Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- οικοδομή
- η, Διήγ. Αγ. Σοφ. 14824,28,36, Ψευδο-Σφρ. 34227.
Το μτγν. ουσ. οικοδομή· για πιθ. παλαιότ. μνεία βλ. L-S. Η λ. και σήμ.
1) α) Οικοδόμηση, χτίσιμο, ανέγερση: Όλων δε εκείνων οπού εσυνδράμανε αντάμα μου εις την οικοδομήν της εκκλησίας, ο Θεός να τους ενθυμηθεί Διαθ. Νίκωνος 25499· ο άγιος υπήγεν εις τους χριστιανούς ζητώντας βοήθειαν διά να κτίσει αυτήν την εκκλησίαν, και αυτοί ... του έδιδαν περισσότερον από ό,τι εζήτα ... διά την οικοδομήν της εκκλησίας Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. Κ 45-6· β) (μεταφ., προκ. για την εδραίωση και την ανάπτυξη της χριστιανικής εκκλησίας): να τυπωθεί το παρόν βιβλίον εις δόξαν Θεού και οικοδομήν της εκκλησίας Μάξιμ. Καλλιουπ., Πρόλ. (Legr.) 370· γ) (μεταφ.) πνευματική καλλιέργεια, μόρφωση· χριστιανική αγωγή: ο σκοπός όλος εκεινών οπού αναγινώσκουνται εις την εκκλησίαν είναι διά οικοδομήν· και η οικοδομή είναι διά της γνώσεως εκεινών οπού λέγονται Μάξιμ. Καλλιουπ., Πρόλ. (Legr.) 367 δις. 2) Οχύρωση: Νυν δε εγώ μέν απέρχομαι προς οικοδομήν καλλίω του Εξαμιλίου Σφρ., Χρον. (Maisano) 981. 3) α) Οικοδόμημα, κτίσμα: εγένετο ο εμπρησμός εν Βενετίᾳ ... και κατεκάησαν οικίαι παμπληθείς και εργαστήρια και οικοδομαί Byz. Kleinchron. Ά́ 31213· β) ικρίωμα, σκαλωσιά: εδιόρθωσεν ο δούκας ο αφέντης| ανθρώπους επιδέξιους, δόκιμους εις το πράγμα,| με σκάλες, με οικοδομήν εύκολα να το κλέψουν (ενν. τον πύργο) Χρον. Τόκκων 784. 4) Το σύνολο των οικοδομικών υλικών που χρησιμοποιούνται για κάπ. οικοδόμημα (εδώ κυρίως για πολυτελή υλικά): έγραψε (ενν. ο βασιλεύς) εις πάσαν αφέντην ανατολής και δύσεως ... όπου εύρουν μάρμαρα εκλεκτά και κολόνας και πορφύρα και καγκελοθυρίδας οπού να είναι επιτήδεια διά εκκλησίαν, να του τα προβαδίσουν εις την Κωνσταντινούπολιν ... Και ούτως εσύναξε πάσαν την οικοδομήν πασαένας από ναούς ειδώλων οπού τους εχαλούσαν και από παλαιά παλάτια και τα έστελναν του βασιλέως Ιουστινιανού εις την Κωνσταντινούπολιν ... από όλον τον κόσμον Διήγ. Αγ. Σοφ. 1489.
περιτείχισμα- το, Προσκυν. Ιβ. 535 571.
Το αρχ. ουσ. περιτείχισμα. Η λ. και σήμ.
α) Οχυρωματικό τείχος γύρω από μια πόλη ή περιοχή: Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 366· β) τείχος που περιβάλλει ένα χώρο, περίφραγμα: έκτισεν (ενν. ο άγιος Ιωάννης) εκκλησίαν ωραιοτάτην εις το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου, με κελλία και περιτείχισμα, εφύτευσε δε και αμπέλι και δένδρα Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. K 112.
πέτρινος,- επίθ., Καλλίμ. 746, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 227, Ερωτοπ. 206, Χρον. Τόκκων 3653, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3976, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 105r δις και v, 258r, Πηγά, Χρυσοπ. 337 (12), Παϊσ., Ιστ. Σινά 378, 1040, 1588, Προσκυν. Κουτλ. 156 8128, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 131, Έ 167, Πιστ. βοσκ. I 5, 186, IV 7, 113, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 982 ρξζ́ 10, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 154, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2538, Hagia Sophia ω 52713‑14, 5984, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. Αποκ. θ́ 20, Προσκυν. α′ 12023, Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. Κ 14.
Το αρχ. επίθ. πέτρινος. Η λ. και σήμ.
1) Φτιαγμένος από πέτρα, λίθινος: Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 180r, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1222, Προσκυν. α′ 11120. 2) (Μεταφ.) α) σκληρός, ασυγκίνητος: Ποία ψυχή και ποια καρδιά δεν ήθελεν βουρκώσει| στα λόγια τα θλιβερά να μην αναδρακώσει;| έξω να ’χ’ ήτον πέτρινος, γλυπτοπελεκημένος,| ή ξύλινος ... ειδωλοκαμωμένος Ιμπ. (Legr.) 971· β) (με τα ουσ. καρδιά, σπλάχνα· βλ. λ. λίθινος 2, λιθώδης γ) άπονος, σκληρός: ει τις ποτέ ουκ έκλαψεν δάκρυα από καρδιάς του,| αν ήτον λιθοκάρδιος, ας έλθει εδά να κλάψει·| αν είχε πέτρινην καρδιάν και σίδερον συκώτι,| ας έλθει, ας κλάψει και ας δαρθεί Αχιλλ. L 1243· ποίος ήτον ούτω σκληρός και με πέτρινην καρδίαν, οπού να μην λυπηθεί και να κλαύσει, βλέπων τους οσίους εκείνους και ιεροπρεπείς γέροντας, τα αγγελοειδή πρόσωπα, χαμαί εις γην ερριμένους ...; Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 81· Ποιος να ’χει πέτρινη καρδιά και σιδερένια μάτια| να τηνε βλέπει (ενν. τη Μαρία) κι η καρδιά να μη γενεί κομμάτια; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3968· Τις γράψει γνώμην σιδηράν, αμείλικτον καρδίαν,| πέτρινα σπλάχνα δράκοντος; Τις ιστορήσει λόγῳ; Καλλίμ. 506.
πλουσιοπάροχα,- επίρρ., Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 168288, Λίμπον. 493, Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. K 73, Χριστ. διδασκ. 152, 404.
Από το επίθ. πλουσιοπάροχος. Η λ. και σήμ.
α) Γενναιόδωρα, άφθονα: δεν εφύλαγε (ενν. ο αρχιεπίσκοπος Λαρίσης) το σιτάρι να ακριβήνει, και τότε να το πωλήσει εις περισσοτέραν τιμήν, καθώς κάνουσιν οι δημοκατάρατοι, αλλά έδιδεν εκείνους οπού εχρειάζονταν πλουσιοπάροχα Βησσαρ., Διαθ. 274162· β) πολυτελώς: Ήτον τούτος πλουσιοπάροχα ενδυμένος, με πολυτίμητον σπαθί εις το πλευρόν Καλόανδρ. (Κεχ.) 406.
πόθος- ο, Σπαν. (Ζώρ.) V 38, Γλυκά, Στ. Β′ 326, Λόγ. παρηγ. L 753, Καλλίμ. 762, Διγ. (Trapp) Gr. 417, 502, 1396, Διγ. A 1946, 2451, Διγ. Z 540, 647, 892, 1291, 2208, 2413, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 866, 899, 1210, 1773, Rebâb-nâmè 13, Divān 5043, Βέλθ. 397, 1052, Ερμον. Α 297, Ερωτοπ. 480, 507, Λίβ. Sc. 205, 1128, Λίβ. (Lamb.) N 244, 397, Λίβ. Esc. 151, 353, 847, Λίβ. N 776, 1692, 1962, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2448, Αχιλλ. L 506, 936, 976, Αχιλλ. (Smith) N 123, 858, 1162, Αχιλλ. (Smith) O 427, Ιμπ. 290, Φαλιέρ., Ιστ.2 191, 482, Διήγ. Βελ. N2 12, Θησ. Γ́ [426], Θ́ [246], ΙΒ́ [635], Ch. pop. 137, 290, 786 Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 23, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 50, 765, Απόκοπ.2 344, 381, 397, Ριμ. κόρ. A 43, 87, Ριμ. κόρ. V 43, 85, Κορων., Μπούας 22, Κυπρ. ερωτ. 25, 102, 8610, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 177, Β́ 189, Έ 364, Πιστ. βοσκ. I 1, 127, 135, (έκδ. πούθου· διορθώσ.), IV 7, 113, Διγ. Άνδρ. 3242, 3551, 3669, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 68, Γ́ 50, Δ́ 726, Έ 661, Στάθ. (Martini) Ά 65, Β́ 196, Γ́ 343, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [870], Δ́ [580], Έ [1254], Φορτουν. (Vinc.) Ά 7, Β́ 128, Δ́ 10, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 77, Διγ. O 164, 1724, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14221, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16015, 27722, 36813, κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. πόθος. Η λ. και σήμ.
1) Σφοδρή, έντονη επιθυμία· λαχτάρα: Σπαν. A 520, Διγ. (Trapp) Gr. 1024, Διγ. Z 2304, Μαχ. 5928· (σε μεταφ.): έρως σαγίταν έσυρεν και κατεχάλασέν τον (ενν. τον πύργον της καρδίτσας μου)| και εις πόθον της αγάπης σου ήφερεν την ζωήν μου Αχιλλ. O 389. 2) α) Σφοδρή ερωτική επιθυμία· ερωτικό πάθος: Καλλίμ. 16, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 362, Ιστ. πατρ. 9721, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 39, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 15· (ως σύστ. αντικ.): οπού τον πόθον μου ποθεί μ’ αληθινήν καρδίαν Θησ. Ζ́ [915]· (μεταφ.): κλωνάριν πόθου εις την εμήν εφύτρωσεν καρδίαν Λίβ. Sc. 2788· (σε μεταφ.): ο σταλαγμός του πόθου μου την πέτραν της ψυχής σου| χάρβαλον να την έποικεν Λίβ. Sc. 531· ήτον πνιγμένη (ενν. η κόρη) εκ τον βυθόν του πόθου του Λιβίστρου Λίβ. N 1372· (σε προσωποπ.): θαύμασε τον λίθον τον μαγνήτην| πώς έλκει από τον πόθον του την φύσιν του σιδέρου Λίβ. Va 173· (σε όρκο): λάλει με το ορέγεσαι, το θέλεις τώρα ειπέ το,| και μα τον πόθο τον εις σε, γοργά να το πληρώσω Λίβ. Sc. 2211· (σε παροιμ. φρ.): Ο έρως τίκτει το φιλίν και το φιλίν τον πόθον Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 702· Αμ’ η γιαγάπη κλάηματα τρώγει και δε χορταίνει| γιαταύτος κακορίζικος είν’ όποιος ’ς πόθο μπαίνει Πανώρ.2 Δ́ 150· φρ. (1) βάλλω κάπ. εις πόθον = κάνω κάπ. να νιώσει ερωτική επιθυμία: μην εύρῃ χώραν ... το βέλος της αγάπης| και τρώσῃ την καρδίαν της και βάλῃ την εις πόθον (ενν. την κόρην) Διγ. Z 90· εκαλέσασιν εντίμως (παραλ. 5 στ.) την χρυσήν γαρ Αφροδίτην,| όπως γαρ εις πόθον βάλει| τους νεόνυμφους γαρ τότε Ερμον. Α 219· (2) βάνω πόθο, βλ. βάνω (Ι) Ά 52· (3) εισβαίνει/συμβαίνει πόθος (με αιτιατ. και γεν. προσώπου) = ερωτεύομαι κάπ.: πόθος με εσυνέβηκε, πάτερ μου, του Λιβίστρου Λίβ. P 892· πόθος γαρ με εσέβηκεν, πατήρ μου, του Λιβίστρου Λίβ. Esc. 2228· (4) έχω/ρίχνω (τον) πόθον εις άλλον/‑ην/αλλού = είμαι ερωτευμένος με κάπ. άλλον/ην: Καλή μου, αν εμετάγνωσες και έχεις αλλού τον πόθον,| ειπέ μου την αλήθειαν, κυρά, να υπαγαίνω Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 881· Πιστεύω, αυθέντη μου ευγενή, να μη έβγω από τον νουν σου| και αλλού να ρίξεις πόθον σου κι εμέν να λησμονήσεις Φλώρ. 1033· όμοσες και μὄλεγες ποτέ μη με ’ξαφήσεις,| κι εδά θωρούν τα μάτια μου, εις άλλην πόθον έχεις Ερωτοπ. 26· β) (συνεκδ.) το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας (η χρ. ήδη μτγν.): και νυν εμέ χωρίζουσιν εκ τον εμόν τον πόθον,| ζωήν να ζω επώδυνον, πάντοτε πονεμένην Φλώρ. 1010· Ο πρώτος πόθος ήτον της καρδιάς μου| η όμορφη, οϊμέ, Ερωπρικούσα Πιστ. βοσκ. III 6, 208· (εδώ σε προσφών.): αναπλοκή μου, κρεμασμέ και ενήδονέ μου πόθε Λίβ. P 1493· γ) (προσωποπ.) ο Έρωτας (η χρ. ήδη αρχ.): Φαλιέρ., Ιστ.2 630, Κυπρ. ερωτ. 10041· δ) το ερωτικό πάθος ως αρρώστια: μην τον αφήσεις να χαθεί (ενν. το Γύπαρη), μα δώσ’ του το βοτάνι| και τη γιατρειά του πόθου του σαν τὄρχεται να γιάνει Πανώρ.2 Γ́ 218· Άλλο δεν είν’ το γιατρικό του πόθου, οντέν αρχίσει| παρά ζιμιό να βρει αφορμή να του ξελησμονήσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 707· ε) ο πνευματικός έρωτας (για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., στη λ. 1): έπεσεν ο πόθος αυτού (ενν. του πατριάρχου) και η αγάπη εις την μελέτην της Αγίας Γραφής Ιστ. πατρ. 1975. 3) Αγάπη, στοργή α) για συγγενικό ή αγαπημένο πρόσωπο: και κατησπάζοντο αυτόν (ενν. τον αμιράν) μοιράζοντες τον πόθον| εντεύθεν μεν οι συγγενείς, εκείθεν δε η μήτηρ Διγ. (Trapp) Gr. 733· Εμέναν ο πατέρας μου μικρόθεν με είχεν πόθο·| τώρα με κατεχόρτασεν, θωρώ παραβαρώ τον Ιμπ. 174· φίλο αγαπημένο| θέλομε σ’ έχει πάντα μας με πόθο εμπιστεμένο Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 112· (στον πληθ. προκ. για εκδηλώσεις αγάπης): Εκείνοι (ενν. οι θείοι μου) με ανέθρεψαν με αμετρήτους πόθους Διγ. A 519· β) προς τον γενέθλιο τόπο: Στην Καλομάτα εδιέβηκεν (ενν. ο πρίγκιπας Γυλιάμος) όπου είχεν μέγαν πόθον| διατί εγεννήθηκεν εκεί κι ήτον ιγονικόν του Χρον. Μορ. H 7761· γ) (θεολ.): εκδίδομαι παρά μητρός εις Αραβίτας θείους,| οί με και αναθρέψαντες εις Μωάμετ τον πόθον Διγ. Z 483. 4) Προθυμία, ζήλος: ούτως ο άγιος, με πόθον πολύν, έκτισε την αυτήν μονήν εις το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου της Αντιφωνήτριας Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. Κ 46· κάλλια βαλθείν ήθελα την άμμο| με ίδρωτα, με πόθο να μετρήσω| παρά τέτοιο βοσκό να μη βουηθήσω Βοσκοπ.2 79. 5) Διάθεση για φαγητό, όρεξη: εμένα, κακοτύχερε, τον γερανόν υβρίζεις,| τόν τρώγουσιν οι βασιλείς μετά πολλού του πόθου …; Πουλολ. (Τσαβαρή)2 84. 6) Ευχαρίστηση: Διήγησις παιδιόφραστος περί των τετραπόδων,| ίνα αναγινώσκωνται και χρώνται τούτα παίδες,| οι φοιτηταί και νεαροί διά την ευνοστίαν·| γέγραπται γαρ εις ένωσιν μαθήσεως και πόθου Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 4. Η λ. ως κύρ. όν.: Notizb. 26.
πολύλογος (ΙI),- επίθ.
Από το επίθ. πολύς και το β́ συνθ. ‑λόγος (για το πράγμα βλ. Ανδρ., Λεξ., στη λ.). Η λ. στο Βλάχ., σε έγγρ. του 17. αι. (Μπρούσκαρη, Θησαυρ. 19, 1982, 188, Βαγιακ. ΕΑΙΕΔ 6, 1955, 80) και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.)· άσχ. το αρχ. επίθ. πολύλογος.
α) Πολλών λογιών, ποικίλος: οι δε περισσότεροι με χορτάρια μόνον και βλαστάρια τρέφονται, αγαπώντες απλήν τράπεζαν και κατά πολλά άτεχνον ... ίνα μη σκοτίζηται ο λογισμός από τα πολύλογα και πολυποίκιλα φαγητά Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 110· εφύτευσε δε (ενν. ο άγιος Ιωάννης) και αμπέλι και δένδρα πολύλογα Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. K 112· β) που εκδηλώνεται με ποικίλες μορφές: καθώς καθένας έλαβε χάρισμα, να το διακονείτε ένας τον άλλον, ωσάν καλοί οικονόμοι της πολυλόγου χάριτος του Θεού Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρου Καθολ. Επ. Ά δ́ 10.
προσκτώμαι,- Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. C 91, 97, 112-3· ενεργ. προσκτώ.
Το αρχ. προσκτάομαι. Ενεργ. υποτ. προσκτήσῃ και μτχ. προσκτώσα στο Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ. (λ. προσκτήσῃ). Η λ. και σήμ. λόγ.
I. (Μέσ.) αποκτώ επιπλέον: Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. C 124. II. (Ενεργ.) προσαρτώ (εδώ προκ. για την ακίνητη περιουσία μονής): εκεί έκτισεν (ενν. ο άγιος) εκκλησίαν ... με κελλία και περιτείχισμα, ... προσέκτησε και τριγύρο της μονής ταύτης χωράφια μοδίων σαράντα Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. K 113-114. — Βλ. και κτώ, κτώμαι.
σπαστρεύω,- Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 393, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 1336, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 2881173· παστρεύγω, Φαλιέρ., Ιστ.2 193, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1113, Έ́ 1200, Τζάνε Εμμ., Μοιρολ. 13723· παστρεύω, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 766, Ημερολ. 10, Θησ. Ζ́ [781], Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 53, Μορεζ., Κλίνη φ. 107r, Μπερτολδίνος 151, 167, Διήγ. πανωφ. 59, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [1197], Ροδινός (Βαλ.) 227, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 34, Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. K 24· μτχ. παστρεμένος, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [121].
Από το *σπαρτεύω (<ουσ. σπάρτο(ν) και την κατάλ. ‑εύω, με επανάληψη του αρχικού σ και μετάθεση του ρ· βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 327, ΛΚΝ, λ. παστρεύω). Ο τ. παστρεύγω (για την κατάλ. ‑εύγω, βλ. Χατζιδ., ό.π. 49) στο Βλάχ. (λ. παστρεύγω) και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. παστρέβγω ‑βjω, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.). Ο τ. παστρεύω με ανομοιωτική αποβολή του αρχικού σ (ΛΚΝ), στο Du Cange (λ. πάστρα) και σήμ.· βλ. και LBG (λ. παστρεύω). Τ. σπαστρεύου σήμ. ιδιωμ. (Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ., λ. σπαστρεύου και παστρεύου σημ.). Η λ. στο Meursius (λ. σπαστρεύειν), σε έγγρ. του 16. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 4733) και σήμ. ιδιωμ. (Κωνσταντινίδης, Λεξιλ. ροδ. διαλ.)· βλ. και LBG στη λ.
I. Ενεργ. 1) Καθαρίζω: Ο ιερεύς ο καταφρονών την εκκλησίαν αυτού και ου μετά πάσης τιμής δεν παστρεύει και φιλοκαλεί αυτήν και πάντα τα ιερά, αλλ’ ως Θεού οίκον καταφρονών, αργείτω επί καιρῴ Μαλαξός, Νομοκ. 140· να μην αγοράζει ποτέ σκλάβον ή σκλάβαν, αλλά να σηκώνεται ατός του να παστρεύει το σπίτι του και να τινάζει τα στρώματα Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 131· (αμτβ.): Λαϊκοί εις το θυσιαστήριον δεν σεβαίνουν, μήτε άνδρες μήτε γυναίκες ... η δε καλογραία σεβαίνει και παστρεύει Νομοκ. Αγ. Γεωργ. 146· (εδώ σε μεταφ.): Εσείς οι Φαρισαίοι το έξω του ποτηρίου και του πινακίου σπαστρεύετε, αμή το μέσα σας είναι γεμάτον από αρπαγάς και πονηρίας Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιά́ 39. 2) (Γενικ.) περιποιούμαι, φροντίζω: Περί βιβλιοφύλακος, εάν ου παστρεύει καλώς τα βιβλία Μαλαξός, Νομοκ. 234· 2) (Μεταφ.) εξαγνίζω: Καθαρίσατε τα χέρια σας, αμαρτωλοί, και σπαστρέψετε τες καρδίες σας, δίψυχοι Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιακ. Καθ. Επ. δ́ 8· Ας καθαρισθούμεν από κάθε αμαρτίαν με την πίστιν και την ελεημοσύνην, με την σωστήν αγάπην πάλιν, με την αληθινήν ταπεινοφροσύνην παστρεύοντας του λόγου μας από κάθε σαρκικήν ατσαλιάν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11213. IΙ. Μέσ. 1) Καθαρίζομαι (για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ́ Παράρτ. 33): Ας πάμε όλες μετ’ αυτή στη βρύση να πλυθούμε,| μια μια από τον πάσπαλο τούτο να παστρευτούμε Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 124· όρισέν τους (ενν. ο θεόπτης Μωυσής) να πλυνθούν και να σπαστρευθούν καλά, και την σάρκαν τους και τα ρούχα τους να καθαρισθούν, και τότε ... να έβγουν τον ανήφορον να τον προσκυνήσουν (ενν. τον Θεόν) Λεόντ., Ομιλ. (Κακ.-Πάνου) 116. 2) Περιποιούμαι τον εαυτό μου, καλλωπίζομαι: και τότε Κουταγιώταινα λέγει τες «εγερθείτε,| όλες εδά σπαστρεύεσθε, όλες ευμορφωθείτε» Σαχλ. Β́ (Wagn.) PM 569. 3) (Μεταφ.) εξαγνίζομαι: έτσι σχολάζοντας με πλέα επιμέλειαν με την θεωρίαν και με την θεολογίαν των θείων και ακόμη καθαρισμένοι διά μέσου της Αγίας Γραφής και έστοντας να παστρευτούμεν με την παντοτινήν προσευχήν, ας καταφρονήσομεν τες ψεύστικες φροντίδες Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11127.
στενοχωρώ,- Ιερακοσ. 43526, Gesprächb. 307, Λίβ. διασκευή α 974, 1645, 2798, Λίβ. Esc. 1687, 1706, 2670, Λίβ. Va 2446, Notizb. 80, Μαχ. 46614, 46815, 58627, Δούκ. 797, 2655, Θησ. Δ́ [23], Βουστρ. (Κεχ.) 1307, Ιστ. πολιτ. 1718, Hist. imp. (Iadevaia) IIb 1788, Ιστ. Βλαχ. 170, 1722, Ψευδο-Σφρ. 16010, 2043, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 86r, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 338, Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. Κ 71, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4338, 7059, κ.α.· σθεναχωρώ, Λίβ. Va 763· σταναχωρώ, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιή́ 28 (αν δεν πρόκ. για εσφαλμ. γρ.)· στεναχωρώ, Λίβ. Va 1544, 1560, Πεντ. Έξ. XΧIII 9, Αρ. X 9, XXV 17, Δευτ. II 9, XV 2, XXVIII 53, κ.α. Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. γ́ 9, έ́ 24· στενεχωρώ.
Η λ. στον Ιπποκράτη. Ο τ. σταναχωρώ και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Ο τ. στεναχωρώ με επίδρ. του επιρρ. στενά (Μπαμπιν., Ετυμ. λεξ., στη λ., Hesseling [Πεντ. Εισαγ. σ. XXVI])· απ. το 10. αι. (TLG) και σήμ. Ο τ. στενεχωρώ από αφομ. (Hesseling, ό.π.). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) Περιορίζω κάπ. ή κ. σε μικρό χώρο· στρυμώχνω, πιέζω: Διδάσκαλε, οι όχλοι σε σφίγγουν και σε στεναχωρούν, και λέγεις «Ποίος είναι οπού με επίασε;» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ή́ 45· είδιεν το μουλάρι τον άγγελο του Κύριου και εστεναχωρέθη προς το τείχο και εστεναχώρεσεν το ποδάρι του Βιλεαμ προς το τείχο Πεντ. Αρ. XXII 25· (μεταφ.): Έχω εγώ και περί τούτων άλλα πολλά λέγειν, τα οποία με στενοχωρά η ώρα και δεν τα λέγω Πηγά, Χρυσοπ. 75 (20). 2) α) (Μεταφ.) προκαλώ δυσκολίες σε κάπ., πιέζω, παρενοχλώ· (εδώ προκ. για πολιορκία): Αυτός δε συνάξας τα φοσσάτα απήγεν εις το Διδυμότειχον κατά του Καντακουζηνού και απέκλεισεν αυτόν. Έκαυσε δε και τα δεμάτια του θέρους όλα, και εστενοχώρησεν αυτόν πολλά Byz. Kleinchron. Á́ 8342· εις τους ͵αυξγ́ εστενοχώρησεν ο ρε Τζακ την Κερυνείαν τόσον πολλά, ότι πίον ζωήν δεν είχαν Βουστρ. (Κεχ.) 1346· (με σύστ. αντικ.): ιδού η κραυγή των παιδιών του Ισραέλ ήρτεν προς εμέν και απατά είδα το στενεχώρεμα ος η Αίγυφτο στενεχωρούν αυτουνούς Πεντ. Έξ. III 9· β) (αμτβ.) δυσκολεύομαι: Στενοχωρεί δε ο ιέραξ εις το τραφήναι, βίᾳ τε καταπίνει Ιερακοσ. 4394. 3) α) Προκαλώ δυσάρεστα συναισθήματα σε κάπ.· λυπώ, θλίβω: Η φυλακή και θάνατος και χείρων του θανάτου (παραλ. 1 στ.)· οίαν αν είπῃς κόλασιν, παχυμερώς κολάζει,| παχυμερώς στενοχωρεί και θλίβει και δαμάζει Γλυκά, Στ. 141· Αλήθεια την πατρίδα σου και όλους τους εδικούς σου| θλίβεις, λυπείς, στενοχωρείς, πικραίνεις, θανατώνεις Λίβ. διασκευή α 670· β) (σε ιδιάζ. σύντ. με αντικ. αυτοπαθ. αντων.) βρίσκομαι σε αμηχανία· ανησυχώ, αγωνιώ: εστράφηκαν οι αποκρουσάροι προς τον Ιαακώβ του ειπεί· ήρταμε προς τον αδερφό σου … και απατά πγαίνει συναπαντίς σου και τετρακόσιοι ανήρ μετά αυτόν. Και εφουβήθην ο Ιαακώβ πολλά και εστεναχώρεσεν αυτουνού Πεντ. Γέν. XXXII 8. II. Μέσ. 1) Δεν έχω αρκετό χώρο· στρυμώχνομαι: καθήμενος (ενν. ο άρεσκος) εις το τραπέζι οπού τον εκάλεσαν, να παρακαλέσει τον οικοκύρην να φέρει τα παιδία του· και φέρνοντάς τα ... να τα αφήνει να κοιμούνται εις τα γόνατά του, αγκαλά και στενοχωράται Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 122· Ο δε Μωσής εισδύς ευθύς τῃ πέτρα εκρυβήθη (παραλ. 1 στ.)· πρηνής στενοχωρούμενος στην πέτραν κατεπόθη| κι η πέτρα εκ της στενωσιάς ως ζύμη εσηκώθη Παϊσ., Ιστ. Σινά 101· (σε μεταφ.): Επεί λοιπόν γνωρίζομεν λοξά περιπατούμεν,| πρέπει να την αφήσομεν την στράταν που κρατούμεν (παραλ. 4 στ.). Και αυτή οπού δείχνει εδώ πλατεά, εκεί στενοχωρούνται| όσοι την επεράσασιν, και κλαίουσιν και λυπούνται Πένθ. θαν.2 575. 2) α) (Μεταφ.) δυσκολεύομαι, πιέζομαι (από κ. ή εξαιτίας μιας κατάστασης): Εκεί που περπατούσασι (ενν. σκύλος και πετεινός), κάπου βραδιαστήκαν,| δεν είχαν πού να κοιμηθούν και στενοχωρηθήκαν,| και διά τούτο εις δενδρόν κι οι δύο διαβήκαν,| μήνα ευρούν ανάπαυσην πολλά εννοιαστήκαν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 354· περνώντας καιρός έρχεται και ο χειμώνας και στενοχωρούμενος από ζωοτροφήματα ο εχθρός μας ημπορούμεν εύκολα να τον νικήσομεν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 383· (προκ. για πολιορκία): αφόν εβάλαν την κατούναν έξω οι Γενουβήσοι, κανένας δεν ετόλμησεν έξω να βγει, μάλλον το κτηνοβόλιν τό είχαν έξω επήραν τα· διά τούτον εστενοχωρήθησαν Μαχ. 52419· (μτβ.): εις το παλάτιν τρέχει,| αλλ’ ότι μη παρά στιγμήν εις το παλάτιν φθάνει,| στενοχωρείται τον καιρόν, αγανακτεί την ώραν| και κατακρίνειν ήρξατο την των ανθρώπων φύσιν,| ότι μη ταύτην έπλασεν υπόπτερον να τρέχει Καλλίμ. 1547· β) αισθάνομαι δυσφορία, ανησυχία: θήσεις αυτόν (ενν. τον ιέρακα) ή εις τράπεζαν ή εις κράβατον, όπου σιγή και ηρεμία εστίν. Ει γουν συσφίγγεται, ήτοι στενοχωρείται, γίνωσκε τούτον υγιαίνειν Ορνεοσ. αγρ. 53024‑25. 3) Λυπάμαι, θλίβομαι: Θέλει ο στρατιώτης τό πονεί και η κόρη να το μάθει| και πώς το ’πείν ουδέν έχει και σφάζει τον εαυτό του·| στεναχωρείται, ουκ ημπορεί, πνίγεται εκ την λύπην Λίβ. Va 1405· (σε ιδιάζ. σύντ.): Όνταν στεναχωρεθεί εσέν και να σε βρουν όλα τα λόγια ετούτα ... και να στραφείς ως τον Κύριο τον Θεό σου και ν’ ακούσεις εις τη φωνή του Πεντ. Δευτ. IV 30· (σε παροιμ. φρ.): Δάρειε βασιλέα, … μηδέν πικραίνεσαι, ότι το καράβι το μέγα, όταν πέσει, πολλά στενοχωράται Διήγ. Αλ. G 27235. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Περιορισμένος, στρυμωγμένος, πιεσμένος: αν κανείς πιάσει ένα βαθουλόν και σκαμμένον καθρέφτην και βάλει τον εμπροστά εις τες ακτίνες του ηλίου, μέσα εις τον καθρέφτην εκείνον ανάφτει φωτιά ... Διότι, όντας εις εκείνον τον βαθουλόν καθρέφτην τόσες ακτίνες μαζωμένες και στενοχωρημένες, αντικτυπώντας μία με την άλλην εύκολα πιάνει φωτιά Ροδινός (Βαλ.) 115. 2) Στερημένος από υλικά αγαθά, από οικονομική άνεση: Ημείς, αδελφέ, διάγομεν στενοχωρημένην ζωήν, νηστεύομεν και κοπιάζομεν άμετρα υπομένοντες πολλήν σκληραγωγίαν και κάκωσην. Και εσύ είσαι συνηθισμένος εις άνεσην σώματος και δεν δύνεσαι να υπομένεις την ακρίβειαν της ασκήσεως Αγαπ., Εκλόγ. 336· (ως ουσ.): να είσαι εις ωφέλειαν πολλών αδικημένων,| πολλών πτωχών και ορφανών και στενοχωρημένων Ιστ. Βλαχ. 12. 3) Θλιμμένος, δυστυχισμένος· (εδώ) που φέρνει θλίψη, στενοχώρια: εις τόπους ξένους λυπηρούς και στενοχωρεμένους Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 50.
συγκαίω.- Το αρχ. συγκαίω. Η λ. και σήμ. ιδ. στο μέσ.
I. Ενεργ. 1) (Επιτ.) καίω· (εδώ μεταφ. σε αρατική φρ.· βλ. και ά. στρόφος σημασ. α): ευθύς να πέσεις στους εχθρούς να τους συγκαύσει ο στρόφος Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 782 (βλ. όμως και τη διόρθ. του Κουκ., Λαογρ. 3, 1911-1912, 380). 2) Θερμαίνω υπερβολικά: εποίησα χρόνους ικανούς εντελευόμενος και συγκαιόμενος τῳ καύσωνι του ηλίου και τῳ παγετῴ του χειμώνος Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. C 18. II. (Μέσ.) καίγομαι εντελώς: καθέζεται (ενν. ο φοίνιξ) εν τῳ βωμῴ του θυσιαστηρίου και πυρ ανάπτει εκ των ποδών αυτού και συγκαίεται εν τῳ βωμῴ και σποδός γίνεται Φυσιολ. Β 211.
συντρέφω.- Το αρχ. συντρέφω.
(Μέσ.) διαβιώνω, ζω μαζί (με κάπ.): απαρνάται τους γονείς και συγγενείς αυτού ... και υπήγεν εις τα όρη και έρημον της αυτής νήσου και εκατοίκησεν εκεί χρόνους πολλούς, συντρεφόμενος με τα άγρια θηρία Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. Κ 13.
συστολή- η.
Το αρχ. ουσ. συστολή (TLG). Η λ. και σήμ.
1) Περιορισμός, εγκράτεια: ετάχθη η περιτομή ως τι σημείον και σύμβολον διαιρούν και διαχωρίζον τους Εβραίους από των Αιγυπτίων εις το μη συνέρχεσθαι τούτους εις γάμου κοινωνίαν … Και ο μεν είς λόγος, ως είπομεν, ο δ’ αυ έτερος έχει ούτως, όπως περιτμηθέντες τῃ σαρκί έλθωσιν εις συστολήν και σωφρονισμόν της πολιτείας αυτών και ουκ ώσι λάγνοι και ακρατείς Ψευδο-Σφρ. 4844. 2) Στην έκφρ. έως συστολής του παρόντος κόσμου = μέχρι το τέλος, τη συντέλεια του κόσμου (δηλ. για πάντα): τούτο διορίζομαι και εντέλλομαι πάσι, ως αν πάσας εκκλησίας ήγειρα ... και α προσεκτησάμην κινητά, ακίνητα και αυτοκίνητα, ίνα εισίν πάντα εις την μονήν του Μυριοκεφάλου έως συστολής του παρόντος κόσμου Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. C 125.
τελωνείον- το.
Το μτγν. ουσ. τελωνείον (LBG). Η λ. και σήμ. στον τ. τελωνείο.
Υπηρεσία στην οποία καταβάλλονται οι δασμοί και οι φόροι: υπήγεν (ενν. ο άγιος) εις την Κωνσταντινούπολιν προς τους ορθοδόξους βασιλείς ημών ... Και δεηθείς αυτών έλαβεν από τον βασιλέα χρυσόβουλλον να λαμβάνει κατ’ έτος από το τελωνείον Κρήτης αυτή η μονή των Μυριοκεφάλων ... νομίσματα λίτρα μία, ράσα δύο και βλαντί κόκκινο ένα Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. K 87.

Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Διήγ. Αγ. Σοφ. 14824,28,36, Ψευδο-Σφρ. 34227.