Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ακάλεστος,
- επίθ., Σπαν. (Hanna) V Suppl. 86, 88, Gesprächb. (Vasm.) 336, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 127.
Από το στερ. α‑ και το καλώ. Η λ. και σημ. (ΙΛ).
Απρόσκλητος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): εις λύπην τρέχε ακάλεστος και τον Θεόν αρέσει Σπαν. V Suppl. 88.αποθαίνω,- Σπαν. (Ζώρ.) V 512, Σπαν. V Suppl. 174, Ασσίζ. 5312, 654, Διγ. (Hess.) Esc. 159, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 493, 1134, Χρον. Μορ. P 4085, Περί ξεν. A 444, Ερωτοπ. 231, Απολλών. (Wagn.) 452, Αχιλλ. O 366, Μαχ. 36614, Θησ. (Foll.) I 12, Βουστρ. 483, Αγν., Ποιήμ. Β’ 74, Συναξ. γυν. 994, Κορων., Μπούας 133, Φαλιέρ., Ρίμ. AN 38, Τριβ., Ρε 89, Τριβ., Ταγιαπ. 226, Αχέλ. 2321, Θρ. Κύπρ. K 746, Ανων., Ιστ. σημ. ρμά́, Παϊσ., Ιστ. Σινά 2182, Αλφ. (Κακ.) 153, Κατζ. Β́ 36, 91, Έ́ 270, Πανώρ. Δ΄ 437, Ερωφ. Ά́ 204, Πιστ. βοσκ. V 3, 85, Βοσκοπ. 190, 352, Παλαμήδ., Βοηβ. 182, Ιστ. Βλαχ. 1280, Σουμμ., Ρεμπελ. 167, Ερωτόκρ. Ά́ 379, 954, Δ΄ 1086, Θυσ.2 152, 304, 656, 683 896, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά́ 69, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ́ [284], Έ́ [235], Ροδολ., Αφ. Φλαγγ. [9], Ροδολ.,Αφ. Φιορ. [5], Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [204], χορ. δ́ [82], Λίμπον. Εισαγ. 53, 365, Ζήν. Δ́ 380, Διγ. O 1872, Τζάνε, Κρ. πόλ. 18016, 23818, 4408, κ.π.α.· απεθαίνω, Ασσίζ. 11815, 18526, 2191, 26324, Ερμον. Ρ 247, Μαχ. 37425, 4743, Πεντ. Γέν. II 47, XLVIII 21, IX 4, XXI 20, Αρ. XXVI 65, Δευτ. XXIV 16, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1, Άλ. Κύπρ. 1502, Διγ. Άνδρ. 34329, κ.α.· πεθαίνω, Ασσίζ. 22330, 26717, Αχιλλ. N 565, Μαχ. 187, 7213, 4383, 46628, 6144, 6429, Συναξ. γυν. 209, Πεντ. (Hess.) Γέν. II 17, V 11, VII 22, XLII 2, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1478], κ.α. ΄ποθαίνω, Ασσίζ. 1293, Διγ. (Hess.) Esc. 121, Χρον. Μορ. P 7206, Αχιλλ. L 745, 1358, Αχιλλ. (Hess.) L 725, Μαχ. 29, 308, 11815, 36426, 48216, 59227, 61019, Βουστρ. 474, Κυπρ. ερωτ. 86, 914, 467, 816, 1233, Συναξ. γυν. 1093, 1146, Κορων., Μπούας 130, Θρ. Κύπρ. K 526, Κατζ. Ά́ 310, Γ́ 90, Ερωφ. Β́ 341, Έ́ 295, Πιστ. βοσκ. III 3, 39, Βοσκοπ. 438, Ερωτόκρ. Ά́ 611, 744, 1960, Β́ 1612, Δ́ 1070, Θυσ.2 189, 205, Ευγέν. Πρόλ. 90, Στάθ. Γ́ 228, Φορτουν. Γ́ 261, Ιντ. δ́ 173, Ζήν. Πρόλ. 52, Τζάνε, Κρ. πόλ. 38415, Διακρούσ. 11728, κ.π.α.· μτχ. απεθαμένος, Λίβ. N 2572, 3111, Αχιλλ. (Hess.) L 434, Θησ. Β́ [457], ΙΆ́ [57], Πεντ. Έξ. XII 30, Αρ. XII 12, XVII 13, 14, Σταυριν. 404, 1022, Διήγ. πανωφ. 58, Διήγ. ωραιότ. 800, Λίμπον. 212 κ.ά. απεθαμμένος, Ασσίζ. 17923, 35014, 39314, 46918, απεθανόντας, Κατζ. Έ́ 370· αποθαμένος, Διγ. (Hess.) Esc. 190, Διγ. A 3001, 3627, Βέλθ. 1149, Πόλ. Τρωάδ. 822, Ερωτοπ. 112383, Απολλών. (Wagn.) 710, Λίβ. Sc. 1402, Λίβ. Esc. 3466, Λίβ. N 3089, Ιμπ. 647, 651, Χούμνου, Π.Δ. II 23, Άσμα σεισμ. 9, Κορων., Μπούας 51, 97, 137, Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 240, Τριβ., Ρε 238, Πεντ. Έξ. XIV 30, XXI 34, Αχέλ. 439, Αιτωλ., Μύθ. 2711, Βοσκοπ. 30, Κατζ. Γ́ 49, 112, Ερωφ. Γ́ 108, Πιστ. βοσκ. II 2, 33, Σταυριν. 490, Ερωτόκρ. Ά́ 826, Γ́ 772, 974, Έ́ 753, Θυσ.2 311, 1004, Συναδ., Χρον. 70, Ροδολ. Ά́ [102, 538], Αποκ. Θεοτ. II 11, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [522], Τζάνε, Κρ. πόλ. 16218, 2658, 45516, 5618, κ.π.α.· αποθαμμένος, Ασσίζ. 10510, 20613, Κυπρ. ερωτ. 1713, 2314, 6916· αποθάνοντας, Ερωτόκρ. Γ́ 108· μτχ. αποθανόντας, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 206v· πεθαμένος, Αιτωλ., Μύθ. 1366· πεθαμμένος, Ασσίζ. 20613· ’ποθαμένος, Θησ. Β́ [772], Κορων., Μπούας 79, Πικατ. 34, Αιτωλ., Μύθ. 7210, Ερωτόκρ. Γ́ 744, Ευγέν. 674, Τζάνε, Κρ. πόλ. 29016· ’ποθαμμένος, Κυπρ. ερωτ. 254, 7022, 8812, 9470, 10429, Θρ. Κύπρ. K 838.
Από τον αόρ. απέθανον του αρχ. αποθνήσκω. Βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 214, Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8, Κριαρ., Ελλην. 22, 1969, 167, Ανδρ., Αθ. 47, 1937, 189. Βλ. και μισαποθαμένος. Για τη μτχ. αποθάνοντας και τα συναφή βλ. Λαμπρινός, Ελλην. 33, 1981, 270.
Α´ Αμτβ. 1) Πεθαίνω: πολλοί επεθάναν εις το μαρτύριον Μαχ. 4383· ζώντας μου κι αποθάνοντας κατάρα θέλω αφήσει Ερωτόκρ. Γ́ 108· την ημέρα όπου φας απ’ αυτό απεθαμό ν’ απεθάνεις Πεντ. Γέν. II 47· φρ. αποθαίνω μόνος μου = προκαλώ το θάνατό μου: μόνος σου γάρ να φονευτείς, μόνος σου ν’ αποθάνεις Αχιλλ. O 366. Βλ. και αναπαύω Β9, ανθυποκρύπτομαι, απαφήνω φρ. β, απεκβαίνω γ, απεκδύομαι, απέρχομαι 4, αποβγαίνω 3, αποθαινίσκω. 2) (Προκ. για τον ήλιο) σβήνω, χάνομαι, βασιλεύω: ελπίζομ’ ότι ο ήλιος π’ αποθαίνει| το βράδυ προς τη δύση, πάλιν| εις την ανατολήν να ξαναγένει Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [82]. Βλ. και αναπληρώνω Β2). Β´ Μτβ. 1) Σκοτώνω, φονεύω (κάποιον) (Για τη σημασ. πβ. Kaps., Vorunters. 102 κ.ε.): μην τ’ αποθάνεις το παιδί με δίχως να σου πταίσει,| κύρη άπονο και αλύπητο μην κάμεις να σε λέσι Θυσ.2 683. Βλ. και αναλώνω A2, αποβάλλω 3, αποθανατώνω, αποκάμνω Β4, αποκοιμίζω 2. 2) Εξαφανίζω, εξαλείφω: αυτός ασήκωσε τες αμαρτίες μας εις το σώμα του, απάνω εις το ξύλον, διά να αποθάνομεν τες αμαρτίες και να ζήσομεν εις την δικαιοσύνην Χριστ. διδασκ. 80. Βλ. και αφανίζω Α1γ.απομένω,- Σπαν. A 529, Σπαν. V 173, Σπαν. V Suppl. 83, Διδ. Σολ. Ρ 16, Προδρ. III 419η (χφφ G VCSA) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. 680, 1611, 2572, Ασσίζ. 1726, 13317, 26425, 38318, 4024, 4611, Διγ. Gr. VI 710, Διγ. Esc. 409, 1250, Διγ. A 2017, Βέλθ. 955, Χρον. Μορ. H 607, Ρ 2732, 5093, Πουλολ. 561, Διήγ. Βελ. 180, Φλώρ. 1634, 1634, Σπαν. (Ζώρ.) V 51, Περί ξεν. A 92, 51, Ερωτοπ. 244, 689, Απολλών. 843, Λίβ. Sc. 1905, Λίβ. Esc. 3064, Αχιλλ. N 1288, Ιμπ. 568, 836, Χρον. Τόκκων 2137, Ανακάλ. 32, Θρ. Κων/π. H 159, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 161, Βησσ., Επιστ. 2314, Αργυρ., Βάρν. K 134, Σφρ., Χρον. μ. 831, 2419-20, Μαχ. 1807-8, Θησ. (Foll.) I 12, Χούμνου, Π.Δ. VIII 98, Διήγ. Αλ. V 24, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1605, Σαχλ., Αφήγ. 564, Κυπρ. ερωτ. 745, Έκθ. χρον. 104, 643, 7715-6, Ριμ. Απολλων. 38, Κορων., Μπούας 59, 66, 84, Φαλιέρ., Ρίμ. L 147, Διήγ. Αλ. G 27725, Σοφιαν., Παιδαγ. 100, Δεφ., Λόγ. 398, Πεντ. Γέν. VII 23, XXXII 9, XLIV 20, Εξ. VIII 5, Λευιτ. V 9, X 12, 16, XXVI 36, 39, Δευτ. IV 27, XXVIII 62, Αχέλ. 442, Αιτωλ., Μύθ. 1013, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 373, Αλφ. (Κακ.) 1014, 373, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 420, 427, 439, Δωρ. Μον. XIX, Κατζ. Β΄ 42, Γ΄ 159, 553, Δ΄ 385, Πανώρ. Α΄ 122, 416, Β΄ 364, Ερωφ. Γ΄ 167, 285, Δ΄ 213, 742, Ιντ. δ΄ 3, Ε΄ 463, Πιστ. βοσκ. II 5, 185· 7,173· III 6,68, 335· IV3, 142· V 1, 76· 5, 12, 333, Φαλλίδ. 58, Ιστ. Βλαχ. 2270, Διγ. Άνδρ. 3377, Ερωτόκρ. Α΄ 784, 1859, 2028, Β΄ 1788, 2236, 2431, Γ΄ 229, 478, 612, 994, 1253, 1740, Δ΄ 540, 1238, Ε΄ 1068, Θυσ.2 190, Ευγέν. 338, 1142, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 140, Δ΄ 18, 50, Ροδολ. Ά [403], Β΄ [212], Ε΄ [322], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [137], Διήγ. εκρ. Θήρ. 11016, Διήγ. ωραιότ. 529, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [548], [917], Γ΄ [1298], Δ΄ [604], Λίμπον. Αφ. 54, Φορτουν. Αφ. 28, Β΄ 94, 237, 460, Δ΄ 540, Ε΄ 336, Ζήν. Β΄ 68, 253, Δ΄ 64, Ε΄ 107, Λεηλ. Παροικ. 448, Διγ. O 2623, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1349, 17126, 22211, 2835, 3164, 3416, 36911, 5081, 52420, 5302, 53817, 54810, Διακρούσ. 1011, Αλφ. (Mor.) IV 85· απεμένω, Καλλίμ. 680· ’πομένω, Διγ. A 985, 3146, Χρον. Μορ. H 5093 (υπόμεινεν κατά λάθος αντιγρ. ή από άτοπη επίδρ. του υπομένω), Αχιλλ. O 226, Κορων., Μπούας 64, Αλφ. (Κακ.) 1024, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 404, 413, 420, 430, 457, Ερωφ. Β΄ 155, Ερωτόκρ. Α΄ 440, 774, 775, 838, Β΄ 2367, Γ΄ 766, 1480, Δ΄ 178, Ε΄ 7, 616, 689, 699, 1036, Στάθ. Β΄ 216, Διήγ. ωραιότ. 634, Φορτουν. Πρόλ. 70, Γ΄ 693, Δ΄ 443, Λεηλ. Παροικ. 463, Διγ. O 426· μτχ. απομονάμενος, Θρ. Κων/π. B 20.
Η λ. στον Αριστοτέλη. (L‑S Κων/νίδη). Επίδρ. του υπομένω για ορισμένες σημασ. Βλ. και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 504, καθώς και ΙΛ στη λ. (έτυμολ.) και Καψ., ΛΔ 3, 1941,96.
1) α) (Προκ. για πράγμα) υπολείπομαι (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 1 και L‑S, λ. υπομένω I. Η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. 1): του σκουταριού το κράτημα επόμεινεν στο χέρι Διγ. A 3146· είντ’ άλλο μπλιό μου ’πόμεινε ωσάν έχασα εσένα; Ερωτόκρ. Ε΄ 1036· και το τειχιό χαλάσανε, τα χώματ’ απομείνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 171226· β) (προκ. για γεγονός η αίσθημα) μένω: Επόμεινέ τζ’ η πεθυμιά του τραγουδιού ν’ ακούσει Ερωτόκρ. Α΄ 775· απόμεινέ μου μοναχός η όρεξη κι η γλύκα Κατζ. Γ΄ 553· ουδεκιαμιά άλλη ολπίδα απόμεινέ μας Ερωφ. Δ΄ 742· Τι γαρ απέμεινε μόνον του πιάσαι τον αυθέντην ιδίαις χερσίν; Έκθ. χρον. 104· και πόση ακόμη στράτα μ’ απομένει Πιστ. βοσκ. V 1, 76· γ) (προκ. για πρόσ. η και πράγμα) μένω, παραμένω (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 1 και ΙΛ στη λ. 2α): Μισσεύγει κι αποχαιρετά κι η ’Αρετή ’πομένει Ερωτόκρ. Ε΄ 689· ας απομείνομεν εδώ στα ιγονικά μας Χρον. Μορ. H 607· ο Αχιλλεύς επόμεινεν και συβουλήν εποίκεν Αχιλλ. O 226· τα κάστρα ν’ απομείνουν στου πρίντσιπε την εξουσία Τζάνε, Κρ. πόλ. 53817. σα μποθρακός δε βγαίνεις | ποτέ σου μέσα οχ τα πηλά, μα μέσα ’κεί απομένεις! Κατζ. Β΄ 42 να βρ’ άλλα μέρη αδιάβατα κι εις κείνα ν’ απομείνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1740· και τα καράβια στην Αξιάμ εις το νησί απομένα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3416 (βλ. και αβαντζάρω, αναμένω 5, αναπαύω Β6)· φρ. απομένω να μην = παραλείπω να …: ούτε αυτείνοι επομείνασι να μην πάσινε εκεί Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 457. 2) α) Μένω σε μια κατάσταση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): θανατικόν … τόσον ότι οι άνθρωποι απόμειναν άταφοι Διήγ. Αγ. Σοφ. 1605· αδείπνητ’ απομένει Ερωτόκρ. Α΄ 784· να κάμεις την κερά Μηλιά κοντέντα ν’ απομείνει Φορτουν. Β΄ 460· ο ρήγας δεν αφήνει | αγδίκιωτος σ’ έτοια δουλειά μεγάλη ν’ απομείνει Ερωτόκρ. Α΄ 2028· ωσάν το λίθο ’πόμεινε κι ουδ’ αναπνιά γροικάται Ερωτόκρ. Ε΄ 7· Ω χώρα, χήρα απόμεινες και κλαίγε πρικαμένη Ροδολ. Ε΄ [322]· εις εντροπήν παντοτινήν η κόρη μ’ απομένει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1298]· β) μένω ζωντανός (Πβ. L‑S, λ. υπομένω I): εφόνευσαν τους άρχοντας, τους βαρυγογεμένους | και τους απομονάμενους να πορπατούν ως ξένοι Θρ. Κων/π. B 20· ο αδερφός του απέθανεν και απόμεινεν αυτός μοναχός του της μάννας του Πεντ. Γέν. XLIV 20· Λευιτ. X 12, 16, XXVI 36, XXVI 39· για να ζυγιάσω τα ’καμες και πλιό να μεν ’πομείνεις Αλφ. 1024, Τζάνε, Κρ. πόλ. 54810 (βλ. και αισθάνομαι Β). 3) Διατηρούμαι (Πβ. και L‑S, λ. υπομένω II 3): στο νου τ’ ανθρώπου ό,τ’ ήλεγε με λύπηση ’πομένα Ερωτόκρ. Α΄ 440· Μόνε το όνομα καλόν εκείνο π’ απομένει Σπαν. V 173· Τα όνειρα εις το ύστερον πάλ’ όνειρα απομένουν Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [917]· και να στραφού (ενν. τα μάτια σου) να μη με δου κι ο τόπος ν’ απομείνει | που κείτομου, που κάθομου μ’ εσέ, μάννα Φροσύνη Ερωτόκρ. Γ΄ 1253· Πάντα σε θέλω καρτερεί ζώντας κι αποθαμένη, γιατί μια ’γάπη μπιστική στα κόκκαλα ’πομένει Ερωτόκρ. Γ΄ 1480 (βλ. και απαντώ 7β, αποκρατώ Β1). 4) α) (Αμτβ.) σταματώ (Πβ. ΙΛ στη λ. 2γ): Ήκούσας τούτο ο πρίγκιπας απόμεινεν εκείσε κι εστράφη εις το σπίτιν του Χρον. Μορ. P 5093 (βλ. και ανακόπτω 1, αναπαύω Β5, ανασαίνω Α5, αποβγάζω, αποκόπτω 5γ)· β) μένω ακίνητος (κάπου) (πβ. L‑S, λ. υπομένω ΙΙ3), καθυστερώ, κολλώ (στο έδαφος): Οι γαρ τόποι εκείνοι είσι βαλτώδεις και απέμειναν ίπποι και κάμηλοι και άμαξαι Έκθ. χρον. 7715‑6· ως είδε ότι απόμεινες, πολλά σ’ εκατηράσθη Πουλολ. 561. 5) Μένω κάπου προσωρινά, καταλύω (Πβ. ΙΛ στη λ. 4): και λέγω του τον Λίβιστρον: «Τι λέγεις απετώρα; που ν’ απομείνεις;» Λίβ. Esc. 3064· εισέ ψηλότατον γκρεμνόν να πάγεις ν’ απομείνεις (έκδ. απαμείνεις πιθ. κατά τυπογρ. λάθος διορθώσ.) Ευγέν. 1142. 6) Μένω ενεός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ 2β): Λόγιασε πώς απόμεινα πριχού το πω απατός μου Ερωφ. Δ΄ 213· έτοιας λογης απομεινε σ’ ό,τι τ’ αφτιά τζ’ ακούσα Ερωτόκρ. Ε΄ 1068. 7) α) Γίνομαι) (κ.): και δουλευτής παντοτινός τση χάρης σου απομένω Φορτουν. Άφ. 28· ο γιός σου | το σήμερον γαμπρός θέλει απομείνει Πιστ. βοσκ. IV 3, 142· αν του σιμώσεις, κάτεχε πως κάρβουν απομένεις Ερωτόκρ. Γ΄ 478· αθάνατον απόμεινε και στέκει τ όνομά του Τζάνε, Κρ. πόλ. 1349· και πάντησμ’ όντε το κακό γένει κι οι πονεμένοι | αργήσου να το μάθουσι, λιγότερο ’πομένει; Ερωτόκρ. Ε΄ 616· β) καταντώ (Πβ. ΙΛ στη λ. 3): μα δίχως γλώσσ’ απόμεινες και πώς να μου μιλήσεις Ερωφ. Ε΄ 463· ολόγυμνος απέμεινα διά την ονειδισίαν Προδρ. III 419η (χφφ gV) (κριτ. υπ.)· η πεθυμιά τ’ ανθρώπου σαν γεράσει | φύση ζιμιόν αλλάσσει | και παιδωμή και ψέγος απομένει Πιστ. βοσκ. III 6, 68· τα κάλλη τζ’ απομείνασιν ωσάν αποθαμένα Ερωτόκρ. Β΄ 2431· όσοι κι αν ανεβήκανε, όλοι νεκροί απομείνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3164· Πεντ. Δευτ. XXVIII 62 (βλ. και αποδίδω 6γ, αποκαταντώ)· γ) περιορίζομαι: Μια κάποια λίγη πεθυμιά θυμούμαι κι ήρχισέ μου (παραλ. 1 στ.) κι ελόγιαζα κι η πεθυμιά σε λίγο ν’ απομείνει, μα πλήθυνε με τον καιρό Ερωτόκρ. Γ΄ 229· Ετούτα λέγει μοναχάς για την φοράν εκείνη κι ογιά την πρώτην ως εκεί εβάλθη ν’ απομείνει Ερωτόκρ. Γ΄ 612· δ) αναδεικνύομαι: ακόμη δεν κατέχου | ποιος απομένει νικητής από τους δυο που τρέχου Ερωτόκρ. Β΄ 1788. 8) «Μένω στον τόπο», σκοτώνομαι, πεθαίνω: και τουφεκιάν του ’δώκασι κι εκεί ’χεν απομείνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 2855, έξω μπασάδες πέφτουνε, σπαχήδες απομείναν, | αγάδες και τσαούσηδες νεκροί στη γην εμείναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5081 (βλ. και αναπαύω Β9, ανθυποκρύπτομαι, απαφήνω 5 φρ. β, απεκβαίνω γ, απεκδύομαι, απέρχομαι 4, αποβγαίνω 3, αποθαινίσκω, αποθαίνω Α1α, αποθνήσκω, αποκάμνω ΙΑ2, απόλλομαι). 9) Εναπόκειμαι (Η σημασ. στον Πόντο, ΙΛ στη λ. 2ζ): αποτουνύν απέμεινε στο μέγα σου το κράτος Βέλθ. 955· αποτουνύν απέμεινεν τα περί τούτον πάντα | προς την καλήν προαίρεσιν και την καλήν την γνώμην | της αυτοκρατορίας σου Καλλίμ. 2572· ει δε πάλιν εκείνος αθετήσει τους όρκους τον, απέμεινεν εις τον Θεόν τον πολλά πλείον δυνάμενον εκείνου Σφρ., Χρον. μ. 831· Λίμπον. Αφιέρ. 54. 10) Περιμένω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 6· πβ. L‑S, λ. υπομένω): και ν’ απομένει τον καιρόν, να καρτερεί τον χρόνον Ερωτοπ. 689· τούτο γροικάς και δε μιλείς; σιωπάς … και τί απομένεις; Ζήν. Β΄ 253 (βλ. και αγαλώ, ακροκαρτερώ, αναμένω 1α, απαντεχαίνω α, απαντέχω 1, αποδέχομαι 5, αποκαρτερώ). 11) α) Ανέχομαι, υπομένω (κάπ. η κ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. υπομένω II 2): Περίσσια σ’ απομένω (έκδ. απομένει· διορθώσ.) και ογιά τούτο πλιότερα μας πειράζεις Πιστ. βοσκ. V 5, 12· Ωχ, οϊμέ, ζωή κριμένη, | τις μπορεί να σ’ απομένει! Φαλλίδ. 58· ο βασιλιάς μπορεί να τ’ απομείνει, | να δώσει τη γυναίκα ντου να θέσει εις άλλη κλίνη; Ροδολ. Α΄ 403· Θεέ μου, πώς απέμεινες την τόσην ανομίαν; Θρ. Κων/π. H 159· Αλλά εκείνος δύναμιν ουκ είχεν απομένειν, | ουδέ βαστάζειν στέρησιν της ποθουμένης κόρης Καλλίμ. 1611 (βλ. και αισθάνομαι Α2β, αναφέρω Α5, ανέχω Α2β, αντέχω, απαντέχω 6α, β, αποδέχομαι 4)· β) συγκατανεύω, κάνω παραχώρηση: Χριστέ μου, και ν’ απόμενες τρεις ώρες διά να ζήσω, | να φέρω τον ζαγορεντήν παπά να κοινωνήσω Αλφ. IV 85 (βλ. και ακολουθώ 5, αποκληρώνω 3)· γ) κάνω υπομονή: Για την τιμήμ μου απόμεινε μεν εν’ χαμένη Κυπρ. ερωτ. 745· ο καπετάνος εκουβερτίαζέν τους με γλυκεία λόγια ν’ απομείνουσιν και δεν ημπόρε να τους ταπείνωσει Μαχ. 1807-8 (βλ. και αισθάνομαι Α2β, αντέχω, απαντέχω 6α)· δ) παραδέχομαι, εγκρίνω (κ.): τα τέκνα ουδέν ημπορούν να χωρίσουν το μερτικόν τους απέ το μερτικόν τον πατρός τους, έως όπου ο πατήρ τους ζει, άνευ αν θελήσει ο πατήρ να το απομείνει με το ίδιόν του θέλημαν Ασσίζ. 38318· Περί εκείνου, οπού ένι ελεύτερος και απομένει να τον πουλήσουν με το θέλημάν του σκλάβος, τουτέστιν Σαρακηνός Ασσίζ. 4024 (βλ. και αναγνωρίζω 2, αναφέρω Α2, ανομολογώ, αποδέχομαι 1β).αποστρέφω,- Φυσιολ. M 366, Σπαν. A 370, Σπαν. V Suppl. 143, Σπαν. (Μαυρ.) P 205, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 398, Γλυκά, Αναγ. 339, Προδρ. IV lh (χφ g) (κριτ. υπ.), lss (χφφ CSA) (κριτ. υπ.), Κρασοπ. 57, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 361, Ελλην. νόμ. 51523, 5165, 54321, Ιερακοσ. 50332, Διγ. A 480, Ερμον. Ψ 267, Χρον. Μορ. H 22, Εξήγ. πέτρ. 275, Πουλολ. Z 236, Βίος Αλ. 2578, Πανάρ. 6220, Απολλών. (Wagn.) 114, Λίβ. P 99, 2181, Βησσ., Επιστ. A΄ 2310, Μαχ. 64229, Θησ. Ε΄ [34], Θ΄ [228], I΄ 328], Πένθ. θαν.2 426, 490, Ψευδο-Σφρ. 35624, 56030, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 361, 451, 1069, Παϊσ., Ιστ. Σινά 187, Αλφ. 2376, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 450, Χίκα, Μονωδ. 39190, Ιστ. Βλαχ. 1739, Στάθ. Β΄ 77, Βακτ. αρχιερ. 155, 156, 181, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 424, 709, Ηπειρ. 2297, ’ποστρέφω, Ch. pop. 337.
Το αρχ. αποστρέφω. Ο τ. και σήμ. στην Κύπρο (Παναρέτου, Κυπρ. Σπ. 14, 1950, 147). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
I. Ενεργ. Α´ μτβ. 1) Κατευθύνω: και τους δικαίους εις ζωήν αιώνιον να πέψει, εις πυρ δε τους αμαρτωλούς και σκότος ν’ αποστρέψει Πένθ. θαν.2 490. 2) Αποπέμπω· αδιαφορώ (για κάπ. η κ.): την θεραπείαν σου θέλομεν, μηδέν μας αποστρέφεις Πένθ. θαν.2 426· Προδρ. IV lh (χφ. g) κριτ. υπ.)· αν δύνεσαι και δανεικόν μηδέν το αποστρέφεις | και βλέπε και το δάνος σου το τίναν γουν το δίδεις Σπαν. V Suppl. 143 (βλ. και ακηδιάζω, ακηδιώ 1, αμελεύω, αμελώ, αμεριμνώ Αβ, αποβγάνω 1, αποδιώχνω α, αποζυγώνω 2, απολογιάζω 14, απομεριμνώ 1β). 3) Επιστρέφω, γυρίζω (Πβ. ΙΛ στη λ. A3): και πρόβλεψον εις την υγείαν τ’ Αρκύτα πώς να γιάνει | για ν’ αποστρέψουν την ζωήν οπού ’τόνε χαημένη Θησ. Θ΄ [228]· Ιερακοσ. 50332· Θησ. I΄ [328] (βλ. και αποδίδω 1, γιαγέρνω). 4) Μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω: οι γάρ θεοί των εθνών ουκ έχουσιν εν εαυτοίς ισχύν αποστρέψαι βασιλείαν βασιλέως εις έτερον βασιλέα Παράφρ. Μανασσ. 361 (βλ. και ανακινώ Α1, απομακρίζω 1β). Β´ αμτβ. επιστρέφω, γυρίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Β1): και ανέν και ιδείς την ’πόστρεψε χαρτάκι μου οπίσω | και κατά το έκαμε αυτή πε μου κι εμέ να ποίσω Ch. pop. 337· Σπαν. (Μαυρ.) P 205· εκεί, στα μέρη εκείνα | ουκ έναι ημπορούμενο εκείνος ν’ αποστρέψει Θησ. Ε΄ [34] (βλ. και αναγυρίζω Αα, αναζευγνύω, ανεπιστρέφω, άνθυποστρέφω Α). II. (Μέσ.) 1) α) Αισθάνομαι αποστροφή, αντιπάθεια, αδιαφορία, αδιαφορώ (για κάπ.), αντιπαθώ, αποφεύγω (κάπ.) (Η σημασ. αρχ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Γ1): αυτοί τον αποστρέφονται (ενν. τον ιερέα) διά κακόν σημάδι Ιστ. Βλαχ. 1739· Περί τους έχοντας τέλειον γάμον μετά γυναικός και αποστρέφονται τον γάμον και ου βούλονται είναι μετ’ αυτάς Ελλην. νόμ. 54321· Αλλά μη κλείσεις ακοάς, μηδέ αποστραφείς με Προδρ. IV lss (χφφ CSA) (κριτ. υπ.) γονείς του απεστράφηκεν διά την εμήν αγάπην Λίβ. P 2181 (βλ. και ακηδιάζω, ακηδιώ 1, αμελεύω, αμελώ, αμεριμνώ, ανορεξιάζω, απομεριμνώ 1β)· φρ. αποστρέφομαι το πρόσωπον = γυρίζω από το άλλο μέρος: εάν η νόσος του ανθρώπου ῄ εις θάνατον, αποστρέφεται το πρόσωπον αυτού ο χαλαδριός Φυσιολ. M 366 (βλ. και ακρογυρίζω)· β) αλλάζω διάθεση, γνώμη: τανύν δε αποστρέψεται και ου βούλεται εκπληρώσαι μετ’ αυτήν την τελείαν ιερολογίαν Ελλην. νόμ. 5165 (βλ. και αλλάσσω Γβ, αλληλογώ Α). 2) Απομακρύνομαι, μένω μακριά (από κ.), αποφεύγω (κ.): Περί ιερέως αναξίου … ότι πριν να εξεταχθεί από της συνόδου να μην αποστρέψεται ο λαός από τας λειτουργίας αυτού Βακτ. αρχιερ. 155· αν δεν αποστραφείς απέ την μωρικήν βουλήν τούτην, θέλεις νικηθήν και θέλεις χαλαστήν Μαχ. 64225· Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 361, 451 (βλ. και ανασπώ III, απολείπω 1, απομακραίνω Β, απομακρύνω A3, αποξεβαίνω β, αποξενώνω Β1β, αποπηδώ 3). 3) Επιστρέφω: ουδείς ημών χωρίς αυτήν αποστραφήναι θέλει Διγ. A 480· εάσας το σπήλαιον απεστράφη όπισθεν εις το χρύσινον Εξήγ. πέτρ. 275 (βλ. και αναγυρίζω, αναζευγνύω, ανεπιστρέφω ανθυποστρέφω Α, γιαγέρνω). 4) α) Καταφεύγω: όπου ανεμίσεις (έκδ. ανεμίσει· διορθώσ.) τίποτας καλό σιμά αποστρέφου Στάθ. Β΄ 77· είχεν δε φίλον γνώριμον … (παραλ. 1 στ.) εκεί απεστράφην το λοιπόν ’πολλώνιος ο πρίγκιψ Απολλών. 114 (βλ. και ανασώνω 1)· β) φτάνω: Εγώ προς γην αποστραφείς διά την αμαρτίαν | και λογισθείς εν τοις νεκροίς εκ παραπτώματος μου έρημος πάντων γέγονα Γλυκά, Αναγ. 339. 5) Αποτείνομαι: Η κίσσα απεστράφηκε και λέγει προς εκείνον Πουλολ. Z 236· Ερμον. Ψ 267.άπτω,- Σπαν. V Suppl. 166, Διγ. Esc. 1347, Ερμον. Φ 321, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 82, Ριμ. Βελ. 109, 445, Διήγ. πανωφ. 60, Τζάνε, Κρ. πόλ. 16722, 2398, 27119, 2736, 37226· όπτομαι, Απολλών. (Wagn.) 357· άφτω, Ερωτοπ. 285, Χρησμ. I 173, Μαχ. 6811, 38427, 67013, Διήγ. Αλ. V 49, Κυπρ. ερωτ. 43, 54, 610, 192, 203, 235, 354, 9226, 9918, 10427, 10810, Απόκοπ. 94, Φαλιέρ., Ιστ. V 346, Βεντράμ., Φιλ. 55, Αχέλ. 2116, Θρ. Κύπρ. K 217, 354, Πανώρ. Α΄ 5, Γ΄ 48, Δ΄ 118, Ε΄ 71, 76, Ερωφ. Β΄ 271, Δ΄ 646, Ε΄ 335, Πιστ. βοσκ. I 1 356, Ερωτόκρ. Α΄ 180, 2158, Β΄ 778, 1891, Γ΄ 455, 519, Θυσ.2 234, 276, Στάθ. Ιντ. α΄ 41, Β΄ 209, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 49, Γ΄ 22, Διήγ. ωραιότ. 202, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [433], Φορτουν. Β΄ 134, Ιντ. δ΄ 137, Ζήν. Β΄ 36, Λεηλ. Παροικ. 541, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1498, 2443, 3673, 55925· μτχ. απτούμενος, Μαχ. 8223, Άνθ. χαρ. 29418· απτωμένος, Λίβ. P 265, Χρησμ. I 312· αφτόμενος, Αποκ. Θεοτ. I 136· αφτούμενος, Μαχ. 5886, Κυπρ. ερωτ. 642, Ερωτόκρ. Γ΄ 1396, Θυσ.2 402, 409, Φορτουν. Ιντ. α΄ 162, Β΄ 228, Γ΄ 216, Ζήν. Β΄ 76, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1769, 3468, Τρωικά 5212, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397, 445 (δις), Πιστ. βοσκ. Ι 2, 258· II 1, 66, Μορεζίν., Λόγ. 467· αφτουμένος, Χούμνου, Π.Δ. X 40· αφτωμένος, Λέοντ., Αίν. II 18, Πανώρ. Α΄ 3, Β΄ 216, Στάθ. Α΄ 44, Λεηλ. Παροικ. 641, Τζάνε, Κρ. πόλ. 37722, Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 5, 218.
Το αρχ. άπτω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. άφτω).
1) α) Μτβ. (ενεργ. και μέσ.) ανάβω (κ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Β I και σήμ., ΙΛ, λ. άφτω Α1): εγώ την σβήνω (δηλ. την καρδιά), λυγερή, κι εσύ την άφτεις πλέον Ερωτοπ. 285· τα τ’ άψουν, να χαλάσουνε κι΄ όλοι τως να καούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. 1498· πυράς εξ αμφοτέρων | άψαντο (έκδ. άψαν τό) Ερμον. Φ 321 (βλ. και αναλαβαίνω 2, ανάπτω Α1α)· β) δυναμώνω: όταν άψωμεν τον θυμόν του (ενν. του Θεού) με τα σφάλματά μας, τότε αποβλέπει εις το τόξον του Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 405· βλ. και αυξάνω 1ε· γ) (μέσ.) δυναμώνω: Δε με θωρείς πως αφτει η μάνητά μου; Κατζ. Δ΄ 305· 2) (Αμτβ.) ανάβω, καίομαι: τις μπορεί τα κάρβουνα ως άφτου να τα σβήσει; Ερωτόκρ. Γ΄ 519· εδόξεψά τσι αδυνατά κι άψα τα σωθικά τους Πανώρ. Ε΄ 71· γροικώ στο στήθος μου καμίνι αφτωμένο Πανώρ. Α΄ 3 (βλ. και αναλαμπάνω I Β, αναλιγώνω Β2, καψοφλογίζομαι, λαβαίνω, πιάνω). 3) (Μεταφ.) ανάβω, εξάπτομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άφτω Β2): εντράπηκεν ο Κρητικός, άφτει, ξεκοκκινίζει Ερωτόκρ. Β΄ 1891 (βλ. και ανάπτω Α3α, ξάφτω)· Ως ήκουσ’ είντα τση ’πα, άφτει και σβήνει Βοσκοπ. 205· άφτει όλος εκ την πεθυμιά νά ’ρθει γοργά σιμά σου Ροδολ. Β́ [154].αρέσω,- Σπαν. O 138, Σπαν. V Suppl. 88, Ασσίζ. 2530, 9717, 34715, 36016, 45418, Ελλην. νόμ. 55219, 5553, Διγ. Esc. 701, 1620, Διγ. Z 1623, 2993, 3258, Βέλθ. 217, Χρον. Μορ. H 363, 567,1997, Χρον. Μορ. P 281, 2836, 2988, Πτωχολ. N 696, Λίβ. Sc. 69, Λίβ. Esc. 1197, Ιμπ. 312, 589, 681, 782, Χρον. Τόκκων 1375, Απαρν. 4, Μαχ. 16015, 25426, 2628, 3645, 36813, 40618, 43828, 47421, 49213, 64827 Δούκ. 2211, Θησ. Πρόλ. [109], Β΄ [415],Γ΄[ 136], IB΄ [177], Ch. pop. 832, Διήγ. Αλ. V 37, Κυπρ. ερωτ. 9477, Έκθ. χρον. 3821, Συναξ. γυν. 13, Κορων., Μπούας 47, 72, 83, Φαλιέρ., Ιστ. V 367, 500, Φαλιέρ., Ρίμ. L 175, Πεντ. Άρ. ΧΧΙΙΙ27, Βίος γέρ. (Schick) V 772, Αχέλ. 140, Αιτωλ., Βοηβ. 43, Χρον. σουλτ. 1405, Κατζ. Α΄ 29, Ε΄ 526, Πανώρ. Α΄ 180, Β΄ 309, Γ΄ 345, Ε΄ 257, Ερωφ. Α΄ 622, Β΄ 293, 497, Πιστ. βοσκ. IV 5, 86, Παλαμήδ., Βοηβ. 263, 276, 472, 1138, Τσιρίγ., Επιστ. 168, Μανολ., Επιστ. 171, Ιστ. Βλαχ. 823, 2307, Σουμμ., Ρεμπελ. 162, 173, 187, Διγ. Άνδρ. 34918, 35119, 3618, 38525, Ερωτόκρ. Α΄ 133, 204, 1178, 1293, 1320, 2043, Β΄ 347, 574, 1600, Γ΄ 445, 711, 933, Δ΄ 29, Στάθ. Α΄ 198, Ιντ. β΄ 46, γ΄ 560, 573, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 62, Γ΄ 25, Ροδολ. Α΄ [209, 657], Β΄ [93], Βακτ. αρχιερ. 166, 176, 182, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [849] Ε΄ [786], Φορτουν. Β΄ 403, Γ΄ 656, Ε΄ 414, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 93, Τζάνε, Κρ. πόλ. 54413· αρέζω, Διήγ. Αλ. G 27434· αρέθω (?), Νομοκριτ. 110· αρέσκω, Μανασσ., Χρον. 3231, Φλώρ. 1788, Μαχ. 15824, 20835, 29015, 3347δις, 5028, Άνθ. χαρ. Vφ1v, Κυπρ. ερωτ. 10453, 54, Κορων., Μπούας 49, 99, Παλαμήδ., Βοηβ. 1168· ’ρέσω, Μαχ. 5841, Ερωτόκρ. Ε΄ 1415· μτχ. αρεσκόμενος, Σκλέντζα, Ποιήμ. 514· αρεσκούμενος, Φορτουν. Α΄ 291· αρεσούμενος, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ 875.
Το αρχ. αρέσκω. Η λ. και οι τ. της και σήμ. (ΙΛ). Για τη μτχ. αρεσκούμενος βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 13-4.
1) α) (Ενεργ. και μέσ.) είμαι αρεστός, γίνομαι αρεστός (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρέσκω Ι3· πβ και ΙΛ στη λ. 1α): και τούτον αν το ποίσετε, ο Θεός θέλει σας έχειν χάριταν και θέλει αρέσειν της βασιλείας του και τους ανθρώπους Μαχ. 47421· ο λόγος ήρεσεν τους μαντατοφόρους Μαχ. 5841· Περι πουλήσεως δούλου, αν δεν αρεστεί έως ξ΄ ημέρας, τον στρέφει οπίσω Βακτ. αρχιερ. 176· β) είμαι της αρεσκείας (κάπ.), ικανοποιώ (κάπ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρέσκω ΙΙ· Πβ. ΙΛ στη λ. 1α): Η αγκαλιά τον γέροντα μηδεκιαμιάς αρέσει Φορτουν. Β΄ 403· γιατ’ έναν τόπο μοναχό εις την καρδιά μας μέσα | εδιάλεξεν ο Έρωτας κι οι άλλοι δεν τ’ αρέσα Ερωτόκρ. Α΄ 1293· μια λυγερή κι αρέσει του και δούλεψην αρχίζει Ερωτόκρ. Α΄ 1178· πόσ’ αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση | και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει Ερωτόκρ. Β΄ 574. Βλ. και αποπληρώνω 2α. Η μτχ. (1) αρεσ(κ)ούμενος = που είναι της αρεσκείας κάπ. (Η σημασ. και σε έγγρ. του 17. αι.· βλ. Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 26): να βρει γαμπρό αρεσκούμενον Φορτουν. Α΄ 291· (2) αρεσκόμενος = ευάρεστος, ευχάριστος: θυσία … αρεσκάμενη Σκλέντζα, Ποιήμ. 514. Βλ. και αναπαύω A1Ϛ, αναπληρώνω Α2β, απαντώ 8. 2) (Ενεργ. και μέσ.) (προσωπ. και απρόσ.) Βρίσκω κ. της αρεσκείας μου, μού κάνει ευχαρίστηση (Πβ. ΙΛ στη λ. 1β): οι πάντες ευχαρίστησαν, ηρέστηκαν τους λόγους Χρον. Τόκκων 1375· και πολλά άρεσεν του παιδίου να μείνει εκεί να αναπαυτούν Μαχ. 64827· Η ορφανή έχει εξουσίαν να ορμαστεί όπου αρεστεί δίχως τον ορισμόν του κουρατόρου Ελλην. νόμ. 55219. 3) (σε τρίτο πρόσ.) θέλω, επιθυμώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): να πάγεις όπου πεθυμάς και όπου σ’ αρέσει εσένα Στάθ. Ιντ. β΄ 46· Αρέσει μου, Πανώρια μου, να κάμεις τη βουλή μου Πανώρ. Ε΄ 257. 4) (Ενεργ. και μέσ.) (προσωπ. και απρόσ.) συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, στέργω: να έχει απάνω της οδούς του το τρίτον της οδού, κακείνος ουδέν αρέστην, αμμέ πολεμά άδικον του ρηγός Ασσίζ. 45418· ει δε και προ των τριών χρόνων ελευθερωθεί ο πατήρ, εάν αρεσθεί ο πατήρ, μένει ο γάμος Ελλην. νόμ. 5553. Βλ. και ατσετιάζω, δίδω, μονοιάζω, συβάζομαι, συγκατεβαίνω.άσκοπα,- Σπαν. V Suppl. 67, πιθ. εσφαλμ. γρ. (πβ. Σπαν. O 60, όπου σκεπάσει).
άτακτος,- επίθ., Σπαν. A 157, 254, Σπαν. B 158, Σπαν. V 159, Κομν., Διδασκ. Δ 199, Σπαν. V Suppl. 8, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 169, 267, Μανασσ., Αρίστ. I ε΄ 50 [= Μανασσ., Αρίστ. (Mazal) 1027], Μανασσ., Χρον. 6154, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 576, Παράφρ. Μανασσ. 312, Ασσίζ. 10528, 17828, Διγ. (Trapp) Gr. 2046, 2731, Διγ. (Trapp) Esc. 1555, Διγ. Z 1772, 2265, 2672, 3273, 4196, Ωροσκ. 4123, Ανακάλ. 47, Θρ. αλ. 24, Μαχ. 1409-10, Σφρ., Χρον. μ. 13225, Διαθ. Αλ. 2551, Ψευδο-Σφρ. 51212, Αχέλ. 2504, Αλφ. καταν. 63, Διγ. Άνδρ. 36215, 3729, 3867, Βακτ. αρχιερ. 213, Λεηλ. Παροικ. Αφ. 10, Τζάνε, Κρ. πόλ. 841.
Το αρχ. επίθ. άταχτος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. άταχτος).
1) Ακατάστατος (Πβ. L‑S στη λ. I2,II2· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άταχτος 1): οι άνεμοι οξείς και άτακτοι Ωροσκ. 4123· ιδών τον τούτων διωγμόν άκαιρον και άπραχτον και άτακτον … επιστρέψας κατ’ αυτών, έτρεψε και εδίωξεν αυτούς Σφρ., Χρον. μ. 13225. 2) Αντικανονικός, παράνομος (Πβ. L‑S στη λ. III): είχεν από τον ρήγα πογέριν να σωρεύγει τους εισσόδους τους άτακτους Μαχ. 1409-10· Νεότης πάσα αληθώς ματαιότης υπάρχει,| οπηνίκα προς ηδονάς εκτείνει τας άτακτους Διγ. (Trapp) Gr. 2046· ουδέν ημπόρεσεν να βαστάξει τοιούτον ριζικόν καλόν και τόσην ευημερίαν της τύχης, αμή ήθελεν να πολεμεί άτακτα έργα Παράφρ. Μανασσ. 312. Βλ. και άθεσμος, άτοπος. 3) Που παραβαίνει κ.: Πάντα όσα διεταξάμην περί τους επιβούλους και άτακτους ανθρώπους Διαθ. Αλ. 2551. 4) Απειθάρχητος (Πβ. L‑S στη λ. III): όταν οι Τούρκοι άτακτοι σαν όρνιθες εμπήκαν| με τους καλούς Χριστιανούς και όλ’ ανακατωθήκαν Αχέλ. 2504· ένα καλόν παιδευτήριον, οπού να παιδεύουσι τους άτακτους τους πταίστας Βακτ. αρχιερ. 213 (βλ. και άπιστος Α1γ). 5) Αναιδής, θρασύς, βίαιος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άταχτος 3): πώλον παραζηλούντα| και πωλικά σκιρτήματα και λακτισμούς ατάκτους Μανασσ., Χρον. 6154· και θέσει πόδαν άτακτον εις τον εμόν αυχένα·| (εις βασιλέως τράχηλον δεν πρέπει πους ανόμου) Ανακάλ. 47· ως άτακτο στο ύστερο με διώξει η αρχοντιά σου Λεηλ. Παροικ. Αφ. 10· Μη χράσαι λόγον άτακτον ακαίρως, απαιδεύτως Σπαν. (Λάμπρ.) Va 267. Βλ. και αδιάκριτος 2β, αδιάντροπος, αυθάδης, αυθέκαστος 1α. 6) Ληστής, «απελάτης»: να αφανίσει τους ατάκτους εκείνους, οπού εκαταπατούσαν τους τόπους του Διγ. Άνδρ. 36215. Βλ. και αρχιληστής.ατυχία- η, Σπαν. V Suppl. 280, Λόγ. παρηγ. L 207, Διγ. (Trapp) Gr. 2191, 2667, Φλώρ. 1109, Λίβ. Esc. 2514, Αχιλλ. L 451, Θησ. Γ΄ [32], Η΄ [1133], Συναξ. γυν. 115, Σοφιαν., Παιδαγ. 121, Αιτωλ., Μύθ. 14114, Εγκ. αγ. Δημ. 10518, κ.α.· ατυχιά, Σπαν. (Ζώρ.) V 394, Φλώρ. 1511, Μαχ. 46834, Θησ. (Foll.) I 63, 65, Γεωργηλ., Θαν. 359, Σαχλ. N 111, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 55, Δεφ., Σωσ. 264, Δεφ., Λόγ. 435, Αχέλ. 1877, Πανώρ. Πρόλ. θεάς 30, Ερωφ. Ιντ. β΄ 56, Γ΄ 381, Ιντ. γ΄ 25, Ε΄ 648, Πιστ. βοσκ. I 5, 46 (έκδ. ατυχή· διόρθ. Kriar., B-NJ 19, 1966, 279), III 9,38, Ευγέν. 1218, Στάθ. Ιντ. α΄ 36, Σουμμ., Παστ. φίδ. Λ΄ [1120], Β΄ [1226], Φορτουν. Ιντ. γ΄ 119, κ.α.
Το αρχ. ουσ. ατυχία. Η λ. και ο τ. της και σήμ. κοιν. (ΙΛ).
1) α) Δυστυχία, κακοτυχία (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): της ατυχίας η μοίρα Φλώρ. 1109· Χαρά τον <η> Τύχη ευημερεί και ουαί τον ατυχίσει| και ωσάν του δείξει εκ της αρχής βλέφαρον ατυχίας Λόγ. παρηγ. L 207· βλ. και αμαρτία 3γ, ανομία 4, απορία (I) 3, ατύχημα, κακιώρα, κακομοιριά, κακοριζικιά· β) κακοπάθημα, συμφορά (Πβ. L‑S στη λ. III): περνούν πολλά κακά στον κάμπον τα φουσσάτα,| φόνον, λιμόν, θανατικόν και ατυχιές γεμάτα Αχέλ. 1877· ω των εμών ατυχιών Διγ. (Trapp) Gr. 2191. Βλ. και αστροπελέκι 2. 2) Αμηχανία, αδιέξοδο: εις ατυχίαν απέσασιν, ουκ είχεν τί να κάμουν,| ουδέ να φύγουν εμπορούν, ουδέ να πολεμίζουν Αχιλλ. L 451. Βλ. και απορία I2α. 3) Πονηριά, κακία: Τούτα τα λόγια τα γλυκιά κι η ψεύτικη θωριά σας| δε μασε χώνου δαίμονες ποσώς την ατυχιά σας Ερωφ. Ιντ. β΄ 56· ο διάβολος, διά να πλανέσει τον άνθρωπον, δεν έρχεται με ατυχίαν και πονηρίαν του, μα με κάποιον είδος αρετής Εγκ. αγ. Δημ. 10518. Βλ. και αλωπεκή, ατυχοσύνη, κακία, κακοσύνη. 4) Αθλιότητα (ηθική): μάλλον και εις την παλαιάν Γραφήν φαίνεται η ατυχιά τους (δηλ. των γυναικών),| ότι ο θεός ποσώς δεν τας ψηφά Συναξ. γυν. 115. 5) α) Κακή πράξη (Πβ. L‑S στη λ. II2): πλειότερην έχουσιν αμαρτία| <ε>κείνοι που παρακινούν τους άλλους σ’ ατυχία Αιτωλ., Μύθ., 14114· οι ατυχιές του πλειότερα με κάνου μανισμένη Ερωφ. Ιντ. γ΄ 25· κι εφήκασιν οι Χριστιανοί ατυχιές, ασωτίες Γεωργηλ., Θαν. 359· διά τες δικές μας ατυχιές πολλοί δίκαιοι απεθάναν Δεφ., Σωσ. 264· βλ. και αθεσμογραφία, αισχροπραγία, ασχημία 3α, άσχημος ουδ., ασχημοσύνη 1, 3, ασωτία 3α, ατοπία (I)· β) (προκ. για μοιχεία): Έκαμε την ατυχιάν με ένα παληκάρι Ευγέν. 1218· γ) απιστία: Ώ γυναικίστικη ατυχιά Πιστ. βοσκ. I 5, 46. 6) Ανοησία, άστοχη πράξη: Δεν εγνωρίζα διαφορές, σύγχυσες κι αταξάδες,| μα ’σανε δίχως ατυχιές και δίχως πελελάδες Πανώρ. Πρόλ. θεάς 30. Βλ. και αγνωσία 1β, αγνωστιά, απλοψυχία, ζαβάγρα, κουζουλάδα, πελελάδα. 7) Δειλία: Ποίον δείλος και ατυχία σ’ εποίκε κι αποστάθης Θησ. Η΄ [1138]· Θησ. (Foll.) I 63. Βλ. και αδυναμία 1, απαρρησίαστος ουδ., ντήρηση. 8) Περιφρόνηση: οποίος γυρεύει ανάπαυσην και ζωή εντροπιασμένη (παραλ. 1 στ.) κι ας ζήσει ως θέλει σ’ ατυχιά, διχώς καμιά αξιοσύνη Θησ. (Foll.) I 65. Βλ. και ανυποληψία.αφήνω,- Σπαν. A 190, Σπαν. V Suppl. 175, Σπαν. O 62, Σπαν. (Μαυρ.) P 311, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 249, Λόγ. παρηγ. L 29, Λόγ. παρηγ. O 28, Αιν. άσμ. 72, Προδρ. II Η 49, III 137, 173, 269, Παράφρ. Μανασσ. 307, Καλλίμ. 655, Ασσίζ. 627, 1293, 17222, Διγ. (Trapp) Esc. 338, Διγ. Esc. 1780, Διγ. Z 997, 1917, 1960, Διγ. A 3210, Βέλθ. 80, 225, 228, 560, 1086, Πόλ. Τρωάδ. 129, Ερμον. Φ 325, Χρον. Μορ. H 159, 611, 799, 814, 854, 1482, 2128, Χρον. Μορ. P 1452, Ορισμ. Μαμελ. 971, Φλώρ. 1154, 1156, Gesprächb. 22261, Απολλών. (Wagn.) 578, 839, Απολλών. 375, Λίβ. P 549, 2451, Λίβ. Sc. 339, Λίβ. Esc. 640, 716, 763, Λίβ. (Lamb.) N 643, Λίβ. N 1306, Αχιλλ. (Haag) L 19, Αχιλλ. L 985, Αχιλλ. N 63, Αχιλλ. O 34, Ιμπ. 817, 832, Τζαμπλάκ. 85, Βεν. 6, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 443, Μαχ. 165, 3827, 18625, 20030, 24833, 2625, 37625, Σφρ., Χρον. μ. 248, Θησ. (Foll.) I 13, Θησ. Πρόλ. 16, Ch. pop. 286, 512, Χούμνου, Π.Δ. VII 2, Σκλέντζα, Ποιήμ. 122, 80, Γεωργηλ., Βελ. 44, Γαδ. διήγ. 26, Διήγ. Αλ. V 26, Αλεξ. 5, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15119, Σαχλ., Αφήγ. 116, Κυπρ. ερωτ. 848, Έκθ. χρον. 3811, Απόκοπ. 526, Πικατ. 297, Συναξ. γυν. 695, Κορων., Μπούας 13, 22, 24 δις, 25, 29, 30, 31, 32 δις, 33 δις, 34 δις, 38, 42, 49 δις, 51, 52, 53, 60 δις, 69, 70 δις, 72, 126, Πένθ. θαν.2 88, 93, 102, 120, 275, Πένθ. θαν. (Knös) S 229, Φαλιέρ., Ιστ. A 455, Φαλιέρ., Ιστ. V 59, Φαλιέρ., Λόγ. 373, Τριβ., Ρε (Ζώρ.) 27, Φαλιέρ., Ρίμ. L 107, Βεντράμ., Φιλ. 233, Διήγ. Αλ. G 27321, Ψευδο-Σφρ. 20810, 30630, Δεφ., Λόγ. 153, Πεντ. Γέν. II 24, XIX 16, XXVIII 15, XLIV 22, Ρίμ. θαν. 12, Αχέλ. 420, 464, 465, Αιτωλ., Μύθ. 168, 211, 484, Θρ. Κύπρ. M 126, Χρον. 308, Ιστ. πολιτ. 513, Μ. Χρονογρ. 3414, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 402, 461, Δωρ. Μον. (Hopf) 239, Κατζ. Πρόλ. 23, Β΄ 62, Γ΄ 322, 427, Δ΄ 428, Ε΄ 521, Γύπ. Πρόλ. θεάς 89, Πανώρ. Α΄ 239, 401, Β΄ 66, Γ΄ 158, 172, 179, 328, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 108, Α΄ 212, 495, 604, Β΄ 34, 128, 185, 352, Πιστ. βοσκ. I 1, 61, 129, 193, 4, 51, II 7, 115, Φαλλίδ. 50, Βοσκοπ. 265, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171, Σταυριν. 120, Επιστ. Ηγουμ. 175 δις, Σεβήρ., Διαθ. 190 τρις, Σουμμ., Ρεμπελ. 181, Διγ. Άνδρ. 36711, 37312, Ερωτόκρ. Α΄ 336, 790, 827, 845, 862, 1103, 1212, 1257, 1561, 1590, 1696, 1750, 1877, 2027, Β΄ 468, 594, 940, 1467, 1940, 1963, Γ΄ 1749, Δ΄ 240, 1648, 1956, Θυσ.2 62,188, 444, Παρθεν., Γράμμ. 227, Στάθ. Α΄ 135, Β΄ 82, 205, Συναδ., Χρον. 70, Βακτ. αρχιερ. 137, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [105,157], Λίμπον. 83,152, Φορτουν. Α΄ 139, Β΄ 400, Γ΄ 166, 230, 337, Ζήν. Β΄ 251, Γ΄ 152, Δ΄ 229, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 12, Λεηλ. Παροικ. 530, Διγ. O 259, 958, 1831, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1455, 15814, 16210, 16325, 1762, 17821, 18116, 1854, 1878, 19316, 19421, 1961, 1996, 24, 20117, 20213, 20326, 2104, 2118, 2298, 2323, 8, 23318, 23516, 23622, 25318, 2672, 28130, 30823, 3111, 4512, 54418, Διακρούσ. 10226, 10527, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 9617, κ.π.α.· αφήννω, Μαχ. 48221, 6489, 65227, Κυπρ. ερωτ. 7535, 36, 10729· ’φήννω, Κυπρ. ερωτ. 11829, 14212, 15026· ’φήνω, Αλεξ. 2857, Ερωτόκρ. Α΄ 1026, Στάθ. Α΄ 91, Φορτουν. Β΄ 79, Ζήν. Β΄ 376, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3636· αόρ. εφήκα, Ασσίζ. 13911, Φλώρ. 1536, Ερωτοπ. 370, Απολλών. 506, Λίβ. Esc. 743, Λίβ. N 688, 2822, Αχιλλ. (Haag) L 40, 46, 997, Αχιλλ. L 533, Αχιλλ. O 548, Μαχ. 621, 1344, 30421, 5523, Ch. pop. 22, 48, Γεωργηλ., Θαν. 451, Βουστρ. 441, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 414, 417, 443, 446, 449, Μορεζίν., Λόγ. 468, 470, Ερωτόκρ. Α΄ 534, Γ΄ 511, Διήγ. ωραιότ. 132, Φορτουν. Πρόλ. 119, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3394, 5617· μτχ. αφησμένος, Παλαμήδ., Βοηβ. 1218.
Από το αρχ. αφίημι. Βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 288. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αφίνω).
1) α) Αφήνω (κ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1α): αφήνουν τα κοντάρια τους και πιάνουν τα σπαθιά τους Διγ. O 259· από την τρομάρα τους τ’ άρματά τους αφήκαν Κορων., Μπούας 126· βλ. και απολύω Α1α, αφίω, αχαμνώ 2α, εξαφήνω· β) τοποθετώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 2): στεφάνι στα χρυσά μαλλιά ολόχρυσο τ’ αφήνου Ερωτόκρ. Δ΄ 1956· βλ. και ακουμπίζω Β 3α, ακουμπώ Β, ανακουμπίζω Α, απηθώνω α, αποθέτω 1, αποσταίνω 1, αποτίθεμαι, αρμαθιάζω, βάνω· γ) αφήνω κατά μέρος, εγκαταλείπω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1δ): παρέλαβέ μας η χαρά, αφήκε μας η λύπη Λίβ. Esc. 763· μ’ αφείτε την κι έχει καιρό να δέρνεται, να κλαίει Ερωτόκρ. Δ΄ 240· τ’ άλογά ντου ’πόλυκε και τα γεράκι’ αφήνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1749· ουδέ ποσώς σ’ αφήνει η θύμησή μου Ch. pop. 286· άφησαν τα σπίτια τους, περβόλια και τόπους Διακρούσ. 10527· δ) επιτρέπω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1β): αν το μάθ’ ο πατέρας μου, ουδέν με θέλει αφήσει| να εξέβω εις αναγύρευσιν ωραίας της Μαργαρώνας Ιμπ. 832· (προκ. για αρχηγό) καθιστώ κάπ. αρχηγό: Καπετάνιον καθολικόν εις όλους τον αφήκε Κορων., Μπούας 30· (προκ. για χρέος) διαγράφω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 9): αφήνει τους το τέλος και το χρέος τους Απολλών. (Wagn.) 839· (προκ. για αμαρτίες) συγχωρώ: Πάγαινε, τες αμαρτιές σου αφήνω Σκλέντζα, Ποιήμ. 122. Βλ. και απαιτώ 3, δίδω· όσων αφήσετε τες αμαρτίες τους, να τους είναι αφημένες Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 298v· παρευθύς ο Θεός τον ελέησεν και άφησέ του τας αμαρτίας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 383v. 2) α) Εγκαταλείπω, «παρατώ» (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1δ): … πὀκόμπωσες και φίλησες και ύστερα μ’ έφήκες Ch. pop. 48· β) απαρνούμαι: … δι’ ης την πίστιν άφηκες, δι’ ης και την πατρίδα Διγ. Z 997. Βλ. και αρνούμαι 4α, αρνώ 1. 3) α) Παραδίδω στην εξουσία άλλου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1γ): οι σύβασες α θα γραφτούν, τη χώρα να τ’ αφήσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 54418· βλ. και αναπαραδίδω· β) αφήνω στη δικαιοδοσία κάπ.: δεν κατέχοντας πως ζυγώνουσι τα φουσσάτα τως, ελόγιαζαν πως εφύγασι και εφήκασίν τως την χώραν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 402. 4) Κληροδοτώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 6): εις το θάνατό του| μας άφηκε για ψυχικό το πράμα το δικό του Κατζ. Δ΄ 428· βλ. και απαριάζω 2, απαφήνω 4, αποδίδω 2β, αποθέτω 2· φρ. (1) αφήνω τιμήν = τιμώμαι: Ν’ αφήσουν έπειτα τιμήν, πάντες να τους δοξάζουν Κορων., Μπούας 72· (2) αφήνω άνομα ή φήμη = φημίζομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1γ): ανέν και αποκτήσει| του Αλεξάνδρου τον στρατόν, κάλλι’ όνομα ν’ αφήσει Κορων., Μπούας 31· ηγάπα την αλήθειαν και την δικαιοσύνην (παραλ. 1 στ.), με τες οποίες αφήνουσι φήμην εις κάθε τόπον Λίμπον. 152· (3) αφήνω αγάπην = αφήνω αγαθές αναμνήσεις: αγάπην άφηνε παντού, μη σε ακλουθήσει φθόνος Φλώρ. 1156. 5) Παραλείπω κ. (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1Ϛ): αφήνω, παρατρέχω τα, σιγοπατώ τα τότε Λίβ. Sc. 2708· τα αναγκαία σύντυχε, τα δ’ άκαιρα αφήσε Κορων., Μπούας 34. Βλ. και αργώ A3. 6) Παύω, σταματώ: Ενταύθα γάρ αφήνω εδώ να γράφω και να λέγω| διά εκείνον τον μισίρ Ντζεφρέ Χρον. Μορ. H 2128· εσού βιγλώντα αφήννεις να θρηνίζεις| κι εγώ ποτέ αφήννω να βακρύζω Κυπρ. ερωτ. 7536· βλ. και ανακόπτω 1, αναπαύω Α2, αναχαιτίζω, αποβγάζω, αποδημώ 2, αποκόπτω 5α, παύω, σχολάζω. Φρ. 1) Αφήνω επαινον = επαινούμαι: έπαινον αιώνιον στον κόσμον για ν’ αφήσουν Κορων., Μπούας 70. 2) Αφήνω φωνήν = φωνάζω: στάθη στό σπίτι άντικρυς, μεγάλην φωνήν αφήκεν Διγ. Z 1960. 3) Αφήνω ζωήν = πεθαίνω: Ή να πάρω τους τόπους μου ή την ζωήν ν’ αφήσω Κορων., Μπούας 42. 4) Αφήνω γεια, υγείαν ή πολλή ζωή = αποχαιρετώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1γ): γεια σάς αφήνω δάση Πιστ. βοσκ. I 1, 61. Τότες αποχαιρετισμόν ο αμιράς τώς δίνει,| όσοι τον εσυνόδευσαν υγείαν τώς αφήνει Διγ. O 958. αφήνω σας πολλή ζωή, γιατί θωρώ στη βρύση| εσίμωσε ο Γύπαρης Γύπ. Πρόλ. θεάς 89. 5) Αφήνω νυχτιά καλή = λέω καληνύχτα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1γ): απήτις δε σηκώνεστε να ’ρθείτε, αφήνομέ σας νυχτιά| καλή Κατζ. Ε΄ 521.ελευθερώνω,- Γλυκά, Στ. 216, Λόγ. παρηγ. L 12, Λόγ. παρηγ. O 514, Ασσίζ. 15015, 26430, Ελλην. νόμ. 5553, 56913‑4, Πτωχολ. Z 316, Λίβ. (Lamb.) N 2229, Ιστ. Βλαχ. 2554 [= Γέν. Ρωμ. 144], Θρ. πατρ. 12, Μαχ. 1645, 19621, Δούκ. 1113, Σφρ., Χρον. μ. 822, Θησ. Πρόλ. [186], Έκθ. χρον. 829, Κορων., Μπούας 100, Αιτωλ., Μύθ. 10813, Αιτωλ., Βοηβ. 57, Ιστ. πατρ. 10815, Παλαμήδ., Βοηβ. 55, Ιστ. Βλαχ. 734, 2741, Σουμμ., Ρεμπελ. 192, Διγ. Άνδρ. 3725, Στάθ. Γ́́ 195, 245, Βακτ. αρχιερ. 147 δις, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [626], Β́́ [970], Λίμπον. 271, Διγ. O 307, 1423, Διακρούσ. 1145, 11717, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15710, 19812, 46310, κ.π.α.· ελευτερώνω, Ασσίζ. 14518, 3986, Χρον. Μορ. H 1861, Χρον. Μορ. P 4244, Ερωτόκρ. Δ́́ 1538, Έ́ 287, Χρον. σουλτ. 713, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4377· ’λευθερώνω, Διγ. (Trapp) Esc. 202, Μαχ. 19614, Θησ. Γ́́ [568], Αλεξ. 1898, Κορων., Μπούας 47, Βεντράμ., Φιλ. 45, Αιτωλ., Μύθ. 566, Θρ. Κύπρ. K 602, Κυπρ. ερωτ. 10918, Ιστ. Βλαχ. 2570 [= Γέν. Ρωμ. 156], Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [524], Ζήν. Δ́́ 42, Διγ. O 2322, Διακρούσ. 11917, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2489, 35024, 52020, 56518, κ.α.· λευτερώνω, Ασσίζ. 3972, Χρον. Μορ. H 3930, 4326, Μαχ. 19616, Κυπρ. ερωτ. 134, 1410, Πανώρ. Γ́́ 18, Δ́́ 160, Ερωφ. Ιντ. δ́́ 16, 70, Στάθ. Γ́́ 230, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́́ 71, 116, Ζήν. Δ́́ 40, Διγ. O 1208, Διακρούσ. 10018, Τζάνε, Κρ. πόλ. 29323, 43524, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 206· ’λευτορώνω, Μαχ. 46435.
Το αρχ. ελευθερόω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. (Πρωίας Λεξ., λ. ελευθερώ). Ο τ. ελευτερώνω και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Ο τ. λευτερώνω και σήμ. (Πρωίας Λεξ., λ. ελευθερώ).
1) Απευλευθερώνω (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. 1 και σήμ., Πρωίας Λεξ.): ελπίζομεν και εις ξανθά γένη να μας γλυτώσουν,| να ’λθούν από τον Μόσχοβον, να μας ελευθερώσουν Ιστ. Βλαχ. 2334· τότε ελευτερώθη το κάστρο του Αναπλίου Χρον. σουλτ. 1352‑3· η αγάπη … ελευθερώνει αιχμαλώτους Διγ. Άνδρ. 3256· 2) Απαλλάσσω, λυτρώνω κάπ. από κ. (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. 2. Η σημασ. στο Βλάχ.): από τα τόσα βάσανα να τους ελευθερώσει Αιτωλ., Μύθ. 1166· ο πολυεύσπλαχνος Θεός μας ελευθέρωσεν από την κόλασιν Διήγ. πανωφ. 57. 3) Απαλλάσσω κάπ. από την παρουσία μου· εγκαταλείπω: Το σφάλμα όπου έποικε κι επήγε κι εδιέβη| εις τον εχτρόν του, σε λαλώ, εκείνον τον Μέγαν Κύρην,| κι εκείνον ελευτέρωσεν, τον φυσικόν του αφέντη Χρον. Μορ. H 3358· τους συντρόφους όλους,| όλους τους ελευτέρωσες και ήλθες εις εμέναν Χρον. Μορ. H 1861· τον πρίγκιπα Γυιλιάμον| με το άνθος των ευγενικών ανθρώπων του Μορέως,| οπού ...| απήγαν εις βοήθειαν του …| τότε τους ελευτέρωσεν στας χείρας των εχτρών του Χρον. Μορ. H 3930· ο πρίγκιπας ευρίσκετον εις αύτον χολιασμένος (παραλ. 1 στ.), επεί εις εκείνον ήλπιζεν ... (παραλ. 1 στ.) κι αυτός τον ελευτέρωσεν στην βίαν του Χρον. Μορ. H 5878. 4) Εγκαταλείπω: τα γράμματα τά έμαθες μηδέν τα ’λευθερώνεις Σπαν. V Suppl. 47. 5) Αποφυλακίζω: ήνοιξε δε και τας φυλακάς, και ελευθέρωσε πάντας Έκθ. χρον. 513. 6) Εξαγοράζω κάπ.: Περί εκκλησιαστικά σκεύη τίμια, πουλούνται διά να ελευθερώσουν αιχμάλωτα Βακτ. αρχιερ. 152. 7) Γλυτώνω (Για τη σημασ. βλ. Preisigke-Kiessling, λ. ελευθερόω 3. Η σημασ. και στο Βλάχ.): εγώ είμαι, οπού ελευθέρωσα από τον θάνατον αυτόν Διγ. Άνδρ. 37212· ωσάν τον ελευθέρωσα εγώ από τα χέρια του Μουσούρ, δεν τον άφησα μοναχόν να περιπατεί Διγ. Άνδρ. 37311· 8) Αδειάζω κ. από κ.: τον κάμινον ελευθέρωσαν εκ των νεκρών σωμάτων Πόλ. Τρωάδ. 739. 9) (Επί κτημάτων) απαλλάσσω από την εντριτία με αγορά ή πώληση (Για τη σημασ. βλ. Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 284): να ελευθερωθούν τα αποδέλοιπα πράγματα Έγγρ. του 1632 (Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 6415).ζαβός,- επίθ., Σπαν. V Suppl. 77.
Για τη λ. βλ. Χατζιδ., Glotta 1, 1909, 127, Ανδρ., Λεξ., Moutsos, Neohellenika 1, 1970, 183-90, Αλεξ. Στ. (Αμάλθ. 8, τεύχ. 30, 1977, 77 και 32, 1977, 214) και Καραποτόσογλου, Μελ. και υπομν. Κύπρ. II 250-260. Η λ. στο Meursius και σήμ.
1) Άμυαλος, ανόητος· τρελός, παλαβός: αμ’ εύρε να το λες, ζαβή, εις τα μικρά κοπέλια,| μα ο κύρης σου κι η μάννα σου εύκολα δε γελούνται Ερωτόκρ. Δ΄ 376· γιατί μερκοί μπορώ να πω ζαβοί πως είνιαι κάλλια| παρά τα πλια χοντρύτερα και πλια άγροικα βουβάλια Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 151· Όνειρον είν’ πολλά ζαβό και κουζουλό περίσσα Ερωτόκρ. Α΄ 213· μπλιο δε μπορεί να τση μιλεί και δύναμη δεν έχει,| ο πόνος κι η πολλή χαρά ωσά ζαβό τον έχει Ερωτόκρ. Ε΄ 510. 2) Παράνομος: πολεμάς άδικον ζαβόν τού ρηγός Ασσίζ. 20322. Το ουδ. ως ουσ. = 1) Παρανομία: πολομά (ενν. κανείς άνθρωπος ή καμιά γυναίκα) ... προς τον αυθέντην να πάρει την οδόν του και διά εκείνον το ζαβόν εντέχεται να το χαλάσουν όλον εκείνον το εξωπέταστον Ασσίζ. 20318. 2) Υπερβολή· παραξενιά: ήτον το ζαβόν του πάχους| ως χοντρού πετροκαλάμου Ερμον. Δ 167.ζηλεύω,- Γλυκά, Στ. 368, Απολλών. 710, Σταυριν. 1043, Ιστ. Βλαχ. 1803, Ερωτοπ. 700, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [429], Διακρούσ. 8919· ζηλεύγω, Ερωτοπ. 635, Μαχ. 625, 51022, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [111], Δ΄ [261], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [431], Τζάνε, Κρ. πόλ. 26015, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 353, 501· ζηλεύ(γ)ω, Μαχ. 15435, 37827, Ιστ. Βλαχ. 1997, 2307, Πεντ. Αρ. XXV 11, 13, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [185]· ζουλεύω, Πεντ. Γέν. XXVI 14, XXX 1, XXXVII 11, Αρ. V 30, Αιτωλ., Μύθ. 1003· μτχ. παρκ. ζηλεμένος, Αχιλλ. L 276, Ερωφ. Β΄ 58, Χίκα, Μονωδ. 61, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 62, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [335], Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 630, Τζάνε, Κρ. πόλ. 56724.
Το αρχ. ζηλεύω. Ο τ. ζουλεύω και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. ζελεύω). Η λ. και η μτχ. ζηλεμένος και σήμ.
Α´ Μτβ. 1) Ζηλεύω, φθονώ,(κάπ. ή για κάπ. πράγμα) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 3): Είσ’ άξιος ότι καθείς στα σπλάγχνη του να πέμψει| λύπη, Μυρτίνε, γιατ’ εσέ κι όχι να σου ζηλέψει Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [322]· Ζηλεύγουν την αγάπην μας, κυρά μου, οι γείτονές σου Ερωτοπ. 51· μη μας ζηλέψετε ποσώς, μ’ από καρδιάς χαρείτε Πανώρ. Ε΄ 413· φως (ενν. το φως της γνώσης) απού κάμνει αθάνατη τη ζήση| κι απού κι ο ίδιος ήλιος του ζηλεύγει Ροδολ. (Μανούσ.) χορ. δ΄ [8]. 2) (Προκ. για ζευγάρι) ζηλεύω, ζηλοτυπώ: δείχνει και ζηλεύει του, ότι άλλην καύχαν έχει Σαχλ. N 269· να απεράσει απάνου του πνοά ζήλειας και να ζηλέψει την γεναίκα του Πεντ. Αρ. V 14. 3) Μακαρίζω, καλοτυχίζω κάπ.: Αμέ για εκείνους τι να πω, που διάδημα βαστούσι| και σκήπτρον εις το χέρι τους βαρύτιμο κρατούσι| κι έχου τσι καλορίζικους κι όλοι τουσε ζηλεύγου Ροδολ. Β΄ [43]· τ’ αποθαμένου ζήλευγεν τότε ο λαβωμένος,| γιατ’ απού τσ’ άλλους έμενε με κρίσιν πλακωμένος Αχέλ. 439. 4) α) Επιθυμώ πολύ κ.· επιδιώκω κ. με ζήλο, με ζέση: Διά τούτο τον εζήλεψα (ενν. το γιο του ρήγα της Περσίας) και θέλω να συνδράμω| να τονε κάμω ογλήγορα αυτείνονε τον γάμο Ευγέν. 223· πάντα τ’ Αγγελόκαστρον εζήλευε (ενν. ο Κάρολος) να πάρει| και σπούδαζε καθημερνώς να ’χεν αυτήν την χάρη Κορων., Μπούας 6· β) μιμούμαι με προθυμία: Ζήλευε πάντα τον καλόν, κάμνε ωσάν εκείνον Σπαν. V Suppl. 25. Β´ Αμτβ. 1) Ζηλεύω, φθονώ: πολλοί εβλέποντάς τους (ενν. το Διγενή και την κόρη) εζούλευαν και έπασχαν να τους χωρίσουν Διγ. Άνδρ. 3634· φοβούμαι| να μη ζηλέψει στην πολλή καλομοιριάν απού ’μαι Ερωφ. Α΄ 478· πάντα ο πρίντζης εζήλευγεν και εφοβάτον την ρήγαινα και τον κοντοσταύλην Μαχ. 49824. 2) (Προκ. για ζευγάρι) ζηλεύω, ζηλοτυπώ: ζηλεύγω ογιά ζηλειά αλλονού, μα ’ντήρηση έχω τόση| απού δεν ξεύρω αφέντης μου την πίστην του α δολώσει Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [555]. 3) Ποθώ, «λαχταρώ» κ., επιδιώκω με ζήλο: Πρεπό ’ναι, αφέντη, αληθινά, γιατί ο καιρός της φεύγει,| το ’πωρικό γινώθηκε και πασαείς ζηλεύγει Στάθ. (Martini) Α΄ 234· Όποια ζηλέψει σε φλουριά, σε ρούχα, σε λογάρι| και γέρον να καταδεκτεί άνδρα να τον επάρει| να την ιδώ να δέρνεται Περί γέρ. 21· να συντρέχουν στο καλόν ένας από τον άλλον| και να ζηλεύει ο μικρός να φθάσει τον μεγάλον; Διακρούσ., Αφ. 64. Η μτχ. ζηλεμένος ως επιθ. = ζηλευτός· ξακουστός, περίφημος: Ήγραψα, Μπερναμπούτσο μου, άρματα ζηλεμένα| να μασε φέρου απ’ τη Φραγκιά Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 1΄· Ω Βενετιά πλουσιότατη κι όμορφα στολισμένη,| που βρίσκεσαι στους βασιλείς περίσσα ζηλεμένη Τζάνε, Κρ. πόλ. 39020· Τούτη ’ναι η Τρόγια η ξακουστή, χώρα μαρτυρημένη| και απ’ όσες χώρες βρίσκουνται στον κόσμο ζηλεμένη Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. Γ΄ 10.κιθάριον·- Σπαν. O 197, Σπαν. V Suppl. 224, εσφαλμ. γρ. αντί καθάρια.
κιθάρια,παράλογα,- επίρρ., Χρον. Τόκκων 572.
Από το επίθ. παράλογος. Η λ. και σήμ.
α) Πέρα από κάθε λογική, παράλογα· (εδώ) με υπερβολικά βάναυσο τρόπο, άδικα: επίασεν τους άρχοντες και ετυράννισέν τους| άσχημα και παράλογα και εκατεντρόπιασέν τους Χρον. Τόκκων 1792· β) αδικαιολόγητα: τα γράμματα τά έμαθες μηδέν τα ’λευθερώνεις| και χάσεις και γυρεύσεις τα και δύσκολα τα εύρεις (παραλ. 1 στ.)· τό έποικες με θέλημα και με καλούς ανθρώπους| παράλογα μετανοάς να χάσεις, να γυρεύσεις Σπαν. V Suppl. 51.περιπάτημα- το, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 518· περβάτημα, Μπερτόλδος 47· περιπάτημαν· περπάτημα, Σπαν. V Suppl. 140· περπάτημαν, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1610· πορπάτημα, Ιων. III 3.
Από το περιπατώ και την κατάλ. ‑μα. Ο πληθ. περιπατήματα ήδη από τον 4. αι. (TLG). Τ. παρπάτημαν σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ 719). Ο τ. περβάτημα από το περβατώ (βλ. περιπατώ). Τ. πιρβάτ’μα σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου, λ. πιρβατάου) και προβάτημα στο ΑΛΝΕ. Τ. περπάτεμα και περπάτεμαν στο ποντ. ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Ο τ. περπάτημα στο Du Cange (λ. περπατείν) και σήμ. Τ. πιρπάτ’μα και πιρπάτμα σήμ. ιδιωμ. (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ.). Τ. πορπάτεμα και πορπάτεμαν σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.), καθώς και τ. πουρπάτημα και πουρπάτ’μα σήμ. ιδιωμ. (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ.). Ο τ. πορπάτημα (<πορπατώ, βλ. περιπατώ) στο Βλάχ. και σήμ ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.) και τ. προπάτημα στο Βλάχ. Η λ. στο Βλάχ.· βλ. και LBG.
1) α) Το να περπατά κανείς, βάδισμα: Λύγκε μου σπλαγχνικότατε, κάμε να σταματήσεις| το κλάημα και περπάτημα λίγο, γι’ ανάπαυσίν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1269]· Το περισσότερον ακόμη αν καλά και να μην κινάται (ενν. εκείνος οπού δε δουλεύει τον βασιλέα μετά χαράς) αγανακτεί ... πριν να βαλθεί εις το περβάτημα Μπερτόλδος 105· (ως σύστ. αντικ.): έρχεται ακόμη αντάμα του η μάνα του, και είναι εδώ ογλήγορα, διατί αυτή περβατεί καλόν περβάτημα Μπερτολδίνος 104· β) η ικανότητα να βαδίζει, να περπατάει κανείς: εμεγάλυνε (ενν. ο άνθρωπος) την Παρθένον ..., διότις απ’ εκεί απού εκείτετονε ανενέργητος να δυνηθεί ... να περιπατήσει, αν ήτονε και ολίγον το περιπάτημάν του, εις αυτόνον ήτονε πολύ Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 461· γ) η απόσταση που μπορεί να καλύψει κάπ. πεζός μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα: απάνω ηύρεν (ενν. ο Αλέξανδρος) ποτάμιν φαρδύν έως ήμισυ ημέρας περπάτημα Διήγ. Αλ. E (Konst.) 177· έρχισεν Ιωνά το ελθεί ειν κάστρο πορπάτημα ημέρα μία Ιων. III 4. 2) α) Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο περπατάει κανείς, περπατησιά: Τα λόγια του ήσαν φρόνιμα, γλυκεία σαν το μέλι.| Η ευγένεια τον ήφερε, σαν να ’χεν έχει πράξιν| κι αυτό το περιπάτημα το ’καμνε με την τάξιν Κορων., Μπούας 8· βλέμμα θρασύν κι αναίσχυντον και τράχηλον υψαύχην, (παραλ. 1στ.) και περιπάτημαν γοργόν κι αισχρότης συντυχίας| έλεγχος έν’ κι απόδειξις και της ψυχής κακίας Σπαν. B 469· (εδώ προκ. για άλογο): και εγώ να γένω άλογον, και το άλογον εκείνον| να έναι εις την πλάσιν έμορφον και εις το περπάτημάν του,| να δαΐζει ωσάν ο ποταμός, γοργόν ως την σαγίτταν Λίβ. N 2524· β) ?παράστημα, κορμοστασιά: ο Σολομών ο φρόνιμος εις τα χαρτία του δείχνουν τό γέλασμα και τό περπάτημα έχει Αλέξανδρος Διήγ. Αλ. G 26429. Φρ. αβγατίζω περπάτημα με περπάτημα = διανύω μεγάλη απόσταση περπατώντας: Ο Δουρίλος αβγατίζοντας περπάτημα με περπάτημα επεριπλέχθη εις τα δάση, οπού γυρίζοντας εις τον εαυτόν του, τόσο ευρέθη έξω από την στράταν, οπού πλέον δεν ημπόρειε να την εύρει διά να γυρίσει εις το καστέλλι Καλόανδρ. (Δανέζης) 48 (7V).περιπατώ,- Σπαν. O 7, Λόγ. παρηγ. L 251, Προδρ. (Eideneier) II 90 χφ H κριτ. υπ., Καλλίμ. 880, 977, 1214, 1467, 1755, Ασσίζ. 286, Διγ. (Trapp) Gr. 1785, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 297, 911, 1086, Βέλθ. 269, 318, 1135, Χρον. Μορ. P 2469, 3041, 6794, Λίβ. P 1091, 2069, 2547, 2600, Λίβ. Sc. 45, Λίβ. (Lamb.) N 508, Λίβ. Esc. 2728, Λίβ. N 2726, 3654, Αχιλλ. (Smith) N 414, Αχέλ. 1511, Διγ. Άνδρ. 32118, 36221, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 718, Ροδινός (Βαλ.) 122, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 3922, κ.π.α.· παρπατώ, Μαχ. 1922, 59034, 64812, Κυπρ. ερωτ. 9523, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 177, 194, 250, 365, 406, 698· περβατώ, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά μετά στ. 120 χφ Χ κριτ. υπ., Μπερτόλδος 46, Μπερτολδίνος 101, 105 (τετράκις), 141· περπατώ, Γλυκά, Στ. 155, Λόγ. παρηγ. L 625, Λόγ. παρηγ. O 485, Καλλίμ. 1471, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 821, Χρον. Μορ. H 1051, Χρον. Μορ. P 1051, 5816, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 304, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 175, Λίβ. P 20, 1723, 2592, Φλώρ. 1127, Σαχλ., Αφήγ. 97, Ερωτοπ. 663, Λίβ. Sc. 2354, Λίβ. Esc. 22, 790, Λίβ. (Lamb.) N 667, Λίβ. N 2827, Αχιλλ. L 283, Αχιλλ. (Smith) O 191, Ιμπ. 521, Χούμνου, Κοσμογ. 2531, Πικατ. 206, Κορων., Μπούας 90, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 163, Ιστ. πατρ. 1151, Ιστ. Βλαχ. 1990, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 30v, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [97], Διγ. O 2428, κ.π.α.· προστ. αορ. περπάτηξε, Πεντ. Γέν. XVII 1· πορπατώ, Ερωτοπ. 380, 384, 422, Ανακάλ. 27, Απόκοπ. (Παναγ.) 532, Πεντ. Γέν. XXX 14, Αχέλ. 895, Πανώρ. Ά 439, B́ 48, 151, Γ́ 644, Έ 57, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 632, Β́ 215, Δ́ 18, Έ 356, Κατζ. Β́ 213, Βοσκοπ.2 315, 454, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 184, 1738, 1916, Β́ 1414, 1915, Γ́ 938, Δ́ 769, Έ 97, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 740, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 97, Έ 172, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [16], Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 101, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 156, Γ́ 348, Διγ. O 930, 1164, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 25927, 57024· κ.π.α.· αόρ. επορπάτηξα, Πεντ. Γέν. XXXV 3, Δευτ. I 31, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1719, Δ́ 1099· μτχ. μέσ. ενεστ. (πληθ. ουδ.) πορπατούμενα, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5896· προβατώ, Σοφιαν., Παιδαγ. 109, Ερωτόκρ. Ά 1738 χφ Χ κριτ. υπ.· υποτ. αορ. (να) προβατήξω, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά μετά στ. 1574 χφ Χ κριτ. υπ.· προπατώ, Χρον. Τόκκων 1092, Rechenb. 7815, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 75, 78, Πιστ. βοσκ. I 5 236, III 6 257, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1512, 1547, 2142, Β́ 1977, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 605, Στάθ. (Martini) Β́ 144, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 132, Δ́ 570, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20422, 4978, Τζάνε, Κατάν. 110.
Το αρχ. περιπατέω. Ο τ. παρπατώ (με συγκ. του ‑ι‑ και παρετυμ. επίδρ. της παρά (Hatzid., Einleit. 154) ή τροπή του ‑ε‑ σε ‑α‑ με αφομ. (Μενάρδ., Αθ. 6, 1894, 147, Dawkins [Μαχ. ΙΙ σ. 32]) (βλ. και Φαρμακ., Γλωσσάρ. 195, λ. παρπατητός)) στο Meursius (‑είν) και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 719, Λουκά, Γλωσσάρ. 360, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ. Δ́ 258, λ. πορπατώ). Ο τ. περβατώ (με συγκ. του ‑ι‑ και πιθ. επίδρ. των ρ. βαίνω, βαδίζω (Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 219, Φιλ., Γλωσσογν. 2, 214· βλ. και Καψ., ΛΔ 3, 1941, 100, βλ. όμως και Hatzid., Einleit. 158)) και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ). Ο τ. περπατώ (με συγκ. του ‑ι‑ (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 257, Hatzid., Einleit. 154, Κοραή, Άτ. Ά 313, Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 219)) στο Du Cange (‑είν) και σήμ. Ο τ. πορπατώ (με επίδρ. του ρ. πορεύομαι (Ανδρ., Λεξ., Φιλ., Γλωσσογν. 2, 214) ή με (συγκ. του ‑ι‑ και) παρετυμ. επίδρ. της πρόθ. προ (Hatzid., Einleit. 154, 158, Ξανθουδίδης [Ερωτόκρ. σ. 674], Θαβώρ., Δωδώνη 9, 1980, 407) (βλ. και Hesseling [Πεντ. Εισαγ. σ. xxviii-xxx]) στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. πορπαταριά, προπατώ, Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ., λ. περπατώ, Δράκου, Ιδίωμ. Κάλυμν.) καθώς και στο ΑΛΝΕ. Η μτχ. παρκ. πορπατούμενα (ως ουσ.) και σήμ. ιδιωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., λ. πορπαταριά· πβ. και Πλατάκης, Κρητολ. 9, 1976, 111). Ο τ. προβατώ (πιθ. με επίδρ. ρ. όπως (προ)βαίνω, βαδίζω (Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 219, Φιλ., Γλωσσογν. 2, 214· βλ. και Καψ., ΛΔ 3, 1941, 100 , βλ. όμως και Hatzid., Einleit., 158)) και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.) καθώς και λογοτ. (ΑΛΝΕ)· πβ. και προστ. προβάτα σήμ. ιδιωμ. (Δομένικος, [Ραντεβού] (Γλωσσ.) σ. 123). Ο τ. προπατώ (με παρετυμ. προς την προ (Hatzid., Einleit., 154, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 514, Χαραλαμπάκης (Προμηθεύς Πυρφόρος 25, 1981, 266)), Ξανθουδίδης, [Ερωτόκρ. σ. 674]) στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ.), καθώς και λογοτ. (ΑΛΝΕ). Τ. πουρπατώ στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. περπατώ, Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., λ. πιρπατώ, Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ.). Τ. πιρβατάου, προυβατάου, πραουτώ, πρατώ κ.ά. τ. σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά 300, Πασχαλούδης, Τερπν. Νιγριτ., λ. πιρπατάου, Δημητρίου, Λεξ. Σάμ., λ. πιρπατώ, Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ., πιρπατώ, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.). Η λ. και σήμ. λόγ.
Ά Αμτβ. 1) α) Βαδίζω, προχωρώ, πορεύομαι, περπατώ· (πεζός): Αχιλλ. (Smith) N 653, το να δει ο αμιράλλης την φούσταν ..., εφοβήθην και απεζεύσαν τον εις την γην, και από τον φόβον του επαρπάτησεν τόσον ότι εποστάθην Μαχ. 2721· Δεν ημπορώ τα πόδια μου καλά να τα πατήσω| μ’ αγάλια αγάλια προπατώ και κάνω ό,τι θελήσω Ζήν. Πρόλ. 152· έτυχεν τα Σάββατα και επέρναν μέσα από τα σπαρτά, και άρχισαν οι μαθηταί του (ενν. του Ιησού) περιπατώντας εις την στράταν να μαδούσι στάχυα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. β́ 23· (εδώ με το επίθ. πεζός για να δηλωθεί φτώχεια): βλέπεις τον δείνα, τέκνον μου, πεζός περιεπάτει,| και τώρα έν’ διπλοεντέλινος και παχυμουλαράτος Προδρ. (Eideneier) III 58· (με το εμπρόθ. στην στράτα): λιοντάρια άγρια να με κατασπαράσσουν,| στην στράτα οπού πορπατώ θεριά να με μοιράσουν Διγ. O 930· (με το επίρρ. κλιτά ως ένδειξη υποταγής, παράδοσης): Δυο Τούρκους πέμπουν τ’ αφεντός, κι οι Φράγκοι να τους δούσι| φλάμπουρο άσπρο να βαστού, κλιτά να πορπατούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38912· (σε παροιμ. φρ.): βλ. λ. παπούτσι· (έφιππος): ο καθείς ανέβηκαν στ’ άλογον το δικόν του (παραλ. 2 στ.). Εκείθεν δ’ εξέβηκαν κι ολονυκτί περπάτουν,| κι εις τα βουνά τα άβατα τ’ άλογά τους επάτουν Κορων., Μπούας 77· πηδούν, καβαλικεύουσιν ώσπερ γοργούς πετρίτες| ... οι θαυμαστοί αγούροι ... (παραλ. 3 στ.). Εκίνησαν, περιπατούν, εφθάσασιν συντόμως Αχιλλ. (Smith) O 515· όρισε ... (ενν. ο αυθέντης) και δέδωκαν ίππον εκ των εκλεκτών, και εκαθέσθη (ενν. ο δεσπότης Δημήτριος) περιπατών έμπροσθεν αυτού Έκθ. χρον. 256· β1) αρχίζω την πορεία, ξεκινώ: Σκορπάται η ορδινιά απάνω κάτω| να αρχίσει να μαρκιάρει τo φουσσάτο (παραλ. 1 στ.) και όλοι να περπατούσι αρματωμένοι Λεηλ. Παροικ. 44· Προστάσσει τότ’ ο καππικής όλοι να ’ρδινιαστούσιν,| τ’ άλογα και τα ρούχα τους, γιατ’ έν’ να (για τη γρ. αυτή βλ. Συμεων., Ιστ. κυπρ. διαλ. 240) παρπατούσιν Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 698· β2) συνεχίζω την πορεία: Εκεί γουν επεδιάβασαν την άπασαν ημέραν,| το καύμα γαρ ουκ ίσχυνεν διά να περπατούσιν Αχιλλ. (Smith) O 191· γ) (με τις προθ. εις, προς και αιτιατ.) πηγαίνω, κατευθύνομαι προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Επαίρνουν οι πραγματευθαί τον Ιωσήφ ετότες| στην στράταν οπού εις Αίγυπτον εκείνοι επερπατούσαν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 459· ο Μιχαήλ, πως είν’ θνητός διατί ήξευρε και εκράτιε,| στον ιατρόν του πνεύματος χαρούμενα επερπάτιε Λίμπον. 346· Μέραν και νύκτα πορπατεί προς της Εδέμ τον τόπον| και σώνει στην παράδεισον μετά μεγάλον κόπον Χούμνου, Κοσμογ. 313· (εδώ σε προστ. ως προτροπή) εμπρός πήγαινε: καν ας με εγεμίζασιν το εμποτόπουλόν μου,| αμή λαλώ, και λέγουν με «περιπάτει εις το πηγάδιν» Προδρ. (Eideneier) IV 301· δ) (με τις προθ. διά και αιτιατ. ή με τελική πρόταση) προχωρώ, πορεύομαι για κάπ. συγκεκριμένο σκοπό: Λέγει (ενν. η αρχόντισσα) «Δεν είναι εδώ στο σπίτι μέσα, αμ’ όξω περπατεί διά τα τορνέσα Λεηλ. Παροικ. 386· Ημέρας τρεις περιπατούν να εύρουν ξενοδοχείον Φλώρ. 1230· ε) φρ. (1) περπατώ/πορπατώ διά να πολεμώ = πηγαίνω στον πόλεμο, εκστρατεύω: να κάθονται (ενν. οι γυναίκες) στο σπίτι τους, να γνέθουν, να κεντούσι·| και οι άνδρες τους ας περπατούν διά να πολεμούσι Ιστ. Βλαχ. 708· Διότι δεν εδόθηκεν των γυναικών στρατεία,| ... ότ’ είναι αταξία| να διαγέρνουν πόλεμο ...|, αλλά ...| να κάθουνταιν στα σπίτια τους να κλώθουν, να κεντούσι| κι οι άνδρες των να πορπατούν διά να πολεμούσι Διγ. O 2910· (2) περιπατώ εις τον πόλεμον/εν πολέμοις = εκστρατεύω: Τούτος ήτον εις τον καιρόν Αλεξάνδρου του βασιλέως, με τον οποίον επεριπάτιεν εις τον πόλεμον, και ήτον από τους ονομαστούς του φίλους Ροδινός (Βαλ.) 170· εποίησαν βουλήν οι γενίτσαροι, όπως αιτήσονται τον σουλτάν Σελίμην αρχηγόν του στρατεύειν και περιπατείν εν πολέμοις, λέγοντες γαρ ότι ο αυθέντης εστί γέρων και ασθενής και ου δύναται στρατεύειν μεθ’ υμών Έκθ. χρον. 5219· στ) φεύγω (από κάπ. μέρος): απήτις μ’ έναι του φτωχού γραμμένο| να πορπατώ από δω, μακρά να πηαίνω,| παραγγελιά σ’ αφήνω να θυμάσαι·| και πάντα ο νους σου μετά μένα να ’σαι Βοσκοπ.2 298· ζ) (με το επιρρ. γλήγορα) επισπεύδω την πορεία μου: πόδια μου, δυναμώσετε, γλήγορα πορπατείτε Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1049 κριτ. υπ.· φρ. περιπατώ σπουδαίως = επισπεύδω, βιάζομαι: επήρεν το πιττάκιν κι εβάλθην εις τον δρόμον·| σπουδαίως επεριπάτησεν εις τον Δεσπότην ήλθεν Χρον. Μορ. P 3738· η) πατώ στη γη, περπατώ: από το ερωτοκίνημα και το χάδιον δεν εφαίνετον (ενν. η κόρη) ποτέ πως περπατεί, μόνον εφαίνετον ως ότι τάχατες πως παίζει και γελά Διγ. Άνδρ. 3155· κατακαημένα| πρόβατα, εκεί απού πορπατώ χόρτο μη φάτε ουδ’ ένα,| γιατί τα φαρμακεύγουσι τα δάκρυα τα δικά μου Πανώρ. Ά 10· (σε μεταφ.): ψυχή γαρ ερωτότρωτος, όσα αν ψυχοπονέσει,| χάνει τους πόνους αν γλυκύν μάθει του πόθου λόγον.| Έλεγα εις γην ου περιπατώ, τον ουρανόν διαβαίνω Λίβ. Esc. 2038· θ) βαδίζω, περπατώ πηδώντας και χορεύοντας: Βαρδαριώται έμπροσθεν αυτών περιπατούντες τραγῴδιον γελοίον ετραγῴδουν αρμόδιον προς την πομπήν αυτών Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 235· Εδόκουν γαρ, ως και η γη, εν ῃ περιεπάτουν,| και αυτή συνετέρπετο περιπατούντων πάντων,| και πας, όστις ετύγχανεν εις την χαράν εκείνην,| άλλος εξ άλλου γέγονεν από της θυμηδίας Διγ. (Trapp) Gr. 1786· ι) (συν. με τα επιρρ. αποπίσω, εξοπίσω κ.τ.ό.) ακολουθώ (κάπ.): το λαμπρό σου πρόσωπο μου δίδει την ημέρα (παραλ. 1 στ.). Για τούτον από λόγου του δεν ημπορά μακρύνω,| μα πορπατώ αποπίσω σου και βλέπω σε κλεφτάτα Πανώρ. Γ́ 565· Υιέ μου, βλέπε από πτωχόν δάνειον μηδέν επάρεις·| ότι αν ου το στρέψεις σύντομα, γοργόν να του το δώσεις,| και περπατεί εξοπίσω σου και τρέχει και φωνάζει Διδ. Σολ. Ρ 145· ια) (συν. με τα επιρρ. έμπροσθεν, εμπροστά, ομπρός) προπορεύομαι: διεχώρισεν χιλίους Αραβίτας| ολολουρίκους και καλούς, χρυσοκλιβανιασμένους,| ως διά να περιπατούσιν έμπροσθεν του αγούρου Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 580· επεριπάτιεν (ενν. ο Δαβίδ) ... εμπροστά της κιβωτού χαρούμενος Ροδινός (Βαλ.) 96· Εγώ παγαίνω· φίλοι μου, ομπρός μου πορπατείτε,| το βασιλιά οπού εκάμετε σήμερο να χαρείτε Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 207· ιβ) (με τα επιρρ. αντάμα, μαζί, ομάδι) συμπορεύομαι: Τότε οι δυο (ενν. ο λύκος με την αλουπού) συβάστησαν και συντροφίαν εκάμαν| και μέρα νύχτα ’μόσασι να περπατούν αντάμα Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 36· Σύντροφοι κάπου γίνησαν μαζί να περπατήσουν| μι’ αλεπού και γάδαρος, να παν να κυνηγήσουν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1151· Ομάδι συνοδεύγομε, ομάδι πορπατούμε| και τα καλά και τα ’μορφα ομάδι πα να βρούμε Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 569· ιγ) (προκ. για ζώο) βαδίζω, περπατώ (με τον τρόπο που χαρακτηρίζει το κάθε ζώο): το λιοντάριν, τσακίζοντας τες πόρτες του θεάτρου, εβγήκεν έξω και επήγεν εις το όρος ωσάν να επερπάτιεν ένα πρόβατον Ροδινός (Βαλ.) 233· είχασι (ενν. οι καρκίνοι) και τα μάτια τους στα στήθη που θωρούσαν,| οκτώ ποδάρια έχανε, στραβά επερπατούσαν Ζήνου, Βατραχ. 452· η γαρίδα τότες επερβάτουνε εμπροσθινά, σαν κάνουν και τα άλλα ζα Μπερτόλδος 45· ιδ) (εδώ σε αντιδιαστολή με τα ρ. κάθομαι, κοιμάμαι, τρέχω): Αν πορπατεί γή αν κάθεται γή αν είναι κοιμισμένη| βρίσκεται με τον έρωτα πάντα συντροφιασμένη Πανώρ. Ά 453· Αν περπατεί, αν κάθηται και νύκτα όντα κοιμάται,| άλλο ουδέν συλλογίζεται, μόνον χρυσόν θυμάται Πένθ. θαν.2 541· Νύκτας ημέρας, άνθρωπε, αν περιπατείς και τρέχεις,| και καβαλάρης και απεζός τον κόσμον ανατρέχεις,| την καλλονήν την άμετρον του κόσμου και εάν την έχεις,| ώραν στιγμήν εχάσες την και τίποτε ουκ έχεις Αλφ. (Μπουμπ.) I 49· ιε) (εδώ προκ. να δηλωθεί κ. το ασυνήθιστο, αδιανόητο, αδύνατο): τις είδε και τις ήκουσε στην θάλασσαν γιοφύρι,| να περπατούν τα κάτεργα στου Γαλατά τους κάμπους| αγνάντια εις το Σκούταρι, στον Άγιον Κωνσταντίνον; Θρ. Κων/π. B 101· με την ανδρείαν την περισσήν, τήν ο Θεός μού εδώκεν,| στον ουρανόν και αν ανεβεί, εις τα νέφη κι αν δράμει,| στην θάλασσαν και αν περπατεί, η κόρη ουκ εξεγλεί μου Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1398· Όντεν ιδείς εις το βουνί να περπατεί το ψάρι (παραλ. 7 στ.), τότες εμέν και σεν, κυρά, θέλουσιν ευλογήσει Ριμ. κόρ. 587· ιστ) (συν. με προηγ. τα επιρρ. όθεν, όπου, οπού) πηγαίνω, βρίσκομαι: βάσανα να ’χει ωσάν κι εμέ στον κόσμο δεν εκράτου| άλλος κιανείς κι έτσι ήμνογα όθεν κι αν επορπάτου Πανώρ. Ά 42· Η Πίστις ήτον απ’ αυτήν και είχεν το σχήμαν τούτο,| το σχήμαν τό σύρνουν οι ευγενείς όπου και αν περιπατούσι Λίβ. (Αγαπητός) 23· θυμούμαι ... | ... την αγάπη και φιλιά που μετά μένα εκράτιε (ενν. ο φίλος)| με πίστη πάντ’ ατσάκιστη, όπου κι αν επορπάτιε Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 312· Εσάς πάλιν παρακαλώ, ώστε οπού να ζείτε,| κάμνετε διά τον Χριστόν αυτού οπού πορπατείτε Απόκοπ. Επίλ. Ι 532· ιζ) (μεταφ.): Παιδάκι μου, ας εγνώριζες πού πορπατείς και πηαίνεις| και σ’ είντα πέλαγος βαθύ και θυμωμένο μπαίνεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 155· κερά μου, πορπατείς σε μπερδεμένη στράτα,| κι έχεις πολέμους κι όχθρητες τα λογικά γεμάτα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 181· (σε προσωποπ.): με τση τιμής περιντυμένη (ενν. η Περηφανειά)| τ’ όνομα, πορπατεί και βασανίζει| πλια από θανατικό την οικουμένη Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 507· Με τι ρούχα περβατεί ενδυμένον τούτο το καλόν ριζικόν, διά να ημπορέσω εγώ να το γνωρίσω ...; Μπερτολδίνος 101· ιη) (προκ. για άρρωστο ή τραυματία) περπατώ ως ένδειξη του ότι είμαι πια υγιής: Ωσάν εκαλυτέρεψε κι εντύθη κι επορπάτει,| ο βασιλιός αγκαλιαστό με σπλάχνος τον εκράτει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 151· έδερεν ανήρ τον σύντροφό του ... και να μην απεθάνει και να πέσει εις πλάγιασμα. Αν σηκωθεί και να πορπατήξει όξω ιπί το ανακουμπιστήρι του και να καθεριστεί ο δάρτης Πεντ. Έξ. XXI 19· ιθ) σέρνομαι, έρπω: Αλήθεια τόσο στους εχθρούς, τόσο σιμά οπού ’σαν,| με την κοιλίαν χαμηλά πάντοτε περπατούσαν,| και διατί ’χαν μπούλμπερη, λουμπάρδες, βόλια, βρώσιν,| στην μάχην αντιστέκουνταν μόν’ να ’χουνε να τρώσιν Διακρούσ. 10726· (εδώ προκ. για τον όφη, το διάβολο): επικατάρατον εσέν τον όφην να λαλούσιν.| Στο στήθος σου να πορπατείς, να τρίβεις την κοιλιάν σου Πικατ. 516· κ) (προκ. για σχοινοβάτες) σχοινοβατώ: κάστρη άλλοι στένου ξύλινα κι άλλοι τα σγουραφίζου (παραλ. 1 στ.)· ψηλά ξαπλώνου άλλοι σκοινιά κι απάνω πορπατούσι,| σαν εις τη γη χορεύγουσι κι ωσάν αετοί πετούσι Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 303· κα) (προκ. για κάτεργο, αρμάδα) πλέω, αρμενίζω: Αλήθεια το δεύτερον (ενν. κάτεργον) ήθελεν πορπατεί ώρες ί και το τρίτον ήθελεν προπατεί ώρες ή Rechenb. 7815· Διεμηνύσατο δε άμα πρωί ο Χαϊρατίνης τον αυθέντην, ότι γνωστόν έστω σοι ως η αρμάδα των Βενετίκων η εις ημάς μη φαινομένη περιπατούσα νυκτός εγύρευε πού αν εύρει την του Τόρια αρμάδα Έκθ. χρον. 809· κβ) (προκ. για ουράνιο σώμα): ταύτην την στήλην άνεμοι πνεύσαντες λίβαι εξανέσπασαν ... και εις την γην έρριψαν του ηλίου τότε εν τῳ ζωδίῳ τῳ ταύρῳ περιπατούντος Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 197· να κοκκινίζει ο ουρανός και ο ήλιος να μαυρίζει,| στην στράταν του να προπατεί και να μηδέν φωτίζει Τζάνε, Κατάν. Ποίημα 110· κγ) συνεχίζω, «προχωρώ» τη διήγησή μου: Ας έρτομεν στον λογισμόν, εμείς να παρπατούμεν,| το πώς επήρεν θέλημαν και τούτον να το πούμεν Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 177· κδ) (προκ. για το Θεό) «κατοικώ» στον άνθρωπο, τον γεμίζω με τη θεία χάρη (πβ. ΚΔ, Παύλ. Κορ. Β́ 6, 16): Θέλω κατοικήσει μέσα εις αυτούς· και θέλω περιπατήσει μέσα εις αυτούς Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2, Παύλ. Κορ. Β́ Ϛ́ 16· κε) (με υποκ. το ανάβλεμμα) = διατρέχω: Στο πρόσωπό τως ολωνώ τ’ ανάβλεμμα επορπάτει| με τη ρηγατικήν εξά που ’τρεμε το παλάτι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1311· κστ) (προκ. για τα δάκρυα) κυλώ, τρέχω: στα ρόδα, στα τριαντάφυλλα τα δάκρυα επορπατούσα,| στα στήθη εκατεβαίνασι, στα μάρμαρα εκτυπούσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 649· κζ1) (προκ. για χρόνο, διάστημα χρόνου, ηλικία)· (1) διανύομαι, περνώ: Τρεις μήνες επεράσασι, τέσσερις πορπατούσι| οπού όσοι σ’ εγνωρίσασι, κλαίσι να σε θωρούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 803· πληρουμένης της ενδίκτου| περπατούσης της ογδόης,| αρχομένης της ενάτης Λέοντ., Αίν. I 52· με τη φούστα το παιδί επήρα κι ήρθα απάνω-| δεκάξι χρόνοι σήμερο θα προπατού, α δε σφάνω Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 570· (2) διανύω: Είχεν τάχα μελετημένα ο πατήρ γάμους και χαρές της θυγατρός επειδή δώδεκα χρονών επερπάτει το κορίτσι Πηγά, Χρυσοπ. 233 (7)· φρ. πορπατεί/προπατεί ο καιρός/οι μέρες = περνάει ο χρόνος: Ζύγωσε τά βαραίνουσι, διώξε την τόση πρίκα| κι άφς τον καιρό να πορπατεί, σαν κι άλλες τον αφήκα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1626· πούρι ο καιρός ας προπατεί, ας πηαίνει κι ας περάσει,| μήπως και ξελησμονηθεί ο πόθος, σα γεράσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1711· ας πορπατούνε οι μέρες σας κι ο κύκλος θέλει αλλάξει·| με τον καιρό όλα τα νικά η φρόνεψη κι η τάξη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1323· κζ2) (εδώ προκ. για την αιωνιότητα κατά τη μεταθανάτια ζωή): χρόνοι εδώ δεν περπατούν, μήνες ουδέν θυμούνται,| ουδέ στου Χάρου την αυλήν ώρες ουδέν μετρούνται Πικατ. 148· κη) (μεταφ.) προκ. για υποθέσεις, καταστάσεις· φρ. πορπατεί η δουλειά/το πράμα ή τα πράματα = οι καταστάσεις, τα πράγματα εξελίσσονται: να πορπατεί η δουλειά κουρφά, κιανείς να μη γροικήσει,| ώστε να πάνε στου ρηγός, να τωσε συμπαθήσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 877· αν ...| προπατεί το πράμα ομπρός κι έτοιας λογής τ’ αφήσω,| τούτο ’χει να μαθητευτεί, ό,τι καιρός γυρίσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1706· με τον καιρόν τως πορπατού τα πράματα και πάσι,| του Έρωτα μόνο η δύναμη συχνιά τα μεταλλάσσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 331. 2) Διανύω μια απόσταση· (συν. με την προθ. εκ και γεν. ή αιτιατ. (που δηλώνει αφετηρία) και με επόμ. τα εις, σε και αιτιατ. (που δηλώνουν πρόσωπο ή τόπο τέρματος) μεταβαίνω από ένα τόπο ή πορεύομαι διαμέσου ενός τόπου και πηγαίνω σε κάπ. άλλο τόπο ή πρόσωπο: εκείνος (ενν. ο φαμιλίτης του δουκός) επερπάτησεν απέ την χώραν όλην| εις άρχοντες όπου ήξευρεν ο λόγος του να αξιάζει Χρον. Τόκκων 1355· ούτως εκαβαλίκευεν μετά την φαμελίαν του| και επερπάτει εκ τα χωρία του μέρου της Μονοβασίας| στο Έλεος κι εις τον Πασσαβάν κι εις τους εκείσε τόπους Χρον. Μορ. H 2982· όταν εκ τόπου εις έτερον θέλεις περιπατήσαι,| αγάπην άφηνε παντού, μη σε ακλουθήσει φθόνος Φλώρ. 1155. 3) Πηγαίνω από τόπο σε τόπο, τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανώμαι: εκυρίευσε και εδούλωσεν όλον τον τόπον του Μωρέως και τότε επερπάτει από τόπον εις τόπον ως αφέντης και πρίγκηπος οπού ήτον Δωρ. Μον. XXXI· εφοβήθην ο Ξάνθος τον Αίσωπον να μηδέν το ειπεί των ανθρώπων πορπατώντας εδώ και εκεί Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 8019· εις τα βουνά να περιπατεί, σαν λέοντας να φωνάζει,| και διά τα παιδία του κλαίγει και αναστενάζει Θρ. Κύπρ. M 529· απόσταν τση καρδιάς μου| εκάμασινε την πληγή τα μάτια τση κεράς μου,| μέρα και νύχτα πορπατώ σε κάμπους, σε λιβάδια,| σε δάσητα κι εισέ γκρεμνά, σε όρη, σε λαγκάδια Πανώρ. Β́ 157. 4) Ταξιδεύω, επισκέπτομαι διάφορους τόπους: πολλά μεν έμαθα από ανθρώπους πολυμαθείς ... εισέ διαφόρους χώρας και κάστρη όπου επεριπάτησα, και άλλα πάλιν από βιβλία Ιταλών και Ελλήνων φιλοσόφων Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 131. 5) Κάνω περίπατο, σεργιανίζω: Η δέσποινα περιπατεί περί τον κήπον μόνη| και περιτρέχει τα φυτά, παραβιβάζει τάχα Καλλίμ. 2037· Ο βασιλέας των μηνών ο Μας λογιάζω είναι (παραλ. 3 στ.), στολίζει δένδρα με ανθούς, κάμνει τα περιβόλια| να είναι ωριοστόλιστα, γυναίκες και κοπέλια| μέσα σ’ αυτά να πορπατούν και να περιδιαβάζουν Διγ. O 2401· αγάλι αγάλι επήγαινα, σιγά σιγά επερπάτουν| τον κόσμον εξενίζουμου, τ’ άνθη και τα καλά του Απόκοπ.2 17. 6) (Μεταφ.) α) ζω, υπάρχω: Άνθρωπος όταν περπατεί κόσμος μικρός υπάρχει Σπαν. O 141· φρ. (1) περπατώ/προπατώ στον κόσμον/στον δίσκον του κόσμου/εις γην = ζω στη γη: οπὄχει φρόνεσιν και περπατεί στον κόσμον| ας ενθυμείται θάνατον Περί ξεν. (Μαυρομ.) 473· φαίνεταί μου, δύσκολον και αδύνατον υπάρχει| οπού εις τον κόσμον περπατούν να φεύγουν τέτοια πάθη Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1537· Ας μάθει ο νιος οπ’ αγαπά σ’ εκείνο τό γυρεύει,| στον κόσμον όπου περπατεί, με τι τρόπο να οδεύει Φαλιέρ., Ενύπν.2 126· « ... όσοι στο δίσκον», έλεγε, «του κόσμου προπατούσι,| όλοι για μένα ας κλάψουσι κι όλοι ας με λυπηθούσι ...» Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1793· (εδώ προκ. για τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Χριστού): όταν ήτον ο Χριστός και εις γην περιπάτει Χρον. Μορ. H 809· (2) περβατώ ημέραν από ημέραν = ζω, περνώ τη ζωή μου: ημέραν από ημέραν περβατούν (ενν. οι κουρούνες) ακαρτερώντας να των δοθεί πάλιν η χάρις να μιλούν Μπερτολδίνος 113· β) (με το ρ. ζω για να τονιστεί η σημασ. του) είμαι ζωντανός και κινούμαι: ήδη ζω και περιπατώ και τον αέρα πνέω Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 114· Εμένα ο χρόνος είπε με ποτέ να μη ευτυχήσω| ως πότε ζω και περπατώ και κοσμοαναγυρεύω Λόγ. παρηγ. O 283· δι’ εκείνην (ενν. την Πλάτζια-Φλώρην) ζω και πορπατώ, άλλην χαράν ου θέλω Φλώρ. 785. 7) (Μεταφ.) α) ζω, διάγω, συμπεριφέρομαι: ο πατέρας ο καλός υπομονήν ουκ είχεν,| σκοπώντα πώς να πορπατεί στα ξένα το παιδί του,| μη μάθει στράτες άτακτες και τον Θεόν αφήσει Σπαν. V Suppl. 7· να χαίρω τούτον βλέπουσα εις έτη της ζωή μου,| να περπατεί αφρόντιστος, να χαίρει εις τον κόσμον Διγ. Z 1797· Ίδε, μεταμελήθησε και τήρησε την κρίσιν.| Φέρε τον νουν σου, πρόσεξε, πώς περπατείς, πώς πράττεις Αλφ. (Μπουμπ.) I 81· πρωτύτερα επεθύμει να χορτάσει ψωμί, και τώρα εντύθη εύμορφα και περιπατεί ωσάν ένας από τους πλουσίους Θαύμα αγ. Νικ. 264· Εξέπεσαν οι άνθρωποι, σαν ζώα περπατούσι,| γράμματα δεν ηξεύρουσι και πώς να φωτισθούσι; Ιστ. Βλαχ. 2225· φρ. (1) περπατώ άτυχα = ζω άσχημα, δυστυχώ: όποιος σμίγεται μ’ αυτές (ενν. τες πολιτικές) χρειά κάμνει να ψωριάσει,| κι αν έχει πράγμα τίποτες, όλον να το ξοδιάσει.| Και μερικοί ιατρεύουνται ...| και περπατούσιν άτυχα πάντα καθήν ημέραν Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 345· (2) προπατώ εις/σε οδόν = ζω με ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, κάνοντας συγκεκριμένες πράξεις: όλους τους ψευδομάρτυρας οπού ’χασι ’φιορκήσει| για δώσια ή για έχθρητα και ανθρώπους καταλύσει,| να ’ταν τυφλοί και ολόβουβοι τον κόσμον να μη δούσι,| παρά σ’ εκείνην την οδόν πάλιν να προπατούσι Τζάνε, Κατάν. 364· (3) περιπατώ εις την ασέβειαν = ζω μακριά από το Θεό: μεγάλα και θαυμάσια είναι των χριστιανών τα μυστήρια ότι δεν λέγουσι λόγια ανθρώπων αλλά τα του Θεού. Τα δε λοιπά έθνη πλανώνται και πλανώσιν ένα το άλλο περιπατούντες εις την ασέβειαν Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 1741· (4) περιπατώ εις ασελγείες = ζω ακόλαστα, διάγω έκλυτο βίο: φθάνει μας ο απερασμένος καιρός της ζωής να εκάμαμεν το θέλημα των εθνών περιπατώντες εις ασελγείες, επιθυμίες, μέθες ... Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρ. Καθ. Επ. ά Δ́ 3· (5) περιπατώ εις καλήν βουλήν = ακολουθώ την καλύτερη γνώμη, συμβουλή: απ’ όλους έπαιρνε βουλήν και την δικήν σου κράτει,| όποια σου φανεί καλή σ’ εκείνην περιπάτει Ιστ. Βλαχ. 1468· (6) περιπατώ/πορπατώ όμορφα/ορθά = διάγω, συμπεριφέρομαι σωστά, δίκαια: Ήφηκες τσ’ έγνοιες του σπιτιού και τα νοικοκεράτα,| πολλά επορπάτιες όμορφα, μα εδά άλλαξες τη στράτα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 806· το φίδι πάντα δίδασκε (ενν. ο κάβουρας) να ’χει δικαιοσύνη| και να περιπατεί ορθά, χωρίς ατυχοσύνη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 694· (7) περιπατώ λοξά = ακολουθώ λάθος δρόμο ζωής: Επεί λοιπόν γνωρίζομεν λοξά περιπατούμεν,| πρέπει να την αφήσομεν την στράταν που κρατούμεν Πένθ. θαν.2 569· (8) πορπατώ ευγενικά = διάγω, συμπεριφέρομαι όπως ταιριάζει σε άρχοντα: Δίδει του στάμενα πολλά ... (παραλ. 2 στ.), να πορπατεί ευγενικά εκεί στην ξενιτεία Τριβ., Ρε 96· (προκ. για τη ζωή σύμφωνα με τις θεϊκές εντολές, τους θεϊκούς νόμους και κανόνες): εις τα περισσότερα να κάμνει ως θέλει, αν έχει την γνώμην του να περιπατήσει ως λέγουν οι θείοι νόμοι Zygomalas, Synopsis 298 Φ 1· να γνωρίσουν όλοι ότι εκείνα οπού άκουσαν διά λόγου σου δεν είναι τίποτες, αλλά περιπατείς και εσύ φυλάττοντας τον Νόμον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κά 24· Όσοι περιπατούσι με το πνεύμα του Θεού, ετούτοι είναι υιοί του Θεού, λέγει ο θείος Απόστολος Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 2910· φρ. (1) περιπατώ καλά/κατά δικαιοσύνην = ζω ενάρετα: εάν συ περιπατείς καλά, θέλεις είσθαιν εις τον λαόν σου πρόξενος σωτηρίας Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 114· τους δικαίους, τους κατά δικαιοσύνην περιπατήσοντας Φυσιολ. 36125· (2) πορπατώ με τον Θεόν = ζω σύμφωνα με το θέλημα του Θεού: με τον Θεό επορπάτηξεν ο Νόαχ Πεντ. Γέν. VI 9· (3) πορπατώ ομπροστά (ενν. του Κυρίου) = γίνομαι ευάρεστος στο Θεό: ο Κύριος ος επορπάτηξα ομπροστά του ν’ απεστείλει τον αγγελό του μετ’ εσέν Πεντ. Γέν. XXIV 40· β) συναναστρέφομαι, κάνω παρέα με κάπ.: άλλος έλεγεν ότι « από την σήμερον εάν ιδούμεν ή εις την εκκλησίαν ή έξω στο Κάστρον να περιπατεί πάλιν με τους χριστιανούς τον σκοτώνομε ...» Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 61V· με τους καλούς συνόδευε, με τους καλούς περπάτει Σπαν. V Suppl. 26· Ορέγομουν να περπατώ με τους τραγουδιστάδες,| με τους παιγνιώτας τους καλούς, τους παραδιαβαστάδες Σαχλ., Αφήγ. 57· εκρέμασαν οι Τούρκοι τον Αλεξανδρή τον Ταταρχάνη, δι’ αιτίαν τοιαύτη· με το είναι νεκπετής και ακαμάτης επήγεν με τον βοϊβόδα και επεριπάτεν με τους χασάσηδες, και έτσι επάτησαν ένα οσπίτι Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 38v· γ) συμβαδίζω: κατά αλήθειαν δεν δύνεται να περιπατεί η κακία ομού με την αρετήν Βίος Ιωσήφ 269. B́ Μτβ. 1) βαδίζω, προχωρώ, πορεύομαι, περπατώ α) (συν. με αντικ. τις λ. δρόμον, οδόν, στράτα(ν)): φαίνεται εις την θείαν Γραφήν πως δεν επεριπάτησαν (ενν. οι Εβραίοι) ένα ίσον δρόμον μήτε γλήγορον, αλλά επάγαιναν εμπρός και πάλιν εγύριζαν οπίσω προς το Σίναιον όρος Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 52· εν τοις τοσούτοις λογισμοίς και τοις τοσούτοις λόγοις| περιπατούσι την οδόν, πληρούσι μόλις ταύτην Καλλίμ. 1378· τα χέρια ενούς τ’ αλλού μας εκρατούμα,| πασίχαροι τη στράτα επορπατούμα Βοσκοπ.2 136· το ταχύ εσηκώθηκεν και ευρίσκει μονοπάτιν.| Ώραν πολλήν περιπατεί την στράταν μοναχή της Ιμπ. 571· την προς δρακοντόκαστρον οδόν επεριπάτουν Καλλίμ. 2547· επεί εν ονείρῳ σου σε το είπεν ο προγνώστης,| την στράταν οπού εις Αίγυπτον υπάγει ας περιπατούμεν Λίβ. N 2367· (εδώ με σύστ. αντικ.): έρχεται ακόμη αντάμα του η μάνα του και είναι εδώ ογλήγορα, διατί αυτή περβατεί καλόν περβάτημα Μπερτολδίνος 104· φρ. (1) περπατώ μίαν στράταν = ακολουθώ τον ίδιο δρόμο, συμπορεύομαι: απήν ενταμωθήκαμεν μίαν στράταν περπατούμαν| και ένας τον άλλον μας θωρώ και όλοι μοιρολογούμεν Διήγ. ωραιότ. 455· (2) (μεταφ.) προπατώ ένα ζάλο = (προκ. για ερωτευμένους) αισθάνομαι το ίδιο ερωτικό συναίσθημα: το πράμα πλιο δεν είν’ κρυφό στον ένα κι εις τον άλλο,| γιατί εγνωρίσασι κι δυο πως προπατού ένα ζάλο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 2142· β) (εδώ σε προτρεπτική υποτ.) αρχίζω, ξεκινώ την πορεία: λοιπόν απάρτι την οδόν σύρε ας περιπατούμεν| και α λάχει να επιτύχομεν κάστρον να ερμηνευθούμεν Λίβ. Esc. 2726· γ) βαδίζω, πατώ στη στεριά, στη γη: ως είδα ότι την θάλασσαν επ’ αληθείας εξέβην| και την στερέαν περιπατώ ...|, ίδ’ ούτως νεύω τον Λίβιστρον να έμπει να περάσει Λίβ. Sc. 1888· εκείνη δε ουκ εγνώθει τον (ενν. τον δάον) να περπατεί τον δρόμον Λίβ. N 2237· δ) (εδώ προκ. για κ. αδύνατο, ακατόρθωτο) ανεβαίνω: Δέντρο ροζάρικον στραβόν να ’σάζεις με τα λόγια| και δίχως σκάλες θέλω ’γώ να περβατώ τ’ ανώγια Δεφ., Λόγ. 118· ε) (μεταφ. με αντικ. το κάστρον, τον πύργον της καρδίας, της ψυχής κάπ.) ανταποκρίνομαι στον έρωτα κάπ.: Πότε το κάστρον να περπάτησες το της εμής καρδίας!| πότε τον πύργον της εμής ψυχής περιπατήσεις; Λίβ. P 1364, 1365· Πότε να επεριεπάτησες το κάστρον της ψυχής μου; Λίβ. Sc. 278. 2) α) Διανύω μια απόσταση, διαβαίνω, διατρέχω, περνώ: ωσάν επεριπάτησα πολύ διάστημα,| έφθασα εις ένα κάμπον λιβαδιαίον Διγ. Άνδρ. 36732· όρη επερπατήσαμεν, τά ενέγγιζαν εις νέφη Λίβ. P 1876· Καβαλικεύουσιν και οι δυο ...| Όλην την νύκταν περπατούν λιβάδια, ποταμίνες| και την ημέραν άπασαν λαγκάδια και βουνίτσια Ιμπ. 511· β) περιτρέχω, διατρέχω, διανύω την περίμετρο κάπ. χώρου: Αν εξ’ οικείων των χειρών φυτεύσει τις αμπέλιν| και σκάψει και κλαδεύσει το, φράξει τον γύρον όλον (παραλ. 1 στ.) και την ημέραν στήκεται με την σφενδόνην πάσαν| να φοβερίζει τα πτηνά να μη το καταλούσιν,| την νύκταν πάλιν περπατεί τον γύρον και φυλάσσει ... Καλλίμ. 2462· Ο Αλέξανδρος επιστεύθην τους λόγους του και υπάγει προς το νησίν ... Και επερπάτησε το γύρον και μέσα ουδέν ετόλμησε να κοιτάξει Διήγ. Αλ. E (Konst.) 471· γ) πηγαινοέρχομαι, βαδίζω πάνω κάτω: την τσάμπραν της περιπατεί, άνω και κάτω υπάγει·| συχνά ετήρει και έβλεπεν από μικρόν τρυπάριν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 463. 3) α) Περιέρχομαι, διατρέχω: Εις τούτο επεριπάτησεν όλην την Αλαμάνιαν,| όλους επαρακάλεσεν τους αρχηγούς κι αφέντες (παραλ. 1 στ.) να τον βοηθήσουν να υπάν μετ’ αύτον εις την Πούλιαν Χρον. Μορ. P 6794· β) (με αντικ. τη λ. κόσμος) πηγαίνω από τόπο σε τόπο, περιπλανώμαι: γονείς του απεστράφηκεν διά την εμήν αγάπην.| Εξέβην απ’ την χώραν του και κόσμον επερπάτειν.| Δίχρονον επερπάτησεν, πικριάς πολλάς υπέστην Λίβ. P 2182· γ) τριγυρίζω, περιφέρομαι ψάχνοντας: Περιπατεί τον αιγιαλό μη νά ’βρει να περάσει·| μη νά ’βρει βάρκαν πούπετε εις το νησίν να υπάγει Ιμπ. 554· Τούτος ο δαίμων, λέγω σε, του ζήλου και του φθόνου| ακαταπαύστως περπατεί την οικουμένην όλην,| να ψηλαφά όσον δύνεται να ευρίσκει απολεσμένους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 314· δ) πηγαίνω να συναντήσω κάπ.: πάλιν εκ την τέντα μου πρόσχαρος εσηκώθην,| εβγαίνω εις τους αγούρους μου, περιπατώ τους όλους Λίβ. Esc. 832· ε) περιφέρω κάπ. προς χλευασμό: τῃ δε άλλῃ ημέρᾳ επρόσταξε και τον εκάθησαν απάνω εις ένα μικρόν και πενιχρόν καμήλι με ένα παλαιόν και ξεσκισμένον φόρεμα ... και τον επεριπάτησαν από όλες τες ρούγες της χώρας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 425. 4) α) Ταξιδεύω, επισκέπτομαι κάπ. τόπο: οπού έναι φρόνιμος και βλέπει και επεικάζει| τον κόσμον ουδετίποτε και πλάνον ας τον κράζει,| διατί, αν επερπάτησεν Ανατολήν και Δύση,| ο Χάρων εξευρίσκει τον, όπου και αν κατοικήσει Νεκρ. βασιλ. 79· Ξεύρεις πολλά καλότατα πως εγώ πολλά κάστρη| και χώρες επερπάτησα σαν τ’ ουρανού τα άστρη| και γράμματα εδιάβασα πολλών λογιώ και γλώσσες Διγ. O 1044· β) ταξιδεύω, μετακινούμαι από τόπο (προκ. για τους πραματευτές): είναι (ενν. οι πραγματευτάδες) άνθρωποι ξένοι απ’ άλλους τόπους, (παραλ. 1 στ.), και περπατούν την Βενετιάν, την Πόλιν, την Λεχίαν Ιστ. Βλαχ. 2157. 5) Κάνω περίπατο: Τη στράτα επορπατούμα· ’ς περβολάκι| βρίσκω βαγιά και κόφτω ένα κλαδάκι Βοσκοπ.2 137· Είχεν γαρ (ενν. ο Κύρος) και συνήθειαν τες εορτές ημέρες| αμάξι να ευτρεπίζουσιν και να καθίζει απάνω| και να τον σύρνουν τα φαρία, να περπατεί τον δρόμον Ντελλαπ., Ερωτήμ. 572· 6) (Μεταφ.) ζω: Στου κόσμου τούτη τη ζωή οπού την πορπατούμε,| όπου θωρούμενε χαρές πλήσες και τραγουδούμε ... Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 33416· 7) (Μεταφ.) ζω, διάγω, συμπεριφέρομαι με ορισμένο τρόπο: Άκουσε ... να σου ειπώ το τι βουλήν κρατούσι (ενν. οι αβουγαδούροι)| και εις τι νουν, εις ποίον σκοπόν και στράταν περπατούσιν Σαχλ., Αφήγ. 351· πιάνει και γράφει (ενν. ο Ιωάσαφ) μίαν επιστολήν προς τον λαόν, γεμάτην φιλοσοφίαν και ανακηρύττουσαν πάσαν την ευσέβειαν ... και είντα ζωήν να περιπατούσι Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14718· εκεινού οπού μέλλει να περιπατήσει καμίαν δύσκολην στράταν τού κάνει χρεία τινάς οπού να τον παρηγορά και να του δείχνει με έργον πως και άλλοι πολλοί την επεριπατήσασιν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 306, 8· πορπατείς δρόμο κακό και τον καλόν αφήκες; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 812· φρ. περιπατώ την ίσαν στράταν = (εδώ για τους κριτές) εφαρμόζω τους νόμους, κρίνω σύμφωνα με το δίκαιο: Τό εντέχεται να ποίσουν οι κριτάδες ..., και πώς δει περιπατείν την ίσην στράταν Ασσίζ. 49· (προκ. για τη ζωή σύμφωνα με τις θεϊκές εντολές, τη χριστιανική ζωή): πάντες οι άγιοι δεν λείπουν να μας δείχνουσι την απλανή ταύτην οδόν, αν ίσως και εισίν και ολίγοι εκείνοι οπού την περιπατούσι Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 6922· αυτή είναι η στράτα της αληθείας, η οποία χειραγωγεί και φέρνει όσους την περιπατήσουν εις βασιλείαν αιώνιον Αγαπ., Βίος Ιωάσ. = Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 17232· δώσε του (ενν. του αμαρτωλού) κανόνα τον πρέποντα της μετανοίας ... να τον βαστά διά να ισάσει και να περπατήσει την ίσην στράταν της σωτηρίας Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 244113· την πίστην την αληθινήν, και αυτήν να την κρατείτε,| της σωτηρίας την οδόν καλά να περπατείτε Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 53· οι μεν (ενν. άγιοι) με πολλά μαρτύρια βασανισθέντες εχύσασι το αίμαν τως διά να αντισταθούσι της αμαρτίας, οι δε ηγωνίσαντο ασκητικώς περιπατούντες την στενήν και τεθλιμμένην οδόν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 2920 (πβ. ΚΔ, Ματθ. 7, 14). 8) (Μεταφ. με αντικ. που δηλώνει χρόνο, ηλικία) διανύω, διατρέχω: απεδά εξέβημαν τους παραπίσω χρόνους,| τούς επεριεπατήσαμεν μυριοκαταθλιμμένοι Λίβ. Esc. 4072· Σαράντα χρόνους πορπατώ, αμέ τα βασανά μου| ασπρίσανε παράκαιρα, σα βλέπεις, τα μαλλιά μου Πανώρ. Γ́ 303. Φρ. 1) Εις τούτον πορπατώ = θεωρώ κ. ως δεδομένο (βλ. και Vincent [Φορτουν. σ. 244]): πάντα μου σ’εκράτου| πως είσαι ντόπιος αποδώ, κι εις τούτον επορπάτου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 288. 2) Πορπατώ τον κάβον = σέρνω το χορό· βλ. ά. κάβος (I) 2φρ. Ο σύντεκνος ο μποντικός τον κάβον επορπάτει| και εις κάθα λόγον ήλεγε: «Αλί χαημός τον κάτη! ...» Κάτης (Χόλτον) 81. Η μτχ. πορπατούμενα ως ουσ. = ζώα που πορεύονται μόνα τους (βλ. και Bakker-v. Gemert [Βαρούχ. σ. 842]): θέλει και αφήνει του κυρ-Κωσταντή, ..., ό,τι πράμα και αν έχει έτις στάμπελε ωσάν και μόμπελε, συρνούμενα πορπατούμενα, και τούτο διά να έναι οπλεγάδος να πλερώσει ό,τι χρέη θέλει φανεί και έκαμεν Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 5896.πλέω,- Σπαν. V Suppl. 120, Ασσίζ. 512, Διγ. (Trapp) Gr. 2907, Διγ. Z 3477, Ερμον. Β 130, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 147, Σαχλ., Αφήγ. 325, 326, Διήγ. Βελ. χ 249, 251, Διήγ. Βελ. N2 269, 271, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 405, 411, Δεφ., Λόγ. 162, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 324, 603, Χρησμ. (Brokkaar) 5, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 413, 8, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 3822, Διγ. Άνδρ. 39030, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 251· πλέγω, Φλώρ. 17, Ιμπ. κριτ. υπ. μετά στ. 559, Σκλέντζα, Ποιήμ. 738, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 307, Ζήνου, Βατραχ. 136, 189, 255, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 97v, Μηλ., Οδοιπ. 637, Σταυριν. 266, Ιστ. Βλαχ. 190, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 144, Γ́ 243, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3406, 3497, 37424, 26· αόρ. έπλεξα, Πιστ. βοσκ. I 4, 101, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [927], Ροδινός (Βαλ.) 188· έπλεψα, Χρον. Μορ. H 746, 1305, 8787, Χρον. Μορ. P 746, Φλώρ. 1058· γ́ πληθ. υποτ. παθητ. αορ. να πλευτούν, Διήγ. Βελ. χ 249 κριτ. υπ.· μτχ. ενεστ. πλιόντα, Ασσίζ. 29921 (έκδ. πλειώντα), Μαχ. 12228 χφ Ο (Dawkins [Μαχ. II σ. 262])· μτχ. παρκ. πλεμένος, Ρίμ. θαν. 85.
Το αρχ. πλέω. Ο τ. πλέγω (από τον αόρ. έπλεξα· βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 326, Ανδρ., Λεξ., πλέγω, και Dieterich, Unters. gr. Spr. 291) στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Dawkins, Αφ. Χατζιδ. 50, Ανδρ., Ιδ. Μελ. 70, πλέγου, Τάσιος, Γλωσσ. Πολυγ., πλέgου). Ο αόρ. έπλεξα (από τον αόρ. έπλεψα με ανομ.· βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 283, 329)· πβ. σήμ. ιδιωμ. ήπλεξα (Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ., στη λ.). Ο αόρ. έπλεψα (από τον αόρ. έπλευσα· βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́́ 329, Β́ 326) και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Η λ. και σήμ.
Ά Αμτβ. 1) α) (Για πρόσωπα) ταξιδεύω με πλωτό μέσο, αρμενίζω: Απολλών. (Κεχ.) 437, Ερμον. Β 154· βαρκέτταν αρματώσασιν (ενν. τινές από την Πόλιν) πενήντα δύο κουπίων·| επλέψασιν κι απήλθασιν, εσώσασιν τους Φράγκους Χρον. Μορ. H 746· (μεταφ. προκ. για την ανθρώπινη ζωή): το έποικες άλλον σήμερον, εσέν το κάμνουν αύριον,| και αν σε μέλλει η τύχη σου, στανέο σου να το πάθεις· μέσα εις αύτα πλέομεν οι όλοι μας του κόσμου Σπαν. O 95· β) (για σκάφη) κινούμαι πάνω στο νερό, ταξιδεύω: Χίκα, Μονωδ. 41· (εδώ με ενεργ. σημασ.): Ορίζει ο Βελισάριος ...| ... όσες γαλιότες είχαν,| ... να πλευτούν μόνον εις δύο μήνας Διήγ. Βελ. χ 249 κριτ. υπ. 2) Επιπλέω· επιπλέοντας στο νερό μεταφέρομαι εδώ κι εκεί: ήτον το πηγάδι εκείνο γεμάτο νερόν και το ξύλον έπλεγεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 204v· και να γεμίσει η θάλασσα τόσους νεκρούς, να πλένε,| κι εκείνοι που τους βλέπανε ετύχαινε να κλαίνε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 37517. 3) Κολυμπώ: εππέσαν κάποσοι (ενν. λας του κατέργου του Σιρ Φραντζική Σπινόλα) εις την θάλασσαν και επήγαν πλέοντα εις το άλλον κάτεργον Μαχ. 12228· λέγει ο βαθρακός του ποντικού: «Έλα και συ νυν μετ’ εμού ... Μη οκνήσεις διατί εβλέπεις τον ποταμόν και ουδέν ηξεύρεις να πλέγεις, αλλ’ εγώ δήσω τον πόδα σου εν τῳ ποδί μου» Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Β́ 601· (μεταφ.): Ας είναι ολίγον το ζουμί εις τες τράπεζες, ότι το περισσό βλάπτει, διατί πλέγουσι τα φαγητά εις τον στόμαχον και γεννούσι πολλήν υγρότητα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 181. Β́ Μτβ. 1) Διαπλέω, διασχίζω (θάλασσα, λίμνη κλπ.): Πουλολ. (Τσαβαρή)2 539. 2) (Ιδιάζ. σύντ.) κατακλύζω (με νερό): ος (ενν. ο Κύριος) έπλεψεν τα νερά θάλασσα του Σουφ ιπί τα πρόσωπά τους, όνταν έδραμαν καταπόδου σας και έχασέ τους ο Κύριος ως την ημέρα ετούτην Πεντ. Δευτ. XI 4. Η μτχ. παρκ. (με ενεργ. σημασ.) ως ουσ. = ταξιδιώτης (με πλοίο)· (εδώ μεταφ. προκ. για κεκοιμημένο που είχε ζήσει σύμφωνα με τη διδασκαλία του Χριστού)· βλ. και Κακουλίδη [Ρίμ. θαν. σ. 144], πβ. όμως και πλέκω: Πρώτον καλέσει (ενν. ο Υιός Θεού) δίκαιους με τους αυτού πλεμένους| (παραλ. 1 στ.) «Δεύτε οι ευλογημένοι μου, παιδία του πατρός μου,| εσείς κληρονομήσατε τόπον τον εδικόν μου...» Ρίμ. θαν. 85.σοφός,- επίθ., Σπαν. V Suppl. 40, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 273-18 χφ K κριτ. υπ., Δ́ 353, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1501, Ερμον. Δ 253, Υ 347, Ωροσκ. 4218, Ιστ. Ηπείρ. XXIV2, Απολλών. (Κεχ.) 406, Μαχ. 67822, Πτωχολ. α 285, 495, 649, 965, Μορεζ., Κλίνη φ. 244r, Κυπρ. ερωτ. 13817, 1472, Σεβήρ., Ενθύμ. 284, Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 71, 108, 152, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 766, Στάθ. (Martini) Γ́ 219, Λίμπον. Αφ. 68, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 32, Πτωχολ. B 75, 291, 388, 409, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9647, 10083 δις.
Το αρχ. επίθ. σοφός. Η λ. και σήμ.
1) Ικανός, επιδέξιος (σε μια τέχνη): Τέχνη επιστήμονος και σοφού ζωγράφου … κηρύττουσαι (ενν. αι εικόνες) την θαυμαστήν του ζωγράφου εκείνου χείρα οπού τες εζωγράφισεν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 157· η δε Θέτις εις τας νήας| ήλθε τας ταχυπλεούσας| φέρουσα τα λαμπρά όπλα| παρά του σοφού Ηφαίστου Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Κ́ [6]· (σε συνεκδ.): Τς ίδιες σου χάρες και αρετές, αφέντη μου αξωμένε (παραλ. 1 στ.), να γράψου και να δηγηθού εθέλασι άλλα χείλη| και άλλο σοφό και γνωστικό και πλια ψιλό κοντύλι Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 4. 2) Που διαθέτει βαθιά γνώση της ζωής, εμπειρία και σωστή κρίση· συνετός, φρόνιμος: οι σοφοί άνθρωποι γυρεύγουν και ζητούν πολλά δικαιώματα και δόματα Ασσίζ. 15419· τον λόγον ήκουσε του σοφού Μερκουρίου,| του θαυμαστού και γνωστικού, πολεμικού κι ανδρείου Κορων., Μπούας 36. 3) α) Που έχει βάθος και ευρύτητα γνώσεων σε διάφορους τομείς του επιστητού, πολυμαθής, λόγιος: Τα ονόματα τοις πράγμασι δίδονται εκ των έργων αυτών, κατά τον σοφόν Αριστοτέλην Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 240· (σε θέση ουσ.): εσυνάχθησαν όλοι οι γραμματικοί και σοφοί των Τουρκών Ιστ. πατρ. 1587· της Κύπρου είν’ εξαίρετα και θαυμαστά όσα ’χει| και εις την ανθρωπότητα πολλά χαρίσματά ’χει,| με διδασκάλους και σοφούς, ψάλτας και ασκητάδες Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9595· εκείνοι γράφουσιν σοφώς κατά τον λόγον,| ώσπερ σοφοί και ρήτορες Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 24· β) (στον υπερθ. ως τιμητική προσηγορία λογίων και ιερωμένων): Του σοφοτάτου δε Θεοδώρου του Πτωχοπροδρόμου στίχοι αστείοι ... Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ τίτλ. χφ K κριτ. υπ.· αφίει διά κομμεσσάριον αυτής τον πανιεριότατον και σοφότατον μητροπολίτην Φιλαδελφείας Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 16412· γ) (στον υπερθ. προκ. για πόλη) που έχει πλούσια πνευματική ζωή: εις την περίφημον και σοφοτάτην πόλιν της Παδόβας Ροδινός (Βαλ.) 203. 4) Έξυπνος, εφευρετικός, επινοητικός· (εδώ με αρνητ. σημασ.): αυτός γαρ (ενν. ο δαίμων) μνησίκακος τοις ανθρώποις υπάρχει και σοφός του κακοποιήσαι Φυσιολ. (Zur.) XXXIII 210. 5) (Προκ. για πράγματα) α) που είναι αποτέλεσμα σοφίας, ορθής κρίσης και γνώσης: ίτσου κρινίσκουν οι σοφοί και θείγοι νόμοι Κυπρ. ερωτ. 15326· Ω της σοφής σου, δέσποτα, πολλής μακροθυμίας Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 268· (εδώ για τη γνώση ως ιδιότητα του Θεού): αν κάμεις (ενν. συ, Θεέ) τούτο το καλόν με την σοφήν σου γνώσιν,| όλα της γης τα πέρατα σε θέλουν επαινέσει Ιστ. Βλαχ. 2719 [= Γέν. Ρωμ. 159]· β) (με αρνητ. σημασ.) πανούργος, δόλιος: ούτως νυν, δέσποτα, κἀμέ, τον ταπεινόν και ξένον,| των δυσχερών απάλλαξον σοφών μηχανημάτων,| ώνπερ κατείπον άνωθεν λεπτομερώς οδύνων Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 661.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ., Σπαν. (Hanna) V Suppl. 86, 88, Gesprächb. (Vasm.) 336, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 127.