Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 15 εγγραφές  [0-15]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.)

  • βγαίνω,
    Σπαν. A 642, Πουλολ. 225, Ζήν. Β΄ πριν στ. 1, Φυσιολ. (Legr.) 421, Μαχ. 64015, Γαδ. διήγ. 141, Πικατ. 22, Κορων., Μπούας 34, 51, Δεφ., Σωσ. 262, Πεντ. Λευιτ. IX 24, Αρ. XX 11, Αχέλ. 2490, Ιστ. πατρ. 1346, 1592, Πανώρ. Α΄ 186, Ε΄ 78, Ιστ. Βλαχ. 1605, 2363 [= Γέν. Ρωμ. 6], Σουμμ., Ρεμπελ. 171, 172, 186, Ερωτόκρ. Β΄ 1811, 2028, Γ΄ 1049, Ε΄ 563, 808, Συναδ., Χρον. 39, Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 17, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11110, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1150], Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 130, Β΄ 488, Γ΄ 442, Ζήν. Α΄ 72, Διγ. O 2904, Διακρούσ. 6911, Τζάνε, Κρ. πόλ. 38219, 4231, 49423, 51023, κ.π.α.· βιγαίνω, Έγγρ. του 1643 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1968, 11025εβγαίννω, Μαχ. 783, 55028· εβγαίνω, Σπαν. (Ζώρ.) V 550, Ασσίζ. 821, 2810, 747, 2256, 4891, 3, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 2646‑7, Χρον. Μορ. H 4332, Ιατροσ. κώδ. φκε΄, Διήγ. παιδ. 572, 898, Λίβ. P 465, 943, Λίβ. (Lamb.) N 340, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 477, Αχιλλ. (Haag) L 1345, Χρησμ. (Βέης) 1423, Rechenb. 236, 662, Γαδ. διήγ. 146, Απόκοπ. 178, Σαχλ., Αφήγ. 167, Πικατ. 98, 259, Κορων., Μπούας 75, Δεφ., Λόγ. 36, Πεντ. Έξ. VIII 16, XIV 8, XXV 33, Αρ. I 20, XX 18, XXI 13, ΧΧΧV 26, Δευτ. XV 16, XIX 5, Χρον. σουλτ. 598, 12013, Ιστ. πατρ. 13619, Μηλ., Οδοιπ. 640, Ερωτόκρ. Α΄ 307, Δ΄ 1014, Ε΄ 1114, Ευγέν. Πρόλ. 94, Στάθ. Γ΄ 158, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [145], Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 486, Τζάνε, Κρ. πόλ. 26028, κ.π.α.· (ε)γβαίνω, Ευγέν. 367· αόρ. έβγην, Θρ. Κύπρ. M 25, 120, 200, Μπερτόλδος 35· ήβγα, Διγ. A 1409, 2302, Ερωτοπ. 419, Απολλών. 79, 629, Αχιλλ. L 831, 1055, Παλαμήδ., Βοηβ. 147, Διήγ. πανωφ. 59, Διγ. O 2480.
    Από το αρχ. εκβαίνω (Κοραή, Άτ. Α΄ 219, 225). Ο τ. γβαίνω μτγν. (Preisigke-Kiessling, λ. εκβαίνω) και σήμ. στον Πόντο (Andr., Lex., λ. εκβαίνω).
    1) α) Βγαίνω, εξέρχομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω Ι1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1· βλ. και ΙΛ στη λ. Α9β): εσύ απ’ τούτην τη φλακή ώστε να ζει δε βγαίνεις Ερωτόκρ. Ε΄ 808· από το στήθος μου αναπνιά σαν πρώτας πλιο δε βγαίνει Πανώρ. Ε΄ 78· αν εβγωμό να έβγει ο φονεάς το σύνορο κάστρου Πεντ. Αρ. XXXV 26· (προκ. για μιλιά, ήχο, κλπ.): απιλογιά οχ το στόμα τζη, ουδέ μιλιά δε βγαίνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1049· ύστερα βγαίνει μια βροντή μεγάλη και μουγκάται Τζάνε, Κρ. πόλ. 49423· αυτός ο θρηνισμός εβγαίνει εκ το φουσσάτο ... Πικατ. 259· φρ. (1) βγαίνουν τα μάτια μου = (κυριολ.) εξορύσσονται (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1δ): τα αίματα να τρέχουσιν, τ’ αμμάτια τους να βγαίνουν Πουλολ. 225· (μεταφ.) «τυφλώνομαι» (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1 φρ.): εκ τον πολύν τον κονιορτόν τα μάτια τους εβγαίναν Κορων., Μπούας 51· βλ. και ασβολώ(2) βγαίνω από (εκ) το νου (κάπ.) = ξεχνιέμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1 φρ.): λόγια που δεν μπορούσι μπλιο να βγούσ’ από το νου μου Ερωτόκρ. Β΄ 2028· (3) βγαίνω από (εκ, οκ) τον νουν (μου) ή βγαίνω του λογισμού μου = παραλογίζομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α16 φρ.): η αρματιά σου σ’ έκαμε κι εβγήκες οκ τον νου σου Δεφ., Σωσ. 262· (4) (προκ. για θαλασσινά νερά) εμπαίνω και εβγαίνω = πηγαινοέρχομαι, ανεβοκατεβαίνω: εκείνα τα ύδατα της θαλάσσης εμπαίνουν και εβγαίνουν Μηλ., Οδοιπ. 640· (5) μπαίνω βγαίνω = «στριφογυρίζομαι», κατορθώνω, επιτυχαίνω: να μπεις να βγεις να κάμομε, σαν πεθυμώ, το γάμο Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 488· βλ. και αξιώνω Β2, αποσώνω Β3· β) πεθαίνω (Η σημασ. και σήμ., Μέγας, Λαογρ. 9, 1926, 256, 264, 327): Ζώντα σας ελογίζοντα άλλους, τούς αγαπούσαν·| να λείψετε εσπουδάζασιν, να εβγείτ’ επεθυμούσαν Απόκοπ. 178· φρ. (1) βγαίνω από τον κόσμον, βγαίνω από το πρόσωπο της γης = πεθαίνω: πώς δε λαμβάνεις θάνατον να εβγείς απέ τον κόσμον Ντελλαπ., Ερωτήμ. 477· εβγήκε ... από το πρόσωπο της γης και επήγε εις το ανάθεμα Σουμμ., Ρεμπελ. 172· βλ. και ανθυποκρύπτομαι, απαφήνω 5 φρ. β, απεκβαίνω γ, αποθαίνω, απονεκρώνω Β1, απορίχνω Α1, αποτελειώνω Β, αράζω Α7, αφήνω φρ. 6, βλέπω 6 φρ., παραδίδω, τελειώνω· (2) βγαίνει η ψυχή μου ή το πνεύμα μου = πεθαίνω (Η χρ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω I2 και σήμ., ΙΛ στη Α1 φρ.): η ψυχή μου εβγαίνει ’δά και ο άγγελος με φωνάζει Αχιλλ. (Haag) L 1345· κάτεχε πως μονοτάρου βγαίνει (ενν. το πνέμα μου) Πανώρ. Ε΄ 304· (3) βγαίνει η καρδιά μου = πεθαίνω: πλια γλήγορα ήθελε βγει η καρδιά μου Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 442· γ) υφίσταμαι έξωση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β9γ): ουδέ εκείνος να εβγεί οπού ενοικίασεν το σπίτιν Ασσίζ. 747· δ) (προκ. για κλήρο) βγαίνω: Λοιπόν ο λύκος να γενεί ναύκλερος του τυχαίνει,| ποδότας ο κυρ γάδαρος μπαλότα τού εβγαίνει Γαδ. διήγ. 146· 2) (Προκ. για προϊόντα) εξάγομαι: όλα τα πράγματα τά εβγαίνουν απέ την γην να τα πάρου εις την Σαρηκηνία κελεύει το δίκαιον Ασσίζ. 4893. 3) α) Απομακρύνομαι, φεύγω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω I2 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α16): μη σφάλεις εις την πίστην σου κι εβγείς εκ την αλήθειαν Σπαν. A 642· είτις το ποίσει εντέχεται να εβγεί απέ την συντροφίαν τους άλλους κριτάδες Ασσίζ. 2810· να μην έβγω από εσέν ότι αγάπησά σε Πεντ. Δευτ. XV 16· βλ. και απομακρύνω Β, αποτάσσω (I)1· φρ. βγαίνω από το μέσον =απομακρύνομαι: προς το παρόν εβγάτ’ από το μέσον| να έλθει και ο έλεφας ο και συγκάθεδρός μου Διήγ. παιδ. 898· βλ. και απεκβαίνω α, απεμπρός 2 φρ. β, από (I)1α φρ., απομπροστά φρ., αποχωρίζω (II), μακραίνω, ξεκόβω, φεύγω· β) απομακρύνομαι από υπηρεσία, παραιτούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1): με τον καιρόν εβγήκε από το οφίτσιο ετούτο Σουμμ., Ρεμπελ. 171· ειδέ και δεν το στέργεις, να έβγεις να καθίσει εκείνος πατριάρχης Ιστ. πατρ. 13619. 4) α) Αποβιβάζομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω I1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α18): ήρθανε με τα κάτεργα στο Κάστρο κι όξω βγαίνου Τζάνε, Κρ. πόλ. 4231· β) (προκ. για πλοίο) ετοιμάζομαι να προσορμιστώ, φτάνω: η αρμάδ’ η φράγκικη επήε κει και βγαίνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 38219. 5) α) (Προκ. για δόντια) πέφτω: δύο δόντια τού βγήκασι και τ’ άλλα ξεκουνήσα Ερωτόκρ. Β΄ 1811· β) ξεφεύγω: να κουντηθεί το χέρι του εις το τσικούρι να κόψει το ξύλο και να έβγει το σίδερο από το ξύλο και να εύρει το σύντροφό του και να πεθάνει Πεντ. Δευτ. XIX 5. 6) Απαλλάσσομαι (από πάθος, υποχρέωση, κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β2): Περί τους εγγυτάδες οπού θελήσουν να εβγούν απέ την εγγυμασίαν Ασσίζ. 821· απού τες έγνοιες τσι άμετρες απού ’βανεν εβγαίνει Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 486. Βλ. και αλαφρός 6, αλαφρυνίσκω, αναπαύω Β4, ξεγνοιάζομαι, ξεμπερδένω. 7) Παρουσιάζομαι, φαίνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α14): η πίστη δεν αποκοτά, μηδ’ η τιμή να εβγούσι Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [145]· Και βγαίνει ο Λογγίνος μαύρα ντυμένος και λέγει Ζήν. Β΄ πριν στ. 1· και εβγαίνει και τους εγκαλεί Σπαν. (Ζώρ.) V 550· εβγήκεν ’στιά αποομπροστά του Κύριου Πεντ. Λευιτ. IX 24· βλ. και ανατέλλω Α1γ, αναφαίνω Βα, ανεβαίνω 3β, προβαίνω, φανερώνω· (προκ. για εκδήλωση αρρώστιας): Εις το να έβγουν σκούληκες εις το οφτίν ή εις άλλον τόπον Ιατροσ. κώδ. φκε΄· φρ. (1) βγαίνω εις την μέσην = παρουσιάζομαι: εβγαίνω εις την μέσην,| μέσον της ρέντας ίσταμαι Λίβ. P 943· (2) βγαίνω εις το φως = εμφανίζομαι: εκείνα (δηλ. τα τέκνα) βγαίνουν εις το φως κι εκείνη αποθνήσκει Φυσιολ. (Legr.) 421. 8) (Προκ. για τον ήλιο, κλπ.) ανατέλλω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α11): όλες τσι χάρες, σαν εβγεί, ο ήλιος τού τσι δίδει Ερωτόκρ. Ε΄ 1114. Βλ. και ανατέλλω Α1β ανεβαίνω 6. 9) (Προκ. για νερά, δάκρυα, κλπ.) αναβλύζω, αναβρύζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1ε): έδειρεν την πέτρα με το ραβδί του δυο φορές και εβγήκαν νερά πολλά Πεντ. Αρ. XX 11· Ώρες τα δάκρυα χώνουνταν κι ώρες απόξω βγαίνα Ερωτόκρ. Ε΄ 563. Βλ. και αναπιδύω. 10) (Προκ. για ποταμό) πηγάζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α12): αποεκεί εσυνεπήραν και απλίκεψαν από το πέραμα του Άρνον ος εις την έρημο οπού εβγαίνει από το σύνορο του Έμορι Πεντ. Αρ. XXI 13. Βλ. και αναβλυστάνω, αναβρύζω. 11) (Προκ. για μυρωδιά) αναδίδομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α10): Οχ την σπηλιάν την άγιαν βρόμος πλέον δεν βγαίνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1150]. 12) α) Φανερώνομαι: από λόγου της (δηλ. από την Κρήτη) περίφημοι και θαυμαστοί άνδρες εβγήκασιν Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 17· φρ. βγαίνω από τη μήτρα = γεννιέμαι: παιδία μέσα από την κοιλία,| διατί εσκοτωθήκαν κι απ’ τη μήτρα δεν εβγήκαν Διακρούσ. 6941· β) (προκ. για πουλί) εκκολάπτομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1ς): ωσάν από μικρόν αβγό μικρό πουλίν εβγαίνει Ερωτόκρ. Α΄ 307. 13) α) Προέρχομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β11): Αποτ’ εσάς η φρόνησις και η σοφία όλη| εβγήκε και εξάπλωσε στην οικουμένην Ιστ. Βλαχ. 2363 [=Γέν. Ρωμ. 6]· βλ. και ανατέλλω Α3, ανεβαίνω 15· β) ξεπετιέμαι: αξάφν’ ανεμοστρόβιλος από τη γης εβγαίνει Ερωτόκρ. Δ΄ 1014· και η πέτρα οπού εφάνη εις την θάλασσαν εβγήκεν από το βάθος της θαλάσσης Διήγ. εκρ. Θήρ. 11110· γ) (προκ. για καπνό, σκόνη, κλπ.) ανεβαίνω: από την σκόνην που ’βγαινεν ως νέφη προς τα ύψη| και τότ’ εκεί κατέβαινεν τους πάντας να καλύψει Αχέλ. 2490· φρ. βγαίνω από πάνω (σε κάπ.) = ορμώ εναντίον (κάπ.): εκίνησεν να πιλαλεί απάνω μου να βγαίνει Πικατ. 22. Βλ. και ανεμούμαι, αράσσω Β1α, βάνω (I)Α39. 14) Φυτρώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α7): τα έξι καλάμια οπού εβγαίνουν από την λυχνιά Πεντ. Έξ. XXV 33. Βλ. και ανθώ Β1. 15) (Προκ. για διαταγή) εκδίδομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β20): φεϊτφάς εβγήκε Ιστ. πατρ. 1592. 16) (Προκ. για λόγο, φήμη, «όνομα», κ.λ.π.) διαδίδομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β 20β, Β22): ωσάν έγινε πατριάρχης, εβγήκε κακόν όνομα κατ’ αυτού Ιστ. πατρ. 1346· να πείτε να εβγεί ο λόγος ότι οι Ρωμαίοι στείλουνε βοήθειαν Χρον. σουλτ. 598. Βλ. και αναπηδώ 3, απλώνω Γ3. 17) (Προκ. για μαθηματικό εξαγόμενο) προκύπτω (Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 12): πάλιν τα αυτά μερίσας με τα δ΄́ είτι έβγει εις τον μερισμόν, εστίν του τρίτου Rechenb. 236. 18) (Συχνά με το επίρρ. έξω) αποπλέω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): Ευθύς εκάμαν άρμενα, στο πέλαγος εβγήκαν Γαδ. διήγ. 141· Του Τούρκου τα πλεούμενα έξω να μην εβγούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 26028. Βλ. και αρμενίζω Α1β. 19) Ξεκινώ (για πόλεμο, αγώνα, κυνήγι, αναζήτηση, κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): με μια γυναίκα ’ς πόλεμο να βγω είναι ντροπή μου Διγ. O 2904· να έβγεις εις αναζήτησιν της κόρης της Ροδάμνης Λίβ. (Lamb.) N 340· καβαλικεύεις το πουρνό, εις τους λαγούς εβγαίνεις Σαχλ., Αφήγ. 167· με το σπαθί να έβγω συναπαντίς σου Πεντ. Αρ. XX 18· και παίρνει στάμενα πολλά και ήβγεν κατά κόσμου Απολλών. 79· βλ. και κινώ· φρ. εβγαίνω στρατιά = στρατεύομαι ως στρατεύσιμος: παν αρσενικό ... οπού εβγαίνει στρατιά Πεντ. Αρ. I 20. 20) Κατευθύνομαι: είπεν ο Κύριος προς τον Μωσέ: «Ταχύνεψε το πουρνό και στάσου ομπροστά στο Φαρώ· ιδού εβγαίνει εις το νερό και να πεις προς αυτόν» Πεντ. Έξ. VIII 16. Βλ. και ανατρέχω 1α. 21) Προχωρώ, πηγαίνω: εις τόπον γαρ και συμφωνίαν να έβγει με τον λαόν του Χρον. Μορ. H 4332· παιδιά του Ιαραέλ εβγαίνουν με χέρα ψηλή Πεντ. Έξ. XIV 8· βλ. και βαίνω Α1α, βάλλω 23, διαβαίνω, οδεύω· φρ. βγαίνω εις την άκραν (κάπ. πράγματος) = τα καταφέρνω, πετυχαίνω: να δω αν ημπορήσω να βγω εις την άκραν του και να κάψω το βρομονήσσιν της Κύπρου Μαχ. 64015. Βλ. και άκρα 9 φρ. 22) (Προκ. για πέρασμα) βγάζω, οδηγώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β17β): το κατώφλιν όπου εβγαίνει εις το κλόστριν Μαχ. 783. 23) (Προκ. για λογιστικό ποσό) ανεβαίνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β16· βλ. και ΙΛ στη λ. Β6): στιμάροντάς τα όλα τα άνωθεν τά βιγαίνουσι του άνωθεν γαμπρού διά χαρίσματά του πέρπυρα 900 Έγγρ. του 1643 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1968, 11025). 24) Εξαφανίζομαι (Βλ. και ΙΛ στη λ. Α4): Πώς είναι μπορεζάμενο ...| τα πάθη μου να πάψουσι κι οι πόνοι μου να βγούσι; Πανώρ. Α΄ 186· φρ. (1) βγαίνω (ομπρός) από τα μάτια (κάπ.) = εξαφανίζομαι: Ω άνανδρε και οκνηρέ, είπεν, ουδέν εβγαίνεις| εμπρός από τα μάτια μου Κορων., Μπούας 75· Διά νά ’βγει από τα μάτια της θάνατον να της δώσει Ευγέν. Πρόλ. 94· βλ. και αποφαίνω Β3, αφανίζω Β1· (2) βγαίνω από την μέσην = εξαφανίζομαι: εβγάτ’ από την μέση μας, εμαγαρίσατέ μας Διήγ. παιδ. 572. 25) (Προκ. για χρέος) εξοφλούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β4): δεν έπαιρνεν τίποτες από τα δικαιώματα εωσού εβγήκεν όλον το χρήμα (πιθ. γρ. χρέωμα) Συναδ., Χρον. 39. Βλ. και αμεριμνώνω Β. 26) (Προκ. για μήνα, κλπ.) τελειώνω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω IIb· βλ. και L‑S, λ. εκβαίνω II5· η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. Α20): εβγαίνοντι ινδ. ιβ́ Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 2646‑7. 27) Παρεκκλίνω, παραστρατίζω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω I3): απ’ ό,τι ορίζει η εκκλησιά ας βλέπουν να μην έβγουν Δεφ., Λόγ. 36. Βλ. και ντεσβιάρω. 28) Εκπίπτω (από προηγούμενη κατάσταση): και ο πρωτόπλαστος Αδάμ εκ της τιμής εβγήκε Ιστ. Βλαχ. 1605. 29) Πραγματοποιούμαι, συντελούμαι, επαληθεύομαι, γίνομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω II1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Β8, 11γ): όμως δεν τους εβγήκε καλά στο μυστήριό τους Σουμμ., Ρεμπελ. 186· οι ολπίδες τως ανάποδα εβγήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 51023. Βλ. και αποκαθιστώ Β2. 30) (Με κατηγορ.) αποδεικνύομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω II2 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1 φρ., Β19 και 10): αν εβγεί δικαιωμένος ... εντέχεται να μείνει αμέριμνος ... απ’ εκείνον τον φόνον Ασσίζ. 2256. Βλ. και αποφαίνω Β2α, βεβαιώ Β2β. 31) Καταλήγω, καταντώ: Τα ανακατώματά σου| τα στείλασι οι ορανοί για νά ’βγου εισέ χαρά σου Στάθ. Γ΄ 158. Βλ. και αποβγαίνω 7, αποδίδω 6γ. 32) (Με κατηγορ. ή εμπρόθ. προσδιορ.) αναδεικνύομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β9): να μου βοηθά στες πράξες μου και νικητής να βγαίνω Ζήν. Α΄ 72· ανισωστάς και βγούμενε με νίκη Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 130. Βλ. και απομένω. 33) (Μτβ.) α) βγάζω: Γλυκύτερον του μέλιτος λόγους βγαίν’ εκ το στόμα Κορων., Μπούας 34· β) βγάζω από πάνω μου κ.· χάνω κ.: Έκείνος λοιπόν οπού εμποδίζει τον λόγον, φράττει την ακοήν, φράττοντας την ακοήν εβγαίνει την πίστιν Μάξιμ. Καλλιουπ., Πρόλ. (Legr.) 364. 34) (Μτβ.) ξεριζώνω: να τον ιδείτε| πώς εβγαίνει τα μαλλιά του Χρησμ. (Βέης) 1423. Βλ. και απορριζώ, βγάζω 6, βγάνω 6. 35) (Μτβ.) κερδίζω: να εβγαίνει καθ’ ημέρα άσπρα μ́ Rechenb. 662. Βλ. και αποκερδαίνω α, βγάνω 34α, κερδαίνω.
       
  • δρούγγος
    ο, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 266· δρόγγος, Χρον. Μορ. H 1759, 1918, 2993, 2999, 3021, 3032, 3153, 4531, 4588, 4592, 4605, 4662, 5025, 5026, 5642, 5662, 5673, 8281, 8372, 8378, 8383, Δωρ. Μον. XXXIX.
    Από το λατ. drungus (Βλ. Τριαντ., Άπ. Ά́ 402 και Lurier, Chron. Mor. 50). Η λ. τον 5. αι. (Sophocl.)· μνεία της λ. και σε έγγρ. (Βαρναλίδης, Χαριστ., σ. 160 σημ. 394).
    1) Στρατιωτικό σώμα στους Βυζαντινούς (Η σημασ. τον 10. αι., Sophocl.· βλ. και Ahrweiler, Byz. et Mer 278 σημ. 3): Τας μοίρας οι Βυζαντινοί ωνόμαζον και δρούγγους Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 266. 2) Ορεινό και δασώδες πέρασμα (Βλ. Ahrweiler, Byz. et Mer 278): ο ζυγός των Μελιγών ένι γαρ δρόγγος μέγας| κι έχει κλεισούρες δυνατές Χρον. Μορ. H 2993. 3) Επαρχία (?) (Βλ. Schmitt [Χρον. Μορ. σ. 605] και Ahrweiler, Byz. et Mer 278 σημ. 3): αφότου επροσκύνησεν του Μελιγού ο δρόγγος Χρον. Μορ. H 3032· στον παραπόταμον του Αλφέως να στήκει και φυλάττει,| να μη περάσουν οι Ρωμαίοι εις των Σκορτών τον δρόγγον Χρον. Μορ. H 8383. Ο τ. ως τοπων.: Χρον. Μορ. H 3008, 4576.
       
  • πιστότης ‑τητα
    η, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 265.
    Το αρχ. ουσ. πιστότης. Η λ. (στον τ. πιστότητα) στο Βλάχ. και σήμ.
    Πίστη, αφοσίωση, υπακοή: Συ γουν ομόσας πιστότητα τῳ αυθέντι ημών τῳ δουκί Βενετίας ημών και τοις διαδόχοις ημών αιωνίως και να είσαι υπήκοος τοις ορισμοίς του αναγεγραμμένου αυθέντου ημών Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 273.
       
  • ποιμήν
    ο, Προδρ. (Eideneier) IV 261 χφφ PK κριτ. υπ., Διάτ. Κυπρ. 50729, 5081, Δευτ. Παρουσ. 259, Λίβ. Va 900, Hagia Sophia ω 5211, Πτωχολ. (Κεχ.) P 38, Ιστ. Βλαχ. 2761, Βελλερ., Επιστ. 54 17, 28, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1594 ά 3, 7, 9, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 229, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 39923· ποιμένας, Λίβ. Esc. 1029, Λίβ. Va 895, Λίβ. (Lamb.) N 889, 891, 894, Λίβ. N 889, 891, 894, Μαλαξός, Νομοκ. 113, 150, Χριστ. διδασκ. 129, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ί 11, 12, 16.
    Το αρχ. ουσ. ποιμήν. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ).
    1) Βοσκός (προβάτων): Λίβ. P 740· Ένα λυκόπουλ’ έτρεφε ποιμένας στο κοπάδι,| αντάμα το ’χε στα σκυλιά, στα πρόβατα ομάδι Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 701· ελάλιεν ομπρός του πρόβατα, εφαίνετον ως ποιμένας,| το έναν του χέρι να κρατεί ποιμενικόν καλάμιν Λίβ. Esc. 1031. 2) (Μεταφ.) α) ηγέτης, κυβερνήτης: Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 13· Χάρις λοιπόν τῳ ευεργέτῃ Θεῴ και της εκλαμπροτάτης μας αυθεντίας και θεοφρουρήτου των Ενετών, απού εδιάλεξεν έτοιον γλυκύν και καλόν άρχον να μας τον πέψει ποιμέναν Μορεζίν., Λόγ. 469· β) (εκκλ.) θρησκευτικός ηγέτης· (συν. προκ. για επίσκοπο): περί της επισκοπής του Αρείου, μη έχοντα ποιμένα προς το παρόν Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 268· ειπέτε τον πολύν κλαυθμόν και του καλού ποιμένος| Ιακώβου, οπ’ είναι καύχημα εις των Ελλήνων γένος,| (σοφού αρχιερέα μου και των Κυκλάδων νήσων,| μετά τον Διονύσιον δεν έτυχα άλλον ίσον) Λίμπον. 463· (προκ. για ηγούμενο μονής): κάθηνται και οι κόλακες πλησίον του ποιμένος Προδρ. (Eideneier) IV 261 χφ H κριτ. υπ. έκφρ. (ο) καλός ποιμήν/‑ένας (προσηγορία του Χριστού): εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός και εγνωρίζω τα εδικά μου και γνωρίζομαι από τα εδικά μου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ί 14· Και αυτός ο Σωτήρ εαυτόν ποιμένα καλόν εκάλεσε Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 13.
       
  • πριν,
    επίρρ., Ασσίζ. 6310, 18513, 3926, Διγ. Z 3334, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1867, Φαλιέρ., Ιστ.2 318 δις, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 169, 301, Μαχ. 449, 62029, Σκλέντζα, Ποιήμ. 72, Δευτ. Παρουσ. 98, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1961, Κορων., Μπούας 26, 56, Βεντράμ., Φιλ. 198, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 226v, 376v, Πτωχολ. α 915, Αλφ. 1445, Κυπρ. ερωτ. 355, 545, Πανώρ.2 Δ́ 334 κριτ. υπ., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 121, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 197, Κανον. διατ. Α 1456, Διγ. Άνδρ. 3716, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 276, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 231, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 24316, Τζάνε, Κατάν. 218, κ.α.· πρι, Ασσίζ. 40222, Μαχ. 1434, 5625, 24821, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 274, 943, 3245, Βεντράμ., Φιλ. 185, Πανώρ.2 Ά 241, Γ́ 129, 130, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 42, Πιστ. βοσκ. I 2, 187, 225, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 2056, Δ́ 129, Έ 701, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 131, Στάθ. (Martini) Β́ 179, Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. Μελλ. 85, Β́ 242, Γ́ 393, Έ 473, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [551], Λεηλ. Παροικ. 266, κ.α.· πριό, Ch. pop. 491· πρου, Θρ. Κων/π. (Mich.) 19.
    Το αρχ. επίρρ. πριν. Τ. μπρου στο τσακων. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. πριν). Ο τ. πρι και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.). Ο τ. πρου σε έγγρ. του 12. αι. (Caracausi 484). Η λ. και σήμ.
    Ά Επίρρ. 1) Χρον. α) προηγουμένως, πρωτύτερα: Σοφιαν., Γραμμ. 81, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 301r, Σεβήρ., Διαθ. 19042· (με επόμ. το σύνδ. περί· βλ. ά. περί II2α)· β) (έναρθρ., στον εν. ή πληθ.· η χρ. ήδη αρχ.) στο παρελθόν, άλλοτε: Καλλίμ. 2251, Ασσίζ. 19616. 2) (Τοπ.) μπροστά: και πριν εμάς να σώσασιν στους οίκους τα ζαγάρια,| να ’δόθην λόγος κι έρχουνται οι λείποντες —καθάρια,| να ’δαμεν τις να ξέβηκεν εις συναπάντησίν μας Απόκοπ.2 249. Β́ (Ως σύνδ.· εισάγει δευτερεύουσες χρον. προτάσεις) πρωτύτερα, νωρίτερα: Ασσίζ. 830, Φαλιέρ., Ιστ.2 308· Η Δέσποινα παρακαλεί το Γιάννη να σιμώσου,| ογιά να δει το τέκνο τση πρι τονε θανατώσου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3539· Το γιατρικό στον άρρωστο δίδουσι πρι αποθάνει| και πρι βρομέψει τση πληγής βάνουσι το βοτάνι Πανώρ.2 Έ 167, 168· Δεν είμαι πρι μιλήσεις| προφήτης να κατέχω| το πράμα που θελήσεις να ζητήσεις Πιστ. βοσκ. II 2, 232· (με επόμενο το σύνδ. να πλεοναστικά· βλ. και ά. να IIIϚ́β): Ήξευρε, πάντων δέσποτα και των Ρωμαίων το κράτος,| πριν να πληρώσει τρίμερον, χάνεις την βασιλείαν Διήγ. Βελ. χ 319· Ήζεν όντεν εσώσασι, αμέ μιλιά δε βγάνει,| γιατί η φωνή του εχάθηκε πριν κείνος ν’ αποθάνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1900· (με επόμενο το παρά (να)· βλ. και ά. παρά Β́I4β): Κράζουσιν τους πνευματικούς, συνάσσουν τους παπάδες, (παραλ. 1 στ.) και βάνουν και τους ψάλλουσιν πριν παρά ν’ αποθάνουν Πένθ. θαν.2 307· Δεν ξεύρω αν έ κι η Τίσβη μου η πολυαγαπημένη| πρι παρά μένα ευρίσκετο στο δάσο ερχομένη Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά 28· (με επόμενο το ή): ένι λίμνη μεγάλη και συνάγονται τα θηρία, ώστε πιείν. Πριν ή τα θηρία συναχθώσι πορεύεται ο όφις και ρίπτει τον ιόν αυτού εν τῳ ύδατι Φυσιολ. 35521· (σε ιδιάζ. σύντ.): εάν ο γνήσιος εκείνος κληρονόμος αποθάνῃ, πριν του εις νόμον ηλικίας φθάσῃ, πάντα ταύτα ... έσονται τῳ κυρ Κωνσταντίνῳ Ψευδο-Σφρ. 27211. Γ́ (Ως πρόθ.) πιο μπροστά, νωρίτερα· (με γεν.): Περί της γυναικός της τεθνεώτης πριν του ιδίου ανδρός και τίνος εμπαίνει το μερτικόν της Ασσίζ. 13114· Ακμή δίδομεν και παρέχομέν σοι όλα τα μοναστήρια της κοινότητος ... δι’ εκείνο το πάκτο ό επληρώνετον εξ αυτών πριν της αρχής του παρόντος μούρτου Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 268· απελπισθήκετε όλοι και πριν θανάτου ήλθετε εις θάνατον Διγ. Άνδρ. 33415· (με αιτιατ.): Το λοιπόν ο ρήγας της Κύπρου ως φρόνιμος εμήνυσεν πριν τον καιρόν εις την Ρόδον να του πέψουν δ́ κάτεργα Μαχ. 16826· πριν δε το φέγγος το πρωί ευρίσκεται εις βράχος| ψηλόν ακατατήρητον έπεσεν το καράβιν Βυζ. Ιλιάδ. 422. Έναρθρ. ως επίθ. (η χρ. ήδη αρχ.) = προγενέστερος, προηγούμενος: Αχιλλ. (Smith) N 1882, Αλφ. 1513.
       
  • πρωτοψάλτης
    ο, Σπανός (Eideneier) D 1666, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 46, Μαλαξός, Νομοκ. 519 δις, Διαθ. 17. αι. 371, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 90v.
    Από το ά συνθ. πρωτο‑ και το ουσ. ψάλτης. Η λ. σε επιγρ., τον 9.-10. αι. (LBG, Λεονταρίτου, Εκκλ. αξ. 497), σε έγγρ. του 11.-16. αι. (TLG, Caracausi, Cod. Mon. Prodr. A 553, κ.α.), στο Meursius και σήμ. εκκλ.
    (Εκκλ.) κληρικός ή λαϊκός επικεφαλής και δάσκαλος του χορού μιας εκκλησίας (για το πράγμα βλ. Ράλλης, Πρακτ. Ακ. Αθ. 11, 1936, 66-69, Λεονταρίτου, Εκκλ. αξ., 497-9): Ο γαρδενάλης έπεψεν τον Καρσεράν Σουαρέ απάνω εις το κάτεργον του ρηγός και ... τον σιρ Κόλαε δε λα Πριντσέσε τον πρωτοψάλτην της Αγίας Σοφίας Μαχ. 67615· Νικηφόρος ευτελής ιερεύς πρωτοψάλτης Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 275· Ταύτα (ενν. τα οφφίκια) δίδονται εις τους λαϊκούς: Του πρωτονοταρίου, του λογοθέτου, του ρήτορος, του πρωτοψάλτου Μαλαξός, Νομοκ. 517.
       
  • ρήμα
    το, Σπαν. A 77, Σπαν. B 75, Σπαν. P 16, Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 17, Διγ. A 774, Διγ. Z 3132, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 16, Ερμον. Β 88, Η 288, Ω 44, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 631, 811, Φλώρ. 873, Απολλών. (Κεχ.) 678, Αχιλλ. (Smith) O 102, 742, Διήγ. Βελ. N2 145, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 223, Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) O I15, Σοφιαν., Γραμμ. 71, 74, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 922, 1044, Ιστ. πολιτ. 1112, Πτωχολ. (Κεχ.) P 343, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4473· γεν. εν. ρημάτου, Λεξ. Μακεδ. τίτλ.
    Το αρχ. ουσ. ρήμα. Η λ. και σήμ. γραμμ.
    1) α) Αυτό το οποίο λέει κάπ.· λέξη, κουβέντα, ομιλία: Διγ. Z 1184, Αχιλλ. (Smith) N 1730, Κορων., Μπούας 34· (προκ. για προφητεία ή θεϊκή αποκάλυψη· βλ. και Lampe, Lex. 1): Ο λόγος ούτος ουκ εμός, προφητικόν το ρήμα:| «Εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, ουαί και θρήνος ...» Γλυκά, Στ. 315· Νυν απολύοις τον δούλο σου, Δέσποτα, εν ειρήνῃ,| ότι κατά το ρήμα σου ο λογισμός μου κλίνει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2247· (ως είδος σύστ. αντικ.): Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 593, Απολλών. (Κεχ.) 205· (σε ιδιάζ. σύντ.): «Ανδρίζου, ω παμφίλτατε». Ευθύς δε συν τῳ λόγῳ| ισχύν αναλαβόμενος το ρήμα της φιλτάτης| τον Ιωαννάκιον έκρουσα άνωθεν του αγκώνος Διγ. Z 3101· εκφρ. (1) διά ρήματος = με προφορικό λόγο, με το στόμα: ουδέν ένι κρατημένος εκείνος διά ρήματος τίποτες προς τον έτερον, με το κείμενον, ουδέ κατά την ασσίζαν Ασσίζ. 40922· (2) κατά ρήμα = λέξη προς λέξη (πβ. έκφρ. κατά λόγον, ά. κατά Εκφρ.): επροστάχθην να συγγράψω (παραλ. 1 στ.) των Ελλήνων τας ανδρείας| των αρίστων κατά ρήμα Ερμον. Πρόλ. 40· φρ. συντάσσομαι ρήματά τινι = συμφωνώ με κάπ., συνομολογώ: Και δη την ψυχήν καμών και εις ανάμνησιν ελθών των ρημάτων, ων συνετάξατο τῳ Μουσταφᾴ άρτι εν τῃ Λήμνῳ νήσῳ διάγοντι ... μετακαλείται Δημήτριον Λάσκαριν Δούκ. 17323· β) λόγος, αφήγηση: Αλλ’ επί το προκείμενον να στρέψομεν το ρήμα Σκλάβ. 167· Άρτι εις το προκείμενον να φέρομεν το ρήμα Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4711· γ) εντολή, διαταγή: Ω βασιλεύ παγκάλλιστε ...,| ουκ έπταισα την βασιλείαν σου ποτέ κανέναν ρήμα Διήγ. Βελ. χ 141. 2) (Γραμμ.) κλιτό μέρος του λόγου που δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση του υποκειμένου: Ρήμα έναι έν από τα μέρη του λόγου οπού κλίνονται, τ’ οποίον ξεχωρίζει τα πρόσωπα, αν ενεργούν ή πάσχουν ... Σοφιαν., Γραμμ. 46.
       
  • ροντζίνι
    το.
    Από το ιταλ. ronzino (Battaglia) <μεσν. λατ. roncinus (Du Cange, Lat.). Πβ. λ. ρουντζίνος το 14. και 15. αι. (Caracausi), ροντζίνος στο Somav. και ροζίνος σήμ. ιδιωμ. (Τσικής, Γλωσσ. Χίου). Η λ. στο LBG (λ. ροντζίνι(ον)).
    Άλογο κατώτερης ράτσας κατάλληλο για βαριές εργασίες και ως υποζύγιο: άλογα δεκαπέντε των αρμάτων ή ροντζίνια Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 268.
       
  • σεργεντερία
    η.
    Από το μεσν. λατ. serganteria - sergenteria / sergentaria (Du Cange, Lat.). Η λ. στο LBG.
    Φέουδο του πεζού στρατιώτη, τα κτήματα του πεζού στρατιώτη, τα κτήματα του σεργέντη: πληρώνοντα υπέρπερα εκατόν εις καθεκάστην σεργεντερίαν Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 267.
       
  • σκάλα
    η, Προδρ. (Eideneier)2 Á́ 255, 261, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Εsc. 805, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 266, 267, 268, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3926, Χρον. Μορ. H 859, 1484, 3260, Χρον. Μορ. P 1484, 3263, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 334, 337, 357, Αχιλλ. L 943, Αχιλλ. (Smith) N 1342, 1345, Ιμπ. 424, Καναν. (Pinto) 307-308, 389, 404, Χρον. Τόκκων 95, 98, 100, κ.α., Rechenb. 621, 2, 4, Βεν. 38, Διήγ. Βελ. χ 220, Μαχ. 1942, 45414, 15, 26, 4828, Διήγ. Βελ. N2 245, Θησ. (Foll.) I 516, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 16, Καραβ. 4964, 5006, 50016‑17, 17, 20, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 317, Βουστρ. (Κεχ.) 1164, 6, 8, 10, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 123, 127, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν., 444 κριτ. υπ., 461 κριτ. υπ., 721 κριτ. υπ.), Πορτολ. Α 1386, 7, 8, 11, 25522, 23, 30310, 12, Αχέλ. 1766, Αρσ., Κόπ. διατρ. [796], Μορεζ., Κλίνη φ. 1r, 18r, 154r, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 8218, 8319, Σταυριν. 359, Ιστ. Βλαχ. 1443, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1775, 1899, Γ́ 1714, Δ́ 1156, Ψευδο-Σφρ. 5402, 25, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 177122, 1503 ξ́ 1, 1504 ξ́ 4, 6, 9, Νεκταρ., Ιεροκόσμ. Ιστ. 153, 169, 202, κ.α., Μαρκάδ. 588, Λεηλ Παροικ. 549, 554, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1738, 20422, 2053, κ.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κά́ 35, Hagia Sophia f 60111, ψ 6174‑5, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7081, 7596, κ. α.
    Το μτγν. ουσ. σκάλα. Σχετ. με την πιθ. προέλ. της λ. με τη ναυτ. σημασ. «λιμάνι» από το βενετ./ιταλ. scala βλ. Kahane, Italo-Byz. etym. 55, 56, Kahane-Tietze, Lingua Franca 572, Kahane, B-NJ 15, 1939, 102. Η λ. και σήμ.
    1) Κατασκευή με βαθμίδες που χρησιμεύει για να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει κανείς: α) (αρχιτ.) σκάλα σταθερή, συν. πέτρινη, κτιστή ή λαξευτή: ήλθαν όλοι οι καβαλλάρηδες ... εις το ρηγάτικον απλίκιν και απεζεύσαν εις το περρούνιν, και ενέβησαν την σκάλαν και επήγαν εις την λόντζαν Μαχ. 26428· δεξιά αυτής της εκκλησίας ... είναι μια σκάλα ρότσα πελεκημένη και απ’ αυτήν καταβαίνεις σκαλούνια ιά Προσκυν. Κουτλ. 390 13216· Εκεί και σκάλα πάρεστι πετρώδης και κατέρχῃ| κάτω εις το γηροκομειόν Παΐσ., Ιστ. Σινά 1163· ο δε πύργος είχεν την σκάλαν γυρισθήν, ήγουν κοχλίαν Διγ. Άνδρ. 39910· β) σκάλα φορητή β1) πολιορκητική σκάλα: Είχαν (ενν. οι Φράγκοι) και σκάλες ξύλινες, καλά σιδερωμένες·| εις τα τειχέα τες έστησαν διά να σέβουν απέσω Χρον. Μορ. Η 856· Επέρασε δε και εις την Θεσσαλονίκην (ενν. ο Χαγάνος), εις την πατρίδα του αγίου, και βάνοντας σκάλες εις τα τειχία της χώρας οφθαλμοφανώς εφάνη ο μέγας Δημήτριος και κατατρέχοντας τες σκάλες και απείρους φονεύοντας, ελύτρωσε την Θεσσαλονίκην εκ τας χείρας των βαρβάρων Εγκ. αγ. Δημ. 109163, 164· και νείς απότορμος παιδίος Γενουβήσος οπού εκράτεν πέρνουν να το βάλει απάνω εις το κάστρον, και εσύραν τον με την σκάλαν και εσκοτώσαν τον Μαχ. 4648· β2) σκαλωσιά: ο βασιλεύς Ιουστίνος έκραξεν έναν τεχνίτην ... και τον ερώτησε, πώς ήτον και έπεσεν ο τρούλλος. Και αυτός είπεν ... ότι οι τεχνίται έκοπταν τες σκάλες και τα καλούπια και τα έριχναν εις το έδαφος· και από τον κτύπον εσπάραζεν ο τρούλλος και διά τούτο έπεσε Hagia Sophia f 6007· γ) σχοινένια σκάλα, ανεμόσκαλα: Τῃ δε ενδεκάτῃ ημέρᾳ του Ιουλίου μηνός έκριναν οι πολέμιοι, όπως και διά ξηράς και διά θαλάσσης αγωνίσονται ανδρικότερον … έφερον ουν τα μεγάλα καράβια και έστησαν αυτά κατέναντι του κάστρου των Πετρίων … ποιήσαντες εις τα κατάρτια σκάλας διά σχοινίων συστελλομένας και πάλιν υψουμένας εν τοις καταρτίοις Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 110· (ναυτ.): ρέστα τρία διά σκάλαν της μεντζάνας Καραβ. 50310· σκάλα της πλώρης Καραβ. 50424· δ) (μεταφ., προκ. για την Παναγία, συχν. με τους προσδ. του ουρανού, ουράνιος): αυτείνη (ενν. η υπεραγία Παρθένος) είναι η σκάλα απού διά λόγου της κατεβαίνουσιν όλα τα καλά χαρίσματα Μορεζ., Κλίνη φ. 54v· Χαίρε, σκάλα του ουρανού, πόρτα της Παραδείσου Ύμν. Παναγ.χαίρε συ, η σκάλα η ουράνιος, διά της οποίας εκατέβηκεν ο Υιός του Θεού εις του λόγου μας Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 13512. 2) Βαθμίδα, σκαλοπάτι (συν. στον πληθ.): τες σκάλες ενεβαίνασι κλιέντοι κι αβοκάτοι,| κι αθρώπους ήτον η αυλή κάτω κοντογεμάτη Στάθ. (Martini) Γ́ 49· ήλθεν τότες ο ελτζής πάλιν εις το ντιβάνι,| πολλήν τιμήν του έκαμαν αυτείνοι οι μεγιστάνοι.| Εις τες σκάλες τον ανέβαζαν και από τες μασχάλες| αυτοί τον αναβάζασι, βαστώντας στες αγκάλες.| Και ο βεζίρης παρευθύς επροϋπάντησέ τον,| από το χέρι πιάνει τον, στην κεφαλήν εφίλησέ τον Ιωακ. Κυπρ., Πάλη (Kaplanis) 1565· (σε μεταφ.): Η υποτακτοσύνην ένι μάνα και σκάλα όλων των βερτούν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 140. 3) Αναβατήρας, αναβολέας: Τση χώρας οι καλύτεροι ... του παραστέκου επά κι εκεί, σε μια μερά κι εις άλλη,| και τις του εκράτει το φαρί, τις του ’σαζε τη σκάλα,| γιατί όλες τες ολπίδες τως εις το κορμί του εβάλα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1588· Επίασαν (ενν. οι αγούροι) την σκάλαν του, επέζευσεν ο νέος Αχιλλ. (Smith) O 507· Ίσασαν τα κονδάρια τους οι δύο προς την μάχην| και πιλαλούν τα ιππάρια των να δώσουν κονδαρέας.| Ο Φλώριος είχεν ριζικόν και ήτον επιδέξιος· (παραλ. 1 στ.) αποπατεί εις τες σκάλες του, κρούει τον σινισκάλκον Φλώρ. 670· ηύρηκε το ρηγόπουλο τ’ αλύπητο κοντάρι| στο κούτελο κι επήρε του της αντρειάς τη χάρη·| χάνει τσι σκάλες και τσι δυό, το χαλινάρι αφήκε,| εξάπλωσε τα χέρια του κι από τη σέλα εβγήκε Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2411· (σε παρομοίωση· εδώ προκ. για την τσάγκρα): Εν τῃ κεφαλῄ δε ταύτης (ενν. την τσάγκρα)| θέτουν γαρ κρίκον ως σκάλαν| παρομοίαν ιππικήν τε·| και τον πουν τον δεξιόν τε| θέτει γαρ εντός του κρίκου| ο κατέχων γαρ εκείνην Ερμον. Ε 244. 4) α) (Ναυτ.) σκάλα του καραβιού που χρησιμεύει για επιβίβαση ή αποβίβαση (η σημασ. ήδη μτγν.): με τα κάτεργα όλα| κοντά στην γη εσιμώσασιν, κι ήθελαν να έβγουν έξω.| Κι όντα τις σκάλες έβγαλαν διά να ξεβούν στον άμμον,| … βλέπουν απ’ ένα κάστρο| που ’τον κοντά στην θάλασσαν, …| φουσσάτον πανεξαίρετον που έρχονταν εις τον κάμπον Θησ. (Foll.) I 483· το κάτεργόν του όρισεν στην γην να το σιμώσουν,| και χωρίς σκάλα παρευθύς πηδάει απ’ αύτο κάτω· (παραλ. 4 στ.) εκ το νερόν εξέβηκεν, τα μάτια του όλο σπίθες Θησ. (Foll.) I 673· φρ. (1) βάζω σκάλα εις την γην, μπαίνει η σκάλα μου στη γη = πιάνω λιμάνι, αποβιβάζομαι: Ο καπιτάνος των κατέργων έπεψεν τα γ́ κάτεργα διά νυκτός να έλθουν ν’ απεζεύσουν σιμά εις τον λιμνιώναν εις την Αμόχουστον να δικιμάσουν αν εμπορού να ποίσουν ζημίαν· αμμέ η βίγλα από τον πύργον ενώσαν τους και εδώκαν τους βερετουνίες όσες εθέλαν και πέτρες, και δεν ημπορήσα να βάλουν σκάλαν εις την γην Μαχ. 34016· Ήτονε τα μαλτέζικα στην Κρήτη και μαθαίνου| πως εις το Μυλοπόταμο Τούρκοι ’ν’ και τσ’ ανιμένου,| όταν περάσουν αποκεί, έξω να θε να βγούσι,| να μην αφήσουνε στη γη τες σκάλες τως να μπούσι Τζάνε, Κρ. πόλ (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 31111. (2) βάζω μέσα|μπάζω τις σκάλες = αποπλέω (βλ. και εμπάζω 2γ): Μιαν Κυριακή τ’ από ταχιά, οπού λειτουργηθήκαν,| τες σκάλες μέσα βάλανε κι από την Κρήτη εβγήκαν. (παραλ. 2 στ.) Πριν να μισεύσουν όλοι τους και τες σκάλες να μπάσουν,| να ’σουν εκεί να κοίταζες, εθαύμαζεν ο νους σου Άλ. Κύπρ. 1261, 1264· β) πλωτή επίπεδη κατασκευή, πλωτή γέφυρα: εκυρίευσαν του λιμένος (ενν. οι Τούρκοι) είτα εποίησαν πάλιν σκάλας μετά βουτσίων και σανίδων, και έδησαν, άχρι ξυλόπορτας· και ούτω παντοιοτρόπως περιεκύκλωσαν, ως κύνες πολλοί, την θαυμασίαν πόλιν και εστενοχώρουν Ιστ. πολιτ. 1715· Τότε εκάμανε μία τζάταρα ή σκάλα-ταράτσα ξύλινη οι Τούρκοι, μακρέα τέσσαρες χιλιάδες οργίες και πλατέα πεντακόσες οργίες, και την εκαρφώσανε καλά απάνω εις την θάλασσα και την ετραβήξανε κοντά εις τα τειχία της Πόλης. Και εβάλανε απάνω εις το αυτό πούντε πολλούς Τούρκους και επολεμούσανε, διατί από κάτω του αυτού πόντε έβαλε πολλά βουτσία άδεια και την εκράτιεν απάνω Χρον. σουλτ. 8116· γ) πέρασμα επάνω από στέρνα, είδος γέφυρας: Εν δε τῃ δεξιᾴ πλευρᾴ του γυναικίτου έκαμεν θάλασσαν, οπού εδέχονταν τα νερά της βροχής, πήχες ξέ· και απάνω από την θάλασσαν έκαμεν σκάλαν, διά να διαβαίνουσιν οι ιερείς Hagia Sophia ω 53316. 5) (Ναυτ.) αγκυροβόλιο, σταθμός πλοίου, τόπος συναλλαγής εμπόρων και ναυτικών, φόρτωσης και εκφόρτωσης εμπορευμάτων, λιμάνι (σχετικά με τη συνεκδοχική σημασιολογική εξέλιξη από τη σημασ. 4α βλ. Kahane, Italo-Byz. Etym. και Kahane-Tietze, Lingua Franca 568-572): Ούτως γαρ είχε συνήθειαν (ενν. ο Βελισσάριος) ότι, όταν έπιαναν πούπετα σκάλαν, όριζεν και εστένασιν φούρκαν και εδιαλαλούσεν ει τις να αδικήσει τινάν έως έν κρομμύδι να είναι φουρκισμένος Hist. Imp. II b 1206· τα ξύλα τά έρχουνται απού την Τουρκία να πεζεύγουν εις την Κερυνίαν, όσες πόρτες και σκάλες είναι απού τ’ Αγιάσιν και απάνω όλα να έρχουνται εις την Κερυνίαν Μαχ. 60421· όρισέ μας διά το κουμμέρκιν του αλάτου όπου θέλουν γυρέψειν εδώ εις την σκάλαν το πώς να ποιήσομεν όντας φορτωθούν τα καράβια Lettres 1453 322· όθεν οφείλωσι διατηρείν αυτούς (ενν. τους Μονεμβασιώτας) εις την τοιαύτην ανενόχλησιν και δεφένδευσιν οι εις τε το κομμέρκιον της θεομεγαλύντου Κωνσταντινουπόλεως και οι εις τας άλλας πάσας σκάλας και χώρας και κάστρα της βασιλείας μου ενοχοποιούμενοι κατά καιρούς Ψευδο-Σφρ. 54212· από τώρα και ομπρός αδέλφια να γενούμεν| ως εξαρχήθεν, αδελφοί, αγάπην να κρατούμεν (παραλ. 2 στ.). Σκάλες και τα πογάζια και όλα τα κουμμέρκια| η αυθεντιά σας να ’χετε με περισσά ραέττια Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7766· είναι (ενν. η Αρσενόη) ... των της Ερυθράς Θαλάσσης καραβίων καταγώγιον, ήγουν σκάλα. Εκεί φορτώνουσι κάθε χρόνον πολλά καράβια σιτάρι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 427· (μεταφ.): Αρπάζει (ενν. ο διάβολος) τα παιδάκια των (ενν. των χριστιανών) εκ μητρικές αγκάλες,| σπαχήδες και γιαννιτσαρούς, φέρνει σε τέτοιες σκάλες| και μέσα στην ασέβειαν, εκεί τους προβοδούσιν,| του γλυκυτάτου Ιησού ονόματος αρνούσι Ιωακ. Κυπρ., Πάλη (Kaplanis) 9240· φρ. ανοίγουν οι σκάλες, βλ. ανοίγω, φρ. 7. 6) Κλιμακωτό τμήμα επικλινούς αγρού, βαθμίδα εδάφους, πεζούλα: όταν περιορίζεις χωράφιον και … πότε μεν αναβαίνει, πότε δε καταβαίνει και έχει σκάλας μυρίας και κρημνά και δάση και ξύστρα και ρύακας, … οφείλεις πάντοτε ενώνειν και αποδεκατίζειν ... και ούτω μοδίζειν Metrol.2 8010. 7) Δύσβατο πέρασμα, διάβαση ανάμεσα σε βουνά, κλεισούρα: με δύναμιν επέρασεν την σκάλαν των Μεγάρων,| με πόλεμον εκέρδισεν εκείνην την κλεισούραν Χρον. Μορ P 3260· Και ωσάν το έμαθαν ετούτοι ο αφέντες … επήραν τα φουσσάτα τους και ήλθαν εις την Κόρινθον, και απ’ εκεί ήλθαν και επέρασαν την σκάλαν του Μέγαρ Δωρ. Μον. XXXVI. 8) (Ναυτ.) ξέρα, ύφαλος, σκόπελος: πρόσεχε από μία σκάλα οπού έναι μακρέα από το ακρωτήρι οργίαις ρ́ προς το μεσημέριν Πορτολ. Β 275· απάνω από το Ριζόν μίλια κ́ περ λεβάντη έναι μία ξέρα και σκάλα Πορτολ. Α 34927. Η λ. ως τοπων.: Σφρ., Χρον. (Maisano) 1886, Ιερόθ. Αββ. 333.
       
  • στερεός,
    επίθ., Ασσίζ. 10427, Διγ. Z 983, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 272, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 15, 439, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 98, Αχιλλ. (Smith) O 151, 215, Γράμμα κρ. διαλ. 7, Χρον. Τόκκων 1039, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 140, Μαχ. 2212, Έκθ. χρον. 6519, Κορων., Μπούας 82, Πτωχολ. α 444, Χρον. σουλτ. 13132, Ιστ. πατρ. 14421, Πηγά, Χρυσοπ. 178 (17), Μορεζ., Κλίνη φ. 332r, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 163102, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10932, Ιστ. Βλαχ. 1593, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 158, Διγ. Άνδρ. 40515, Ψευδο-Σφρ. 4187, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 15v, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 713, Λίμπον. 58, 245, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5552, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 331, κ.α.· στέρεος, Δεφ., Λόγ. 397 (έκδ. στερεά· διόρθ. σε στέρεα Κριαρ., Αθ. 46, 1935, 142), Χρον. σουλτ. 7010, Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 118, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 99· στέριος· στεριός, Φαλιέρ., Ιστ.2 551, 571, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 108, Ch. pop. 246, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 133, Κυπρ. ερωτ. 10624· θηλ. στερέα, Χρον. Μορ. Η 8671, Διήγ. Αλ. G 2793, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΈ́ [302].
    Το αρχ. επίθ. στερεός. Ο τ. στέρεος με αναβιβ. τόνου κατά το στέριος (βλ. ΛΚΝ)· απ. και σήμ. Ο τ. στέριος με αναβιβ. τόνου κατά το σχ. καθαρός-καθάριος (βλ. Ανδρ., Λεξ., ΛΚΝ)· απ. και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ). Το θηλ. στερέα και σήμ. ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. στερέο). Η λ. και σήμ.
    1) α) Που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός, ανθεκτικός: η στερεά ... γη και η θάλασσα πανταχού έχουσιν υπερβολικούς χειμώνας και ζάλας παντοίας Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2124· την σάρκα του Πατρόκλου| εστερέωσε (ενν. η Θέτις) περίσσα,| βάλσαμον και αμβροσίαν| έχυσεν εις το κορμί του,| ίνα η σαρξ του διαμένει| στερεά κι άσηπος πάντα Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Κ́ [76]· Προς τον Έκτορα κινήσας (ενν. ο Αίας)| ισχυρόν δε σάκος έχων (παραλ. 3 στ.), βύρσας έχον επτά βόων| στερεάς, οχυροτάτας,| άνω δε πασών των βύρσων| σίδηρον ως δέρμαν είχεν Ερμον. Μ 58· οι μεν σκάλας έφερον ..., έτεροι δε σκουτάρια στερεά και μεγάλα, και τα πάντα μετά σιδήρων ..., και άλλο παν πολεμικόν έργον έφερον ανά χείρας Καναν. (Pinto) 312· (σε μεταφ.): προς την σην κατέφυγα μεγάλην βασιλείαν,| την πέτραν άνω στερεάν την τεθεμελιωμένην,| ήτις τυγχάνει, Μανουήλ, Χριστός ο στεφοδότης Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 7-1 χφ Η κριτ. υπ.· (σε παρομοίωση): την τιμήν τους την κρατούν (ενν. πολλές γυναίκες) ως στερεόν λιθάρι,| κι όποια σαν τούτο βρίσκεται, έχει μεγάλη χάρη Δεφ., Λόγ. 419· β) (για φωνή) δυνατός, βροντερός: τις δύναται να ειπεί όσα έγιναν εις το οσπίτιον εκείνο, εάν είχε και καρδίαν σιδηράν ή δέκα στόματα ή δέκα γλώσσες, και εάν είχεν και φωνήν στερεάν και χάλκινον λάρυγγα; Διγ. Άνδρ. 33524. 2) α) Σταθερός, ακλόνητος, αμετακίνητος: του Χριστού την εκκλησιά πάσι να ρίξουν κάτω,| αλλά ’τον πλήσια στερεά κι ολίγο είχαν τράτο Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18816· Το άλλο μέρος του δένδρου διά να είναι καλά ριζωμένον και στεριόν δεν έπεσε, μόνον επόμεινεν εις την πρώτην του ευγένειαν και δύναμιν Ροδινός (Βαλ.) 154· (μεταφ.): αυτός τα φρένα του δεν τα ’χει τόσον στέρια Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1421· Το γάμο στέρεο πλια κρατώ παρά φιλιά κιαμι’ άλλη,| γιατί η φιλιά έχει κίντυνα όσο κι αν ει μεγάλη Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 109· Χριστιανοί στην κόλασιν δεν πάσι βαπτισμένοι,| γιατί έχουν πίστιν στερεάν κι είναι προορισμένοι| να μπούσι στον παράδεισον Τζάνε, Κατάν. 522· ο βιζίρης στο χαρτί ζητά τη χώρα να ’χει,| κι αγάπη να ’ναι στερεά να παύσουνε τη μάχη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 53720· ο λόγος τ’ αφεντός είν’ ακριβόν λιθάρι,| πρέπει να είναι στερεός, να έχει και την χάρη Ιστ. Βλαχ. 1564· τούτος ο όρκος είναι εις αυτούς στερεός και αχάλαστος, όταν ομνύουσι και δίδουσι πίστιν φιλίας και αγάπης Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 248· (σε μεταφ.): μαχαίρι στους Αγαρηνούς (ενν. η Βενετιά), της αρχοντιάς στολίδι,| στη φρόνεψη ξεχωριστή και στερεό στασίδι! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56722· β) (μεταφ.) σίγουρος, εξασφαλισμένος: πάραυθα εις την Τουρκιάν στέλλει στον βασιλέα,| την χάρ’ αυτήν του ζήτησεν να ’ναι ’π’ αυτόν στερέα Παλαμήδ., Βοηβ. 468· ανάμεσα να πιάνουσι πολλούς και να σκλαβώνου,| τη νίκη να ’χουν στερεά κι όλοι να καμαρώνου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 24518· γ) (για κάστρο, φρούριο, κ.τ.ό.) ισχυρός, απόρθητος: Ολονυκτίς εφεύγασιν, ήλθασιν εις τ’ Ανάπλι,| εις αύτο που ’τον στερεόν από τα άλλα κάστρη Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3072· ην δε η παστία πλησίον του κάστρου … Και ην δε πάσα στερεά και οχυροτάτη από ξύλων μεγίστων και χονδρών σανίδων Καναν. (Pinto) 81· τοσούτον γαρ στερεόν ον (ενν. το κάστρον), πώς είχον λαβείν αυτό; Έκθ. χρον. 123· δ) (νομ.) έγκυρος, σε ισχύ: Της δαιμονιαρέας ο γάμος μένει στερεός, ποίας; Εκείνης οπού την εύρει η ασθένεια αφόν ορμαστεί Ελλην. νόμ. 53823· Εάν τις αποθνήσκων ειπεί, δίδω τον οδείνα τόσα φλωρία και αφήνω τον να πάρει από τα καλά μου, τα οποία μου τα χρεωστεί. Αν και η αλήθεια είναι πως δεν του τα χρεωστεί, αλλά ψευδώς το είπεν, έρρωται το λεγάτον, πιάνεται και στερεόν είναι το χάρισμα τούτο Zygomalas, Synopsis 226 Λ 41. 3) (Για πρόσωπα) α) που είναι πιστός, σταθερός σε κ. ή κάπ.: πολλάκις στερεός ο μοναχός τυγχάνει| και φέρει ταύτα νουνεχώς και μετ’ ευχαριστίας Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 531· πολλές και άξιες καλά ’ναι γνωρισμένες,| εις την τιμήν τους στέρεες, πολύ χαριτωμένες Δεφ., Λόγ. 718· Διά να τους παρακινήσει τους πιστούς οπού ήτον εις την Πέργαμον πόλιν να στέκονται στερεοί εις την πίστιν του Θεού και να φεύγουν τα είδωλα τα κουφά των εθνών, φέρνει εις το μέσον τον Αντύπα Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 84· παρακαλώ σας στερεοί να ’στε και ’πιστεμένοι,| εις συντροφιάν μου να ’λθετε και ας είστε χαρουμένοι Παλαμήδ., Βοηβ. 1069· (ως επιρρ. κατηγ.): Άλλοι πάλιν του αντιστέκουνταν στερεοί. Και αληθινά αντιστέκουνταν πολλοί, όσοι κατά αλήθειαν εκρατούσαν την χριστιανικήν πίστιν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12615·   β1) ισχυρός, δυνατός: ο Δαβίδ εκρατιέτον εις του λόγου του, καποτέ διά πάντα χαρούμενος και πολλά στερεός έλεγεν: «εγώ είπα εν τῃ ευθηνίᾳ μου ου μη σαλευθώ» Ροδινός (Βαλ.) 91· β2) ανδρείος, γενναίος: Ετούτο ύστερά ’καμε Γιλδάσης ο καημένος,| ο στερεός στον πόλεμο και άξια παινεμένος Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3054· έγραψαν από την Κρήτην να τους στείλουν βοήθειαν ... Και από την Πόλιν απεκρίθησαν ότι να στέκουνται στερεοί, ότι γλήγορα τους στέλλουν βοήθειαν και ό,τι τους χρειάζεται Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4284α. 4) (Μαθημ.) κυβικός: το μήκος επί το πλάτος γίνονται πόδες ͵ά́ και έτι επί το βάθος γίνονται ͵ή́· τοσαύτα μέτρα χωρήσει η εμβατή. Τοσούτων γαρ και ποδών εστί στερεών Rechenb. (Vog.) 1174. Έκφρ. στερεά καρδία = α) βλ. ά. καρδία 10 (Εκφρ.)· β) ισχυρό φρόνημα, γενναιότητα: κόψε τον σερδάρη μου τον Μουσταφά πασία,| οπού ’τον άνδρας φοβερός με στερεάν καρδία Σταυριν. 200. Το ουδ. ως ουσ. = (προκ. για τόπο) η ιδιότητα του οχυρού, του ασφαλούς: γίνεται σκέψις και συμβουλή ... εις ποίον τόπον … να κτισθεί το μοναστήριον, οπού να ημπορεί να έχει δύο πράγματα, το στερεόν και ακαταπάτητον, και το σεβάσμιον και την αγιότητα εκ του τόπου Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 150. — Βλ. και στερρός.
       
  • στερεότης ‑τητα
    η· στερεότη· στεριότητα.
    Το αρχ. ουσ. στερεότης. Η λ. στον τ. στερεότητα στο Βλάχ. και σήμ.
    1) Σκληρότητα, ανθεκτικότητα· (εδώ σε μεταφ., προκ. για την Παναγία): η ακρότομος ετούτη θαυμαστή και αγία πέτρα είναι ... ένα φυλακτήριον ... και ημείς ας την ομολογούμεν και ας την αγαπούμεν, οδιά να δροσίζομέσταν απού το δρόσος της και να φυλάγομέστανε εις την στερεότητάν της Μορεζ., Κλίνη φ. 108r. 2) (Μεταφ.) α) σταθερότητα, ευστάθεια· συνέπεια: Ο μεν νους γαρ του ερώντος| ομοιάζει μεθυόντος·| ουδεμίαν στερεότην| αμφοτέροις κρειττοτέραν| είς γαρ έχει του ετέρου Ερμον. Γ 22· Εις εμφάνισιν γουν τούτου του πράγματος και αιωνίαν στερεότητα το παρόν γράμμα εποιήσαμεν γενέσθαι Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 274· διά ταύτην την στερεότητα της πίστεως και κόπον της διδαχής θέλει είναι αιωνίως εις την βασιλείαν του Θεού Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 100· β) ακεραιότητα, τιμιότητα: Καλά και να κρατώ τά λες να ’ρχονται απ’ αγάπης| και από στεριότητα ψυχής Φαλιέρ., Ιστ.2 724. — Βλ. και στερρότης-τητα.
       
  • συμπεθερία
    η, Διγ. Z 1695, Χρον. Μορ. Η 2475, 2521, 2537, κ.α., Χρον. Μορ. Ρ 2584, 3473, 6285, κ.α., Φλώρ. 420, Λίβ. Esc. 3190, Λίβ. διασκευή α 3319, Χρον. Τόκκων 712, 1035, 1122, κ.α., Χειλά, Χρον. 354, Μαχ. 9615, Σφρ., Χρον. (Maisano) 886 κριτ. υπ., Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 950, 1131, Byz. Kleinchron. Ά́ 2663, Λίβ. Va 2955, Μαλαξός, Νομοκ. 290, 296, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1296, Zygomalas, Synopsis 138 Α 97, Βακτ. αρχιερ. Ακανθ. 2796 και κριτ. υπ., 529 μ́ 1 κριτ. υπ., μ́ 5 κριτ. υπ., Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7204· συμπεθεριά, Χρον. Τόκκων 1612, 3079, 3126, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 242· συμπεθθερία, Μαχ. 32637, 3284· συμπενθερία, Διγ. (Trapp) Gr 1255, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 269, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 118, Πανάρ. 6918, 68, 7319, 7420, 751, Λίβ. διασκευή α 3320 κριτ. υπ., Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν., 223 κριτ. υπ.), Σοφιαν. Παιδαγ. 122, Zygomalas, Synopsis 280 Σ 11, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 241· συμπενθεριά, Χρόν. Τόκκων μετά στ. 699.
    Από το ουσ. συμπέθερος και την κατάληξη ‑ία (βλ. Ανδρ., Λεξ. λ. συμπεθεριά). Ο τ. συμπενθερία στον Πορφυρογέννητο (TLG) και στο Meursius (λ. συμπένθερος). Ο τ. συμπεθεριά στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α, Λεξ.).
    α) Συγγένεια εξ αγχιστείας: Η δε εξ αγχιστείας συγγένεια η κοινώς λεγομένη συμπενθερία είναι Zygomalas, Synopsis 279 Σ 10· β) δημιουργία συγγενικής σχέσης μέσω γάμου: Τούτο μόνον σε παρακαλώ, εάν καταδέχεσαι να συντύχεις τον στρατηγόν διά συμπεθερίαν και εάν τον αρέσει να με πάρει γαμπρόν και να τον έχω ως πατέρα μου και εμένα εκείνος ως υιόν του Διγ. Άνδρ. 35119.
       
  • ταβουλάριος
    ο, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 275.
    Από το λατ. tabullarius (Kahane, Sprache 518, Τριαντ., Άπ. Ά́ 431). Η λ τον 4. αι. (TLG), σε έγγρ. του 12. (Act. Doch. 369, 490, γρ. λλ, Caracausi), 13. (Act. Lavr. IV 7045, 56, 7555, 61, Cod. Mon. Prodr. A 138, Act. Xer. 1240, Act. Vat. I 2825, 30, γρ. λλ‑, Caracausi), 14. (Act. Doch. 1311, 15, 149, 14, κ. α., Act. Vat. I 3220, 4427, 31, 4745, κ. α., Act. Lavr. IV 9857, 65, κ. α., Cod. Mon. Prodr. A 1028, 1315, κ. α., γρ. ‑λλ‑), 15. (Μανούσ., Θησαυρ. 3, 1964, 96) και του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Δ́ 4004), στο Meursius (γρ. ‑λλ‑) και σήμ. ως επών. (Βαγιακ., Βίος επων. 119, 123, Βαγιακ., Αθ. 63, 1959, 227). Βλ. και LBG.
    α) Αξιωματούχος λαϊκός ή κληρικός με καθήκοντα γραμματέα, συμβολαιογράφου (για το πράγμα βλ. ODB, λ. notary, Νεράντζη-Βαρμάζη, Ελλην. 35, 1984, 261-274, Βαγιακ., Αθ. ό.π.): εκοιμήθη ο πανευλαβέστατος και λογιότατος και των ιερέων άριστος Ιωάννης ιερεύς ο Λιχίνας, ο πατριαρχικός έξαρχος και νοτάριος και ταβουλάριος Μονεμβασίας Byz. Kleinchron. Á́ 3247· Τυφλός, εάν αγράφως ποιήσει διαθήκην, πλησίον επτά ή πέντε μαρτύρων και του ταβουλαρίου, ας λέγει την γνώμην του, τους κληρονόμους του και τι βούλεται πασαένας να πάρει Zygomalas, Synopsis 290 Т 31· β) το παραπάνω αξίωμα: Τα οφφίκια. οπού δίδονται εις ιερομόναχον. Του πρωτοσυγγέλου, του αρχιμανδρίτου και του συγγέλου. Ταύτα δίδονται εις τους λαϊκούς: του πρωτονοταρίου, του λογοθέτου, … του νοταρίου, του ταβουλαρίου Μαλαξός, Νομοκ. 517.
       
  • τέρμενον
    το, Ασσίζ. 3911, 6313, 11627, κ.α., Βέλθ. 841, Χρον. Μορ. H 2239, 3322, 7334, κ.α., Χρον. Μορ. P 5819, 5823, 7481, κ.α., Απολλών. (Κεχ.) 73, Λίβ. διασκευή α 3533 κριτ. υπ., Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1051, 1069, Χρον. Τόκκων 2738, Θησ. Ζ́ [13], Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 56, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 689, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 19314, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 15915, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3014 δις, Κυπρ. χφ. 164, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4231, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 264, Διαθ. 17. αι. 216· τάρμενον, Ασσίζ. 1816, 713, 11619, 14217, 1619, 1627· τέρμενο, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 271, Gesprächb. 10821, Θησ. Δ́ [23], Έ́ [987], Ϛ́ [103], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 538, 5124, Αλφ. (Mor.) III 26, Ολόκαλος 486, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 237, Διαθ. 17. αι. 9161, 1078, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 49711· τέρμινο, Διαθ. 17. αι. 3322· τέρμινον, Μαχ. 33217· τέρμονο(ν), Χρον. Τόκκων 2751.
    Από το βενετ. termene (Cortelazzo, Diz. ven., λ. termine, Nourney, Lat. Ital. 32, 125). Ο τ. τέρμενο στο Meursius και σήμ. (Κριαρ., Λεξ.). Ο τ. τέρμινο και σήμ. Ο τ. τέρμινον στο Meursius και σε έγγρ. του 18. αι. (Γκίνης, ΕΕΒΣ 39/40, 1972/73, 227 δις). Η λ. στο Du Cange· βλ. και LBG.
    1) Προθεσμία, διορία, χρονικό περιθώριο: Η κρίση να στοχάζεται το δίκαιον του πασάνα,| να δέχεται τον άνθρωπον σαν το παιδίν η μάννα,| και τέρμενον εις μήνες τρεις να ’χει τελείαν κρίσιν Γεωργηλ., Θαν. 316· δίδει τως (ενν. των Ρωμαίων ο Σάρβαρος) τρεις ώρες τέρμενον να μισέψουν όλοι από την χώραν ολόγυμνοι Μορεζ., Κλίνη φ. 31r· Εν τούτῳ σας παρακαλώ, να έναι με βουλή σας,| δότε με μήναν τέρμενο όπως διά να μείνω Χρον. Μορ. P 72· φρ. κάνω τέρμενο κάπ. = δίνω πίστωση χρόνου σε κάπ.: Κάμε μου λίγο τέρμενο, κυρ Χάροντα, εμένα,| να παραγγείλω των παιδιών μ’ να ’ναι αρμηνεμένα Αλφ. 1139. 2) Χρονικό όριο, τέρμα, καταληκτική ημερομηνία: Εάν είς άνθρωπος εδάνεισεν ετέρου ανθρώπου πέρπυρα κ́ έως καιρόν ονοματισμένον, και ελθόντα ο καιρός το τέρμενον και ζητά του ... τό του εδάνεισεν ... Ασσίζ. 5516· Και ο καιρός εμπόδισεν· το πράγμα αστοχήθη·| άνεμος εσηκώθηκεν, εμπόδισεν τα ξύλα.| Στο τέρμενον διέσωσαν να δράμουν εις την χώραν Χρον. Τόκκων 3784· μοναύτα αρματώσαν ά́ κάτεργον από την Ρόδον, και ’τάξαν τον ρήγα της Κύπρου να ευρεθεί έμπροσθεν του πάπα της Ρώμης εις τέρμενον την ημέραν των Γεννών να τους απολογηθεί για το αγκάλεμαν τό έχουν μεσόν τους Μαχ. 18813. 3) Τέρμα, τέλος της ζωής, θάνατος: είτις αναντρανίσει σε χάνει την την υγείαν,| το τέρμενον τον έσωσεν, την αίσθησιν εχάσεν Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 338· Δεν ημπορώ, αδελφάκι μου, να βασταχτώ ’ξ αυτό σου,| γιατί τα χρόνια σώθησαν κι ήλθε το τέρμενό σου Αλφ. 1016· (σε παροιμ. χρ.): ο καιρός και οι χρόνοι μας, αι ημέραι της ζωής μας,| όταν σώσει το τέρμενον, ουκ απαιτούμεν πλέον·| οι άνθρωποι διαβαίνουσιν, όνομα απομένει Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 235. 4) Χρονικό διάστημα, χρονική περίοδος: Εις τέρμενον ενός μηνός έκτισαν τέτοιαν χώραν,| ότι είχεν όρεξιν τινάς πολλά να την εβλέπει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13078. 5) Χρονικό σημείο, στιγμή: Δεύτε κληρονομήσατε διά την ευεργεσίαν,| όσοι μου επιστέψετε σήμερον να χαρείτε,| διατί έφθασεν το τέρμενο, καιρός να πληρωθείτε Δαρκές, Προσκυν. [252]· το τέρμενό ’φθασε, οπὄμελλα να έλθει,| κι η άλυσο η περίπλεκη για την ζωήν του ’λύθη Θησ. Δ́ [317Τοδ δίκιον τον καρπόν της πεθυμιάς μου,| απού ’φερα στα τέρμενα να ’γκλέξω ... Κυπρ. ερωτ. 1492· φρ. στήνω τέρμονα = καθορίζω, προσδιορίζω μια ημερομηνία: Τέως εκαταστήσασιν φιλίαν και αγάπην| και έστησαν και τέρμονα τον γάμον να ποιήσουν Χρον. Τόκκων 1142. 6) Αναβολή: χωρίς καμίαν άργηταν ή τέρμενον κανέναν| εκλέξαν Αγαμέμνονα, ταύτα τον Διομήδην| μετά και του συντρόφου του, του φρόνιμου Δυσσέα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11429· φρ. βάλλω εις τέρμενον = (προκ. για δικαστική απόφαση) αναβάλλω: Βάλετε εις τέρμενον το πράγμα,| ότι πολλά δυσνόητον το κρίσιμον υπάρχει| και θέλω να έχω συμβουλήν και κρίσιν θέλω ποίσειν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1060. 7) Συμφωνία, συνθήκη: επάτησαν τον όρκον τους κι αρχάσασιν την μάχην| κι αφήκασιν το τέρμενον όπου είχαν μετ’ εκείνον Χρον. Μορ. H 7134. Εκφρ. Απέσω εις το τέρμενον / εντός του τέρμενου / στο τέρμενον του χρόνου = μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια: απέσω εις το τέρμενον χρόνου και μίας ημέρας,| αν έλθει ο κόντος ή άλλος τις από τους συγγενούς του,| τον τόπον και την αφεντίαν να του την παραδώσει Χρον. Μορ. H 2344· εκείνον, οπού ετύχαινεν να έλθει εκ την Φραγκίαν,| να εμποδιστεί με τίποτε τρόπον να μη αποσώσει| εντός του τέρμενου εκεινού που έστησε ο Καμπανέσης Χρον. Μορ. H 2118· ήτον (ενν. η αδελφή μου) διά εσέναν| όψιδαν εις την Κωνσταντινούπολιν τήν έβαλες ατός σου·| ουδέν ευρέθηκεν εδώ στο τέρμενον του χρόνου,| αφόν εμεταστάθηκεν ο αφέντης της Ακόβου Χρον. Μορ. H 7436. Φρ. Στέκω/‑ομαι στα τέρμενά (μου) = διατηρούμαι στα φυσιολογικά όρια συμπεριφοράς· παραμένω ψύχραιμος:  ... ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ: Μαριόλο, το σπαθί μου| πε γλήγορα είντα το ’καμες, μη χύσω τ’ άντερά σου!| ΓΙΑΚΟΥΜΟΣ: Είντα ’ν’ αυτήν’ η αδιαντροπιά; Στέκε στα τέρμενά σου! Κατζ. Έ́ 478· Στάθου λοιπόν στα τέρμενα και δώσ’ μου| με πρώτον απού να ’ρτει το μαντάτον Κυπρ. ερωτ. 13713.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης