Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 21 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Συναξ. γαδ. (Moennig)

  • ριζικόν
    το, Σπαν. A 577, Σπαν. (Ζώρ.) V 344, 348, Διδ. Σολ. Ρ 52, Ασσίζ. 501, 14610, κ.α., Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 597, Χρον. Μορ. H 6648, Χρον. Μορ. P 4904, 5098, 6648, Φλώρ. 217, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1217, Αχιλλ. L 8, Ιμπ. 63, 366, 769 κριτ. υπ., Χρον. Τόκκων 437, 519, 600, κ.α., Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 23 κριτ. υπ., Lettres 1453 15, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 46, 84, 87, Μαχ. 2626, 62232, Θησ. Γ́ [682], Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 483, Βουστρ. (Κεχ.) 11415, 30010, Διήγ. Αλ. V 27, 42, 84, Κακοπ. 71, Βυζ. Ιλιάδ. 531, 632, Μαλαξός, Νομοκ. 417, 447, Αχέλ. 861, 1831, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 618, 3111, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2818-9, Πηγά, Χρυσοπ. 318 (2) (τετράκις), Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 8336, Κυπρ. ερωτ. 91, 7818, 9729, κ.α., Πιστ. βοσκ. IV 4, 57, IV 5, 96, Ιστ. Βλαχ. 1226, Διγ. Άνδρ. 32322, 36624, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 715, 1538, Β́ 2091, 2243, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 859, Νομοκ. 38624, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [394], [427], [892], κ.α., Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 134, Μπερτόλδος 54, 62 δις, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 20915, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2973, 8107· εριζικό, Χρον. Μορ. P 2482· εριζικό(ν), Χρον. Μορ. P 5627· εριζικόν, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4899, 11181, 11605, Χρον. Μορ. H 1373, 1601, 2482, 5098, 7946, Χρον. Μορ. P 167, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 309, 697, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10514, 1075, 1257, 28716‑17· ριζικό, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2740, Χρον. Μορ. P 280, 1373, Φαλιέρ., Ιστ.2 137, 152, 299, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 224, Θησ. Γ́ [636], Έ [111], Ί [803], Ch. pop. 557, Κάτης (Τικτοπούλου) 106, Αλεξ.2 269, 2356, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 650, 1301, Βεντράμ., Φιλ. 17, 278, Διήγ. Αλ. G 28530, 34, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 190v, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 523, 809, 1929, Πανώρ.2 Ά 27, 190, 269, Β́ 63, 244, Γ́ 118, κ.α., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 48, 105, 447, 565, κ.α., Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 91, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 86, 105, Δ́ 53, 156, Πιστ. βοσκ. I 2, 72, Ι 2, 371, Ι 4, 15, Βοσκοπ.2 270, 308, 456, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 211, 592, 1320, 1877, κ.α., Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 97, Στάθ. (Martini) Ά 236, Β́ 280, κ.α., Ροδολ. (Αποσκ.) Στ. Φιορέντζα Ά 4, Ά 108, 363, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 31, Ά 154, 258, κ.α., Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 99, 173, 208, κ.α., Λεηλ. Παροικ. 5, 601, Διγ. O 1624, 2242, 2872, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22226, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1794· ριζικό(ν), Χρον. Μορ. P 5525, Φαλιέρ., Ιστ.2 245, Θησ. Θ́ [745], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3532, 4121, Πηγά, Χρυσοπ. 318 (2) δις, (4), Πανώρ.2 Έ 122, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 115, Πιστ. βοσκ. IV 5, 93, Κανον. διατ. Α 227, 1085, Β 505-6, 739, Παλαμήδ., Βοηβ. 627, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1829. ρίζικον·
    Το ουδ. του μτγν. επιθ. ριζικός ως ουσ. (Ανδρ., Λεξ., Κουκ., ΒΒΠ Ε’ Παράρτ. 44-45, Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 176, Χατζιδ., ΛΑ 6, 1923, 486-87)· κατά Κοραή, Άτ. 2, 138, Meyer, NS 4, 76-77, Τριαντ., Άπ. 1, 397-8, 439 από ιταλ. risico (<υστλατ. risicum <ουδ. του μτγν. επιθ. ριζικός)· για διαφορ. ετυμ. από το αραβ. rizq βλ. Kahane, Sprache 378, 452-453, Kahane, Ill. Class. St. 3, 1978, 216, 218, 6, 1981, 399· συνοπτική έκθεση των διαφορ. ετυμολ. βλ. Kahane, Graeca et Romanica I 483-491. Για το προθετ. ε στους τ. εριζικό, εριζικόν βλ. Τριαντ., Άπ. 1, 344 και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 684-685]. Ο τ. ριζικό στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ρίζικον (<ιταλ. risico, Kahane, Graeca et Romanica I 489) στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS 4, 76)· πβ. τ. ρίζικο (Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Α΄ 359 σημ. 11, Meyer, NS 76) και επίθ. ρίζικος (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ.) σήμ. ιδιωμ.· τ. ρίζιγο (<ιταλ. risico, Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 176, Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 685] ή <βενετ. risego, Kahane, Graeca et Romanica I 281) σε έγγρ. του 17. αι. (Κουρσάρ. 811), του 18. αι. (Σφυρόερας, ΕΕΚυκλ.Μ 5, 1966, 643, 645, Γκίνης, ΕΕΒΣ 39/40, 1972/73, 230, Κολιός, Θησαυρ. 18, 1981, 330) και σήμ. ιδιωμ. Τ. ρέζεγο στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS 76-77), όπως και τ. ρέζιγο και ρίζεγο (<βενετ. risego, Kahane, Graeca et Romanica I 489· πβ. και γενουατ. rezego, Meyer, NS 77). Τ. ριτσικόν σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS 76). Η λ. στον Ευστάθιο, στο Βλάχ., σε κείμ. του 18. αι. (Φυλλ. Αλ. 88, 89, 136) και σήμ. ιδιωμ. (Λουκά, Γλωσσάρ., Παπαδ. Α., Λεξ., λ. ριζικός, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. ριζικό(ν)).
    1) α) Μοίρα, τύχη, πεπρωμένο: εκάλεσεν ο βασιλεύς όλους τους μάγους, αστρονόμους και αστρολόγους και φιλοσόφους ... και ... λέγει τους: ... θέλω να στέκεστεν εδώ έως να γεννηθεί το παιδίον, να μου ειπείτε το ριζικόν του Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 7523· Τον άνθρωπον λέγεις, πως δεν έχει αυτεξούσιον; Ασεβίζεις! Οι ασεβείς λέγουσιν πως είναι ... το ριζικόν, την μοίραν, οπού μου εκάμασι θεάν Πηγά, Χρυσοπ. 318 (2)· εκείνοι οπού ... τύχην, τουτέστιν ριζικόν, λέγουν ότι έχει ο άνθρωπος, ... να κανονίζονται χρόνους πέντε Μαλαξός, Νομοκ. 418· (συχν. με τα επίθ. καλό, πικρό, κακό, άτυχο, άπονο κλπ.): θωρούμεν ότι ριζικόν καλόν και τύχην έχεις Συναξ. γαδ. (Moennig) 69· Ο Τάρειος πολλά αρίθμητα φουσσάτα ήφερεν απάνω μας· αμή το φουσσάτον το πολύν ουδέν νικάει, αμή το καλόν εριζικόν νικάει Διήγ. Αλ. E (Lolos) 24925· Δεν έχω παραπόνεσην απού σέναν| αμμέ ’πού το πικρόν το ριζικόν μου Κυπρ. ερωτ. 212· τούτον τον πόνον μ’ έδωκεν … το ριζικόν μου το κακό Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 380· τ’ άτυχό μας ριζικό Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ´ 290· τ’ άπονον ριζικό μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [339]· (σε αναδίπλωση με τη λ. μοίρα, τύχη κλπ.· βλ. όμως και A. F. van Gemert [Mαρίνος Φαλιέρος, Iστορία και Όνειρο, σ. 24-25]): Ως δε είναι τα εριζικά κι η τύχη των ανθρώπων,| άλλα σκοπούσιν να γενούν και άλλα τους ευρίσκουν Χρον. Μορ. P 5627· κι αγανακτά την μοίραν του, και κλαι το ριζικόν του Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 182· εβάραινε στο ριζικό και στην πρικιά της μοίρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ´ 734· τούτον τον πόνον μού ’φερεν η τύχη μου η καμμένη,| το ριζικόν μου το κακόν ετούτο μου προξένει Σαχλ., Αφήγ. 605· Λοιπόν την τύχην μέφου αυτήν, ψέγε το ριζικόν σου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 81· Το ριζικό κι η μοίρα σας πάντα ας παιδογγονούσι Στάθ. (Martini) Γ́ 521· προκ. για τον τροχό της τύχης (για μεταβολή, αλλαγή μιας κατάστασης, βλ. και έκφρ. 4): Λίγος καιρός απέρασε, άρχισε να γυρίζει| ξανέστροφα το ριζικόν κι η τύχη ν’ αφανίζει Βεντράμ., Φιλ. 254· εγύρισεν το ριζικό κι η τύχης με τα πάθη Βεντράμ., Φιλ. 314· Εγύρισεν το ριζικόν του αφεντός του δούκα| να ανέβη εις το πλεότερον, την αφεντίαν να επάρει Χρον. Τόκκων 2017· σε μεταφ.: φυσούσι και τα ριζικά σαν κάνου κι οι γιανέμοι Στάθ. (Martini) Ά 64· με εγέλασεν το εριζικόν μου και εφάνη μου ώσπερ της όχεντρας το φαρμάκιν! Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2599· μεστό το ’πωρικό του ριζικού σου Πιστ. βοσκ. I 2, 132· σε προσωποπ.: Το ριζικό ’μαι, ως βλέπετε Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β´ 25· Τα ονόματά μου είνιαι πολλά: Τύχη πολλοί με κράζου| κι άλλοι πάλι Ριζικό και Μοίρα μ’ ονομάζου Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 18· εφάνη μου στον ύπνο μου κι ήλθε το Ριζικό μου Φαλιέρ., Ιστ.2Με τι ρούχα περβατεί ενδυμένον τούτο το καλόν ριζικόν, διά να ημπορέσω εγώ να το γνωρίσω ...; Μπερτολδίνος 101· σε αποστροφή: Ω μαυρισμένο ριζικό, ω τύχη θαμπωμένη Λίμπον. 405· Ωφού, πρικύ μου ριζικό κι αντίδική μου μοίρα,| πόσα γοργό μ’ εκάμετε νύφη γιαμιά και χήρα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 485· Ω ουρανέ, ω ριζικόν, εις ποίον μπορώ να ’λπίσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1179]· Καταραμένο ριζικό! Στάθ. (Martini) Ά 83· σε (γαμήλιες) ευχές: ας είναι καλοπόδαρο πολλά το ριζικό σας Φορτουν. (Vinc.) E´ 351· Το ριζικό κι η μοίρα σας στη δόξα να ριζώνου,| βλαστούς να ρίκτου της τιμής, στον κόσμο να ξαπλώνου (παραλ. 2 στ.) Το ριζικό κι η μοίρα σας να αθιού μαργαριτάρια (παραλ. 11 στ.). Το ριζικό κι η μοίρα σας να τρέχουσι μοσκάτα,| και πάντα νά ’ναι τα βουτσά, να πίνομε, γεμάτα Στάθ. (Martini) Γ́ 509, 513, 525· σε παροιμ. φρ. (βλ. και Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. Παροιμ. σ. 774-782]): όποιος σε φτωχότητα αναθραφεί, ... (παραλ. 1 στ.) ... κι αν τρώγει κι αν κοιμάται,| του ριζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 620· οι φρόνιμοι πολλές φορές τα δύσκολα νικούσι·| κι οπού κατέχει και γροικά, εις έτοια πάθη α λάχει,| αντριεύγει και κερδαίνει τη του ριζικού τη μάχη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 692· Ω ριζικό ακατάστατο, αναπαημό δεν έχεις,| μα επά κι εκεί σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις.| Όντε στα ύψη μας πετάς, τα χαμηλά γυρεύγεις,| κι όντε μας δείχνεις το γλυκύ, τότε μας φαρμακεύγεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 717· δεν είν’ στον Άδη ριζικά, δεν είν’ στον άδη μοίρες,| δεν είν’ στον Άδη κέρδητα, και σώνει σ’ ό,τι πήρες Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1033· β) καλή, ευνοϊκή τύχη: Ο Φλώριος είχεν ριζικόν και ήτον επιδέξιος Φλώρ. 668· ουδέν έχουν ριζικόν να έχουν καλόν αφέντη Χρον. Μορ. P 7946· ει μεν τους έλθει το ριζικόν τον πόλεμον κερδίσουν,| ελπίζουν να ενεμείνουσιν της Ρωμανίας αφέντες Χρον. Μορ. H 3692· τον Θεόν πρέπει να ευχαριστάς ομοίως και το ριζικόν σου Χρον. Μορ. H 280· (εδώ σε αναδίπλωση): Εβασίλευσεν αυτός εις ευτυχίαν και ριζικόν των Ρωμαίων Hist. imp.γ) κακή, δυσμενής τύχη, ατυχία: ως είδεν (ενν. ο μισίρ Ντζεφρές) γαρ το εριζικόν, τον θάνατον του κόντου,|ανέλαβεν την υπόθεσιν το του πασσάτζου εκείνου Χρον. Μορ. H 167. 2) (Προκ. για ανύπαντρη κοπέλα) γάμος, τυχερό: την ομορφιά της καταλεί και φθείρετ’ η καημένη (ενν. η κοπελιά)·| κι εις τέτοιον τρόπον το λοιπόν χάνοντας τον καιρόν της,| ομάδι με την νιότη της χάνει το ριζικόν της Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1080]· ΣΤΑΘΗΣ: Θα ξετελειώσω την παντρειά τση Φέντρας μου, να ζήσω,| ΑΛΕΞΑΝΤΡΑ: (παραλ. 2 στ.) Σήμερο εθώρουν απατά, να ζήσω, τ’ όνειρό ντης,| μόνο γιατ’ είναι ογλήγορα, θαρρώ, το ριζικό ντης Στάθ. (Martini) Ά 236. 3) Ρίσκο, κίνδυνος: της μάχης τα εριζικά κοινά είναι εις τους πάντας Χρον. Μορ. H 5525· ου ξεύρεις εις εριζικόν κοίτεται η στρατεία;| κι όποιος εξεύρει μηχανίαν και πράττει με πονηρίαν| τους αντρειωμένους καταλυεί κι επαίρνει την αντρείαν τους Χρον. Μορ. H 4904· και όταν ήλθε ο Δαβίδ ομπρός εις τον Σαούλ και ηβλέπει τον έτσι νέον έμορφον, ... τον εψυχοπονέθη και δεν ηθέλησε να τον βάλει εις το ριζικόν, να μην τον σκοτώσει ο Γολιάθ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 190r· Και τότες λέγει ο Ιούλιος: Αδελφοί και φίλοι, ει τις θέλει να πάγει, ας υπάγει εις καλήν ώραν, και είτις θέλει να μείνει, ας μείνει ... Και πολλοί απ’ αυτούς εμίσεψαν, αμή οι περισσότεροι έμειναν μετ’ αυτόν εις το ριζικόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 222v. 4) Μερίδιο, μερτικό: χρυσάφιον … και σπίτια θαυμαστά … έλαχαν εις το ριζικόν της πολυαγαπημένης μου θυγατρός, και τα άλλα πάλιν κρύβω τα διά τα άλλα μου παιδία Διγ. Άνδρ. 36018· να υπάμεν την νύκτα να τον πλακώσομεν εύκολα και εξαφνικά. ... Και η κόρη εκείνη η ωραία να είναι εις το ριζικόν σου, σένα, Ιωαννίκιε, να την έχεις διά το γήρας σου Διγ. Άνδρ. 38429. Η γεν. του ριζικού ως επίρρ. (τροπ.) = στην τύχη (για τη σημασ. βλ. Αλεξίου [Ερωτόκρ. σ. 431], Ξανθουδίδης, [Ερωτόκρ. σ. 683], Kahane, Ill. Class. St. 3, 1978, 216-17): Παν τα μαντάτα εδώ κι εκεί, παντόθες το μαθαίνου,| πολλοί κινούν του ριζικού κι εις τα φουσσάτα πηαίνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 872. Εκφρ. 1) (Συν. με προηγ. αν γένηται/γίνεται/λάχει) από/απού (αφορμάς του) (ε)ριζικού, από/απού κανέναν ριζικόν, διά κανενός ριζικού, εις/με κανέναν ριζικόν = (αν) κατά τύχη (συμβεί) (βλ. και από I 17 φρ.): Εάν γίνεται από ριζικού ότι έναν μου αμάλωτον ένι αστενής απού κοιλιακόν ... Ασσίζ. 43412· Εάν γένηται απού ριζικού ότι είς κλέπτης εμπαίνει εις κανέναν σπίτι ... Ασσίζ. 1905· ... ειδέ απού αφορμάς του ριζικού, ουδέν ένι εκείνος κρατούμενος ... Ασσίζ. 2948‑9· αν λάχει από του εριζικού τον πρίγκιπα να πιάσεις,| κι αφόν τον πιάνεις, έχε τον, κερδαίνεις και τον τόπον Χρον. Μορ. H 4969· Εάν γένηται από κανέναν ριζικόν ότι ... Ασσίζ. 1824· Εάν γένηται από κανέναν κακόν ριζικόν ... Ασσίζ. 16218· αν γίνεται απού κανένα κακόν ριζικόν, ότι ο υιός ού η κόρη βάλλει χείραν επί τον πατέρα του ... Ασσίζ. 43812· Εάν γένηται ότι απού κανέναν ριζικόν ... Ασσίζ. 10721· Εάν γίνεται διά κανενός ριζικού ότι οκάτινες άνθρωποι, ού οκάτινες γυναίκες, παίρνει ού κλέπτει τας όρνιθάς μου ... Ασσίζ. 45023· Εάν γένηται εις κανέναν ριζικόν ότι ... Ασσίζ. 1775· Εάν γένηται με κανέναν ριζικόν ... Ασσίζ. 14031. 2) Διά του ριζικού μου, του κλπ., διά/με το ριζικόν/ρίζικόν μου, του κλπ. = για/κατά καλή/κακή μου, του κλπ. τύχη (βλ. και σημασ. 1β, 1γ): εάν εκείνος ο βαπτισμένος, ή βαπτισμένη είχαν κάμειν αφού ελευθερώθησαν, χωρίς πράγμα του κυρίου τους, αμμέ παρά του νου τους, και διά του ριζικού της ... ορίζει το δίκαιον ότι όλον να ένι των τέκνων του εκείνον το είχεν, με δίκαιον Ασσίζ. 14511· διά τα γραψίματα, απού έπεψα, ετραβενίασεν το σκάνταλον, διά το ρίζικόν μου. Έχετε ολλίγην απομονήν! Βουστρ. (Κεχ.) Β 3019‑10· ο είς έχει πλείον παρά τον άλλον απέ τό έκαμεν, ... ή εδόθην του, ή εύρεν τα με το ριζικόν του Ασσίζ. 1694. 3) Εις εριζικόν = στην τύχη: Μετά μεγάλης των χολής, μετά πολλής πικρίας| υπάγουσι εις εριζικόν όπου και ως τους ρίψει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13056. 4) Κύκλος του ριζικού, βλ. κύκλος 5 έκφρ. Φρ. Σύρε εις το (ε)ριζικό(ν) (το δικό) μου/πάγω στο ριζικό σου (προκ. για εκτέλεση διαταγής, βούλησης ανωτέρου): σύρε, όπου εύρεις τον υιόν του Φιλίππου τον Αλέξανδρον, και να μου τον φέρετε εις την βασιλείαν μου ... Και σύρε εις το ριζικό το δικό μου και ο Θεός της Περσίας μετά σου Διήγ. Αλ. G 2698‑9· σύρε εις το εριζικόν μου και ο θεός της Περσίας να ένι βοηθός σου Διήγ. Αλ. E (Lolos) 24320· Με δύναμιν του Ιησού Χριστού πάγω στο ριζικό σου,| αυθέντα μου εκλαμπρότατε, ο δούλος ο δικός σoυ Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2115.
       
  • ροντζεύω.
    Από το ιταλ. ronzare (βλ. Τριαντ., Άπ. 1, 402, 403, 404).
    Εκτινάσσω κ. ή κάπ., σπρώχνω μακριά με δύναμη: Ο γάδαρος βολίζει τον (ενν. τον λύκον) ... και κρου τον| με όλην του την δύναμιν, ...,| και εκτύπησέν τον με θυμόν και εχαρβάλωσέν τον.| Εν πρώτοις τον ερόντζεψε στην μέσην του πελάγους Συναξ. γαδ. (Moennig) 313.
       
  • σκλόπος
    ο, Καναν. (Pinto) 310, Σφρ., Χρον. (Μaisano) 4425 κριτ. υπ.
    Από το μεσν. λατ. sclopus (Ανδρ., ΛΔ 2, 1940, 153-154· βλ. όμως και Kahane, Sprache 571). Πβ. λ. σκιόππος σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (<ιταλ. schioppo, Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2), καθώς και ά. σκιπέτ(τ)ον. Η λ. στο Du Cange (λ. σκλώπος)· βλ. και LBG (λ. σκλώπος).
    Είδος τουφεκιού (βλ. και Λάμπρ., ΝΕ 5, 1908, 410): Ισταμένου γαρ αυτού (ενν. του Τουστουνία) και αντιμαχούντος, ελθούσα βολίς εκ σκλόπου δέδωκεν αυτόν εις τον δεξιόν πόδα Έκθ. χρον. 1327· (εδώ μεταφ.): Εκ την κοιλίαν του εξέβαλεν (ενν. ο γάδαρος) ωσάν απελατίκι| μακρύ, χοντρόν και έμπροσθεν είχεν ωσάν καπάσι (παραλ. 10 στ.), ομοιάζει η κοιλία του έχει αρματοθήκη:| ματσούκας και κοντάρια, χοντρά απελατίκια,| σκλόπους, λουμπάρδας, βόλια, δισάκια γιομάτα Συναξ. γαδ. (Moennig) 339.
       
  • στέργω (I),
    Κομν., Διδασκ. Δ 108, Σπαν. P 37, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 98, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 505, Χρον. Μορ. H 982, Χρον. Μορ. P 8673, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 241, Συναξ. γαδ. (Moennig) 259, Σαχλ. Β΄ (Wagn.) PΜ 622, Λίβ. διασκευή α 1214, Λίβ. Esc. 1129, Χρον. Τόκκων 1517, Λίβ. Va 343, Ιμπ. 151, Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 105, Φαλιέρ., Ιστ.2 345, Αργυρ., Βάρν. K 48, Σφρ., Χρον. (Maisano) 8418, Θησ. Β́ [973], Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 202, Συναξ. γυν. 35, Έκθ. χρον. 2411, Ιμπ. (Yiavis) 770, Κορων., Μπούας 141, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 332v, Δεφ., Σωσ. 122, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ή́ [295], Κακοπ. 91, Βυζ. Ιλιάδ. 970, Μαλαξός, Νομοκ. 89, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 611, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 650, Χρον. σουλτ. 7033, Ιστ. πολιτ. 812, Ιστ. πατρ. 8011, Zygomalas, Synopsis 123 A 15 δις, Πηγά, Χρυσοπ. 232 (5), Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 13911, Δωρ. Μον. XXV δις, Κυπρ. ερωτ. 14218, Παλαμήδ., Βοηβ. 47, Σταυριν. 1203, Ιστ. Βλαχ. 1063, Διγ. Άνδρ. 3674, Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 2616, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 77v δις, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 784 ρια΄ 3, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 1078, Λίμπον. 230, Χριστ. διδασκ. 56 σημ., Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 435 δις, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8854, κ.π.α.· εστέργω, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 18· στρέγω, Χρον. Μορ. P 982, 1767, 6381, 6686, Αχιλλ. (Smith) O 236, Λίβ. Va 780, 3107, Κατζ. Γ́ 138, Παλαμήδ., Βοηβ. 681, Hagia Sophia ν 5451· γ́ πληθ. αορ. εστεργόντησαν, Χρον. σουλτ. 12831, 33· παθητ. αόρ. εστεργήθην, Χρον. Μορ. H 1015, 6686, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 255, Βίος Αισώπ. (Eideneier) Ε 29426, Χρον. σουλτ. 374· εστέργην, Χρον. Μορ. H 431, 967.
    Το αρχ. στέργω. Ο τ. εστέργω από μετρ. αν. Ο τ. στρέγω στο Somav., σε έγγρ. του 16. αι. (Κασιμ., Έγγρ. 163 (254)) και σήμ. λαϊκ. Τ. στρέχω σε έγγρ. του 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 22, 1977, 14) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., λ. στρέγω, ΛΚΝ, λ. στρέγω). Για τους παθητ. αορ. εστεργήθην και εστέργην βλ. και Lex. Chron. Mor., λ. στέργω/στρέγω. Η λ. και σήμ.
    Α´ Μτβ. 1) Αγαπώ, εκτιμώ, τιμώ κάπ.: Οπόταν θέλεις κτήσεσθαι μετά τινος φιλίαν,| πολυπραγμόνει, μάνθανε, ψηλάφα, κατερώτα (παραλ. 1 στ.) μάλλον αν είχεν προ εσού φίλον και πώς τον είχεν (παραλ. 1 στ.). Καν μάθεις ότι καθαράν εφύλαξεν αγάπην,| τότε και συ αναγκαλίσου τον και δέξου τον ως φίλον.| Ει δ’ εις τον πρώτον έσφαλε κι ουκ έστερξεν ως φίλον,| φεύγε όσον το δύνασαι, αποχωρίσθησέ τον Σπαν. A 94· τον εκρατούσαν (ενν. τον Παλαμήδη) άπαντες μικροί και μεγάλοι ώσπερ Θεόν και ηγαπούσαν και έστεργάν τον από καρδίας, ότι είχεν σοφίαν και φρόνησιν ισχυράν Τρωικά 5272· (προκ. για συζύγους): Ο δε βασιλεύς Ιωάννης ην μη στέργων την σύνοικον· η κόρη γαρ τῳ μεν σώματι και μάλα ευάρμοστος· ... όψις δε και χείλη … και οφρύων σύνθεσις αειδεστάτη Δούκ. 13712. 2) α) Δέχομαι, αποδέχομαι: αποκρισάρην έστειλε (ενν. ο Σερμπάνος εις τον Σέκελ Μωυσή) και δώρα να του πάγει (παραλ. 1 στ.), να παύσει εκ τον πόλεμον, να παύσει των σκανδάλων (παραλ. 5 στ.)· αγάπην δεν ηθέλησε, μηδ’ έστερξε τα δώρα Ιστ. Βλαχ. 129· Θυσίαν και προσφοράν και ολοκαυτώματα και θυσίαν περί αμαρτίας δεν ηθέλησες ουδέ έστερξες (ενν. Χριστέ) Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εβρ. ι’ 8· (μέσ.): Στέργομαι την αγάπην σου, έρχομαι εις θέλημάν σου,| να γένω στράτα να πατείς και γης διά να περάσεις Ερωτοπ. 252·   β1) (προκ. για πρόσωπο) αναγνωρίζω το κύρος, την εξουσία κάπ.: Ήσαν και άλλοι άρχοντες έντιμοι της συγκλήτου| και τον λαόν ιλάρωσαν να στέρξουν την κυράν τους (ενν. την βασίλισσαν) Χρον. Τόκκων 1224· τους όρισεν (ενν. ο σουλτάνος τους κληρικούς) ότι να κάμουν άλλον πατριάρχην, και εκείνον τον πρώτον τινάς να μηδέν τον ενδέχεται ουδέ να τον εστέργει Ιστ. πατρ. 1324· ατίμησες την βασιλείαν, το γένος των Ρωμαίων·| ποίος να στέρξει αποτουνύν Ρωμαίου τινός ανθρώπου; Χρον. Μορ. P 671· β2) παραδέχομαι, αναγνωρίζω κ. ως έγκυρο, νόμιμο ή αληθινό: γνους (ενν. ο πάπας Ευγένιος) την αδυναμίαν των ανατολικών Ρωμαίων, ήλπισεν ευκόλως ποιήσαι την ένωσιν και στέρξωσι τας δόξας των Λατίνων Έκθ. χρον. 68· μήτε την Κυρίαν ημών Δέσποινα Θεοτόκον έστερξαν (ενν. οι ασεβείς) ότι, ναι, αυτή τον εγέννησεν (ενν. τον Υιόν του Θεού) και παρθένος ήτονε και παρθένος έμεινεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 30r· δεκαεπτά επίσκοποι … δεν έστερξαν την πρώτην αγίαν Σύνοδον Ροδινός (Βαλ.) 151· (αμτβ., σε προτροπή): στέρξε, εγνώρισά τον,| ακόμη ολομόναχος στέκεται στον δρυμώνα.| Καλά τι έναι άθλιος, όλος αλλοχροιασμένος,| πλην στέρξε, τι αυτός έναι, ουκ είμαι λαθασμένος Θησ. Έ́ [65, 8(νομ.): Εγώ, ο άνωθεν ειρημένος Μιχαήλ, στέργω και ’μολογώ τα άνωθεν ειρημένα Ολόκαλος 1714· Περί διαθήκης μαρτύρων, οπού μαρτυρούσιν εις ταύτην, και ότι οι μοναχοί δεν μαρτυρούν ουδέ στέργεται η υπογραφή των Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 646 λγ́ 2·   γ1) συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι: εγώ, ωσάν ήκουσα τους λόγους του, επίστευσα και έστερξα να τον συνοδεύσω ανεξετάστως Διγ. Άνδρ. 36916· Εις τούτο η αρχόντισσα, ως φρόνιμη όπου ήτον,| εσυγκατήβη, έστερξεν ότι να πάρει άντραν Χρον. Μορ. P 7369· Μόνο να τους μηνύσομε για να παραδοθούνε,| να πάψει ο φόνος ο πολύς, να μην αντισταθούνε·| ειδέ και δεν το στέρξουσιν, όλους χαλάσετέ τους Διακρούσ. (Κακλ.) 407· (αμτβ.): Οπού με παρθένον κόρην σμίξει, με το θέλημα μεν εκείνης χωρίς δε να το ηξεύρουσιν οι γονείς της, όταν η πράξις που έκαμεν φανεί, ει μεν θέλει να την πάρει γυναίκα και συναινούσι και στέργουσι και οι γονείς, ας γένει ο γάμος Zygomalas, Synopsis 214 Κ 48· ακούσας ο Νοταράς περί τούδε του οφφικίου έστερξε, πλην εκουσίως ή ακουσίως ουκ οίδα Ψευδο-Σφρ. 36832· ποιήσαντες γαρ ένωσιν οι μεν, οι δε, εναντιούμενος γαρ ο Εφέσου ουκ ηθέλησεν υπογράψαι, άνευ γαρ εκείνου οι πάντες έστερξαν και υπέγραψαν Έκθ. χρον. 76· (μέσ.): οι Τούρκοι οπού ήσανε στην Καλλίπολη … είπανέ του ότι: «εμείς δεν στεργόμεσταν να δώσεις την Καλλίπολη των Ρωμαίων» Χρον. σουλτ. 5822· γ2) (για συμφωνία, συνθήκη, κ.τ.ό.) συνομολογώ: σαν γενεί συνήβασις και να στερχθεί αγάπη,| τότε ο όρκος γίνεται με την χαράν γεμάτη Ιστ. Βλαχ. 1439· διοριάν της έδωκεν (ενν. ο Θησεύς της Ιππόλυτας) να πάρει την βουλήν της (παραλ. 1 στ.), τες συμφωνιές του να στερχθεί διά το καλύτερόν της Θησ. (Foll.) I 45· δ) επιδοκιμάζω, εγκρίνω· επικυρώνω: Ηκούσας τούτο ο ευγενής αυτός ο Καμπανέσης,| και όλοι γαρ οι έτεροι οπού ’σαν της βουλής του,|τον σερ Τζεφρέν επαίνεσαν, τον λόγον του εστέρξαν Χρον. Μορ. P 1672· να του συντύχουν (ενν. του βασιλέα) φρόνιμα …,| τες συμφωνίες όπου έποικεν ο υιός του με τον πάπαν,| αν ένι ότι αρέσουν του και θέλει να τες στέρξει Χρον. Μορ. H 567· (μέσ.): οι Γενουβήσοι δεν εστεργήθησαν ταύτα τα λόγια, μόνε εκάμανε αμάχη με τον σουλτάνο Χρον. σουλτ. 10316· προστάγματα του έποισαν με κρεμαστές τες βούλλες,| την δύναμίν τους του έδωκαν κι υπόσχεσιν εποίκαν,| το ό,τι ποιήσει να στρεχτούν και να το εκπληρώσουν Χρον. Μορ. P 318· ε) ανέχομαι, υπομένω: Στάσου ομπρός μας όμορφα και πες μας την αλήθεια,| και μη μας λες, κυρ γάδαρε, αυτά τα παραμύθια.| Αυτά ’ναι λόγια των κλεπτών και ψεματολογίες,| ου στέργομε, ου θέλομε τέτοιες μυθολογίες Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 350· Θεός οργίσθην τον (ενν. τον Σερμπάνον), να τον διώξει θέλει,| διότι δεν εφύλαξε τάξιν της αφεντίας,| αμή εκαταφρόνεσε κι έκαμεν ασωτίας (παραλ. 1 στ.), και ο Θεός δεν έστερξε τόσας παρανομίας Ιστ. Βλαχ. 246· εμείς να είμεστεν Τούρκοι και οι χριστιανοί να μας ορίζουν και να μας κρούγουν; Ημείς αυτό δεν το στέργομε Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 38v· Στέργετε την ασχόλησιν, ποτέ μη αδημονάτε·| η αναμονή καλή έναι, πληρώνει ακέραιον πράγμα Λίβ. Va 985. 3) (Για λόγο, υπόσχεση, όρκο, φιλία, κ.τ.ό.) τηρώ, κρατώ: Υιέ, …| μη είσαι και διπρόσωπος, μη είσαι ψεματάρης·| τό θέλεις ειπείν εξαρχής, στέργε το μέχρι τέλους,| και ούτως να σ’ έχουν εις τιμήν διά το ’ποληπτικό σου Σπαν. (Μαυρ.) P 279· Από όσα τους ετάχθηκεν εκείνη η κυρά τους,| κανένα δεν τους έστερξεν, μάλλον και έσφαλέν τους Χρον. Τόκκων 1287· τον όρκον του ο ασεβής ποσώς ου στέργει τούτο,| διατ’ είναι γένος άπιστον και πλήρης γέμον δόλου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 498. 4) Θέλω, επιθυμώ: τέτοια κόρην ευγενική …| να την αφήσω δεν μπορώ, ο νους μου δεν το λέγει| να ’ναι μέσα στα σκοτεινά, μηδ’ ο Θεός το στρέγει Μαρκάδ. 208· οι μπασιάδες, ο βασιλεύς στην Κωνσταντίνου πόλη| τον εφοβούνταν (ενν. τον Μιχαήλ) περισσά και τον είχασιν χρεία,| ότι δώρα του έστειλαν μέσα εις την Βλαχία,| στέργοντας την φιλίαν του, μ’ αυτούς αγάπην να ’χει,| να μη τους έχει έχθρηταν μηδέ να κάμν’ αμάχη Παλαμήδ., Βοηβ. 415. 5) Πιστεύω, νομίζω: αν ήτον μπορεζάμενον η νιότης να πουλιέτον,| στέργω κανένας γέροντας στον κόσμο να μην ήτον,| στέργω τον βιον του να έδιδε, να μνίσει με το ιμάτι,| μόνον να εξανάνιωνε το παλαιό δερμάτι Κακοπ. 182, 183· θέλω γράψει προς εσέν και όνειρον οπού είδα| και στέργω να ’ναι για καλό Φαλιέρ., Ενύπν.2 10. Β´ Αμτβ. α) Έχω ισχύ, εξουσία: την εξουσίαν του έδωκε (ενν. ο Χριστός του αγίου Πέτρου) να δέσει και να λύσει·| όσον ποιήσει εις την γην, εις ουρανούς να στέργει Χρον. Μορ. H 778· β) (νομ., για διαθήκες, νομικές πράξεις) ισχύω, είμαι έγκυρος: Η διαθήκη του αιχμαλώτου, οπού εποίησε προτού να αιχμαλωτισθεί, στέργει Νομοκριτ. 101· Περί αφηλίκων οπού είναι υπό επιτρόπων, ότι χωρίς της γνώμης των επιτρόπων δεν κάμνει τίποτες, ότι, αν κάμνει, δεν στέργει, και είτι πουλήσει άνευ γνώμης του επιτρόπου, ύστερον τα επαίρνει οπίσω Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 11130. Το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. = (νομ.) εγκυρότητα, νομική ισχύς (για τη χρ. βλ. και Hesseling-Pernot [Ερωτοπ. σ. 185]· απ. και σε έγγρ. του 16. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 464) και 17. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 89, 94)· βλ. και ά. στέργος): Η δε τριακοστή ενάτη (ενν. νεαρά) του κυρ Λέοντος περί διαθήκης, οπού δεν βουλλώσει ο άρχων του τόπου, λέγει ότι και εκ μόνης των μαρτύρων της υπογραφής να έχει το στέργον Νομοκριτ. 100· Εκράτησαν δε μόνον εκείναι (ενν. αι νεαραί), αι οποίαι διελάμβαναν κρίσεις που οι παλαιοί νομοθέται δεν έγραψαν ή ... τόσον καθαρά δεν εφανέρωσαν. Και έχουσι το κύρος και στέργον και βέβαιον Zygomalas, Synopsis 247 Ν 20· (μεταφ.): Εντρέπομαι να σε το πω, κυρά μου, ότι αγαπώ σε.| Κι εσύ, κυρά, δειλιάζεις το να πεις ότι αγαπάς με. (παραλ. 1 στ.) Εγώ, αν το πω, δειλιάζω το μήπως με απολογιάσεις,| κι εσύ, αν το πεις, πανέμνοστη, έχει το στέργον, κόρη,| και να ’ναιν σαν χρυσόβουλλον, κατάλυσιν να μη έχει Ερωτοπ. 544.
       
  • στόμα
    το, Προδρ. (Eideneier)2 B́ 19-11 χφ Η κριτ. υπ., Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 242, Καλλίμ. 588, Ιερακοσ. 3561, 3853, Ορνεοσ. 58123, Διγ. (Trapp) Gr. 1084, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1743, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 358, 2170, 4997, Χρον. Μορ. Η 3341, Χρον. Μορ. P 7891, Συναξ. γαδ. (Moennig) 229, Σαχλ., Αφήγ. 31, Λίβ. διασκευή α 530, Αχιλλ. (Smith) N 534, Λίβ. Va 453, 1095, Θρ. Κων/π. Πολλ. 2499, Δούκ. 3873‑4, Θησ. Γ́ [816], Ch. pop. 22, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2451, 3114, Γεωργηλ., Θαν. 613, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 29, Ονειροκρ. Ιβ. 16, Γιατροσ. Ιβ. 22, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 4919, Συναξ. γυν. 458, Απόκοπ.2 65, Σκλάβ. 165, Κορων., Μπούας 34, Βεντράμ., Γυν. 132, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 155r, Πεντ. Γέν. IV 11, XXV 28, Έξ. IV 11, XVII 13, Λευιτ. XXIV 12, Αρ. IV 27, IX 18, XVI 30, Δευτ. XIII 16, XVII 11, Πορτολ. Α 715, Β 431, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 14314, Χρον. σουλτ. 8329, 30, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1637, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1531, Μορεζ., Κλίνη φ. 317r, Πανώρ.2 Ά́ 287, Β́ 195, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 130, Ε Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 72, 103, 197, Ιστ. Βλαχ. 1557, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11329, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1644, Β́ 1163, Γ́ 7, Δ́ 1031, Βελλερ., Επιστ. 5430, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 253, Στάθ. (Martini) Ά́ 111, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 109, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1524, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 48, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 240, Δ́ 209, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2302, 46022, Hagia Sophia ν 55415, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 55, 1005, 4520, κ.π.α.· στόμαν, Σταφ., Ιατροσ. 11293, Aσσίζ. 37523—24, Βέλθ. 891, Χρον. Μορ. P 3341, Πουλολ. (Eideneier) 161, 301, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 430, Λίβ. διασκευή α 1658, Λίβ. Esc. 1558, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 290, Ιμπ. 600, Μαχ. 1223, Θησ. Ή́ [637], Χούμνου, Κοσμογ. 370, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1371, 1405, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 90, Πορτολ. Α 4414, Μορεζ., Κλίνη φ. 317r, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 978, Δ́ 1750, κ.α.
    Το αρχ. ουσ. στόμα. Ο τ. στόμαν στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 800, Παπαδ. Α., Λεξ., στόμα(ν)). Η λ. και σήμ.
    1) α) Το ανθρώπινο στόμα: Πότε κρατήσω χέριν της και χείλη της φιλήσω| και γεμισθεί γλυκύτηταν το στόμα μου απ’ εκείνην; Λίβ. διασκευή α 1661· λευκόν είχε το πρόσωπον και δροσερόν ως κρίνον (ενν. η Πολυξένη),| χείλη ως ρόδον κόκκινα, στόμα μικρόν, ωραίον·| πλέον άσπριζε το στήθος της παρά το χιόνι το άσπρον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2254· (προκ. για νεκρό): πέψε τση φύσης θάνατο πάραυτας να με πάρει,| να μου σφαλίσει ο κύρης μου τα ματια και το στόμα,| να κάμει λάκκο του κορμιού, να το σκεπάσει χώμα Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 875· (για να δηλωθεί λύσσα ή, μεταφ., μεγάλη οργή· βλ. και ά. αφρίζω σημασ. 2): αφρίζει και το στόμα του (ενν. του γέροντος) ’ν’ ωσάν λυσσιάρη σκύλου Κακοπ. 54· Ο ρήγας εσηκώθηκεν, το στόμαν του και αφρίζει,| και προς τον Απολλώνιον έτοιας λογής αρχίζει: «Σύρε να φύγεις αποδώ, γλήγορα, μην αργήσεις| ...!» Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 165· α1) τα χείλη: μακρέα μαλλία ολόξανθα, μεγάλα μάτια ωραία,| εύμορφοι, καλοπρόσωποι, τα στόματα, τας ρίνας·| πάνυ ευειδείς και άνδρειοι υπήρχασιν εκείνοι (ενν. οι αδελφοί της Ελένης) Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2062· Κι αφόν ομόσει ο πρίγκιπας ούτως ωσάν το λέγω,| ενταύτα αρχάζουν οι άπαντες λίζιοι του πριγκιπάτου| και κάμνουσιν τα ομάτζια στον πρίγκιπαν εκείνον.| Επεί η λιζία που γίνεται, φιλιούνται εις το στόμα,| κι ένι το πράγμα επίκοινον αμφότερων των δύο·| ούτως χρεωστεί ο πρίγκιπας την πίστιν προς τον λίζιον| ωσάν ο λίζιος προς αυτόν, ουκ ένι διαφωνία,| άνευ η δόξα και τιμή όπου έχει πάσα αφέντης Χρον. Μορ. Η 7891· α2) η στοματική κοιλότητα: ΦΡΟΣΥΝΗ: Κι εσύ (ενν. Γιαννούλη) ’σαι πλιότερου καιρού παρ’ άθρωπο στην Κρήτη| και μηδεσκιάς στο στόμα σου δεν εχεις τραπεζίτη· | κι εμένα λέγεις πλιά καιρού πως είμαι παρά σένα,| απού κρατού τ’ αδόντια μου σα να ’σα σιδερένα; Πανώρ.2 Γ́ 300· Ανοίξω το στόμα μου και βάλω τρία δαμάσκηνα και σκούμπρον και κέφαλον και παλαμύδαν οπτήν. Και οφθήσομαι καλά τρανά σαυρίδια Σπανός (Eideneier) A 57· πιθάριν ομοιάζει το στόμα σου Σπανός (Eideneier) A 16· (εδώ σε μεταφ.:) Ως είδεν την αγάπην της, ελάφρυνε δαμάκι,| οπού ’τονε το στόμαν της γεμάτον το φαρμάκι Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 564· β) στόμα ζώου/ πτηνού/ μυθικού όντος κ.τ.ό.: το απελατίκιν έριξεν, πιάνει τον εκ το στόμα| και μέσα τον εδίχασεν τον λέοντα εις δύο (ενν. ο Αχιλλές) Αχιλλ. (Smith) O 696· Και ο άρκος επιστραφείς και στόμα μέγα χάνας| όρμησε γαρ την κεφαλήν συντρίψαι του παιδίου Διγ. Ζ 1416· Λαβών βοτάνην φιλάνθρωπον καλουμένην, το σπέρμα τρίψον και σήσον λεπτοτάτῳ κοσκίνῳ, και διαστείλας το στόμα του ιέρακος, ευφυώς τρίβε μετ’ αυτού τον ουρανίσκον Ιερακοσ. 42711· Μέσα στο μέσον των θεριών δράκον μεγάλον είδα| και μέσα από το στόμα του φαρμάκιν εξεπήδα Πικατ. (Bakk.-v. Gem.)και επέστησεν (ενν. τριγύρου της υπερώου αυλής) ολόχρυσα και ολάργυρα ζωδία,| λέοντας, πάρδους και αετούς, πέρδικας και νεράδας| και χύνουν εκ του στόματος και εκ των πτερουγίων| νερόν καθάριον, κρύσταλλον, ύδωρ μεμυρισμένον Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1654· (εδώ σε παρομοίωση για να δηλωθεί πλεονεξία, απληστία): αχόρταστος είναι ο ασεβής, σαν Άδης στόμαν έχει (ενν. ο Τούρκος) Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3298·   γ1) ειδικ. ως όργανο ομιλίας: τη λαλιά απ’ το στόμα του πολλά γλυκιά τη βγάνει (ενν. ο Χαρίδημος) Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1862· (για να δηλωθεί μεγάλη ντροπή και μεταμέλεια): λέγει του με κατησχυμμένον πρόσωπον: «Δεν έχω στόμα να σου συντύχω, επειδή καλοσύνην τινά δεν σου έκαμα. Πλην παρακαλώ σε, μην ενθυμηθείς την αγνωμοσύνην μου, αλλά δος μοι εις ταύτην μου την ανάγκην ολίγην βοήθειαν» Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 14417· (για να δηλωθεί μεγάλο θράσος, ξεδιαντροπιά· βλ. και Κεχαγιόγλου [Πτωχολ. α σ. 450], καθώς και ά. προσανοίγω): και εις τούτο όλως έχεις| στόμα προσανοίξαι δε μοι;| έχεις πρόσωπον και βλέπεις,| ουδέ χάριτας μοι λέγεις| και ομολογείς μεγάλως; Πτωχολ. α 772· (για να δηλωθούν δυνατά αρνητικά συναισθήματα, π.χ. θλίψη, τρόμος κλπ): Πώς έχω στόμα και μιλώ, γλώσσα και αναθιβάνω| τσι πρίκες και τα πάθη μου τά ’χω και τά λαβάνω; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 572· Των δε Φρατσόζων ο στρατός όλως αποτρομάξε,| και ο καθείς το στόμα του τότε πολλά το ’φράξε,| βλέποντας τα αιχμάλωτα που τα ’συρναν δεμένα,| την ίδιαν των την συντροφιάν όλ’ αποχωρισμένα Κορων., Μπούας 62· (σε υπερβολή για δήλ. αδυναμίας): Και τις δύναται να ειπεί όσα έγιναν εις το οσπίτιον εκείνο, αν είχε και καρδίαν σιδηράν ή δέκα στόματα ή δέκα γλώσσες ...; Διγ. Άνδρ. 33523· Γιατί έχουν τόσες παρρησιές, π’ αν είχα εκατό γλώσσες| και να ’χα εκατό στόματα και σιδερένιες τόσες| φωνές να ειπούν τες χάρες τους, τα χείλη δεν μπορούσι| παρά που ν’ αποφρύξουνε και να μη δυναστούσι Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 66· Όσα μαλλιά στην κεφαλή βαστώ, χιλιάδες τόσες| ’ς τούτο το στόμα αν ήσανε το πρικαμένο γλώσσες,| και σιδερή την εμιλιά να ’βγανα, τον καημό μου| σωστά να πω, κοράσα μου, δεν είναι μπορετό μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 23· Τόσο κακό που έγινε στα δόλια τα Χανία| δεν έχω στόμα να το ειπώ, γλώσσα ούδ’ ομιλία Διακρούσ. (Κακλ.) 530· γ2) (συνεκδ.) λόγια· (συχν. σε αντίθεση με τη λ. καρδιά): εκείνοι οπού ... υμνούν τον Χριστόν ... όχι μόνον με την καρδιάν αλλά και με το στόμα ... Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 143· Καλά επροφήτευσεν ο Ησαΐας διά τ’ εσάς τους υποκριτάς, καθώς είναι γεγραμμένον: «Ετούτος ο λαός με το στόμα με τιμά, αμή η καρδιά του είναι μακριά από μένα ...» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ζ́ 6· πρέπει οι γι-ανθρώποι να έχουσι πάντα εις το στόμα ντως και εις την καρδιά ντως το όνομα της Θεοτόκου και να την παρακαλούσι πάντα τως νύκτα και ημέρα Αποκ. Θεοτ. II 148· (εδώ προκ. για εριστικό και αναιδή τρόπο ομιλίας): και κρείσσον είχον, δέσποτα, το να με θάψουν ζώντα| και να με βάλουν εις την γην και να με περιχώσουν,| παρά να μάθει τίποτε των άρτι γραφομένων.| Φοβούμαι γαρ το στόμαν της, φοβούμαι την οργήν της, (ενν. της μαχίμου γυναικός)| τας απειλάς της δέδοικα και την αποστροφήν της Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 33· γ3) (συνεκδ.) άνθρωπος: γράφε μου συχνιά συχνιά, κλεφτάτα, να μαθαίνω| η Αρετή πώς βρίσκεται, όπου γροικάς και πηαίνω.| Κι άνε μπορείς, με πονηριά κάμε από ξένο στόμα| να το γροικά πού βρίσκομαι, ’ς ποια μέρη κι εις ποιο χώμα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1661· γ4) (μεταφ.) όργανο, εκπρόσωπος: Νομίζω ταύτην την φωνήν προς Παύλον λαληθήναι,| τον των εθνών διδάσκαλον, το στόμα του Κυρίου| διδάσκουσαν τον κήρυκα πώς άρα δει κηρύττειν Γλυκά, Αναγ. 292. 2) Είσοδος: εκείνο θέλω το βαρύ χαράκι να γκρεμνίσω,| και μετά κείνο της σπηλιάς το στόμα να σφαλίσω Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 1368· Και παίρνοντας το κορμί (ενν. του Ιησού), ο Ιωσήφ ... το έβαλεν εις καινούργιον του μνήμα, το οποίον το έσκαψεν εις την πέτρα· και έστοντας να κυλήσει μίαν πέτραν μεγάλην εις το στόμα του μνημείου, εδιέβη Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κζ́ 60· οι κυνηγοί ... σφαλούσι το στόμα του σπιτιού του (ενν. του κτηνού) διά να μηδέν εμπορήσει να στραφεί έσσω Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 152· (συχνότ. για είσοδο λιμανιού): Διαβάντες (ενν. οι Σκύθαι) τοίνυν το στόμα του λιμένος και παραστράντες την τάφρον Δούκ. 1071· Τότες σαν έφθασεν σιμά εκείνο το γαλιόνι (παραλ. 3 στ.) ... στο στόμα του λιμιώνος Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 893· Και έναι καλός λιμιώνας διά καράβιν οπού υπάγει εις τον πουνέντε. Ομπρός εις το στόμαν έχει νησόπουλον και αφήνεις το ζερβά σου και υπάς απέσω και πιάνεις πλωρήσιν Πορτολ. Α 654· (για την είσοδο του Κάτω Κόσμου): είδεν (ενν. κάποιος γεωργός άρχων) κάποιαν οπτασίαν ομοίαν της εδικής σου και εσύρνασίν τονε και αυτόνον να τόνε βυθίσουν εις το στόμαν του Άδου Μορεζ., Κλίνη φ. 17v. 3) (Για ποτάμι) εκβολές: Άνδρες Σάμιοι, ηξεύρετε καλά όλοι ότι, όσοι ποταμοί οπού ευρίσκονται εις τον κόσμον, εις την θάλασσαν όλοι τρέχουν πάντοτε. Και ας υπάγει πρώτον ο σχολαστικός να σφαλίσει τα στόματα των ποταμών, έπειτα να εκροφήσω εγώ την θάλασσαν Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 18132· Και αυτά τα δυο ποτάμια κάνουσιν, εις την θάλασσαν χυνόμενα, δύο στόματα, και το μεν αριστερόν λέγεται Νείλου στόμα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 261 δις· Έξω από τα δύο στόματα τούτα του Νείλου, έχει άλλα πέντε στόματα μικρά, ευρισκόμενα και αυτά μέσα εις το αυτό δέλτα. Διατούτο και ο Νείλος λέγεται επτάστομος, ότι έχει πέντε στόματα, πλην τα δύο μόνον δέχονται τα καράβια Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 261 τρις. 4) α) Στόμιο, άνοιγμα: Και τότες κάνει ο Ιωσήφ και γεμίζουν τους τα σακία τους σιτάρι ... και βάνει τους και απάνω εις το στόμα των σακίων ενός εκάστου τα στάμενα άπερ αυτοί (ενν. οι αδελφοί του) επλέρωσαν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 150v· δεν ημπορώ να δέσω το στόμα του σακκίου Μπερτόλδος 63· Και ο Μπαγιαζίτης ... εδιάβη εις την Μεθώνη ... και την επολέμα ημέρα και νύκτα με λουμπάρδες και μουρτίρια. Τα οποία μουρτίρια είναι λουμπάρδες κοντές και ανοικτά τα στόματά τους, και βάλλουσι βοτάνι μέσα και βόλι και τα στήνουσι ορθά και πάγει το βόλι ψηλά και, όταν κατεβεί, χαλάει ασπίτια, ανθρώπους, είτι εύρει Χρον. σουλτ. 13218· Εκ δε της χέρσου έστησαν οι εναντίοι την μεγάλην εκείνην ελέβολιν, πλάτος έχουσαν επί του στόματος σπιθαμάς δύο και δέκα Ψευδο-Σφρ. 3848· β) άκρο, χείλος: Γύροθεν δε του στόματος εκείνης της φλισκίνας| πουλίτσια εκάθηντο, γένη χρυσά παντοία Βέλθ. 467· ο Ιαακωβ ... εκύλισεν τη πέτρα αποπάνου το στόμα του πηγαδιού και επότισεν το ποίμινιο του Λαβαν αδερφού της μάννας του Πεντ. Γέν. XXIX 10· γ) σχισμή, ρήγμα, χάσμα: εκεί γαρ πέτρα ίσταται τετράγωνος, μεγάλη (παραλ. 1 στ.) Αύτη υπάρχει αληθώς η πέτρα των υδάτω,| η έχουσα και στόματα άνωθεν έως κάτω.| Τα στόματα ωσάν πληγάς κέκτηται εις το μέσον ... Παϊσ., Ιστ. Σινά 1528, 1529· (συχν. προκ. για τη γη): η γη εβοήθησεν της γυναικός και άνοιξεν η γη το στόμα της και εκατάπιε το ποτάμι οπού έβγαλεν ο όφις από το στόμα του Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 197 δις· Και άνοιξεν ηγής το στόμα της και εκατάπιεν αυτουνούς και τα σπίτια τους Πεντ. Αρ. XVI 32· δ) (αρχιτ.) λοβός παραθύρου: εφάνη ... άγγελος Κυρίου ... και λέγει του πρωτομαΐστορος ότι «θέλω να κάμεις τον φεγγίτην τρικάμαρον με τρία στόματα εις τύπον της αγίας Τριάδος ...» Hagia Sophia ω 5255. Εκφρ. 1) Από στόματος κάπ. = με εντολή κάπ, εκ μέρους κάπ.: αύτη δε η Δαλιδά (ενν. η μητρυιά του Ογουρλού Μεεμέτη), έστειλε φοσσάτον, παραγγείλας τον μπεγλέρμπεην ως από στόματος του αυθεντός, όπως, απαντήσας τον Ογουρλού Μεεμέτη ερχόμενον, εκκόψῃ την αυτού κεφαλήν Έκθ. χρον. 613. 2) α) Διά στόματος = προφορικά: Και δους τας γραφάς ενί των συν εμοί αρχοντοπούλων, έστειλα αυτόν παραγγείλας ότι: «των μεν μίαν δος τῳ αυθέντῃ ημών τῳ βασιλεί, ως αν προσκυνήσεις αυτῴ, και διά στόματος πάντα τα καθ’ ημάς ανάφερε· ...» Σφρ., Χρον. (Maisano) 10823· Έφθασεν παρευθύς στον πρίντσιπε μαντάτο| πως άνθρωπος με μήνυμα είν’ στο παλάτι κάτω.| Και εν τω άμα ανέβασαν στον πρίντσιπε μπροστά του,| είπεν του διά στόματος, έδωσεν και χαρτιά του Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8394· β) διά στόματος κάπ. = αυτοπροσώπως: να με το έλεγε (ενν. η ανεψιά μου) διά στόματος αυτής ή καν να το εμήνυε διά πιστού και φρονίμου ανθρώπου αυτής, αν είχεν Σφρ., Χρον. (Maisano) 12217· γ) διά στόμα = επακριβώς, κατά γράμμα, σύμφωνα με: και να κάμεις διά στόμα το πράγμα, ος να αναγγείλουν εσέν ... και να ... κάμεις ... όλο ος να σε ορμηνέψουν Πεντ. Δευτ. XVII 10· Διά στόμα την ορμηνειά ος να σε ορμηνέψουν ... να κάμεις Πεντ. Δευτ. XVII 11· δ) διά στόμα κάπ. = με εντολή κάπ: όλοι οι αναγραμμένοι των Λεβιμ ος ανάγραψεν ο Μοσε και ο Ααρον διά στόμα του Κύριου ... είκοσι δυο χιλιάδες Πεντ. Αρ. ΙΙΙ 39· και έκαμαν έτσι τα παιδιά του Ισραελ και έδωσεν αυτωνών ο Ιοσεφ αμάξια διά στόμα του Φαρω, και έδωσεν αυτωνών δοίκηση για τη στράτα Πεντ. Γέν. XLV 21. 3) Διά στόμα σπαθιού, βλ. ά. σπαθίον Εκφρ. 1. 4) (Εις) ένα στόμα = μαζί· ομόφωνα (βλ. και Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ 6, 1955/6, 314-5): Εκείνοι λέγουν προς αυτόν και οι τρεις εις ένα στόμα:| « ... (παραλ. 1 στ.) έκλεξε ένα από τους τρεις γαβρόν της βασιλείας σου,| ότι καιρός εστί πολύς, πλέον ου καρτερούμεν!» Απολλών. (Κεχ.) 293· Ως πάντα ταύτα ήκουσαν λαλούντος του προβάτου,| υπερεθαύμασαν πολλά η αίγα και ο τράγος| και απεκρίθησαν ομού οι δύο ένα στόμα Διήγ. παιδ. (Eideneier) 523. 5) (/συν/τῳ) στόματι μαχαίρας = με ξίφος (η έκφρ. ήδη μτγν.): τον ρήγαν τον εξακουστόν της νήσου Εγγλιτέρας| και τον λαόν του εφόνευσα εν στόματι μαχαίρας Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 716· ου συν δόρατι και τόξῳ| και συν στόματι μαχαίρας,| αλλ’ εν σιδηρῴ ροπάλῳ| εσυγκρότει γουν την μάχην (ενν. ο Πάρις) Ερμον. Λ 260· εις τα σπαθία μας άπαντες ας αποκοιμηθούμεν,| ίνα κερδίσωμεν αυτό το κάστρον Εγγλιτέρας| ή ν’ αποθάνωμεν ομού τῳ στόματι μαχαίρας Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 362. 6) Με το στόμα κάπ. = (α) (για έμφαση) αυτοπροσώπως, ο ίδιος: Πολλά μου παραγγείλασιν εκείν’ οι συγγενείς μου (ενν. της αλουπούς),| και πάλιν με το στόμα τους μου το ’παν οι γονείς μου:| «Βλέπεσαι, θυγατέρα μου, τα σπίτια των αρχόντων,| γιατί έχουν σκύλους δυνατούς, κι ότινα πιάσουν τρων τον» Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 242· Δε μου ’πες με το στόμα σου, πρεσβύτη μου άγιέ μου,| το πως εδώ δεν ημπορεί θυσιά ποτέ να γίνει| με ξένον αίμα ...; Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 612· (β) σε προφορική συνομιλία, προφορικά: Τον κυρ Νικόδημον του έγραψα πολλά, όμως θέλεις του μιλήσει και με το στόμα να τον επιμεληθεί (ενν. τον Αναστάσιον τον υποδιάκονόν μας) εις εκείνα οπού χρειάζεται Ευγ. Γιαννούλλη, Επιστ. 10827· (γ) με λόγια (εδώ σε αντίθεση με απερίσκεπτες πράξεις): Λέγει (ενν. η Αρετούσα της νένας): «Αφς τσι αυτούς τους λογισμούς, κι ο νους σου μην το βάλει| κι εμάς η χέρα μας ποτέ πέτρα καμιά να βγάλει (παραλ. 1 στ.) μα τούτο τ’ αρραβώνιασμα γίνεται με το στόμα ...» Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1332. 7) Με την ψυχήν στο στόμα = κακήν κακώς· με μεγάλη βιασύνη και αγωνία: Ο Λούπουλος το έμαθε ακόμη εις το στρώμα,| εις την Ουγγρίαν έφυγε με την ψυχήν στο στόμα,| διότι το εγνώρισε το πως εφανερώθη| εις τον αφέντην η βουλή, και μέσα του ετρώθη.| Αυτός και ο σπαθάριος εφύγασιν αντάμa| και άφηκαν τες τέντες τους γεμάτες πάσα πράμα,| τα άλογα, τα άρματα, πάσαν ετοιμασίαν Ιστ. Βλαχ. 870. 8) Του στομάτου κάπ. = (για τροφή) της αρεσκείας κάπ.· ταιριαστή για κάπ.: κρασίν άσπρον του στομάτου του ρηγός Μαχ. 64430. Φρ. 1) Ακούω κ. εκ το στόμα κάπ. = ακούω να λέγεται κ. άμεσα από κάπ.: Πολλά είπεν (ενν. ο πατήρ μου) οπού εγίνησαν ομπρός του να αποθάνει·| τούτο ήκουσα εκ το στόμα του να το έχει προφητεύσει·| «η Τροία όλη χάνεται εάν ο Πάρις γυναίκα| αρπάξει από τους Έλληνας εις Τροίαν να την φέρει» Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1673. 2) Αλησμονούμαι από το στόμα κάπ., βλ. ά. λησμονώ Ι Ά́ 3 Φρ. 3) Ανοίγω το στόμα, βλ. ά. ανοίγω Ά́ 1α Φρ. 4) Βάνω λόγο στο στόμα κάπ., βλ. ά. λόγος (Ι) Φρ. 6β. 5) Δε βγαίνει (ε)μιλιά από το στόμα μου/ τα χείλη μου, βλ. ά. ομιλία 5α φρ. (2). 6) Γροικώ κ. απού το στόμα κάπ. = ακούω να λέγεται κ. άμεσα από κάπ.: Δεν ξεύρεις είντα γίνηκε ’ς τούτο το βουλισμένο| σπίτι, μ’ απού το στόμα μου θέλεις το πρικαμένο| να το γροικήσεις, σύμβουλε, πάλι για να καγούσι| τα χείλη μου χειρότερα, όντε σου το μιλούσι; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 24. 7) Έχω κ. εις το στόμα μου = λέω κ. (η φρ. στο Βλάχ., λ. εις το στόμα έχω): Άλλοι μας πρέπουν λογισμοί, φίλε, και κλάηματ’ άλλα| τούτην την ώρα να ’χομε στο στόμα μας μεγάλα.| Τα κρίματά σου το λοιπόν βάλε, φτωχέ, στο νου σου| και ζήτηξε με την καρδιά συμπάθιο του Θεού σου Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά́ 148. 8) Δεν έχω στο στόμα σάλιο = δεν έχω τίποτε, μου λείπουν τα πάντα, είμαι ενδεής πάντων (βλ. και Κουκ., Ευστ. Γραμμ. 147): Λοιπονιθές απήτι εσάς εδόθηκε η χάρη (ενν. εσάς, αδέλφια οπού ζείτε),| μετά το παρακάλιο σας γίνεστε ψυχικάροι.| Έχετε λύπηση εις εμάς και ας έν’ για την ψυχή σας,| ’πικαλεστείτε το Θεό μετά την προσευκή σας,| γιατί δεν έχομε τινά ουδέ στο στόμα σάλιο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 856. 9) Λέγω κ. εκ στόματος, βλ. ά. λέγω Φρ. 11. 10) Μέλι στάζει το στόμα (μου, σου ...), βλ. ά. στάζω Ά́ φρ. 11) Μένω με το στόμα ανοικτόν = διαψεύδονται οι προσδοκίες μου, δεν πραγματοποιείται κ. που επιθυμώ: Τούτον ημείς έχοντες τον λόγον ως βέβαιον ... εκαρτερούσαμεν από μίαν ημέραν εις άλλην ... και ... πάλιν εκαρτερούσαμεν·  ... εμείναμεν με το στόμα ανοικτόν έως τώρα (καθώς λέγεται) ωσάν ο λύκος Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 13316. 12) Μπαίνει κ. σε … στόματα, βλ. ά. μπαίνω Φρ. 43. 13) Mπαίνει στο στόμα μου ψωμί/φαγητό = τρώγω ψωμί/φαγητό: Ψωμί μούδ’ άλλο φαητό στο στόμα μου δε μπαίνει,| μα τ’ όνομά σου το γλυκύ λέγοντας με χορταίνει Πανώρ.2 Γ́ 559. 14) Παίρνω λόγο (από το στόμα κάπ.), βλ. Επιτομή ά. επαίρνω Φρ. 11. 15) Στουμπώνω το στόμα κάπ., βλ. στουπώνω 1β φρ. — Βλ. και εκστόματος.
       
  • συγχώρησις —ση
    η, Διγ. (Trapp) Gr. 553, 1986, Διγ. Z 835, 1034, 2255, 4276, Συναξ. γαδ. (Moennig) 221, Ιμπ. (Yiavis) 537, Σκλάβ. 264, Πένθ. θαν.2 400, 402, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 391r, Ιωάνν. ιερ. 9, Μαλαξός, Νομοκ. 136 δις, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 637, Ιστ. πατρ. 1831, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1386], Μορεζ., Κλίνη φ. 174v, 452r, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1176, 5614, Σεβήρ., Διαθ. 19020, Ιστ. Βλαχ. 383, 2311, Διγ. Άνδρ. 3338, Ψευδο-Σφρ. 45411, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 145, Διαθ. 17. αι. 519, Διήγ. ωραιότ. 458, 556, Χριστ. διδασκ. 258, 458, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2701, 3808, 9916, Διακρούσ. (Κακλ.) 1310, 1311, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14410, κ.α.· συγχώρεσις ‑ση, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1053, Δαρκές, Προσκυν. 201, Διαθ. 17. αι. 318, 22, Διήγ. πανωφ. 56 δις, Διήγ. ωραιότ. 434, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38118, 38216· συχώρεση, Χρον. σουλτ. 6916, 7128, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 54, 636, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 254, Διαθ. 17. αι. 610, 11, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 27028, 56716· συχώρησις ‑ση, Ασσίζ. 36427, Αλεξ.2 2824, Ολόκαλος 288, 316, 518, 526, 675, 1096, κ.α.
    Το αρχ. ουσ. συγχώρησις. Ο τ. συγχώρεσις στο Somav. και σε έγγρ. του 16. αι. (Bakk.-v. Gem., Κρητολ. 6, 1978, 47). Ο τ. συχώρεση και σήμ. λαϊκ. Ο τ. συχώρησις‑ση σε έγγρ. του 13. (Act. Xér. 9A76, TLG), 16. (Bakk.-v. Gem., ό.π., 73, Έγγρ. Σαντορ. 19, κ.α.) και 17. αι. (Αλιπράντης, Αθ. 75, 1974/1975, 112) και συχώρηση σε έγγρ. του 18. αι. (Τούρτογλου, ΕΚΕΙΕΔ 15, 1968, 31) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. συχώρηση και Σακ., Κυπρ. Β́ 812, λ. συχώρησις). Ο τ. συγχώρεση και η λ. συγχώρηση και σήμ.
    1) Άδεια· συναίνεση, συμφωνία, συγκατάθεση: πολλά λυπήθηκεν άρχων κυρός Μπορούσης,| το πως δεν είναι δυνατόν να μείν’ ο πατριάρχης| και έλαβε συγχώρησιν να πάγει στο παλάτι| του πατριάρχου λόγια τον βασιλιά να είπει Αρσ., Κόπ. διατρ. [254]· των καλογραιών το κοινόν της τροφής και φορεμάτων και το μη έχειν τι ίδιον και το μη ποιήσαι το μικρότερον ή προς κοινήν ή προς ιδίαν χρείαν, ει μη μετά συγχωρήσεως, ... και τ’ άλλα, όσα της αρετής εισίν εκμαρτύρια, των περισσών εστί διηγείσθαι Σφρ., Χρον. (Maisano) 5018· Διά νομικής παραγγελίας γίνονται όσα μετά προτροπής των δικαστών εκτελούνται, μετά συγχωρήσεως και προσταγής αυτών Zygomalas, Synopsis 210 Κ 30. 2) α) Παροχή συγγνώμης: τα κατά γνώμην πταίσματα συγχώρησιν παράσχειν| και μη οργίζεσθαι τινά προ τούτον ερευνήσαι Διγ. Z 2353· Ο Καμπανέσης όρισεν, διαλαλημόν εποίκαν·| όσοι ...| θέλουν να προσκυνήσουσιν, να τον δεχτούν αφέντη,| να έχουν τιμήν και αναδοχήν κι ευεργεσίαν μεγάλην·| οι δε ειπούν να πολεμούν, συγχώρησιν ουκ έχουν Χρον. Μορ. P 1495· Ο Ιμπέριος ως φρόνιμος και τας Γραφάς νοούντα| δίδει τον πάλι η βουλή να υπά προς τους γονείς του,| να πάρει και συγχώρησιν πατρός του και μητρός του Ιμπ. 486· (σε στερεότυπη διατύπωση συχνή στις διαθήκες): αφίημι πάσι τοις χριστιανοίς την κατά Χριστόν συγχώρησιν Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77· αφίει πασών των ορθοδόξων χριστιανών τελείαν συγχώρησιν, την αυτήν δε και αυτή παρ’ αυτών ζητεί Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 16410· β) άφεση αμαρτιών: αυτούνος (ενν. ο Λάμεχ) έδειξε την πρώτην εξαγορίαν| και από Θεού συγχώρησιν έλαβε σωτηρίαν Χούμνου, Κοσμογ. 280· κράζει τον αρχιερέα ... και εξομολογείται τα αμαρτήματα απού είχεν και ζητά συγχώρησιν Μορεζ., Κλίνη φ. 453r· (εδώ πιθ. προκ. για την εξομολόγηση ή τον εξομολόγο): εσώθην ηγουμένη,| συγχώρησην εκάλεσε, και τότες αποθαίνει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) E 1052.
       
  • συγχωρώ,
    Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 423, Καλλίμ. 340, Ασσίζ. 11324, 1893, Ιερακοσ. 40226, 4131, 42427, Διγ. (Trapp) Gr. 557, Διγ. Z 839, 1035, 3999, Βέλθ. 555, Συναξ. γαδ. (Moennig) 137, 211, 220, Μαχ. 16626, 21212, 29236, Σφρ., Χρον. (Maisano) 368, 5210, 12620, Έκθ. χρον. 2725, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 20420, Πτωχολ. B 391, Ιστ. πατρ. 1221, 1234, 6, 15713, Zygomalas, Synopsis 143 Β 16, 153 Γ 11, Μορεζ., Κλίνη φ. 82v δις, 84r, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 215, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 158, Ιστ. Βλαχ. 609, 811, 1787, Διγ. Άνδρ. 40723, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14515, Ψευδο-Σφρ. 36813, 37418, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 145, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 87r, 149v, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 28109, 18868, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 1640, 1655, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 60, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 6719, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4844, 6535, Διακρούσ. (Κακλ.) 1326, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21616, 21917, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ή́ 21, θ́ 2, 5, 6, Λουκ. ς́ 37 δις, κ.π.α.· συγχωρνώ, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 97v· συχωρώ, Ασσίζ. 23224, 34814, 36530, 44022, 45515, Χρον. Μορ. Ρ 2460, Μαχ. 57023, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 210, 308, 314, 342, 414, 423, Συναξ. γυν. 371, Επιστ. Κρ. 1574 149, Κυπρ. ερωτ. 44, 128, 13311, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 361, Βοσκοπ.2 66, Βίος Δημ. Μοσχ. 103, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1048, Διαθ. 17. αι. 69, 86, 86‑87, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9501, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38214, 41020, 4113, 55721· σχωρώ, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 17116, Διακρούσ. (Κακλ.) 1328.
    Το αρχ. συγχωρέω. Για τον τ. συγχωρνώ πβ. σημερ. λαϊκ. συχωρνώ και σχωρνώ (Κριαρ., Λεξ., στη λ., ΛΚΝ, λ. συχωρνάω, Μπαμπιν., Λεξ., στη λ. και λ. σχωρνάω). Για το σχηματ. του τ. συχωρώ βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 161-3, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Ά́ 61, Β́ 255, 419, Jannaris, Hist. Gramm. 95. Ο τ. σχωρώ στο Κατσαΐτ., Ιφ. Έ́ 734 και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. συχωρώ) και στο ΑΛΝΕ. Η λ. και ο τ. συχωρώ και σήμ.
    1) Παραχωρώ, αφήνω: Ο Θεανός ο ιερεύς πάντοτε το φυλάττει (ενν. το Πελλάδιον),| νύκταν, ημέραν· πώποτε τινάν ου συγχωρεί το Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11749. 2) α) Συγκατατίθεμαι: ειπέ αυτῄ (ενν. τῃ μελλοκυρᾴ σου) ότι ταύτα και μόνον τα ταξίδια να σε συγχωρήσει να ποιήσεις, και να την ποιήσω (ενν. εγώ, ο βασιλεύς) ένορκον πρόσταγμα, ότι πλέον να μηδέν σε ενοχλήσω διά τοιούτον τι Σφρ., Χρον. (Maisano) 1208· β) επιτρέπω: ο πρωτοβεστιάριος εμήνυσεν αυτού (ενν. του εκκλησιάρχου) κρυφώς και δώρα μεγάλα του έστειλε, να πλαγιάσει και να κάμει τον πατριάρχην να το στέρξει να του συγχωρήσει να επάρει την μοιχαλίδα Ιστ. πατρ. 993· η φύσις γαρ ου συγχωρεί νεκρόν εξαναστήσειν Καλλίμ. 1809· να εσυγχώρησαν μερικά φαγία να τρώγουσιν οι άνθρωποι εις τας νηστευσίμους ημέρας, ήγουν όσπρια και λάχανα μαγερεμένα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 77· θέλουσα (ενν. η κόρη) καταπολύ μεταβαλείν την γνώμην,| ο ταύτης ένδον άπειρος ου συνεχώρει πόθος Διγ. (Trapp) Gr. 1475. 3) α) Παρέχω συγχώρηση, δίνω συγγνώμη: αν τύχει και κανένας τον ηκόντισε (ενν. τον αυθάδη) στανικώς του, να μην τον συγχωρήσει· ή αν τύχει και επάτησεν, να μην τον συμπαθήσει, αν και χωρίς το θέλημά του τον επάτησε Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 128· ανίσως αγαπώντα σε και φτιω σου,| συχώρα μου και δεν έν αξαυτόν μου Κυπρ. ερωτ. 10456· το πταίσιμόν σου, παιδί μου, είναι τόσον μεγάλον, οπού βλέπω και εσύ ατός σου το εμετανόησες, διά τούτο μετά χαράς σού συγχωρώ Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 349· Κύρη, ... (παραλ. 13 στ.) το σφάλμα μου συχώρεσε Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 389· (σε στερεότυπη διατύπωση συχνή στις διαθήκες): παραδίδω την ταπεινή μου ψυχή εις τας χείρας του πανάγαθου Θεού, συχωρώντας ολονώ των χριστιανώ Διαθ. 17. αι. 190· (μέσ.): Αν σε καθίσουν εις αρχήν, δώσουν σε εξουσίαν,| τους προς εσένα σφάλλοντας, παιδί μου, συγγνωμόνει| και ευεργέτει προς αυτούς, υπόμεινον το σφάλμα,| και ν’ αγαπάσαι ως συμπαθής και να σε συγχωρούνται Σπαν. (Μαυρ.) P 63· (αλληλοπ. μέσ. και ενεργ.): έλεγαν ότι έφθασεν η συντέλεια του κόσμου και εσυγχωρούνταν ένας τον άλλον με πολλά και πικρά δάκρυα Διήγ. εκρ. Θήρ. 10922‑23· ας συγχωρεθώ μετ’ εκείνους οπού ’μαι ναγγρισμένος (έκδ. σαγγρισμένος· διοθρώσ.) Πηγά, Χρυσοπ. 170 (60)· εσυγχωρεθήκαμεν απ’ αλλήλων Διγ. Άνδρ. 33627· αλλήλως συγχωρούσιν Αλφ. ξεν. Αμ. (Μαυρομ.) 31· (νομ.): Οπού κάμει πλαστόν είτα λέγει πως ου χρήται αυτῴ εις βοήθειαν, ου συγχωρείται μετά τούτου Zygomalas, Synopsis 269 Π 65· β) (εκκλ.) δίνω άφεση αμαρτιών: Κύριε Ιησού Χριστέ, … άφες, συγχώρησον τας αμαρτίας, τας ανομίας, τα πλημμελήματα τα … γενόμενα παρά του δούλου σου Κανον. διατ. Α 2056-57· αμαρτίες οι ποίες συγχωρούνται με τον φυμιατόν Μαχ. 6621· αν είσαι, αδελφέ, παπάς, να φυλάγεσαι απ’ αυτές τες αμαρτίες (ενν. την αρσενοκοιτίαν, την πορνείαν και τον φόνον), ότι, αν εξομολογηθείς, δεν συγχωρνέσαι, είμητα εάν αφήσεις την λειτουργίαν, έτσι συγχωριέσαι· ειδέ και δεν αφήσεις, πάγεις κολασμένος χωρίς άλλο Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 97v δις· (σκωπτ.): άπαντων οι ιερείς και οι κρασοπατέρες| φέρνουν τους το κρασάκι ομπρός με το βουτσάκι,| ένας βαστάει το φλασκί και άλλος το δοκιμάζει,| κι αν είναι και τους άρεσεν, σχωρούν και ευλογούν το,| ειδέ και δεν τους άρεσεν, στέκουν και αφορούν το Κρασοπ. (Eideneier) S 16· (σε ευχή προκ. για νεκρό· πβ. νεοελλ. φρ. Θεός σχωρέσ τον, ΛΚΝ, λ. Θεός): τον εφονεύσανε κι έμεινε νεκρωμένος| και λέγω απού το Θεό να ’ναι συχωρεμένος Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 27712· εμεταστάθη, ως χριστιανός· ο Θεός να τον συγχωρήσει Χρον. Μορ. H 2460. 4) Χαρίζω χρέος: εάν υπάς εις το χατζιλίκιν ... και πας εις πνευματικόν και εξεμολογηθείς και εκείνος σε συγχωρέσει όλα σου τα αμαρτήματα ..., κάμει χρεία και εσύ να συγχωρέσεις τα άσπρα όσα και αν σε χρεωστούν οι άνθρωποι, πολλά ή ολίγα, πλουσίους και επτωχούς· και όταν έλθεις εις την τοπικίαν σου, πλέον να μην τα γυρεύσεις Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 173r δις· (εδώ και μεταφ.): συγχώρησέ μας (ενν. Συ, Πατέρα μας) τα χρέη μας, ήγουν τες αμαρτίες μας, καθώς και εμείς συγχωρούμεν τους χρεοφειλέτας μας Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ς́ 12 δις.
       
  • συμπαθώ,
    Σπαν. B 424, Σπαν. (Ζώρ.) V 78, Γλυκά, Στ. 522, Λόγ. παρηγ. L 570, Λόγ. παρηγ. O 515, 652, Καλλίμ. 1804, 2053, Διάτ. Κυπρ. 5115, Ελλην. νόμ. 5705, Διγ. Z 234, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1549, Χρον. Μορ. Η 5566, 5900, Χρον. Μορ. P 2676, 3363, 6250, Πουλολ. (Eideneier) 645, Συναξ. γαδ. (Moennig) 302, Φλώρ. 1775, Σαχλ. Β́ (Wagn.) P 16, Απολλών. (Κεχ.) 610, 760, Λίβ. διασκευή α 474, 521, Λίβ. Esc. 203, 294, Αχιλλ. L 615, Αχιλλ. (Smith) N 952, Αχιλλ. (Smith) O 360, Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 126, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 188, Μαχ. 5164, Θησ. Έ [1007], Χούμνου, Κοσμογ. 956, Γεωργηλ., Θαν. 642, Βουστρ. (Κεχ.) 1484, 2241011, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 414, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 838, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 872, Αλεξ.2 1766, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 96, 98 πολλάκις, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 922, 1903, Κορων., Μπούας 76 δις, Πένθ. θαν.2 329, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 376v, Πεντ. Γέν. XVIII 24, Έξ. X 17, Αρ. XXX 9, Δευτ. XXI 8 δις, Μπερτόλδος 42, Χρον. σουλτ. 10938, Πηγά, Χρυσοπ. 59 (19), Μορεζ., Κλίνη φ. 82v, Κυπρ. ερωτ. 9336, Πανώρ.2 É 137, 342, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 391, 548, Έ́ 275, 359, 360, Πιστ. βοσκ. V 5, 391. Ιστ. Βλαχ. 2514, Διγ. Άνδρ. 31712, 17, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 868, Έ́ 669, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 811, 972, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 18329, Ροδολ. (Αποσκ.) Αφ. 53, Έ́ 463, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 1189, Δ́ 204, Έ́ 1639, Φουρτουν. (Vinc.) Ά́ 115, 278, Δ́ 28, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 175, Β́ 185, κ.α. γ́ πληθ. αορ. εσυμπάθηκαν, Πεντ. Λευιτ. XXVI 43· εσυμπαθήστησαν, Χρον. Μορ. H 2719, Χρον. Μορ. P 2719.
    Το αρχ. συμπαθέω. Η λ. και σήμ.
    1) Συμμερίζομαι τον πόνο κάπ., συμπονώ, ελεώ: ελέησον τόν επίκρανες, δέσποινα Δυστυχία,| συμπάθησον τόν έθλιψες αφότου εγεννήθην,| σπλαγχνίσου τόν ελύπησες τώρα τους τόσους χρόνους Λογ. παρηγ. O 618· τους ευγενειακούς ο θάνατος καθόλου δεν φοβάται,| ουδέ τους νέους συμπαθεί, ουδέ τους αντρειωμένους Αχιλλ. L 1236· άρτι προσκύνησον αυτήν (ενν. την Αγάπην), δουλώθησε εις αύτην,| και ειπέ αυτήν να γένηται μεσίτης ως διά εσένα,| ομόνοιαν εις τον Έρωταν να ποίσει με τον Πόθον,| να ειπούσιν τίποτες διά εσέν και να σε συμπαθήσει Λίβ. διασκευή α 395· δεν έχομεν αρχιερέα οπού να μην δύνεται να συμπαθήσει τες ασθένειες μας, αμή έχομεν εκείνον (ενν. τον Χριστόν) οπού επειράχθη εις όλα παρόμοια Χριστ. διδασκ. 107. 2) α) Δείχνω επιείκεια, συγχωρώ: Ο Πλάτων λαλεί: Μεγάλον μέριτον πολομά οπού να συμπαθήσει του οχθρού του εμπορώντα να ριβιζιαστεί Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 98· Ο Σένεκας λαλεί: Πονιζάμενη ένι η χώρα οπού έχει ρήγα παίδιον, ότι τους καλούς ζημιώννει και τους κακούς συμπαθά Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 118· Ομνέω σου εις τους θεούς, τίποτα να μην ποίσω,| και κείνα οπού μὂσφαλες να σου τα συμπαθήσω Αλεξ.2 828· π’ αγαπήσει| ώστι να ζει και να θωρεί δεν θέλει λησμονήσει| κι ανίσως κι από ’ξαύτου του καμπόσον ’ξωμακρίσει,| μοναύτα σ’ όσον τον ιδεί θέλει του συμπαθήσει Κυπρ. ερωτ. 11312· (σε προστ. με αντικ. γεν. ή δοτ. προσωπ. αντων., προκ. να δηλωθεί ευγενική παράκληση): Δύσκολο πράμα σου γροικώ, Πανάρετε αδερφέ μου,| κι αν έν’ και πω κι απίστευτο, ’ς τούτο συμπάθησέ μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 222· Λοιπόν, παρακαλώ σε, αν σε έπταισα, συμπάθησόν μοι Διγ. Άνδρ. 31716· κι εις τούτο μού συμπάθησε α βγαίνω οχ τη βουλή σου Πανώρ.2·Δ́ 85· ω Θεέ μου, συμπάθησέ μου, οπού γράφω τα κακά και τις ντροπές απού εκάμανε (ενν. οι Τούρκοι) εις το γένος των χριστιανών Χρον. σουλτ. 9237· (με το μόρ. ας για τη δήλωση συγκατάθεσης ή παραχώρησης): ένα μνημούριν κάμνουσι έμορφο, στολισμένο (παραλ. 1 στ.), και γράμματα, κι ελέγασι πως έν’ εκεί θαμμένη| η Τάρσια τ’ Απολλώνιου και ας έν’ συμπαθημένη Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1278· Λοιπό α σ’ εβάρυνα κι εγώ εισέ καιρό κιανένα,| ό,τι κι αν επωθήκασιν ας είν’ συμπαθημένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ́ 1484· β) δίνω άφεση αμαρτιών: διά των πολλών αυτού προσευχών ... ακούει ο Θεός και συμπαθά πολλών αμαρτωλών ανθρώπων τας αμαρτίας αυτών Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 15915· θέλω στραφεί προς τον Θεόν, θέλω μετανοήσει,| και ο Θεός έναι φιλάνθρωπος, θέλει μου συμπαθήσει Πένθ. θαν.2 318· Έχε λοιπό την έγνοια μας, Δέσποινα, τω θλιμμένω,|και παρακάλεσε ογιά μας Ιησού το βλοημένο,| το τέκνο σου το σπλαχνικό, να μασε συμπαθήσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5312. γ) επιδεικνύω ανεκτικότητα, ανέχομαι αδίκημα ή σφάλμα: εάν οι γονείς των παρθένων συμπαθήσουσι το φθαίσιμον και θέλουσι να δώσουσι το παιδί τους άνδρα οπού την έφθειρεν, να γένουσιν και οι γάμοι, πλην τρεις χρόνους να μη κοινωνήσουσι Νομοκριτ. 71· Του κοσμικού δε εάν μοιχευθεί η γυναίκα του και συμπαθήσει αυτός το αμάρτημα, έχει άδειαν να την επάρει Μαλαξός, Νομοκ. 167· τας δε γυναίκας οπού μάθωσιν ότι ζει ο ανήρ αυτών ... και ουκ απέλθουσι μετ’ αυτούς, αμή θέλουσι να είναι με τους δευτέρους, δεν τας συμπαθούν, αμή τας παιδεύουν ως μοιχαλίδας Νομοκριτ. 69. 3) (Νομ.) α) απαλλάσσω κάπ. από κατηγορία, αθωώνω: όταν έλθει (ενν. ο φυγόδικος) εις τον ορισμόν της εκκλησίας, πληρώνει τας εξόδους του νοταρίου και του σεργέντη ... και ομνύει εις τα άγια του θεού ευαγγέλια ... και ούτως συμπαθούν του την φυγοδικίαν Ελλην. νόμ. 54415· όποιος αρχιερεύς χειροτονήσει τον τοιούτον, μη γινώσκοντα το αμάρτημα αυτού, του χειροτονηθέντος, συμπαθεί τον αρχιερέα τούτος ο κανών Μαλαξός, Νομοκ. 158· β) χαρίζω ποινή, απονέμω χάρη: πολομούμεν κινούργιαν χάριταν, όλους τους πταισμένους, κακοποιούς και σκλάβους φευγούς, όλοι να είναι συμπαθημένοι, και να στραφεί πασαείς εις το σπίτιν του και εις την τέχνην του Μαχ. 5082· Αυτού λέγει το δίκαιον να μη λάβουν τα ζ́ ήμισον σόρδια απ’ εκείνο οπού δεν φουρκαλίζει το στενόν του έμπροστεν της πόρτας του ... το δίκαιον κελεύει ότι ο βισκούντης πρέπει να έχει απ’ αυτόν το παράπτωμαν πολλά μεγάλην ελεημοσύνη ... και συχνά να τα συμπαθεί αυτά τα ζ́ ήμισον σόρδια Ασσίζ. 48216· Και τῃ κή Μαρτίου η κυρά η ρήγαινα εσυμπάθησεν του Τζουάν Καλέργη και του Κάρλου, του αδελφού του, διότι εξαμινίασάν τους, και ήσαν καθαροί Βουστρ. (Κεχ.) 2869. 4) Δίνω την άδεια σε κάπ. να κάνει κ., δίνω την συγκατάθεσή μου, επιτρέπω: αυτοί οπού τότε όριζαν, έκαμαν εις τον κοινόν όρκον ... λέγοντας τα δίκαιά του και συμπαθώντας τον (ενν. τον Ιγνάτιον) να κάθεται εις το μοναστήριν του χωρίς καμίαν πείραξιν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 894· η κυρά η ρήγαινα εσυμπάθησέν τους να μείνουν εις την Κύπρον Βουστρ. (Κεχ.) 2841‑2· (εδώ παρενθετικά, με αντικ. γεν. προσωπ., προκ. να ζητηθεί η ανοχή κάπ.): μα ’μαι κι εγώ, ο βαριόμοιρος, πατέρας, ως είν’ κι άλλοι,| μιας θυγατέρας μοναχής ... (παραλ. 1 στ.) καλότατης κι από πολλούς πολλά πεθυμισμένης,| συμπάθησέ μου το να ζεις, και πλήσια ζητημένης Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 942· Σε τούτον η κερά Μηλιά, ας μου το συμπαθήσει,| απού ’ναι τόσα φρόνιμη, σφάνει, α δε γυρίσει Φουρτουν. (Vinc.) Β́ 353. 5) Δείχνω ενδιαφέρον για κ., μου αρέσει κ.: ως συμπαθούν τον πόλεμον ου παύουν τα φουσσάτα| και πολεμούν και μάχουνται άπασαν την ημέραν Βυζ. Ιλιάδ. 948. 6) (Σε εβραϊσμούς) α) καθαίρω, εξαγνίζω: το κριάρι των γεμωσμάτων να πάρεις και να μαγερέψεις το κρεάς το εις τόπο άγιο. Και να φάει ο Ααρων και τα παιδιά του ... Και να φαν αυτά ος εσυμπαθήθην μετά αυτά, να γεμίσεις, να αγιάσεις αυτουνούς· και ξένος να μη φάει, ότι άγιο αυτά Πεντ. Έξ. XXIX 33· γεναίκα ό,τι να σπορίσει και να γεννήσει ... να πάρει δυο τρυγόνια γή δυο παιδιά περιστεράς, ένα για ολοκαύτωμα και ένα για φταίσιμο, και να συμπαθήσει απάνου της ο ιεριάς και να καθαριστεί Πεντ. Λευιτ. XII 8. παινέσετε έθνη τον λαό του, ότι αίμα των σκλάβων του να ξεγδικωθεί (ενν. ο Κύριος) και ξεγδίκωμα να στρέψει τους στεναχωρετάδες του και να συμπαθήσει την ηγή του και τον λαό του Πεντ. Δευτ. XXXII 43· β) εξευμενίζω (πβ. και ά. συμπάθημα σημασ. 2): και να πείτε απατά· ιδού ο σκλάβος σου ο Ιαακωβ καταπόδου μας ότι είπεν· να συμπαθήσω το θυμό του με το κανίσκι οπού πηγαίνει ομπροστά μου Πεντ. Γέν. XXXII 21.
       
  • συνήθιον
    το, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1341, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 6465, Χρον. Μορ. H 1250, 2095, 2611, κ.α., Χρον. Μορ. P 2611, 4290, 7412, κ.α., Συναξ. γαδ. (Moennig) 182, Θησ. Ζ́ [1401], Διήγ. Αλ. V 23, Διήγ. Αλ E (Konst.) 2118, Χρον. σουλτ. 4324, Hist. imp. (Iadevaia) IIa 111· συνήθι, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 347, κ.α., Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 79, Κάτης (Τικτοπούλου) 71, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1878, κ.α., Ολόκαλος 1713, 848, Προσκυν. Ιβ. 845 1277, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 338, κ.α., Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 105, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 45, 2637, 4815, 21, 1328, Πιστ. βοσκ. Ι 1, 46, Διαθ. 17. αι. 353 72, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 699, κ.α., Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά 3, Φορτουν. (Vinc.) Έ́ 22, Ιντ. β́ 3, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14821, 40311· συνήθιν, Ασσίζ. 4229, κ.α., Απολλών. (Κεχ.) 504, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1146, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 58, 194, 474, 580, Μαχ. 1305, 1744, κ.α., Κάτης (Τικτοπούλου) 68, Βουστρ. (Κεχ.) 4418, 747, 24213, 29214‑15, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 82, 135, 152, Ξόμπλιν φ. 126r, Αχέλ. 1707, Ολόκαλος 778, 877, Κυπρ. ερωτ. 77, 11410· συνήθιο, Θησ. Δ́ [637], Χρον. σουλτ. 3724, Κατζ. Πρόλ. 10, Ά́ 91, 148, Β́́ 148· συνήθι(ο)(ν), Μαλαξός, Νομοκ. 412, Κανον. διατ. Α 235, 744, Αγαπ., Γεωπον. (Kωστούλα) 138, 251, 267, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 516 λ́ 1, 4, 1450 ά́ 13, 22, 1451 ά́ 29, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Κaplanis) 1262· πληθ. συνηθία, Μαχ. 2436, 26014, 60028.
    Από το συνηθίζω και την κατάλ. –ιον ή από το ουσ. συνήθεια (>συνήθειον) με μεταπλ. (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 65, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Ά́ 215, Georgac., Glotta 31, 1951, 203-205, CGMG 531, 612, 631). Ο τ. συνήθι στο Somav. (λ. συνήθεια), σε έγγρ. του 16. (Δετοράκης, Κρητολ. 16-19, 1983-4, 125) και του 17. αι. (v. Gem., Ελλην. 38, 1987, 422, Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 12, 1981, 67, Δετοράκης, ό.π., 136), σε κείμ. του 18. αι. (Ιστορ. Αθέσθη 98) και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., λ. συνήθιο). Ο τ. συνήθιν σε έγγρ. του 16. αι. (Δετοράκης, Θησαυρ. 19, 1982, 156). Ο τ. συνήθιο (παράλλ. γρ. συνήθειο) στο Κατσαΐτ., Ιφ. Β́ 333 και σήμ. λαϊκ. Η λ. στο Somav. (λ. συνήθεια, γρ. συνήθειον), σε έγγρ. του 16. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 496 (γρ. συνήθειον), Μαράς, Κατάστιχο 149 Ά́ 326, 7, 16, Γ́ 24610, 34611) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. συνήθεια (γρ. συνήθειον), Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ. (γρ. συνήθειον), Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου).
    1) Ενέργεια ή τρόπος συμπεριφοράς που με την επανάληψη παγιώνεται, συνήθεια, έξη: Και έχει ψέματα να μηδέν ατεντιάσει ο άνθρωπος εκείνον τό προυμουτιάζει. Και έχει ψέματα τά λαλούσιν διά συνήθιν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 125· διατ’ έχει αυτή συνήθιον πάντοτε και παγαίνει| εκεί, όταν θε να κοιμηθεί, και με τον ύπνον μένει Αχέλ. 1376· καλά και να κατέχω πως λαλούσι| των νιω ολονών τα χείλη, όπ’ αγαπούσι,| πως ν’ αποθαίνου θέλου, σαν συνήθι| και όχι ογιατί ’τσι θέλ’ αποφασίσει Πιστ. βοσκ. III 3, 395· τούτον οπού εκέρδαισα εγώ, εσείς να το ξοδιάσετε πλατιά εκεί οπού πρέπει, διατί εγώ δεν έθελα εμπορήσειν ποττέ να βαστάξω να τα ξοδιάσω διά το μακρόν και κακόν συνήθιν του βίτσιου της ακριβειάς Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδωνια) 106. 2) Τρόπος συμπεριφοράς, νοοτροπία, που χαρακτηρίζει κάπ. ή ένα σύνολο ανθρώπων: Ο έρωτας που μια καρδιάν ορίζει, έχει συνήθι| κι αλλάσσει τση την όρεξη σ’ άλλα καινούργια τση ήθη Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 479· Σύρου από δω μη μας ιδεί εις το στενό κι αρχίσει,| σαν είναι το συνήθιο του, σάλια να μας γεμίσει Κατζ. Ά́ 244· Συνήθιν έν’ των κορασώ, Πανάρετε, να κλαίσι,| όντα τσι προξενεύγουσι κι «όχι» ολωνώ να λέσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 299· συνήθιν έχουν οι μαντατοφόροι να μεγαλυνίσκουν τους αφέντες τους Μαχ. 29420· Συνήθιν έν’ τω βασιλιώ πολέμους να σηκώνου,| τ’ άρματα να σαλεύγουσι, φουσσάτα να μαζώνου Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 1. 3) Έθιμο, παράδοση: ημείς να ποιήσομεν το ομάτζιο,| επεί ετέτοιον έχομεν συνήθιον ’κ των γονέων μας Χρον. Μορ. H 8643· συνήθιν ήτονε πάντα τση βασιλειά μας,| σαν αποθάνει ο κύρης μας, τ’ αδέλφια τα δικά μας| να θανατώνομε ζιμιό Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 277· Να γενούσι τα μνημόσυνά μου ορδινάρια κατά το συνήθι απού ξέρομε εμείς οι αρχόντισσες Διαθ. 17. αι. 940· οι αμιράδες τους τόπους εκείνους επέψαν του ρηγός κανισκία άξια με τους μαντατοφόρους τους κατά το συνήθιν Μαχ. 18832. 4) Κανόνες δικαίου, νόμοι, που στηρίζονται στο εθιμικό δίκαιο: η οικία ένι εδική μου, ότι εχάρισάν μου την, ού εγώ εγόρασά την ... με το κείμενον και κατά το συνήθιν των Ιεροσολύμων Ασσίζ. 4229· εστάθην, αφυρώθηκεν (ενν. ο πρίγκιπας) εις το κεφάλαιο εκείνο| κι απόδειξε με το βιβλίον, του τόπου τα συνήθια,| ό,τι με δίκαιον χρεωστικόν εχρεώστη να ποιήσει Χρον. Μορ. P 7589· να μας οδηγά κατά τες ασσίζες μας (ενν. ο ρήγας), τες ποίες οι μακαρισμένοι ρηγάδες οι προκάτοχοί του εποίκαν τούτα τα καλά συνηθία του αυτού ρηγάτου Μαχ. 2624. 5) (Στον πληθ.) έμμηνος ρύση: Όταν της γυναικός τα συνήθη κρατώνται, ήτοι τα λεγόμενα παρά των ιατρών έμμηνα και καταμήνια και συνήθια, ... τι δε να ποιήσουν να κινήσουν πάλι; Σταφ., Ιατροσ. 5139· γυναίκες οπού καρφώνουν τα συνήθιά τους εις το να μη κάμνουσι παιδία Νομοκ. 3882.
       
  • συντέκνισσα
    η, Σπανός (Eideneier) D 1768, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 335, 355, Συναξ. γαδ. (Moennig) 117, 219, 334, 345, 354, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1203, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 321, 411, 477, 503, Επιστ. Κρ. 1574 152, Κανον. διατ. Α 1216, Διαθ. 17. αι. 230, Αποκ. Θεοτ. Ι 68.
    Από το ουσ. σύντεκνος και την κατάλ. ‑ισσα. Η λ. τον 6. αι. (Lampe, Lex.· για πιθ. πρωιμότερη μνεία βλ. TLG), στο Βλάχ. (γρ. -ησσα) και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ, λ. σύντεκνος) και ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. σύντεκνος, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., λ. σύντεκνος, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. σύντεκνος, κ.α.· βλ. και Κριαρ., Λεξ., λ. σύντεκνος).
    Κουμπάρα: Όστις πορνεύσει με την συντέκνισσάν του, ήγουν την κουμέραν του, ακοινώνητος χρόνους η’ και μετανοίας τ́ την ημέραν Κανον. διατ. Α 812· Οπού με την συντέκνισσά του κατά σάρκα σμίξει και συμφθαρεί, συν αυτῄ ρινοκοπείσθω Zygomalas, Synopsis 282 Σ 22.
       
  • σύντεκνος
    ο, Αιν. άσμ. 23, Σπανός (Eideneier) A 526, Χρον. Μορ. Η 3936, 4561, Χρον. Μορ. P 4561, Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 98, 337, 361, Συναξ. γαδ. (Moennig) 97, 103, 287, Διαθ. Ακοτ. 1463, Σφρ., Χρον. (Maisano) 12021, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 480, Κάτης (Τικτοπούλου) 11, 12, 20, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 41, 149, 479, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 672 κριτ. υπ., Έκθ. χρον. 724, Σεβήρ., Σημειώμ. 58, Επιστ. Κρ. 1574 147, 150 δις, Ολόκαλος 994, 17313, Μαλαξός, Νομοκ. 261, Κώδ. Χρονογρ. 5321 δις, Ιστ. πολιτ. 108, Κανον. διατ. Α 1215, Αποκ. Θεοτ. I 67, Λίμπον. Αφ. 50, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1231, κ.α.· σύντεκνος η, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων./π. 222, Ψευδο-Σφρ. 3687.
    Το μτγν. ουσ. σύντεκνος ο και η (Montanari, Λεξ.). Η λ. στο Meursius (λ. σύντεκνοι) και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ) και ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́ 809, Παπαδ. Α., Λεξ., Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., κ.α.· βλ. και Κριαρ., Λεξ.).
    Κουμπάρος/α (από βάφτιση ή γάμο): διά πλέον βεβαιότερον της αγάπης, είχεν ο βασιλεύς παιδί μικρόν και το εδέχθη (ενν. ο πρίγκιπος) από το άγιον βάπτισμα και έγιναν σύντεκνοι Δωρ. Μον. XXXIX· όσα ... παιδία, οπού να τα εβάπτισεν αυτός (ενν. ο πνευματικός πατήρ του παιδίου), ένας βαθμός έναι προς αυτόν· όσα δε παιδία δεν εβάπτισεν τρίτου βαθμού είναι προς αυτόν, τον σύντεκνον, ωσάν αδελφού του παιδία, επειδή, καθώς είπαμεν, αδελφοί πνευματικοί είναι (ενν. ο πνευματικός και ο σαρκικός πατήρ του παιδίου) Μαλαξός, Νομοκ. 301· Εάν γυνή πέσει με τον σύντεκνόν της, ήγουν τον κουμπάρον της, ή με τον άνδραν της κουμέρας αυτής, ακοινώνητη χρόνους ς’ Κανον. διατ. Β 598.
       
  • συντρίβω,
    Γλυκά, Στ. 529, Γλυκά, Αναγ. 133, 385, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 192, 196, Ορνεοσ. αγρ. 5197, 5418, Διγ. (Trapp) Gr. 2584, Σπανός (Eideneier) A 64, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11245, Ερμον. Σ 169, Βίος Αλ. (Aerts) 1584, 3099, Λίβ. Esc. 4098, Αχιλλ. L 66, Αχιλλ. (Smith) O 93, 259, Παρασπ., Βάρν. C 423, Αργυρ., Βάρν. K 322, Αλεξ.2 2924, Παλαμήδ., Βοηβ. 1010, Ιστ. Βλαχ. 157, 1952, Διγ. Άνδρ. 34430, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 1270, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 66, 386, Ροδινός (Βαλ.) 118, Διγ. O 2958, Διακρούσ. (Κακλ.) 121, 800, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κά́ 44, κ.α.· συντρίβγω, Πεντ. Έξ. XV 6, Αρ. XXIV 8, 17, Δευτ. I 44, XXXII 39, XXXIII 11· γ́ πληθ. μέσ. παρατ. εσυντριβγόντεσαν.
    Το αρχ. συντρίβω. Ο τ. στο Somav. (στη λ.) και σήμ. ιδιωμ. στο μέσ. (Andr., Lex., στη λ.). Για το σχηματ. του γ́ πληθ. παρατ. βλ. Hesseling [Πεντ. Εισαγ. σ. LVII]. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Σπάω κ. σε κομμάτια· θρυμματίζω, τσακίζω κ.: Εντούρησεν ο εσωτερικός τούρλος, ήγουν ο μέγας, ... χρόνους ιβ́. Και μετά τούτους, τρεις ώρας της ημέρας, έπεσεν και εσύντριψεν τον αξιοθαύμαστον άμβωνα και την σολέαν Hagia Sophia ω 53518· Τῳ αυτῴ χρόνῳ ... εχάλασαν οι Τούρκοι τον Ταξιάρχη την εκκλησίαν εις τους κηροπουλάδες εις τας Σέρρας και όλες τες εικόνες εσύντριψαν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 42v· (με σύστ. αντικ.): Μη προσκυνήσεις τα είδωλά τους και μη τα δουλέψεις ..., ότι χαλασμό να τα χαλάσεις και συντριμμό να συντρίψεις τα στέματά τους Πεντ. Έξ. XXIII 24· (σε μεταφ.): λέγει· δεν συντρίβω την θύραν, τουτέστι την καρδίαν του ανθρώπου, και εμπαίνω μέσα στανικώς, αλλά στέκω έξω και κρούω την καρδίαν, ότι ο Θεός τινά δυναστικώς δεν θέλει εις την βασιλείαν του Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 105· Γένος το μιαρότατον πολλά μας τυραννίζει,| ο Ισμαήλ χριστιανούς εις τέλος αφανίζει·| συ δε, Χριστέ μου, σύντριψον τα βέλη και τα τόξα| τα καθ’ ημών κινούμενα, την επηρμένην δόξα Ιστ. Βλαχ. 2565· β) (εδώ με αντικ. τις λ. βάρκα, καράβι) χάνω πλεούμενο σε ναυάγιο: έχω θάρρος εις τον Κύριόν μου και Θεόν ότι από την σήμερον πλέον δεν θέλεις κινδυνεύσεις, ουδέ να συντρίψεις καράβι. Και τούτο γίνωσκε πως δεν το έπαθες από άλλο, μόνον, διατί το καράβι σου δεν ήτον δικαίως ηγορασμένον Βίος αγ. Ιωάνν. Ελεήμ. 267· (σε μεταφ.): Ανεμοζάλη δυνατή με φοβερίζει| ’ς τόσον οπού βουλήθηκα, Χριστέ, να ρίψω| την άγκουραν στην θάλασσαν, πριν να συντρίψω| την πικραμμένην βάρκαμ μου που ’κόμη ολπίζει Κυπρ. ερωτ. 1437· γ) συνθλίβω, λιώνω κ. ή κάπ.: πτελέας αγρίας σπέρμα κόψας και συντρίψας μετά ελαίου, ποίει ως κολλούρια και χρῳ ανατρίβων την υπερώαν του ζώου Ιερακοσ. 42610· ο άρκος επιστραφείς και στόμα μέγα χάνας| όρμησε γαρ την κεφαλήν συντρίψαι του παιδίου Διγ. Z 1417· (σε μεταφ.): έστειλεν (ενν. ο Πατήρ) τον Υιόν Αυτού τον μονογενή και εσύντριψεν την κεφαλήν του διαβόλου Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 144· Εσύντριψε (ενν. η Παρθένος) με την ταπείνωσίν της την κεφαλήν του φιδιού, τουτέστι του υπερηφάνου διαβόλου Ροδινός (Βαλ.) 101· (σε παρομοίωση): να είδασιν τα ομμάτια μου το τις σε θέλει επάρειν (παραλ. 1 στ.), εάν ου τον εθανάτωνα ας με ελιθοβολούσαν·| ως μύρμηκα και κώνωπα ήθελα τον συντρίψει Αχιλλ. (Smith) N 1791. 2) α) Νικώ ολοσχερώς κάπ., κατατροπώνω: Από του ήλιου ανάτελμα έως ώρας ενάτης| επτά φοράς εσύντριψαν οι Ούγγροι τους Μουσουλμάνους Παρασπ., Βάρν. C 319· Γίνωσκε γουν, Αλέξανδρε, πάσης της γης τα πλάτη| και πάσα δύναμις ανδρών υφ’ ένα συνελθούσα| ούπω Περσών δυνήσεται συντρίψαι δυναστείαν Βίος Αλ. (Aerts) 1723· (σε παρομοίωση): εκ το πλήθος των Ρωμαίων όπου έδραμαν στους Φράγκους,| δεύτερον τους εκρότησαν κι οπίσω τους εστρέψαν (παραλ. 1 στ.) και ούτως τους εσύντριβαν ως φάλκονες κουρούνες Χρον. Μορ. P 5391· β) (γενικ.) εξουδετερώνω, καταστρέφω: εθυμώθη πολλά ο Θεός και είπε προς τον Μωυσήν· άφησέ με να τους συντρίψω και να τους αφανίσω από τον κόσμον. Ο δε Μωυσής ... τον μεν Θεόν δεν άφησε να συντρίψει τον λαόν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 51 δις· γ) (μεταφ. για συναισθήματα ή σκέψεις) καταπνίγω, εξαλείφω: Και πούρε μεν το πάθος μου με πάθος το συντρίβγω| και με το κλάμαν το πολλύν απού το κλάμα λείβγω Κυπρ. ερωτ. 13211· άλλο εβουλόντανε εκείνοι να κάμουν εναντίον των αρχόντων και άλλο τους εσυνέβη, και εσύντριψε (ενν. ο Θεός) τους άπρεπούς τους λογισμούς Σουμμ., Ρεμπελ. 185. 3) α) Καταβάλλω, εξαντλώ σωματικά: Πολλάκις υπό καμάτου πολλού συντριβείς (ενν. ο ιέραξ) ... εις το της απεψίας εμπίπτει πάθος Ιερακοσ. 45320· Ουδέν άλλο ... πιέζει και συντρίβει,| ειμή πόνος αφόρητος τα οστά μου απέσω Διγ. (Trapp) Gr. 3417· β) εξουθενώνω ψυχικά, καταρρακώνω: Οι πόνοι κατασφάττουσιν, συντρίβουν την καρδιάν μου,| ότι ο ημέτερος υιός χάνεται δι’ αγάπην,| διά πόθον της πανευγενούς καρδιοδιχοτομείται Φλώρ. 212. II. Μέσ. 1) (Αλληλοπ.) α) τρίβομαι πάνω σε κ.: τ’ άρματά του κτύπησαν, έμορφα κουδουνίσαν,| αλλήλως εσυντρίβονταν, γλυκόν κτύπον εποίκαν Θησ. Ζ́ [466β) (εδώ προκ. για δίδυμη κύηση, όπου τα παιδιά πιέζουν με δύναμη το ένα το άλλο, σαν να παλεύουν μέσα στην κοιλιά της μητέρας τους): εθελοποίθην αυτουνού ο Κύριος και εγγαστρώθην η Ριβκα η γεναίκα του. Κι εσυντριβγόντεσαν τα παιδιά μεσοθιό της και είπεν· αν έτσι, γιατί ετούτο; Κι εδιάβην να γυρέψει το Κύριο Πεντ. Γέν. XXV 22. 2) α) Κομματιάζομαι, θρυμματίζομαι: εν Βαβυλώνι δε Διός άγαλμα συνετρίβη Βίος Αλ. (Aerts) 6050· ήλθε το μιαρόν ποντίκιν| κι έφαγε το βάσταμά της| και συντρίβην η κανδήλα Χρησμ. VIII 6· (προκ. για κάταγμα): τον Ιωαννάκιον έκρουσα άνωθεν του αγκώνος| εν τῃ χειρί τῃ δεξιᾴ μετά μικράς ισχύος·| οστέα συνετρίβησαν, η χειρ όλη ηπλώθη Διγ. Z 3104· β) (προκ. για καράβι) τσακίζομαι, καταστρέφομαι: πληρώσας την θυσίαν| εις την Σπάρτην εδιέβην| μετά νήων γαρ τεσσάρων·| η δε μία συνετρίβη,| σύμβολον γαρ του κινδύνου| ήτον η τριφθείσα νήα Ερμον. Β 145· γ) (προκ. για άνθρωπο) σκοτώνομαι από πτώση, «τσακίζομαι»: Ένας δε από εκεινούς, οπού ανέβαζαν τους λίθους, από την αλαζονείαν του, βαστώντας τους λίθους εβλασφήμησεν και διά θαύμα ευθύς έπεσεν από άνω κάτω και συνετρίβη Hagia Sophia ω 51719· οι Τούρκοι τρέχοντες ... έπιπταν μέσα εις τους σκοτεινούς λάκκους, όπου ήσαν στημένα τα σουβλερά ξύλα, και ή εσυντρίβοντο ή εσουβλίζοντο, και ούτως εσκοτώνοντο πολλοί Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 414. 3) Θλίβομαι υπερβολικά, εξουθενώνομαι ψυχικά, καταρρακώνομαι: Εκείνη λέγει προς αυτόν: «από ’να λόγον μόνον| εσυνετρίβης την ψυχήν, εθλίβης την καρδίαν; ...» Καλλίμ. 1608· (σε παρομοίωση): Ημείς ... και εν άρμασι και εν ίπποις υπερέχομεν τους υπεναντίους και, μόνον ενωτισθέντες την ημετέραν άφιξιν, ο νους αυτών ως κάλαμος συντριβήσεται Δούκ. 2139· (σε προσωποπ.): Πάντες διασκορπίζονται εν μέσῳ του δρυμώνος (παραλ. 1 στ.), όταν θελήσει να εβγεί (ενν. ο αυθέντης μου) να πα να κυνηγήσει.| Και τα βουνά συντρίβονται, τα όρη συντρομάσσουν Συναξ. γαδ. (Moennig) 37. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) (Προκ. για μαγειρικά υλικά) ανακατεμένος, «χτυπημένος»: Το δε σφουγγάτον ηξεύρετε τι είναι: αυγά συντριμμένα και τηγανημένα με κρομμύδια και άλλα μυρωδικά Δαμασκ. Στουδ., Θησαυρ. 193. 2) (Προκ. για κτίσμα) ερειπωμένος, κατεστραμμένος: Όταν ως τόξου δε βολήν διέλθεις, κατοπτεύσεις| του Κλίμακος την φυλακήν ...| Συντετριμμένη και φθαρτή εκ της πολυκαιρίας| πέλει και ανεπίβατος Παϊσ., Ιστ. Σινά 1731. 3) (Προκ. για πρόσωπο) εξουθενωμένος, «τσακισμένος»: Tον καρπό της ηγής σου και όλο τον κόπο σου να φάει λαός ος δεν ήξερες, και να είσαι μόνε αδικημένος και συντριμμένος όλες τις ημέρες Πεντ. Δευτ. XXVIII 33· ηύρηκα πάλιν, ήξευρε, πιττάκιν άλλον ένα,| ονειδισμούς είχε γράμματα και συνεπόνεσά τον,| γράμματα μετά στεναγμούς, καρδία συντετριμμένη Λίβ. Esc. 1675.
       
  • συντρομάσσω,
    Συναξ. γαδ. (Moennig) 37, Λέοντ., Αίν. I 14, Βυζ. Ιλιάδ. 273, 1154· συντρομάζω ή συντρομάσσω, Λίβ. Va 2690· γ́ εν. παθητ. αορ. συνεντρομάχθη, Προσκυν. Ιβ. 845 409· συνεντρομάχθηκε, Προσκυν. Ιβ. 535 396.
    Από την πρόθ. συν και το τρομάσσω (βλ. ά.). Ο τ. συντρομάζω τον 6. αι. (Lampe, Lex.) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., Παπαδ. Α., Λεξ.) και στο ΑΛΝΕ. Η λ. πιθ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Andr., ό.π., Σακ., Κυπρ. Β́ 810, Λουκά, Γλωσσάρ.).
    1) Συνταράζομαι από ισχυρό συναίσθημα, έντονη συγκίνηση· τρέμω, ριγώ: ως ήκουσεν η παράξενος όνομα του Λιβίστρου,| ευθύς συνετρομάξασιν τα τέσσαρά της μέλη·| την ώραν έπεσεν νεκρή από λιγοθυμίαν Λίβ. διασκευή α μετά στ. 3569 κριτ. υπ.· (μέσ.): Χριστός γαρ έγνωκεν αυτήν (ενν. τη Μαρία τη Μαγδαληνή) και λέγει της, «Μαρία»·| αυτή συνετρομάχθη δε ψυχῄ τε και καρδίᾳ| και έδραμε ίν’ άψηται σώμα του Ιησού μου Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 356· (σε προσωποπ.): Όντα τον πάρουν (ενν. τον αφέντη μου) άρχοντες για να περιδιαβάσουν,| τα όρη όλα τρίβονται, τα δάση συντρομάσσουν,| γιατί έχει σκύλους δυνατούς, έχει και την ανδρεία Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 84· Τα όρη ωσάν είδασιν την συμφοράν εμένα,| όλα συνετρομάξασιν και ταραχήν εποίκαν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 333. 2) Φοβάμαι, τρομάζω πολύ: Ο νέος (ενν. ο υιός του Βελισαρίου) εσυντρόμαξεν από το άλλο μέρος,| μη ποίσουσι και αυτόν τυφλόν ως τον αυτού πατέρα,| και εκ του φόβου του πολλού την όψιν του εχάσεν Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 574· ως το ήκουσεν ο αμιράς, πολλά τους εφοβήθη,| ο νους του εσυνετρόμαξεν και ουδέν τους απεκρίθην Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 351.
       
  • συντυχαίνω,
    Σπαν. Α 119, Σπαν. Β 114, Σπαν. (Ζώρ.) V 167, Κομν., Διδασκ. Δ 145, Διδ. Σολ. Ρ 111, Αμ. παράκλ. 1, Λόγ. παρηγ. L 47, 481, Λόγ. παρηγ. O 46, 488, Παράφρ. Μανασσ. 280, Καλλίμ. 1073, Διγ. Ζ 664, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 128, 850, Βέλθ. 115, 1243, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 176, 1609, κ.α., Χρον. Μορ. Η 503, 2574, 8026, κ.α., Χρον. Μορ. Ρ 68, 881, 2574, 4456, κ.α., Πουλολ. (Eideneier) 42, 357, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 218, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 74, 116, Φλώρ. 333, 1328, Gesprächb. 205, 7, Σαχλ., Αφήγ. 171, Ερωτοπ. 9, 32, Απολλών. (Κεχ.) 292, Λίβ. διασκευή α 243, 1370, Λίβ. Esc. 315, 2650, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 442, 1329, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 324, Αχιλλ. L 28, 897, 1285, Αχιλλ. (Smith) N 1109, 1773, Αχιλλ. (Smith) O 389, 503, Ιμπ. 298, Χρον. Τόκκων 463, 2135, Λίβ. Va 230, 557, 1199, Διήγ. Βελ. χ 98, Σφρ., Χρον. (Maisano) 4026, 11612, Διήγ. Βελ. Ν2 103, Θησ. Β́ [68], Έ́ [1045], Έπαιν. γυν. (Vuturo) 421, Χούμνου, Κοσμογ. 1240, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 160, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 115, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 680, Δευτ. Παρουσ. 58, Διήγ. Αλ.V 25, Αλεξ.2 1766, Συναξ. γυν. 119, Απόκοπ.2 75, 436, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 194, 697, 1054, 1315, Έκθ. χρον. 5816, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1497, Ιμπ. (Yiavis) 823, Κορων., Μπούας 26, 86, 136 δις, Βεντράμ., Γυν. 67, Βεντράμ., Φιλ. 25, Διήγ. Αλ. G 28715, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1262, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 3819, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 116, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r, 156r τρις, Προσκυν. Ιβ. 535.22 (Σινά) 895, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 23333 δις, Τριβ., Ρε 309, Πεντ. Γέν. VIII 15, Έξ. IV 12, XI 2, Λευιτ. I 1, X 5, XXV 2, Αρ. VI 2, XIII 1, XXIII 12, Δευτ. I 1, ΧΙ 19, κ.α., Βυζ. Ιλιάδ. 270, 1118, Πτωχολ. α 77, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 309, Δαρκές, Προσκυν. 210, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 16321, Πανώρ.2 Γ́ 383, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 462, Κατζ. Γ́ 199, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 47, Πιστ. βοσκ. I 2, 43, II 5, 133, Βοσκοπ.2 428, Βίος Δημ. Μοσχ. 611, Παλαμήδ., Βοηβ. 745, Διγ. Άνδρ. 31715, 40114, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 164, Δ́ 1088, Ψευδο-Σφρ. 50415, 20, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 181, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 62v, 193v πολλ., Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 226, Διήγ. πανωφ. 61, Πτωχολ. Α 79, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 525, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 432, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 279, Χριστ. διδασκ. 387, Λεηλ. Παροικ. 437, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 84, 1075, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 34, 802, κ.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιβ́ 46, Μάρκ. ζ́ 32, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17919, 2333, 47523, κ.π.α.· εσυντυχαίνω, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κδ́ 17, Πράξ. κή 20· συντυγχαίνω, Διγ. Z 3042, Ορισμ. Μαμελ. 953· συντυγχάνω, Ασσίζ. 34917, Καναν. (Cuomo) 131· συντυχάννω, Μαχ. 14212‑13, 26230, 39012, 23‑24, 5807‑8, 6688, κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 2028, κ.α., Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 75, 81 δις, 85, Ξόμπλιν φ. 123v, 130r τρις, v πολλ., 132r, 133r, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 507, 589, 621· συντυχάν(ν)ω, Υγρομαντ. φ. 165r 5, Μαχ. 12831, 25621, 41027, κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 2019, 407, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 884, Άλ. Κύπρ. 3170· συντυχάνω, Ασσίζ. 3415, 9914, 15228, 28311, 34916, 40411, Απολλών. (Κεχ.) 692, 694, Μαχ. 56421, Βουστρ. (Κεχ.) 4018-421, 1446· συτυχαίνω, Αχιλλ. (Smith) O 394, Ch. pop. 780· προστ. σύνταχε, Σπαν. Ο 39.
    Από τον αόρ. του αρχ. συντυγχάνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε ‑αίνω (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 294). Ο τ. συντυγχάνω στο ΑΛΝΕ. Ο τ. συντυχάννω και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 810, Χατζ., Λεξ.). Ο τ. συντυχάνω στο Du Cange (λ. συντυχάνειν). Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.
    Α´ Μτβ. 1) Λέω κ.: Σύντυχε εκείνον τό έχεις να πεις, και θέλω σου γροικήσειν! Βουστρ. (Κεχ.) 904· Τα δ’ άλλα τα λεγόμενα και τας ονειδισίας,| τας ύβρεις και επιβουλάς, πώς όλως υπομείνω;| Το «τις είσαι και τι θέλεις, και τι έν’ τό συντυχαίνεις, ...;» Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 465· εκατάλαβες από τα λόγια μας, πως συντυχαίνομεν ψέματα; Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 101· (με σύστ. αντικ.): Σηκώσου, καβαλίκευσε και στάσου εις την μέσην,| σύναξε τα φουσσάτα σου και τας παραγωγάς σου·| ουκ ένι τώρα ο καιρός τοιαύτα να συντυχαίνεις Αργυρ., Βάρν. K 286· (με είδος σύστ. αντικ.): Σφάλλεις πολλότατα, αδελφέ, και μην τα συντυχαίνεις| τα λόγια τα παράστρατα και όξω από την στράτα βγαίνεις Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Αναστ. 511. 2) Μιλώ σε κάπ.: κι εσύ καυχούσουν κι έλεγες να μη με λησμονήσεις, (παραλ. 1 στ.) ουδέ άλλην εμορφότερην ποτέ να την συντύχεις Ερωτοπ. 98· Παρεθυρίτσια μου αργυρά, αργυρογκοσμημένα,| ειπέτε της κυράτσας σας νά βγει να της συντύχω Ch. pop. 411· αμή να ήπλωσα δαμίν το παλαμόχειρόν μου| και να σε εξεστόμωσα έως τον μήλιγγά σου·| και γαρ εγώ να σ’ έμαθα το πώς μου συντυχαίνεις Διήγ. παιδ. (Eideneier) 896· (με εμπρόθ. αντικ.): ο διάβολος έγινεν άνθρωπος και εσύντυχεν με την Εύαν και επλάνεσέν την Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r· (προκ. για εσωτερικό μονόλογο): Καμιά φορά μετά μου συντυχαίνω| και λέγω ... Πιστ. βοσκ. Ι 3, 30· εγώ ιμπρού να ξετελειώσω να συντύχω προς τη καρδιά μου, και ιδού η Ριβκα εβγαίνει και το λαγήνι της ιπί το νώμο της Πεντ. Γέν. XXIV 45· Πάλι καμιά φορά μ’ εμέ στέκοντας συντυχαίνω| και μ’ αναγάλλιαση πολλή στο νου μου τονε φέρνω (ενν. το Μυρτίνο),| και λέγω: «Ας μου ήτον μπορετό ...» Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 705· φρ. συντυχαίνω ιπί την καρδιά κάπ., βλ. ά. καρδία σημασ. 9. 3) α) Έχω την ικανότητα της ομιλίας· (με είδος σύστ. αντικ.): βλέπεις έναν άνθρωπον και είναι ένας, αλλά είναι και έχει τρία τινά· έχει τον νουν, έχει τον λόγον οπού συντυχαίνει, έχει και τον ανασασμόν οπού ανασαίνει Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 139v· β) μιλάω μία γλώσσα: εις το όνομά μου θέλουσιν εβγάλει δαιμόνια· γλώσσες θέλουν συντύχει καινουργίες Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ις’ 17· Διότι πολλοί τινες γράφουσι βιβλία και συντυχαίνουν ελληνικά και δεινά, και όποιος είναι διδάσκαλος ή μαθηματικός τα ηξεύρει τι λέγουν, αμή οι άλλοι οπού ηξεύρουν τα κοινά γράμματα, ηξεύρουν και το διαβάζουν, αμή δεν ηξεύρουν τι λέγει μέσα και τι έννοια είναι Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 193r· εσυντυχαίνασιν ρωμαίικα την γλώσσαν Χρον. Μορ. Ρ 5207. 4) α) Συζητώ για κ.: Tι πράμα συντυχαίνουσι κι αργιούσι να σιμώσου; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 305· Ειστούτο όρισεν ευτύς (ενν. ο ρήγας της Φράντσας), οι κεφαλάδες ήλθον,| όπου ήσαν τότες στο Παρίς, στην εορτήν εκείνην·| όλων βουλήν εζήτησεν του να τον συμβουλέψουν.| Πολλά λεπτώς εσύντυχαν το φταίσιμον, τό εποίκεν| ο Μέγας Κύρης, σε λαλώ, του πρίγκιπος Γουλιάμου.| Κι όσον ελάλησαν πολλά ηύρασιν την αλήθειαν Χρον. Μορ. Ρ 3398· Όρισαν ότι πώποτε πλείον να μη συντύχουν| μετ’ αύτα την υπόθεσιν, εσίγησαν τελείως Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ-Jeffr.) 13550· β) αναφέρομαι σε κάπ. ή κ., κάνω λόγο για κάπ. ή κ.: Φίλε, τόν εσυντύχαινα την χθεσινήν ημέραν| εψέ εις τον ύπνο μου είδα τον εντάμα με την κόρην Λίβ. Va 751· είπε με: «Κράτιε Λίβιστρε· δι’ αυτήν τήν συντυχαίνεις| είδησιν έχω και άκουσε ...» Λίβ. Va 537. 5) Υποστηρίζω, δηλώνω κ.: Ο λόγος ο επιχώριος λέγει και συντυχαίνει:| Κάλλιον να μη επεχείρησεν οπού κακά πληρώνει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1579. 6) Εξιστορώ, αφηγούμαι κ.: Εν τούτῳ θέλω αποτουνύν να πάψω εδώ ολίγον| του να συντύχω, να ειπώ εκ τον Δεσπότην Άρτας,| και να σας αφηγήσομαι αφήγησιν τοιούτην| περί του πρίγκιπος Μορέος, εκείνου του Γουλιάμου Χρον. Μορ. Ρ 3139. 7) Ρωτώ: Ετότες ο Ρωτόκριτος του φίλου συντυχαίνει| ανέ γροικά λαβωματιά, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 587· Και τι με ερωτάς και τι με συντυχαίνεις; Συναξ. γαδ. (Moennig) 323. 8) Βρίσκω την απάντηση, εξηγώ: η αυθεντία σου με ερώτησες έντεκα ερωτήματα,| κι εγώ είτι και αν με όρισες, όλα εξήγησά τα,| εδιάλυσά τα και ηύρα τα, όλα εσύντυχά τα Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 728· Άρχισε γαρ Αλέξανδρος, το ρώτημα συντυχαίνει,| και διαλύζει και λέγει το, την κόρη το μαθαίνει Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 976. 9) Δίνω εντολή, προστάζω: Λέοντα χρυσόν εβάσταζεν (ενν. ο Έκτωρ) απάνω εις το σκουτάρι·| τες σύνταξες εδιέβηκε και εστάθην εις την πρώτην.| Ολών εσύντυχεν ευθύς διά να καβαλικεύσουν,| τας τέντας να σιμώσουσιν οι σύνταξες οι δέκα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3286· και εφουβήθηκαν οι μάμμηδες τον Θεόν και δεν έκαμαν χαθώς εσύντυχεν προς αυτές ο βασιλεάς της Αίγυφτος, και εζωπούσαν τα παιδιά Πεντ. Έξ. Ι 17. 10) Σκέφτομαι να κάνω κ., σχεδιάζω κ.: Ο Αλέξανδρος ηύρεν τον πατέραν του τον Φίλιππον, οπού άφηκεν την μητέραν του Αλέξανδρου και εσυντύχαινε να επάρει άλλην Διήγ. Αλ. Ε (Lolos) 12714· δημηγερσίαν εσύντυχαν, εκείνην επληρώσαν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11994. 11) Συναντώ τυχαία κάπ.: Περιεπάτει την οδόν, επήγαινε τον δρόμον (παραλ. 1 στ.). Μόλις μετά συμπλήρωσιν πάλιν ενός τριμήνου| μέσον της στράτας της κακής, της ορεινής, δυσβάτου| γυναίκα εσυντύχαινεν ...| γραία πολλά ταλαίπωρον Λόγ. παρηγ. Ο 231. Β´ Αμτβ. 1) Μιλώ, εκφέρω λόγο: ο γαρ Θεός έρριψεν ζάλην και σύγχυσιν και ασυμφωνίαν εις τας γλώσσας των κτιζόντων και εσυντύχαιναν και ουδέν εγροικούσαν είς τον άλλον Hist. imp. (Iadevaia) I 355· το σκουτάριν επέρασεν αλλά και το λουρίκι,| και μέσα εις το στήθος του έβαψε το κοντάριν·| νεκρός εις γην απλώθηκε, πλέον ου συντυχαίνει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3804· (σε παροιμ. φρ.): εις κουφού πόρταν εσυντύχαννεν, τίποτες ουδέν εφέλεσεν Μαχ. 4417. 2) Εκφράζω με το λόγο σκέψεις ή συναισθήματα: Αν συντυχαίνει (ενν. ο Καίσαρ), πρόσεχε και άκουε να μανθάνεις,| εις δε καιρούς ερώτ’ αυτόν τα άπερ συ ου γινώσκεις Σπαν. (Λάμπρ.) Va 121· εις το κρυφόν αγάπαν (ενν. ο ρήγας) τον αποστολέν, ως γιον παιδίν του, μα ο ρήγας ήτον μικρής ψυχής, διότι εφοβάτον την ρήγαιναν πολλά και δεν ετόρμα να συντύχει Βουστρ. (Κεχ.) 2412· Και είδεν πας άνθρωπος και εξενίστη πώς εσύντυχεν το παιδάριον Διήγ. Αλ. V 27· Λέγω σε ουν αποτουνύν, μάθε να συντυχαίνεις,| ψέμαν ουδέν ειπείς ποτέ, αλήθειαν λέγε πάντα Συναξ. γαδ. (Moennig) 65. 3) Απευθύνομαι σε ακροατήριο, αγορεύω: Τότ’ είς από την σύγκλητον άξιος δημηγόρος| ανέστηκε και εσύντυχε, λέγω κοκκινοφόρος Κορων., Μπούας 22· να συντυχαίνει εις κούρτην Χρον. Μορ. Ρ 7523. 4) Συνομιλώ, κουβεντιάζω: Πρώτας εντύσου κι ύστερα θέλομε συντυχαίνει Φαλιέρ., Ιστ.2 69· Έλα, ξαθή, πανέμνοστη, το φως των ομματιών μου,| να συντυχαίνομεν τα δυο και να γλυκοφιλούμεν Ερωτοπ. 633· αλλήλως να χεροκρατούν, κρυφά να συντυχαίνουν Λίβ. Va 387. 5) Κατακρίνω, επικρίνω: Μηδέν προς Άκαστον κακόν ποιήσεις το παράπαν (παραλ. 1 στ.), ότι ο κόσμος, ήξευρε, ηθέλασι συντύχει,| αν κακόν τον εποίησες, οπού έναι τόσα γέρων,| όλοι κακόν να έλεγαν δι’ εσένα εις τον κόσμον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 14362. 6) (Για δικηγόρο υπεράσπισης) αντιπροσωπεύω διάδικο στο δικαστήριο: ανένι ότι ο αβαμπαρλιέρης πει λόγον τόν ουδέν πρέπει να πει διά εκείνον οπού συντυχάνει ... Ασσίζ. 34916. 7) (Απρόσ.) μου έρχεται κ. στο νου: Συνέτυχέ μοι ουν και είπον προς αυτόν ότι και εγώ εν νῳ είχον ότι να τον ζητήσω να με ευεργετήσει οφφίκιον μεγαλότερον Σφρ., Χρον. (Maisano) 1248. 8) (Τριτοπρόσ.) συμβαίνει, γίνεται, λαμβάνει χώρα: Και ειστόσον εχοντρύναν εις τα λογία, και διά να μηδέν συντύχει περίτου, έσυρεν ο σιρ Τζάκες τους λας της συντροφιάς του και ήλθεν εις τον ρήγαν Μαχ. 3205.
       
  • συχνοκονδυλίζω·
    συχνοκοντυλίζω.
    Από το ά́ συνθ. συχνο‑ και το κονδυλίζω (βλ. ά.).
    Σκοντάφτω πολύ συχνά: από την πείναν μου δύναμιν ουδέν είχα| και το βαρύν το φόρτωμαν και από το δόσμαν κρούσμαν| έτρεμαν τα ποδάρια μου, έτρεμεν το κορμί μου,| και συχνοεκοντύλιζα κι εβούλομουν να πέσω Συναξ. γαδ. (Moennig) 239.
       
  • συχνοπορδαλίζω,
    Συναξ. γαδ. (Moennig) 315.
    Από το α’ συνθ. συχνο‑ και το πορδαλίζω (Δημητράκ.).
    Πέρδομαι συχνά, επανειλημμένα: Γι’ άσι με μη γεμίζω| τσι βράκες μου· δε με γροικάς πώς συχνοπορδαλίζω; Κατζ. Β́ 308· τότες ο κυρ γάδαρος φωνάζει και γκαρίζει| και συχνοκατουρεί πυκνά και συχνοπορδαλίζει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 454.
       
  • συχνοπορδοκοπώ,
    Συναξ. γαδ. (Moennig) 233.
    Από το α’ συνθ. συχνο‑ και το πορδοκοπώ (βλ. ά.).
    Πέρδομαι συχνά, επανειλημμένα: έδερνε (ενν. ο αφέντης μου εμένα το γάδαρο) τον κώλον μου κι επόνουν τα πλευρά μου,| κι από τον πόνον των ραβδών κι εκ του περίσσιου κόπου| αχάμνισάν μου τα νεφρά κι εσυχνοπορδοκόπου Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 338.
       
  • σφάλλω,
    Σπαν. A 94, 253, 326, 642, Σπαν. B 92, 247, 322, Κομν., Διδασκ. Δ 220, Σπαν. P 37, 135, 172, Σπαν. (Μαυρ.) P 251, Χρον. Μορ. H 4253, 4438, 5802,  Χρον. Μορ. P 1731, 3886, 4253,  Φλώρ. 859, 1146, Σαχλ., Αφήγ. 754, Λίβ. διασκευή α 1047, 1233, 1831, Λίβ. Esc. 967, 1980, 1983, Χρον. Τόκκων τίτλ. μετά στ. 3815, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 206 κριτ. υπ., Χειλά, Χρον. 348, Θησ. Ζ́ [35, 7], Καραβ. 4924, 13, 49525, 49615, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 126, 153, Ριμ. κόρ. V 50, 51, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) E 177, Κορων., Μπούας 18, 31, 46, 141, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 57v, 63v, Δεφ., Λόγ. 47, 149, Κατζ. Β́ 263, Πιστ. βοσκ. V 2, 38, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 867, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1389 ρνς́ 2, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 1313, Δ́ 39, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 6729, 1059, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 77, 161, 214, κ.π.α.· εσφάλλω, Σαχλ. Β́ (Wagn.) P 183, 186· ησφάλλω· σφαίνω, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1052, 2105, Β́ 1552, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 85, Στάθ. (Martini) Ιντ. β́ 121, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 164· σφαίνω ή σφάλλω ή σφάνω, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 872, 2996, Απόκοπ.2 419, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 384, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 176, 1903, Αχέλ. 2370, Μορεζ., Κλίνη φ. 31v, 116r, 227v, 442v, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 459, Β́ 267, Γ́ 241, Δ́ 301, Πιστ. βοσκ. IV 8, 92, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 568, 9124, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 229, 2175,  Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 664, 838, Στάθ. (Martini) B́ 69, 187, Ιντ. β́ 63, Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. Μελλ. 64, Διακρούσ. (Κακλ.) 1320· σφαίρνω, Τζάνε, Φιλον. 58618 (γρ. σφέρνωσφάλλω ή σφάλνω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 73v· σφάλνω, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 61r, Πηγά, Χρυσοπ. 247 (42) δις· σφάνω, Χούμνου, Κοσμογ. 1215, 2078, Ριμ. κόρ. A 95, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 177, Μορεζ., Κλίνη φ. 351v τρις, 462r, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 245, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 45 δις, Κατζ. Ά́ 251, 289, Πιστ. βοσκ. I 1, 302, III 5, 310, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9611, 9717, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 951, 1567,  Στάθ. (Martini) Á́ 38, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 258, 336, 459, Φορτουν. (Vinc.) B́ 178, 354, Δ́ 570, Έ́ 220, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 13523, 57919, κ.α.
    Το αρχ. σφάλλω. Ο τ. σφαίνω στο Βλάχ. και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Andr., Lex., στη λ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 308, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.), όπου και τ. σφαίλνω (Andr., ό.π., Παγκ., ό.π., Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., γρ. σφέλνω). Για το σχηματ. των τ. σε ‑νω (με ανάπτυξη ‑ν‑ αναλογ. με τα ρ. σε ‑νω) βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 291 κε., Χατζιδ., Αθ. 22, 1910, 235-6, Jannaris, Hist. Gramm. 229. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Kάνω κ. εσφαλμένα, κάνω κ. λάθος: τα χείλη των κακόγλωσσων, τά σφάνω να σωπούσι,| κι ουδένα εισέ ψέγωση λόγο ποτέ να πούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφιέρ. 19· και λόγιασε σα φρόνιμη, κερά μου, να σκολάσεις.| Ετούτη την κακήν αρχήν και τά ’σφαλες να σάσεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1596· με σύστ. αντικ.: Σκόπησε, ιδέ την την γραφήν, ανάγνωσε τά γράφει, (παραλ. 1 στ.) σκόπησε, ιδέ το σφάλμαν του τό έσφαλεν εις εσένα Λίβ. διασκευή α 2131· β) (με υποκ. λέξεις όπως νους, λογισμός, κλπ.) πιστεύω, νομίζω κ. εσφαλμένα: Ευλόγησεν ο έρωτας τον κουρσεμένον πόθον·| πώς θες ν’ αλλάξω το λοιπόν εκείνον οπού γνώθω;| Λοιπόν, μαλαματένια μου, τούτο ο νους σου σφάλλει·| κι ας φάμε την αγάπην μας με διχωστά στεφάνι! Ρίμ. κορ. V 93. 2) Δεν πετυχαίνω κ., αποτυχαίνω σε κ.: εις έν κοφίνιον έσωθεν τον Φλώριον σεβάζει (ενν. ο καστελλάνος)| και βάνει ρόδα επάνωθεν, σκεπάζει τον καθόλου,| δήθεν ότι να φαίνεται ότι άνθη έναι γεμάτον.| Και εκείνος έσω εκάθετον να τον σκεπάζουν τα άνθη,| να μελετά η καρδία του την ένεδραν μη σφάλει,| μη σφάλει το μηχάνημαν και εις κίνδυνον εμπέσει| και στερηθεί και την ζωήν, χάσει και την φουδούλαν Φλώρ. 1598, 1599· Τό ετρέχαμεν να πιάσομεν ημείς εσφάλαμέν το Φλώρ. 850. 3) Βλάπτω, κάνω κακό σε κάπ., αδικώ κάπ., φταίω σε κάπ.: η οξυθυμία,| που’χει ο σινιόρ Μπαρτολομαίος, σφάλλει τον στην καρδίαν Κορων., Μπούας 119· Και ο αυθέντης ο πικρός οπού εμέναν είχεν,| κανείς ουδέν τον έσφαλεν να μην τον θανατώσει Συναξ. γαδ. (Moennig) 26· δε θέλω να μανίσεις,| μα ό,τι κι α σου ’σφαλε ως εδά να τση τα συμπαθήσεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 286. 4) Προδίδω, απαρνιέμαι, εγκαταλείπω κάπ.: Πολλοί γαρ επροσκύνησαν Ρωμαίοι και Αλβανίται| και ήλθαν και εγίνησαν του δούκα του δεσπότου.| Ευεργεσίες τους έδωσεν, χαρίσματα μεγάλα.| Και ύστερα τον έσφαλαν, έφυγαν εξοπίσω Χρον. Τόκκων 3822· Αρχάρης ήτον ακομή και αχαμνός του τόπου| και δουλοσύνην έδειχνεν ώστε να δυναμώσει·| και όρκους έκαμνεν πολλούς και συμφωνίες του δούκα,| πάντα να έναι φίλος του ώστε εις την ζωήν του.| Και βοηθήματα πολλά είχε από τον δούκα.| Αλλ’ ύστερον τον έσφαλεν Χρον. Τόκκων 852· σε παροιμ. φρ.: Καλλιά του φίλου του κιανείς να σφάλει, παρά να ’χει| απ’ όλους καταδίκαση, πάντα εντροπή και μάχη Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 213. 5) Ξεγελώ, εξαπατώ κάπ.: Τα μάτια σου τα πλουμιστά, τα χείλη τα βαμμένα,| απού με τη θωριάν τωνε ήσφαλλες κάθα ένα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 441· Πράμα θωρούμε ξυπνητές και πάλι μασε σφάνει| κι εσύ ό,τ’ είδες στον ύπνο σου απαρθινό σου εφάνη; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.2) Δ́ 147. 6) (Με αντικ. το Θεό) προσβάλλω το Θεό κάνοντας κάπ. αμαρτία, αμαρτάνω ενώπιον του Θεού: τις να ηκούσει, να ειπεί ότι εις Χριστόν πιστεύουν| άνθρωποι όπου ουδέν κρατούν αλήθεια ουδέ όρκον; (λείπουν 7 στ.) Φευ γαρ και τι κερδίζουσιν και σφάλλουν τον Θεόν τους;| και πώς τους απετύφλωσεν η αμαρτία που πράττουν Χρον. Μορ. P 1256· ο προφήτης εδειλοσκοπάτονε τίνος να δώσει έτοιον θησαυρόν, τις να είναι άξιος να παραλάβει έτοιαν βασίλισσα. Και οδιά να μην σφάλει του Θεού, επαρακάλεσε τον Θεόν να του δείξει τον άξιόν της φύλακα (ενν. της Παρθένου) Μορεζ., Κλίνη 6v. 7) α) Παραβαίνω νόμο, εντολή: Το δε ομάτζιον και λιζίαν, τό όρισεν να ποίσουν| του μπάιλου εκείνου ντε Σουλή, ποτέ ουδέν το κάμνουν,| διού σφάλλουν τα συνήθια και νόμους του Μορέως Χρον. Μορ. P 7876· Η Εύα επιλογήθηκε: «Κύριε και Θεέ μου,| ο όφης, το κακό θεριό ήρθε κι εμίλησέ μου,| εκείνος μ’ εξαπάτησε κι ήσφαλα τση εντολής σου,| ...» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1136· β) αθετώ, προδίδω όρκο, φιλία: τον όρκον όπου όμοσεν έσφαλε, επάτησεν τον Χρον. Μορ. P 80· Ήσαν γαρ άνθρωποι ψευδοί και έσφαλαν τους όρκους Χρον. Τόκκων 3824· ήτον ομόσοντα μετά τον βασιλέαν| να στήκουν πάντοτε ενομού, αγάπην να κρατούσιν,| την συντεκνία όπου έποικαν ποτέ να μη την σφάλουν Χρον. Μορ. H 5491· ωσάν την είδε ο βασιλιός εσφάγηκε εις λιγάκι,| γιατί το πιάσε εισέ πολλή πρίκα του και μεγάλη| πως τση φιλιάς σας τση πιστής κι ακράτης είχε σφάλει Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 506. 8) (Με αντικ. την στράτα(ν), την οδόν, τον δρόμον) εκτρέπομαι από το σωστό δρόμο, χάνω το δρόμο: Εμάς είν’ το ταξίδι μας να πάμε εις την Τάνα,| και θέλει να ’ν’ η πλώρη μας μέσα στην τρεμουντάνα,| εσύ την στράταν έσφαλες κι επήγες περ πονέντε,| κι εγκρέμνισάν μας τα νερά ως μίλια δεκαπέντε Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 163· εσίμωσ’ ο καιρός οπού πολλά πεθύμουν,| όταν μακρά στο πέλαγος και με φουρτούναν ήμουν| κι έτρεμ’ μήπως και γερόν το ξύλον δεν με σύρει (παραλ. 1 στ.) μήτε και σφάλω την οδόν και πού’τρεχα ξεχάσω κι εις άλλα μέρη άτυχα και ξένα να περάσω Αχέλ. 2370· (σε προσωποπ.): Ακτίνα τ’ ουρανού χαριτωμένη, (παραλ. 2 στ.) τον ουρανό στολίζει ...| ... κι όλη τη γη η πορπατηξά σου,| δίχως ποτέ τη στράτα τση να σφάλει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 716· (μεταφ.): Μα είντα μου ’ξάζει να γροικώ και τα πρεπά να γνώθω,| εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον πόθο;| Είντα μου ’ξάζει να γροικώ, τι με φελά να ξεύρω,| απής το δρόμον ήσφαλα, δε βλέπω να τον εύρω; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 266. Β´ Αμτβ. 1) α) Διαπράττω σφάλμα, πέφτω σε σφάλμα: Εγώ σφάλμα ουκ έποικα και τις να με έχει μέψει,| έτοιμος να διαφεντευτώ και να τον πολεμήσω| όποιος να ειπεί ότι έσφαλα, άνευ της αφεντίας σου,| όπου είσαι αφέντης μου λίζιος κι ουδέν σε αντιτείνω Χρον. Μορ. H 3886· Μόνον ας έναι ευγενική κι απόκει α σφάνει εις άλλα,| να τ’ απομένεις δύνεσαι, διατί δεν είν’ μεγάλα Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 311· προκ. για ερωτικό παραστράτημα: Σαν είδαμε και στέκανε απάνω είς του άλλου,| πολλά το εθαυμάξαμε αυτείνοι διά να σφάλου,| και δράμαμε να σώσομε να ιδούμε το ποιος ήτον Δεφ., Σωσ. 156· Δεν είναι τούτη μοναχή, μα εσφάλασινε κι άλλες,| πλια φρόνιμες και γνωστικές, πλια άξες και πλια μεγάλες,| νιες και στεμένες του καιρού και γρες, να ’ξαφορμίσου,| κι οι πονηριές του Έρωτα όλες να τσι νικήσου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1597· εις τα πάθη της σαρκός θέλω να σ’ αθιβάλω,| μήπως και δράμει ο λογισμός της νιότης σου και σφάλεις Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 47· προκ. για λάθος στο γραπτό λόγο: όσοι αναγινώσκετε την σύνθεσιν του λόγου,| παρακαλώ σας το πολλά να μη το βαρεθείτε,| όλον το διαβάζετε, τελειώνετε, τον λόγον·| και, αν ησφάλω πούβετις, μη με κατηγορείτε Ψευδο-Γεωργηλ. Άλ. Κων/π. 24· Όποιος δε γράφει ογια καπνό, αμ’ ογιά ν’ αποβγάλει| μέρος απού τα πάθη του, ψέγος δεν έχει, α σφάλει Ροδολ. (Αποσκ.) Τοις αναγν. 32· διήγησιν γαρ βούλομαι υμίν να ανθιβάλω,| αλλ’ ευλαβούμαι μήπως γε ως αδόκιμος σφάλω Παϊσ., Ιστ. Σινά 14· σε παροιμ. φρ.: Όλοι οι αθρώποι σφαίνουσι, μα ο φρόνιμος, σα σφάλει,| το σφάλμα με τη γνώση του θωρεί να σάσει πάλι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 37 δις· β) κάνω λάθος στην κρίση μου, στην αντίληψή μου, στους υπολογισμούς μου: Αν ελογιάζεις λοιπόν πως θεληματικώς εμίσησα το καλόν μου και επροτίμησα τον θάνατον από την ζωήν, φαίνεταί μου πως σφάνεις εις την ορθήν κρίσην Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9522· δε βλέπεσαι το πως περίσσια σφάλλεις,| και δε θωρείς ποιος είσ’ εσύ, κι ουδεποσώς λογιάζεις| ποιος είμ’ εγώ, μα κάθεσαι κι εύκαιρα λογαριάζεις! Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 222· Ετούτη, δίχως άλλο,| είν’ η λαλιά του αληθινά κι ουδεποσώς δε σφάλλω Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 428· Οχτώ και τέσσερις και εφτά και δώδεκα, α δε σφάνω,| κάνουσιν όλοι δεκατρείς, και πούρι δεν ξεχάνω Φορτουν. Έ́ 49· Τούτος ο πόθος μου κρατεί το νου διασκορπισμένο,| σαν είναι των αγαφτικών το φυσικό δοσμένο. Μα τούτο δεν είν’ τίβοτσι σιμά σε σφάλματ’ άλλα| οπού με κάνει ολημερνίς και κάνω πιο μεγάλα:| σφάνω τορνέσια όντε μετρώ, σκαρτσούνια μου δε δένω,| σαν αφορμάρης περπατώ ’ς τσι στράτες που πηγαίνω Κατζ. Ά́ 257. σε παροιμ. φρ.: Σφαίνει οπού πει κι οι λογισμοί τ’ ανθρώπου δε γροικούνται,| γιατί με δίχως εμιλιά στο πρόσωπο θωρούνται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1953· Δασκάλοι, αθρώποι φρόνιμοι κομπώνουνται και σφάνου,| σ’ έτοιες δουλειές δεν ξεύρουσι τά λέσι και τά κάνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 313· γ) είμαι εσφαλμένος: Ω λογισμοί, πώς σφάνετε, ω γνώμη τυφλωμένη,| ω των ανθρώπων ολωνών ελπίδα κομπωμένη! Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. Χάρ. 121· σφάνουσι τά λογιάζεις,| κακό θεμέλιον έχουσι τούτα που λογαριάζεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 171· Τ’ Αφέντη μας οι προφητειές και τ’ άλλα,| οπού δηγούνταν ογι’ αυτόν, ήρθαν και δεν εσφάλα Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 272· ανισώς και πάλι| δε γένει τό είπε ο Απόλλωνας, κι η προφητειά του σφάλλει,| εμείς μ’ όλον αυτό ποτέ άλλη δεν καρτερούμε| ελπίδα Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 648. 2) Φταίω: κι αν ήσφαλες, κατέχω το, δεν ήτονε από σένα,| και χωρίς φταίσιμο ποτέ δε θέλεις βρει κιανένα Στάθ. (Martini) Ιντ. β́ 63. 3) α) Αστοχώ: ρίπτει ο Σαρπηδών το δόρυ| κι έσφαλεν εκ του Πατρόκλου,| αλλ’ έκρουσε τον ίππον τον γοργόν του Αχιλλέως Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙϚ´ [210]· όπου ξαμώνει εκεί ’δωκε κι η χέρα του δε σφάνει| και βροντισμό και ταραχήν η κονταρά του κάνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1911· β) αποτυγχάνω: Εις όρεξ’ ήλθε μου λοιπόν διαστίχου για να γράψω| πολλά παραπονετική ιστοριά παλαία· (παραλ. 3 στ.) λοιπόν δότε μου δύναμιν, ο κόπος μου μη σφάλει,| ... όσοι την διαβάσουν| με όρεξη και πεθυμιά να την εξετελειώσουν Θησ. (Foll.) I 2· ήλθασιν όσες πορπατούν στην χώρα κι αστοχούσιν| και τους κοπέλους θέλουσιν και κλαιν και ξεψυχούσιν·| κι όταν δεν εύρουν κόπελον και σφάλλουν κι αστοχούσιν,| λιγώνουνται και χάνουνται, πέφτουν, λιγοθυμούσιν Σάχλ. Β́ (Wagn) PM 558· γ) παύω να είμαι στην εξουσία, «πέφτω» (πβ. ιταλ. πρότυπο: falli el sacerdotio Κακουλίδη-Πάνου [Καρτάν., Π. Ν. Διαθ., σ. 323 σημ. 598]): τότες ετελειώθη η πέμπτη γενεά, η οποία εδούρησε επτακοσίους τριάκοντα και ένα χρόνον· ... Και τότες ακόμη έσφαλε η ιεροσύνη της βασιλείας των Ιουδαίων εις την Ιερουσαλήμ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 224v. 4) Αμαρτάνω: στείλε τη χάρη σου σ’ εμάς, αγιότατη Μαρία,| να ’χομε μοίρα εις εσέ ως μάννα στα παιδία.| Κι ανέ και σφάλομε κι εμείς ως τέκνα δίχως γνώση,| μπορεί η ελεημοσύνη σου πάλι να μασε σώσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5328· προκ. για το προπατορικό αμάρτημα: Αδάμος πώς εγίνηκε κι η Εύα πώς εσφάλα| και πώς αυτείνοι επέσασι εις κρίματα μεγάλα; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2308· Όλοι να πάρου θάνατο, καθώς έναι γραμμένο, (παραλ. 1 στ.) καθώς Αδάμης ήσφαλε και η Εύα το βουλήθη Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 968. 5) Αθετώ, παραβαίνω νόμο: εσύ, Πιλάτο, να βρεθείς αντίδικος του ρήγα,| του Καίσαρη τ’ αφέντη μας, ξεύρε, δε σφάνει ελίγα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3439· κάμνει χρεία να προσέχουνται, μήπως και καμίαν φοράν παράρθουσι και σφάλλουσιν από τες νομοθεσίες και ορδινίες του ενού μας διδασκάλου Χριστού Χριστ. διδασκ. 139· Το δε ομάτζιο και λιζίαν, τό ορίζει να έχουν ποιήσει| του μπάιλου ... ποτέ ουδέν το κάμνουν,| διότι γαρ εθέλασιν σφάλλει από τα συνήθια,| τά ορίζει ο νόμος του Μορέως Χρον. Μορ. H 7876. 6) Κάνω κακό σε κάπ., είμαι άδικος απέναντι σε κάπ.: εγνωρίζετε καλά ότι έσφαλα μεγάλως| εις τον αφέντην λίζιον μου, τον πρίγκιπα Γυλιάμον Χρον. Μορ. H 5867· προσέχετε μη σφάλετε απάνω εις τας ψυχάς σας Χρον. Μορ. H 7548· του έφταισεν και έσφαλεν προς αύτον Χρον. Μορ. H 3317. IΙ. Μέσ. 1) Σφάλλω· διαπράττω κ. κακό: λέγει· μη κάτι εσφάλθην;| και εμέν με λέγει ο λογισμός κακόν ουδέν εποίκα Φλώρ. 403. 2) Κάνω λάθος, γελιέμαι, απατώμαι: Τούτον που βλέπετεν εδώ …| τούτος ήτον που κάθετον τυφλός στην γειτονιά μας (παραλ. 6 στ.). Όμως πώς εγιατρεύτηκεν κι επήρεν και το φως του,| δεν ξεύρω, γιατί σφάλλομαι Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 188. 3) Αποτυγχάνω, ηττώμαι: Σφαλείς δε ο αμιράς και ψευσθείς υπό τας αυτάς ελπίδας έτερα νέα εφευρέματα και μηχανάς εις πολιορκίαν εποίει Ψευδο-Σφρ. 38834· αύθις ο βασιλεύς μεθοδεύων μηχανάς, ίνα παντελώς νικήσει τον Μωσήν, ... έφερε τον ... Ορχάνην και εν τῃ Ευρώπῃ αυθέντην επέβαλε. Και πολέμου γεγονότος, τα του Ορχάνου εσφάλησαν, ... και πιάσας αυτόν ο Μωσής ο και θείος ετύφλωσε Ψευδο-Σφρ. 22627. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Που έσφαλε· αμαρτωλός: έρχεται ο Ιούδας ο σφαλμένος,| απού απ’ αυτόνο ο Ιησούς ήτονε πουλημένος Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2854. 2) Που δεν έχει την ορθή αντίληψη για το Θεό: Την θείαν δόξαν κάτινες και παντοκρατορίαν| Τριάδος εκατέλαβον, καν σκοτεινόν το ίχνος,| καν εσφαλμένοι ’τύχαννον, αλλ’ όμως εδοξάσαν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 273. 3) (Προκ. για γραπτό κείμενο) που έχει λάθη: Δυο βέρσα που βουλήθηκα στον κόσμον διά να δώσω (παραλ. 1 στ.) και όποιος διαβάσει και ’βρει τα και είναι πολλά σφαλμένα (παραλ. 1 στ.) παρακαλώ τονε λοιπόν εμέ να συμπαθήσει Διήγ. ωραιότ. 7. Το ουδ. της μτχ. παθητ. αορ. και παρκ. ως ουσ. = σφάλμα, λάθος: Ήδη γαρ ο εμός κύριος Μωράτ διά παρακλήσεως των αυτού μεγιστάνων και εμού αφίησι πάντα τα σφαλέντα και παρά σου πραχθέντα και τας αντάρσεις και ων επεχειρίσω κατ’ αυτού και κατά του πατρός αυτού και της ηγεμονίας αυτών και ιλέῳ όμματι προσβλέπει σε Δούκ. 21730· Τότε ο Καραμάν ακούσας την άφιξιν του Μεχεμέτ έστειλε πρέσβεις εκ των μεγιστάνων αυτού, αιτών λύσιν των εσφαλμένων συν αποδόσει των, ων αφείλετο, φρουρίων. Και ο τύραννος κατένευσεν Δούκ. 2935.
       
  • σφίγγω,
    Σταφ., Ιατροσ. 16456, 459, Ασσίζ. 41412, Ιερακοσ. 48814, Αχιλλ. L 1267, Φαλιέρ., Ιστ.2 689, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 11, Μαχ. 40215, Λίβ. Va 3766, Διαθ. Πασχαλίγ. 79, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 109v, Σοφιαν., Παιδαγ. 107, Αχέλ. 1137, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.) (Κακ.-Πάνου) 123, Μορεζ., Κλίνη φ. 91r, 159v,  242r, Χρησμ. (Brokkaar) 151, Προσκυν. Ολυμπ. 177 9029, Κυπρ. ερωτ. 1568, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) B́ 419, Έ́ 534, μετά στ. 640, Πιστ. βοσκ. I 3, 42, II 5, 303, 7, 68, Κανον. διατ. A 2073, Διγ. Άνδρ. 34422, 36929, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1900, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 189, 212, 213, Ροδολ. (Αποσκ.) Á́ 451, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 540, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 130, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 269, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιβ́ 50, κ.π.α.· μτχ. παρκ. σφιμένος, Πιστ. βοσκ. V 6, 202, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 100, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 549, 1351, κ.α.
    Το αρχ. σφίγγω. Η μτχ. σφιμένος, με αποβολή του ‑γ‑ (Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8), σε έγγρ. του 16. αι. (Φάναρης, Κατάστιχο 1 11027, 11328) και σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., ό.π.). Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Πιέζω ισχυρά από όλες τις πλευρές, περισφίγγω: η καρδία μου έτρεμε κι εκλονάτον,| μήπως … η κακογρά λάχει και με γνωρίσει| και πιάσει μ’ από τον λαιμόν και σφίξει και με πνίξει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 274· κλειδώνει το (ενν. το θηλυκό αρκούδι) εις τας χείρας (ενν. ο Διγενής)| κι έσφιξεν τους βραχίονας του και ευθύς απέπνιξέν το Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 770· (προκ. για βασανισμό· βλ. ά. σφίξιμον σημασ. 1): Και πολλούς οπού δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν έσφιξέ τους και εμαρτύρησέ τους (ενν. ο Κλαύδιος) Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 334r· (μεταφ.): ζώνη με τον διαδέτην| να σ’ εζωνόμην πάντοτε, να μ’ έσφιγγες, κυρά μου Ερωτοπ. 340· σφίγγει με (ενν. το γατάνι σου) έως την ψυχήν και εχάσα τον τον νου μου Λίβ. Va 3766· τώρα που σφίγγουσιν εμέ τα γηρατειά … (παραλ. 1 στ.) μου φαίνεται πως είν’ πρεπό και δίκιο να γυρέψω| κιανέναν άξο βασιλιό, γοργό να την παντρέψω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 537· την δόλια την καρδιά μου| τη σφίγγει (ενν. ο Σύλβιος με τη χέρα), και μου τυραννά μέσα τα σωθικά μου Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 404· β) (εδώ) πληγώνω: Όταν πρησθεί αλόγου ποδάριν … οπού το σφίξει το πέταλον Ιατροσ. κώδ. χλδ́. 2) α) Κρατώ, πιάνω σφιχτά: Δε βλέπεις πως εσφάγηκε κι ακόμη το μαχαίρι| τ’ άπονο σφίγγει η χέρα τση προς τση καρδιάς τα μέρη; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 534· Ομπρός στο στήθος σφίγγουσι τα δυνατά κοντάρια,| πατούν τσι σκάλες δυνατά τα ’μορφα παλληκάρια Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2287· όντεν εβγάλαν τα σπαθιά (ενν. Άριστος και Ρωτόκριτος), στη χέρα όντε τα ’σφίξα,| τά ’ξάζου, τά μπορούσινε και τά κατέχου εδείξα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1683· (προκ. για αποχαιρετισμό με αντικ. τη λ. χέρα): ήβιαζέ τους ο καιρός κι εσίμωσεν η μέρα| και γείς τ’ αλλού τως σπλαχνικά εσφίξασι τη χέρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1566· (προκ. για αγκαλιά): άπλωσε, πιάσε, σφίξε με, σκύψε, περίλαβέ με,| σκύψε και καταφίλησε τα μάτια μου, αυθέντη Αχιλλ. L 1267· Σφίγγει (ενν. η βασίλισσα), περιλαμπάνει τον, γλυκιά τον κατεφίλει (ενν. τον Μωσήν)| στα μάγουλα, στο κούτελον, στο στόμαν κι εις τα χείλη Χούμνου, Κοσμογ. 2065· β) κλείνω ερμητικά· (εδώ με αντικ. τη λ. οδόντας ως έκφραση θυμού· πβ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β́149): Πολλάκις με επαρόργισεν ο λογισμός να εγέρθω,| να εμβώ εις την μέσην …, να δώσω και να επάρω| και να τσακώσω πίνακαν κανένα εις τας χείρας| και πιάσω και συντρίψω τον, και σφίξω τους οδόντας| και σύντσεφλον τσακίσω τον Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 196· γ) δένω σφιχτά (προκ. να μη λυθεί κ.): χείρας και πόδας σφίγγουσιν δεσμοίς απαραλύτοις Φλώρ. 456· στολίσετε τη σήμερον κι εμέ την κεφαλή μου| και τα μαλλιά μου ως νικητού σφίξετε στην κορφή μου Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 540· Όμως ου καταδέχομαι να λάβω το φλουρίν σου·|στρέψε το στο σακούλιν σου και σφίξε το λουρίν σου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 748· δύο γίγγλας σφίγξον αυτόν (ενν. τον μαύρον) και δύο εμπροσθελίνας Διγ. Ζ 1765· τες ίγγλες των αλόγων των πάντες καλά εσφίξαν Κορων., Μπούας 63. 3) Συνδέω, ενώνω· (προκ. για μέρη του λόγου): Σύνδεσμος έναι μέρος του λόγου άκλιτον όπου δένει και σφίγγει τα άλλα μέρη του λόγου Σοφιαν., Γραμμ. 83· (μεταφ.): ο έρωτας γή το ριζικό σας,| ο τόπος κι ο καιρός μαζί που έσφιξε και τσι δυο σας Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 364· Γιατί, μελλάμενο άσπλαχνο, έτσι μας ξεχωρίζεις,| ανέν κι ο πόθος σφίγγει μας πολλά …; Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 548. 4) α) Συγκρατώ, περιορίζω: ωσάν εκείνοι όπου είναι δεμένοι πολύν καιρόν και αν λυθούσι ύστερον, … ουδέν δύνανται να προβατούσι, … τον όμοιον τρόπον όσοι σφίξουσι και κρατήσουσι τον λόγον πολύν καιρόν Σοφιαν., Παιδαγ. 107· Σφίγγε την όρεξή σου Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 130· β) αναγκάζω κάπ. να κάνει κ.: σκλάβους Σαρακηνούς βαπτισμένους οπού ήσαν εις την Λευκωσίαν, έσφιξέν τους (ενν. ο σιρ Τουμάς) να μεν πάσιν με τους Σαρακηνούς Μαχ. 65614· και του κυρού μου να το πω σε παντρειά α με σφίξει| πως μ’ άλλον άντρα δε μπορεί, δε μοιάζει να με σμίξει,| γιατί ήταξα του Ρώκριτου σύντροφο να τον κάμω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1133· (μεταφ.): Κύριε Ιησού Χριστέ, … άφες, συγχώρησον τας αμαρτίας, τας ανομίας, τα πλημμελήματα τα … γενόμενα παρά του δούλου σου και είτι ως άνθρωπος … ή ήρπαξεν ή έκλεψεν ή υπό ασπλαχνίας και σκνιπείας σφιγγόμενος τους πτωχούς ουκ ελέησεν Κανον. διατ. Α 2073· Μα τ’ άλλο χριος περιτοπλιό με σφίγγει της φιλιάς σου| να θέλω να παρηγορώ, ποθώντα την υγειά σου Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 11. 5) (Μεταφ.) πιέζω, φέρνω κάπ. σε δυσχερή θέση: Θωρώντα ο πάπας πως τον έσφιγγεν ο ρήγας της Φραγκίας και είχεν και δίκαιον, εμήνυσεν του ρηγός της Κύπρου να πάγει σωματικώς ν’ απολογηθεί Μαχ. 11235· η χρεία τση την έσφιγγε (ενν. την κερά Μηλιά) και οι πόνοι τση οι μεγάλοι Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 202· (προκ. για μάχη): ανάμεσόν τως τον μπασιάν τόσον πολλά εσφίξαν (ενν. το φουσσάτον του Μιχάλη)| που τ’ άλογον γρεμίστηκεν, στην λάσπην τον ερίξαν Παλαμήδ. Βοηβ. 297· Αλλ’ ο Σερμπάνος έσωσε και ετριγύρισέν τον (ενν. τον Σέκελ Μωυσή),| τον έσφιξεν πρωτύτερα και στενοχώρησέν τον Ιστ. Βλαχ. 170. 6) (Μεταφ., προκ. για πόλεμο) εντείνω, δυναμώνω: μπομπάρδες να εβγάλουσι, τον πόλεμον να σφίξουν Αχέλ. 273· (αμτβ.): έσφιξεν ο πόλεμος Μαχ. 13233. 7) Πίνω, ρουφώ (για τη σημασ. βλ. και Δημητράκ., στη λ. σημασ. 18.): επήρε το κρασί και έσφιξέ το Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1768. Β´ Αμτβ. 1) Σκληραίνω: Να πλυθεί η γυνή να σφίξει ωσάν κορασίδα. Λαβών ροιάν όξινην τσάκισον αυτήν όλην καλώς και βράσον μετ’ οίνου παλαιού και ας πλυθεί η γυνή εις το κλειτόριον αυτής και σφίγγει τοσούτον ώσπερ λίθος Σταφ., Ιατροσ. 16456, 459· Όσον περίτου βρέχει εις τον άμμον, περίτου σφίγγει Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 105. 2) Σπεύδω, τρέχω (βλ. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 314, λ. σφίgω σημασ. 2, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., στη λ. σημασ. 2): ήλθεν ο δουκόπουλος εις την χώραν τως, ο οποίος έσφιξεν το γληγορύτερον και ήλθεν οδιά να ιδεί τα παιδιά του Μορεζ., Κλίνη φ. 242r. 3) (Σε προσωποπ.) δυναμώνω, εντείνομαι: Πόνε μου, λίγη ανάπαψη δάνεισε τση καρδιάς μου, (παραλ. 1 στ.) κι εις το ύστερο όσο δύνεσαι σφίξε και τέλειωσέ μου| με τη ζωή τόσο κακό που η τύχη μου άξωσέ μου Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 497. 4) α) Συρρικνώνομαι: εισέρχεται (ενν. ο όφις) εις τον φωλεόν αυτού και νηστεύει ημέρας μ́ και σφίγγει το σώμα τῃ εγκρατείᾳ. … και τότε ζητεί ραγάδας πέτρας ή τόπον αφικτόν και συντριβόμενος αποδερματώνεται (έκδ. αποδερμαίνεται· διορθώσ.) και ανανεούται Φυσιολ. (Zur.) XIX 1b3· β) (προκ. για τους μυς του σώματος) αποκτώ συνοχή, σφριγηλότητα· (εδώ) «ζωντανεύω»: βλέπει (ενν. ο Παρθένιος) τον νεκρόν και αρχίζει και εσάλευγε και σφίγγουσιν αι σάρκες του Μορεζ., Κλίνη φ. 91r. 5) (Προκ. για πληγή, τραύμα) επουλώνομαι: Παρευθύς του έπεσεν όλη η λέπρα και τα σαπήματα εσφίξασι και επόμεινεν η σάρκα του καθαρότατη Μορεζ., Κλίνη φ. 80r. 6) (Μεταφ.) συγκρατώ, περιορίζω: Ετούτα που θαρρείς πως τα ’χεις και κρατείς τα,| είναι μακρά από λόγου σου· και σφίγγε πούρι κράτει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1393. IΙ. Μέσ. 1) α) Κρατιέμαι σφιχτά: Σφίγγουνται κι αγκαλιάζουνται, με τη ζερβή παλεύγου,| με τη δεξά βαρίσκουσι, τόπο ακριβό γυρεύγου| εις το λαιμό, στο πρόσωπο, στο στήθος, στο στομάχι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1843· β) αγκαλιάζομαι: εσφίκτημαν ομάδια Φαλιέρ., Ιστ.2 449α κριτ. υπ.· Και πάλαι μετά σφίγγονταν, ο είς φιλεί τον άλλον| στο στόμα και το κλαύσιμον πάλαι μετά αρχίσαν Θησ. Γ́ [815]. 2) α) Μαζεύομαι, διπλώνομαι: εσφίχθην εκ του πόνου (ενν. το άλογον) Διγ. Z 3393· όταν θέλει βουληθεί (ενν. ο βασιλίσκος) άνθρωπον να σκοτώσει| ή λέονταν ή δράκονταν, καθώς και η ασπίδα| περιμαδεύει, σφίγγεται, στρουφνίζει την ουράν του Φυσιολ. (Legr.) 164· β) πιέζομαι, συσπώ τους μυς του σώματος για να αποβάλω κ.: και ανεβαίνω εις το βουνίν, τάχα να θέλω κλάψει, (παραλ 1 στ.) και δάκρυα ουδέν έχω και σφίγγομαι ολίγο,| και την ουράν μου κατουρώ, τα ομμάτιά μου βρέχω Συναξ. γαδ. (Moennig) 203· πάραυτα οπού εκείνα (ενν. τα αγριογούρουνα) εδέχθηκαν τα μοσχοκάρυδα εις την κοιλίαν τους, τα έπιασε μια αναστάτωσις εις τα άντερα, οπού … εσφίχθηκαν να ξεράσουν εκείνα, αμή ακόμη το είτι είχανε εις την κοιλίαν τους Μπερτολδίνος 114. 3) Ορθώνομαι, μαζεύω τις δυνάμεις μου: Σφίγγουνται κι αποφτιάνουνται (ενν. ο Χαρίδημος και ο Δρακόμαχος) κι αντιπατούν τσι σκάλες,| μουλώνου τα κοντάρια τως Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1899. 4) (Μεταφ.)   α1) πιέζομαι, βρίσκομαι σε δυσχερή θέση: Θωρώντα οι λας του Κουρίκου ότι καθημερινόν οι Τούρκοι εκατασφίγγαν τους και εφεύγαν απού τόπον εις τόπον …, οι χριστιανοί, άλλοι ήρταν εις την Κύπρον, άλλοι εμείναν εις το καστέλλιν και άλλοι έξω στο νησσίν και εσφίγγουνταν, και εκρατούσαν το διά την αγάπην του Χριστού Μαχ. 9822· Οι Τούρκοι τότ’ εσφίγγονταν κι εβλέπονταν, γιατ’ ήσαν| ζημιωμένοι πάντοτε κι είχαν μεγάλην λύσσαν (παραλ. 1 στ.), γιατ’ οι Μαλταίοι σ’ορδινιάν ήσαν να τους παιδεύγουν Αχέλ. 1564· α2) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, δυσφορώ: Και τότες| μ’ άφτειν μια πεθυμιά ναν τ’ ακλουθήσω (ενν. τον Μυρτήνο)| και ναν του ’μολογήσω τον καημό μου (παραλ. 2 στ.) κι είντ’ άλλο πλια; Οκ το πόνο τόσα πλήσια| σφίγγομαι, απ’ αν εμπόρουν| κλιτότατα τον είχα προσκυνήσει Πιστ. βοσκ. I 3, 42· β) (μτβ.) δυσκολεύομαι, καταβάλλω προσπάθεια να κάνω κ.: Το Διάβαν είναι στενόν … και πολλά εσφίκτησα να διαβούν οι Γενουβήσοι και δεν ημπορήσαν και λαβωμένοι και αντροπιασμένοι εστράφησαν εις την κατούναν Μαχ. 45015· γ) (μτβ.) αναγκάζομαι να κάνω κ.: να βάλομεν τους καβαλλάρηδες εις τας φυλακάς απάνω εις το καστέλλιν, να σφικτού να δώσουν και να πλερώσουν τό επρουμουτιάσαν Μαχ. 40215. 5) (Προκ. για σύννεφα) πυκνώνω: Σαν αγριεμένα νέφαλα που σμίξου και σφιχτούσι| και ’στράψουσι και τη βροντή πλια δυνατά κτυπούσι … Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1903. 6) α) Πήζω, στερεοποιούμαι· παγώνω: Σύνηθες ην τῳ ποταμῴ τῃ του χειμώνος ώρᾳ| πετρώδη τούτον γίνεσθαι και σφίγγεσθαι τῳ κρύει Βίος Αλ. (Aerts) 3382· β) (μεταφ.) γίνομαι δυνατός, στερεώνομαι: Οι δυσκολιές εκόπησαν και ο φόβος απορρίκτη| και η αγάπη ημέρωσεν κι εδείκτηκεν κι εσφίκτη Φαλιέρ., Ιστ.2 746. Φρ. 1) Σφίγγω τα δόντια = κλείνω το στόμα μου, δε μιλώ, «το βουλώνω»: Ειδέ και θέλεις να είσαι εδώ, να τρώγεις το ψωμίν μας,| σφίξον καλά τα δόντια σου και κράτει την φωνήν σου| και κάμμυσε τα ομμάτια σου και μη πολυπραγμόνει Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 481. 2) Σφίγγω τα έντερα/την κοιλίαν = προκαλώ δυσκοιλιότητα: λέγουσι ότι να απόθανε από φαρμάκι και οι γιατροί του εδώσανε πότιο διά να τονε σύρει αποκάτω, αμή το πότιο έσφιξε τα έντερά του και απόθανε Χρον. σουλτ. 12120· Όταν τα φάγεις πρωτύτερα από τα άλλα φαγία (ενν. τα κυδώνια), σφίγγουσι την κοιλίαν, ειδέ και φάγεις τα ύστερα, την κινούσι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 215. 3) Σφίγγω τα μερία (μου) = ανασυγκροτώ τις δυνάμεις μου για να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση: Και να ένι τις καν δόκιμος, να έχει ψυχήν θρασείαν| και θήσει τα του κλάηματος και αποδειλιάσει πλήρης,| και σφίξει τα μερία του και την καρδιάν πονέσει,| και αποκοτήσει ως άγουρος …| και σείσει το κοντάριν του και ειπεί το αλί σ’ αλί σε Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 488. 4) Σφίγγω τες πλάτες, βλ. ά. πλάτη 1γ φρ. 3. 5) Σφίγγω το χέρι = τσιγκουνεύομαι· αρνούμαι την παροχή βοήθειας: μη σφίγξεις το χέρι σου από τον αδερφό σου τον πένητο Πεντ. Δευτ. XV 7. Η μτχ. παρκ. σφιμένος ως επίθ. = 1) (Προκ. για φιλί) απανωτός, συνεχόμενος: τες δροσιές και τα φιλιά ...| ... τα ’διδε ο Υμέναιος, θεός του γάμου,| πλια νόστιμα, γλυκιά και πλια σφιμένα Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 1565. 2) (Μεταφ.) στέρεος, δυνατός: μα αληθινή και στέρεα έτσι σφικτά σμιμένη| στέκει η φιλιά κι η πίστη μας, που πλιάτερα σφιμένη| δεν είναι μπορεζάμενο γάμος ποτέ να φτάνει| κόμπον αδυνατότερο στη μέση μας να κάνει Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 100.
       
  • σφυροκατουρώ.
    Από το σφυρίζω (ΙΙ) και το κατουρώ (βλ. και Ανδρ., Αφ. Τριαντ. 45).
    (Πιθ.) ουρώ σε διάρκεια και με θόρυβο παρόμοιο με το χτύπημα σφυριού (για τη σημασ. βλ. Βασιλείου [Συναξ. γαδ. Γλωσσάρ.]· πβ. ρ. σφυροκοπώ· βλ. όμως και Moennig [Συναξ. γαδ. σ. 164]): Ο γάδαρος βολίζει τον (ενν. τον λύκον), τσιληπουρδά και κρου τον| με όλην του την δύναμιν ...| και εκτύπησέ τον με θυμόν και εχαρβάλωσέ τον (παραλ. 1 στ.). Ευθύς βάνει τον φώναρον και εξεματσουκώνει| και σφυροκατουρεί συχνά και συχνοπορδαλίζει,| σηκώνει την ουράκλαν του, ανοίγει και το στόμα| και ουριάζει δυνατά και τσινά κι εξοίκισεν τον κόσμον,| γυρεύει και την αλουπού μη να την κουκουδώσει Συναξ. γαδ. (Moennig) 315.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης