του από την Σερβίαν Ιστ. πατρ. 11210.καπνίζω,- Σταφ., Ιατροσ. 358, 11308, Καλλίμ. 326, Ιερακοσ. 38623, 39120, 42911-15, Πουλολ. (Τσαβαρή) 27 AZ, 139, Βίος Αλ. 5663, Πτωχολ. A 167, Ταμυρλ. 79, Πεντ. Έξ. XIX 18, XXIX 13, Λευιτ. I 9, III 5, IV 19, Aρ. V 26, Ερωτόκρ. Β΄ 1857, Στάθ. (Martini) Γ΄ 251, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2443, 27120, 35914, κ.π.α.
Το αρχ. καπνίζω. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Εκθέτω κ. σε καπνό: να πιάσεις τα σκουμβρία σου τάχα να τα καπνίσεις Πουλολ. (Τσαβαρή) 143· Γράψον αυτά ... μετά ζαφαράδος και κάπνισον αυτά με μαστίχην Σταφ., Ιατροσ. 21106· β) ενοχλώ με καπνό: απάνω από το ρεμπούρκιο είχε τον καπνό να μην καπνίζουν τους ανθρώπους Δωρ. Μον. (Βαλ.) Α΄ 44. 2) Θυσιάζω: να καπνίσεις όλο το κριάρι εις το θεσιαστήρι· ολοκαύτωμα αυτό Κύριου Πεντ. Έξ. XXIX 18. Β´ Αμτβ. 1) Μαυρίζω από καπνό: κάπνισεν η ράχη σου εκ του καπνού την βίαν Πουλολ. (Τσαβαρή) 178 (κριτ. υπ.). 2) Βγάζω καπνό: μέσ’ άφτει, βράζει η φωτιά, μ’ απόξω δεν καπνίζει Ερωτόκρ. Α΄ 2200· πώς είναι μπορεζάμενο ν’ άφτου και να λαβρίζου| τα σωθικά μιας κορασιάς και να μηδέν καπνίζου; Ερωφ. Α΄ 226. 3) (Μεταφ.) εξάπτομαι: τότε να καπνίσει ο θυμός του Κύριου Πεντ. Δευτ. XXIX 19. 4) Αχνίζω: τα σωθικά ντ’ ως το θερμό βράζου, αναχοχλακίζου (παραλ. 1 στ.), καπνίζουν τα ρουθούνια ντου σαν τ’ άλογο όντε τρέχει Ερωτόκρ. Β΄ 773. 5) (Με σύστ. αντικ.) Καίω λιβανωτό σε θυσία: αυτός να καπνίσει κάπνισμα όμπροστε στον Κύριο Πεντ. Αρ. XVII 5. II. Μέσ. 1) Αναδίνω καπνό, καίγομαι: Πέμματα εκαπνίζοντο παντοία τε και πλείστα Διγ. Z 2804· εκαπνίζουνταν παντοίων λογίων μυρίσματα Διγ. Άνδρ. 37515. 2) Δέχομαι αναθυμιάσεις καπνού: Καπνισθείς (ενν. ο ιέραξ) ογκωμένους φέρει τους οφθαλμούς Ιερακοσ. 40725· Κυδωνόλαδον και λινέλιν ... να τ’ αλειφθεί ζεστά και να τα καπνιστεί Σταφ., Ιατροσ. 9252. Η μτχ. παθητ. παρκ. ως επίθ. = λερωμένος, μαυρισμένος: αυτό το παλαιοφούστανον τό εφόρεις καπνισμένον Πουλολ. (Τσαβαρή) 433.κατεγκλείω.- Από την πρόθ. κατά και το εγκλείω.
Αποκλείω, περιορίζω κάπ. σε ορισμένο χώρο: ίσχυσεν τότε κατ’ αυτόν (ενν. τον Μανοήλ) ...| Παγιαζίτης ...| και κατενέκλεισεν αυτόν εντός της νέας Ρώμης Ταμυρλ. 15.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Ταμυρλ. (Wagn.) 81, Δούκ. (Grecu) 3120, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1192, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 280, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 1244, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 2260, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 42, 48, 52, 69, 71, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) I 174, 176, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 137 ρκζ΄, ρκη΄· ακουλουθία, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 2986.