Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- άνοιξις ‑η
- η, Ιερακοσ. (Hercher) 34925, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 699, 3515, 4996, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 698, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 35, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1460, 1470, 1529, 1544, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [1], Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 184.
Το αρχ. ουσ. άνοιξις. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. άνοιξι).
1) α) (Προκ. για κατασκευή πόρτας ή παραθύρου) διάνοιξη· οι διαστάσεις του ανοίγματος (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S): Περί φεγγίτου και θύρας ανοίξεως Βακτ. αρχιερ. 184· Εις την άνοιξιν τον μνήματος (ενν. έδωκα) L. 10 Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 34α· β) το σημείο όπου ανοίγει η πόρτα ή το άνοιγμα που δημιουργείται μεταξύ της πόρτας και της παραστάδας: κι έναν κλειδί εκρέμουντο μ’ ένα χρυσό βαστάι| εκεί κοντά στην άνοιξη τση πόρτας στο ’να πλάι Ερωτόκρ. Α΄ 1460· γ) (προκ. για ερμάρι) χώρισμα: ’ς ψιλό πανί η ζγουραφιά ήτονε καμωμένη·| στην άνοιξη τη δεύτερη την είχε φυλαμένη Ερωτόκρ. Α΄ 1544. 2) (Προκ. για τα νύχια του πτηνού) το άνοιγμά τους: ίνα η των ονύχων άνοιξις περιπλεκομένη τῳ ξύλῳ πληρώσει το κοίλον του ποδός Ιερακοσ. 34925. 3) α) Η βελτίωση των καιρικών συνθηκών που συμπίπτει με την εποχή της άνοιξης (Για τη σημασ. βλ. Du Cange, Addenda): Κι αν θέλει ο Θεός κι η τύχη μας να ζούμεν έως τον Μάρτιον,| εις άνοιξιν γαρ του καιρού που αρμόζει των φουσάτων| να οικονομούνται εις άρματα Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4996· και έως άννοιξην καιρού πάλιν να πολεμίζουν| και μέσα στον Απρίλιον πάλιν να κοντρεστάρουν Θρ. Κύπρ. K 698· πβ. ανοίγω Β8α· β) η εποχή της άνοιξης (Βλ. Du Cange· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άνοιξη 4): Ω μυρισμένη μου άνοιξις, του χρόνου αρχή και νιότης Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1]· την άνοιξιν και το καλοκαίρι το γλυκύτατον Χίκα, Μονωδ. 35. 4) Παύση αποκλεισμού, άρση της απαγόρευσης εξόδου από τόπο: εδόθη η ελευθερία και η άνοιξις της χώρας Byz. Kleinchron. Α΄ 51038.γρανάτος,- επίθ., Έγγρ. του 1558 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1968, 100).
Το ιταλ. granato· για τη λ. βλ. και Conomis, Ελλην. 37, 1986, 335.
(Προκ. για πέτρα) πολύτιμος: δακτυλίδιν ένα χρυσό με πέτρα γρανάτα Έγγρ. του 1558 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1968, 100). Το θηλ. ως ουσ. = πολύτιμη πέτρα (Για τη σημασ. βλ. Παναγιωτοπούλου, Θησαυρ. 13, 1976, 147): Κρατώ εις χείρας μου της κυράς της Μανδαλένας ... ένα δακτυλίδι χρυσόν με μία γρανάτα κόκκινη Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 46.διδασκάλισσα- η, Συναξ. γαδ. 59, Γαδ. διήγ. 105· δασκάλισσα, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 6, Ερωφ. Έ́ 634, Κατζ. Β́ 339, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [595, 752, 1106].
Από το ουσ. διδάσκαλος και την κατάλ. ‑ισσα. Ο τ. δασκάλισσα σε έγγρ. του 17. αι. (Βλ. Δετοράκης, Κρητολ. 10-11, 1980, 234), στην Ιστορ. Αθέσθη 153 και στο Ρουσμ. Σαβ. (Πρωτοπ.-Μπουμπ.) 110. Η λ. στο Du Cange και σήμ. (Δημητράκ.).
Μαστόρισσα, δασκάλα (Βλ. Du Cange. Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ.): παλιά δασκάλισσα στην τέχνη αυτή λογούμαι Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [752]· (ήρθες τη δασκάλισσα να κάμεις μετά μένα) Ερωφ. Έ́ 634.λιμπράρης- ο, Σεβήρ., Διαθ. 19166, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 2.
Από το παλαιότ. ιταλ. libraro (λατ. librarius· πβ. L‑S, λ. λιβλάριος.
Βιβλιοπώλης: Λίτρες δεκατέσσερεις του λιμπράρου οπού είναι εις την μερτσερία Σεβήρ., Διαθ. 19165.μαγνιά- η, Ερωφ. Ε΄ 200, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 275, Β΄ 507· μαγινιά, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 21.
Από το επιθ. μανός και την κατάλ. ‑ιά με ανάπτυξη γ πριν από το ν (Βλ. Ξανθ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 157-8). Η λ. και σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Γ΄).
Λεπτό και αραιό ύφασμα, πέπλο: δε θωρεί πλιο στα ψηλά, μα χαμηλά ξαμώνει| και με μαγνιά τα μάτια τση κι αράχνη τα κουκλώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 576· όλα τα κάλλη τ’ ουρανού πάραυτας εχαθήκαν| και με μαγνιά σου φαίνετον μαύρη κι εσκεπασθήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 44818.μανίνι- το, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 46, Κατζ. Γ΄ 123.
Το βενετ. manin (Boerio). Η λ. σε έγγρ. του 1616 (Γ. Μαυρομάτης, Θησαυρ. 16, 1979, 221125) και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ΄ 107, Κουκ., ΕΕΚΣ 3, 1940, 58 σημ. 2 και Μαρ. Μινώτου, Λαογρ. 11, 1934/37, 484).
Βραχιόλι: έδωκε (ενν. ο άντρας μου) δύο χιλιάδες| πέρπερα …| … και τσ’ έκαμα (ενν. της Κασσάνδρας) μανίνια Κατζ. Ε΄ 182· ένα χρυσό τσικίνι| να ζήσεις, μου σερβίρισε, να βγάλω ένα μανίνι| απὄχω αμάχι … και στέκω να το χάσω Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 346.μάτσο- το, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 10α.
Το βενετ. mazzo (Boerio). Η λ. και σε έγγρ. του 17. αι. (Κρ. συμβόλ., 276).
Δέσμη από όμοια πράγματα: είκοσι μάτσα σουπίες Σεβήρ., Σημειώμ. 78δ.μετζάνα- η.
Πιθ. από το ιταλ. mezzina (= μπουκάλι, πήλινο ή χάλκινο σταμνί· για τη λ. βλ. Zingarelli και Battisti-Alessio, Diz. etim. Πβ. ωστόσο Meyer-Lübke, Rom. Etym. Wört. 5460, λ. *mediena και Boerio, λ. mezèn, όπου τοσκανικός τ. mezzana). Η λ., καθώς και τ. μεντζάνα σε έγγρ. του 16. (Μανούσ., ΔΙΕΕΕ 15, 1961, 227, Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 4, 1951, 48, 86) και του 17. αι. (Νικολόπουλος-Οικονομίδης, Σύμμ. 1, 1966, 296, Κωνσταντουδάκη, Θησαυρ. 12, 1975, 124, Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 87). Πιθ. σχετ. με τη λ. το ουδ. μεζάνι που απ. στην Αμοργό (Βλ. Φιλ., Γλωσσογν. Γ΄ 205, όπου η ετυμ. διαφορετική· πβ. και τουρκ. mancana < ιταλ. damigiana κατά Kahane-Tietze, Lingua Franca 201-2, απ’ όπου πιθ. η λ. μιντζάνα που απ. στο ποντιακό ιδίωμα· βλ. Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Για τη λ. βλ. και Κοντοσόπ., Κρητολ. 3, 1976, 182.
Είδος δοχείου για κρασί (Για τη σημασ. βλ. Παπαδάκη, Κρητολ. 4, 1977, 22, Παναγιωτοπούλου, Θησαυρ. 13, 1976, 148): Έδωκα εις το ντάτζιον 3 μετζάνων και βαρελών L. 42 Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 2β.μετρητός,- επίθ., Βίος Αλ. 4669, Αχέλ. 1645.
Το αρχ. επίθ. μετρητός. Η λ. και σήμ.
1) Ο ορισμένος με μέτρηση, μετρημένος: βρέθησαν πάντες οι φονεμένοι δύο χιλιάδες μετρητοί Αχέλ. 717· δίδω σοι ημέρας μετρητάς είκοσι να το εύρεις (ενν. το αίνιγμα) Απολλών. 68. 2) Λιγοστός: Κανδαύλης εξελθών συν μετρητοίς ιππέοις Βίος Αλ. 5076. 3) (Προκ. για χρήμα σε νομίσματα, σε ρευστό): δουκάτ’ αν έχει μετρητά, όπου βαλθεί χαρίζει Βεντράμ., Γυν. 64. 4) Ρυθμικός: πάσι (ενν. οι νέοι) με ζάλα μετρητά, με διώμα επορπατούσαν Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 379. Το ουδ. ως ουσ. = 1) (Στον πληθ.· η χρ. και σήμ.) ρευστό χρήμα: Έστειλα της αδελφής μου μετρητά τσεκίνια 50 Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 7. 2) Μονάδα για μέτρηση υγρών: πέντε μετρητά κρασίον Διαθ. Νίκων. 227.μινιάδος,- επίθ.
Το βενετ. miniado (Boerio, λ. Minia).
Ζωγραφιστός, χρωματιστός: έστειλα τον ειρημένον με τον θεοφιλέστατον τον κυρ Θεοδόσιον μία λαμπάδα μινιάδα και δύο κτένια ελεφάντινα Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 37α.μισσέρ- ο, άκλ., Χρον. Μορ. P 177, 232, 1172, 5392, Byz. Kleinchron. Α΄ 23223, 29529, 6623, Μαχ. 429, 4219, 561, 2, 13424, Βουστρ. 413, 415, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 324r, v, Κυπρ. χφ. 160, Δωρ. Μον. XVIII, Κατζ. Γ΄ 381, 423, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 2β, 7, Σεβήρ., Διαθ. 190, 191, Ευγέν. 561, Στάθ. (Martini) Α΄ 33, Γ΄ 278, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 657, Δ΄ 507, Ε΄ 89, κ.π.α.· μεσ(σ)έρ, Βεντράμ., Φιλ. 372· μεσσίρ, Byz. Kleinchron. A΄ 2024, 20310, 20417· μίσσερ, Θρ. Κύπρ. M 430, Byz. Kleinchron. A΄ 3458· μισσέρε, Μαχ. 30817· μισσί, Παρασπ., Βάρν. C 164· μισσίρ, Χρον. Μορ. H 162, 232, 338, 561, 1172, 1321, 1912, 4404, 5233, 5953, 8593, Χρον. Τόκκων 3559, 3563, κ.π.α.· μισσίρε, Χρον. Μορ. H 1185, 1272.
Το βενετ. misser (Βλ. Nourney, Lat. Ital. 119· κατά Kahane, Sprache 562 και DOP 36, 1982, 142 από βενετ. missier· πβ. και το διαλεκτικό ιταλ. miser, Meyer-Lübke, Rom. Etym. Wört. 645, αρ. 7821). Ο τ. μεσ(σ)έρ από το παλαιότ. γαλλ. και ιταλ. mes(s)er (Βλ. και Kahane, DOP 36, 1982, 142, που αναφέρει γενουατικό messer, Devoto, Diz. Etim., λ. messere, όπου προβηγκ. meser και Meyer-Lübke, Rom. Etym. Wört.645, αρ. 7821, όπου βόρειο ιταλ. meser· πβ. και ιταλ. messère)· απ. σε επιστ. του 16. (Γιαννόπουλος, Θησαυρ. 11, 1974, 132) και 17. αι. (Μπρούσκαρη, Θησαυρ. 18, 1981, 322)· πβ. και τ. μεσ(σ)έ στο Φιορεντίνος 203. Ο τ. μεσσίρ από το παλαιότ. γαλλ. messire (Greim., Dictionn. στη λ.). Για τον τ. μίσσερ, που απ. και σε επιστ. του 16. αι. (Γιαννόπουλος, Θησαυρ. 11, 1974, 133), πβ. το ιδιωμ. ιταλ. méssere (Meyer-Lübke, Rom. Etym. Wört. 645, αρ. 7821). Ο τ. μισσέρε από το παλαιότ. ιταλ. missère (Zingarelli)· απ. και στο Σαχλ., Αφήγ. 584. Για τον τ. μισσί πβ. το παλαιότ. γαλλ. messi (Greim., Dictionn. στη λ.). Τ. μισσιέρ (<βενετ. missier· βλ. Kahane, Sprache 562) σε επιστ. του 15. αι. (Μανούσ., ΕΜΑ 6, 1956, 171). Οι τ. μισσίρ και μισσίρε από το παλαιότ. γαλλ. mis(s)ire (Kahane, Sprache 539, 553, Stanitsas, Act. VIIIe Congr. Intern. Neo-hell. franc. 97, 126). H λ. σε επιστ. του 15.-16. αι. (Μανούσ., ΕΜΑ 6, 1956, 182, Manouss., Θησαυρ. 13, 1976, 18, 33), σε έγγρ. του 16. (Δετοράκης, Κρητολ. 16-19, 1983/84, 115, Μέρτζιου, Κρ. Χρ. 18, 1964, 153, 155, 156, Διαθ. Δροσ. Μαλαχ. 513, κ.π.α.) και του 17. αι. (Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 258, 260, 267, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 24, 1981, 489, 521, κ.π.α.), στο Meursius (λ. μισέρ) και σήμ. σε ιδιώμ. (Kahane, Sprache 582 και DOP 36, 1982, 147).
α) Τιμητική προσηγορία Φράγκων αρχόντων, συν. ανώτατου βαθμού ευγένειας (= κύριος): εστέφθη ρηξ της Κύπρου ο πανευγενέστατος μεσσίρ Ζοάν Byz. Kleinchron. A΄ 2027· ο βασιλεύς ο μισσέρ Αρουμπέρχος Χρον. Μορ. P 1185· έλαβεν ο υψηλότατος πρίγκιπας μισσέρ Ανδρέας Ντόριας την Κορώνη Byz. Kleinchron. Α΄ 42839· μισσέρ Τζεφρέ τον έλεγαν, Βιλλαρδουή το επίκλην| και μέγας πρωτοστράτορας ήτον εις την Τσαμπάνιαν Χρον. Μορ. P 162· ο μισσίρ Κάρλος ... ο κόντος της Προβέντσας Χρον. Μορ. H 6001· ο μισσέρ Παλίαν πρίντζης της Γαλιλαίας Μαχ. 4422· ο μισσέρ Τζουάν τε Μουντολίφ, μοριτζάς της Κύπρου και κύρης της Τύρου Βουστρ. 448· Ο δούκας γαρ της Βενετίας, μισσίρ Αρίγος Χρον. Μορ. H 335· ορδινιάσαν έναν καβαλλάρην τον μισσέρ Μπερνάρδο Ρούσον, ο ποίος ήτον αμιράλλης της Κύπρου Βουστρ. 418· (προκ. για ιερωμένο): ο μισσέρ Τανολάνε ο ’πίσκοπος της Λεμεσσού Μαχ. 4627· (γενικ.) αλήθεια λέγεις, θαυμαστέ κράλη, μισσέρ Μπερνάρδε Αργυρ., Βάρν. K 156· β) (στη Βενετία ή τις βενετοκρατούμενες περιοχές) τιμητική προσηγορία ή προσφών. πριν από το όνομα ευγενών και αστών: ετελειώθηκεν η ρίμα του Φαλιέρου| τ’ αφέντη, του μισσέρ Μαρή Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 302b κριτ. υπ.· Μανίφικο μισσέρ Μαθιό (έκδ. Μαθίο) Μπενάρδη είδα στο Ριάλτο| με πλούσιο μπάγκο θαμαστό, όλο χρυσό δουκάτο Βεντράμ., Φιλ. 355· Μισσέρ Γιάκουμος τσιταδίνος μοναχός Κατζ. Δ΄ μετά στ. 88· Ανδρόνικε, μισσέρ Σαμουήλ, δούλοι μου εμπιστεμένοι Ευγέν. 519· Του μισσέρ Στάθη η κοπελιά, του Κυπριώτη εκείνη Στάθ. (Martini) Α΄ 153· του κυρ Γιαννούτσου τον υγιό, το μισσέρ Φορτουνάτο Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 309· Έδωκα του μισσέρ Νικολάου του Γραικού τσεκίνια δύο ήμισυ Σεβήρ., Σημειώμ. 4γ.μονέδα- η, Βουστρ. 461, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 110r, 110v, Χρον. σουλτ. 846, Κατά ζουράρη 135, Χρον. βασιλέων 1066, Σεβήρ., Σημειώμ. 22α, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 2α, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 286, Τζάνε, Κρ. πόλ. 5213.
Το βενετ. monèda (Kahane, Sprache 568· βλ. όμως Χατζ., Ξέν. στοιχ. 87 και Stanitsas, Act. VIIIe Congr. Intern. Neo-hell. franc. 103, όπου το προβηγκ. moneda). Τ. μονάδα σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.) και μονιέδα στο Φωτειν., Νομ. Πρόχ. 143105-6 και 292251, 255. Η λ. στο Βλάχ., σε έγγρ. του 16. (Λάμπρ., ΝΕ 6, 1909, 27422, Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 2629) και 17. αι. (Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 79 και 90, Σερεμέτης, Θησαυρ. 1, 1962, 131) και σήμ. (Ανδρ., Λεξ.).
α) Νόμισμα, νομισματική μονάδα: ήσαν σκεπασμένα τα δουκάτα και οι μονέδες Μαχ. 8223· όρισε (ενν. ο Ισαάκιος ο Κομνηνός) και έγραψαν εις την μονέδα του το εικόνισμά του Χρον. βασιλέων 1276· Διά να εβγάλει (ενν. ο Λυκούργος) αυτήν την ψώραν της φιλαργυρίας από τον τόπον του όρισεν η μονέδα του να είναι από σίδερον και όχι από ασήμι ή χρυσάφι Ροδινός (Βαλ.) 131· β) (συνεκδ.) χρήματα: εβγάνει (ενν. ο Απολλώνιος) και χαρίζει τον για τον καιρόν εκείνον| μονέδαν οπού βρίσκετον, χρυσάφι κι ήτον φίνον Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1820]· να μην σηκώνουσι τίποτες εις την στράταν παρά μοναχά ραβδί, μηδέ βούργια μηδέ ψωμί μηδέ μονέδα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ς΄ 8. Φρ. Κάμνω ή ποιώ μονέδαν = κόβω νόμισμα: έδωκέ του (ενν. ο βασιλεύς του γαμβρού του) και θέλημα να κάμνει και μονέδαν εδικήν του εις το όνομά του Δωρ. Μον. XXVI· εποίκεν (ενν. ο σιρ Τιπάτ) και μονέδα του Κουρίκος δικήν του Μαχ. 5623· ο ρήγας δεν είχε να ποίσει όξοδον και εποίκεν μονέδαν χαρκήν Βουστρ. 461.μοσχάτος,- επίθ., Σεβήρ., Σημειώμ. 86β, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 18· μοσκάτος, Βεντράμ., Φιλ. 371, Φαλλίδ. 23, Ζήν. Πρόλ. 189, Ε΄ 139.
Από το ουσ. μόσχος και την κατάλ. ‑άτος. Ο τ. στο Βλάχ. (στο ουδ.), σε έγγρ. του 16. (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, (1965), 1968, 103) και 17. αι. (Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 81 και Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 26, 1983, 453) και σήμ. Ουδ. μουσκάτον ως ουσ. σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 668 και Φαρμακ., Γλωσσάρ. 268). Η λ. στο Du Cange Appendix altera (στο ουδ.), σε διαθ. του 1500 (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 67416), σε έγγρ. του 17. αι. (Δετοράκης, Κρητολ. 16-18, 1983/4, 136 δις και Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 148) και σήμ.
1) Που περιέχει μόσχο· ευωδιαστός: Ου θέλουν αλειπτούτσικα μοσχάτα και κροκάτα,| ου θέλει η γυναίκα μου γυρίν την Πασχαλίαν,| ου θέλει η μάννα μου μανδίν, ου θέλει και καλίγια; Προδρ. II G 46· Εις κρασίν να ποίσει ουσίαν μοσκάτην Ιατροσ. κώδ. φογ΄. 2) (Προκ. για το ιδιαίτερα ευωδιαστό κρασί που παράγεται από το ομώνυμο είδος σταφυλιού): ένα ποτήρι με ρακή γή με κρασί μοσκάτο| γλυκύ να πιεις Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 107 (Πβ. Τωμ., Αθ. 77, 1978/79, 20 και Παπαδάκης, Κρητολ. 4, 1977, 21). Το ουδ. ως ουσ. = το μοσχάτο κρασί: Το ριζικό κι η μοίρα σας να τρέχουσι μοσκάτα| και πάντα να ’ναι τα βουτσά να πίνομε γεμάτα Στάθ. (Martini) Γ΄ 525· Με το μοσκάτο το γλυκύ και μ’ όμορφη λογάδα| κάθε πουρνό οι φρόνιμοι διώχνουσι την κρυάδα Κατζ. Α΄ 135· Είχαν μοσχάτον θαυμαστόν εκ το νησί της Κρήτης·| εκείνο το εξακουστόν της οικουμένης όλης Αρσ., Κόπ. διατρ. [620].μπάγκος- ο, Τζάνε, Κρ. πόλ. 37610, Κυπρ. χφ. 160· μπάκος, Μπερτολδίνος 115· πάγκος, Βουστρ. 463 (γεν. πληθ. παγκών), 495.
Το ιταλ. banco. Ο τ. πάγκος, από απλοποίηση του αρχικού μπ σε π (Βλ. Γεωργακ., B-NJ 14, 1938, 72), σε διαθ. του 15. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 66022), στο Meursius και σήμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
1) Τραπέζι, τάβλα: εκάθισέ τον εις ένα μπάκον ψηλόν και εκεί είχεν καλεσμένους ο προφήτης τριάντα άρχοντας διά να γευτούν μετ’ αυτόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 185v. 2) Έπιπλο για την τοποθέτηση και φύλαξη ρούχων· ιματιοθήκη (Για το πράγμα πβ. Βογιατζ., Αθ. 35, 1923, 107): έγεμε η κάμαρα κι οι πάγκοι μου τα ρούχα,| ποτέ μου δεν του έδωκα (ενν. τον Λάζαρου) ποκάμισον να βάλει Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 834. 3) Εδώλιο κωπηλατών (Για τη σημασ. βλ. Kahane-Tietze, Lingua Franca 88-9 και Σεγδίτσα, Ναυτ. όροι 69): Τους Τούρκους εσκλαβώσανε (ενν. οι Φράγκοι) ... (παραλ. 1 στ.) στα κάτεργα τσ’ εφέρανε και μέσα βάλασί τσι,| τσι μπάγκους και με τσ’ άλυσες κάτω καρφώσασί τσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 33012· (σε γεν. με αριθμτ. για να δηλωθεί το μέγεθος πλοίου): επορεύθησαν τρεις φούστες εις την Ερισσόν και ῃχμαλώτευσαν αυτήν. Η μεν μία ήτον ως κάτεργα παγκών κβ΄, η δε ετέρα παγκών ιζ΄, η δε τρίτη ολίγον μικρότερη Byz. Kleinchron. Α΄ 40656· η φούστα έναι μεγάλη,| έναι εικοσιδυό παγκών Τριβ., Ταγιαπ. 97. 4) Τραπέζι πληρωμών, συναλλαγών· τράπεζα (Πβ. Μιχαηλάρη, Θησαυρ. 13, 1976, 256 σημ. 3): Μανίφικο μισέρ Μαθίο Μπερνάρδη είδα στο Ριάλτο| με πλούσιο μπάγκο θαμαστό, όλο χρυσό δουκάτο Βεντράμ., Φιλ. 356· επήγεν (ενν. ο Αποστόλες) εις την αρχιεπισκοπήν και έστησεν πάγκον· και εποίκεν διαλαλημόν, είτις θέλει να πάρει μηνίον να πάγει εις το κάτεργον Βουστρ. 432· Έλαβα μόνον δουκάτα 214. Ήτονε μονέδα του μπάγκου Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 2α· (προκ. για τελωνείο): παγαινάμενος ο Ιησούς Χριστός εις την στράταν ηβλέπει έναν άνθρωπον οπού εκάθετον εις έναν μπάκον οπού αλλάζουν και ελέγαν τον Ματθαίον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 253v.μπραγέσσες- οι, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 114v· μπραγέζες.
Το βενετ. braghesse. Α. (μ)πρα(γ)έσσα η, σήμ. στην Κέρκυρα (προφορική μαρτυρία·· βλ. και Τσίτσας, ΔΑΕ Κερκ. 14, 1977, 185).
Είδος παντελονιού, κοντοβράκι: Έδωκα διά τον Γεώργιον, διά να του κάμουσιν τζιμπούνι, μπραγέζες (έκδ. μπραγιέζες) και καλτσούνι Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 8.μπράτσο- το, Rechenb. 844, 10, κ.π.α., Καραβ. 49332, 4944, 5, 49810, 50024, 50413, Metrol.2 471, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 94r, 96r τρις, Σεβήρ., Σημειώμ. 50α δις, 75, 95, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 21, Στάθ. (Martini) Α΄ 101, Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 172· μπράτσον, Μπερτολδίνος 145· πράτσο(ν), Rechenb. 841, 2, 7, 8, 13, Καραβ. 49316, 4986, 50327, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 215, Metrol.2 471, Μανολ., Επιστ. 17317, Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 1714, 17234· Κυπρ. χφ. 161.
Το βενετ. brazzo ως αντιδάνειο (Βλ. Ανδρ., Λεξ. και Θαβώρ., Ουσιαστ. 41). Ο τ. στο Du Cange (λ. πράτζον), σε έγγρ. του 15. (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 66615) και 17. αι. (Λάσκαρις, Ελλην. 15, 1957, 307) και σήμ. στην Κύπρο (Βλ. Παπαδ. Θ., Δημ. κυπρ. άσμ. Β. 27186). Πβ. αρσ. μπράτσος και πράτσος στο Meursius (λ. μπράτζος και πράτζος) και σήμ. στην Κύπρο (Λουκά, Γλωσσάρ. 325, 410). Η λ. στο Βλάχ. (λ. μπράτζο), στον Κατσαΐτ., Ιφ. Ε΄ 603, σε έγγρ. του 16. (Βαγιακ., ΕΜΑ 3, 1950, 153, Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 84), 17. (Βαγιακ., ΕΑΙΕΔ, 5, 1954, 77, Μέρτζιος, ΕΑΙΕΔ 8, 1958, 110) και 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 15, (1968) 1972, 33) και σήμ.
1) Βραχίονας: δυο χείλη κατακόκκινα, δυο μπράτσα μαρμαρένια Πανώρ. Α΄ 80 κριτ. υπ.· Το ένα παιδί στο μπράτσο της και τ’ άλλο να το σέρνει Ευγέν. Πρόλ. 140. 2) Μονάδα μέτρησης μήκους, πήχυς (Για τη σημασ. βλ. Πετρόπ., ΕΛΑ 7, 1952, 59 και Schilb., Byz. Metrol. 43-44, κ.α.): μετρώ το πανί οπού επέμεινεν και ευρίσκεται μπράτσ(α) ας΄α/δ. Rechenb. 847· πάσα δ΄ κάρτες κάμουν μπράτσο α΄ Rechenb. 8424. 3) (Ναυτ.) σκοινί χειρισμού των κεραιών του καραβιού, κερουλκός (Για το πράγμα βλ. Σεγδίτσα, Ναυτ. όροι 78 και Κανελλόπ., Ονοματολ. 102): τα μπράτσα των φουντών ενός καραβίου μικρού θέλουν να ʼναι μακρία οργίες επτά και της σούρδας θέλουν να έναι οργιές έξι ήμισυ Καραβ. 50022.μπροκαδέλον- το.
Το βενετ. brocadelo.
Είδος ελαφρού μεταξωτού υφάσματος διακοσμημένου με κεντήματα από χρυσές και ασημένιες κλωστές: Έδωκά του ένα στιχάρι μεταξωτό, μπροκαδέλον Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 28· (ως επίθ.): κρεβάτια στολισμένα με δύο τραμπάκες από ρούχον μπροκαδέλον, ήγουν χρυσοασημοϋφαμένον Μπερτολδίνος 110.μύρο(ν)- το, Θησ. Ζ΄ [487], Έκθ. χρον. 6731, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 27, 34, Άσμα πολ. 359-60
Το αρχ. ουσ. μύρον. Η λ. και σήμ. (‑ο).
α) Αρωματικό λάδι, φυτικό ή τεχνητό (Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Δ΄ 347-9): Ρίξετε απάνου εις αυτήν πράγματα μυρισμένα,| λιβάνι, μύρα, αρώματα, πράγματα ευωδισμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [400]· Μύρα κρατά και βάλσαμα χαριτοκυματίζει (ενν. η Δέσποινα),| όπου σταθεί αρωματών και μυρωδία μυρίζει Σκλέντζα, Ποιήμ. 745· β) (προκ. για το μύρο που πιστεύεται πως αναβλύζει από τα σώματα των αγίων· βλ. και Lampe, Lex. στη λ. Α. 5): Εκεί υπάρχει το σεπτόν λείψανον της ρυτήρος| Αικατερίνης μάρτυρος Ιησού του Σωτήρος (παραλ. 4 στ.), όθεν και μύρον εύοσμον διηνεκώς εκβλύζει Παϊσ., Ιστ. Σινά 625. Εκφρ. (εκκλ.) α) άγιο μύρο = το αρωματικό λάδι με το οποίο ο ιερέας χρίει το βαφτιζόμενο: τη θάλασσα εκείνη, οπού είναι η Αγία Τράπεζα, και μυρίζει θαυμασιοτάτην μυρωδίαν από το άγιο μύρο οπού έχει Δωρ. Μον. (Βαλ.) 44· β) μέγα μύρο = άγιο μύρο· βλ. ά. μέγας 21. — Βλ. και ά. μύρος το.ξενυχτώ·- αόρ. εξενύχθησαν.
Από το ξε‑ (με τη σημασ. «περνώ» · βλ. Ανδρ., Λεξ.) και το ουσ. νύχτα. Η λ. και σήμ.
(Προκ. για νεκρό) συντροφεύω (το νεκρό) μένοντας ξάγρυπνος όλη τη νύχτα (η σημασ. και σήμ.): Των καλογράδων των τριών οπού τον εξενύχθησαν Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 34β.ούγγαρο- το, Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 2β.
Το βενετ. ongaro. Η λ. σε έγγρ. του 1601 (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 504).
Χρυσό νόμισμα Ουγγαρίας (Για τη σημασ. και το πράγμα βλ. Boerio, λ. ongaro, Παναγιωτοπούλου [Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. σ. 134 και 149] και Knös [Βίος Δημ. Μοσχ. σ. 266]): Έστειλε και δωρίσματα πολλά εις την κοπέλα| και τρεις χιλιάδες ούγγαρα σε μια χρυσή σκουτέλα Βίος Δημ. Μοσχ. 406· Έδωκα του σολιτζιταδόρου διά την άνω υπόθεσιν ούγγαρα 4 Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 13β.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Ιερακοσ. (Hercher) 34925, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 699, 3515, 4996, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 698, Χίκα, Μονωδ. (Μανούσ.) 35, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1460, 1470, 1529, 1544, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [1], Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 184.