Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- εντροπιάζω,
- Διγ. Z 3174, Διγ. (Trapp) Esc. 222, Συναξ. γαδ. 371, Αχιλλ. L 580, Θησ. (Foll.) I 63, Γεωργηλ., Βελ. 375, Ριμ. Βελ. 926, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 4, Συναξ. γυν. 36 Συναξ. γυν. (Spadaro) 400, Σαχλ. N 113, Σαχλ., Αφήγ. 424, Τριβ., Ρε 245, Ιστ. πατρ. 1109, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 399, Ιστ. Βλαχ. 653, Ερωτόκρ. Α΄ 576, 616, Στάθ. ιντ. β΄ 14, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1225], Β΄ [1118], Διγ. Άνδρ. 32029, 3559, Διγ. O 190, 214· αντροπιάζω, Μαχ. 23030-31, 2564-5, 3425, 45016, Βουστρ. 488· ντροπιάζω. Διγ. Z 361, Διγ. (Trapp) Esc. 53, 151, Χούμνου, Κοσμογ. 698, Συναξ. γυν. 531, 822, 839 (έκδ. τροπ‑· διορθώσ.), Σαχλ., Αφήγ. 658, Κορων., Μπούας 11 (έκδ. τροπ—· διορθώσ.), Βεντράμ., Φιλ. 220, Ερωφ. Δ΄ 607, Ε΄ 265, Διγ. Άνδρ. 3268, Ερωτόκρ. Α΄ 370, Β΄ 4, Γ΄ 150, 296, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [182], Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1243], Γ΄ [1358], Δ΄ [1134], Διγ. O 758, 2758.
Από το ουσ. εντροπή και την κατάλ. ‑ιάζω. Ο τ. αντροπιάζω και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 456). Η λ. και ο τ. ντροπιάζω και σήμ. (Δημητράκ.).
Α´ (Ενεργ.) ντροπιάζω κάπ., εκθέτω κάπ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ.): να μη γελασθεί πάλι| κι εντροπιαστεί (ενν. ο Σινάν μπασιάς) ωσάν πρώτα ᾽κ τον ακουστόν Μιχάλη Παλαμήδ., Βοηβ. 326· μα συ δε μολογάς Θεόν, μα θες να με ντροπιάσεις Ριμ. κόρ. 698· Άν έλθω με του λόγον σου, φοβούμαι μη μας φθάσουν·| κι εσένα θανατώσουσιν κι εμένα εντροπιάσουν Διγ. O 1786. Β´ (Μέσ.) ντρέπομαι (για κ.): στρατιώτη μου, μη λυπηθείς, μηδέ να εντραπείς το Αχιλλ. N 1338. Η μτχ. ως επίθ. = που φέρνει ντροπή· αισχρός (Για τη σημασ. βλ. Πολίτη, Κατζ. σ. 154): να έλθει ομπρός της, ετίμασέν την αντροπιασμένα λογία, λαλώντα της: «Κακή πολιτική, χωρίζεις με από τον άντρα μου!» Μαχ. 21427· ας πάψουν τα καμώματα τούτα τα ντροπιασμένα Κατζ. Β΄ 190.κωλοκτυπούμαι.- Από το ουσ. κώλος και το κτυπούμαι.
Συνουσιάζομαι ανώμαλα?: παρευθύς ησκόλασεν (ενν. η γυναίκα) να κλαίει και να λυπάται,| ήρχεψε να πομπεύεται και να κωλοκτυπάται Συναξ. γυν. (Spadaro) 399.νεράκι- το, Συναξ. γυν. (Spadaro) 388, Διγ. O 75, 1440, 2464.
Από το ουσ. νερό και την κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
Νερό (υποκορ.): δώσ’ με κούπα νεράκι Συναξ. γυν. 388· βρύσες με κρύα νεράκια Διγ. O 2033.οπισθαγκωνίζω,- Κορων., Μπούας 124· ’πισθαγκωνίζω, Πτωχολ. (Κεχ.) P 94· ’πισταγκωνίζω, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 488, Συναξ. γυν. (Spadaro) 408· μτχ. παθητ. παρκ. επισθαγκωνισμένος, Κορων., Μπούας 117· επισταγκωνισμένος, Κορων., Μπούας 142, 145.
Από το επίρρ. οπισθάγκωνα και την κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. ’πισθαγκωνίζω στα Poèm. hist. 24850. Ο τ. ’πισταγκωνίζω στο Somav. (όπου και τ. οπισταγκωνίζω), στα Poèm. hist. 24246 και σήμ. ιδιωμ. (Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β΄ 112, Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Γ΄, λ. πισταγκωνίζω, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.). Οι μτχ. παθητ. παρκ. από επίδρ. της πρόθ. επί. Τ. π’σταγκουνίζου και μτχ. παθητ. παρκ. π’σταγκουνισμένους στην Ίμβρο (Ξεινός, Γλωσσ. Ίμβρου 146).
Δένω κάπ. οπισθάγκωνα: ανιμένουν (ενν. οι φλακιασμένοι), τση φλακής την πόρτα να κτυπήσει,| να έμπει μέσα ο δήμιος να τους ’πισταγκωνίσει Θυσ.2 502· Δέσετε τα χέρια μου| και ’πισταγκωνίσετέ μου| και εις τον βασιλέα με υπάτε Πτωχολ. (Κεχ.) P 85. — Βλ. και εξαγκωνίζω.παρηγορώ (I),- Προδρ. (Eideneier) IV 182 χφφ HK κριτ. υπ., Καλλίμ. 263, 1131, 1137, 1336, 1664, 1768, 1963, 2403, Φλώρ. 98, 108, 187, Ερωτοπ. 264, Λίβ. P 2031, 2401, 2419, Απόκοπ.2 285, Πεντ. Γέν. V 29, XXVII 42, XXXVII 35, XXXVIII 12, Κυπρ. ερωτ. 7516, 24, 1156, 1325, 13317, 14012, 1558, Πανώρ. Ά́ 29, 151, 158, 263, Γ́ 506, Δ́ 302, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 437, Γ́ 82, 112, Δ́ 97, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 859, 1947, Β́ 1503, 1643, Γ́ 822, 878, Δ́ 740, Έ́ 61, 186, 384, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 165, Στάθ. (Martini) Γ́ 290, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 292, 294, Δ́ 45, Διγ. O 2047, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1606, 17916, 19324, 22721, 4292, 52019, 5592, κ.π.α.· παρηγουρούμαι, Συναξ. γυν. (Spadaro) 396· περηγουρούμαι, Φαλιέρ., Θρ. 33, 206.
[Το αρχ. παρηγορέω. Η λ. και σήμ.]
I. Ενεργ. 1) Ανακουφίζω κάπ. από θλίψη, προβλήματα κλπ.: Σπαν. A 402, Λίβ. N 3126· (με σύστ. αντικ.): Έδε το παρηγόρημα τό με επαρηγορούσαν Λίβ. N 2977. 2) Στηρίζω, ενισχύω, βοηθώ, συμπαραστέκομαι σε κάπ.: Σεβαίνουσιν οι άρχοντες, οι συνανάτροφοί του,| να τον παρηγορήσουσιν, να τον καλοψυχίσουν Ιμπ. 158· Ώχου, για ιδές και ελημονήσου μας και παρηγόρησέ μας Εβρ. ελεγ. 162. 3) Ελαττώνω, κατευνάζω, μετριάζω: ήλθεν το πλήθος προς αυτό πάλιν και παρεκάλει| «ελέησον, παρηγόρησον την αγανάκτησίν μας» Σπαν. A 447. 4) Περιθάλπω, θεραπεύω: Κυρ Αχιλλεύς ο θαυμαστός πολλά έναι λαβωμένος,| αλλ’ επαρηγορήθηκεν από τον ιατρόν μας Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7269. II. Μέσ. Α´ Μτβ. 1) Ανακουφίζω, στηρίζω κάπ.: Φίλος εμός ο Κλιτοβών, ον έδωκεν η τύχη| εις τας τοσούτας συμφοράς να με παρηγορείται Λίβ. Sc. 3193· Σύντομα οικονομήσαμεν, την γραίαν κοντοκρατούμεν·| «Μάννα μας», την ελέγαμεν, «παρηγορήθησέ μας» Λίβ. Esc. 2960· (με σύστ. αντικ.): Έδε το παρηγόρημα τό με παρηγορούνται Λίβ. Sc. 2168. 2) Ελαττώνω, πραΰνω (πβ. I4): Ήθελα ...| τους στεναγμούς της τους πολλούς να τους παρηγορούμαι Λίβ. Esc. 3469. 3) Παρηγοριέμαι για κάπ.: επήρεν τη Ρίβκα και ήτον αυτουνού για γεναίκα και αγάπησέ την, και επαρηγορήθην ο Ιτσχάκ ύστερα τη μάννα του Πεντ. Γέν. XXIV 67. 4) Παίρνω από κ. παρηγοριά: είπεν (ενν. το ευνουχόπουλον) την πανεύγενον: «Ένι το δακτυλίδιν| όσον προς την ασχόλησιν, ωραία, την εδικήν σου.| Εδάρε, αντισχολήθησε, παρηγορήθησέ το| και γράφε τον πιττάκιον ποθοβεβαιότερόν σου Λίβ. P 1622. Β́ (Αμτβ.) ανακουφίζομαι: παρηγουρήσου και μη κλαις δάκρυα πικραμένα Συναξ. γυν. 396· Ηπήρα την εικόνα σου, με αυτή επαρηγορούμουν Τριβ., Ρε 151 (έκδ. επαρηγόρουν· διόρθ. Πολ. Λ., Ελλην., 14, 1955, 522)· Διά τούτο και έχεις αφορμήν περίσσια να λυπάσαι| από καρδιάς να τον πονείς, να μη παρηγοράσαι Λίμπον. Αφ. 38 (έκδ. παρηγοράς· διορθώσ.).πικραίνω,- Σπαν. A 361, Λόγ. παρηγ. O 81, 413, 595, Καλλίμ. 2279, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 605, Φλώρ. 1653 δις, Λίβ. P 351, 1317, 2564, Λίβ. Sc. 976, 2360, Λίβ. Esc. 600, 2057, Λίβ. N 1726, 3047, Ιμπ. 549, Χρον. Τόκκων 2942, 2986, Θησ. Γ́ [517], Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 132r, 197v, Πεντ. Γέν XLIX 23, Έξ. I 14, Αχέλ. 575, 1646, Χρον. σουλτ. 4916, 7718, 13010, Διγ. O 181, 1419, 2942, κ.π.α.· πρικαίνω, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1575, Απόκοπ.2 257, Αχέλ. 780, Πανώρ. Ά 189, 367, Β́ 504, Έ 259, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 471, Β́ 294, Γ́ 187, Δ́ 365, Έ 273, Κατζ. Δ́ 406, Βοσκοπ.2 396, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1963, Β́ 1751, 2298, Γ́ 1526, 1677, Δ́ 1229, Έ 940, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 289, 403, Στάθ. (Martini) Ά 27, Β́ 65, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 249, Γ́ ́278, Δ́ 83, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 110, Τζάνε, Κρ. πόλ. 17319, 25619, 30424, 4285, 49012, 56514, κ.π.α.· μτχ. παρκ. πικραμμένος, Μαχ. 4631, 2645, 43631, 49030, 64625, 64627, 65028, Γεωργηλ., Θαν. 55, 188, 391, Θρ. Κύπρ. M 712, Κυπρ. ερωτ. 201, 1163,1319, 1408, 1547· πρικιαμένος, Πανώρ. Á 4 κριτ. υπ., 352 κριτ. υπ., Β́ 418 κριτ. υπ., Γ́ 583 κριτ. υπ., Έ 243 κριτ. υπ., Γύπ. Πρόλ. Διός 83, Κατζ. Ά 34, Β́ 141, Ιντ. κρ. θεάτρ. B́ 1, Δ́ 175, Πιστ. βοσκ. III 6,348, 8,11, 8,28, IV 3,53, 3,149, V 5,398, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) 1756 κριτ. υπ., Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [540], [661].
Το αρχ. πικραίνω. Ο τ. με μετάθεση συμφώνου στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ. (λ. πρικαίνομαι), Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Καθιστώ κ. πικρό (στη γεύση): Ελλίγη χολή πολομά να πικράνει πολλύν μέλιν, ίτσου έναν μικρόν βίτσιον πολομά να ποντιστούν πολλές βιρτούς Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 152. 2) (Μεταφ.) α) θλίβω, στενοχωρώ κάπ.: απόδος ημίν την αδελφήν, ώσπερ ημίν υπέσχου,| και μην πικράνεις τας ψυχάς , καθώς ημίν υπέσχου Διγ. Z 372· Ήξευρε, πατέρα, ότι πολλά με επρίκανες, ωσάν ήκουσα να γυρεύγεις της νύφης σου νοίκια και να τηνε πρικάνεις Γράμμα κρ. διαλ. 7· β) προκαλώ οδύνη, βάσανα, πόνο σε κάπ.· βασανίζω, ταλαιπωρώ: Εύξου με τόν ηθέλησεν η τύχη να πικράνει| την όρθωσιν, το δύσφορον ν’ ανάβω της οδύνης Λόγ. παρηγ. O 423· Ειπέ ότι τον επίκρανες αφότου εγεννήθη,| τον έποικες ως δυστυχήν κι εγέμισές τον πόνους Λόγ. παρηγ. O 586. Β́ Αμτβ. 1) Αποκτώ πικρή γεύση, γίνομαι πικρός, πικρίζω· (σε μεταφ.): ο πόθος| γλυκιά ...έχει ρίζα, μα πρικαίνει| πολλά το πωρικόν τση Πιστ. βοσκ. II 1, 80. 2) (Μεταφ., προκ. για πρόσωπο) θλίβομαι, πικραίνομαι: ο Ιμπέριος τον λόγον του πατρός του| καλά τον αποδέκτηκεν, μα πίκρανεν ατός του·| εσέβηκεν στην κάμεραν και μοναχός καθίζει,| παραπονάται μέσα του, κλαίει κι αναδακρύζει Ιμπ. (Legr.) 170. II. Μέσ. 1) α) Θλίβομαι, στενοχωρούμαι, λυπούμαι: Λόγ. παρηγ. O 277, Καλλίμ. 2279· δεν εδυνήθηκε (ενν. ο γάδαρος) να σηκωθεί απέκει,| έξω να βγει ακ το νερό και να υπά παρέκει·| έκλαιεν, επικραίνουντον πὂπαθε τέτοιον πράγμα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1135· Μηδέν πρικαίνεστε λοιπό, μ’ από καρδιάς χαρείτε,| γιατί το τέλος σήμερο του κόπου σας θωρείτε Πανώρ. Δ́ 359· Θλίβομαι και πρικαίνομαι πως χάνω το παιδί μου ... Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 615· (με αιτ. της αιτίας, βλ. Κριαρ., ΕΜΑ 1, 1939, 34): Μάθε τά πικραίνομαι, γνώρισε τά λυπούμαι Λίβ. P 1494· Επήγασιν οι φρόνιμοι, του βασιλιού τα λέσι| όλοι το επρικαθήκασι και μετ’ εκείνον κλαίσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 366· β) θρηνώ, «πενθώ»: Επικράνθη τριάντα ημέρες ο Τάρειος, οπού ουδέν εξέβηκεν έξω Διήγ. Αλ. E (Lolos) 25719· Ώχου, τώρα πρέπει να κλαύσομε, πρέπει να πικραθούμε.|Ώχου, κακό απού μας ηύρισκε κι αδέξιο που μας ήρτε Εβρ. ελεγ. 166. 2) Ανησυχώ, φοβάμαι για κ.: Ταύτα οπού έγιναν εκεί απάνω, τα εμάθαμεν εμείς ύστερα και πολλά επικραινούμασταν, μην τύχει και καμίαν φοράν εις εμάς Διήγ. πανωφ. 60· Εκάθουντον και έκλαιε (ενν. ένας ξυλοκόπος) και πικραμένος ήτον,| μήνα ελθεί τότ’ ο Ερμής και δει και λυπηθεί τον| και δώσει τον τσικούρια, σαν έδωκε τον άλλον Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 4323. 3) Θυμώνω, οργίζομαι: Ως γαρ είδεν Έκτωρ τούτον (παραλ. 2 στ.) και κατά μικρόν γαρ πίπτων| τον Πολύδωρον εκείνον,| επικράνθηκεν γαρ λίαν| κι εναντίον Αχιλλέως| ως πυρός φλόγαν ομοίως| εις τον Αχιλλέαν τρέχει| κατασείοντα το δόρυ Ερμον. Υ 166· του λέγει: «Αυθέντη, από τους καλεσμένους φιλοσόφους τινάς δεν ήλθεν, μόνον ένας ετούτος». Και ο Ξάνθος επικράνθην πολλά θαρρώντας πως τον εγέλασαν Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 793· πηγαίνοντα είδεν τον η ρήγαινα και επικράνθην και είπεν του: «Eίντα θέλει τώρα ώδε;» Μαχ. 5805. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Θλιμμένος, στενοχωρημένος: ο Γύπαρης απού ποτέ δεν ήτο πρικαμένος,| μα πάντα του χαιράμενος και καλοκαρδισμένος Πανώρ. Ά 51· Εμίσεψε ο Ρωτόκριτος κι η Αρετή ανεβαίνει| στην κάμερά τση κι ηύρηκε τη νένα πρικαμένη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 632· Εις λίμνην δύο βαθρακοί ήσαν κατοικισμένοι,| κι η λίμνη εξηράθηκε, και ήταν πικραμένοι Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 192. 2) Που έχει περάσει/περνάει βάσανα, θλίψεις, συμφορές· δυστυχισμένος, βασανισμένος: και το ταχύ εσηκώνετο κι ήρχετο με την ώρα| πολλή βοήθειαν ήδωκε στην πρικαμένη χώρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 946· Κι ώρες με «ναι» δροσίζει με κι ώρες με τ’ «όχι» πάλι·| τση πρικαμένης μου καρδιάς δίδει φωτιά μεγάλη Πανώρ. Γ́ 436· γή δώσ’ μου σκιας το θάνατο τον πολυζητημένο| να λείψου οι πόνοι εκ το κορμί τούτο το πρικαμένο Πανώρ. Ά 352. 3) Που φέρνει θλίψη, πόνο, βάσανα, θλιβερός: Ήγραφεν ο Πολύδωρος μαντάτα πρικαμένα, πού βρίσκετον η Αρετή με την καημένη νένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 801· Παιδάκι μου, και να θωρείς όνειρο πρικαμένο,| για κείνο κείτεσαι κλιτό και παραπονεμένο; Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 417· (με ουσ. που δηλώνουν χρόνο): Έναν Σαββάτον δύσκολον και πικραμμένην ώραν| βουλήθην κεινός ο παχιάς να βγεί να πα στην χώραν Θρ. Κύπρ. M 198· όντε ξάφνου μού το ’φέρα (ενν. το πολύ πρικύ μαντάτο) (παραλ. 1 στ.) μιαν πικραμένη Παρασκή,|δυστυχισμένη Κυριακή Αγν., Ποιήμ. Ά 69· κι εις καιρόν αναστάσεως, ημέρα πικραμένην, (παραλ. 2 στ.), τα βάθη θέλουν ταραχθεί, τα μνήματα ανοίξει Ρίμ. θαν. 57. 4) Δεινός, επώδυνος: βασιλέα δε ντρέπεται (ενν. ο θάνατος), πτωχόν δεν τον γυρίζει· |θανάτου το ποτήριον πολλά ’ναι πρικαμένο Αλεξ.2 1373· κι εκείνος (ενν. ο έρωτας) μ’ αποφάσισε θάνατο πρικαμένο Πανώρ. Ά 115. 5) (Επιτ., προκ. για μεγάλη στενοχώρια, λύπη, θρήνο): Αφησ’ αυτά τα δάκρυα σ’ εμένανε Καρτίνο,| στο αίμα μου να κάμω εγώ τον πικραμένο θρήνο Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [892]· έτσι δίχως ελπίδα η καημένη,| συντροφιασμένη μόνο από μια δόλιαν και πικραμένην λύπην, οπού σε μένα| όφελος δε χαρίζει; Πιστ. βοσκ. IV 5, 195· (στον πληθ. στην) έκφρ. δάκρυα πικραμένα· πβ. φρ. πικρά δάκρυα, βλ. πικρός 3β: Παρηγορήσου και μη κλαις δάκρυα πικραμένα Συναξ. γυν. (Spadaro) 396· Είν κι άλλοι που ’χουσι ζωήν με δάκρυα πικραμένα,| και μ’ αναστεναγμούς πολλούς, Μυρτίνε, σαν κι έσενα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [519]. Το αρσ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = ταλαίπωρος, δύστυχος, κακόμοιρος: Τώρα στη φυλακή καδενωμένος,| θάνατο εκ το θυμό τού βασιλιά μας| σκληρότατο ανιμένει ο πρικαμένος Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 755· Έτσι με δίχως οφθαλμούς να ’χα γενεί ο καημένος| και μήτε να ’χα γεννηθεί στον κόσμ’ ο πικραμένος Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1222]· Οϊμένα, αποθαμένη| βρίσκομαι η πικραμένη Πιστ. βοσκ. II 7, 2.πομπεύω,- Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1599, Σπανός (Eideneier) D 200, Χρον. Μορ. P 5657, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 498, Σαχλ., Αφήγ. 905, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 267, Δούκ. 616, 10932, 23517, Συναξ. γυν. 743, 1208, Συναξ. γυν. (Spadaro) 399, 400, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2896, Λαυρ., Οπτασία Λ. 378, Πτωχολ. α 113, Μαλαξός, Νομοκ. 329, Πτωχολ. (Κεχ.) P 78, Βίος Δημ. Μοσχ. 676, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κολ. β́ 15, Εβρ. ς́ 6, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 69v, 70v, Νομοκριτ. 73· μπομπεύω· πομπεύγω, Σαχλ., Αφήγ. 904, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 50614· ποπεύω, Συναξ. γυν. 684· μτχ. παρκ. πομπιωμένος, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1136], Μαρκάδ. Πρόλ. 20· πομπωμένος, Σαχλ., Αφήγ. 102.
Το αρχ. πομπεύω. Ο τ. μπομπεύω και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν.) και στο ΑΛΝΕ. Ο τ. πομπεύγω στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., λ. πομπές, Πολ. Ν., Λαογρ. 4, 1912-1913, 646, όπου και τ. πουμπεύγου και πομπεύκομαι). Ο τ. ποπεύω και σήμ. ιδιωμ. (Πολ. Ν., Λαογρ. 4, 647). Η μτχ. πομπιωμένος στο Βλάχ. (πομπιομένος) και σήμ. ιδιωμ. (Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 409, λ. πομπή, Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ., όπου και λ. μπομπιωμένη, Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′ (πομπιομένος, καθώς και λ. μπομπιομένο θηλυκό)· βλ. και Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. μπομπιομένος, Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.) και στο ΑΛΝΕ λογοτ. (και μπομπιωμένος). Η λ. και σήμ. λαϊκ.
I. Ενεργ. 1) α) Κοροϊδεύω, χλευάζω: Χούμνου, Κοσμογ. 546· β) ντροπιάζω: ας φλυαρούσιν οι εχθροί, του λόγου τους πομπεύουν,| όλοι γινώσκουσι το πώς κακήν οδόν οδεύουν Ιστ. Βλαχ. 2691· γ) δυσφημώ: Δε φέρνω περισσότερον, ογιά να μην πομπεύγω| το ρίτο το ρωμαϊκό, γιαύτος το λόγο φεύγω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26117. 2) Επιδεικνύω, προβάλλω: Εκείνος είναι φαρισαίος … οπού σπουδάζει, αν κάμει και τίποτας καλοσύνην, να την μπομπεύσει και να την θεατρίσει εις τον κόσμον Πηγά, Χρυσοπ. 281 (15). 3) Υποβάλλω κάπ. σε δημόσια διαπόμπευση (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Γ́ 184 κε.): μία γυναίκα πόρνην, την οποία είδα μίαν φοράν εις το παζάρι οπού την επόμπευαν και την είχαν και εκάθετον απάνω εις ένα γαΐδαρον και εκράτιεν και ένα παιδίον οπού έκαμε παστάρδικον και το πρόσωπόν της το είχαν αλειμμένον με κοπρίαν Λαυρ., Οπτασία Σ. 109· δείρε τον, μουρτζούφλωσέ τον, κάτσε τον εις το γομάρι και πόμπεψέ τον· είτα εξόρισέ τον από την πατρίδα του Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1562 ιγ́ 22. 4) (Με υποκ. αρσ.) α) βιάζω: Ετρέχανε (ενν. οι Τούρκοι) στ’ αρχοντικά να βρούσινε να κλέψου,| και τες γυναίκες που ’ταν κει να έμπου να πομπέψου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56320· β) έρχομαι σε σαρκική επαφή με γυναίκα, που θεωρείται ότι την ατιμάζει: όταν έλθει ο κακομοίρης,| ο κρουσμένος νοικοκύρης,| έξω απέ το σπίτι να έβγει,|και αυτή διά καύχον πέμπει.| Και εδεκείσε την πομπεύει| και εις τον κώλον της την τρίβει Συναξ. γυν. 809. II. Μέσ. 1) Επιδεικνύομαι: Δε σε θέλει, άνθρωπε, ο Θεός υποκριτήν, να μην είσαι δίκαιος και να φιλονικάς να φαίνεσαι δίκαιος … Δεν θέλει απειθής να είσαι κιόλα να πομπεύεσαι και να θεατρίζεσαι πως είσαι Πηγά, Χρυσοπ. 288 (30). 2) Ντροπιάζομαι, εκτίθεμαι: άφηκεν τον τόπον του κι εμέν, όπου είμαι θείος του, (παραλ. 1 στ.) κι εδιάβη να πομπεύεται εις το ρηγάτο Πούλιας Χρον. Μορ. H 5657. 3) (Με υποκ. θηλ.) έρχομαι σε σαρκική επαφή με άντρα, που θεωρείται ατιμωτική: εντροπήν ουδέν ψηφούν (ενν. οι παντρεμένες),| να ποπεύονται κρυφά Συναξ. γυν. 794. Η μτχ. παρκ. (ιδ. στο θηλ. γένος) ως επίθ. = (υβριστ.) πρόστυχος, ξεφτιλισμένος: θωρείτε τα καμώματα, τά ’χουν οι πομπεμένες,| τά κάμνουν οι πολιτικές, οι παλαιοκουρασμένες Σαχλ., Αφήγ. 624· Εμένα, σκρόφα, λέγεις τα, γαϊδάρα πομπιωμένη! Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1245]· (μετων.) ’Πίβουλη ψεύτρα κι άπιστη, Κορίσκη εντροπιασμένη,| για βλάβη εμένα μοναχού είσ’ ως εδώ φερμένη| από του Άργους τες μεριές, τους πομπιωμένους τόπους,| οπού λυσσάγρα της πορνειάς είναι σ’ όλους τσ’ ανθρώπους Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1227].Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Διγ. Z 3174, Διγ. (Trapp) Esc. 222, Συναξ. γαδ. 371, Αχιλλ. L 580, Θησ. (Foll.) I 63, Γεωργηλ., Βελ. 375, Ριμ. Βελ. 926, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 4, Συναξ. γυν. 36 Συναξ. γυν. (Spadaro) 400, Σαχλ. N 113, Σαχλ., Αφήγ. 424, Τριβ., Ρε 245, Ιστ. πατρ. 1109, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 399, Ιστ. Βλαχ. 653, Ερωτόκρ. Α΄ 576, 616, Στάθ. ιντ. β΄ 14, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1225], Β΄ [1118], Διγ. Άνδρ. 32029, 3559, Διγ. O 190, 214· αντροπιάζω, Μαχ. 23030-31, 2564-5, 3425, 45016, Βουστρ. 488· ντροπιάζω. Διγ. Z 361, Διγ. (Trapp) Esc. 53, 151, Χούμνου, Κοσμογ. 698, Συναξ. γυν. 531, 822, 839 (έκδ. τροπ‑· διορθώσ.), Σαχλ., Αφήγ. 658, Κορων., Μπούας 11 (έκδ. τροπ—· διορθώσ.), Βεντράμ., Φιλ. 220, Ερωφ. Δ΄ 607, Ε΄ 265, Διγ. Άνδρ. 3268, Ερωτόκρ. Α΄ 370, Β΄ 4, Γ΄ 150, 296, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [182], Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1243], Γ΄ [1358], Δ΄ [1134], Διγ. O 758, 2758.