Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 16 εγγραφές  [0-16]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Σπαν. M

  • δυσσυνείδητος,
    επίθ., Σπαν. M 98.
    Το μτγν. επίθ. δυσσυνείδητος.
    (Προκ. για βίο) ανέντιμος (Η σημασ. μτγν., L‑S): φλαύρον και δυσσυνείδητον βίον βιώσεις, τέκνον Σπαν. M 98.
       
  • ενθύμιον
    το, Σεβήρ., Ενθύμ. 28· ᾽θύμιον, Κυπρ. ερωτ. 625.
    Το μτγν. ουσ. ενθύμιον (L‑S, λ. ενθύμιος). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Σκέψη: ενθύμιον εξερευνά (ενν. ο Θεός) και διανοίας βλέπει Σπαν. M 39. 2) Καθετί που θυμίζει κ. (Η σημασ. στον Ευστ., Opusc. σ. XI και σήμ., Δημητράκ.): μένει μ᾽ εσέν για ᾽θύμιον η καρδιά μου Κυπρ. ερωτ. 625.
       
  • επέραστος,
    επίθ., Μανασσ., Χρον. 307, Σπαν. M 8.
    Το μτγν. επίθ. επέραστος.
    1) Αξιαγάπητος: τούτῳ συνῴκει γύναιον επέραστον την όψιν Μανασσ., Χρον. 2498. 2) Ποθητός, επιθυμητός: Ούτω πάσιν επέραστος η σκηπτροκρατορία Μανασσ., Χρον. 3110.
       
  • ιλαρύνω.
    Το μτγν. ιλαρύνω.
    (Μέσ.) χαίρομαι: <Χ>αρίζει, μη ονείδιζε, παρέχεις, ιλαρύνου Σπαν. M 119.
       
  • κατακράτος,
    επίρρ., Διγ. Z 3524, 3557, Πανάρ. 7715, Έκθ. χρον. 914, Χριστ. διδασκ. 344, Διγ. O 148.
    Από τη συνεκφ. κατά κράτος. Η λ. και σήμ.
    1) Με δύναμη· με μανία: άλλοι δε κονταρέας μοι εδίδων κατακράτος Διγ. (Trapp) Gr. 3021. 2) α) Ολοκληρωτικά, τελείως, εντελώς: εφάνηκα ανδρείος| και άπαντας ετρόπωσα εκείνους (ενν. τους Αραβίτας) κατακράτος Διγ. Z 2655· νενίκημαι τῳ πάθει κατακράτος Σπαν. M 15· τα δεινά έστησαν κατακράτος Διγ. Z 4177· φόβῳ πολλῴ τρομάξαντες ... έφευγον κατακράτος Βίος Αλ. 5731· β) ανεξαιρέτως: ουδε είς από τους πρώην| ... συγγραφέας| εδυνήθη να συγγράψει| των γαρ ονομάτων τούτων| όλας γαρ τας σημασίας| κατακράτος γαρ των πάντων Ερμον. Δ 94.
       
  • καταρτίζω,
    Σπαν. M 33.
    Το αρχ. καταρτίζω. Η λ. και σήμ.
    α) Ετοιμάζω, κατασκευάζω: σκηνάς και κατοικίας| εκατήρτισαν οι πάντες Ερμον. Ε 208· β) κτίζω, ιδρύω: Κατηρτίσθη η Κωνσταντινουπόλεως εν έτει ,εωλη΄ μηνί Μαΐῳ Χρονολ. πίν. βασ. 74.
       
  • κουφισμός
    ο, Σπαν. V 6, Σπαν. M 7, Γλυκά, Στ. 453, Λόγ. παρηγ. L 223, Καλλίμ. 1109, 2264, Ερμον. Β 331, Φλώρ. 257, 310, 1170, Λίβ. Sc. 2217, Λίβ. Esc. 11, Ιμπ. 163, Ριμ. Βελ. 790.
    Το μτγν. ουσ. κουφισμός.
    Ανακούφιση (από σωματικό ή ψυχικό πόνο): την έχω (ενν. την θυγατέρα μου) ομμάτια και ψυχήν, αναπνοήν, καρδίαν,| σύστασιν, παρηγόρημα, πονοκαταλυσίαν,| των οδυνών μου κουφισμόν Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 555· εξέβηκα από λύπης μου και κόσμον περιεπάτουν| διά κουφισμόν και ανάπαυσιν των πόνων μου των τόσων Λίβ. (Lamb.) N 47.
       
  • κυνηγεσία
    η.
    Το μτγν. ουσ. κυνηγεσία.
    Κυνήγι: γύμναζε το σώμα σου προς τας κυνηγεσίας Σπαν. M 72.
       
  • μακαρίζω,
    Προδρ. III 132 g, Διγ. (Trapp) Gr. 1504, 1634, 3610, Πουλολ. (Τσαβαρή) 2 ΑΖ, Βίος Αλ. 4449, Συναξ. γαδ. 154, Μαχ. 763, 2623, 14522, Ανακάλ. 41, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 783, Ιμπ. (Legr.) 782, Αιτωλ., Μύθ. 1109, Θρ. Κύπρ. M 525, Αλφ. 1512, Κυπρ. ερωτ. 10480, Ιστ. Βλαχ. 1822, 2166, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 1986, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [584], Λίμπον. Επίλ. 3, Ροδινός (Βαλ.) 211, Τζάνε, Κρ. πόλ. 13412, 2063, 24312, 57223, κ.α.
    Το αρχ. μακαρίζω. Η λ. και σήμ.
    1) Θεωρώ κάπ. ευτυχισμένο ή ευλογημένο: Καλλίμ. 1636, Σπαν. M 81, Ροδινός (Βαλ.) 118. 2) (Προκ. για νεκρό) α) (με υποκ. το Θεό) παρέχω μεταθανάτια μακαριότητα: είπαν του πως τον εκόψαν (ενν. τον Νικολή) και είπεν: «Ο Θεός να τον μακαρίσει» Βουστρ. 474· πολλούς αντρειωμένους ερίψαν εις την θάλασσαν και άλλους εφουρκίζαν … και ο Θεός να τους μακαρίσει Μαχ. 40410· ως ιδιάζ. σύντ. (αντικ. το ουσ. συγχώρεση): τον Μαρτσέλον ανάπαυση ο Θεός να του χαρίσει| συγχώρεση εις τη ψυχή να τονε μακαρίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 38216· β) (προκ. για νεκρό) εύχομαι την ανάπαυση της ψυχής κάπ., μνημονεύω: Άλλο, αφέντη, δεν με θωρείς, ο θάνατος με παίρνει (παραλ. 1 στ.) Μακάριζέ με, καρδία μου, και μη με αλησμονήσεις Αχιλλ. L 1262· εμακαρίσαν και τους χριστιανούς όπου ’σκοτώθησαν εις τον πόλεμον Μαχ. 15218. 3) Ευχαριστώ, ευγνωμονώ: το μοιρογράφημαν της τύχης μακαρίζω,| ότι δρακόντων στόματα τανύν ερρύσατό σε Καλλίμ. 737. Η μτχ. παθ. παρκ. ως επίθ.: α) αξιομακάριστος, αξιοζήλευτος: ω καλορίζικες ψυχές, ω ταίρι ευλογημένον,| ω ποθητοί ευγενέστατοι, ζεύγος μακαρισμένον Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [250]· β) (προκ. για νεκρό): επιάσαν και τους Γενουβήσους τους Κυπριώτες, όπον οι μακαρισμένοι οι ρηγάδες εποίκαν τους ελευθερίαν Μαχ. 35428· ζητάτε πράμαν τό δεν ημπορείτε να ’χετε, διότι ο μακαρισμένος ο ρήγας εποίκεν διαθήκην Βουστρ. 496.
       
  • νεανικός,
    επίθ.
    Το αρχ. επίθ. νεανικός. Η λ. και σήμ.
    Το αρσ. ως ουσ. = νεαρό άτομο (εδώ στο συγκριτ.): των νεοτέρων τας βουλάς και νεανικοτέρων| ως τα πολλά μοι παραιτού, ως ουκ εμπείρων όντων Σπαν. M 144.
       
  • ορφανίζω.
    Το αρχ. ορφανίζω. Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    (Μέσ.) 1) (Προκ. για μάνα) χάνω το παιδί μου: δυστυχιά πολύθρηνος να μείνει υστερημένη (ενν. η πατρίδα)| από προστάτην πρόθυμον, σαν μάνα ορφανισμένη Λίμπον. Αφ. 20. 2) Στερούμαι, χάνω αγαπημένο πρόσωπο: Όλες ορφανισθήκαμεν κἀγώ περίσσια η μάννα| γιατί όλες μου για μια φορά οι δόξες μου λιγάνα Φαλιέρ., Θρ. 91· άλις και γαρ σοι των κακών οις κατατρύχει, τέκνον,| του σου πατρός ορφανισθείς αώρως Σπαν. M 28.
       
  • παραμυθικόν
    το.
    Το ουδ. του επιθ. παραμυθικός (απ. στο Somav. με διαφορ. σημασ.· πβ. μτγν. επίθ. παραμυθιακός) ως ουσ. Η λ. τον 7.-8. αι. (TLG).
    Παρηγοριά: εις τους πολλούς μου στεναγμούς και θρήνους και πικρίας| ήλπισα παραμυθικόν και τέρψιν και λιμένα Σπαν. M 6.
       
  • ρύμη
    η, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 175, 178, 189 χφ G κριτ. υπ., Διγ. (Trapp) Gr. 1424, Σπανός (Eideneier) D 667, Ερμον. Χ 278, Έκθ. χρον. 296, 6624, Ψευδο-Σφρ. 16032, Γεωργηλ., Θαν. 62, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1013, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2962· ρύμνη, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 174-1 χφ K κριτ. υπ., 178 χφφ PK κριτ. υπ., 273-29 χφ K κριτ. υπ., Πωρικ. (Winterwerb) I 166, Σπανός (Eideneier) Α 254, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 251, Ερωτοπ. 297, Θησ. Ϛ́ [436], [493], ΙΒ́ [661], Διγ. Άνδρ. 35527, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. Ϛ́ 2.
    Το αρχ. ουσ. ρύμη. Ο τ. ρύμνη στο Meursius (λ. ρίμνες) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ.). Η λ. και σήμ.
    1) Δύναμη, ορμή, σφοδρότητα: Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) μετά στ. 1842· (μεταφ.): Άρχειν κριθείς συγγίνωσκε τοις αμαρτάνουσί σοι| τους δ’ άλλους καταβλάπτοντας και παραβάτας νόμων| τιμώρησε, κατάπαυσον την ρύμην της κακίας Σπαν. M 112. 2) Στενός δρόμος, σοκάκι: όλα τα στενώματα κι οι ρύμνες εγεμίσαν| από λαόν οπὂτρεχε εκεί να τον εβλέπει (ενν. τον Περίθεον) Θησ. Ϛ́ [434(σε παροιμ. φρ.): ρύμαι γαρ και στενώματα εσκότωσαν ανδρείους,| οι δε κάμποι, παγκάλλιστε, ανάνδρους ανδρειώνουν Διγ. Z 1887·
       
  • συνάλλαγμα
    το, Καλλίμ. 652, Ελλην. νόμ. 52610, Σπαν. M 115, Μαλαξός, Νομοκ. 296, 301, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 28109, 3697, 52242, 75260, 15057, 17122,  535 μή 2, 614 ν́ 3, 696 ριέ 1, 797 ρλδ́ 2, 1473 κ.α., Νομοκριτ. 70.
    Το αρχ. ουσ. συνάλλαγμα. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.
    1) Συναλλαγή, δοσοληψία ή/και συμφωνία, συμβόλαιο: Όποιος θέσει τινά προεστώτα εργαστηρίου, αν κάμει ο προεστώς του εργαστηρίου συνάλλαγμα άτυχον, εγκαλούσιν εκείνον οπού τον επροέστησεν εις το εργαστήριον Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 797 ρλδ́ 4· Περί γυναικών, ότι δεν πιάνουσι διά τα συναλλάγματα του ανδρός της Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 614 ν́ 1. 2) Αλλαγή, μεταβολή: Ο άγιος Αυγουστίνος και ο άγιος Περνάρδος …, ακομή και ο Ούγος … είπεν και η αγάπη δεν είναι άλλον παρού ή συνάλλαγμα του πραμάτου του αγαπημένου και ομοίωσις και τύπωσις διά να ζήσει με βερτού ... κατά την κουντετσιούν του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη - Πηδώνια) 82.
       
  • συναρμόζω ττω,
    Διγ. Z 3841, Xρον. Tόκκων 3352, Δούκ. 10723, 22329, 34920, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 67r, Προσκυν. Ιβ. 845 1303, Προσκυν. Ιβ. 535 1204, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 1211, Διγ. Άνδρ. 3995‑6, Προσκυν. Μπεν. 54 15333, Διγ. O 2100.
    Το αρχ. συναρμόζω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) Συνδέω, (συν)ενώνω κ.: δίδω αυτόν (ενν. τον σπανόν) χάριν προικός … εκατόν δύο γαδάρων σίβων ματσούκια να τα συναρμόσει να ποιήσει θρόνον υψηλόν, να καθέζεται απάνου, να συνάσσει τα δίκαιά του Σπανός (Eideneier) A 444. 2) Συνταιριάζω, διαμορφώνω: εβάλθηκα να κάμω το παρόν σύνταγμα εις πεζήν φράσιν, διά ενθθύμησιν εις το ευσεβέστατον γένος μου, και να το συναρμόσω εις ρίμα διάστιχον, ουχί διά άλλον τίποτας, μόνον διά μίαν μόνην αγάπην της αληθούς πίστεως, ομού και των ευσεβών πάντων Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) Πρόλ. 16. 3) Συγγράφω, συνθέτω, μελοποιώ: Είναι δε τα σπίτια του Δαβίδ μετά πύργων μεγάλων και πολλών αρμάτων και αυτού λέγουσιν πως εσυνήρμοσεν ο Δαβίδ το ψαλτήριον· τώρα ορίζουν οι Τούρκοι Προσκυν. ά́ 11028. IΙ. Μέσ. 1) Συνδέομαι με κάπ. (με φιλική σχέση): Φίλον ει θέλεις κτήσασθαι, πειρώ πρώτον της γνώμης,| μη κακοήθειαν ασκών φθείρει την αρετήν σου.| Ηνίκα δε συναρμοσθείς μετά την πείραν φίλῳ,| τοιούτον είναι προς αυτόν ώσπερ σοι κείνον θέλεις Σπαν. M 60. 2) Συναρθρώνομαι (κατασκευάζομαι): υπό τεσσάρων στοιχέων και ο άνθρωπος συνηρμοσμένος υπάρχει και πάσα η κτίσις Ψευδο-Σφρ. 52031-5221. 3) Παντρεύομαι, ενώνομαι (σε γάμο): πας τις ανήρ ας φεύγει απ’ αυτού, ότι έναι επίβουλος. Ουαί δε τῃ γυναικί οπού τον συναρμοσθεί Σπανός (Eideneier) D 110· η … νέα δέσποινα μηνύσασά μοι, ότι το δείνα αυτής ένδυμα έσεται τῃ εμῄ συνεύνῳ, όταν γυναικί συναρμοσθώ, και χρύσινοι τεσσαράκοντα Ψευδο-Σφρ. 2604· ηρώτησεν αυτάς (ενν. ο βασιλεύς) εάν ορέγονται συναρμοσθήναι μετά υιών μεγιστάνων και στρατηγών Hist. imp. (Rochow) 119 κριτ. υπ.
       
  • συναρπαγή
    η, Σπαν. B 124, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 131, Σπαν. M 76, Κομν., Διδασκ. Δ 155, Hist. imp. (Iadevaia) I 1849, Πλάτ., Όσα δει 11, Νομοκριτ. 73.
    Το μτγν. ουσ. συναρπαγή. Η λ. και σήμ. λόγ. (Μπαμπιν., Λεξ.).
    α) Εξαπάτηση (του νου): ήκουσε ταύτα ο Αγαμέμνων και επείσθη και από συναρπαγής επίστευσε τοις λεγομένοις και συνεβουλεύθη μετ’ αυτού, τι να ποιήσει Τρωικά 5289‑10· β) απερισκεψία· (σε παροιμ. φρ.): Μη προλαμβάν’ η γλώσσα σου ποτέ τον λογισμόν σου·| πολλούς γαρ εκ συναρπαγής παρέδωκεν η γλώσσα·| και διατούτο πρόσεχε πρώτον καλά και σκόπει,| και τότε λάλει ταπεινά και μεμελετημένα Σπαν. A 127· πολλούς από συναρπαγής επρόδωκεν η γλώσσα Σπαν. V 122· πολλούς από συναρπαγής απώλεσεν η γλώσσα Σπαν. P 57.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης