Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- άδηλα,
- επίρρ., Σπαν. (Hanna) O 91, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 115, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 181.
Από το επίθ. άδηλος.
1) Κρυφά, χωρίς να γίνεται κάτι φανερό: εις όλους έν’ μελλούμενον, εις όλους έναι τύχη,| εις όλους τρέχει άδηλα, κανείς ουδέν το ξεύρει Σπαν. O 91. 2) Απερίσκεπτα (πβ. Διδ. Σολ. (Legr.) Ρ 132 και ΙΛ λ. άφαντα 2 και άφαντος 5, 6): ο λογισμός του παιγνιδιού ωσάν εχθρός τον (ενν. τον ζαριστή) βιάζει| το πράγμαν και τα ρούχα του άδηλα να εξοδιάζει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 181.ακαμάτης,- επίθ., Νικήτα, Βίος Φιλαρ. 1231, Σπαν. (Hanna) O 118, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 44, 51, 66· θηλ. ακαμάτρια, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1664.
Από το στερ. α‑ και το ουσ. κάματος. Η λ. ήδη στο Βίο του αγίου Φιλαρέτου (Byz. 9, 123) και σήμ. (ΙΛ).
Που αποφεύγει την εργασία, οκνηρός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): ίσως εργάζου και εσύ, μη φαίνου ακαμάτης Σπαν. O 118. — Πβ. και ακάματος.αληθινά,- επίρρ., Σπαν. (Hanna) A 664, Σπαν. (Hanna) O 87, 220, Ασσίζ. (Σάθ.) 917, 3091, 3413, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5271, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 6054, Αχιλλ. (Haag) L 13, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 402, 639, 755, Μαχ. (Dawk.) 1210, 448, 4411, 6542, Θησ. (Foll.) I 64, Νεκρ. βασιλ. (Μανούσ.) 107, Βουστρ. (Σάθ.) 489, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 197, Συναξ. γυν. (Krumb.) 974, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 7, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 121, Γ΄ 498, Ε΄ 30, 386, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 85, 257, 358, Β΄ 241, Γ΄ 445, 447, 581, Δ΄ 191, Ε΄ 146, 300, Ερωφ. (Ξανθ.) Δ΄ 75, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 1, 85, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 44-5, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 183, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 173, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 180, 233, Β΄ 46, 56, 70, Γ΄ 406, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 66, Δ΄ 58, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [175], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [894, 1011, 1045], Β΄ [1064], Γ΄ [385], Δ΄ [1297], Ε΄ [615, 740, 1021], Λίμπον. (Legr.) 43, Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 207, 491, Γ΄ 162, 447, 613, Δ΄ 461, Ε΄ 234, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 47624.
Από το αρχ. επίθ. αληθινός. Η λ. και σήμ. κοιν. (ΙΛ).
1) Πραγματικά (Πβ. αρχ. αληθινώς· η σημασ. και σήμ., ΙΛ): στην Δύσην έχει αληθινά όλην την δύναμήν του Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 639· Αληθινά όλοι οι άνθρωποι απεθυμούν τες δόξες Σουμμ., Ρεμπελ. 183· Ελόγιασά το αληθινά πως λυγερής αγάπη| θε να ’ν’ αιτία του πόνου σου Πανώρ. Α΄ 85. Πβ. αλήθεια 4, αληθινόν, απαληθινά, απαρθινά. 2) Ειλικρινά (Η σημασ. ήδη μτγν., και σημερ.): αληθινά τό θάρρεσε, εις τούτο στέκου πάντα Σπαν. O 220· Αν το ’πασιν οι φρόνιμοι, αληθινά το λέσι Ερωτόκρ. Γ΄ 173· Λοιπό, απήτις το βροχό απ’ αύτη ήθελα αδειάσει,| άλλη σου τάσσω αληθινά ποτέ να μη με πιάσει Στάθ. Γ΄ 406.ανάπαυσις ‑ση- η, Σπαν. (Hanna) A 200, Σπαν. (Hanna) O 217, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 213, Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 161, Προδρ. (Hess.-Pern.) IV 46, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 5970, Καλλίμ. (Κριαρ.) 2032, 2331, 2416, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 786, 2561, Διγ. (Καλ.) A 3730, Επιθαλ. Ανδρ. Β' (Strzyg.) 551, Βέλθ. (Κριαρ.) 1086, Βίος Αλ. (Reichm.) 4738, Φλώρ. (Κριαρ.) 782, 1009, Βίος οσ. Αθαν. (Βέης) 245, Απολλών. (Janssen) 146, Λίβ. (Μαυρ.) P 21, 388, 533, 2266, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2195, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3377, Λίβ. (Lamb.) N 47, 669, Αχιλλ. (Haag) L 111, 245, 248, Αχιλλ. (Hess.) L 465, 1128, Αχιλλ. (Hess.) N 1663, 1743, Ιμπ. (Κριαρ.) 705, Μαχ. (Dawk.) 2607, 35224, 55226, Δούκ. (Grecu) 30721, 35321, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 1205, 14428, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. [247], Θησ. (Schmitt) 338 VII 108, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 67, ΙΧ 6, 30, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 526, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 105, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 171, 220, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 207, 326, 363, 366, 764, Αχέλ. (Pern.) 1349, 2162, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1997, Δωρ. Μον. (Buchon) XL, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1234, Ευγέν. (Vitti) 1291, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [670], Γ΄ [472, 812], Δ΄ [1513], Ε΄ [549], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 22428, 2402, 2796, 35514, 38215, 41013, 48623, 51923, 55615, 5728· ανάπαψη, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5593, 5707, 6458, 6604, 6780, 6883, 7208, 8405, 8706, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1681, Θησ. (Foll.) Ι 108, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 355, 6924, 7526, 949, 9729, 1452, Ιμπ. (Legr.) 658, 797, Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 381, Πεντ. (Hess.) Γέν. VIII 9, 21, XLIX 15, Έξ. XXIX 18, 41, Λευιτ. I 9, III 5, VIII 21, XV 7, XXVI 31, Αρ. XVIII 17, XXVIII 2, 24, Δευτ. XII 9, XXVIII 65, Αχέλ. (Pern.) 1389, Πανώρ. (Κριαρ.) Α΄ 88, 100, 148, 162, Β΄ 150, 366, 478, 577, 582, Γ΄ 202, 498, 555, Δ΄ 180, 426, Ε΄ 70, 90, 332, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 183, Ιντ. α΄ 53, 76, 84, 93, 169, Β΄ 367, 501, 513, Ιντ. β΄ 33, 164, Γ΄ 14, 42, 140, 263, 400, Δ΄ 67, 507, 530, Ε΄ 494, Πιστ. βοσκ. (Joann.) Ι 1, 379, (χφ και έκδ. ανάπασες· διόρθ. Κριαρ. B-NJ 19, 1966, 279)· 3, 191· ΙΙ 5, 3· 7, 64· IV 6, 39· 6, 42· V 1, 61, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 358, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 465, 491, 728, 891, 1109, Β΄ 563, Γ΄ 14, 169, 220, 343, Δ΄ 366, 840, 1198, Ε΄ 48, 1530, Θυσ. (Μέγ.)2 104, 111, 860, 866, Στάθ. (Σάθ.) Α΄ 307, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Γ΄ 18, Δ΄ 34, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [136], Δ΄ [37], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [979, 1150], Ε΄ [242], Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 28, 128, Α΄ 250, Β΄ 442, Γ΄ 124, 388, Ιντ. γ΄ 22, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 22, Α΄ 12, 161, 178, 264, Β΄ 10, 12, 106, 206, Ε΄ 80, Διγ. (Lambr.) O 276, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4484, Διακρούσ. (Ξηρ.) 7080.
Το αρχ. ουσ. ανάπαυσις. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ανάπαψι).
1) α) Ξεκούραση (Η σημασ. αρχ. και σήμ. ΙΛ, λ. ανάπαψι 1α): άρτον είχεν δάκρυα και πότον μοιρολόγια| και κλίνην αναστεναγμούς και ανάπαυσιν τας λύπας Αχιλλ. (Hess.) N 1743· Και τα καημένα μάτι’ απού τον ύπνο| και την ανάπαψή τως τ’ άλλα μέλη| κι εγώ ’μαθα και βγάνω Πιστ. βοσκ. Ι 3, 191· να πάρουσιν ανάπαυσιν εκ τον πολύν τον κόπον Αχιλλ. (Hess.) L 465· Δεν είν’ καιρός γι’ ανάπαψη, δεν είν’ καιρός για στρώμα Θυσ.2 111· Χριστέ μου, δος ανάπαυσιν, Χριστέ μου, δος υπνίτσιν Γλυκά, Στ. 161· —Συνών.: ανασασμός 1· β) ανακούφιση: Εκεί ’βρηκεν ανάπαψη και δρόσος του καημού τση Ερωτόκρ. B΄ 563· ανάπαψη ’ς τσι πόνους μου ποτέ μου δεν ολπίζω Πανώρ. A΄ 148· Λοιπόν την θλίψησ σου, πουλλίν, γροικώντα| εις την δικήμ μου ανάπαψην ευρίσκω Κυπρ. ερωτ. 7526· —Συνών.: αναπνοή 3, ανασασμός 2, ανακουφισμός, κουφισμός· γ) άνεση: Αυτή (δηλ. η καυχίτσα) και το τραπέζιν μου, αυτή και την στρωμνήν μου| και πάσαν μου ανάπαυσιν σώζει να την δουλεύει Καλλίμ. 2416· διδούς γαρ αυτοίς ανθρώπους ίνα μετά ανέσεως και αναπαύσεως απέρχονται την οδόν Σφρ., Χρον. μ. 1205· δ) ικανοποίηση, χαρά (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. B1, C3, H): οι Γενουβήσοι ... δεν παίρνουν άλλην ανάπαυσην παρού εις το πλούτος και εις τον κάματον Μαχ. 55226· Μα σαν εμίσσεψ’ από κεί και μπλιο δεν τον εθώρει| καμιάς λογής ανάπαψη δεν ηύρισκεν η κόρη Ερωτόκρ. Γ΄ 14· τη ζωή του πόθου τη δροσάτη,| οπού χαρές κι ανάπαψες πάσα καιρό εί’ γιομάτη Πανώρ. Γ΄ 202· άλλη ανάπαψη να πάρω δεν εμπόρου| παρά την ώρα μοναχάς που την κερά μου θώρου Ερωφ. A΄ 183· και να καπνίσεις όλο το κριάρι εις το θεσιαστήρι ολοκαύτωμα αυτό του Κύριου μυρωδιά, ανάπαψη, πυριά του Κύριου Πεντ. Έξ. ΧΧΙΧ 18 (πβ. εις οσμήν ευωδίας ΠΔ, Tisch, Έξ. ΧΧΙΧ 18). —Συνών.: αναγάλλιαση α· έκφρ. εις την ανάπαυσήν (μου) = για ικανοποίησή (μου): Χαίρου, καυχού και λέγε το (έκδ. ’λέγετο· διορθώσ.) εις την ανάπαυσήν σου Τζάνε, Κρ. πόλ. 41124· ε) ασφάλεια, εξάσφάλιση (Η σημασ. και σε έγγρ. του 1639, Χρ. Κρ. 1, 1912, 224): μόνο αγάπη, αν μπορείς, κάμε μ’ αυτόν για να ’χεις| ανάπαψην και αφοβιά εις όποιον τόπο λάχεις Διγ. O 276· ηύραν το πέλαγος κακόν, ουδέν είχεν λιμιώναν,| να πιάσουσιν τα πλευτικά κι ανάπαψη να έχουν Χρον. Μορ. P 1681· Ϛ́) εξασφάλιση (οικονομική κυρίως): Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 72112, 79517· κάμνει τον ... αγοραστήν την παρών σιγουριτάν και ανάπαψη πως έναι πλερωμένος Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4876· ζ) περιποίηση: να ’ναι εις τα θελήματα και εις την ανάπαυσίν σου Σπαν. O 217· ... την πάσαν σπουδήν εδείκνυτο ο Αθανάσιος χάριν της εις τον γέροντα αναπαύσεως και διακονίας Βίος οσ. Αθαν. 245. 2) Ησυχία, ηρεμία (Πβ. Lampe, Lex. στη λ.) (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. ανάπαψι 1β): Πότες κι εμέ τ’ αμμάτια μου μιαν ώραν εστεγνώσα;| Πότες γλυκιά τα σφάλισα κι ανάπαψη μου δώσα; Ερωφ. Γ΄ 14· Τούτ’ είν’ εκείνη απ’ αγαπώ, τούτ’ είναι απού ξετρέχω·| τούτ’ είναι απού για λόγου τση ανάπαψη δεν έχω Πανώρ. A΄ 100· και δεν ευρίσκει ανάπαψη στο στήθος η καρδιά μου Ερωτόκρ. Γ΄ 343· Σαν εσκολάσα οι σκοτωμοί ογιά την ώρα κείνη| και τον οχθρό ντου πασανείς σ’ ανάπαψην αφήνει Ερωτόκρ. Δ΄ 1198· Ωσάν το φυλλοκάλαμο σ’ ανέμου κακοσύνη,| οπού κιαμάν ανάπαψη να πάρει δεν τ’ αφήνει Ερωτόκρ. Γ΄ 220· ανάπαψην δεν βρίσκω,| γιατί στο μίσσεμάν της εσηκώθην| πάσα χαρά κι η πλήξη μου πιντώθη Κυπρ. ερωτ. 949· και παρευθύς η θάλασσα την πρώτην καλοσύνη (έκδ. καλοσύνην· διορθώσ.)| και την πολλήν ανάπαψην σε μια μεριά αφήνει (έκδ. αφήνειν· διορθώσ.) Τζάνε, Κρ. πόλ. 4484. Πβ. αναπαημός β· έκφρ. μ(ε) (την) ανάπαυσίν (ή ανάπαψή) (μου) ή μετά αναπαύσεως = (α) (απλώς) ήσυχα, με την ησυχία μου (για την επιρρ. έκφρ. μετά α. πβ. Lampe, Lex. στη λ. I): Δός μου καιρόν κιας τόσον| με την ανάπαψή μου να μιλήσω Πιστ. βοσκ. II 7, 64· (β) ήσυχα, όχι βιαστικά: νά ’ρθει με πλια του ανάπαψη κι όχι με σπούδα τόση Ροδολ. Γ΄ [136]. 3) Ειρηνικός βίος, ευημερία (ενίοτε χώρας) (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. C4, F): Εκράτει τα ρηγάτα του με ανάπαψην κι ειρήνην Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6780· ο βλέπων να είδεν ένωσιν αστέρων δύο μεγάλων| δηλούσαν ανάπαυσιν και πλατυσμόν Ρωμαίων Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 551· Και άκουσον την βιοτήν τσαγγάρου και να μάθεις| την βρώσιν και ανάπαυσιν τήν έχει καθ’ εκάστην Προδρ. IV 46· χαίρουνται την ανάπαψην τα έθνη εις πάσα τόπον Ζήν. 22· δεν ήρθετε ως τώρα προς την ανάπαψη και προς την κλερονομιά Πεντ. Δευτ. XII 9. 4) Σταμάτημα, διακοπή (Πβ. συγγενική αρχ. χρήση, αλλά και στον Ευστ., Άλ. 13417: ανάπαυσις αιχμαλωσίας): και κείτομαι δίχως καμιάν ανάπαυσιν και κλαίγω Φαλιέρ., Ιστ. V 105· πβ. αναπαημός α. 5) Σταμάτημα, στήριγμα (Πβ. στάσις ΠΔ, Tisch. Γέν. VIII 9): δεν ηύρεν η περιστερά ανάπαψη εις απαλάμη του ποδαριού της Πεντ. Γέν. VIII 9· να μην είναι ανάπαψη εις την απαλαμιά του ποδαριού σου (πβ. στάσις ΠΔ, Tisch., Δευτ. XXVIII 65), Πεντ. Δευτ. XXVIII 65. 6) Ευκολία, ευκαιρία: Ετούτο μ’ άλλη ανάπαψην θέλομε το λογιάσει Σουμμ., Παστ. φίδ. B΄ [979]· Με άλλην σου ανάπαυσιν τά ’παθες θες μιλήσεις Ευγέν. 1450. 7) Τοποθέτηση, κατάσταση: Όλα της γης αλλάσσουν τα κινούμενα| ανάπαψην και ριζικόν την σήμερον Κυπρ. ερωτ. 9722. 8) Οκνηρία, τεμπελιά: η δείλιαση, η ανάπαψη, πως η αναμελιά τως| είναι αφορμή και στέκουσι πάντα τως ξεπεσμένοι Φορτουν. Πρόλ. 28· ότι διά την ανάπαυσιν πολλοί παραστρατίζουν Δεφ., Λόγ. 326· από την ανάπαψην εκείνη| την άκαρπη και ανέργα, οπού μισά (έκδ. μοσά· διορθώσ.) τον κόπον Πιστ. βοσκ. IV 6, 39· Εις την οκνιάν και ανάπαυσιν πολλά κακά ακλουθούσι Δεφ., Λόγ. 207. —Συνών.: ακαμασιά. 9) α) Κρεβάτι: Σμίγουσι ξύλα και καρφιά κι απάνω τονε βάνου| και με μεγάλη μαστοριά ανάπαψη του κάνου,| να μη σαλεύγει το κορμί Ερωτόκρ. E΄ 48· εις την μονήν, εις την στρωμνήν, εις την ανάπαυσίν του Καλλίμ. 2331· Δότε τ’ ανδρός ανάπαυσιν μετά της γυναικός του Χούμνου, Π.Δ. VII 67· την κεφαλή σου κλίνε την εις την ανάπαψή σου Θυσ.2 866· —Συνών.: κλινάρι(ν), κράβατος, κραβάτι(ν)· β) κατοικία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ· πβ. Lampe, Lex. στη λ. 6): Ενταύτα απηλογίασεν ο πρίγκιπας τον λαόν του| κι εδιάβηκεν ο καταείς εις την ανάπαψήν του Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5707· Γροικώντα την μαντατοφορίαν όρισεν και εδώκαν του ανάπαυσην Μαχ. 35224· Ανάπαυσην τους έδωκε και σπίτια να σταθούσιν Τζάνε, Κρ. πόλ. 51923· —Συνών.: οσπίτιον· γ) κατασκήνωση: διά να έχουν τα φουσσάτα τους ανάπαψην κι απλίκιν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6604· ήτον χώρα εύκολη διά ανάπαψην φουσσάτου Χρον. Μορ. (Καλ.) H 5593. 10) α) Θάνατος (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. C 1,2 και ΙΛ, λ. αναπαμός 2 και Σπυριδ., ΕΕΒΣ 20, 1950, 101 σημ. 5): έστιν ημίν ανάπαυσις και τάφος μετά ταύτα Βίος Αλ. 4738· διά αναπαύσεις πολλών αρχιερέων και άλλων τιμίων προσώπων Ιστ. πατρ. 1997· Στου Αβραάμ και Ισαάκ εκεί να ’ναι η ψυχή του| στους κόλπους των προπάτορων με την ανάπαψή του Ζήνου, Πρόλ. (Legr., BH 1, 239)· β) μεταθανάτια, μακάρια ζωή (πβ. Lampe, Lex. στη λ. C 1,8,10· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2, Άσμ.): Και του Μαρτζέλλου ανάπαυση ο Θεός να του χαρίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 38215· τση δείχνουσι την παράδεισον, τον κόλπον του Αβραάμ, την σύναξην των δικαίων και την ανάπαψη Αποκ. Θεοτ. II 95· γ) τάφος (βλ. Κοραή, Άτ. Δ΄ 13): και νά ’ρθα ν’ ανεπάηκα εις την ανάπαψή σου Θυσ.2 860. — Πβ. θεράπευσις, θεράπειο.απλώς,- επίρρ., Σπαν. (Hanna) V 199, Σπαν. (Hanna) O 226, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 214, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 22, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 593, 5075, Καλλίμ. (Κριαρ.) 188, 381, 420, 682, 1022, 1046, 1119, 1598, 2330, 2424, 2550, Βέλθ. (Κριαρ.) 708, Πουλολ. (Krawcz.) 55, Λίβ. (Lamb.) Sc. 232, 421, 576, 1556, Λίβ. (Lamb.) Esc. 76, 1168, 1461, 3632, Λίβ. (Lamb.) N 127, 679, 803, Λίβ. (Wagn.) N 2394, Αχιλλ. (Hess.) N 107, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 48.
Το αρχ. επίρρ. απλώς. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Ανεπιτήδευτα· κάπως αδέξια (βλ. και Lampe, Lex. στη λ. Α· πβ. και ΙΛ, λ. απλά 1): με την πνοήν του εχείρισεν να παίζει το καλάμιν| και απλώς, ως ουκ εγνώριζε τι έναι το θέλει Λόγ. παρηγ. L 214· β) (προκ. για ύφος λόγου) σε απλό, δημώδη λόγο (Πβ. ΙΛ, λ. απλά 1· πβ. επίσης Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. τίτλ., Foll., Libri greci 120, τας ομηρικάς λέξεις απλώς εξηγημένας): εκείνοι γράφουσι σοφώς και κατά λόγον,| ... εγώ δ’ ουχ ούτως γράφω (παραλ. 2 στ.), αλλ’ ουν λιτώς, μοναχικώς, απλώς, ευκολωτάτως Προδρ. ΙΙΙ 22· εις την απλώς γλώτταν μετέφερον Κώδ. Χρονογρ. 48. Βλ. και απλότης 6. 2) Καθαρά, σαφώς: έκατσα και εκατέλεξα το όνειρον εκείνον,| τό είδα απλώς, ως αισθητώς Λίβ. Sc. 1556. 3) α) Χωρίς ιδιαίτερη πρόθεση, τυχαία (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. Ε, Κ, L· η σημασ. και σήμ., ΙΛ· πβ. και ΙΛ, λ. απλά 2): ως είδαμεν ημείς τον ύπνον τον τοσούτον ...| προς την καυχίτσαν είπαμεν απλώς και κατά τύχην:| «Παράκατσε και πρόσεξε μήπως την νύκταν κλαίει ...» Καλλίμ. 2424· ουχ απλώς και τυχερώς είχον (ενν. αι πύλαι) την αρμονίαν Καλλίμ. 188· β) χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αφελώς (Βλ. και Lampe, Lex. στη λ. F): απλώς γαρ και ως έτυχεν, εις πειρασμόν μη πέσεις Σπαν. O 226· απλώς μαινομένη επ’ αυτῴ είπεν ... Νικήτα, Βίος Φιλαρ. 13114. 4) Γενικά, για γενίκευση (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S στη λ. ΙΙ 4 και σήμ.): εξύρα και το γένειον μέχρις επιδερμίδος,| εδείκνυ και τας παρειάς εψιμμυθιαμένας| και παν το πρόσωπον απλώς είχεν εξηλλαγμένον Μανασσ., Χρον. 593· εσκόπα ο νους μου, εγύρευγε το πώς να επιχερήσω| της κόρης την υπόθεσιν και μετά τέχνης ποίας| και απλώς εκατεκόπτετον εις εκατόν ο νους μου Λίβ. Esc. 1168. 5) (Επιτατ.) α) (χωρίς άρν. συνήθως με το επίθ. πας) ανεξαίρετα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙ2· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. Β4, καθώς και Schirò, Barlaam Calabro Epistole greche, σ. 337): Οι μεν ετρικυμίζονται προς την του κάστρου μάχην| και προς αντιπαράταξιν και συμπλοκήν πολέμου·| αρμάτων ήτον έξαψις και δοκιμή φαρίων| και πάντες είχασιν απλώς την περί τούτου ζάλην Καλλίμ. 1022· και τότε τους αυθέντας μου και τους γεννήτοράς μου (παραλ. 2 στ.) έφαγεν, εκατέπιεν, εφάνισεν τελείως| και μόνην με κατέστησεν πάσης απλώς επλίδος Καλλίμ. 682· β) (με άρν.) καθόλου: λάβωμαν, τραύμαν πούποτε απλώς ποτέ ουχ εύρον,| το μήλον δε το μαγικόν ευρίσκουσι της γραίας Καλλίμ. 2550· απλώς ουδέν τον ήφηκαν το να κακοπαθήσεει (παραλ. 1 στ.) ως ίνα ζώντα δώσουσιν προς τον κρατούντα τούτον Καλλίμ. 2330. 6) Μόνο, μονάχα (Βλ. και Lampe, Lex. στη λ. C D): Εν μάχαις τον ανίκητον τον εν πολέμῳ μέγαν (παραλ. 1 στ.) βλέμμαν απλώς ερωτικόν ενέκρωσεν, εχάσεν Καλλίμ. 1119· Απλώς αν είδεν τον κλαθμόν και θρήνον τον της κόρης,| να φρίξεις! εξεμάρανεν πάσαν ανθρώπου φύσιν Καλλίμ. 1598.από (I),- πρόθ., Φυσιολ. (Karn.) Μ 326, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 249, Σπαν. (Hanna) Α 18, 131,164, 524, 532, 551, Β 124, 347, Σπαν. (Ζώρ.) V 69, Σπαν. (Hanna) V 122, 126, 167, Σπαν. (Hanna) Ο 53, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 457, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 493, 626, Αιν. άσμ. (Παπαδ.-Κερ.) 120, Προδρ. (Hess.-Pern.) II G 18, III 45, Καλλίμ. (Κριαρ.) 193, 284, 2271, Έκφρ. ξυλοκ. (Λάμπρ.) 156, Ασσίζ. (Σάθ.) 611, 75 , 8921, 1443, 18711, 40030, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 53720, Ορνεοσ. άγρ. (Hercher) 51924, 53714, 5392, Διγ. (Mavr.) Gr. IΙΙ 266, IV 131, 926, VIII 43, 185, Διγ. (Hess.) Εsc. 136, 138, 1316, 1589, 1759, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2835, Διγ. (Καλ.) Α 1440, 2113, 3759, Βέλθ. (Κριαρ.) 71, 248, 249, 328, 405, 530, 538, 566, 700, 714, 914, 1213, 1277, Εβρ. έλεγ. (Παπαγ.) 174, Ερμον. (Legr.) Λ 70, Ν μετά στ. 392, Ξ 73, 105α, Ψ 317, Χρον. Μορ. (Καλ.) Η 439, 940, 1255, 1599, 1675, 1713, 2562, 2738, 2827, 2918, 3531, 4969, 5797, 6107, 6534, 6549, 7290, 7625, 8420, 8683, Χρον. Moρ. (Schmitt) Ρ 3865, Πουλολ. (Krawcz.) 213, Βίος Αλ. (Reichm.) 3661, Φλώρ. (Κριαρ.) 494, 1264, Σπαν. (Ζώρ.) V 41, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 275, 400, Περί ξεν. (Wagn.) V 31, 404, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 133, Λίβ. (Μαυρ.) P 61, 1867, Λίβ. (Lamb.) Sc. 933, 2213, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1077, 3262, 4019, Λίβ. (Lamb.) N 46, 155, Λίβ. (Wagn.) N 838, 1889, Αχιλλ. (Haag) L 284, Αχιλλ. (Hess.) N 39, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 106, 149, 266, 347, Ιμπ. (Κριαρ.) 178, 233, 434, Γράμμ. κρ. διαλ. (Μανούσ.) σ. 7, Χρησμ. (Trapp) I207, V3, VI28, VII14, IX11, Φυσιολ. (Zur.) I 2α5, Χειλά, Χρον. (Hopf) 356, Μαχ. (Dawk.) 803, 25410, 3204, 3729, 57822, 38626, 42010, 42214, Σφρ., Χρον. μ. (Grecu) 628, 83, 10, 23, 1010, 34, 1212, 28, 31, 1418, 29, 32, 1082, 1149, 1244, 26, 1264, 12617, 12829, Θησ. (Foll.) I 125, Θησ. (Schmitt) 339 IV 5, Ch. pop. (Pern.) 20, 30, Καραβ. (Del.) 49226, 49316, 30, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 197, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 683, Βουστρ. (Σάθ.) 414, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 46, 53, Σοφιαν., Παιδαγ. (Legr.) 92, Διήγ. Αγ. Σοφ. (Băn.) 14715, 14811, Αγν., Ποιήμ. (Ζώρ.) 16, Σαχλ. (Vitti) N 93, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 535, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 395, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 771, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 3, 13, 31, 120, 197, 448, 479, 485, 487, Ριμ. Απολλων. (Morgan) 356, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 183, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 212, 343, 344, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 10, 360, Θρ. Θεοτ. (Μανούσ.) 119, Πεντ. (Hess.) Γέν. IΙΙ 1, VIII 8, XIV 20, XX 6, XXVII 30, Έξ. I 9, XIV 5, XXX 2, Αρ. XIII 25, XXII 16, 23, XXIV 11, XXXIII 8, Δευτ. IX 1, XX 1, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 511, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 7916, 12425, 1497, Μηλ., Οδοιπ. (Παπαγ. Σπ.) 636, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 282, 1307, Κατζ. (Πολ. Λ.) Α΄ 78, Β΄ 98, 387, Γ΄ 378, Δ΄ 291, Ε΄ 188, 209, 453, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 397, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 195, 440, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 754, Γ΄ 696, 1501, Στάθ. (Σάθ.) Πρόλ. 19, Α΄ 239, 272, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 29, 55, 67, Ροδολ. Α΄ [68], Ε΄ [549], Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 76, 428, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Δ΄ [506], χορ. δ΄ [8 ], Λίμπον. (Legr.) Αφ. 38, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 44, 77, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 670, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 26017, Αλφ. (Mor.) ΙΙΙ 10· ’πό, Διγ. (Καλ.) A 1908, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 393 (μετά διόρθ. Ξανθ., Παναθήν. 18, 1909, 180· έκδ. παραλ.), Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 33, 1003, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 295, 468, 803, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 222, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 44525· αποτά, Φαλιέρ., Ιστ.2 740 χφ V· απού, Ασσίζ. (Σάθ.) 828, 129, 2125, 3114, 4131, 5531, 8327, 924, 934, 9710, 10618, 1092, 1272,1446, 2203, 3122, 34022, 3526, 38829, 40130, 4145, 4212, 4619, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1357, Μαχ. (Dawk.) 223, 226, 3826, 701, 19631, 25410, 3404, 36231, 36417, 4066, 45615, 47211, 52235, 6064, 60832, 62011, 16, 63038, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 137, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 28, 1513, 1613, 248, 578, 588, 766, 771, 805, 9131, 923, 9361, 9914, 22, 10823, 10930, 38, 11030, Αχέλ. (Pern.) 310, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 447, Γ΄ 180, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 42, Α΄ 488, Β΄ 254, 385, 410, Γ΄ 272, Δ΄ 120, Ιντ. δ΄ 109, Ε΄ 142, Πιστ. βοσκ. (Joann.) I 2, 208· III 6, 8· V 6, 329, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 85, Επιστ. Ηγουμ. 168, 175, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 217, 314, 507, 512, 565, 732, 919, 926, 1200, Β΄ 1283, Ε΄ 470, Θυσ. (Μέγ.)2 24, 31, 288, 814, 1079, Στάθ. (Σάθ.) Ίντ. α΄ 11, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [9, 66, 173], Δ΄ [119], Ε΄ [272], Ροδολ. Α΄ [344], Ε΄ [588], Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) II 12, Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 144, Γ΄ 57, Δ΄ 407, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 59, Β΄ 196, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 634, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 28714, 3038, 5473, Διακρούσ. (Ξηρ.) 8022, Αλφ. (Mor.) III 48· ’πού, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 211, 2, 325, 351, 592, 643, 9232, 9444, 965, 10624, 1073, 25, 11031, 34, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 197, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 32217, 3787· απέ, Ιων. (Hess.) 2168, Ασσίζ. (Σάθ.) 49, 1521, 1612, 1923, 2214, 3516, 27, 386, 391, 413, 12, 4514, 4710, 5114, 552, 6416, 653, 6915, 803, 6, 8, 11, 8230, 889, 8921, 9022, 9121, 9831, 1098, 11415, 1214, 12413, 12721, 14217, 15028, 15227, 15422,1593, 16322, 17622, 1784, 17922, 2286, 23711, 25413, 2618, 27121, 28227, 30226, 3049, 32329, 3414, 35318, 3591, 3624, 3777, 41024, 4137, 41524, 4166, 13, 4219, 17, 4234, 4799, 4813, 5217, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 52014, 55125, 57714, Βέλθ. (Κριαρ.) 574, 978, Ακ. Σπαν. (Legr.) 167, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 138, 153, 572, 641, 687, 794, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 570, 3175, 6519, 6864, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 4159, 4901, 6226, 6687, 6808, 8967, Πτωχολ. (Schick) P 144, Διήγ. Βελ. (Cant.) 23, Φλώρ. (Κριαρ.) 74, 108, 306, 547, 681, 730, 896, 916, 1020, 1064, 1082, 1454, 1549, 1617, 1797, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 317, Απολλών. (Janssen) 770, Λίβ. (Lamb.) Esc. 4207, Λίβ. (Lamb.) N 155, Λίβ. (Wagn.) N 247, 1631,1948, 2167, 2405, Αχιλλ. (Hess.) L 271, 582, 713, Αχιλλ. (Hess.) N 278, 316, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 13, 477, Ιμπ. (Κριαρ.) 209, 343, 358, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1392, Ανακάλ. (Κριαρ.) 11, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 120, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 191, 423, Μαχ. (Dawk.) 48, 22, 64, 1020,1823, 2013, 2622, 3812, 18631, 30626, 3641, 37032, 34, 37237, 41223, 43611, 4664, 46835, 48232, 53221, 55815, 59014, 67626, Θησ. (Foll.) I 5, 30, 58, 63, 64, 75, 96, 132, Θησ. (Βεν.) Πρόλ. 127, 154, 192, Β΄ [96], [104], Βουστρ. (Σάθ.) 413, 417, 452, 456, 46828, 50223, 51921, 53411, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 704, Πικατ. (Κριαρ.) 417, Συναξ. γυν. (Krumb.) 99, 871, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 14, Πεντ. (Hess.) Γέν. II 6, 9, IV 13, XVI 2, XXVI 10, Αρ. X 12· ’πέ, Αχιλλ. (Hess.) L 1134, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 128· απ’ (μπροστά από φωνήεν), Σπαν. (Hanna) V 24, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 82, Ασσίζ. (Σάθ.) 1818, Διγ. (Καλ.) A 242, Βέλθ. (Κριαρ.) 366, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 378, Απολλών. (Wagn.) 550, Λίβ. (Lamb.) Esc. 974, Λίβ. (Lamb.) N 836, 841, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 33, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 197 (έκδ. αποκάτω· διόρθ. Ειδική Χρήση: Ξανθ., Κρ. Λαός 1, 1909, 10, σε απ’ εκατόν), Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 418, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 50, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2071, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Δ΄ 62, Λίμπον. (Legr.) 68 κ.ά.· απ’ (μπροστά από τ), Χρον. Τόκκων (Schirò) 2009, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 50, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 2071, Γ΄ 67· ’π’ (μπροστά από φωνήεν), Κορων., Μπούας (Σάθ.) 50, Λίμπον. (Legr.) 262, κ.ά. ’π’ (μπροστά από σύμφωνο), Αλφ. (Κακ.) 1158· αφ’ (μπροστά από τ), Βέλθ. (Κριαρ.) 442, 1154, 1279, 1312, Σωσ. (Legr.) 53, 73, Χρησμ. (Trapp) I 302, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 419, 428, Γεωργηλ., Θαν. (Legr.) 32, 408, 459, 460, 493, 637, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 8636, Διγ. (Lambr.) O 722, 1705, 2414.
Η αρχ. πρόθ. από. Για τη νεωτερ., ιδίως τη νεοελλην. χρ. της, βλ. Άμ., ΛΑ 5, 1918/20, 132 κέ. Για τους τ. της βλ. επίσης Άμ., ΛΑ 5, 1918/20, 132 κέ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 478, Χατζιδ., ΕΕΠ 7, 1910/11,83 και ΙΛ στη λ., ετυμολ. Για την παλαιότ. σύνταξη και χρ. της πρόθ. βλ. Hatzid., Einleit. 224 Jannaris, Hist. Gramm. 373, Raderm., Neutest. Gramm. 21925, 143, Treu (Aus der Byz. Arbeit der DDR 1, 1957, 17-23), Mihevc (Ziva antika 15, 1966, 355), Lampe, Lex. στη λ. VI και Sophocl. στη λ. 13. Για τη σημερ. σύνταξη της απόβλ. ΙΛ στη λ. (ετυμολ.) και για τη χρ. της με γεν. σε ορισμένες νεοελλ. εκφρ. βλ. Κριαρ., ΕΕΦΣΠΘ 8, 1960, 221. Για τον τ. απού μπροστά από τ βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 478 και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 388. Η άποψη του Ξανθ. ορθότερη.
1) α) Απομάκρυνση από πρόσωπο, τόπο, πράγμα, ενέργεια, κλπ. (Η χρ. μτγν., Bauer, Wört. στη λ. IΙΙ, Lampe, Lex. στη λ. I Α2, Sophocl. στη λ. 5 και σήμ.,ΙΛ στη λ. Α14α [α]): έκλινεν το μουλάρι από τη στράτα Πεντ. Αρ. XXII 23· να τον διώξουν απέ το ρηγάτον Ασσίζ. 2286· σηκώνετ’ αφ’ την κλίνην του Διγ. O 1705· με το γλυκύν το δείσ σου δώσ’ μου θάρος| … και θέλει λείψειν απού μεν ο χάρος Κυπρ. ερωτ. 9922· οι Γενουβήσοι, διά να μηδέν δράξουν τον ρήγα απού τα χεργία τους οι Βενέτικοι εις το έλα του, αρματώσαν ϛ΄ κάτεργα Μαχ. 6064. τώρα είναι καιρός να μού βουθήσετε και να με αποβγάλετε απέ το πρόσωπον τους Γενουβήσους Μαχ. 53221· Σηκώσου απού τα πόδια μου, τίβοτας μη φοβάσαι Ερωφ. Ιντ. δ΄ 109· ώσπερ από πορνείαν φεύγε, (ώ) υιέ, ώσπερ από φαρμάκι Σπαν. O 53΄ και το καλό απού το κακό ποιόν είναι δε γνωρίζεις Ερωτόκρ. A΄ 1200· έβγαλε τέτοιο λογισμό απού την όρεξή σου Θυσ.2 814· από τα μάτια μου εχάθηκεν το ’λάφιν Απόκοπ. 13· και είπεν ή Σαρράι … εμπόδισε με ο Κύριος απέ του γεννήσει Πεντ. Γέν. XVI 2· απεστείλαμε (= ελευθερώσαμε, απαλλάξαμε) το Ισραέλ από να μας δουλέψουν Πεντ. Έξ. XIV 5· Αρ. XIII 25· φρ. (1) βγάνω από τον νουν μου, την όρεξη, κτλ. =λησμονώ: απολησμόνει το γουργόν, έβγαλ’ τ’ από τον νουν σου Σπαν. B 347· Θυσ.2 814· (2) βγαίνω από τον νουν μου = τα χάνω, σαστίζω, γίνομαι «αλλόφρων»: απέ τον νουν του έβγαινεν απέ τόν πόνον οπού είχεν Θησ. I 58· Ιμπ. 178· (3) βγαίνει (κάτι) από τον νουν μου = ξεπερνά το μυαλό μου, δεν το θυμούμαι: εις το με βιάζεις να σε πω τούτο πότες εγίνη | λανθάνομ’ από τον καιρόν και από τον νουν μου εβγαίνει Απόκοπ. 448· (4) βγαίνω από τα πρόσωπα του … και συνεπαίρνω από τα πρόσωπα = απομακρύνομαι, φεύγω από (κάποιον) Πεντ. Γέν. XXVII 30, Αρ. XXXIII 8· (με επιρρ. όπως έξω, μακρά, παρέξω, πέρα, κλπ.): είσ’ άπ’ την περηφάνεση μακρά του κόσμου …| τη σκοτεινή Ερωφ. Αφ. 50· σκλερόν είναι πολλά να παραδώσω| έξ’ άφ’ την δούλεψήσ σου Κυπρ. ερωτ. 8636· Αχιλλ. L 582· Διακρούσ. 8022· Ασσίζ. 828· ξεχωριστά από = εκτός από: Πόσες φτωχές εκακομοιριαστήκα| ξεχωριστά ’πού τσ’ άνδρες που πιαστήκα Λεηλ. Παροικ. 634· β) απόσταση (Η χρ. μτγν.· βλ. Κριαρ., Ελλην. 12, 1953, 378): απεξέβηκαν ως από μίλιν ένα Διγ. Esc. 1316. 2) Απαλλαγή (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. 110· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. I C1· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 13): εις είντα μόδον να γλυτώσουν απέ τούτην (την) ταραχήν Μαχ. 1020· Χάρε, … απού τα τόσα πάθη λύτρωσέ με Κυπρ. ερωτ. 578, σ’ έβγαλεν ο Θεός άφ’ τον ζυγόν τον ένα Γεωργηλ., Θαν. 408· Σπαν. A 532· Ασσίζ. 6915· Θρ. Θεοτ. 119· Ερωφ. Δ΄ 120· Διγ. O 2414. 3) Στέρηση (Η χρ. και παλαιότ., Sophocl. στη λ. 9): ακληρήθη η αρχόντισσα, η ντάμα Μαργαρίτα,| από το κάστρον κι αφεντίαν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 7625· οι Τούρκοι ωσάν είδασι κι ήτονε νικημένοι| κι απού τα τείχη έρημοι Τζάνε, Κρ. πόλ. 28714· λείποντας ξύλ’ απού το καμίνι Ροδολ. Ε΄ [272]· Γεωργηλ., Θαν. 197· Ριμ. Βελ. 683, Πεντ. Αρ. XXIV 11. 4) Αλλαγή (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. 19 και Lampe, Lex. στη λ. I D2): δύνεσαι απού νεκρόν να μ’ αναστήσεις Κυπρ. ερωτ. 588. 5) α) Προέλευση από πρόσωπο ή τόπο (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III 4 και III 1b, 5· πβ. και Bauer, Wört. στη λ. IV, Lampe, Lex. στη λ. ΙΙb και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): επήρεν ορισμόν η άγια δέσποινα Ελένη … απέ τον υιόν της Μαχ. 48· επερίλαβεν τίποτες απέ τον απεθαμένον Ασσίζ. 17922· το θάνατό μου επήρα (παραλ. 1 στ.) απού τον απονώτατο τον ίδιον αδερφό μου Ερωφ. Γ΄ 272· απέ γυναίκα τίποτε τόσον κακόν ούκ ήλθεν Πόλ. Τρωάδ. 794· ο κοντοσταύλης … εστράφην απού την Κερυνίαν Μαχ. 36417· ως αστραπή ’π’ Ανατολής τρέχει να πάει στην Δύσην Κορων., Μπούας 50· να φέροσι τον Μουσταφάν από τον Μυζήθρα Σφρ., Χρον. μ. 1212· τότες απού το χάλασμα βγαίνουν οι αντρειωμένοι Ερωτόκρ. Α΄ 565· βάλε και καβούρους από ποταμού και κρασί και ας βράσουν Σταφ., Ιατροσ. 249· να δω παιδία έμορφα ’πέ (έκδ. απέ· διορθώσ.) τα εδικά σας μέλη Αχιλλ. L 1134· Κυπρ. ερωτ. 766· Αχιλλ. O 33· εκφρ. (1) από λόγου μου = από δικό μου, εγώ ο ίδιος, από δική μου πρωτοβουλία: λάλησε και από λόγου σου· είπε τους πονεμένους Απόκοπ. 487· Όρα τί είπαν οι πρέσβεις τον Αχιλλέαν από λόγου τους χάριν διδασκαλίας Ερμον. Ν τίτλ.· (2) από δικού μου = εγώ μόνος μου (πβ. το αρχ. άφ’ εαυτού, L‑S στη λ. Α6): ας το λογιάσει κι ας το δει κι από δικού ντ’ ας κρίνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1501· (3) από ’ξαυτόν μου ή από ’ξαύτου μου = από εμένα, από κοντά μου: Γιατί κυρά μου φεύγει απού ’ξαυτόν μου,| ήλθα, πουλλιά, μ’ εσας να καταντήσω Κυπρ. ερωτ. 771· Κυπρ. ερωτ. 1513· (4) από μέρους μου, από το μέρος μου, από την μεριάν μου ή απέ την μερίαν = από μέρος μου, στη θέση μου (πβ. Lampe, Lex., λ. μέρος D7a): είπες του από το μέρος μου αν χρήζει πλέον φουσάτα,| ας έχω είδησην μικρήν κι ευθέως να του αποστείλω Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6549· (5) (και με το σύνδ. ως) ως από = σαν από: ως από λόγον μας γραφές αυτές βάστα μετ’ εσού Απόκοπ. 485· (6) οι από ξένης = οι ταξιδιώτες, οι οδοιπόροι Λίβ. Sc. 2213· (7) (με επιρρ. όπως απέσω, από πάνω, μέσα, πάνω) απέσω απέ = μέσα από: ως ήλιος εμπρόβαλεν απέσω απέ το νέφος Αχιλλ. L 271· (8) μέσα από = από: ας μπαίνει ο ένας έκ τ’ άλλου μέσα απού την αγκάλη Ροδολ. Γ΄ [66]· έλεγες ότι αστράπτουσιν από το χιόνι μέσα Λίβ. N 889· (9) απ’ όνομα· βλ. ά. όνομα Έκφρ. 2· (10) πάνω από = από: αρχίσανε οι λουμπαρδές ’πού τα καράβια πάνω Τζάνε, Κρ. πόλ. 3787· (11) αποπάνω από = από: αποπάνω από το παλούκι πολλά τους ονειδούσεν και έβριζεν Συναδ., Χρον. 29· β) εξουσιοδότηση, εντολή (Για την έκφρ. ως από προσώπου ή ως εκ προσώπου στην επιστολογραφία βλ. Τωμ., Βυζ. επιστολογραφία 3 Γ΄ 95-6 και Τωμ., Αθ. 64, 1960, 8-11): τιμητικά τόν χαιρετούν (ενν. τον βασιλέα) από τους κεφαλάδες Χρον. Μορ. (Καλ.) H 570· Αφέντη, εγώ λαλώ σου από τον ρήγαν ότι εσού ήσουν η αφορμή … Μαχ. 3201· παρακαλούν και λέγουν τον … απέ τον ρήγαν Ιμπ. (Wagn.) 371· ου λέγω εξ εμού άλλ’ από της κυρας μου, … Χρυσάντζας της ωραίας Βέλθ. 914· 6) Καταγωγή (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III Ια και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1β): αν ένι γνήσιες και από ενού πατρός και απέ μιας μητρός Ασσίζ. 42117· ψουμάτους καβαλάρηδες απού μεγάλην γενιάν Μαχ. 3404· Ημεις γάρ ευρισκόμεθα από γενεάς μεγάλης Διγ. Esc. 136· Γνωρίζω τη, και πούρι δα δεν είμαι απού τα όρη Φορτουν. Α΄ 144· Ασσίζ. 889· Διήγ. Αλ. V 53· Κατζ. Ε΄ 209. 7) α) Αφετηρία (ιδίως χρον.) ήδη από … (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. II· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. II, Lampe, Lex. στη λ. II A3, Sophocl. στη λ. 4· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 14β [α]): απέ κείνην την ημέραν ευρίσκουνταν καβαλάρηδες εις την Κύπρον Μαχ. 55815· απού την πρώτ’ αργατινή πού ’παίξε το λαγούτο| ελόγιασά το κι είπα το: για μένα είναι τούτο Ερωτόκρ. A΄ 919· οι άνθρωποι του νόμου απού ιδ΄ ετών και η γεναίκα απέ ιβ΄ ετών ημπορούν καλά να ποίσουν διαθήκην Ασσίζ. 40130· απέ το τάρμενον τών ζ΄ ημερών Ασσίζ. 14217· εποίκαν … διαλαλημόν: «Πάσα άνθρωπος απού ιε΄ χρονών και απάνω να έλθουν να τους δώσουν όρδινον» Μαχ. 36231· απέ ένα μάρκον ασήμιν και άνων Ασσίζ. 4234· Κατζ. Β΄ 387· εκφρ. (1) από την πρώτη = ήδη από την αρχή: αρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον απού την πρώτη,| μα εδά ’χει τόση δύναμη κ’ έτσι μεγάλη εγίνη … Ερωτόκρ. Α΄ 314· (2) από καιρό(ν) = όπως και σήμ.: ερώτουνα (διορθ.) και από καιρό μου ’λεγες κ’ ήχασές το Στάθ. Α΄ 239· Κυπρ. ερωτ. 9131· σώζεται όμως και η σύνταξη με γεν.: από καιρού, Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ., σ. 501· β) (αφετηρία με δήλωση και τέρματος)· από … έως (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. I 8, Sophocl. στη λ. 5β): τα κάγκελα εξηλώθησαν άπ’ άκρας έως άκραν Προδρ. I 82· απέ το Νίκλι έως την Λακιδαιμονίαν ένι δασώδης τόπος Χρον. Μορ. P 6687· επηγαίναν οι ανθρώποι απού τόπον εις τόπον με τα κτηνά τους να εύρουν νερόν Μαχ. 226· είδαμ’ από γης ως γή τον άθρωπο να πέσει Ερωτόκρ. Α΄ 754· ξεφάντωσ’ απού το ταχύ ως το βραδίν εκράτει Ερωτόκρ. Α΄ 512· έριξεν τες σαγίτες της απ’ ύστερην ως πρώτην Απόκοπ. 418· Βέλθ. 366· φρ. (1) (Προκ. για κτήριο και με ρ. όπως κατεδαφίζω, αφανίζω, κλπ.) από τα θεμέλια — συθέμελα, σύριζα· εντελώς, ολοκληρωτικά (πβ. το αρχ. και μτγν. εκ θεμελίων και το σημερ, από θεμελίου· για το τελευταίο βλ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ. σ. 501): Κατηδάφισαν … και το του αγίου Δημητρίου μοναστήριον από τα θεμέλια Ηπειρ. 25116·. (2) (Με ρ. όπως ποιώ, κτίζω, κλπ.) απού γής = από τα θεμέλια: όρισεν και εποίκαν εκκλησίαν απού γης Μαχ. 3826· Μαχ. 701·. (3) Αποκάτω από τον πάτο = σύριζα· ολοκληρωτικά: την χώραν την αφάνισεν ’πουκάτω ’πού τον πάτο|· τα σπίτια και τα τείχη της έβαλεν άνω κάτω Παλαμήδ., Βοηβ. 197. 8) Διαμέσου τόπου (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 14α [β]): ας υπαγαίνωμεν … από της στερέας Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1599· τα έστελναν … εις την Κωνσταντινούπολη από θαλάσσης Διήγ. Αγ. Σοφ. 14811· έφυγαν και επεράσαν απέ το ρηγάτον Ασσίζ. 25413· από το πόρτο τσ’ Άγουσας εβγαίνει| τότε και από τη Μύκονο παγαίνει Λεηλ. Παροικ. 670· περάσαντος τον Παϊζίτη από το επάνω Στενόν εις την Δύσιν Σφρ., Χρον. μ. 1231. 9) Εξάρτηση (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α2): κρέμμασεν και κείνον απέ τα ποδία Βουστρ. 456· απέ το χέριν τόν κρατεί Φλώρ. 1454· ’πού τα μαλλιά τες σύρνουσιν Θρ. Κύπρ. M 765· βουηθάτε μου να σηκωθώ· κράτει μ’ απού το νώμο Θυσ.2 1079· τόν ανακρεμάσαντα τον ουρανόν από της γής Φυσιολ. M 326. 10) Ύστερα από, μετά (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. II· και παλαιότ. βυζ., Lampe, Lex. στη λ. I Bl, Sophocl. στη λ. 6· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 14 β [δ]: από θανάτου του ρέ Πιέρ … αρμάστην με τον υιόν του πρίντζη Μαχ. 57822· Ασσίζ. 40030· Η Σωφροσύνη απ’ αυτήν (= μετά τη Δικαιοσύνη) ανέβη εις γήν ολίγον Λίβ. Esc. 974· Λίβ. N 836, 841· έκφρ. απέ τούτον (ουδ.) = κατόπιν· έτσι: παρακαλεί σας να πιάσετε την εζήτησήν του, αν φανεί της αυλής. Και απέ τούτον εμπαίνει εις την αυλήν Μαχ. 30626. 11) Ποιητ. αίτ. (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III 4· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. V 6, Lampe, Lex. στη λ. III Β και Sophocl. στη λ. 1· και σήμ., ΙΛ στη λ. A3): Κατεφρονέθης απ’ εμού, δέσποτα αυτοκράτορ Διγ. A 242· απέ τους αρχιερείς Λατίνων να χειροτονούνται διάκονοι Μαχ. 2622· αφ’ τον Θεόν και αφ’ τους αγιούς τέλεια ευλογημένος Γεωργηλ., Θαν. 493· απ’ ολωνών των βασιλιών του κόσμου ζηλεμένος Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 62· Πιστ. βοσκ. I 2, 208· Κυπρ. ερωτ. 1073. 12) Αναγκ. αίτ. (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III 6· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. VI και 3, Lampe, Lex. στη λ. II Α2· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4): Μιαν από κόπου νύσταξα να κοιμηθώ εθυμήθην Απόκοπ. 3· μίαν σκλάβαν απού πέφτει απού κακήν αρρωστίαν Ασσίζ. 4131· από την αστένειαν σου πολλά το λυπούμεθαν Μαχ. 3729· απού την πείνα την πολλή συχνιά το νου μου χάνω Φορτουν. Γ΄ 57· από νερό διψούσαν Αιτωλ., Μύθ. 511· ήρξατο από πόνου του τα τέτοια να τον λέγει Λόγ. παρηγ. L 457· Πολλά ’μαι κουρασμένος ’πό τα όρη Βοσκοπ. 222. από άμετρου και πολλής πεσούσα αθυμίας| επί του νέου συμπαθώς εξέπνευσεν η κόρη Διγ. Gr. VIII 185· εξέβηκα από λύπης μου και κόσμον περιεπάτουν Λίβ. N 46· τρέμει αφ’ τον φόβον Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 428· απέ τας πικρίας λιγνεύω Συναξ. γυν. 871· Αν είχεν είσταιν χιόνιν, ώ κυρά μου,| έλυεν απού τον πόθον κι αχ την βράστην Κυπρ. ερωτ. 10938· ο πλούτος, το λογάριν σου ως άνεμος παγαίνουν,| λαχαίνουσιν και χάνονται από φωτιά ή κούρσας Σπαν. V 41· περί των πραγμάτων τών να ρίξουν εις την θάλασσαν από κακού καιρού Ασσίζ. 75· απέ τον μέγαν πλούτον τόν είχαν εκαταφρονούσαν τους λας Μαχ. 4664· επίασε το Εξαμίλιον και έκτισεν αυτό, κακώς δε από της συντομίας Σφρ., Χρον. μ. 12829· απού το δείσ σου πάντα μαρτυρίζω, αλλ’ όμως ο φτωχός πάντα ποθώ το Κυπρ. ερωτ. 9914· είχα εις τον νουν μου| να οικοδομήσω εκκλησίαν, να ποιήσω μοναστηρι κι ουδέν το εκατευόδωσα από τες αμαρτίες μου Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2738· Δεν έχω παραπόνεσην ’πού σέναν,| άμμε ’πού το πικρόν το ριζικόν μου Κυπρ. ερωτ. 212· ποντίκιν κακορίζικον από την κακοτύχην Πουλολ. 208· Σπαν. (Hanna) V 122· Σπαν. A 18, 524· Προδρ. Η G 18· Ασσίζ. 1092, 1272· Χρον. Μορ. (Καλ.) H 2918, 8420· Λίβ. Esc. 4019· Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 419· Γεωργηλ., Θαν. 32· Κυπρ. ερωτ. 1613, 248· Σκλάβ. 183· Αχέλ. 310· Κατζ. Α΄ 78, Β΄ 98, Γ΄ 378, Δ΄ 291, Ε΄ 453, υμείς από κάπου εστέ και από οδού πολλής Νικήτα, Βίος Φιλαρ. 13927· (με το σύνδ. ως) ως από ομαλότητος και του πολλού του κάλλους| ύδωρ εμφαίνειν πεπηγός και καθαρώτατόν τε Διγ. Τρ. 2835· Απόκοπ. 120· έκφρ. απέ τούτο = γι’ αυτό Ασσίζ. 8921. 13) Αφαίρεση από το όλον (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. 16· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. I A1, I D1, καθώς και Psich., Qu. tr. 862· και σήμ., ΙΛ στη λ. AΙΙ): αυτή δε ήτο ονομαστή από τους ανδρειωμένους Διγ. A 3759· πολύν φουσάτον σύντριψαν οι Τούρκοι απέ τους Ούγγρους Παρασπ., Βάρν. C 423· ο ρήγας μια απού τσί πολλές εθέλησε να μάθει … Ερωτόκρ. Α΄ 507· Εάν τύχει … και ρίψει απέ το γομάριν του … διά να αλαφρύνει το καράβιν Ασσίζ. 4710· δεν δίδει τίποτες απέ το εδικόν του … Ασσίζ. 28227· ο πουλητής οπού πουλεί σιτάριν δείχνει του (ενν. του αγοραστή) απέ το σιτάριν Ασσίζ. 4514· έλα στο θάνατό μου| να πιείς από το αίμα μου Πανώρ. Β΄ 447· ηύρασιν πολλά πράγματα απού τες πρα(μα)τείες τους Σαρακηνούς Μαχ. 63038· Ταύτα εγράψαμεν απά των καθ’ εαυτόν και τινων μερικών γεγονότων Σφρ., Χρον. μ. 22· να έχει ο εις ώσπερ τον άλλον απέ τά αγαθά εκείνης της οικίας … Ασσίζ. 4166· απέ τα δέκα ου μη εδυνήθη| να ’γράψε θρήνον, τον εποίκαν Πόλ. Τρωάδ. 687· ουδετίποτε θέλει να ποιήσει απού όσα να του ειπεί η αυλή Ασσίζ. 4619· Καλλίμ. 2271· Ασσίζ. 23711· κάνει (ενν. η αρετή) τον άνθρωπο κι άνθρωπον τόνε κράζου κι από τα ζώα τ’ άλογα λόγιον τον ονομάζου Πρόλ. κωμ. 34. 14) (Επιμερισμός) (Η χρ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. II Al, IV, Sophocl. στη λ. 8·βλ. και Δημητράκ. στη λ. 18) (προκ. για πολλούς ή σαν να πρόκειται για πολλούς) ο καθένας τους: εκείνος εγλυκάθηκε και απ’ εκατόν (πβ. ίσως και από δεκάξι 190) θα βάλει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 197 (πβ. φρ. από ολίγον-ολίγον = λίγο-λίγο, σιγά-σιγά: με θέλει καταπιεί από ολίγον-ολίγον Φυλλ. Αλ. (Πάλλης) 143)· Μοιράζουσιν και άλευρον από μισόν ποτήρι Παϊσ., Ιστ. Σινά 1307· τους τριακόσιους αφήνω σας από ενός φαριού Διγ. Esc. 1759· οι εξής ας δίδουσιν απ’ ενός δηναρίου Απολλών. (Wagn.) 553. 15) Σύγκριση (Για τον υπερθετ. βλ. Κριαρ., Αθ. 45, 1933, 242-45 και Lampe, Lex. στη λ. V· η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α9): σοφώτερη καμιά δεν βρίσκεται απ’ εκείνης Λίμπον. Αφιέρ. 68· τους Αλαμάνους είχασιν κάλλιον απέ τους Φράγκους Χρον. Μορ. P 6808· και θέλει τον καλύτερο απού τσι δυο να γνώσει Ερωφ. Β΄ 254· εναι γληγορώτερον, πονετικόν απ’ όλα (ενν. το τρυγόνι) Περί ξεν. A 378· το φίδι ήτον πονηρό από παν αγρίμι Πεντ. Γέν. IΙΙ 1· κορνέλα … μακρέα από την άλλην τόσον όσο … Καραβ. 49226. πλι’ άπονη απού τον άδην Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 6,8· ουδέ να ένι άνθρωπος ανήλικος παρακάτω από ιδ΄ χρονών Ασσίζ. 1443· τούτη ζωή ’ν’ θλιμμένη| πως δεν ’παντά περίτου ’πού μιάν ώραν Κυπρ. ερωτ. 9232· κείνα τόσον απού ’ξίζουν| κάλλιον παρά ’πού τούτα Κυπρ. ερωτ. 9444· Πεντ. Γέν. IV 13· Πιστ. βοσκ. V 6, 329. 16) α) Ύλη (συστατική) (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙΙ 2· βλ. και Sophocl. στη λ. Β· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α 10): ημφιεσμένους περσικήν στολήν από βλαττιού Διγ. Gr. IV 926· Και εκ της φισκίνας το πλευρόν, εκ το δεξιόν της μέρος| ήτον αμπέλιν ριζωτόν απού υαλίου εκείνο Λίβ. Sc. 1357· Ητον το τρικλινόκτισμα από ζαφείρου λίθων Βέλθ. 328· έλαιον παλαιόν από καρύιον μετά βουτύρου συμμίξας τον ουρανίσκον του ιέρακος τρίβε Ορνεοσ. αγρ. 5392· Βέλθ. 248, 538, Πεντ. Έξ. XXX 2· β) περιεχόμενο (Πβ. ΙΛ στη λ. 10): το άλλον της (ενν. χέρι) εβάσταζεν χαρτίν από γραμμάτων Λίβ. N 838. 17) Όργανο, μέσο, τρόπος (Η χρ. αρχ., L‑S στη λ. III 3· βλ. και Bauer, Wört. στη λ. V2, Lampe, Lex. στη λ. IΙΙ Α· Sophocl. στη λ. 10· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α7): να ζούσιν απού τα καλά της (=της εκκλησίας) Ασσίζ. 3114· Καλέ, παρά να με θανατώσεις απού την πείναν όρισε είντα να γενεί Μαχ. 4066· να θανατωθούν απού κακού θανάτου Ασσίζ. 2125. από βίας τον στρέφεται, θεωρεί με Λίβ. P 61· Προσέχω, ιχνεύω, κυνηγώ, πουλιά κρατώ από τέχνης Λίβ. N 933· Οφρύδια κατάμαυρα εφύσησεν η τέχνη,| γιοφύρια κατεσκεύασεν από πολλής σοφίας Βέλθ. 700· χαίρομαι και ζώ απέ την γραφήν σου Λίβ. N 1631· Τα μήλα της εφέγγασιν από ψιλής θεωρίας Βέλθ. 714· άνθη και φύλλα γέμων (ενν. ο «παράδεισος») από πνοής την ηδονήν υπέρ τον λόγον έχων Καλλίμ. 284· αφύρωσέν τα (δηλ. τα κάστρα) σφόδρα| από λαόν κι από τροφής να ζουν να τα φυλάττουν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 3531· Λόγ. παρηγ. O 626· Αχιλλ. O 149· Ιμπ. 233 Βέλθ. 249, 530, 700· εκφρ. (1) (με ρ. όπως αγαπώ, αναστενάζω, βρυχούμαι, θρηνώ, κλαί(γ)ω, κράζω, κράζω (μετά θρήνων), ’παινώ, προσεύχομαι, στενάζω, κλπ.) από καρδιάς = έντονα, επίμονα, «σφόδρα» (πβ. το αρχ. εκ της καρδίας φιλείν Αριστοφ., από καρδίας φιλέειν Θεόκρ.· εξ όλης της καρδίας, βλ. Lampe, Lex., λ. καρδία Α4· πβ. επίσης από καρδίας μέσης Βέλθ. 1277· η χρ. και σήμ. ΙΛ, λ. από Α7): ν’ αναστενάζω από καρδιάς, πολλά και να θρηνήσω Περί ξεν. A 275· γιατ’ ήκουσά τον από καρδιάς πολλά να σέ ’παινέσει Ερωτόκρ. Γ΄ 696· Αλφ. III 10, Βίος Αλ. 3661, Ροδολ. Ε΄ [549], Διήγ. ωραιότ. 428, Περί ξεν. V 31, Ριμ. Απολλων. 356, Στάθ. Α΄ 272, Σπαν. V 126, κ.π.α. (2) από βάθους (ενν. καρδίας) = έντονα, επίμονα (πβ. βάθος καρδίας ανθρώπου ΠΔ Ιουδ. 8, 14· βλ. και Lampe, Lex., λ. βάθος 2· εκ βάθους αναστέναξεν ψυχής Διγ. (Καλ.) A 1589· βλ. και ΙΛ, λ. βάθος Ια: τσή καρδιάς τα βάθη): από βάθους στενάξασα Διγ. Gr. 43· (3) από ψυχής = με ζήλο, επίμονα, έντονα (πβ. το νεώτ. με την ψυχή μου): ψάλλε από ψυχής και φώναζε μεγάλως Προδρ. III 45· χαιρετισμόν από ψυχής πέμπω σου, καλή κόρη Ερωτοπ. 133· (με το αναστενάζω:) να αναστενάζει από ψυχής , να αναθυμάται εσένα Φλώρ. 1264· Βέλθ. 566 (πβ. και το από ψυχής καημένης Βέλθ. 1213)· (με το τάσσομαι = υπόσχομαι): Και από την χείρα τον κρατεί, καλά τον συμβουλεύει| και τάσσεταί του από ψυχής, πάντα να τον δουλεύει Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 395· (4) από προαιρέσεως = θεληματικά, αυτοβούλως (πβ. το εκ προαιρέσεως = Lampe, Lex., λ. προαίρεσις I G): ουδ’ από προαιρέσεως αφήνεις τα κακά σου Πένθ. θαν. N 344· (5) από ριζικού = κατά τύχην: Εάν γίνεται απού ριζικού ότι εις άνθρωπος ου μία γυναίκα έχει καμμία αστένειαν … Ασσίζ. 38829· Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4969, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [503]· (6) περνώ (κάποιον) από σπαθί ή από σπαθίου (ή σπαθιού) = σφάζω (πβ. Από σπαθιού Μαλάλ., Βόνν., 49320): από σπαθιού επέρασεν όλους τους Σιλιστριώτες Παλαμήδ., Βοηβ. 195· (7) από σπουδής (πβ. L‑S, III 6) = γρήγορα, αμέσως: Εκείνος δε από σπουδής εξάπλωσε την ράβδον Διγ. A 1440· (8) από πτερού πετώντας: και από πτερού εκατέφυγεν εις τον κόλπον σου απέσω Λίβ. (Μαυρ.) P 1867· (9) από κακού = με δυσμενή προκατάληψη Επείρασί με από κακού Χειλά, Χρον. 356· (10) από κομματιού — κομματιαστά Χρησμ. (Trapp) VI28, VII14· (11) (καμιά φορά και με το σύνδ. ως) ως από βιας = σαν ύστερα από βία, πίεση, βιασύνη: ως από βίας ηκούμπησα του περιανασάνω Απόκοπ. 31· (12) (προκ. για εξόρμηση ίππων) από περιστηθίου = ακάθεκτα, ακατάσχετα πβ. το αρχ. από ρυτήρος): ως αστραπή εξεπήδησεν από περιστηθίου Διγ. Gr. IV 118· φρ. (1) διαβαίνω από σπαθί = σφάζομαι: έξω ο κόσμος να χαθεί| κι εγώ να διάβω από σπαθί Αγν., Ποιήμ. Α 16· (2) πιάνω ή παίρνω χώραν από σπαθίου = καταλαμβάνω, κυριεύω: Εν τούτω οι Φράγκοι πρόθυμα μετά σπουδής μεγάλης| πεζεύουν εκ τα κάτεργα, την χώραν πολεμούσιν| από σπαθίου την έπιασαν, της Βενετίας την δίδουν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 439· Τούτος ο σουλτάνος επήρε την Μεθώνη από σπαθίου, οπού την όριζαν οι Βενέτικοι Ιστ. πατρ. 1497· 18) Συνοδεία (Για τη χρ. βλ. Lampe, Lex. στη λ. ΙΕ και Sophocl. στη λ. 6· βλ. και το θεωρήσασα η σύμβιος αυτού από υποκαμίσου όντα, δηλ. ότι φορεί μόνο πουκάμισο Βίος αγ. Φιλαρέτου, Byz. 9, 1900, 17· απίθ. ότι πρόκειται για ξενισμό, όπως δέχεται ο Αλεξίου Στ., Κρ. Χρ. 6, 1952, 409 σημ. 25· βλ. και Ξανθουδίδη, Ερωτόκρ. σ. 501, λ. από και σ. 426, καθώς και ΙΛ στη λ. 6β) με: Εκεί ’τον κι ο Ρωτόκριτος κι ο ρήγας άπ’ τ’ αμάξι| να δούσι το Χαρίδημο σήμερο πως θα διάξει Ερωτόκρ. Β΄ 2071· η Κατερίνα η μαστόρισσα από τ’ οξύ μαντίλι Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 535 (περιττή κάθε διόρθ., βλ. Λαογρ. 3, 1911, 616-7 )· Ερωτόκρ. Β΄ 1283, 2071, Γ΄ 67. 19) α) Το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος: Λοιπόν λέγω να ’ξηγηθώ απέ τους δυο Θηβαίους Θησ. Πρόλ. [154]· περί της αμαρτωλής γυναικός και απ’ εκείνον το της δίδουσιν αν ημπορεί πλείον να της το πάρουν Ασσίζ. 1818· επήγε να τον ιδεί και ερωτήσαν τον απέ τους δικούς του Μαχ. 46835· μ’ αυτόν εσύντυχαν από πολλών πραγμάτων Θησ. I 125· β) αναφορά (Η χρ. μτγν., L‑S στη λ. III 2· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. II Β1· και σήμ., ΙΛ στη λ. Α8 και Δημητράκ. στη λ. 19): κανέναν αγκάλεμαν το να ποίσει η γυναίκα απέ τον άνδραν της ή ο άνδρας απέ την γυναίκαν του Ασσίζ. 12721· ένας … ο ποιός ήτον καβαλλιέρης και καλός απέ το κορμίν του Βουστρ. 534· ημπορεί να φέρουν μαρτυρίαν τοιούτοι άνθρωποι εις την αυλήν απού πάσα πράγμαν Ασσίζ. 10618· επούλησες την μούλαν διά πέρπυρα ρ΄ απέ τῳ ποιών σου ήμουν εγγυητής Ασσίζ. 6416· είναι έτοιμος να τον απολογηθεί απού πάσα ζήτημαν όπου να του ζητήσει Μαχ. 19631· Περί το δίκαιον το εμπαίνει του αυθέντη απέ όλην του την γην Ασσίζ. 2214· μαύρον φαρίν τον έστρωσαν το πολυαγαπημένον,| μέγαν από του σχήματος, φριχτόν από της θέας Αχιλλ. L 284· Εσύ ομνύεις εις τα άγια του Θεού Ευαγγέλια απέ το σε θέλομεν ερωτήσειν να ειπείς την αλήθειαν; Ελλην. νόμ. 5217· απέ το λαλείτε να σας ποίσωμεν όρκον είμεστεν έτοιμοι Βουστρ. 502· απέ το μηνά η αφεντιά, της δια τα άλογα έμεις άλλα δεν έχουμε να καβαλικεύσωμεν Βουστρ. 519· αν εθυμάται από γονιούς τίποτες ρώτηξέ τη Κατζ. Β΄ 188· Ασσίζ. 9029· 3624· Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6864· Βέλθ. 405. 20) Με ουσ. = γενική ιδιότητας (Πβ. ΙΛ στη λ. Α 16): όλοι από μίαν γνώμην ήσαν Σοφιαν., Παιδαγ. 92· ήσαν όλοι απόκοτοι και από καλήν καρδίαν Πόλ. Τρωάδ. 518. — Βλ. και επίρρ. με α΄ συνθ. την από, όπως απαρχής, απεδώ, αποκάτω, απομέσα, κλπ.αποκόπτω,- Σπαν. O 78, Σπαν. (Ζώρ.) V 261, Λόγ. παρηγ. O 211, Ορνεοσ. αγρ. 5398, Ερμον. X 329, Λίβ. Sc. 2924, Δούκ. 29730, Έκθ. χρον. 4821, Διγ. Άνδρ. 41128· αποκόβω ή αποκόβγω ή αποκόφτω, Διγ. A 4393, Ιατροσ. κώδ. 160 νπ΄, Χρον. Τόκκων 1606, Μαχ. 4414, 7612, 3245, Πεντ. Γέν. XXI 8, Αρ. XXV 8, Σουμμ., Ρεμπελ. 180, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2069· αποκόφθω, Κομν., Διδασκ. Δ 294· αποσκόβω ή αποσκόφτω Συναδ., Χρον. 52· ’ποκόβω ή ’ποκόβγω ή ’ποκόφτω, Πεντ. Γέν. VIII 2.
Το αρχ. αποκόπτω. Η λ. και σήμ. από τη λόγια παράδοση. Σε πολλούς τ. της και σήμ. κοιν. και σε ιδιώμ. (ΙΛ, λ. αποκόβω).
1) (Προκ. κυρίως για μέλος του σώματος, αλλά και για αντικείμενα) κόβω εντελώς, πέρα ως πέρα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I 1· βλ. και ΙΛ, λ. αποκόβω Α6): απέκοψε δε την κεφαλήν του Καραγκιόζ μπασία και των μετ’ αυτού Έκθ. χρον. 4821· ο ξένος με τας χείρας του καλάμιν αποκόπτει Λόγ. παρηγ. O 211· φύλλα από την καρδίαν μου τα απέκοψεν ο πόθος Λίβ. Sc. 2924· φρ. (υποκ. ο θάνατος) αποκόπτει το άνθος της νεότητος = θανατώνει: ο θάνατος απέκοψεν το άνθος της νεότητάς του Διγ. Άνδρ. 41128 (βλ. άνθος I 4 Φρ). 2) Κατασφάζω: απήτις τσί απόκοψαν κι ωσά τζ’ αποσκοτώσαν,| νέφαλα σκοτεινότατα τη χώραν επλακώσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 2069. 3) Εμποδίζω (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 5· η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αποκόβω Α 1β): τους δρόμους του απέκοψε πλέον να μην περάσει Διγ. A 4393· τον Μανόλη … αυτός τον απέσκοψεν και δεν επήρεν την χηρούδα του Παπαργυρού την γυναίκα να παρανομήσει Συναδ., Χρον. 52· Μαχ. 4414 (βλ. και απαντώ 5, απεμποδίζω). 4) α) Απομακρύνω (Πβ. Lampe, Lex. στη λ. 1b. H σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποκόβω Α 1α): είπε το δίκαιον πάντοτε και το καλόν συνεργεί, το δε κακόν απόκοπτε και απόφευγε εξ αυτό Σπαν. V 261· β) (προκ. για «βουλή», σκέψη, κλπ.) αλλάζω, μεταβάλλω (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I 2· βλ. και ΙΛ, λ. αποκόβω Α1α): Δεόμεθα ουν ταύτην την βουλήν απόκοψον και εσόμεθα φίλοι σου Δούκ. 29730 (βλ. και αλληλογώ Α, αποδιαβάζω 1, αποδιώχνω β). 5) α) (Μτβ.) σταματώ (κάτι), διακόπτω: την κεφαλαλγίαν αποκόψεις Ορνεοσ. αγρ. 5398· Μαχ. 7612· απόκοπτε και τον θυμόν, φοβού τον ως εχθρόν σου Σπαν. O 78 (βλ. και ανακόπτω 1, αναπαύω Α2, αναχαιτίζω α, αποβγάζω, αποδημώ 2, αποκλαίω)· β) (προκ. για ομιλητή, αφηγητή) τον σταματώ, τον διακόπτω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ λ. αποκόβω Α4): οπόταν ίδης γέροντας …| … ν’ αφηγούνται υπόθεσιν μηδέν τους αποκόφθεις Κομν., Διδασκ. Δ 294· γ) (μέσ.) σταματώ (αμτβ.): αποκόπην το θανατικό Πεντ. Αρ. XXV 8· εποκόπην η βροχή Πεντ. Γέν. VIII 2· δ) (μτβ.) σταματώ να θηλάζω (το βρέφος) (Πβ. ΙΛ, λ. αποκόβω Α1ε): εμεγάλυνεν το παιδί και αποκόπην Πεντ. Γέν. XXI 8· ε) (αμτβ.) (προκ. για το γάλα του θηλασμού) σταματώ: εάν θέλεις να στήσεις το γάλα τής γυναικός να μηδέν τρέχει, ν’ αποκόψει … Ιατροσ. κώδ. 160 νπ΄. 6) Καθορίζω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποκόβω Α2α): Εκεί βουλήν ήπήρασιν το τί θέλουν ποιήσει.| Και η βουλή απόκοψε τα σύνορα [να] γυρεύουν| του τόπου και της αφεντιάς οπού είχαν εξαρχήθεν Χρον. Τόκκων 1606 (βλ. και αναγράφω 4α). 7) Αποτιμώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποκόβω Α2β): τα ποια κάτεργα αποκόψαν τα και αξάζασιν … δύο μιλούνια χιλιάδες γρόσια Μαχ. 3245.αποκρούω,- Σπαν. (Ζώρ.) V 487, Σπαν. O 133, Κυνοσ. 59113, Ερμον. Γ 175, X 228, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 250, Σαχλ., Αφήγ. 461, Συναδ., Χρον. 66.
Το αρχ. αποκρούω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Απομακρύνω (Πβ. L‑S στη λ. I): η του αίματος εκχύση| εν τῃ νίκη του πολέμου| την τε φρόνησιν γαρ όλην| παντελώς γαρ αποκρούει Ερμον. X 228 (βλ. και αναγυρίζω Β1α, αναμερίζω α, αναχωρίζω Α, απαφήνω 3, αποβάλλω 4, αποβγάνω 1)· β) (μέσ.) απομακρύνω, εξουδετερώνω, θεραπεύω (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 4): την δε φλεγμονήν αποκρούσεται Κυνοσ. 59113 (βλ. και αναγυρίζω Β1α). 2) α) Απορρίπτω (λόγους, επιχειρήματα κάποιου, κλπ.· πβ. Δημητράκ. στη λ. 5): και ωσάν ηκούσθη η αλήθεια, χήρα πονηρευμένη τους λόγους από της αρχής κλαίει και αναστενάζει και ουδέν τα παραδέχεται, αμή τους αποκρούει Σπαν. (Ζώρ.) V 487· β) (μέσ.) αρνούμαι (κάτι, να κάνω κάτι): τούτους έμελλεν γαρ κτείναι | προτραπείς εξ Αλεξάνδρου (παραλ. 1 στ.)· ο δ’ Αντήνωρ γαρ ακούσας απεκρούσατο τον φόνον Ερμον. Γ΄ 175. 3) Αποφεύγω, περιφρονώ (κάποιον): αλί τόν βάλ’ η φυλακή και τόν σφαλίσ’ η πόρτα (παραλ. 2 στ.)· όλοι τον ονειδίζουσιν, όλοι τον αποκρούσιν Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 250 (βλ. και αθετώ 2, αναγυρίζω Β1β, αναισχυντώ Β1, αναμερίζω β, απαγορεύω Α2).αργολογία- η, Σπαν. O 81, Κορων., Μπούας 30, Παϊσ., Ιστ. Σινά 114, Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 257· αργολογιά, Σπαν. (Μαυρ.) P 403.
Από το επίθ. αργός και το ουσ. λόγος. Η λ. ήδη τον 4. αι. (Lampe, Lex.). Επίθ. αργολογικός και επίρρ. ‑ικώς στον Ευστ., Opusc. 25213, 26086.
Φλυαρία (Η σημασ. ήδη τον 4. αι., Lampe, Lex.): Εσύντυχεν ως έπρεπε κι ουχί μ’ αργολογίαν Κορων., Μπούας 30. — Βλ. και αδρολαλία, αθιβολαρίνα.αρέσω,- Σπαν. O 138, Σπαν. V Suppl. 88, Ασσίζ. 2530, 9717, 34715, 36016, 45418, Ελλην. νόμ. 55219, 5553, Διγ. Esc. 701, 1620, Διγ. Z 1623, 2993, 3258, Βέλθ. 217, Χρον. Μορ. H 363, 567,1997, Χρον. Μορ. P 281, 2836, 2988, Πτωχολ. N 696, Λίβ. Sc. 69, Λίβ. Esc. 1197, Ιμπ. 312, 589, 681, 782, Χρον. Τόκκων 1375, Απαρν. 4, Μαχ. 16015, 25426, 2628, 3645, 36813, 40618, 43828, 47421, 49213, 64827 Δούκ. 2211, Θησ. Πρόλ. [109], Β΄ [415],Γ΄[ 136], IB΄ [177], Ch. pop. 832, Διήγ. Αλ. V 37, Κυπρ. ερωτ. 9477, Έκθ. χρον. 3821, Συναξ. γυν. 13, Κορων., Μπούας 47, 72, 83, Φαλιέρ., Ιστ. V 367, 500, Φαλιέρ., Ρίμ. L 175, Πεντ. Άρ. ΧΧΙΙΙ27, Βίος γέρ. (Schick) V 772, Αχέλ. 140, Αιτωλ., Βοηβ. 43, Χρον. σουλτ. 1405, Κατζ. Α΄ 29, Ε΄ 526, Πανώρ. Α΄ 180, Β΄ 309, Γ΄ 345, Ε΄ 257, Ερωφ. Α΄ 622, Β΄ 293, 497, Πιστ. βοσκ. IV 5, 86, Παλαμήδ., Βοηβ. 263, 276, 472, 1138, Τσιρίγ., Επιστ. 168, Μανολ., Επιστ. 171, Ιστ. Βλαχ. 823, 2307, Σουμμ., Ρεμπελ. 162, 173, 187, Διγ. Άνδρ. 34918, 35119, 3618, 38525, Ερωτόκρ. Α΄ 133, 204, 1178, 1293, 1320, 2043, Β΄ 347, 574, 1600, Γ΄ 445, 711, 933, Δ΄ 29, Στάθ. Α΄ 198, Ιντ. β΄ 46, γ΄ 560, 573, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 62, Γ΄ 25, Ροδολ. Α΄ [209, 657], Β΄ [93], Βακτ. αρχιερ. 166, 176, 182, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [849] Ε΄ [786], Φορτουν. Β΄ 403, Γ΄ 656, Ε΄ 414, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 93, Τζάνε, Κρ. πόλ. 54413· αρέζω, Διήγ. Αλ. G 27434· αρέθω (?), Νομοκριτ. 110· αρέσκω, Μανασσ., Χρον. 3231, Φλώρ. 1788, Μαχ. 15824, 20835, 29015, 3347δις, 5028, Άνθ. χαρ. Vφ1v, Κυπρ. ερωτ. 10453, 54, Κορων., Μπούας 49, 99, Παλαμήδ., Βοηβ. 1168· ’ρέσω, Μαχ. 5841, Ερωτόκρ. Ε΄ 1415· μτχ. αρεσκόμενος, Σκλέντζα, Ποιήμ. 514· αρεσκούμενος, Φορτουν. Α΄ 291· αρεσούμενος, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ 875.
Το αρχ. αρέσκω. Η λ. και οι τ. της και σήμ. (ΙΛ). Για τη μτχ. αρεσκούμενος βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 13-4.
1) α) (Ενεργ. και μέσ.) είμαι αρεστός, γίνομαι αρεστός (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρέσκω Ι3· πβ και ΙΛ στη λ. 1α): και τούτον αν το ποίσετε, ο Θεός θέλει σας έχειν χάριταν και θέλει αρέσειν της βασιλείας του και τους ανθρώπους Μαχ. 47421· ο λόγος ήρεσεν τους μαντατοφόρους Μαχ. 5841· Περι πουλήσεως δούλου, αν δεν αρεστεί έως ξ΄ ημέρας, τον στρέφει οπίσω Βακτ. αρχιερ. 176· β) είμαι της αρεσκείας (κάπ.), ικανοποιώ (κάπ.) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρέσκω ΙΙ· Πβ. ΙΛ στη λ. 1α): Η αγκαλιά τον γέροντα μηδεκιαμιάς αρέσει Φορτουν. Β΄ 403· γιατ’ έναν τόπο μοναχό εις την καρδιά μας μέσα | εδιάλεξεν ο Έρωτας κι οι άλλοι δεν τ’ αρέσα Ερωτόκρ. Α΄ 1293· μια λυγερή κι αρέσει του και δούλεψην αρχίζει Ερωτόκρ. Α΄ 1178· πόσ’ αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση | και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει Ερωτόκρ. Β΄ 574. Βλ. και αποπληρώνω 2α. Η μτχ. (1) αρεσ(κ)ούμενος = που είναι της αρεσκείας κάπ. (Η σημασ. και σε έγγρ. του 17. αι.· βλ. Κατσουρ., ΕΕΚυκλ.Μ 7, 1968, 26): να βρει γαμπρό αρεσκούμενον Φορτουν. Α΄ 291· (2) αρεσκόμενος = ευάρεστος, ευχάριστος: θυσία … αρεσκάμενη Σκλέντζα, Ποιήμ. 514. Βλ. και αναπαύω A1Ϛ, αναπληρώνω Α2β, απαντώ 8. 2) (Ενεργ. και μέσ.) (προσωπ. και απρόσ.) Βρίσκω κ. της αρεσκείας μου, μού κάνει ευχαρίστηση (Πβ. ΙΛ στη λ. 1β): οι πάντες ευχαρίστησαν, ηρέστηκαν τους λόγους Χρον. Τόκκων 1375· και πολλά άρεσεν του παιδίου να μείνει εκεί να αναπαυτούν Μαχ. 64827· Η ορφανή έχει εξουσίαν να ορμαστεί όπου αρεστεί δίχως τον ορισμόν του κουρατόρου Ελλην. νόμ. 55219. 3) (σε τρίτο πρόσ.) θέλω, επιθυμώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): να πάγεις όπου πεθυμάς και όπου σ’ αρέσει εσένα Στάθ. Ιντ. β΄ 46· Αρέσει μου, Πανώρια μου, να κάμεις τη βουλή μου Πανώρ. Ε΄ 257. 4) (Ενεργ. και μέσ.) (προσωπ. και απρόσ.) συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, στέργω: να έχει απάνω της οδούς του το τρίτον της οδού, κακείνος ουδέν αρέστην, αμμέ πολεμά άδικον του ρηγός Ασσίζ. 45418· ει δε και προ των τριών χρόνων ελευθερωθεί ο πατήρ, εάν αρεσθεί ο πατήρ, μένει ο γάμος Ελλην. νόμ. 5553. Βλ. και ατσετιάζω, δίδω, μονοιάζω, συβάζομαι, συγκατεβαίνω.αρχή (I),- η, Σπαν. A 272, 325, Σπαν. O 164, Μανασσ., Χρον. 692, 906, 3354, 4540, 6058, Καλλίμ. 594, 657, 1125, Ασσίζ. 37, 1132, Ιατροσ. 2188, Διγ. A 1292, 3078, Ερμον. Ω 267, Χρον. Μορ. P 2828, 5713, Βίος Αλ. 5504, Πτωχολ. P 301, Περί ξεν. A 2, Λίβ. P 1229, 2337, Λίβ. N 2267, 3148, 3665, Ιμπ. 3, 866, Notizb. 59, Βεν. 14, Χειλά, Χρον. 352, Ριμ. Βελ. 170, Σαχλ., Αφήγ. 279, 216, Ριμ. Απολλων. 1540, Συναξ. γυν. 76, Κορων., Μπούας 4, 93, Διήγ. Αλ. G 26410, 27833, Σοφιαν., Παιδαγ. 96, Πεντ. Γέν. XIII 3, Λευιτ. II 12, Αρ. X 10, XXVIII 11, Δευτ. XXVI 2, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 213, Αχέλ. 367, Αιτωλ., Μύθ. 4723, 1171, Ιστ. πολιτ. 384, 6218, Ιστ. πατρ. 11119, 1606, Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν.2 14, Κατζ. Β΄ 379, 383, Πανώρ. Β΄ 525, Ερωφ. Δ΄ 163, Σεβήρ., Διαθ. 191, 192, Σουμμ., Ρεμπελ. 177, 180, Διγ. Άνδρ. 33114, 3415, 3659, 39122, Ερωτόκρ. Β΄ 1305, Γ΄ 562, Ευγέν. 263, 433, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1001], Λίμπον. 164, Φορτουν. Ιντ. δ΄ 26, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2821, κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. αρχή. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Α´ 1) α) Αρχή (κάπ. πράγματος γενικά· ενίοτε με το επίθ. κακή) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I1α και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Αρχή <φιλίας> έπαινος, αρχή δε μάχης ψόγος Σπαν. A 272· αρχήν πικρίας Λίβ. N 3665· ο δηλωθείς δε ποταμός τέλος,| αρχήν ουκ έχει Βίος Αλ. 5504· ετούτα τα μικρότερα σ’ αρχή κακή σ’ εβάλα Ερωτόκρ. Γ΄ 562· αρχή (διήγησης η κειμένου): Πρικότατην αρχή γροικώ και πριν τήνε τελειώσεις Ερωφ. Δ΄ 163· Και πώς να γράψω την αρχήν, πώς να την τελειώσω; Ιμπ. 3· αρχή του λόγου λέγει Ιμπ. 866· και γράμματά μοι έγραψε απάνω αιματωμένα| και των γραμμάτων η αρχή ήτον ο λόγος ούτος Διγ. A 3078· βλ. και άκρα 1β· β) αρχή, αφετηρία (χρον.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): ευρέθη γαρ τότε και ο καιρός αρχή χειμώνος Χειλά, Χρον. 352· γ) αρχή, αφετηρία (τοπ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): να με καρτερήσουσιν εις την αρχήν της στράτας Λίβ. N 2267· φρ.: κάνω αρχή, ποιώ αρχήν, βάλλω ή βάνω αρχή(ν), βάνω εις αρχήν, δίνω αρχή, πιάνω αρχήν, λαμβάνω αρχήν = αρχίζω (κ.) (Πβ. το αρχ. ποιούμαι αρχήν, L‑S στη λ. Ι1α· η φρ. βάλλω αρχήν ήδη στον Ιω. Χρυσόστ., Κουκ., ΕΕΦΣΠΑ, περ. β΄, 6, 1955 /56, 241· πβ. το αρχ. τας αρχάς βαλέσθαι και το μτγν. τας αρχάς ειληφέναι, L‑S στη λ. I1α): έκαμα αρχή να γράψω Σεβήρ., Διαθ. 192· οι πατέρες τους κρασωμένοι εποίησαν την αρχήν της σποράς Σοφιαν., Παιδαγ. 96· Πάλιν βάνω αρχήν, ω φίλτατε, να διηγούμαι Διγ. Άνδρ. 3415· έβαλα αρχήν να τους κρούω Διγ. Άνδρ. 39122· καλήν αρχήν να βάλει Τζάνε, Κρ. πόλ. 2824· να το βάλω εις αρχήν και να το τελειώσω Ζήνου, Πρόλ. Πένθ. θαν.2 14· άρχισαν να μαζώνουν ξύλα περισσά σωριάζοντάς τα διά να κάψουν τα σπίτια των αρχόντων και έτσι επήγαν να δώσουν αρχή εις το σπίτι του Σ. Δε Σύλλα Σιγούρα Σουμμ., Ρεμπελ. 180· και μήτ’ αρχήν να πιάσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1001]· Αρχήν λαβών, ω φίλτατε, πλείστων κατορθωμάτων Διγ. A 1292. 2) α) Πρώτη αρχή, προέλευση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): της σοφίας είν’ αρχή και των καλών αιτία Λίμπον. 164· ούτος ην ο αρχηγός μας πατήρ (ενν. ο Αδάμ) και η αρχή μας μητέρα (ενν. η Εύα) Ασσίζ. 1132· β) προέλευση, καταγωγή: Ο δ’ αύθις είπε την αρχήν, το γένος και την χώραν Καλλίμ. 594. Βλ. και αναγωγή 1, βιβλογενεσία. 3) Αφορμή, αιτία: θέλει εξολοθρεύσει πολλούς από αυτούς, οι οποίοι ήτον η αρχή του σκανδάλου Σουμμ., Ρεμπελ. 177· Πανώρια, αιτιά του πόνου μου κι αρχή της παιδωμής μου Πανώρ. Β΄ 525. Βλ. και αθιβολή 4, αιτία 1α, αφορμή, θεμέλιο, υπόθεση. 4) α) Εξουσία, κράτος: Εγώ δουλεύσω την αρχήν της αυτοκρατορίας Καλλίμ. 1125· βλ. και αντιγραφή 2, αποκράτησις 2, αρχηγία, αρχοντία 1β, αυθεντία, επαρχία β) εξουσία, αξίωμα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. IΙ1): βραχύ της αυτοκράτορος αρχής παραπολαύσας Μανασσ., Χρον. 6058· Όταν σε στήσουν εις αρχήν και λάβεις εξουσίαν Σπαν. A 325· Ει τις έχει αρχήν και θέλεις να της την πάρεις Ιατροσ. 2188. Βλ. και αξιότητα 3, απελατίκιν 2. 5) Αξιωματούχος, επικεφαλής (Πβ. L‑S στη λ. II4 και ΙΛ στη λ. 2): που ’τόνε πρώτος κι αρχή (ενν. ο Δον Καρτσία) στον στόλον| του βασιλιά Αχέλ. 367. Βλ. και αδετούρης, αξιωματικός 2, αρχηγός 1β, αρχός, άρχων 5α. 6) (Προκ. για θυσίες, κλπ.) απαρχή (Πβ. ΠΔ Δευτ. XXVI 2: από της απαρχής): και να πάρεις από αρχή παν καρπό της ηγής ός να φέρεις από την ηγή σου … και να βάλεις εις το καλάθι και να πας προς τον τόπο ός να διαλέξει ο Κύριος ο Θεός σου, να απλικέψει το όνομά του εκεί Πεντ. Δευτ. XXVI 2· προσφορά αρχής να προσφέρετε αυτά του Κύριου και προς το θεσιαστήρι Πεντ. Λευιτ. II 12. Β´ Ως επίρρ. α) (απολύτως σε γεν. ενικού και αιτ.) στην αρχή, αρχικά, πρώτα-πρώτα (Η χρ. σε αιτ. ήδη στον Ευστ., Άλ. 13424): Αρχής μιλιά οκ τα χείλη του τ’ αφτιά μου δεν γροικούσι Ευγέν. 433· Όταν αρχής οι άνθρωποι είδασι την καμήλα Αιτωλ., Μύθ. 1171· Η πλάτζα της μ’ εσκότισεν, αρχήν όταν την είδα Βεν. 14· και είπα την πως εξέβηκεν αρχήν εις το κυνήγιν Λίβ. P 2337· ως έποικε τον άνθρωπον αρχήν στον κόσμον τούτον Σπαν. O 164· ο βίᾳ και αρπαγῄ την αρχήν λαβών τι, ει και μετά ταύτα εξωνήσεται τούτο, … ουδέν ωφελείται Αρμεν., Εξάβ. Α΄ 116· όποιος φίλος και αν επήγαινεν, αρχάς τον εσέβαζεν μέσα εις το κελάρι Συναδ., Χρον. 56· βλ. και εξαρχής· β) (σε έναρθρη αιτ. εν. ή πληθ. με προηγούμενη την πρόθ. εις) στην αρχή, αρχικά: πόσες φορές| σου τα ’πα στην αρχή σου Κατζ. Β΄ 379· εις την αρχήν έδωκαν πόλεμον Ιστ. πατρ. 1606· Πάσα κιαμιά δεν ημπορεί παρά ’ς τσ’ αρχές να σφάλει Κατζ. Β΄ 383· γ) (σε γεν. ή αιτ. εν. με προηγούμενη την πρόθ. από) από την αρχή (αφετηρία): από της αρχής αυτίκα της ζωής γαρ μέχρι τέλους Ερμον. Ω 267· δεν ενθυμάσαι από την αρχήν τι έγινεν Διγ. Άνδρ. 33114. Εκφρ. 1) αρχήν αρχήν = στην αρχή, αρχικά (Πβ. ταχιά ταχιά, συχνά συχνά, Παπαδημητρίου Σ., Σαχλ., Αφήγ. σ. 142 ): αρχήν αρχήν ηθέλησα τ’ οφίτσιον να το αφήσω Σαχλ., Αφήγ. 316· 2) πρότερον αρχή, πρώτα αρχής, πρώτον αρχής, πρώτον και αρχή(ν) = στην αρχή, αρχικά (Πβ. τις σημερ. εκφρ. πρώτα κι αρχή ή πρώτα κι αρχής, ΙΛ στη λ. 3 και πρώτα τσ’ αρχής, Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. Β΄ 31): Πρώτον αρχής λέγει το έμπροσθεν λόγον του παρόντος βιβλίου Ασσίζ. 37· μα πρώτον και αρχή να κάμουνε να τα στιμάρουνε άνθρωποι φοβούμενοι το Θεό Σεβήρ., Διαθ. 191· όταν εγώ πρώτα αρχής επήγα Αιτωλ., Μύθ. 4723· Εις τούτο λαλεί πρότερον αρχή τον Μέγαν Κύρην και μετά ταύτα άπαντας Χρον. Μορ. P 2828.ας,- μόρ., Σταφ., Ιατροσ. 249, Μυστ. 52, 56, Σπαν. A 160, Σπαν. O 218, Προδρ. I 104, 212, ΠΙ 216 ii (χφ. g) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. 939, Ασσίζ. 3682, Ελλην. νόμ. 51613, Διγ. Gr. 1283, Βέλθ. 155, 1177, Χρον. Μορ. H 4936, Χρον. Μορ. P 1007, Λίβ. P 1578, 1972, Λίβ. Sc. 366, Λίβ. N 16, Αχιλλ. N 546, Σαχλ., Αφήγ. 634, Έκθ. χρον. 5221, Συναξ. γυν. 703, Κορων., Μπούας 125, Σφρ., Χρον. μ. 1814, 224, Πεντ. Γέν. I 3, Κατζ. Γ΄ 539, Δ΄ 47, Ερωφ. Γ΄ 189, Πιστ. βοσκ. I 1, 148, Ιστ. Βλαχ. 145, Διγ. Άνδρ. 31832, Ερωτόκρ. Γ΄ 416, Θυσ.2 551, 861, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 84, Συναδ., Χρον. 61, Τζάνε, Κρ. πόλ. 46926, 5345, κ.π.α.
Από την προστ. άφες του αρχ. αφίημι (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 197, 210). Κατά Jannaris, Hist. Gramm. § 150, 949, 996, 1916, από την προστ. έασε του εάσω. Για τη λ. βλ. και Τζάρτζ., Ν. Εστ. 31, 1942, 20-1. Η λ. ήδη στον 8. αι. (Hatzid., Einleit. 16-7) και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Προτροπή (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): μην απομένει μοναχή, μ’ ας είστε μετ’ εκείνη Θυσ.2 551· είπεν ο Θεός: ας είναι Φως Πεντ. Γέν.Ι 3· άλλαξον το δύσπιστον και δεύτε ας στραφώμεν Βέλθ. 155· β) σκοπός (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1γ): παράκυψον, ομμάτια μου, ας ίδω σου το κάλλος Διγ. Gr. 1283. 2) α) Αυτό που έπρεπε να γίνει στο παρελθόν (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): άλλ’ ας εκάθου σιγηρός και απομεριμνημένος| και ας έκνηθες την λέπραν σου και ας άφηνες εμέναν Προδρ. I 104· β) υπόθεση (για δήλ. του μη πραγματικού): ας είχες βάλει, δέσποτα, ετότε τους δοξιώτες| να ιδεί τους Φράγκους ότι έρχονται … (παραλ. 1 στ.)· εκέρδαινές τους παρευτύς, είχες τους νικημένους Χρον. Μορ. H 4936. 3) Συγκατάθεση αυτού που μιλεί, παραχώρηση ή αδιαφορία (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α): λέγοντες γάρ ότι ο αυθέντης εστί γέρων και ασθενής και ου δύναται στρατεύειν μεθ’ ημών· ας κάθηται ουν εν τῳ θρόνῳ αυτού και ημείς μετά του σουλτάν Σελίμη πορευσόμεθα κατά των υπεναντίων Έκθ. χρον. 5221· φθάνει προς το φουσσάτον,| φθάνει κακώς αναισθητών, όμως, ας είπω, φθάνει Καλλίμ. 939. 4) α) Ευχή υποκειμενική (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4α): τό ετύχαινεν ίνα γένηται παρ’ εμού προς αυτόν και ουδέν εγένετο δι’ άς αιτίας είπον, ας γένηται παρά σου Σφρ., Χρον. μ. 224, ει μεν ετόξευσες και αυτήν, ας εγνωρίσω τούτο·| ας δέξεται πιττάκιν μου, γραφήν μου ας αναγνώσει Λίβ. Sc. 366· β) επιθυμία αυτού που μιλεί απραγματοποίητη στο παρελθόν (με οριστική ιστορικού χρόνου) (Η χρ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4β): ας εγενόμην έπαρχος καν δεκαπέντε ημέρας Προδρ. IΙΙ 216 ii (χφ g) (κριτ. υπ. )· ας ήτον ορισμός Θεού να με ’θελε κι εμένα Θυσ.2 861. 5) Σύσταση: κάμε ώστε να …, φρόντισε να … (με οριστική): Βάλε και καβούρους από ποταμού και κρασί και ας βράσουν Σταφ., Ιατροσ. 249. 6) Εναντίωση με επίταση: έστω κι αν…, ακόμη κι αν …: αμή όσα θέλει ας την φυλάει,| δεν μπορεί να το απαλλάγει| και τον κόπον μόνον χάνει Συναξ. γυν. 703. 7) Δυνητικό: θα μπορούσα να …, μπορώ να … (με οριστ. η υποτ. παρωχημένου χρόνου): τότε ας είδες θόρυβον και ταραχήν μεγάλην Προδρ. I 212.ασπίς (Ι),- η, Σπαν. O 171, Παντεχνή, Κυνηγ. 50, Μανασσ., Αρίστ. (Mazal) 778, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 155, Φυσιολ. 35424, 3736, Δούκ. 1197, Αλφ. 2378· ασπίδα, Ακ. Σπαν. 35211, 44506, Ιμπ. 116, Λέοντ., Αίν. I 222, Φυσιολ. (Legr.) 275, Φυσιολ. 3732, Διήγ. Αλ. V 37, 73, Πικατ. 267, Ιμπ. (Legr.) 121, Σκλάβ. 194, Συναξ. γυν. 232, Πιστ. βοσκ. I 2, 9, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [316], Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 482· ’σπίδα, Ερωτόκρ. Β΄ 250, 1294· ’σπίθα, Πεντ. Άρ. XXI 6, 8.
Το αρχ. ουσ. ασπίς (L‑S II). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ασπίδα). Ο τ. ’σπίθα από παρετυμ. προς το σπίθα (Βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 413]).
1) Είδος φαρμακερού φιδιού (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. ασπίς II και σήμ., ΙΛ, λ. ασπίδα 1): Μα πλιά ’πονην και πλιά κουφήν από την ίδι’ ασπίδα Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [316]· Με θράσος λέοντος, δύναμιν ασπίδας βρυχισμένης Ιμπ. 116. 2) (Πιθ.) μυθικός δράκος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. ασπίδα 2β: άρκος, ασπίς ανήμερος, ηπατοφάγος λέων Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 155.άσχημος,- επίθ., Κομν., Διδασκ. Δ 200, Διδ. Σολ. Ρ 127, Λόγ. παρηγ. L 231, Μανασσ., Χρον. 5793, Ασσίζ. 16230, 26921, 41417, 4689, Ακ. Σπαν. 2816, 39337, Χρον. Μορ. H 9231, Μαχ. 25018, 26, Θησ. Β΄ [438], Μάρκ., Βουλκ. 34730, Αλφ. (Μπουμπ.) II 42, Σαχλ. N 60, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 72, Απόκοπ. 442, Κορων., Μπούας 71, 75, Αχέλ. 62, 1364, Αιτωλ., Μύθ. 75,7, Διγ. Άνδρ. 35214, 37318, Διακρούσ. 8331, κ.π.α.· άσκημος, Σπαν. O 113, Ασσίζ. 1632-3, Ακ. Σπαν. 41416, Χρον. Μορ. H 3980, 5807, Ερωτοπ. 325, Απολλών. 709, Χούμνου, Π.Δ. VII 10, Άνθ. χαρ. 29910, Κατζ. Ε΄ 286, Ερωφ. Ε΄ 398, Ερωτόκρ. Α΄ 1048, Β΄ 466, 549, Γ΄ 806, 1310, Δ΄ 388, 1224, Ε΄ 235, Θυσ.2 756, Στάθ. Α΄ 110, Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. [32], Ζήν. Α΄ 102, 170, Β΄ 308, Δ΄ 325, Ε΄ 312, κ.π.α.
Το μτγν. επίθ. άσχημος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. άσκημος).
1) α) Δύσμορφος (Βλ. L‑S και ΙΛ στη λ. 1): μ’ αν είχεν είσται κι άσκημος τότες, την ώρα κείνη,| σαν ήβαλε τον πόθο ντης, πολλά όμορφος εγίνη Ερωτόκρ. Β΄ 549· βλ. και ασούσσουμος 1β, ασύσταγος, άτσαλος 4· β) παραμορφωμένος, αλλοιωμένος (από θάνατο ή άλλη αίτια): Φόβος και τρόμος είν’ κανείς να ιδεί απεθαμένον,| άσχημον και ανεγνώριστον και ξεκοκκαλιασμένον Αλφ. (Μπουμπ.) II 42. Βλ. και αλλοχροιαίνω μτχ., ανεγνωρημένος, ασούσσουμος 1α. 2) α) Δυσάρεστος, δυσμενής (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): και τω ρηγάδων άσκημα μαντάτα τως εφέρα Ερωτόκρ. Δ΄ 1224· βλ. και άδικος 3, απόκρουστος, άτυχος 2β, κακός, πικρός· β) (προκ. για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός: Γροικώντα τούτον ο ρήγας εθυμώθην και συντυχάννει τον άσχημα και χοντρά λογία Μαχ. 25018· και τα κοπέλια εμαύλιζε κι εις το κακό τα κίνα,| γροικώντας του τ’ αδιάντροπα κι άσκημα λόγια κείνα Κατζ. Ε΄ 286· βλ. και άτιμος 2· γ) άπρεπος, αισχρός, άνομος (Βλ. L‑S και Sophocl.· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Η αγάπη πολλάκις όταν πληθύνει, κάμνει και άσχημα πράγματα Διγ. Άνδρ. 35214· των αδελφώ τ’ αδέλφια το αίμα (έκδ. τ’ αίμα) εχύσα| κι έφυγε η δικαιοσύνη από σιμά σου| τα έργα να μη βλέπει τ’ άσκημά σου Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. [32]. Βλ. και άμοιαστος, άσεμνος, άτιμος 4α, β, άτοπος, άτσαλος 1α, ατυχίζω μτχ. β, άχρηστος. 3) Οικτρός, φρικτός: Τούτα ’ναι τα χεράκια σου; κύρη μου, την καημένη| κι είντα κανίσκιν άσκημο μ’ έχεις κανισκεμένη Ερωφ. Ε΄ 398· και την ζωή ντως μ’ άσκημο θάνατο να τη χάσου Ζήν. Β΄ 308. 4) (Προκ. για θηρίο) άγριος, αιμοβόρος: Την ώρα όπου εγεννήθηκες βλέπω με το κομπάσο| πως ασκημότερο θεριό δε βρίσκεται εις το δάσο Ζήν. Α΄ 102. Βλ. και αγριεμένος, αιματοπότης, αιμοχαρής, ανημέρωτος. 5) (Προκ. για ηθικό παράπτωμα) σοβαρός: Αμμέ αν λάχει ότι κανείς άνθρωπος επιάστην εις κανέναν άσχημον αμάρτημαν, ώσπερ εμοιχείαν Ασσίζ. 16230. Βλ. και εγνοιανός. 6) Κακός, εσφαλμένος: και δώσει ξόμπλι μετά σε πολλ’ άσκημο στη χώρα Ερωτόκρ. Γ΄ 806· Όμως παρακαλώ σου το από τα υψηλά σου| να δώσεις εις τους στίχους μου τους ταπεινούς τ’ αυτιά σου,| να χαμηλώσεις με τον νουν σ’ εκείνους και ν’ αργάζεις| είτι σφαλτόν και άσχημον ευρίσκεις να το σάζεις Αχέλ. 62. Βλ. και άδικος 3. 7) (Προκ. για ρούχα) παλιός, φθαρμένος: την νύκταν οπού περπατεί άσχημα ρούχα βάνει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 72. 8) Αδύνατος, κακόμοιρος: Υιέ μου, αν είσαι δυνατός κι έχεις πολλήν ανδρείαν,| βλέπε άσχημον και αδύνατον μη τον καταφρονήσεις Διδ. Σολ. Ρ 127. Βλ. και αναποδογραμμένος, άπορος I 6, άτυχος 1α, άψυχος, κακορίζικος. 9) (Προκ. για δάκρυα, για να δηλωθεί έντονη λύπη): φαητά θωρούν τα μάτια μου σ’ αρχοντικά μεγάλα (παραλ. 1 στ.) κι άσκημα δάκρυα βγάνουσι Στάθ. Α΄ 110. Το ουδ. ως ουσ.=ασχημία, ανήθικη πράξη: αν λάχει ότι κανείς άνθρωπος επιάστην εις κανέναν άσχημον αμάρτημα, ώσπερ εμοιχείαν, και διά τον φόβον σηκώνουν του κανέναν πράγμαν απέ το εδικόν του, το δίκαιον και η κρίσις ορίζει ότι εκείνος, ακομή να του έδωκεν απέ το εδικόν τους διά το άσκημον, ένι κρατημένος να το στρέψουν Ασσίζ. 1632-3. Βλ. και ατυχία 5β.ατίμητος,- επίθ., Σπαν. O 142, Διγ. (Trapp) Esc. 1069, Διγ. Z 2228, Ερμον. Μ 224, Διήγ. Βελ. 521, Φλώρ. 1753, Απολλών. 391, Λίβ. P 1956, Ιμπ. 234, 296, Θησ. (Foll.) I 98, Θησ. Ϛ΄ [223], Θ΄ [236], Σκλέντζα, Ποιήμ. 119, Πικατ. 563, Βεντράμ., Φιλ. 154, Διήγ. Αλ. G 27832, Πιστ. βοσκ. I 2, 146, II 5, 220, Σταυριν. 550, Ευγέν. 1024, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [946], Ζήν. Α΄ 236, κ.π.α.
Το αρχ. επίθ. ατίμητος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
Ανεκτίμητος, πολύτιμος (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. 2 και σήμ., ΙΛ στη λ. 3· βλ. και Κοραή, Λεξιλ. σημ. 13, καθώς και Κουκ., Ευστ. Γραμμ. 40): Ιατρός εν τοις ανθρώποις| ως ατίμητον εν κόσμῳ| πρέπει να τον εγκολπίζουν Ερμον. Μ 224· αλοιφές ατίμητες Θησ. Θ΄ [236]· έλαμπεν ως τ’ ατίμητον και ξέλαμπρον λιθάρι Πικατ. 563. Βλ. και ακατανόητος 2, άξιος 6, αχάτης.άτυχος,- επίθ., Σπαν. A 383, Σπαν. (Ζώρ.) V 403, Κομν., Διδασκ. Δ 208, Σπαν. O 8, 251, Λόγ. παρηγ. O 86, 209, Προδρ. IV 241, Ακ. Σπαν. 415, Πόλ. Τρωάδ. 616, Χρον. Μορ. H 3889, Χρον. Μορ. P 3909, Πουλολ. Z 73, 86, 176, Πουλολ. Αθ. 13, 181, Πουλολ. 11, 74, Διήγ. παιδ. 162, 961, Διήγ. Βελ. (Cant.) 67, Περί ξεν. V 257, Λίβ. Esc. 2126, Λίβ. N 2928, Rechenb. 99b10, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 248, 716, Μαχ. 2236, 25838, 56015 (πληθ. ατύχοι), 6405, Σφρ., Χρον. μ. 1283, Θησ. (Foll.) I 62 δις, 66, Θησ. Β΄ [684], Ε΄ [291], Ζ΄ [1466], Ch. pop. 852, Γαδ. διήγ. 333, Άνθ. χαρ. 29031, 29229, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 133, Σαχλ., Αφήγ. 20, 32, 263, Ιμπ. (Legr.) 822, Συναξ. γυν. 390, 628, 957, Φαλιέρ., Ιστ. V 485, Διήγ. Αλ. G 2794, 28025, Δεφ., Λόγ. 72, Περί γέρ. 77, Ρίμ. θαν. 5, 71, Αχέλ. 302, 1946, 2136, 2517, Αιτωλ., Μύθ. 1612, 2411, Αιτωλ., Βοηβ. 263, Θρ. Κύπρ. M 326, Κατζ. Γ΄ 446, Ερωφ. Ά 466, Δ΄ 178, 290, 610, Ε΄ 12, 614, Πιστ. βοσκ. I 5, 9 (έκδ. άντυχη· διόρθ. Kriar., B-NJ 19, 1966, 279), II 7, 72, Ιστ. Βλαχ. 1945, Σουμμ., Ρεμπελ. 191, Ερωτόκρ. Β΄ 985, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 183, Βακτ. αρχιερ. 153, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [976], Γ΄ [1295], Φορτουν. Ιντ. β΄ 176, γ΄ 130, Ζήν. Α΄ 197, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4143, 4881, 55323, 56120, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. 469.
Από το επίθ. ατυχής (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 105). Η λ. και σήμ. κοιν. (ΙΛ). Βλ. και Κριαρ., ΕΕΒΣ 10, 1933, 83-94.
1) α) Που δεν έχει τύχη, κακότυχος, δύστυχος (Βλ. και ΙΛ στη λ. 1α): αϊλί τον γράψει άτυχον της δυστυχίας το χέριν Λόγ. παρηγ. O 86· ν’ αποθάνω άτυχος στα ξένα πικραμένος Περί ξεν. V 257· Εις όπου τέτοιον ευγενή πόθον κερδέσει κόρης| και χέρια του περιπλακούν τέτοιαν εξηρημένην,| αν ειπεί ότι ήτον άτυχος, ας τον λιθοβολήσουν Λίβ. Esc. 2126· είδα καλήν γυναίκα·| ουκ επιστάμην άτυχος την συσκευήν και πράξιν Προδρ. IV 241· το άτυχο νησίν της Κύπρου Μαχ. 6405· βλ. και αστοχώ 5 μτχ., άσχημος 8, ατυχής 1α, ατυχίζω μτχ. α, απορώ 7γ, αρίζικος, άχαρος, ταπεινός· β) που είναι ταπεινής καταγωγής (Βλ. ΙΛ στη λ. 1γ): τείντα δίκαιον έχει ο ρήγας μετά σας, οπού ’στε ρηγάδες ως γιον εκείνον; … να σας ’τιμάζει καθημερινόν έμπροσθεν τους άτυχους ανθρώπους, πως θέλει σας στιμιάσειν άλλην φοράν; Μαχ. 25838. 2) α) Που δε φέρνει καλή τύχη, καταραμένος (Βλ. ΙΛ στη λ. 2α): ποιό άστρο στράτα σού ’δειξε, ποιός άτυχος πλανήτης …; Τζάνε, Κρ. πόλ. 55323· την άτυχη … ημέρα Ερωφ. Δ΄ 178 τ’ άτυχό μας ριζικό Ερωφ. Δ΄ 290· βλ. και ασβολώ μτχ. 3, αστραποκαίω μτχ., ατυχής 1β, ατυχώ 2 μτχ., αφορίζω μτχ., κακοπόδαρος· β) (προκ. για λόγια) πικρός, δυσάρεστος (Βλ. Pernot, [Ch. pop. σ. 99] και ΙΛ στη λ. 2α): Κι εγώ τα λόγια τ’ άτυχα, ψυχή μου, δεν τα θέλω Ch. pop. 852. Βλ. και άσχημος 2α, πικραίνω μτχ., πικρός. 3) α) Κακός (Βλ. ΙΛ στη λ. 3α και Ανδρ., Σημασ. εξ. 152): Ακόμη λαλεί (ενν. ο Σαλαμούς) και η γυναίκα οπού είναι καλή είναι στέμμα του ανδρός της … και την άτυχη δυσφατιάζει την Άνθ. χαρ. 29229· μη μάθει στράτες άτυχες και τον Θεόν αφήσει Σπαν. O 8· β) πονηρός (Βλ. ΙΛ στη λ. 4): Εις ένα … μαντείον …| επήγεν ένας άνθρωπος κι εκράτιε σπρουγίταν| και τον Θεόν ηθέλησε να τονε δοκιμάσει (παραλ. 7 στ.). Αμ’ ο Θεός το γροίκησε, καλά ’ποκρίθηκέ τον,| τον άτυχον τον άνθρωπον απιλογήθηκέ τον Αιτωλ., Μύθ. 1612· βλ. και άλλοεμένος, ατσίγγανος, μαριόλος· γ) (προκ. για δυσάρεστη κατάσταση, κλπ.): εθέλησε να σβήσει| μάνητα τόση άτυχη Ζήν. Α΄ 197. 4) α) Ελεεινός, άθλιος, τιποτένιος: είμαι πόρνη άτυχη και χειροτέρα πάντων Πουλολ. Αθ. 181· Και τί θέλετε ποίσει … (παραλ. 2 στ.) άτυχον γένος και δειλόν, άνθρωποι εντροπιασμένοι; Θησ. (Foll.) I 66· ποιαν πίστην, ατυχότατη γυναίκα,| μου μνόγεις, αν εσύ πίστην δεν έχεις; Πιστ. βοσκ. II 7, 72· και μόνον ήλθες, άτυχε, φοβέριστρον του γάμου Πουλολ. Αθ. 13· βλ. και ανόσιος, ατυχής 3, αχαμνός· β) που έχει διαπράξει αδίκημα· κακούργος (Βλ. και Γκίνη, Αθ. 67, 1963/64, 373-4): κάμετε νά ’ρθουσι μαζί κι εκείνοι οπού τελειώνου| τη δικιοσύνη κι άπονα τσ’ άτυχους θανατώνου Ερωφ. Δ΄ 610. Βλ. και άνομος 1α. 5) Ανέντιμος: περί εργαστηρίου οπού βάνει τινάς προεστώτα και κάμνει συνάλλαγμα άτυχον Βακτ. αρχιερ. 153· στην άτυχη επιβουλιά που κάμετε σε μένα| τυχαίνει να σας κόψουνε να μην αφήσουν έναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 4143. 6) Δειλός, άτολμος: Με τα πολλά ’ρματ’ άτυχος τον αντρειωμένο κάνει Ερωτόκρ. Β΄ 985. Βλ. και άτολμος. 7) Ανόητος: πέψε φρενίμους μαντατοφόρους, μηδέν πέψεις άτυχους και χάσεις πολλά Μαχ. 2236· Καινούργιο πράμα κι άτυχο είν’ ένας να θελήσει,| πρίχου δουλέψει, αντίμεψη του κόπου να ζητήσει Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 183· όσοι είπασιν να φύγομεν, να αφήσομεν τον λαόν μας,| λουλούς τους έχω κι άτυχους, ου πρέπει να είναι αφέντες Χρον. Μορ. H 3889. Βλ. και ανάζαβος, άπορος I4, ασύστατος 2β, ζαβός, κουζουλός, λωλός, μικρός, ξετρουμισμένος, πελελός. 8) Δύστροπος (Βλ. ΙΛ στη λ. 5): Αυτός σαν ήτον άτυχος πάντα εβίγλιζέ με Γαδ. διήγ. 333. 9) α) Εξαντλημένος, αδύνατος: θωρούσιν τον και κείτεται ωσάν αποθαμένος,| από την πείνα άτυχος πως ήτον καμωμένος Ιμπ. (Legr.) 822· βλ. και ασθενώ 2 μτχ. α, αχαμνίζω Α2β μτχ.· β) αδύναμος, ανήμπορος: Και πώς γυναίκες άτυχες σας διώχνουν ως κοπέλια; Θησ. (Foll.) I 62. Βλ. και αμπόρετος, ανήμπορος 1α1, αχαμνός· γ) (προκ. για τόπο σε ώρα μάχης) αδύνατος ως προς την αντίσταση (κατά του αντιπάλου), μη ανθεκτικός (κατά τη μάχη), ευάλωτος: ήλθαν σε συμφωνίαν| στον Άγιον Έρμον να διαβούν με πάσαν δυναστείαν·| κι εδιάβησαν εις το βουνί, τον τόπον να σκοπήσουν,| να βρούσι τόπον άτυχον το πόθε να μαχήσουν Αχέλ. 312. 10) (Προκ. για καιρό) ήσυχος, γαλήνιος: Καιρός γάρ ήτον άτυχος και της νυκτού τ’ αστέρια| ακόμη εφαινόντησαν στον ουρανόν απάνου Θησ. Ε΄ [291]. Βλ. και ατάραχος, αχείμαστος. 11) (Σε κλητ. προσφών.) (Βλ. ΙΛ στη λ. 1β και Κριαρ., ΕΕΒΣ 10, 1933, 83-94 (ετυμολ.)): Δεν ηπορώ,| άτυχε, να σε ομιλήσω| ουδέ για να σε φιλήσω Συναξ. γυν. 628· Άτυχε τόσον νομίζεις| ασθενείς να ’ναι οι Αργείοι; Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ί́ [39]. 12) Που είναι κατώτερης ποιότητας, όχι εκλεκτός: πάσα άνθρωπος πρώτα βάνει το καλόν κρασί και όταν μεθύσουν τότες βάνει το άτυχον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 258v.αύριο(ν),- επίρρ., Σπαν. O 93, Προδρ., Κατομυομ. 178, Προδρ. III 216 ee (χφ. g) (κριτ. υπ.), Διγ. Z 2020, Βέλθ. 525, Ερμον. Α 44 (της αυρίου), 165 (της αυρίου), Μ 159 (της αυρίου), 175 (της αυρίου), Τ 162 (της αυρίου), Χρον. Μορ. H 1479 (της αυρίου), 1711 (της αυρίου), 4669 (της αυρίου), 4863, 5469, 6436 (της αυρίου), 8896 (της αυρίου), Σφρ., Χρον. μ. 8031, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 194, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15412, Κυπρ. ερωτ. 9261, Έκθ. χρον. 1413, Φαλιέρ., Ρίμ. AN 213, Ψευδο-Σφρ. 40819, Δεφ., Λόγ. 101, Πεντ. Γέν. XIX 34 (της αυρίου), Έξ. IX 6 (της αύριο), Αρ. XI 32 (της αύριον), XXXIII 3 (της αύριου), Ιστ. πατρ. 1162, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 401, 456, Ιστ. Βλαχ. 1187· αύρι, Μαχ. 25220, 2563, 56622, Βουστρ. 435, 472, 533, Σαχλ. N 262, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 345, Σαχλ., Αφήγ. 735. Απόκοπ. (Παναγ.) 520.
Το αρχ. επίρρ. αύριον. Για τον τ. αύρι βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 249. Για το συγγ. τ. εφαύριν βλ. Καψ., ΛΔ 1, 1939, 60. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) Την επομένη ημέρα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): είτι μου μείνει κρύβω το αύριο πάλι να ’χω Γαδ. διήγ. (Wagn.) 194· τον ένα να ’χει σήμερον, τον άλλον να ’χει αύρι Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 345. Εκφρ. (1) επί την αύριον, επί της αυρίου, επί της αύριον, από της αύριον, από της αύριο = την επαύριο (Πβ. L‑S στη λ. III): επί την αύριον υπάν ορθά εις το Βλιζίρι Χρον. Μορ. H 4863· εκεί στον παραπόταμο εμείναν την εσπέραν,| επί της αυρίου εκίνησαν κι ήλθαν στην Λιοδώραν Χρον. Μορ. H 4669· από της αύριου του Πάσχα εβγήκαν παιδιά του Ισραέλ Πεντ. Αρ. ΧΧΧΙΙΙ 3· (2) με τ’ αύριον, με το σήμερον ή με σήμερον, με αύριον = με τον καιρό, στο μεταξύ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): με τ’ αύριον, με το σήμερον τίβοτες να κερδίσει Δεφ., Λόγ. 101· με σήμερον, με αύριον ως να περάσ’ η ώρα Ιστ. Βλαχ. 1187. Bλ. και μέσος. 2) Προσεχώς, σύντομα (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I2 και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Λευτέρωσέ με μέναν| και χάρου τον καιρό σου,| γιατί αύριον γερανίσκεις Κυπρ. ερωτ. 9261. Bλ. και γοργά, ταχιά.αφήνω,- Σπαν. A 190, Σπαν. V Suppl. 175, Σπαν. O 62, Σπαν. (Μαυρ.) P 311, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 249, Λόγ. παρηγ. L 29, Λόγ. παρηγ. O 28, Αιν. άσμ. 72, Προδρ. II Η 49, III 137, 173, 269, Παράφρ. Μανασσ. 307, Καλλίμ. 655, Ασσίζ. 627, 1293, 17222, Διγ. (Trapp) Esc. 338, Διγ. Esc. 1780, Διγ. Z 997, 1917, 1960, Διγ. A 3210, Βέλθ. 80, 225, 228, 560, 1086, Πόλ. Τρωάδ. 129, Ερμον. Φ 325, Χρον. Μορ. H 159, 611, 799, 814, 854, 1482, 2128, Χρον. Μορ. P 1452, Ορισμ. Μαμελ. 971, Φλώρ. 1154, 1156, Gesprächb. 22261, Απολλών. (Wagn.) 578, 839, Απολλών. 375, Λίβ. P 549, 2451, Λίβ. Sc. 339, Λίβ. Esc. 640, 716, 763, Λίβ. (Lamb.) N 643, Λίβ. N 1306, Αχιλλ. (Haag) L 19, Αχιλλ. L 985, Αχιλλ. N 63, Αχιλλ. O 34, Ιμπ. 817, 832, Τζαμπλάκ. 85, Βεν. 6, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 443, Μαχ. 165, 3827, 18625, 20030, 24833, 2625, 37625, Σφρ., Χρον. μ. 248, Θησ. (Foll.) I 13, Θησ. Πρόλ. 16, Ch. pop. 286, 512, Χούμνου, Π.Δ. VII 2, Σκλέντζα, Ποιήμ. 122, 80, Γεωργηλ., Βελ. 44, Γαδ. διήγ. 26, Διήγ. Αλ. V 26, Αλεξ. 5, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15119, Σαχλ., Αφήγ. 116, Κυπρ. ερωτ. 848, Έκθ. χρον. 3811, Απόκοπ. 526, Πικατ. 297, Συναξ. γυν. 695, Κορων., Μπούας 13, 22, 24 δις, 25, 29, 30, 31, 32 δις, 33 δις, 34 δις, 38, 42, 49 δις, 51, 52, 53, 60 δις, 69, 70 δις, 72, 126, Πένθ. θαν.2 88, 93, 102, 120, 275, Πένθ. θαν. (Knös) S 229, Φαλιέρ., Ιστ. A 455, Φαλιέρ., Ιστ. V 59, Φαλιέρ., Λόγ. 373, Τριβ., Ρε (Ζώρ.) 27, Φαλιέρ., Ρίμ. L 107, Βεντράμ., Φιλ. 233, Διήγ. Αλ. G 27321, Ψευδο-Σφρ. 20810, 30630, Δεφ., Λόγ. 153, Πεντ. Γέν. II 24, XIX 16, XXVIII 15, XLIV 22, Ρίμ. θαν. 12, Αχέλ. 420, 464, 465, Αιτωλ., Μύθ. 168, 211, 484, Θρ. Κύπρ. M 126, Χρον. 308, Ιστ. πολιτ. 513, Μ. Χρονογρ. 3414, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 402, 461, Δωρ. Μον. (Hopf) 239, Κατζ. Πρόλ. 23, Β΄ 62, Γ΄ 322, 427, Δ΄ 428, Ε΄ 521, Γύπ. Πρόλ. θεάς 89, Πανώρ. Α΄ 239, 401, Β΄ 66, Γ΄ 158, 172, 179, 328, Ερωφ. Πρόλ. Χάρ. 108, Α΄ 212, 495, 604, Β΄ 34, 128, 185, 352, Πιστ. βοσκ. I 1, 61, 129, 193, 4, 51, II 7, 115, Φαλλίδ. 50, Βοσκοπ. 265, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171, Σταυριν. 120, Επιστ. Ηγουμ. 175 δις, Σεβήρ., Διαθ. 190 τρις, Σουμμ., Ρεμπελ. 181, Διγ. Άνδρ. 36711, 37312, Ερωτόκρ. Α΄ 336, 790, 827, 845, 862, 1103, 1212, 1257, 1561, 1590, 1696, 1750, 1877, 2027, Β΄ 468, 594, 940, 1467, 1940, 1963, Γ΄ 1749, Δ΄ 240, 1648, 1956, Θυσ.2 62,188, 444, Παρθεν., Γράμμ. 227, Στάθ. Α΄ 135, Β΄ 82, 205, Συναδ., Χρον. 70, Βακτ. αρχιερ. 137, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [105,157], Λίμπον. 83,152, Φορτουν. Α΄ 139, Β΄ 400, Γ΄ 166, 230, 337, Ζήν. Β΄ 251, Γ΄ 152, Δ΄ 229, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 12, Λεηλ. Παροικ. 530, Διγ. O 259, 958, 1831, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1455, 15814, 16210, 16325, 1762, 17821, 18116, 1854, 1878, 19316, 19421, 1961, 1996, 24, 20117, 20213, 20326, 2104, 2118, 2298, 2323, 8, 23318, 23516, 23622, 25318, 2672, 28130, 30823, 3111, 4512, 54418, Διακρούσ. 10226, 10527, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 9617, κ.π.α.· αφήννω, Μαχ. 48221, 6489, 65227, Κυπρ. ερωτ. 7535, 36, 10729· ’φήννω, Κυπρ. ερωτ. 11829, 14212, 15026· ’φήνω, Αλεξ. 2857, Ερωτόκρ. Α΄ 1026, Στάθ. Α΄ 91, Φορτουν. Β΄ 79, Ζήν. Β΄ 376, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3636· αόρ. εφήκα, Ασσίζ. 13911, Φλώρ. 1536, Ερωτοπ. 370, Απολλών. 506, Λίβ. Esc. 743, Λίβ. N 688, 2822, Αχιλλ. (Haag) L 40, 46, 997, Αχιλλ. L 533, Αχιλλ. O 548, Μαχ. 621, 1344, 30421, 5523, Ch. pop. 22, 48, Γεωργηλ., Θαν. 451, Βουστρ. 441, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 414, 417, 443, 446, 449, Μορεζίν., Λόγ. 468, 470, Ερωτόκρ. Α΄ 534, Γ΄ 511, Διήγ. ωραιότ. 132, Φορτουν. Πρόλ. 119, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3394, 5617· μτχ. αφησμένος, Παλαμήδ., Βοηβ. 1218.
Από το αρχ. αφίημι. Βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 288. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αφίνω).
1) α) Αφήνω (κ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1α): αφήνουν τα κοντάρια τους και πιάνουν τα σπαθιά τους Διγ. O 259· από την τρομάρα τους τ’ άρματά τους αφήκαν Κορων., Μπούας 126· βλ. και απολύω Α1α, αφίω, αχαμνώ 2α, εξαφήνω· β) τοποθετώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 2): στεφάνι στα χρυσά μαλλιά ολόχρυσο τ’ αφήνου Ερωτόκρ. Δ΄ 1956· βλ. και ακουμπίζω Β 3α, ακουμπώ Β, ανακουμπίζω Α, απηθώνω α, αποθέτω 1, αποσταίνω 1, αποτίθεμαι, αρμαθιάζω, βάνω· γ) αφήνω κατά μέρος, εγκαταλείπω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1δ): παρέλαβέ μας η χαρά, αφήκε μας η λύπη Λίβ. Esc. 763· μ’ αφείτε την κι έχει καιρό να δέρνεται, να κλαίει Ερωτόκρ. Δ΄ 240· τ’ άλογά ντου ’πόλυκε και τα γεράκι’ αφήνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1749· ουδέ ποσώς σ’ αφήνει η θύμησή μου Ch. pop. 286· άφησαν τα σπίτια τους, περβόλια και τόπους Διακρούσ. 10527· δ) επιτρέπω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1β): αν το μάθ’ ο πατέρας μου, ουδέν με θέλει αφήσει| να εξέβω εις αναγύρευσιν ωραίας της Μαργαρώνας Ιμπ. 832· (προκ. για αρχηγό) καθιστώ κάπ. αρχηγό: Καπετάνιον καθολικόν εις όλους τον αφήκε Κορων., Μπούας 30· (προκ. για χρέος) διαγράφω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 9): αφήνει τους το τέλος και το χρέος τους Απολλών. (Wagn.) 839· (προκ. για αμαρτίες) συγχωρώ: Πάγαινε, τες αμαρτιές σου αφήνω Σκλέντζα, Ποιήμ. 122. Βλ. και απαιτώ 3, δίδω· όσων αφήσετε τες αμαρτίες τους, να τους είναι αφημένες Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 298v· παρευθύς ο Θεός τον ελέησεν και άφησέ του τας αμαρτίας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 383v. 2) α) Εγκαταλείπω, «παρατώ» (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1δ): … πὀκόμπωσες και φίλησες και ύστερα μ’ έφήκες Ch. pop. 48· β) απαρνούμαι: … δι’ ης την πίστιν άφηκες, δι’ ης και την πατρίδα Διγ. Z 997. Βλ. και αρνούμαι 4α, αρνώ 1. 3) α) Παραδίδω στην εξουσία άλλου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1γ): οι σύβασες α θα γραφτούν, τη χώρα να τ’ αφήσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 54418· βλ. και αναπαραδίδω· β) αφήνω στη δικαιοδοσία κάπ.: δεν κατέχοντας πως ζυγώνουσι τα φουσσάτα τως, ελόγιαζαν πως εφύγασι και εφήκασίν τως την χώραν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 402. 4) Κληροδοτώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 6): εις το θάνατό του| μας άφηκε για ψυχικό το πράμα το δικό του Κατζ. Δ΄ 428· βλ. και απαριάζω 2, απαφήνω 4, αποδίδω 2β, αποθέτω 2· φρ. (1) αφήνω τιμήν = τιμώμαι: Ν’ αφήσουν έπειτα τιμήν, πάντες να τους δοξάζουν Κορων., Μπούας 72· (2) αφήνω άνομα ή φήμη = φημίζομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1γ): ανέν και αποκτήσει| του Αλεξάνδρου τον στρατόν, κάλλι’ όνομα ν’ αφήσει Κορων., Μπούας 31· ηγάπα την αλήθειαν και την δικαιοσύνην (παραλ. 1 στ.), με τες οποίες αφήνουσι φήμην εις κάθε τόπον Λίμπον. 152· (3) αφήνω αγάπην = αφήνω αγαθές αναμνήσεις: αγάπην άφηνε παντού, μη σε ακλουθήσει φθόνος Φλώρ. 1156. 5) Παραλείπω κ. (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1Ϛ): αφήνω, παρατρέχω τα, σιγοπατώ τα τότε Λίβ. Sc. 2708· τα αναγκαία σύντυχε, τα δ’ άκαιρα αφήσε Κορων., Μπούας 34. Βλ. και αργώ A3. 6) Παύω, σταματώ: Ενταύθα γάρ αφήνω εδώ να γράφω και να λέγω| διά εκείνον τον μισίρ Ντζεφρέ Χρον. Μορ. H 2128· εσού βιγλώντα αφήννεις να θρηνίζεις| κι εγώ ποτέ αφήννω να βακρύζω Κυπρ. ερωτ. 7536· βλ. και ανακόπτω 1, αναπαύω Α2, αναχαιτίζω, αποβγάζω, αποδημώ 2, αποκόπτω 5α, παύω, σχολάζω. Φρ. 1) Αφήνω επαινον = επαινούμαι: έπαινον αιώνιον στον κόσμον για ν’ αφήσουν Κορων., Μπούας 70. 2) Αφήνω φωνήν = φωνάζω: στάθη στό σπίτι άντικρυς, μεγάλην φωνήν αφήκεν Διγ. Z 1960. 3) Αφήνω ζωήν = πεθαίνω: Ή να πάρω τους τόπους μου ή την ζωήν ν’ αφήσω Κορων., Μπούας 42. 4) Αφήνω γεια, υγείαν ή πολλή ζωή = αποχαιρετώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1γ): γεια σάς αφήνω δάση Πιστ. βοσκ. I 1, 61. Τότες αποχαιρετισμόν ο αμιράς τώς δίνει,| όσοι τον εσυνόδευσαν υγείαν τώς αφήνει Διγ. O 958. αφήνω σας πολλή ζωή, γιατί θωρώ στη βρύση| εσίμωσε ο Γύπαρης Γύπ. Πρόλ. θεάς 89. 5) Αφήνω νυχτιά καλή = λέω καληνύχτα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αφίνω 1γ): απήτις δε σηκώνεστε να ’ρθείτε, αφήνομέ σας νυχτιά| καλή Κατζ. Ε΄ 521.βάδισμα(ν)- το, Σπαν. O 198, Διγ. (Trapp) Gr. 1445, Βέλθ. 614, Ερμον. Ψ 3, Βησσ., Επιστ. 2417, Θησ. Ζ΄ [1122], ΙΒ΄ [705].
Το αρχ. ουσ. βάδισμα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βάδισμα).
Βηματισμός, περπατησιά (Η σημασ. αρχ., L‑S και σήμ., ΙΛ, ό.π.): Το βάδισμα, το κίνημα και την πορπατηξιάν της Βέλθ. 614.βαριούμαι,- Χρον. Τόκκων 3219, Χούμνου, Π.Δ. IV 30, Κυπρ. ερωτ. 652, Πανώρ. Γ΄ 249, Ερωτόκρ. Α΄ 1040, 1214, Β΄ 908, Γ΄ 179, Ε΄ 1000, Αποκ. Θεοτ. I 174, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 125, Γ΄ 88, 457· βαριώμαι, Χρον. Μορ. H 845, 5807, 7034, 7803, Χρον. Μορ. P 8451, Ριμ. κόρ. 661· βαριούμαι και βαριώμαι, Χρον. Μορ. H 203, 482, 548, 1092, 2524, 5801, Χρον. Μορ. P 8536, Φαλιέρ., Ιστ. V 541, Κυπρ. ερωτ. 9358, 9830, Πανώρ. Δ΄ 31, Ερωτόκρ. Α΄ 1579, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [158], Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [829]· παρατ. εβαριόμην ‑μουν, Πουλολ. Z 22, Θησ. Β΄ [775], Ε΄ [37], Τριβ., Ρε 128· αόρ. εβαρέθην και εβαρέθηκα, Σπαν. A 393, Κομν., Διδασκ. Δ 371, Σπαν. O 254, Ακ. Σπαν. 37272, Χρον. Μορ. H 2511, 2818, 5610, 7033, Χρον. Μορ. P 19, 654, 2400, 9111, Πουλολ. Αθ. 311, Πουλολ. 19, 362, 560, Ιμπ. 153, Θρ. πατρ. 13, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 11, 22, 578, 702, Θησ. Πρόλ. [149], Διήγ. Αγ. Σοφ. 15122, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 263, Πένθ. θαν.2 223, Αιτωλ., Μύθ. 10414, Ιστ. πατρ. 966, 1754, Δαρκές, Προσκυν. 145, Δωρ. Μον. XXV, XLII, Κυπρ. ερωτ. 9112, 1322, Πανώρ. Γ΄ 635, Ε΄ 419, Ερωφ. Α΄ 87, Ιντ. β΄ 48, Βοσκοπ. 410, Παλαμήδ., Βοηβ. 610, Ιστ. Βλαχ. 790, 1552, 2773, Σουμμ., Ρεμπελ. 192, Ερωτόκρ. Γ΄1178, 1710, Ε΄ 339, 996, Θυσ.2 607, Ευγέν. Πρόλ. 153, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [752], Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 80, Ε΄ 407, Διγ. O 90, 826, 964, Τζάνε, Κρ. πόλ. 49621· εβαρήθην, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 420.
Από το αρχ. βαρούμαι (Βλ. Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ. 87). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βαρώ).
I. (Αμτβ.) 1) α) Τεμπελιάζω, αδιαφορώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαρώ Γ1α): έπαιρναν από ένα άσπρον διά να μην βλασφημεί τινάς και βαρεθεί βαστώντας το λιθάρι Διήγ. Αγ. Σοφ. 15122· νά ’ρθω κι εγώ μη βαρεθείς τώρα στη συντροφιά σου Πανώρ. Γ΄ 635· μη βαρεθείτε να ’ρθετε να πάμε ’ς τση κερά μας Ερωφ. Ιντ. β΄ 48· β) βαριέμαι, κουράζομαι να ... (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαρώ Γ1γ): Δεν εβαρέθης, άθλιε, πάντα θερίζοντά μας; Πένθ. θαν.2 223· Δεν εβαρέθηκεν ο κύρης να πειράζει Ερωτόκρ. Ε΄ 339. Βλ. και αγανακτώ Α3α, ακηδιώ 2, ξεβαριούμαι· γ) πλήττω, ανιώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαρώ Γ1δ): αν ήθελα λεπτώς να σε τα έγραψα όλα (παραλ. 1 στ.), πολλά ηθέλαν βαρεθεί εκείνοι όπου το ακούσιν Χρον. Μορ. H 2818· Τι να σας λέγω τα πολλά, αν τύχει να βαριέστε; Χρον. Μορ. P 8536· δ) αγανακτώ, εξοργίζομαι: παραλογίες έκαμναν, μεγάλες ανομίες.| Και εβαρέθην ο Θεός και εξολόθρευσέν τους Χρον. Τόκκων 3219. 2) Στενοχωρούμαι, λυπούμαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαρώ Γ2): τότε ο Ιμπέριος μεγάλως εβαρέθη Ιμπ. 153· μεγάλως εβαρέθηκεν, έκλαψεν, ελυπήθην Χρον. Μορ. P 19. Βλ. και αποκουντουρίζω, αραθυμώ Α5, βαλαντώνω, βαραίνω Α1γ, βάρος Β3β φρ., βαρύνω ΙΙΒ1, βαρύς 13 φρ., βαρώ ΙΙΑ2, έντερο φρ., κακοκαρδίζω, πειράζω, περιορίζω, πικραίνω, πλαντώ. II. (Μτβ.) α) Δυσανασχετώ για κ. (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. βαρώ Γ1β): τόσον εβαρέθη τα σκάνδαλά τους ότι δεν εδύνετο να τα υπομένει Ιστ. πατρ. 966· Βαριέσαι τα τά λόγια μου· μαγάρι ας ψεματέψουν Φαλιέρ., Ιστ. V 541· Αυτείνη την αθιβολή περίσσα την βαριούμαι Πανώρ. Γ΄ 249· Αφέντη, μην το βαρεθείς τό θε να σε ρωτήξω Θυσ.2 607· β) δυσανασχετώντας αποφεύγω (κ.): δε βαριέται κούραση, δε θέλει να σκολάσει Πανώρ. Δ΄ 31· μη βαρεθείς τη στράτα καμποσάκι Βοσκοπ. 410· πάντ’ ανεζητά το φως, βαριέται το σκοτίδι Ερωτόκρ. Α΄ 1579· την αγάπη σιχαίνονται, τον έρωτα βαριώνται Ριμ. κόρ. 661. Βλ. και αγανακτώ Β1γ, αποστρέφω Γ1α, αποχωρίζω ΙΑγ, βαρύνω ΙΙΒ2, ’ξωφεύγω, φεύγω· γ) δεν ανέχομαι (κάπ.), δυσανασχετώ (για κάπ.), αποστρέφομαι: Μα για να μην αργήσομε να μασε βαρεθείτε Πανώρ. Ε΄ 419· μη ...| κρίνουν σε ανυπόληφτον και βαρεθούν σε πάντες Κομν., Διδασκ. Δ 371. Βλ. και ανορεξιάζω, αραθυμώ Α5, βδελιάζω 1, 2 φρ., βδελιασμός φρ.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίρρ., Σπαν. (Hanna) O 91, Σπαν. (Hanna) V Suppl. 115, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 181.