Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- μαραίνω,
- Καλλίμ. 1593, Ιερακοσ. 45028, 46025, Διγ. (Trapp) Gr. 270, 3640, Διγ. Z 373, 1772, 4478, Διγ. (Trapp) Esc. 173, 179, Ερωτοπ. 578, Λίβ. Sc. 2150, Λίβ. Esc. 1915, Λίβ. N 3633, Αχιλλ. L 598, 1302, Ερωφ. Α΄ 8, 621, Ε΄ 170, Διγ. Άνδρ. 31625, 41129, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1743, Ροδολ. Β΄ [447], Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [642], Διακρούσ. 954, κ.π.α.
Το αρχ. μαραίνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) (Προκ. για φυτό) κάνω να χάσει τη δροσιά του, να ξεραθεί: ο βρόμος της της φυλακής το μόσχον καταλεί τον,| μαραίνει τους βασιλικούς Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 239. 2) Φθείρω: οι σκώληκες μαραίνουσι (ενν. ώμους, βραχίονας) κακώς προσδαπανώντες Διγ. Z 4480· (μεταφ.): (1) αφανίζω: πάντα τα τερπνά του πλάνου κόσμου τούτου| Άδης μαραίνει και δεινός παραλαμβάνει Χάρων Διγ. (Trapp) Gr. 3369· (2) κάνω κ. να χάσει τη ζωντάνια του, την ομορφιά του: σκόπησε ότι ο καιρός τα κάλλη σου μαραίνει Ch. pop. 673· ο τόσος πόνος τόν πονείς …| μαραίνει το το κάλλος σου, νεκρώνει το κορμίν σου Λίβ. N 2964· (3) εξαντλώ σωματικά ή ψυχικά κάπ.: τύχη …| να με μαραίνεις πάντοτες και να με βασανίζεις Ντελλαπ., Ερωτήμ. 95· τα ξένα με μαραίνουσιν, τον χρόνον της ζωής μου Περί ξεν. A 163· (4) εξασθενώ, αρρωσταίνω κάπ.: Εκείνος εσηκώθηκε (ενν. ο Αλέξανδρος) και στο κελί του μπαίνει,| μη να τον πάψει ο καημός, οπού τονε μαραίνει Αλεξ. 2766· (5) κάνω κ. να μαραζώσει, εξασθενώ: η αγάπη σου με καίει| και μαραίνει την καρδιά μον Ch. pop. 133· (6) μετριάζω, υποβιβάζω, φθείρω : Ο δε λόγος είναι υπηρέτης και υποχείριος του νου, οποίον ουδέν δύναται η τύχη να τον αφανίσει, ουδέ συκοφαντία να τον στερήσει … ουδέ το γήρας να τον μαράνει Σοφιαν., Παιδαγ. 105· 3) Στενοχωρώ: άφες την, μη την πικραίνεις| και μηδέν μας την μαραίνεις (ενν. την κόρη) Συναξ. γυν. 1112. Β´ (Αμτβ.) (μεταφ.) εξασθενώ: από του φόβον ετρόμαξεν, η όψη του ηλλοιώθη,| ευθύς η αγάπη εμάρανε, ο πόθος ολιγώθη Ριμ. Βελ. 527. IΙ. Μέσ. 1) (Προκ. για άνθος ή δένδρο) χάνω τη δροσιά μου, ξεραίνομαι: ήκαμε αυτό το πρόσωπο σα ρόδο κι εμαράθη Ζήν. Β΄ 368· κι ένα δεντρόν … ψημένο, μαραμένο,| δίχως άνθους, δίχως βλαστούς Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 208. 2) Μαραζώνω, φθείρομαι, εξασθενώ: έκλαιεν και οδύρετον, τα αδέλφια της εζήταν| αυτή, κι αν εμαραίνετον, έλαμπεν ως ο ήλιος Διγ. (Trapp) Esc. 175· ήδειχνε πως μαραίνεται για μιας νεράιδας κάλλη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 192· (μεταφ.): (1) φθείρομαι: παρέρχονται, μαραίνονται, φεύγουσιν, ου κρατούνται| δόξα και πλούτος και τιμή, ισχύς, υγεία, κάλλος Στίχ. ωραιότ. (Spadaro) 11· (με σύστ. αντικ.) φθείρομαι: μαραμό να μαραθείς απατά εσύ άπατά ο λαός ετούτος Πεντ. Έξ. XVIII 18· (2) μαραζώνω, χάνω τη ζωντάνια μου, την ομορφιά μου: να με εβγάλετε εκ τα πάθη| ότι η νιότη μου εμαράθη Συναξ. γυν. 970. 3) (Προκ. για λίμνη) ξεραίνομαι, στεγνώνω: Από την ζέστην την πολλήν κι εκείνη εμαράνθη (ενν. η λίμνη) Αιτωλ., Μύθ. 194.παραλλάσσω,- Διγ. (Trapp) Gr. 576, 2510, Διγ. Z 2958, Βίος Αλ. 3428, 3465, Αχιλλ. (Smith) N 783, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 725, Στίχ. ωραιότ. (Spadaro) 45· παραλλάσσω — ‑άζω, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1490, Φλώρ. 497 κριτ. υπ.· παραλλάττω.
Το αρχ. παραλλάσσω. Ο τ. παραλλάζω και η λ. και σήμ.
Α´ (Μτβ.) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω κ. (συν. προς το χειρότερο): Παϊσ., Ιστ. Σινά 48, Σπαν. (Ζώρ.) V 97, Ασσίζ. 7523. Β́ (Αμτβ.) αλλάζω όψη, είμαι μεταβλητός: οι άγγελοι φυσικά είναι πνεύματα και είναι γιναμένοι από ουδετίποτες …, από την φύσιν τους είναι και παραλλάττουν και από την χάριν είναι παντοτεσινοί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 26v. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Παράξενος, ασυνήθιστος, αγνώριστος: δάκρυα εκίνησεν (ενν. ο αμιράς) εκ βάθους της καρδίας| κι οι στεναγμοί ανέπεμπον ήχους παρηλλαγμένους Διγ. Z 857· θέλω σας αφηγήσασθαι λόγους ωραιοτάτους,| υπόθεσιν παράξενην, πολλά παρηλλαγμένην Βέλθ. 3. 2) Θαυμάσιος, εντυπωσιακός, πολύ όμορφος: η φορεσία της θαυμαστή ήτον, παραλλαγμένη: λουρίκιν αργυρόν φορεί, διά λίθων πολυτίμων| και το κασίδι χυμευτόν ήτον, παραλλαγμένον Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1492· ρούχα τίτοια τους δίδει, ενδύματα παράξενα, πολλά παρηλλαγμένα Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 356.περισφαλίζω.- Από την πρόθ. περί και το σφαλίζω. Η λ. σε σχόλ. (LBG) και στο Βλάχ.
(Μέσ.) κλείνω καλά ολόγυρα, περιτυλίγω· (μεταφ.) προστατεύω, προφυλάσσω: … πας όστις φρόνιμος εν συμφορᾴ του πέλας| αυτόν περισφαλίζεται και ταπεινός βαδίζει Στίχ. ωραιότ. (Spadaro) 110.πιμπρώ.- Το μτγν. πιμπράω (TLG). Η λ. και σε λειτουργικά κείμενα (Παπαδ. Α., Αθ. 54, 1950, 206). Βλ. και LBG, λ. πιμπράω.
Καίω, πυρπολώ· (εδώ μεταφ.): φθόνος συσκοτεί της αρετής την ώραν,| βάλλων, τοξεύων αφειδώς, πλήττων, πιμπρών, συγχέων Στίχ. ωραιότ. (Spadaro) 34.προπετεύω.- Το ενεργ. του μτγν. προπετεύομαι. Η λ. σε σχόλ. και τον 12. αι. (LBG, TLG).
Συμπεριφέρομαι αλαζονικά: ου δόξης προπετεύει (ενν. πας όστις φρόνιμος) Στίχ. ωραιότ. (Spadaro) 113.πτερωτός,- επίθ., Καλλίμ. 265, Βίος Αλ. 4444, Λίβ. διασκευή α 219, 1411, Λίβ. Esc. 1321, Λίβ. Va 210, 1178, 3033, Στίχ. ωραιότ. (Spadaro) 8.
Το αρχ. επίθ. πτερωτός. Το θηλ. ως ουσ. σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Β′ 6216) και στον τ. φτερωτή στο Somav. και σήμ. Ουσ. πτερωτό το στο ΑΛΝΕ. Η λ. και σήμ. λόγ. (Μπαμπιν., Λεξ., λ. φτερωτός) και κοιν. στον τ. φτερωτός.
Φτερωτός: Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Δ́ [89]· (σε σχ. υπαλλαγής): το μανδίον (ενν. των μοναχών) και η άπλωσις αυτού δείχνει την πτερωτήν των αγγέλων μίμησιν Μαλαξός, Νομοκ. 202· (προκ. για μυθολογικά πλάσματα): Έρως και πάλιν πτερωτός τον μισθωτόν επαίρει| και φέρει προς την δέσποιναν Καλλίμ. 2163· ο οποίος Κωνστάντιος εγέννησεν δύο υιούς, τον Γάλλον και τον πτερωτόν όφιν, τον Ιουλιανόν τον Παραβάτην Χρον. βασιλέων 205· η Φήμη, που είναι πτερωτή, με προθυμιά ας πετάξει Λίμπον. 69. Το θηλ. ως ουσ. = πτερύγιο (τροχού): Οίδας ποτέ συ τον τροχόν τας πτερωτάς ας έχει,| πώς άνω κάτω φέρονται και στρέφονται κατόπιν;| Ούτως ο κόσμος στρέφεται και τα τερπνά τα τούτου| παρέρχονται, μαραίνονται, φεύγουσιν, ου κρατούνται Σπαν. U 8. Το ουδ. ως ουσ. = πουλί, πετούμενο: Πουλίτσι’ α θέλεις να γυρεύεις και πτερωτά διώκειν ... Ημερολ. 55.ρίζα (I)- η, Λόγ. παρηγ. L 391, Νεκρολ. φ. 260, Ασσίζ. 24017, 49117, Ορνεοσ. αγρ. 52212, Διγ. (Trapp) Gr. 3340, Διγ. Z 1254, 1508, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1197, 1680, Ανάλ. Αθ. 16, Ερμον. Β 235, Βίος Αλ. 2353, Λίβ. διασκευή α 2033, Λίβ. Esc. 2681, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 667, 862, Αχιλλ. (Smith) O 416, 424, Χρον. Τόκκων 1372, 1390, Αργυρ., Βάρν. K 17, Δούκ. 3198, Ch. pop. 259, Χούμνου, Κοσμογ. 344, 1197, Απόκοπ.2 50, Κορων., Μπούας 21, Σοφιαν., Παιδαγ. 101, Πορτολ. A 468, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1391, Αχέλ. 1561, 2117, Χρον. σουλτ. 6218, Κυπρ. ερωτ. 10824, Πανώρ.2 Γ́ 609, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1275, Πιστ. βοσκ. II 5, 277, Διγ. Άνδρ. 36821, 3983, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 20, Β́ 316, Πτωχολ. A 166, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1333], Λίμπον. 502, Πτωχολ. B 222, κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. ρίζα. Η λ. και σήμ.
1) α) Το κάτω μέρος φυτού ή δέντρου που βρίσκεται μέσα στο έδαφος και μέσω του οποίου τρέφεται και στηρίζεται: Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1643, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1804, Απόκοπ.2 52· (εδώ η ρίζα του δέντρου που φέρει τον απαγορευμένο καρπό): Βλέπει (ενν. ο Σηθ) τες ρίζες του δενδρού μέσα της παραδείσου| και αυτούνες κάτω ξεπερνούν στ’ άβυσσα της αβύσσου Χούμνου, Κοσμογ. 353· (εδώ προκ. για τεχνητή διακοσμητική κατασκευή): Και εκ της φισκίνας το πλευρόν, εκ το δεξιόν της μέρος,| ήτον αμπέλιν ριζωτόν από υαλίου και εκείνο (παραλ. 1 στ.). Και είδα εις εκείνο φοβερόν μυστήριον και ξένον| τό εποίκεν ο παράξενος εκείνος ο τεχνίτης·| από την ρίζαν το νερόν να εμπαίνει του αμπελίου| και εις ένα έκαστον κλαδίν να τρέχει να αναβαίνει Λίβ. διασκευή α 2631· (σε μεταφ.): Αν σχίσουν την καρδίτσα μου, έσωθεν να σε εύρουν (παραλ. 1 στ.) φυτόν εις την καρδίτσα μου, αυθέντη ευγενικέ μου·| εξήπλωσαν οι κλάδοι σου εις όλα μου τα μέλη| και αι ρίζαι σου εκράτησαν πάσαν μου αρμονία Αχιλλ. (Smith) N 1632· (σε μεταφ. προκ. για την Αγία Τριάδα): Τρία κλωνάρια τρίλογα θέλουσι ξεφυτρώσει,| ένα κορμίν και τρεις κορφές, τρεις ρίζες θε κεντρώσει Χούμνου, Κοσμογ. 372· (σε παρομοίωση): το λίγο εγίνηκε πολύ και το πολύ να κάμει| αρχίνισεν απλοκαμούς σα οι ρίζες στο καλάμι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 102· β) (ιατρ.) ρίζα φυτού ή δέντρου που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς: Ιερακοσ. 4964, Ιατροσ. κώδ. υιγ́· γ) το κατώτατο τμήμα του δέντρου ή του φυτού, το σημείο στο οποίο εισέρχεται στο έδαφος: Είδα δένδρο εις περιβόλι| και στην ρίζαν είχεν κλώνον Ch. pop. 528· Και όταν εβράδυνε, ο αλέκτορας ανέβη εις δένδρον και ο σκύλος εστάθη εις την ρίζαν του δένδρου, οπού είχε κουφωμάδα Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 32· και αφού εφάγαμεν ψωμίν εις του δενδρού την ρίζαν (παραλ. 1 στ.), τότε εραθυμήσαμεν και εις ύπνον εγυρίσθην Λίβ. διασκευή α 2820· δ) κλαδί δέντρου: έβαλεν έναν μαντήλιν εις τα δύο του χέρια και αππήδησεν, και ανασκέλωσεν και αγγάλιζεν τας ρίζας των δένδρων με το μαντήλιν των χερίων και με τα σχέλια του απού δέντρον εις δέντρον και απέσωσεν χαμαί Μαχ. 60032· ε) μίσχος, κοτσάνι: Εκράτει πάλι η ρήγισσα ανθό περιπλεμένο| που εφαίνετό σου απ’ το δεντρό τον είχασι κομμένο·| ήτονε πλούσος κι ακριβός στα φύλλα κι εις τη ρίζα,| γιατί ζαφειρομπάλασα όλο τον εστολίζα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 129. 2) (Συνεκδ.) το ίδιο το δέντρο ή το φυτό: δίδει και πουλεί ... η Μαρία Ραγουζοπούλα ... του μάστρο-Γεώργη ... μία ρίζαν ελαία και συκές ρίζες τρεις και δύο ρίζες απιδές Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 96 (τρις). 3) Μεταφ. α) το σημείο στο οποίο ένα μέλος του σώματος συνδέεται με τους ιστούς· (προκ. για δόντι): Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 228· (σε μεταφ.): εβλέπεις τό πώς έκαυσες της καρδίας μου τας ρίζας Λίβ. διασκευή α 1543 κριτ. υπ.· β) (προκ. για αγγείο) το σημείο όπου ενώνεται το κάτω μέρος της χειρολαβής του αγγείου με το σώμα του: εφ’ ενί τόπῳ το ύψος του πλοίου οφείλεις μετρήσαι, επάνω δηλαδή του ενός κούφου τιθείς, ήγουν προς την κοιλίαν του κούφου ρίζης των ωτίων τιθείς έτερον, και επάνω πάλιν τούτου έτερα Metrol.2 1283. 4) α) Το πρόσωπο ή το γένος από το οποίο κατάγεται κάπ.· φύτρα, οικογένεια: Φλώρ. 1783, Διγ. Z 1326, Στίχ. ωραιότ. (Spadaro) 98· (εδώ προκ. για τη μητέρα): Τις απεχώρισεν ημάς, ω γλυκυτάτη μήτερ;| τις μοι την ρίζαν έκοψεν τούδε του βίου άρτι; Διγ. Z 4112· φρ. έχω την ρίζαν = προέρχομαι, κατάγομαι: Τον παίδα τον αφήλικα ...| ... τῳ βασιλεί εδώκε (παραλ. 1 στ.), ωσότου και του στέμματος τον ποιήσει κληρονόμον| του του πατρός του ευγενούς, ένθα την ρίζαν είχεν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13399· β) ο πρώτος στον οποίο ανάγεται η αρχή ενός συνόλου ανθρώπων· (προκ. για τον Αδάμ, ως γενάρχη του ανθρώπινου γένους): ο πρωτόπλαστος ημών Αδάμ, αυτός έναι ο ποταμός και η βρύση και η θάλασσα και η ρίζα και τα κλωνάρια και όλης της ανθρωπίνης φύσεως η αρχή και η αιτία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 69r· (εδώ προκ. για τον Μωυσή): Ω Μωυσή πανθαύμαστε, των προφητών η ρίζα,| εσύ μού το προφήτευσες υιόν μου να σταυρώσουν Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 136· (εδώ προκ. για τον Μέγα Κωνσταντίνο): χριστιανών ο βασιλεύς, η κορυφή και ρίζα| και του σταυρού ο ευρετής, ο μέγας Κωνσταντίνος Παρασπ., Βάρν. C 19· γ) αυτός που εξασφαλίζει τη συνέχιση της γενιάς, απόγονος: Όλοι των ήσαν πονηροί, Θεόν ουκ εγνωρίζαν| του Κάι τα απόγονα, η οργισμένη ρίζα Χούμνου, Κοσμογ. 434· εκακοφάνη ολωνών των πασάδων και του φουσσάτου, οπού εβουλήθη (ενν. ο σουλτάνος Σελίμης) να μην αφήσει ρίζα από αδελφούς και από ανιψίους Χρον. σουλτ. 14217· δ) τόπος καταγωγής: Εάν ουν πάσαν την Θηβών πόλιν προσκατασκάψω,| πυρί κατατεφρώσω τε, πάτρας δ’ εξολοθρεύσω,| αυτήν την των γενεαρχών εξέκοψα την ρίζαν Βίος Αλ. 2359. 5) α) Το κάτω τμήμα ενός πράγματος· βάση, θεμέλιο: (προκ. για κτίσμα): Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 256, Δωρ. Μον. XXIX, Χρον. Τόκκων 2061· (προκ. για αστέρι): εφάνη ένα άστρον μεγαλύτερον από τον αυγερινόν και από την ρίζαν του εβγήκεν ένας μέγας στύλος ωσάν σεργούτσι καθολικό με τα κλωνάρια Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 22r· (προκ. για τις βάσεις των ποδιών του κρεβατιού): εις το αποσκίασμα του δενδρού ωραίον κρεβάτιν στέκει·| οι ρίζες ήταν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα| και τα ποδάρια ολόχρυσα, διά λίθων πολυτίμων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1680· (σε μεταφ.): ότι νομίζω αν έπεσαν τα λόγια της γραφής μου| εις πέτραν να είναι ριζωτή, οι ρίζες της εις άδην,| να εξανεσπάσθην απεκεί, να αιστάνθην το πιττάκιν,| και όσα να ήτoν άψυχος εις νουν να μετεβλήθην Λίβ. διασκευή α 1754· β) (προκ. για βουνό) πρόποδες: τούτες οι χώρες ήσαν γιναμένες εις έναν κάμπον έμορφον, πλην δε σιμά εις την ρίζαν του βουνού Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 130r· γ) (στον πληθ. προκ. για ρούχο) ποδόγυρος: βιατάριν έβαλα τερπνόν, καθάριον μαγδαΐτην (παραλ. 1 στ.)· οι ρίζες ήσαν πιθαμή, ολόχρυσα λεοντάρια,| και τα κομπιά ολοχύμευτα, με το μαργαριτάριν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1464· δ) (μεταφ., προκ. για πρόσωπο) στήριγμα: Και είδετε αυτόν καλά και εγνωρίσετέ τον| τα πράγματα τά έκαμεν ο δούκας ο αφέντης (παραλ. 1 στ.), την αφεντιάν την ήμισην ηπήρεν των Σπαταίων,| και αν σεβεί εις την μέση σας, εις τέτοιους φρονίμους| και πρακτικούς και άξιους, ρίζα του Δεσποτάτου| ελπίζω το επίλοιπον όλον να το επάρει Χρον. Τόκκων 1372. 6) α) Αρχή, έναρξη· αφετηρία: θέλει θαυμάσει κανείς την δύναμιν του Θεού και τα μεγαλεία πώς από μικρά σπέρματα προκαταβάλλεται τας ρίζας των μεγάλων πραγμάτων Παράφρ. Μανασσ. 285· ο πόθος πως βασταίνει| ρίζαν γλυκιά, μα ’πωρικόν πρικύ,| τ’ οποίο μαραίνει| εις τον καιρόν τον όμορφον Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [66]· Και αύθις περί έρωτος υμάς αναμιμνήσκω,| ρίζα γαρ ούτος και αρχή καθέστηκεν αγάπης,| εξ ης φιλία τίκτεται, είτα γεννάται πόθος Διγ. (Trapp) Gr. 956· Η αγάπη είναι κεφάλαιον ολωνών των αρετών,| η αγάπη έναι ρίζα όλων των καλών Κανον. διατ. Α 587· (μεταφ., προκ. για πρόσωπο): ο βασιλεύς ο φρόνιμος, σοφός ο Καλοϊωάννης,| η ρίζα των φρονήσεων, η δόξα των Ρωμαίων Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 97· β) (προκ. για πόλη) πρωταρχικός πυρήνας, κοιτίδα: Τα Ιωάννινα έχουν την τιμήν εξ όλον του το κράτος·| αυτού έναι η ρίζα των Ρωμαίων, το Δεσποτάτο όλο Χρον. Τόκκων 3113· τούτων των Αγίων Τόπων η ρίζα και το κεφάλαιον είναι η αγία πόλις Ιερουσαλήμ Προσκυν. α′ 1108· γ) γενεσιουργός αιτία: ο Θεός απιλογιάζει και τες ρίζες του φόνου, ήγουν τον φθόνον, την έχθραν, τον θυμόν και την ξεκδίκησιν Χριστ. διδασκ. 311· (προκ. για το διάβολο): των κακών ετούτων πρώτη αφορμή και ρίζα φανερόν ότι άλλος δεν είναι, μόνον ο διάβολος Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 745· δ) (προκ. για ποταμό) πηγή: Ετούτος ουν ο Ευφράτης είναι πολλά εύμορφος, και η ρίζα του είναι ως λέγουσιν από τον παράδεισον Διγ. Άνδρ. 3983. 7) (Προκ. για μαθημ. πράξεις) η χρήση, η εφαρμογή μιας συγκεκριμένης μεθοδολογίας: Πολλοί λογαριασμοί γίνουνται χωρίς ρίζαν της τέχνης, μόνον με σκοπόν. Και είναι ακριβότερος εκείνος ο λογαριασμός του σκοπού παρού εκείνου, οπού γίνεται με την τέχνην. Επειδή όσοι γίνουνται με την τέχνην, έχουν ρίζαν και αρχές της τέχνης Rechenb. 8613, 15. Εκφρ. ρίζα και δένδρον/κλαδίν/κορφή = αρχή και τέλος, αιτία και αποτέλεσμα: Φίλε Κλιτοβών, υπερεξηρημένε,| φίλε της υπολήψεως, η ρίζα και το δένδρον,| ποτάπην να εύρω αντιμοιβήν να ποιήσω εις εσένα ...; Λίβ. διασκευή α 4312· να στραφεί πας άνθρωπος εις ταπεινοφροσύνην,| οπού έναι ρίζα και κλαδίν, μάθε, της σωτηρίας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2186· ας βλαστημώ κι ας καταργώ, όπου κι αν έναι αγάπη| κι όπου και ρίζα και κορφή ολότελα να σάπει Ch. pop. 259. Φρ. 1) Έχω ρίζα = υπάρχω, υφίσταμαι: Κι ήτονε μετά λόγου του, δε θε να τον αφήσει| να πηαίνει μοναχός εκεί, ώστε να λησμονήσει| εκείνα που τον τυραννούν κι απὂχου ακόμη ρίζα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 417. 2) Κάμνω ρίζες = α) φυτρώνω· (εδώ σε μεταφ.): Στη γέμιση του φεγγαριού άλλο δεντρό δεν πιάνει,| μόνο τσ’ αγάπης το δεντρό που πάντα ρίζες κάνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 315, 316· β) εγκαθίσταμαι, εδραιώνομαι: Μην τους αφήσετε λοιπόν (ενν. τα έθνη τα αλλόφυλα) στην Πόλιν να σταθούσιν| μηδέ ριζώσουσιν εκεί ή να πολυσταθούσιν| και κάμουν ρίζες δυνατές ανάσπαστες διόλου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 324.στασιάζω,- Ιστ. πολιτ. 6814.
Το αρχ. στασιάζω. Η λ. και σήμ.
1) Επαναστατώ, εξεγείρομαι: ιδόντες δε οι γενίτσαροι ότι ουκ ακούει αυτοίς (ενν. ο αυθέντης), εστασίασαν εις έν γεγονότες του αποκτείναι τους βεζύρηδας και κρουσεύσωσι και την Πόλιν Έκθ. χρον. 532. 2) Φιλονικώ, μαλώνω: το πλοίον εβαπτίζετο τῃ βίᾳ των κυμάτων·| ην γαρ και γνόφος και βροχή και καταιγίς και λαίλαψ.| Οι ναύται δ’ εστασίαζον περί του τις ο πρώτος;| Είδες λαόν ανόητον, είδες απεγνωσμένον Στίχ. ωραιότ. (Spadaro) 68. 3) Αντιτίθεμαι, διαφωνώ: ιδών (ενν. ο Αβραάμ) ότι τῳ μεν ξηρῴ αντίκειται το υγρόν, τῳ δε ψυχρῴ το θερμόν και ως το ύδωρ εστί φθοροποιόν του πυρός, έκρινεν εν εαυτῴ και είπεν ότι θεός στασιάζων προς εαυτόν και μαχόμενος ουκ έστι θεός Ψευδο-Σφρ. 48213.συγκαλύπτω.- Το αρχ. συγκαλύπτω. Η λ. και σήμ.
1) Καλύπτω, σκεπάζω εντελώς· κρύβω: νέφος συνεκάλυψε τον ήλιον τον μέγαν Στίχ. ωραιότ. (Spadaro) 30. 2) Σβήνω, εξαφανίζω: τῃ ουρᾴ αυτού συγκαλύπτει (ενν. ο λέων) αυτού τα ίχνη, ίνα μη ακολουθούντες αυτού τοις ίχνεσιν οι κυνηγοί εύρωσιν αυτού την μάνδραν και πιάσωσιν αυτόν Φυσιολ. 3385.σύμπτωμα- το.
Το αρχ. ουσ. σύμπτωμα. Η λ. και σήμ.
1) α) Ατύχημα, δυστύχημα: βοή τις άφνω εγείρεται και ταραχή μεγάλη,| έν και γαρ εκ των παίδων μου έπεσεν εκ του ύψους (παραλ. 4 στ.). Ασχολουμένων τοιγαρούν των γυναικών και πάντων| των συνελθόντων επ’ αυτῴ ...| του βρέφους τῳ συμπτώματι και του παιδός τῳ πάθει,| κρυπτώς απήρα το κλειδίν και ήνοιξα το αρμάριν Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 215· β) άσχημο γεγονός· συμφορά, δυστυχία: το των Τούρκων άθεον και αγριότατον έθνος ημίν εις παιδείαν έστειλας, την της Ανατολής και Δύσεως γην ληΐζον και λεηλατούν· αλλά μην και σεισμοίς φοβεροίς και χαλεποίς συμπτώμασι, και θανάτοις εξαισίοις, και εμπρησμοίς ... Χειλά, Χρον. 358· (εδώ σε προσωποπ.): Ανέμου πνεύσαντος σφοδρού κέδρος προς γην εκλίθη.| Η πίτυς δ’ υπεστέναξε προς την του κέδρου πτώσιν,| ορώσα τον βαθύριζον και καρτερόν τῃ φύσει| τόσον παθόντα σύμπτωμα τῃ βίᾳ των πνευμάτων,| αύτη τας ρίζας έχουσα πάσας επιπολαίους Στίχ. ωραιότ. (Spadaro) 107. 2) Παθολογικό φαινόμενο που φανερώνει αρρώστια ή οργανική ανωμαλία· (εδώ μεταφ. για πρόσωπο): Έφριξαν ομού| πάντες άνθρωποι γινώσκοντές σε,| σύμπτωμα και μίασμα μυσαρόν,| και απάνθρωπον, αντζάτον, μιαρόν Σπανός (Eideneier) D 1300.συσκοτώ.- Από την πρόθ. συν και το σκοτώ (βλ. ά. σκοτώ ΙΙ). Το μέσ. συσκοτόομαι ήδη μτγν.
Κάνω κ. σκοτεινό, καλύπτω, περιορίζω τη φωτεινότητά του (εδώ μεταφ.): Ελθούσα νυξ απέκρυψε την καθαράν ημέραν| και νέφος συνεκάλυψε τον ήλιον τον μέγαν.| Και μαργαρίτου και χρυσού το κάλλος ημαυρώθη| υπό βορβόρου και πηλού και συρφετού και τέρρας.| Αλλά και φθόνος συσκοτοί (έκδ. συσκοτεί) της αρετής την ώραν,| βάλλων, τοξεύων αφειδώς, πλήττων, πιμπρών, συγχέων| και των ανδρών των ευγενών και των σοφών την δόξαν Στίχ. ωραιότ. (Spadaro) 33.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Καλλίμ. 1593, Ιερακοσ. 45028, 46025, Διγ. (Trapp) Gr. 270, 3640, Διγ. Z 373, 1772, 4478, Διγ. (Trapp) Esc. 173, 179, Ερωτοπ. 578, Λίβ. Sc. 2150, Λίβ. Esc. 1915, Λίβ. N 3633, Αχιλλ. L 598, 1302, Ερωφ. Α΄ 8, 621, Ε΄ 170, Διγ. Άνδρ. 31625, 41129, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1743, Ροδολ. Β΄ [447], Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [642], Διακρούσ. 954, κ.π.α.