Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- απομπαίνω,
- Συνθήκ. Καλλ. 313, Κείμ. αγ. Δημ. 396.
Από την πρόθ. από και το μπαίνω. Η λ. και σήμ. (Κουκ., ΒΒΠ Γ΄ 131).
Επεμβαίνω (Η σημασ. και σήμ., Κουκ., ΒΒΠ Γ΄ 131 ): αυτοί … μετά μεγάλης ελπίδος που είχασιν εις τον άγιον … απομπαίνουν των βαρβάρων και καταματώνουν αυτούς με νίκην Κείμ. αγ. Δημ. 396· Ειδεμή ίνα αν και τα μέρη σου και εις ό ποιήσετε μετά του αρχιεπισκόπου …είτι θελήσετε μη απομπαίνοντας η αυθεντία η λαϊκοί εις ετούτον Συνθήκ. Καλλ. 313 (βλ. και ανακατώνω Γ1).βγαίνω,- Σπαν. A 642, Πουλολ. 225, Ζήν. Β΄ πριν στ. 1, Φυσιολ. (Legr.) 421, Μαχ. 64015, Γαδ. διήγ. 141, Πικατ. 22, Κορων., Μπούας 34, 51, Δεφ., Σωσ. 262, Πεντ. Λευιτ. IX 24, Αρ. XX 11, Αχέλ. 2490, Ιστ. πατρ. 1346, 1592, Πανώρ. Α΄ 186, Ε΄ 78, Ιστ. Βλαχ. 1605, 2363 [= Γέν. Ρωμ. 6], Σουμμ., Ρεμπελ. 171, 172, 186, Ερωτόκρ. Β΄ 1811, 2028, Γ΄ 1049, Ε΄ 563, 808, Συναδ., Χρον. 39, Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 17, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11110, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1150], Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 130, Β΄ 488, Γ΄ 442, Ζήν. Α΄ 72, Διγ. O 2904, Διακρούσ. 6911, Τζάνε, Κρ. πόλ. 38219, 4231, 49423, 51023, κ.π.α.· βιγαίνω, Έγγρ. του 1643 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1968, 11025)· εβγαίννω, Μαχ. 783, 55028· εβγαίνω, Σπαν. (Ζώρ.) V 550, Ασσίζ. 821, 2810, 747, 2256, 4891, 3, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 2646‑7, Χρον. Μορ. H 4332, Ιατροσ. κώδ. φκε΄, Διήγ. παιδ. 572, 898, Λίβ. P 465, 943, Λίβ. (Lamb.) N 340, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 477, Αχιλλ. (Haag) L 1345, Χρησμ. (Βέης) 1423, Rechenb. 236, 662, Γαδ. διήγ. 146, Απόκοπ. 178, Σαχλ., Αφήγ. 167, Πικατ. 98, 259, Κορων., Μπούας 75, Δεφ., Λόγ. 36, Πεντ. Έξ. VIII 16, XIV 8, XXV 33, Αρ. I 20, XX 18, XXI 13, ΧΧΧV 26, Δευτ. XV 16, XIX 5, Χρον. σουλτ. 598, 12013, Ιστ. πατρ. 13619, Μηλ., Οδοιπ. 640, Ερωτόκρ. Α΄ 307, Δ΄ 1014, Ε΄ 1114, Ευγέν. Πρόλ. 94, Στάθ. Γ΄ 158, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [145], Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 486, Τζάνε, Κρ. πόλ. 26028, κ.π.α.· (ε)γβαίνω, Ευγέν. 367· αόρ. έβγην, Θρ. Κύπρ. M 25, 120, 200, Μπερτόλδος 35· ήβγα, Διγ. A 1409, 2302, Ερωτοπ. 419, Απολλών. 79, 629, Αχιλλ. L 831, 1055, Παλαμήδ., Βοηβ. 147, Διήγ. πανωφ. 59, Διγ. O 2480.
Από το αρχ. εκβαίνω (Κοραή, Άτ. Α΄ 219, 225). Ο τ. γβαίνω μτγν. (Preisigke-Kiessling, λ. εκβαίνω) και σήμ. στον Πόντο (Andr., Lex., λ. εκβαίνω).
1) α) Βγαίνω, εξέρχομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω Ι1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1· βλ. και ΙΛ στη λ. Α9β): εσύ απ’ τούτην τη φλακή ώστε να ζει δε βγαίνεις Ερωτόκρ. Ε΄ 808· από το στήθος μου αναπνιά σαν πρώτας πλιο δε βγαίνει Πανώρ. Ε΄ 78· αν εβγωμό να έβγει ο φονεάς το σύνορο κάστρου Πεντ. Αρ. XXXV 26· (προκ. για μιλιά, ήχο, κλπ.): απιλογιά οχ το στόμα τζη, ουδέ μιλιά δε βγαίνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1049· ύστερα βγαίνει μια βροντή μεγάλη και μουγκάται Τζάνε, Κρ. πόλ. 49423· αυτός ο θρηνισμός εβγαίνει εκ το φουσσάτο ... Πικατ. 259· φρ. (1) βγαίνουν τα μάτια μου = (κυριολ.) εξορύσσονται (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1δ): τα αίματα να τρέχουσιν, τ’ αμμάτια τους να βγαίνουν Πουλολ. 225· (μεταφ.) «τυφλώνομαι» (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1 φρ.): εκ τον πολύν τον κονιορτόν τα μάτια τους εβγαίναν Κορων., Μπούας 51· βλ. και ασβολώ 2· (2) βγαίνω από (εκ) το νου (κάπ.) = ξεχνιέμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1 φρ.): λόγια που δεν μπορούσι μπλιο να βγούσ’ από το νου μου Ερωτόκρ. Β΄ 2028· (3) βγαίνω από (εκ, οκ) τον νουν (μου) ή βγαίνω του λογισμού μου = παραλογίζομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α16 φρ.): η αρματιά σου σ’ έκαμε κι εβγήκες οκ τον νου σου Δεφ., Σωσ. 262· (4) (προκ. για θαλασσινά νερά) εμπαίνω και εβγαίνω = πηγαινοέρχομαι, ανεβοκατεβαίνω: εκείνα τα ύδατα της θαλάσσης εμπαίνουν και εβγαίνουν Μηλ., Οδοιπ. 640· (5) μπαίνω βγαίνω = «στριφογυρίζομαι», κατορθώνω, επιτυχαίνω: να μπεις να βγεις να κάμομε, σαν πεθυμώ, το γάμο Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 488· βλ. και αξιώνω Β2, αποσώνω Β3· β) πεθαίνω (Η σημασ. και σήμ., Μέγας, Λαογρ. 9, 1926, 256, 264, 327): Ζώντα σας ελογίζοντα άλλους, τούς αγαπούσαν·| να λείψετε εσπουδάζασιν, να εβγείτ’ επεθυμούσαν Απόκοπ. 178· φρ. (1) βγαίνω από τον κόσμον, βγαίνω από το πρόσωπο της γης = πεθαίνω: πώς δε λαμβάνεις θάνατον να εβγείς απέ τον κόσμον Ντελλαπ., Ερωτήμ. 477· εβγήκε ... από το πρόσωπο της γης και επήγε εις το ανάθεμα Σουμμ., Ρεμπελ. 172· βλ. και ανθυποκρύπτομαι, απαφήνω 5 φρ. β, απεκβαίνω γ, αποθαίνω, απονεκρώνω Β1, απορίχνω Α1, αποτελειώνω Β, αράζω Α7, αφήνω φρ. 6, βλέπω 6 φρ., παραδίδω, τελειώνω· (2) βγαίνει η ψυχή μου ή το πνεύμα μου = πεθαίνω (Η χρ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω I2 και σήμ., ΙΛ στη Α1 φρ.): η ψυχή μου εβγαίνει ’δά και ο άγγελος με φωνάζει Αχιλλ. (Haag) L 1345· κάτεχε πως μονοτάρου βγαίνει (ενν. το πνέμα μου) Πανώρ. Ε΄ 304· (3) βγαίνει η καρδιά μου = πεθαίνω: πλια γλήγορα ήθελε βγει η καρδιά μου Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 442· γ) υφίσταμαι έξωση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β9γ): ουδέ εκείνος να εβγεί οπού ενοικίασεν το σπίτιν Ασσίζ. 747· δ) (προκ. για κλήρο) βγαίνω: Λοιπόν ο λύκος να γενεί ναύκλερος του τυχαίνει,| ποδότας ο κυρ γάδαρος μπαλότα τού εβγαίνει Γαδ. διήγ. 146· 2) (Προκ. για προϊόντα) εξάγομαι: όλα τα πράγματα τά εβγαίνουν απέ την γην να τα πάρου εις την Σαρηκηνία κελεύει το δίκαιον Ασσίζ. 4893. 3) α) Απομακρύνομαι, φεύγω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω I2 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α16): μη σφάλεις εις την πίστην σου κι εβγείς εκ την αλήθειαν Σπαν. A 642· είτις το ποίσει εντέχεται να εβγεί απέ την συντροφίαν τους άλλους κριτάδες Ασσίζ. 2810· να μην έβγω από εσέν ότι αγάπησά σε Πεντ. Δευτ. XV 16· βλ. και απομακρύνω Β, αποτάσσω (I)1· φρ. βγαίνω από το μέσον =απομακρύνομαι: προς το παρόν εβγάτ’ από το μέσον| να έλθει και ο έλεφας ο και συγκάθεδρός μου Διήγ. παιδ. 898· βλ. και απεκβαίνω α, απεμπρός 2 φρ. β, από (I)1α φρ., απομπροστά φρ., αποχωρίζω (II), μακραίνω, ξεκόβω, φεύγω· β) απομακρύνομαι από υπηρεσία, παραιτούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1): με τον καιρόν εβγήκε από το οφίτσιο ετούτο Σουμμ., Ρεμπελ. 171· ειδέ και δεν το στέργεις, να έβγεις να καθίσει εκείνος πατριάρχης Ιστ. πατρ. 13619. 4) α) Αποβιβάζομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω I1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α18): ήρθανε με τα κάτεργα στο Κάστρο κι όξω βγαίνου Τζάνε, Κρ. πόλ. 4231· β) (προκ. για πλοίο) ετοιμάζομαι να προσορμιστώ, φτάνω: η αρμάδ’ η φράγκικη επήε κει και βγαίνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 38219. 5) α) (Προκ. για δόντια) πέφτω: δύο δόντια τού βγήκασι και τ’ άλλα ξεκουνήσα Ερωτόκρ. Β΄ 1811· β) ξεφεύγω: να κουντηθεί το χέρι του εις το τσικούρι να κόψει το ξύλο και να έβγει το σίδερο από το ξύλο και να εύρει το σύντροφό του και να πεθάνει Πεντ. Δευτ. XIX 5. 6) Απαλλάσσομαι (από πάθος, υποχρέωση, κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β2): Περί τους εγγυτάδες οπού θελήσουν να εβγούν απέ την εγγυμασίαν Ασσίζ. 821· απού τες έγνοιες τσι άμετρες απού ’βανεν εβγαίνει Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 486. Βλ. και αλαφρός 6, αλαφρυνίσκω, αναπαύω Β4, ξεγνοιάζομαι, ξεμπερδένω. 7) Παρουσιάζομαι, φαίνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α14): η πίστη δεν αποκοτά, μηδ’ η τιμή να εβγούσι Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [145]· Και βγαίνει ο Λογγίνος μαύρα ντυμένος και λέγει Ζήν. Β΄ πριν στ. 1· και εβγαίνει και τους εγκαλεί Σπαν. (Ζώρ.) V 550· εβγήκεν ’στιά αποομπροστά του Κύριου Πεντ. Λευιτ. IX 24· βλ. και ανατέλλω Α1γ, αναφαίνω Βα, ανεβαίνω 3β, προβαίνω, φανερώνω· (προκ. για εκδήλωση αρρώστιας): Εις το να έβγουν σκούληκες εις το οφτίν ή εις άλλον τόπον Ιατροσ. κώδ. φκε΄· φρ. (1) βγαίνω εις την μέσην = παρουσιάζομαι: εβγαίνω εις την μέσην,| μέσον της ρέντας ίσταμαι Λίβ. P 943· (2) βγαίνω εις το φως = εμφανίζομαι: εκείνα (δηλ. τα τέκνα) βγαίνουν εις το φως κι εκείνη αποθνήσκει Φυσιολ. (Legr.) 421. 8) (Προκ. για τον ήλιο, κλπ.) ανατέλλω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α11): όλες τσι χάρες, σαν εβγεί, ο ήλιος τού τσι δίδει Ερωτόκρ. Ε΄ 1114. Βλ. και ανατέλλω Α1β ανεβαίνω 6. 9) (Προκ. για νερά, δάκρυα, κλπ.) αναβλύζω, αναβρύζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1ε): έδειρεν την πέτρα με το ραβδί του δυο φορές και εβγήκαν νερά πολλά Πεντ. Αρ. XX 11· Ώρες τα δάκρυα χώνουνταν κι ώρες απόξω βγαίνα Ερωτόκρ. Ε΄ 563. Βλ. και αναπιδύω. 10) (Προκ. για ποταμό) πηγάζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α12): αποεκεί εσυνεπήραν και απλίκεψαν από το πέραμα του Άρνον ος εις την έρημο οπού εβγαίνει από το σύνορο του Έμορι Πεντ. Αρ. XXI 13. Βλ. και αναβλυστάνω, αναβρύζω. 11) (Προκ. για μυρωδιά) αναδίδομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α10): Οχ την σπηλιάν την άγιαν βρόμος πλέον δεν βγαίνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1150]. 12) α) Φανερώνομαι: από λόγου της (δηλ. από την Κρήτη) περίφημοι και θαυμαστοί άνδρες εβγήκασιν Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 17· φρ. βγαίνω από τη μήτρα = γεννιέμαι: παιδία μέσα από την κοιλία,| διατί εσκοτωθήκαν κι απ’ τη μήτρα δεν εβγήκαν Διακρούσ. 6941· β) (προκ. για πουλί) εκκολάπτομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1ς): ωσάν από μικρόν αβγό μικρό πουλίν εβγαίνει Ερωτόκρ. Α΄ 307. 13) α) Προέρχομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β11): Αποτ’ εσάς η φρόνησις και η σοφία όλη| εβγήκε και εξάπλωσε στην οικουμένην Ιστ. Βλαχ. 2363 [=Γέν. Ρωμ. 6]· βλ. και ανατέλλω Α3, ανεβαίνω 15· β) ξεπετιέμαι: αξάφν’ ανεμοστρόβιλος από τη γης εβγαίνει Ερωτόκρ. Δ΄ 1014· και η πέτρα οπού εφάνη εις την θάλασσαν εβγήκεν από το βάθος της θαλάσσης Διήγ. εκρ. Θήρ. 11110· γ) (προκ. για καπνό, σκόνη, κλπ.) ανεβαίνω: από την σκόνην που ’βγαινεν ως νέφη προς τα ύψη| και τότ’ εκεί κατέβαινεν τους πάντας να καλύψει Αχέλ. 2490· φρ. βγαίνω από πάνω (σε κάπ.) = ορμώ εναντίον (κάπ.): εκίνησεν να πιλαλεί απάνω μου να βγαίνει Πικατ. 22. Βλ. και ανεμούμαι, αράσσω Β1α, βάνω (I)Α39. 14) Φυτρώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α7): τα έξι καλάμια οπού εβγαίνουν από την λυχνιά Πεντ. Έξ. XXV 33. Βλ. και ανθώ Β1. 15) (Προκ. για διαταγή) εκδίδομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β20): φεϊτφάς εβγήκε Ιστ. πατρ. 1592. 16) (Προκ. για λόγο, φήμη, «όνομα», κ.λ.π.) διαδίδομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β 20β, Β22): ωσάν έγινε πατριάρχης, εβγήκε κακόν όνομα κατ’ αυτού Ιστ. πατρ. 1346· να πείτε να εβγεί ο λόγος ότι οι Ρωμαίοι στείλουνε βοήθειαν Χρον. σουλτ. 598. Βλ. και αναπηδώ 3, απλώνω Γ3. 17) (Προκ. για μαθηματικό εξαγόμενο) προκύπτω (Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 12): πάλιν τα αυτά μερίσας με τα δ΄́ είτι έβγει εις τον μερισμόν, εστίν του τρίτου Rechenb. 236. 18) (Συχνά με το επίρρ. έξω) αποπλέω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): Ευθύς εκάμαν άρμενα, στο πέλαγος εβγήκαν Γαδ. διήγ. 141· Του Τούρκου τα πλεούμενα έξω να μην εβγούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 26028. Βλ. και αρμενίζω Α1β. 19) Ξεκινώ (για πόλεμο, αγώνα, κυνήγι, αναζήτηση, κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): με μια γυναίκα ’ς πόλεμο να βγω είναι ντροπή μου Διγ. O 2904· να έβγεις εις αναζήτησιν της κόρης της Ροδάμνης Λίβ. (Lamb.) N 340· καβαλικεύεις το πουρνό, εις τους λαγούς εβγαίνεις Σαχλ., Αφήγ. 167· με το σπαθί να έβγω συναπαντίς σου Πεντ. Αρ. XX 18· και παίρνει στάμενα πολλά και ήβγεν κατά κόσμου Απολλών. 79· βλ. και κινώ· φρ. εβγαίνω στρατιά = στρατεύομαι ως στρατεύσιμος: παν αρσενικό ... οπού εβγαίνει στρατιά Πεντ. Αρ. I 20. 20) Κατευθύνομαι: είπεν ο Κύριος προς τον Μωσέ: «Ταχύνεψε το πουρνό και στάσου ομπροστά στο Φαρώ· ιδού εβγαίνει εις το νερό και να πεις προς αυτόν» Πεντ. Έξ. VIII 16. Βλ. και ανατρέχω 1α. 21) Προχωρώ, πηγαίνω: εις τόπον γαρ και συμφωνίαν να έβγει με τον λαόν του Χρον. Μορ. H 4332· παιδιά του Ιαραέλ εβγαίνουν με χέρα ψηλή Πεντ. Έξ. XIV 8· βλ. και βαίνω Α1α, βάλλω 23, διαβαίνω, οδεύω· φρ. βγαίνω εις την άκραν (κάπ. πράγματος) = τα καταφέρνω, πετυχαίνω: να δω αν ημπορήσω να βγω εις την άκραν του και να κάψω το βρομονήσσιν της Κύπρου Μαχ. 64015. Βλ. και άκρα 9 φρ. 22) (Προκ. για πέρασμα) βγάζω, οδηγώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β17β): το κατώφλιν όπου εβγαίνει εις το κλόστριν Μαχ. 783. 23) (Προκ. για λογιστικό ποσό) ανεβαίνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β16· βλ. και ΙΛ στη λ. Β6): στιμάροντάς τα όλα τα άνωθεν τά βιγαίνουσι του άνωθεν γαμπρού διά χαρίσματά του πέρπυρα 900 Έγγρ. του 1643 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1968, 11025). 24) Εξαφανίζομαι (Βλ. και ΙΛ στη λ. Α4): Πώς είναι μπορεζάμενο ...| τα πάθη μου να πάψουσι κι οι πόνοι μου να βγούσι; Πανώρ. Α΄ 186· φρ. (1) βγαίνω (ομπρός) από τα μάτια (κάπ.) = εξαφανίζομαι: Ω άνανδρε και οκνηρέ, είπεν, ουδέν εβγαίνεις| εμπρός από τα μάτια μου Κορων., Μπούας 75· Διά νά ’βγει από τα μάτια της θάνατον να της δώσει Ευγέν. Πρόλ. 94· βλ. και αποφαίνω Β3, αφανίζω Β1· (2) βγαίνω από την μέσην = εξαφανίζομαι: εβγάτ’ από την μέση μας, εμαγαρίσατέ μας Διήγ. παιδ. 572. 25) (Προκ. για χρέος) εξοφλούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β4): δεν έπαιρνεν τίποτες από τα δικαιώματα εωσού εβγήκεν όλον το χρήμα (πιθ. γρ. χρέωμα) Συναδ., Χρον. 39. Βλ. και αμεριμνώνω Β. 26) (Προκ. για μήνα, κλπ.) τελειώνω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω IIb· βλ. και L‑S, λ. εκβαίνω II5· η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. Α20): εβγαίνοντι ινδ. ιβ́ Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 2646‑7. 27) Παρεκκλίνω, παραστρατίζω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω I3): απ’ ό,τι ορίζει η εκκλησιά ας βλέπουν να μην έβγουν Δεφ., Λόγ. 36. Βλ. και ντεσβιάρω. 28) Εκπίπτω (από προηγούμενη κατάσταση): και ο πρωτόπλαστος Αδάμ εκ της τιμής εβγήκε Ιστ. Βλαχ. 1605. 29) Πραγματοποιούμαι, συντελούμαι, επαληθεύομαι, γίνομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω II1 και σήμ., ΙΛ στη λ. Β8, 11γ): όμως δεν τους εβγήκε καλά στο μυστήριό τους Σουμμ., Ρεμπελ. 186· οι ολπίδες τως ανάποδα εβγήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 51023. Βλ. και αποκαθιστώ Β2. 30) (Με κατηγορ.) αποδεικνύομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. εκβαίνω II2 και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1 φρ., Β19 και 10): αν εβγεί δικαιωμένος ... εντέχεται να μείνει αμέριμνος ... απ’ εκείνον τον φόνον Ασσίζ. 2256. Βλ. και αποφαίνω Β2α, βεβαιώ Β2β. 31) Καταλήγω, καταντώ: Τα ανακατώματά σου| τα στείλασι οι ορανοί για νά ’βγου εισέ χαρά σου Στάθ. Γ΄ 158. Βλ. και αποβγαίνω 7, αποδίδω 6γ. 32) (Με κατηγορ. ή εμπρόθ. προσδιορ.) αναδεικνύομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β9): να μου βοηθά στες πράξες μου και νικητής να βγαίνω Ζήν. Α΄ 72· ανισωστάς και βγούμενε με νίκη Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 130. Βλ. και απομένω. 33) (Μτβ.) α) βγάζω: Γλυκύτερον του μέλιτος λόγους βγαίν’ εκ το στόμα Κορων., Μπούας 34· β) βγάζω από πάνω μου κ.· χάνω κ.: Έκείνος λοιπόν οπού εμποδίζει τον λόγον, φράττει την ακοήν, φράττοντας την ακοήν εβγαίνει την πίστιν Μάξιμ. Καλλιουπ., Πρόλ. (Legr.) 364. 34) (Μτβ.) ξεριζώνω: να τον ιδείτε| πώς εβγαίνει τα μαλλιά του Χρησμ. (Βέης) 1423. Βλ. και απορριζώ, βγάζω 6, βγάνω 6. 35) (Μτβ.) κερδίζω: να εβγαίνει καθ’ ημέρα άσπρα μ́ Rechenb. 662. Βλ. και αποκερδαίνω α, βγάνω 34α, κερδαίνω.γαρνιζό- η· βαρνιζό, Συνθήκ. Καλλ. 310, Κρ. συμβόλ. 195, 238.
Από το βενετ. guarniziòn (Βλ. Βαγιακ., Αθ. 59, 1955, 47-8 και Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. 320, λ. βαρνιζώ]).
α) Υποχρεωτική προσφορά τριών αλόγων εκ μέρους του φεουδάρχη προς την πολιτεία (Για τη σημασ. βλ. Ξανθ., Αθ. 14, 1902, 310 σημ. 4): άλογα δέκα των αρμάτων ... εξ εκείνων των όντων έξωθεν τας βαρνιζόνας Συνθήκ. Καλλ. 310· β) καταβολή ορισμένης ποσότητας ταγής ως φόρου (Για το πράγμα βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. 320, λ. βαρνιζώ και 250 σημ. 1]): βαρνιζό του άνωθεν μισού χωραφίου Κρ. συμβόλ. 238.διάκων- ο, Ασσίζ. 3124, Ελλην. νόμ. 57925, 28, Συνθήκ. Καλλ. 321· διάκονας, Ιστ. πατρ. 14118.
Το μτγν. ουσ. διάκων.
Διάκος (Βλ. L‑S και Lampe, Lex. Βλ. και Βαγιακ., Αθ. 63, 1959, 209): ει δε γένεται ο διάκων ιερεύς ή καλόγερος, κερδαίνει την προίκα όλην Ελλην. νόμ. 57928. — Βλ. και διάκος.διέρχομαι,- Συνθήκ. Καλλ. 302, Δούκ. 21320.
Το αρχ. διέρχομαι.
1) Φρ. διέρχομαι προς κ. = προσχωρώ σε κ., συμφωνώ με κ. (Η σημασ. σε παπυρ., Preisigke-Kiessling): αγάπης γενομένης προς τους του αυθέντου ημών του δουξ ορισμούς διελθών Συνθήκ. Καλλ. 302. 2) (Με υποκ. τη λ. ποινή) επιβάλλομαι: πικρά παρά των Ρωμαίων εις αυτόν διέλθη ποινή Δούκ. 21320.δρούγγος- ο, Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 266· δρόγγος, Χρον. Μορ. H 1759, 1918, 2993, 2999, 3021, 3032, 3153, 4531, 4588, 4592, 4605, 4662, 5025, 5026, 5642, 5662, 5673, 8281, 8372, 8378, 8383, Δωρ. Μον. XXXIX.
Από το λατ. drungus (Βλ. Τριαντ., Άπ. Ά́ 402 και Lurier, Chron. Mor. 50). Η λ. τον 5. αι. (Sophocl.)· μνεία της λ. και σε έγγρ. (Βαρναλίδης, Χαριστ., σ. 160 σημ. 394).
1) Στρατιωτικό σώμα στους Βυζαντινούς (Η σημασ. τον 10. αι., Sophocl.· βλ. και Ahrweiler, Byz. et Mer 278 σημ. 3): Τας μοίρας οι Βυζαντινοί ωνόμαζον και δρούγγους Συνθήκ. Καλλ. (Μέρτζ.) 266. 2) Ορεινό και δασώδες πέρασμα (Βλ. Ahrweiler, Byz. et Mer 278): ο ζυγός των Μελιγών ένι γαρ δρόγγος μέγας| κι έχει κλεισούρες δυνατές Χρον. Μορ. H 2993. 3) Επαρχία (?) (Βλ. Schmitt [Χρον. Μορ. σ. 605] και Ahrweiler, Byz. et Mer 278 σημ. 3): αφότου επροσκύνησεν του Μελιγού ο δρόγγος Χρον. Μορ. H 3032· στον παραπόταμον του Αλφέως να στήκει και φυλάττει,| να μη περάσουν οι Ρωμαίοι εις των Σκορτών τον δρόγγον Χρον. Μορ. H 8383. Ο τ. ως τοπων.: Χρον. Μορ. H 3008, 4576.εγκρέμαμαι,- Συνθήκ. Καλλ. 330.
Από την πρόθ. εν και το κρέμαμαι (Βλ. και L‑S Κων/νίδη Συμπλ.).
Κρέμομαι (Για τη σημασ. βλ. L‑S Κων/νίδη Συμπλ.): το παρόν γράμμα εποιήσαμεν και τῳ ημετέρῳ σιγγίλλῳ εγκρεμαμένῳ ενετείλαμεν βεβαιώσαι εν αυτῴ ιδίαις χερσίν υπογράψαντες Συνθήκ. Καλλ. 330.εμπόδιο(ν)- το, Λόγ. παρηγ. O 447, Συνθήκ. Καλλ. 318, Ωροσκ. 4217, 455, Ιστ. πατρ. 19322, Μεταξά, Επιστ. 4839, 58, Βακτ. αρχιερ. 165, 186, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [65], Αγαπ., Γεωπον. 128· ’μπόδιο, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 621, Διγ. O 1788.
Το μτγν. ουσ. εμπόδιον (Sophocl.). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ., λ. εμπόδιος).
1) Εμπόδιο, πρόσκομμα (Η σημασ. μτγν., Sophocl. και σήμ., Δημητράκ., λ. εμπόδιος 3): έχοντας τίποτας νόμιμον εμπόδιον εναντίον της υποθέσεως ετούτης Χριστ. διδασκ. 423· Αλίμονον, ο άτυχος και πάντα ᾽μπόδια βρίσκω Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 621· Περί ιερέως εμπόδια, οπού τον εμποδίζουν την ιεροσύνην ποία είναι Βακτ. αρχιερ. 155. 2) «Δέσιμο», κατάδεσμος (Η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., Κουκ., Λαογρ. 9, 1926, 458): σμίγονται τα ανδρόγυνα όταν ψάλλουν την αγίαν Ανάστασιν διά να χαλάσουν τα εμπόδια αυτών Νομοκ. 38718.εμφάνεια- η, Διάτ. Κυπρ. 5014, Act. Xér. 1512, Ερμον. Ψ 197, Ωροσκ. 4124, 4218, Γράμματα Μετεώρ. 84· εμφανία.
Το μτγν. ουσ. εμφάνεια. Ο τ. εμφανία σε επιγρ. (L‑S, λ. εμφανία).
1) Εμφάνιση (Η σημασ. μτγν., L‑S): Δηλοί παγετόν και ληστών έφοδον και εμφάνειαν αρμάτων και παίδων ασθένειαι Ωροσκ. 4525. 2) Εμφάνιση, μορφή: είτε βέλτιον είτε έλαττον είτε εν αδήλῳ η εμφανία του έργου τυγχάνει Αρμεν., Εξάβ. Γ΄ 842. 3) (Νομ.) δημοσίευση, γνωστοποίηση (Βλ. Πιτσάκη [Αρμεν., Εξάβ. σ. 398]): από της εμφαν(ε)ίας της διαθήκης Αρμεν., Εξάβ. Ε΄ 1145· όθεν και τῃ εμφανείᾳ του παρόντος χρυσοβούλλου λόγου της βασιλείας μου Act. Xér. 1063. 4) Απόδειξη: τῳ της Αθηνάς ναῴ γαρ| εκρεμάσασιν (ενν. τον λούρικα) ως θαύμα,| προς εμφάνειαν εκείνου| της καλής του της ανδρείας Ερμον. Δ 171· Εις εμφαν(ε)ίαν γουν τούτου του πράγματος και αιωνίαν στερεότηταν το παρόν γράμμα εποιήσαμεν Συνθήκ. Καλλ. 330.εναντιότης- η· εναντιότη· εναντιότητα.
Το αρχ. ουσ. εναντιότης. Ο τ. εναντιότη και στον Κατσαΐτ., Θυ. Γ΄ 81.
1) Αντίφαση: ότι ει μη παρά Θεού ήν το κοράν, πολλαί εναντιότητες ευρίσκοντο εν αυτῴ Ψευδο-Σφρ. 44026. 2) Αντίρρηση: εκεί πάλιν υποσχέθησαν, ότι τα τέλη οπού του έδιδαν, να του τα δίνουν χωρίς καμίας εναντιότητος και έτσι τον επροσκύνησαν Δωρ. Μον. XXXVI. 3) (Νομ.) αντιδικία (Βλ. και Βλάχ.): όποια φορά ήθελε φανιστεί γή ηγούμενος του άνωθε μοναστηρίου … να ’θελε να σηκώσει καμιά εναντιότητα εις την παρούσα ξεκαθαροσύνη του άνωθε εκλαμπρότατου καβαλάρη και των κλερονόμω Έγγρ. του 1643 (Vincent, Θησαυρ. 4, 1967, 65). 4) Δυσκολία, αντιξοότητα (Η σημασ. και στον Κατσαΐτ., Θυ. Γ΄ 81. Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 3): Τούτ᾽ είναι γνώσις πασανός αξίου στρατιώτη:| όταν θωρεί απάνω του καιρού εναντιότη,| του καιρού να ακολουθά και να παραμερίσει| ο καιρός κείνος να διαβεί Παλαμήδ., Βοηβ. 1074. 5) Παράβαση συμφωνίας: δεχόμεθά σε … επαφίοντά σοι και τοις μετά σού| … πάσας εναντιότητας τας είτις εν καιρῴ αγάπης ώσπερ μότρου| … γεγονυίας Συνθήκ. Καλλ. 303. Φρ. υπά(γ)ω εις εναντιότητα κάπ. = στρέφομαι εναντίον: οι στρατιώται οπού είναι πλερωμένοι από τον βασιλέαν διά να υπάνε εις εναντιότητα των εχθρών του βασιλέως δεν έχουν αμαρτίαν τοσούτην Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 381v.επισκοπή- η, Συνθήκ. Καλλ. 313, Act. Esph. 2510, 28, 267, 11, Αρμεν., Εξάβ. Ε΄ 41, Μαχ. 2630, 1127, Βελλερ., Επιστ. 55· ’πισκοπή, Βίος αγ. Νικ. 101.
Το μτγν. ουσ. επισκοπή. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Το αξίωμα του επισκόπου: Η έμπρακτος επαρχαιότης ή στρατηγία ή επισκοπή λύει την υπεξουσιότητα Αρμεν., Εξάβ. A΄ 1711. 2) Περιφέρεια που εκκλησιαστικά υπάγεται στη δικαιοδοσία του επισκόπου: Από όλους τους χωριάτας οπού απλικεύουν εις την αυθεντίαν τους, τουτέστιν περιοχής της επισκοπής της Τάκης Ασσίζ. 24310. 3) Κατοικία του επισκόπου: απόκεις διακινούμεν| κι εις την κεράν την ’πισκοπή κινήσαμεν και πάμεν Διήγ. ωραιότ. 247.λαϊκός,- επίθ., Ασσίζ. 3822, 40624, 26, Μαχ. 301, Έκθ. χρον. 5711, 6727, 7017, Συνθήκ. Καλλ. 313, 315, Κώδ. Χρονογρ. 6234, Ιστ. πατρ. 19320, Αλφ. (Μπουμπ.) II 24, Π. Ν. Διαθ. φ. 245α 7, Ιστ. Βλαχ. 1685, 1802, 1879, 2196, Μεταξά, Επιστ. 47, Συναδ., Χρον. 53, Διήγ. πανωφ. 56, 58, Βακτ. αρχιερ. 132, 170, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1764· λαγικός, Μαχ. 51434.
Το μτγν. επίθ. λαϊκός. Για τον τ. λαγικός βλ. Μενάρδ., Αθ. 12, 1900, 379. Η λ. και σήμ.
Ο μη ιερωμένος ή μοναχός, «κοσμικός»: όσα μασκαρέματα ξεύρουν κι αναθιβάνουν,| απάνω εις τους ιερείς οι λαϊκοί τα βάνουν Ιστ. Βλαχ. 1698· οι Φράγκοι αμάδι κι οι Ρωμιοί κι οι λαϊκοί κι οι φράροι Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 6· λαϊκοί να πάσινε να γίνου καλογέροι Τζάνε, Κρ. πόλ. 23524.μέρος- το, Προδρ. III 139, IV Η χφφ CSA κριτ. υπ., Ασσίζ. 10024, 11730, 36528, Διγ. (Trapp) Gr. 856, 945, Διγ. Z 103, 1639, 2269, Βέλθ. 218, 283, 402, 1285, Χρον. Μορ. H 498, Ρ 1954, 2064, Βίος Αλ. 2528, 2915, Λίβ. Sc. 2671, Αχιλλ. N 174, Σφρ., Χρον. μ. 1025, Αχέλ. 2449, Πανώρ. Β΄159, Γ΄ 476, Ερωφ. Ιντ. α΄ 31, 79, Δ΄ 33, 758, Ε΄ 43, Διγ. Άνδρ. 3343, 36218, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 203, 322, Γ΄ 1662, Ε΄ 273, Ζήν. Γ΄ 69, Τζάνε, Κρ. πόλ. 39323, 52712, κ.π.α.· γεν. μέρου, Ασσίζ. 5918, Χρον. Μορ. H 2982.
Το αρχ. ουσ. μέρος. Η γεν. μέρου και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 656). Η λ. και σήμ.
1) α) Μερίδιο: Rechenb. (Vog.) 553, Αιτωλ., Μύθ. 379· β) κληρονομικό μερίδιο (εδώ μεταφ.): μέρος ουκ έχετε λοιπόν ουδέ κληρονομίαν| της βασιλείας της εμής ουδέ του παραδείσου Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. II 193· γ) (προκ. για φόρο): Έθνος δ’ επ’ έθνος έτερον ου συγκαταπατήσει| ειμή κατ’ εμπορίαν … (παραλ. 1 στ.) κἀγώ το μέρος λήψομαι, καθώς Δαρείῳ νόμος Βίος Αλ. 3963. 2) Ορισμένη ποσότητα: Μαρμάρου μέρος έν, οστράκου μέρος έν Ιερακοσ. 4902. 3) α) Τμήμα (ενός όλου), κομμάτι: Rechenb. (Vog.) 364, Ασσίζ. 25312, Ερμον. X 191, Κορων., Μπούας 17, Μαχ. 63230, Ερωφ. Ε' 192· β) (μεταφ.) ου μην αφήσω μην ειπώ μέρος εκ την αλήθεια Χρον. Μορ. P 4135· μέρος από την κακοσύνην τους Σουμμ., Ρεμπελ. 193· γ) τμήμα του ανθρώπινου γένους, φύλο: μεταμορφώνεται (ενν. ο διάβολος) εις σχήμα όφεως και διηγείται της Εύας ως πλέον μέρος αχαμνότερο παρά τον άνδραν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 371r· δ) συστατικό μέρος, στοιχείο: το μέρος το θνητόν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [366]· γράμμα είναι το μικρότερον μέρος όπου να ’ναι στην φωνήν του ανθρώπου Σοφιαν., Γραμμ. 203. 4) Τμήμα κειμένου, απόσπασμα: τελειώνω εκ του Σολομών μέρος εκ τά διηγάται Συναξ. γυν. 309. 5) Πλευρά, μεριά: εις θρόνον υψηλόν στεμμένος βασιλέας,| στα δυο του μέρη έστεκαν, δεξιά κι αριστερέας| οι δυο φωστήρες του ουρανού Τζαμπλάκ. 10· εκ της φισκίνας το πλευρόν, εκ το δεξιάν το μέρος| ήτον αμπέλι Λίβ. P 1055· εσυνάχθησαν του Βορέα το μέρος όλες οι γλώσσες Διήγ. Αλ. G 286· (σε ιδιάζ. χρ.) απαντοχήν εις τον Χριστόν διά το δεξόν του μέρος Ρίμ. θαν. 26. 6) Πλευρά του σώματος: ούτως έφη προς εκείνην:| «Γύρισον τα νώτια μέρη,| γύρισόν μοι και το άλλον …» Πτωχολ. α 556· έναν κοντάρι και σπαθί εις τα ζερβά του μέρη Διγ. O 2638. 7) α) Σύνολο, ομάδα ανθρώπων: Διγ. (Trapp) Gr. 567· β) (προκ. για αντίπαλες στρατιωτικές παρατάξεις) : σφάγηκαν πολλοί απέ τα δύο μέρη Θησ. Β΄ [104]· το μέρος των Γραικών εκέρδισεν το κάστρον Γεωργηλ., Βελ. 324· γ) (στον πληθ.) αυτοί που συνδέονται με κάπ. είδους σχέση (συν. προκ. για δύο πρόσωπα): γάμους πολεμούν μετά τιμής και δόξης.| Τρεις μήνας εχαιρόντησαν αμφότερα τα μέρη Ιμπ. 890· ως γουν εστράφησαν οι δυο και είδοσαν αλλήλους,| σ’ αναισθησία έπεσον αμφότερα τα μέρη Βέλθ. 849· εάν εφίλησεν ο μνηστήρ την μνηστήν εν τῳ καιρῴ της μνηστείας και τελευτήσει ένα των αμφοτέρων μερών … Ελλην. νόμ. 5292· είπε δε (ενν. Δανδάμης) προς Αλέξανδρον: «Άπελθε προς ειρήνην».| Ειθ’ ούτως ανεχώρησαν αμφότερα τα μερη Βίος Αλ. 4906. 8) (Νομ.) α) αντίδικη πλευρά, διάδικος: ο κριτής ορίζει και γράφουν … Και μετά την προθεσμίαν έρχεται το μέρος της γυναικός εγράφως και λέγει ούτως Ελλην. νόμ. 51816· στρέφεται (ενν. ο κριτής), λέγει προς το άλλον μέρος Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1043· β) (στον πληθ. συν. σε διαθ.) οικείοι, κληρονόμοι: να μη ηπορείς εξ αυτάς (ενν. τας καβαλλαρίας) τι κρατήσαι δι’ εσέν ή διά τα μέρη σου Συνθήκ. Καλλ. 309· εγώ, η Μαρούλα Ντεφαΐτζαινα … οικούσα εν Χανδάκῳ νήσου Κρήτης με τα μέρη μου … ηβουλήθην διατάξασθαι άπαντά μου όσα εστί πράγματα Διαθ. Ντεφαΐτζ. 76. 9) Τμήμα τόπου, θέση: τα δένδρα τα ευκάρπιμα εις μέρη τα του πύργου| εφύτευσεν ο Διγενής Διγ. Z 3920· εμπήκαν οι Τούρκοι το μέρος του Αγίου Ρωμανού Θρ. Κων/π. P suppl. 24826· το αμπέλι οπού έχει εις το μέρος του Αγίου Βλασίου Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 164· Εν μέρει κράζει ο ηγούμενος, εν μέρει ο οικονόμος Προδρ. III 113. 10) (Συν. στον πληθ.) τόπος, περιοχή: Πανώρ. Ε΄ 394, Ερωφ. Α΄ 62, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1232, Βέλθ. 1257, Μαχ. 10613, Ανακάλ. 6· (μεταφ.) με πολλήν ευλάβεια ʼπό της καρδιάς τα μέρη Λεηλ. Παροικ. Αφ. 31. 11) Κατεύθυνση: Ακουτισθείσα της φωνής πάραυτα η Χρυσάντζα| ως προς το μέρος της φωνής κακεί πάγει τρεχάτα Βέλθ. 1197· εις όποιο μέρος και αν στραφώ εκδίκησιν ξετρέχουν Λίμπον. 25. Η αιτιατ. επιρρ. = κατά ένα μέρος, ως ένα βαθμό: εφθόνησαν αυτόν πολλά αρχιερείς, κληρικοί και μέρος κοσμικοί Ιστ. πατρ. 1368· ά δη και υπέσχετο και μέρος εποίησεν Ιστ. πολιτ. 375. Εκφρ. 1) Άνω μέρου = περισσότερο: επήρεν το του Σαρακηνού εκείνον τον βίον τον διαφεντεμένον και εκείνον τό επήρεν ενέβαν πλείον παρά ένα μάρκον ασήμιν και άνω μέρου Ασσίζ. 2985. 2) Απάνω μέρου = παραπάνω, προηγουμένως: ώσπερ σας εδειξαμεν απάνω μέρου Ασσίζ. 3529. 3) Από μέρους = ως ένα βαθμό: αποκρισιαρίων αποσταλέντων παρά του βασιλέως—ήσαν δε … Διονύσιος ιερομόναχος … και Δισύπατος Γεώργιος—την μάχην από μέρους κατεπράυναν Σφρ., Χρον. μ. 569. 4) Από μέρους μου, από το μέρος μου· βλ. από 5α. 5) Εις ή σε (κάποιον) μέρος = κάπως, λίγο, ως ένα βαθμό: το μίλημά σου| εις μέρος έναι δύσκολον τινάς να το πιστεύσει Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1685· μήτε δάκρυα … δε φθάνουν (παραλ. 1 στ.), ούτε σε μέρος καν να τη λιγάνουν (ενν. την όργητα) Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ Χορ. [9]· ακούω να είναι εις εσάς χωρίσματα και εις κάποιον μέρος το πιστεύω Χριστ. διδασκ. 131. 6) Εις μέρος = παράμερα, στην άκρα: τον καιρού τα επώδυνα εις μέρος να τα χωρίζω Λίβ. Sc. 1651· πάλιν απεχωρίσθησαν εις μέρος τα φουσσάτα Αργυρ., Βάρν. K 328. 7) Εις μέρος μέν …, εις άλλο δε· βλ. εις έκφρ. 20. 8) Εκ το έν μέρος …, εκ το άλλο = από τη μια …, από την άλλη: εκ το έν μέρος εχάρηκεν, εκ το άλλο ελυπήθη Χρον. Μορ. P 4872. 9) Εκ (του) μέρους μου, εκ το μέρος μου = α) από εμένα, εξ ονόματός μου (για δήλ. προέλ. ή εξουσιοδότησης): υπήρχον εκβεβλημένα (ενν. τα γράμματα) … εκ του μέρους του αυτού αρχιεπισκόπου Λευκουσίας Διάτ. Κυπρ. 5042· τους άρχοντες χαιρέτησεν εκ μέρος του του δούκα Χρον. Τόκκων 1380· β) όσον αφορά εμένα, όσο εξαρτάται από εμένα: να μηδέν η αγάπη σου λιγότερή μοι γένει, επεί εκ το μέρος το εμόν, λέγω σου πιστοτάτως,| ου μη μικρύνει τίποτες Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 5807. 10) Κατά μέρη, κατά μέρος· βλ. κατά εκφρ. 11) Μέρος …, μέρος = α) κατά ένα μέρος (τους) …, κατά ένα άλλο· άλλοι …, άλλοι: μέρος είναι ζωντανά και μέρος είν’ πνιμένα Γαδ. διήγ. 218· μέρος ήτονε νεκροί και μέρος λαβωμένοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 3152· β) από τη μια …, από την άλλη: μέρος καμάριν είχασιν και μέρος λυπηρούνται Βυζ. Ιλιάδ. 323· τα παιδιά τρέμουσι και απομαργώνουσιν εις την σπουδήν· μέρος μεν διά τον πόνον του δαρμού και μέρος διά την ύβριν Σοφιαν., Παιδαγ. 280. Φρ. 1) Γίνομαι εις μέρος = αποχωρίζομαι, αποσχίζομαι: παρευθύς εγένοντο τα δέκα σκήπτρα εις μέρος| και ο βασιλεύς απέμεινεν εις δυο και μόνα σκήπτρα Σπαν. P 238. 2) Έχω μέρος εις κ. = συμμετέχω· (εδώ) ενέχομαι: εάν γίνεται ότι εις άνθρωπος θέλει να σύρει μαρτυρίαν διά ένα άλλον άνθρωπον και έχει μέρος εις το αυτόν έγκλημαν Ασσίζ. 3512. 3) Έχω μέρος με (ή μετά) κάπ. = α) σχετίζομαι, συνδέομαι (φιλικά): μετά με δεν ήθελε ποτέ τση να ’χει μέρος Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 466· ο βλάσφημος ουκ εχει μέρος μετά τον Θεόν Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XII 93· β) μοιάζω: τα γένια του ουκ έχουν μέρος με άνθρωπον Σπανός (Eideneier) Α 410. 4) Θέτω εις μέρος = παραμερίζω, αποβάλλω: εάν τύχει κανείς …| και θέσει εις μέρος τον φόβον Προδρ. III 371 χφ V κριτ. υπ. 5) Κόβονται τα μέρη μου = αποκάμνω, παραλύω (από έντονο συναίσθημα· πβ. και κόπτω φρ. 8): Αφότου γαρ τον έφθασεν αφέντης ο δεσπότης,| εκόπηκαν τα μέρη του και ουδέ να φεύγει ημπόρει Χρον. Τόκκων 2834.μοιράδιον- το· ιμοιράδι, Χρον. Μορ. H 6578· ιμοιράδιν· μεράδι· μεράδιν· μεράδιον· μοιράδι, Συναξ. γυν. 479, Κατζ. Δ΄ 227, Πιστ. βοσκ. V 3, 75· μοιράδιν, Απόκοπ.2 402.
Από το ουσ. μοίρα και την κατάλ. -άδιον. Η λ. σε έγγρ. του 12.αι. (Τσοπ., Italia linguistica 1, 1976, 373). Ο τ. μεράδι σε έγγρ. του 18. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 8, 1958, 202) και σήμ., καθώς και ο τ. μοιράδι, ιδιωμ. (Τσοπ., Italia linguistica 1, 1976, 373).
1) α) Τμήμα, μέρος (συνόλου): Όμηρε εξακουστέ, ειπέ μας και συ μοιράδι| από τα κακά των γυναικών Συναξ. γυν. 450· Της γης αφήνω το κορμί, έπειτα την ψυχήν μου| αφήνω προς την κόρην μου, οπού ʼναι η ζωή μου·| μ’ αν απεθάνει καταπώς βουλή έχει στεριωμένη,| ποιο μου μοιράδι ζωντανό στον κόσμον μ’ απομένει; Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [364]· β) (προκ. για πρόσ.) ομάδα, κατηγορία: στους κάμπους εκατέβηκε με τα φουσσάτα τ’ όλα,| εις τρία μοιράδια χώρισε όλους τους εδικούς του Θησ. Β΄ [524] · και εβάλανε βουλή ότι να χωρίσουνε εις δύο μεράδια ν’ αντισταθούσι των Ουγγάρων Χρον. σουλτ. 8636· και έκαμε (ενν. ο σουλτάνος) μέρος από δαύτους Τούρκους σιλιχτάρηδες και το άλλο μεράδι τους έκαμε σπαχογλάνηδες και το άλλο μέρος τις έκαμε γιανιτσάρους να στέκουνται εις την Πόλη Χρον. σουλτ. 10926· γ) (σε ιδιάζ. χρ. για τους νεκρούς): Αυτοί οπού χαίρουνται έχουν εδώ μοιράδιν,| εκ τούς εθάψαν εις την γην κι επέψαν εις τον Άδην; Απόκοπ.2 137· «Οπού χαίρουνται και αυτοί μοιράδιν έχουν,| αλλ’ απαλησμόνησαν τους οκαί απ’ αυτούς απέχουν …» Απόκοπ.2 139. 2) α) Μερίδιο, μερτικό, κλήρος: Περί αποθαμένης γυναικός και ο άνδρας αυτής έχει παιδία αυτεξούσια, τι επαίρνουν μοιράδι Βακτ. αρχιερ. 137 Εκάστῳ ισοστάθμιον το μοιράδιον δίδου(ν) Παϊσ., Ιστ. Σινά 955 κριτ.υπ· Περί μοναχού οπού έγινεν καλόγερος και ζητά μοιράδι του από τους γονείς του Βακτ. αρχιερ. 167· Των δε Αράβων έκαστος κέκτηται το οικείον| μεράδιον των φοινικών, ος δέκα, ος δε πλείον Παϊσ., Ιστ. Σινά 1784· β) ανταμοιβή, δωρεά: απού ’γράψε τα άνωθε δώσε κι αυτού μοιράδι,| με τους αγαπημένους σου ας είν’ κι αυτός ομάδι Π. Ν. Διαθ. φ. 336β 17· ίτις ο Χάρος μ’ έδωκεν θάνατον εις την γένναν·| ομοίως το βρέφος, τό βαστώ, ήρπασεν μετά μέναν·| από τον κόσμον μ’ έτυχεν μόνο αυτό μοιράδιν Απόκοπ.2 433· γ) φέουδο (Για τη σημασ. πβ. το λατ. κείμ., Αθ. 14, 1902, 319): θέλομέν σοι ποιήσαι Φράγκους εκατόν από τους μουρτεμένους εκ των καβαλλαρίων των ουσών εκείθεν της σκάλας και από τους παροίκους της κοινότητος και των εκκλησιών εξ ών θέλομεν, ίνα ηπορείς επαρήναι δέκα [παρο]ίκους εκ των μοιραδίων και εκκλησιών των ουσών έπωδε της σκάλας Συνθήκ. Καλλ. 319. Εκφρ. 1) Εκ το ιμοιράδιν (ή μεράδιν) μου = εκ μέρους μου, εξ ονόματος μου (εξουσιοδότηση): Εκ το ιμοιράδιν του ρηγός λέγει, παρακαλεί τον| να έλθει εκεί να τον ιδεί Χρον. Μορ. H 5783· ο Γαλεράς τον πρίγκιπα εχαιρέτα| εκ το μεράδιν του ρηγός και λέγει προς εκείνον Χρον. Μορ. P 6578. 2) Διά ιμοιράδι μου = για λογαριασμό μου: Την τένταν γάρ του Κουραδή …| και τα λαμπρά τα άρματα, τα ρούχα, το λογάρι| … εκράτησεν ο ρήγας| διά λόγου κι ιμοιράδι τον Χρον. Μορ. H 7102. Φρ. 1) Έχω μοιράδι σε κάπ. = α) συνδέομαι με κάπ., είμαι οικείος (Πβ. ά. μοίρα φρ. 5): πάντοτες να δοξάζομε την άγια σου μερσίνη,| την εσπλαχνιά σου την πολλή και την ελεημοσύνη,| να ʼχεις εσύ μοίρα σ’ εμάς κι εμείς σ’ εσέ μοιράδι Π. Ν. Διαθ. φ. 336 β 13· β) απολαμβάνω μέρος ενός πράγματος (Πβ. ά. μερτικόν φρ. 2): Αυτείνοι είχαν την αξιάν και την τιμήν και δόξαν,| διχώς μοιράδιν να ʼχομεν κι εμείς τίποτε απ’ αύτων Θησ. (Foll.) I 31. 2) Δεν έχω στη γη μοιράδι = δεν δικαιούμαι από τα αγαθά της γης· είμαι δυστυχής: ειδέ τις έπραξεν κακά … (παραλ. 2 στ.), βρυχάται ο ταλαίπωρος νύκτες και τες ημέρες,| ποσώς ουκ έχει άνεσιν, ουδέ στη γην μοιράδιν Περί ξεν. A 495. 3) Στήνω καλόν μοιράδιν = αποκτώ αξιόλογη θέση: με την σοφιάν του την πολλήν εκέρδισε τον κόσμον,| καλόν μοιράδιν έστησε στο πλάγιν των Ρωμαίων Γεωργηλ., Βελ. 40.ξενικός- επίθ., Ασσίζ. 66s9, 2138, Μαχ. 29617, 50011, 66610· ξενικός, Απολλών. 238.
Το αρχ. επίθ. ξενικός. Ο τ. με αναβιβ. τόνου. Η λ. και σήμ.
1) (Προκ. για πρόσ.) α) που κατάγεται από ξένη χώρα: πραγματευτάδες ξενικούς από άλλην γην και τόπον Φλώρ. 914· γιατρός ξενικός, τουτέστιν οπού έρχεται απουπέρα της θαλάσσης ού απέ την Σαρακηνίαν Ασσίζ. 43726· β) που κατοικεί σε άλλο τόπο: Εάν γίνεται ότι εις άνθρωπος ξενικός έταξάν τον εις ημέραν τακτήν και γίνεται ότι εμπαίνει εις την στράταν διά να έλθει την ημέραν του ... Ασσίζ. 33828· γ) που κατάγεται από άλλη χώρα και συνεπώς δε γνωρίζει όσα αφορούν τον τόπο στον οποίο βρίσκεται· (εδώ με γεν.): Αφέντη, εγώ ως ξενικός άνθρωπος δέ του τόπου| ερώτησα τους άρχοντες οπού ’ναι μετά σένα| και ως πληροφορήθηκα απ’ αυτούς την αλήθεια,| είδα και οφθαλμοφανώς το κάστρο της Κορίνθου,| του Άργου και του Αναπλίου, την δύναμιν τήν έχουν Χρον. Μορ. P 1583. 2) (Προκ. για πρόσ. τρίτο· πβ. ά. ξένος ως ουσ. σημασ. 7): Εάν γένηται ότι οκάτις σκλάβος ή σκλάβα ποιεί καμμίαν αταξίαν ή καμμίαν ζημίαν κανενού ανθρώπου ξενικού Ασσίζ. 1539. 3) (Προκ. για συμμαχικά ή μισθοφορικά στρατεύματα): άλλη (ενν. σύνταξις) πάλιν μετ’ Αινείου,| μετ’ ανδρών ευγενεστάτων (παραλ. 6 στ.)· τα δε ξενικά φουσσάτα| ήσαν γαρ οκτώ συντάξεις| και των επικούρων άλλη Ερμον. Ο 303. Το αρσ. ως ουσ. = αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, ο ξένος: εξηγήθηκά σας πώς εστράφην το ρηγάτον απέ τους Ρωμαίους και εδόθην τους Λατίνους και πώς εφέραν ξενικούς διά την βλέπησιν του τόπου Μαχ. 8816· εσηκώθην μεγάλη χάραξη και ταραχή μεσόν τους λας των αρμάτων τους νέους με τους παλιούς, τους Κυπριώτες, του(ς) Συριάνους και εσκοτώσαν απέ τους ξενικούς β́ ανομάτους Μαχ. 9632· Ακμή όλοι οι Μονεμβασιώται ή και έτεροι ξενικοί οίτινες ευρεθώσιν εκείθεν της σκάλας να ηπορούν θρασέως απελθήναι εις τας αυτών οικίας Συνθήκ. Καλλ. 328.πάκτον- το, Hagia Sophia α 46111, κ 48511, φ1 5039.
Το λατ. pactum. Τ. πάκτο σήμ. ιδιωμ. (Kahane, Sprache 532). Τ. πάχθο σε έγγρ. του 18. αι. (Μπόμπου-Σταμάτη, Πρακτ. Ε′ Παν. Σ 463). Τ. πάχτο σε έγγρ. του 18. αι· (Μπόμπου-Σταμάτη, Πρακτ. Ε′ Παν. Σ 460, 469, 493) και σήμ. ιδιωμ. (Kahane, Sprache 532 και Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.). Η λ. τον 6. αι. (L‑S) και πολλ. σε έγγρ. από τον 11. έως το 17. αι. (Βραν. Ε., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Α′ 1 1212, 17, 26, 930, Act. Lavr. 5532, 5946, 6757, Caracausi 430, Θεοχ., Τζαμπλάκ. 152, Μανούσ., Θησαυρ. 3, 1964, 92, 93, 96, Νικολόπουλος-Οικονομίδης, Σύμμ. Α΄ 292, Πεντόγαλος, Παρνασσ. 16, 1974, 50, 51, κ.α.).
1) Συνθήκη, συμφωνία: θέλομεν ίνα πάντες οι Φράγκοι από τον καιρόν του πάκτου του κυρίου Μάρκου Δάνδουλου εκείνου του δούκος Κρήτης μέχρι και την πρώτην ημέραν, εν ῃ εμούρτευσες, ίνα ώσι Φράγκοι Συνθήκ. Καλλ. 318. 2) α) Ενοίκιο που καταβάλλεται για τη μίσθωση ακινήτου: του οποίου μοναστηρίου έχω έως ζωής μου εις πάκτον το μετόχιον της κυρίας της Γοργοπάκοης Ιερόθ. Αββ. 338. β) (προκ. για φιλοκερδή ανάθεση αξιωμάτων): άρξας ευθύς ανεκήρυξε (ενν. ο βασιλεύς Αλέξιος) τας ενοχάς μη εις πάκτα διδόναι, αλλά τοις εκκρίτοις και ευσυνειδήτοις Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 638, κριτ. υπ. 3) Φόρος υποτέλειας: Μανίας φοβηθείς σφόδρα αποστέλλει πρέσβεις| προς τον βασιλέα ζητών ειρήνην υποσχόμενος και ετήσια πάκτα Χρονογρ. (Λαμψ.) 250.πάκτος- το, Ασσίζ. 7730, 32812, 13, 21, Μαχ. 6081, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 7286, 7934· πάχθος, Χειλά, Χρον. 351· πάχτος, Ασσίζ. 25611, 32820.
Από το ουσ. πάκτον αναλογ. με τα ουδ. σε ‑ος (Βλ. Χατζ., Ξέν. στοιχ. 50). Ο τ. πάχτος σε έγγρ. του 15.-17. αι. (Act. Lavr. 1749, Νικολόπουλος-Οικονομίδης, Σύμμ. Α΄ 290, Μαυροειδή, Δωδώνη 7, 1978, 148, κ.α.) και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β΄ 723, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ. και Άμ., Χιακ. Χρον. 6, 1925, 52). Η λ. στο Somav., σε έγγρ. του 16.-18. αι. (Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15-16 Β, 1961-2, 265, 299, Παπαδάκη, Θησαυρ. 19, 1982, 143, Σφυρόερας, ΕΕΚυκλ.Μ 5, <1965/66> 1966, 639, κ.α.) και σήμ. στην Κύπρο (Ερωτόκρ., Γλωσσάρ. 148).
1) Μίσθωση, ενοικίαση ακινήτου: εκείνος οπού πλερώνει το έφυτον ημπορεί να αφήσει το πάκτος πάσα ώραν οπού να θέλει, διότι πλερώνει όσον καιρόν το εκράτησεν το πράγμα, άνευ ον έχουν έτερον στοίχημαν αναμεταξύ Ασσίζ. 7725· ο κύρης του κήπου ζητά το έφυτόν του εκείνου ού εκείνης οπού έχει το πάχτος τον Ασσίζ. 32819. 2) Ενοίκιο που καταβάλλεται για τη μίσθωση ακινήτου: Ακμή θέλομεν ίνα έχεις όλα τα μοναστήρια του πατριαρχείου πακτωτικώς … πληρώνοντα καθ’ εκάστῳ χρόνῳ διά πάκτος αυτών πλεότερον υπέρπερα δέκα Συνθήκ. Καλλ. 317· εάν ο κύριος ή η κυρία του εφύτου ζητά του πακτωνάρη ή της πακτωναρίας το πάκτος, και εκείνος ουδέν θέλει να το δώσει το έφυτον και λέγει ότι επλέρωσέν τον Ασσίζ. 7816· (εδώ προκ. για μερίδιο της ετήσιας παραγωγής αγρού που αποδίδεται στον ιδιοκτήτη του ως μίσθωμα): αν δεν θελήσει να δώσει το πάχτος και την ανάκαμψιν ή την μουρτήν Βακτ. αρχιερ. (Γκίνης) 292· ογιά πάκτος του αυτού χωραφίου ομπλεγάρεται αυτός ο κυρ Τζανής να δίδει κάθα Αύγουστο στάρι όμορφο αρεσκούμενο του αυτού αφέντη Βαρούχα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 6144. 3) Φόρος: έβαλε να πλερώνουν δέκατον το ρέντον τούς καβαλλάρηδες και παροίκους και ελευθέρους και καππέλλες και τα άλλα πάκτη Μαχ. 60633 κριτ. υπ. 9· έναι οικοκύριος εις τον ναόν του Αγίου Θεοδώρου· ως ότι έβαλε και πάκτος εις αυτόν, να δίδει κατά χρόνον κερίν του αυθέντη, του άρχοντος εκείνου, λίτρες δεκαέξ Χειλά, Χρον. 351.πακτωτικώς,- επίρρ., Συνθήκ. Καλλ. 315 δις.
Από το επίθ. πακτωτικός που απ. σε έγγρ. του 12. αι. (Σάθ., ΜΒ S΄ 62223, 6241). Τ. πακτιωτικώς στο Du Cange (λ. πάκτον). Η λ. σε έγγρ. του 11.-12. αι. (Act. Lavr. 357‑8 και Σάθ., ΜΒ S΄ 6233‑4).
Με μίσθωση, με ενοίκιο: θέλομεν ίνα έχεις όλα τα μοναστήρια του πατριαρχείου πακτωτικώς, δήλον εκείνα α εισίν εκείθεν της σκάλας, πληρώνοντα καθ’ εκάστῳ χρόνῳ διά πάκτος αυτών πλεότερον υπέρπερα δέκα Συνθήκ. Καλλ. 317· τας άλλας επισκοπάς …,| ας ζητείς πακτωτικώς εις υπέρπερα τριακόσια πενήντα καθ’ ενί εκάστῳ χρόνῳ Συνθήκ. Καλλ. 315.παλαιός (I),- επίθ., Προδρ. (Eideneier) IV 29, 180 χφ Ρ κριτ. υπ., Ορνεοσ. 54728, Σπανός (Eideneier) Α 449, Χρον. Μορ. H 3132, Χρον. Μορ. P 1354, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 302 κριτ. υπ., Μαχ. 15210, 19214, 28831, Θησ. Πρόλ. [106], Έκθ. χρον. 182, Πανώρ. Πρόλ. 58, Διγ. Άνδρ. 36013, Λίμπον. 512, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 237, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 90, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 24815, κ.α.· παλαίος, Διγ. (Trapp) Gr. 1655, Ερμον. Υ 79, Χρον. Μορ. H 1354, Χρον. Μορ. P 3132, Λίβ. N 967, Θησ. (Foll.) I 2, Καραβ. 5005, 5037, Χούμνου, Κοσμογ. 1762, Πορτολ. A 20532, Αχέλ. 255, 537, 2407· παλιός, Φαλιέρ., Ιστ.2 179, Κυπρ. ερωτ. 7532, 10726, Πανώρ. Γ΄ 313, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 59, Β΄ 113, Ε΄ 3, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1252, 1270, Στάθ. (Martini) Α΄ 67, Ροδολ. (Αποσκ.) Α΄ 733, Ε΄ 96, 136, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 316, Δ΄ 464, Ιντ. δ΄ 68.
Το αρχ. επίθ. παλαιός. Ο τ. παλαίος και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Ο τ. παλιός και σήμ. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ., Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ. 168, λ. παλ’ός, Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. παλαιό).
1) Μεγάλος στην ηλικία, ηλικιωμένος α) (προκ. για πρόσωπα): Ιστ. πατρ. 17323· σ’ ετούτα τα λαγκά, σιμά στην άσπρη βρύση,| βρίσκεται γεις παλιός βοσκός τσι χρόνους φορτωμένος Πανώρ. Α΄ 265· β) (προκ. για ζώα): Φυσιολ. (Legr.) 715· δείπνο μεγαλότατο μου ’πε να τον ορδινιάσω·| έξι τσικίνια μου ’δωκε να πα να τα ξοδιάσω,| κι ηύρα καπόνους τρεις παλιούς, βυζασταρές και γάλλους| τέσσερις ομορφότατους, καλούς, παλιούς, μεγάλους Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 537, 538· γ) (προκ. για φυτά): πολλά παλαία δένδρα,| ο ήσχιος τους εσκέπαζε την όψιν την αιώνιαν| της γης, όπου ποτέ εκεί ήλιος ουκ εισεβαίνει Θησ. Ζ΄ [373]. 2) (Για πρόσωπα) α) που υπάρχει από το παρελθόν, από παλιά, «παλιός»· (προκ. για φίλο, εχθρό, κλπ.): Λίμπον. 475, Συνθήκ. Καλλ. 302· (εδώ προκ. για στρατιώτη· πβ. νέος 1ε): εσηκώθην μεγάλη τάραξη και ταραχή μεσόν τους λας των αρμάτων τούς νέους με τους παλιούς Μαχ. 9631· β) που έζησε στο μακρινό παρελθόν, αρχαίος: Βακτ. αρχιερ. 154, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5885, Διγ. Άνδρ. 39329, Λίμπον. 484· Φίλιππον τον ελέγασι Λάσκαρη, ’κ τους Ρωμαίους,| τους πρώτους άρχοντες αυτών, εκείνους τους παλαίους Αχέλ. 1193· η κοινή γλώσσα η εδική μας, μη γυρεύοντας εις τούτο το μέρος άλλους καλλωπισμούς, φυσικά όλες τις μετοχές των παλαίων Ελλήνων τες διαλύουν με το ’ριστικόν ρήμα Σοφιαν., Γραμμ. 244· (εδώ προκ. για τους Πατέρες της Εκκλησίας): ακόμη και άλλην μαρτυρίαν του Παύλου θέλω να φέρω,| οπού έπεψεν επιστολήν των παλαιών Πατέρων Συναξ. γυν. 130· γ) (κατ’ επέκταση) σεβαστός, αγαπημένος: Ω μάννα μου παλιά, γλυκύν μου χώμαν,| μέλλει ποτέ το σώμαν — εις τα δάση| ο ύπνος να το φτάσει Κυπρ. ερωτ. 11113· δ) έμπειρος: Μα ’γώ … (παραλ. 1 στ.) δεν θέλω κομπωθεί ποτέ μηδεποσώς γελούμαι,| ότι παλιά δασκάλισσα στην τέχνη αυτή λογούμαι Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [752]· οι Τσερκέζοι την σήμερον δεν είναι διά να τους φοβούμασθεν, διότι ένα καιρόν ήτον ανδρείοι πολεμισταί, όταν είχον βασιλέα τον Καθούγιον εκείνον, ο οποίος είχε στρατιώτας παλαιούς και καλούς και διδαγμένους Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 380· ε) (υβριστ.) άξιος περιφρόνησης, αχρείος, τιποτένιος· Δυο μούδες ογιαμιά γιαμιά, σκύλε, να πα μου κλέψεις,| της Πουλισένας, της παλιάς πουτάνας, να τσι πέψεις! Κατζ. Ε΄ 40. 3) (Για πράγματα) α) που ανήκει ή αναφέρεται στο παρελθόν, που υπάρχει από παλιά· (προκ. για νόμο, συνήθεια, κ.τ.ό.): Πουλολ. (Τσαβαρή)2 583, Σεβήρ., Ενθύμ. 28· (προκ. για την τέχνη· πβ. νέος 3β): ένα μαντί αστροχιόνιστο, βασιλικόν ας βάλει (ενν. η Αρετούσα)| κι ό,τι άλλο η τέχνη εμπόρεσε, παλιά και νια, να δείξει Ροδολ. (Αποσκ.) Γ΄ 45· (προκ. για αγάπη, πόνο, κ.τ.ό.): ως δου (ενν. τα μάτια) άλλα κάλλη και ’ρεχτού, του Έρωτα μηνούσι| και νιαν αγάπη κτίζουνε και την παλιά χαλούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1270· γιάντα τσι παλιούς καημούς και τον παλιό μας πόνο| τώρα ξαναθυμίζοντας σ’ όλους μας καινουργιώνω; Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Α΄ 19· β) (προκ. για κτίσμα, πόλη, λιμάνι, κ.τ.ό.) που κατασκευάστηκε παλιά: Έκθ. χρον. 1726· την Θήβαν την λαμπράν, την πόλιν την παλαίαν Θησ. Πρόλ. [114]· ήλθαν και τα κάτεργα και ενέβησαν εις τον παλιόν λιμιώναν Μαχ. 1526· γ) (προκ. για προϊόν που παρασκευάστηκε παλιά, που είναι παλιάς εσοδείας: Ασσίζ. 24515, Ορνεοσ. αγρ. 5475· (ειδικά για φυτικό προϊόν) ξηρός: Ιερακοσ. 4875· Λαβών … παλιάς σταπίδας άκουκκας εξάγια μ΄ Ιατροσόφ. (Oikonomu) 9418· δ) (προκ. για νόμισμα) παλιάς κοπής· (συνεκδ.) μεγάλης αξίας: ίνα …| λάβεις δε και την προίκα σου εκ ταύτης της ημέρας,| κιντηνάρια είκοσι, νομίσματα παλαία Διγ. Z 2078. Εκφρ. 1) Παλαιά Γραφή/Διαθήκη = το σύνολο των ιερών βιβλίων των Εβραίων πριν από το Χριστό, Παλαιά Διαθήκη: μάλλον και εις την Παλαιάν Γραφήν φαίνεται η ατυχία τους,| ότι ο Θεός ποσώς δεν τας ψηφά, να έχει την ομιλίαν τους (ενν. των γυναικών) Συναξ. γυν. 115· την Παλαιάν του Μωυσή αγίαν Διαθήκην| και την Νέαν της εκκλησίας την παρακαταθήκην Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. 57. 2) Παλαιοί χρόνοι = το παρελθόν: Εδιάβησαν οι παλαιοί χρόνοι των περασμένω,| απού προικιό κιανείς βοσκός δεν είχε γνωρισμένο Πανώρ. Ε΄ 239. 3) Παλαιόν ένδυμα = (θεολ.) παλιός άνθρωπος (βλ. έκφρ. 4): απόδυσαι το παλαιόν ένδυμα του διαβόλου και ένδυσαι τον νέον, τον κατά Θεόν κτισθέντα Φυσιολ. 34430· συ, εάν τι του παλαιού ενδύματος κτήσει και αμβλυωπήσωσί σου οι οφθαλμοί, ζήτησον την νοεράν πηγήν, τον του Θεού νόμον Φυσιολ. 34421. 4) Παλαιός άνθρωπος = (θεολ.) ο παλιός, ο μη αναγεννημένος από το Χριστό άνθρωπος (Για τη σημασ. βλ. και Bauer, Wört., στη λ. 2): ούτω και συ, ω άνθρωπε, ει τον παλαιόν άνθρωπον έχεις ένδυμα, βλέπε μήποτε οι οφθαλμοί της καρδίας σου εμποδισθώσιν· ζήτησον τον νοερόν ανατέλλοντά σοι ήλιον, τον Σωτήρα Χριστόν Φυσιολ. M 326· ανίπτασο εις το ύψος του ηλίου της δικαιοσύνης και απόδυσαι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού Φυσιολ. 34427. 5) Παλαιός λόγος, βλ. λόγος Εκφρ. 7. 6) Τον παλαιόν καιρόν = στο παρελθόν: Εν μέσῳ γαρ των δύο ποταμών εστίν ο τόπος … έχων κάστρη και χώρας αναριθμήτους. Τον γαρ παλαιόν καιρόν ην των Σερβών Έκθ. χρον. 7313· Περί χειροτονίας αυτοκεφάλων αρχιερέων και πώς αυτοκέφαλοι ήσαν οι μητροπολίται τον παλαιόν καιρόν Βακτ. αρχιερ. 185. Το αρσ. ως ουσ. = α) (Παλιός) φίλος: Λαλεί του ο σουλτάνος: «Αρωτούμεν σε ως παλαιόν και εμπιστόν του σπιτιού μας …» Μαχ. 18411· β) οι παλαιότερες γενιές ανθρώπων, οι πρόγονοι: Λίμπον. 279, Επίλ. 85, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1993, Τριβ., Ταγιαπ. 115. Έκφρ. Παλαιός των Ημερών = ο Θεός Πατέρας (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex., στη λ. 4): τότε ανοιχθήσονται οι ουρανοί και καταβήσεται ο Παλαιός των Ημερών Λέοντ., Αποκ. 102632. Το ουδ. ως ουσ. = α) (στον πληθ.) γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν: σαν σε πω τα παλαιά, να γράγω άλλο νόβο Κορων., Μπούας 11· β) (στον εν.) καρπός της σοδειάς των προηγούμενων χρόνων: να σπείρετε τον χρόνο τον όχτατο και να φάτε από την εσοδειά παλαιό ως τον χρόνο τον έννεατo, ως να έρτει η εσοδειά της, να φάτε παλαιό Πεντ. Λευιτ. XXV 22· να φάτε παλαιό προπάλαιο και παλαιό από ομπροστά καινούργιο να βγάλετε Πεντ. Λευιτ. ΧΧVI 10. Έκφρ. Κατά το παλαιόν = σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο (η έκφρ. στο Somav.): η ταπεινότης ημών την ένδοξον επιστολήν της πανεντιμότητος υμών ανά χείρας λαμβάνοντας εις τας πέντε του παρόντος κατά το παλαιόν … Βελλερ., Επιστ. 54.παραδηλώνω,- Διγ. Z 2295.
Το αρχ. παραδηλόω.
1) Δηλώνω, φανερώνω: κατά την του βασιλέως πρόσταξιν απήλθον εις το μοναστήριον … και εύρον την δέσποιναν … Ηι και παραδηλώσας το του βασιλέως θέλημα … Μαλιασσηνού, Ενύπνιο 34551. 2) Ειδοποιώ, μηνώ: Έκραξε (ενν. ο μισίρ Ντζεφρές) δύο από τους Ρωμαίους και γράφει τους πιττάκια (παραλ. 1 στ.)· στου βασιλέως την κεφαλήν το απέστειλεν με εκείνους,| γράψων παραδηλώνοντα να έλθει σπουδαίως εκείσε Χρον. Μορ. H 8322. 3) Ορίζω προφορικά: είτι ο αυθέντης ο δουξ παραδηλώσει ή γράψει ίνα ποιήσεις αυτό έως χρόνον έναν Συνθήκ. Καλλ. 319.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Συνθήκ. Καλλ. 313, Κείμ. αγ. Δημ. 396.