Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ζωντικός,
- επίθ.
Από το επίθ. ζωτικός με επίδρ. του επιθ. ζωντανός. Βλ. και Pern., Ét. linguist. III 407. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. 93).
Ζωογόνος: να αναπνέει (ενν. η Ελλάδα) έναν ζωντικότερον και καθαρότερον αέρα και ουρανόν Σοφιαν., Γραμμ. (Legr. Préface) 13.θαύμασμα(ν)- το, Διήγ. εις τους κρασοπατέρας 157, Περί μεθύσου 157, Πόλ. Τρωάδ. 141, Ιμπ. (Legr.) 114, 364, Φαλιέρ., Θρ. 153, Βεν. 55, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 1031, Θησ. Δ΄ [153], I΄ [13]1, Χούμνου, Κοσμογ. 1109, 1949, 2647, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1178, Ριμ. Απολλων. 33, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 119, Περί γέρ. 41, Διήγ. ωραιότ. 121, Βυζ. Ιλιάδ. 617, Αχέλ. 1417, 2327, Στάθ. (Martini) Γ΄ 475, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 61, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [911], Ε΄ [223], Λεηλ. Παροικ. 560, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2546, 2643, 55115, 57717 κ.π.α.· θάμαγμα, Πεντ. Έξ. III 20, IV 21, VII 3, XI 9, 10, XV 11, XXXIV 10, Αρ. XXVI10, Δευτ. VI 22, VII 19, XIII 2, XXVI 8, XXVIII 46, XXIX 2· θάμασμα(ν), Αχιλλ. (Haag) L 477, Αχιλλ. L 457 (έκδ. θάμασμον· διορθώσ.), 1021, Φαλιέρ., Θρ. 296, Θησ. Ϛ΄ [124], Αλεξ. 2662, Περί γέρ. 111, Βυζ. Ιλιάδ. 108, Γύπ. Πρόλ. Διός 71, Πανώρ. Α΄ 70, 274, Ερωτόκρ. Α΄ 60, 643, Β΄ 392, 1171, 2076, 2157, Γ΄ 61, Ε΄ 1375, Ευγέν. 267, Στάθ. (Martini) Β΄ 106, Γ΄ 475, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 125, Συναδ., Χρον. 56, Ροδολ. Α΄ [60], Διήγ. ωραιότ. 636, 690, Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 134, Πρόλ. κωμ. 8, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 8, Τζάνε, Κρ. πόλ. 17612, κ.π.α.
Από το θαυμάζω και την κατάλ. ‑μα. Ο τ. θάμασμα(ν) στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex.). Ο τ. θάμαγμα (αναλογ. προς άλλα ουσ. σε ‑γμα) και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
1) α) Θαυμασμός: Ετράβηξες ... εις έπαινον και θαύμασμα δικό σου τες γλώσσες ώριμες των λαμπρών ποιητάδων, ολίγες απαληθινά, αν τες συγκρίνομεν με την αξίαν σου Σοφιαν., Γραμμ. (Legr. Préface) σ. 12· β) απορία, έκπληξη, ξάφνιασμα: Τα νυκτικά φαντάσματα, θάμασμα μη σου φέρου| να βλέπεις να σηκώνομαι, να πορπατώ ταχτέρου Ροδολ. Α΄ [559]· Κι έχω το θάμασμα πολύ να λέγουν οι ανθρώποι ... Σκλάβ. 207· θαύμασμαν έχουσιν φρικτόν τις να τ’ αναθιβάλει·| πολλά παραξενίζουνται μικροί τε και μεγάλοι Ιμπ. (Legr.) 1031. 2) α) Θαύμα: ένα μεγάλο θάμασμα στο παραθύρι γίνη:| οι πέτρες και τα σίδερα κλαίσι την ώρα κείνη Ερωτόκρ. Γ΄ 1567· Με χόρτα λέσι μια ’λοιφή πως κάνει και με γάλα| και μετά κείνη γίνουνται θαμάσματα μεγάλα Πανώρ. Α΄ 274· β) πράγμα, φαινόμενο φοβερό: όχι σα βλέπω μοναχάς να βλάφτει γεις τον άλλο,| μα και τον ίδιον του κιανείς, ω θάμασμα μεγάλο Στάθ. (Martini) Β΄ 106· Άκου καινούργιο θαύμασμα και μια ’δικιά μεγάλη| σε μιαν αδόλωτη καρδιά οπού ποτέ δεν σφάλλει Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1121]· Γη, θρήνησον πικρώς και το θέαμα κλαύσον,| ότι είδες θαυμάσματα πολλά να σφάξουν την αδελφήν μας Διγ. (Trapp) Esc. 93· γ) (πληθ.) θαυμαστή πράξη, κατόρθωμα: Ο Βαραγάμος με θυμόν στη μέσην τους εμπήκεν,| μ’ επιθυμιά και όρεξιν θαυμάσματα εποίχεν·| εκεί ’ριχτεν κι εσκότωνεν με δύναμιν και ανδρεία Αχέλ. 641· Πολλά θαυμάσματά ’καμνε ο φουμιστός Αρκίτας| εδώ κι εκεί ανατρέχοντα Θησ. Η΄ [851]· Μ’ ολίγους άνδρας πάντοτε θαυμάσματα να κάμει Κορων., Μπούας 31.προκόπτω,- Σπαν. A 175, Σπαν. P 108, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 188, Γλυκά, Στ. 204, 367, Λόγ. παρηγ. L 283, Gesprächb. 1162736‑7, Διγ. Άνδρ. 34732, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1643‑4, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 143, Διήγ. πανωφ. 55, Λίμπον. 104, 191, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 100, Ροδινός (Βαλ.) 124, 150, 169· προκόβγω, Κυπρ. ερωτ. 14118, Διγ. O 431, 433· προκόβω, Πορτολ. A XIII5· προκόπτω — προκόβγω — προκόβω — προκόφτω, Χρον. Μορ. H 616, 1350, 1355, Χρον. Μορ. P 616, 1350, 1355, Βησσ., Επιστ. 2510, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 70, Αλεξ.2 1912, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2142, 2171, 2534, Βεντράμ., Φιλ. 370, Δεφ., Σωσ. 11, Τριβ., Ρε 24, 166, Δαμασκ. Στουδ., Διάλ. 455, Αχέλ. 294, 505, κ.α., Άλ. Κύπρ. 935, Πιστ. βοσκ. I 5, 227, V 1, 7, Ιστ. Βλαχ. 2038, 2194, Διγ. Άνδρ. 3244, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 236, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [973], Έ [3], Φορτουν. Πρόλ. (Vinc.) 20, Λεηλ. Παροικ. 17, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28616, 48522· προκόφτω, Σοφιαν., Γραμμ. 85, Σοφιαν., Παιδαγ. 100· μτχ. παρκ. επροκομμένος, Βεντράμ., Φιλ. 370.
Το αρχ. προκόπτω. Ο τ. προκόβγω στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. προκόβω, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Άμ., Χιακ. Χρον. 6, 1925, 57, λ. προκόβγει). Τ. προκόβκω σήμ. στην Κύπρο (Λουκά, Γλωσσάρ.). Ο τ. προκόφτω στο Βλάχ. (λ. προκόβγω) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ., λ. προκόβω). Ο τ. προκόβω και σήμ.
Ά Μτβ. 1) (Προκ. για υλικά αγαθά) αυξάνω, πολλαπλασιάζω· προάγω: Υιέ μου, αν έχεις δουλευτήν ...| και συνεργεί εις το καλόν, προκόπτει το ιδικόν σου,| αγάπα τον και τίμα τον Σπαν. (Μαυρ.) P 255· Εάν ου μη βάλεις άνθρωπον ... (παραλ. 1 στ.) να έχει έννοιαν και σκοπόν τον τόπον να προκόβει,| ... χάνεις το πριγκιπάτο Χρον. Μορ. H 8561· (μεταφ.): σ’ αγαπώ (ενν. Θεέ), πρόκοψε την αγάπην μου Σοφιαν., Γραμμ. (Legr. Préface) 23. 2) (Προκ. για άνθρωπο) συντελώ στην πρόοδο, στην ευημερία κάπ.: όπου και αν αφέντεψεν ο δούκαν ο αφέντης,| ετίμησεν, επρόκοψεν τους άρχοντες του τόπου Χρον. Τόκκων 1384· εάν οι πατέρες θέλουσι να παιδεύσουν και να προκόψουν καλά τα παιδία τους, ας διώξουσι τα μυσαρά ... γεννήματα των τοιούτων ανθρώπων Σοφιαν., Παιδαγ. 121· (ειρων.): μαθητήν δεν είχα| να τον προκόψω σαν εμέ και να τον ευλογήσω,| να μη χορταίνει το κρασί Κρασοπ. (Eideneier) S 135. 3) Καταφέρνω, πετυχαίνω (να κάνω κ.): λογάριασε πόσους χρόνους ... οι νέοι κάθοντ’ επί τα σχολεία ..., και οι περισσότεροι γενειάζουν ... και ακόμη καν να καλαναρχούν ή να διαβάζουν καλά δεν προκόφτουν Σοφιαν., Γραμμ. 85· Μ’ αν επροκόβασι κι αυτοί (ενν. ο Γύπαρης και ο Αλέξης) ν’ αλλάξουσι δαμάκι,| τις κορασές δειν ήθελες να πιούσινε φαρμάκι Πανώρ.2 Ά 443 κριτ. υπ. Β́ Αμτβ. 1) α) Πηγαίνω μπροστά· προοδεύω, ευδοκιμώ σε κ.: και πρόκοπτα εις την παίδευσιν, ώστε όπου εμεγαλώθην Σαχλ., Αφήγ. 36· εις τους πολέμους επρόκοπτε (ενν. ο άγιος Νικόλαος) ... και πολλάς ανδραγαθίας ετέλεσε Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16114· καθώς προαιρείται καθαείς ... προκόπτει εις τας αρετάς της αληθινής φιλοσοφίας Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 702· β) προοδεύω, ευημερώ: Αλεξάνδρειαν την πόλιν ... θέλω θάλλειν και προκόπτειν μέχρι της συντελείας του αιώνος Διαθ. Αλ. 2557· αφόντις άρχισε το σχίσμα ... ούτε η Βασιλεία, ούτε η Εκκλησία ... επρόκοψαν ολίγον τίποτις Ροδινός (Βαλ.) 149· (σε μεταφ.): ημάς είναι το ελάττωμα και της ημετέρας ασθενείας, η οποία με το να είναι τόσους κόπους και τόσες φροντίδες ... παίρνει αν τύχει πρόφασιν και δεν προκόπτει Πηγά, Χρυσοπ. 341 (6). 2) (Προκ. για καλλιέργειες) αναπτύσσομαι· αποδίδω: έβρεξαν ... την ρίζαν οπού ήθελαν να φυτεύσουν με κοπρίαν βοδίου και κατά πολλά επρόκοψεν Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 154. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = α) Εργατικός, δραστήριος· ικανός: Πλάτωνα, ...| ... της φιλοσοφίας δάσκαλε προκομμένε Συναξ. γυν. 455· εις το κοντάρι και σπαθί περίσσια προκομμένος Διγ. O 230· απόσταν βρέθηκα ’ς τούτο τον τόπο ξένος,| στ’ αφέντη μου τη δούλεψη πάντα ’μου προκομμένος Φορτουν. (Vinc.) Ά 343· β) πετυχημένος· νοικοκύρης: ο πολύς οίνος ... και ανθρώπους μεγάλους προκομμένους απώλεσεν Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XII 71· γ) (προκ. για καλλιέργειες) αποδοτικός: Χωράφια που ’χανε δεντρά κι έχουν τα κουκλωμένα,| εκείνα δεν καρποφορούν, μηδ’ είναι προκομμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 58024. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = άνθρωπος φιλόπονος και ικανός: τους προκομμένους αγαπά, βάνει τους στο τραπέζι,| στέκει και αφοκράζεται Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 51· Τσι φρόνιμους το ριζικό κι όλους τσι προκομμένους| πάντα χαιράμενους κρατεί Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 377.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ.