Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αρχιερατεύω,
- Μανασσ., Χρον. 3983, Σεβήρ., Ενθύμ. 28, Συναδ., Χρον. 28, 31, 39.
Το μτγν. αρχιερατεύω.
Είμαι αρχιερέας (Η σημασ. μτγν., L‑S): Τον είχαν (ενν. τον αρχιερέα) οι Χριστιανοί και οι Τούρκοι εις πολλήν ευλάβειαν και αρχιεράτευσεν εις τας Σέρρας χρόνους ια΄ Συναδ., Χρον. 28· (προκ. για πατριάρχη): αλλά γε και Καλλίνικον αικίσας και χλευάσας,| τον αρχιερατεύοντα ταύτης της βασιλίδος Μανασσ., Χρον. 3983. — Βλ. και αρχιερεύω.γαληνός,- επίθ., Στεφ. Ιχνηλ. 22612, Σπαν. B 141, Σπαν. V 140, Κομν., Διδασκ. I 176, Προδρ. IV 1f* (χφ g) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. 2359, 2650, 3391, Ιατροσ. κώδ. ϡι΄, Gesprächb. 28422, Φυσιολ. (Zur.) XX 2α8, Δούκ. 1914, Ch. pop. 93, Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 195, Σεβήρ., Ενθύμ. 28 τρις, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, Ιερόθ. Αββ. 336, Μεταξά, Επιστ. 48, Βελλερ., Επιστ. 54, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [359], Ζήν. Β΄ 123, Τζάνε, Κρ. πόλ. 56725· αγαληνός, Θησ. (Foll.) I 133, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 408.
Το αρχ. επίθ. γαληνός. Ο τ. αγαληνός από τον πληθ. του ουδ. τα γαληνά> τ’ αγαληνά. Η λ. και ο τ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) (Προκ. για λιμάνι) ήρεμος, ήσυχος (Βλ. L‑S και ΙΛ στη λ. 1α): όρμος συ γαρ ο γαληνός πάντων των εν ανάγκαις Προδρ. IV 1f* (χφ g) (κριτ. υπ.)· β) (προκ. για νερό) που ρέει ήσυχα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): το δε ύδωρ ψυχρόν ον και γαληνόν και κάτωθεν αυτῴ διεισδύνει και εκριζοί Στεφ. Ιχνηλ. 22612· γ) (προκ. για καιρικές συνθήκες) ήρεμος (Η σημασ. και σημ., ΙΛ στη λ. 1β): ευδιεινοίς και γαληνοίς πνεύμασι φερομένη Μανασσ., Χρον. 2650. 2) Ήπιος, γλυκός (Η σημασ. αρχ., L‑S και σήμ., ΙΛ 2): ότ’ έναι τόσον ευγενής και γαληνός τῃ φύσει Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 195· Ήθος σεμνόν και γαληνόν και μετριοφροσύνη| αυτά εισί πλούτος αληθής Σπαν. V 140· Γαληνή περιστερά είσαι Ch. pop. 93· το διώμα τους αγαληνόν, περπατησιάν ωραίαν Θησ. (Foll.) I 133. 3) (Προκ. για ομιλία) σιγανός (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1δ): γροικούσι και εμιλιές ... πολλά αγαληνές Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 408. 4) (Ο υπερθ. βαθμός ως τιμητικός τίτλος) (Η σημασ. ήδη τον 6. αι., L‑S): Αφέντη γαληνότατε και ύψιστε βασιλιά μου Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [359]· στελμένος από την γαληνοτάτη αυθεντία της Βενετίας Σουμμ., Ρεμπελ. 158. Το ουδ. ως ουσ. = γαλήνη: Ει και λύκος το διασωθέν εν τῃ εμῄ μάνδρᾳ, αλλ’ εγώ το γαληνόν έχων και φιλάνθρωπον ... σωτήρ έσομαι του λύκου και ου προδότης Δούκ. 1914· ειδέ από τον (μήπως των ?) έσω κομίζει την εαυτού τροφήν και εφαπλοί, γνώθι ότι γαληνόν του αέρος εστίν Φυσιολ. (Zur.) XX 2α8. Η λ. και ως κύρ. όν.: Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 156.γαληνότης- η, Μανασσ., Αρίστ. II 112 [= Μανασσ., Αρίστ. (Mazal) 913], Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 219, Act. Lavr. 569, 6763, Σεβήρ., Ενθύμ. 28· γαληνότητα, Ροδολ. Α΄ [43], Β΄ [103].
Το μτγν. ουσ. γαληνότης. Η λ. στο Meursius και στο Somav.
1) Γαλήνη, ηρεμία (Η σημασ. μτγν., L‑S): αν ουκ εν γαληνότητι μένωσιν αι καρδίαι,| αν τας ορέξεις είργωσιν αι της ψυχής πικρίαι Μανασσ., Αρίστ. II 112. 2) (Ως τίτλος τιμητικός) (Βλ. L‑S Suppl., Meursius και Somav.): επορεύθη εις τον γαληνότατον πρίγκιπον τον ειρημένον, εις το παλάτιν του κι εμίλησε της γαληνότητός του Σεβήρ., Ενθύμ. 28.γένος- το, Σπαν. B 108, Μανασσ., Χρον. 2443, 4382, Καλλίμ. 594, Ασσίζ. 5725, Ελλην. νόμ. 56418, Διγ. A 485, Διγ. Z 19, 1642, Διγ. (Trapp) Esc. 555, Βέλθ. 755, Χρον. Μορ. H 4054, Διήγ. παιδ. 398, Πτωχολ. P 358, Διήγ. Βελ. 29, Λίβ. Sc. 1002, Αχιλλ. L 10, 1342, 1362, Αχιλλ. N 273, 733, Θρ. Κων/π. Πολλ. 2503, Σφρ., Χρον. μ. 3214, 986, Θησ. Β΄ [102, 8, 128, 302, 855], Αρμούρ. 84, Αλεξ. 80, 234, Έκθ. χρον. 5912, Κορων., Μπούας 26, 66, 112, Πεντ. Γέν. VII 1, Έξ. I 6, Δευτ. II 14, Βίος γέρ. V 332, Αχέλ. 482, 965, Π. Ν. Διαθ. φ. 245α 21, Κυπρ. ερωτ. 10325, Σεβήρ., Ενθύμ. 28, 29, Βλαστού, Επιστ. 176, Σεβήρ., Διαθ. 191, Ιστ. Βλαχ. 2359, 2376 [= Γέν. Ρωμ. 1, 18], Διγ. Άνδρ. 32312, 35933, 40433, 44212, Βελλερ., Επιστ. 62, 77, Ροδολ. Β΄ [258], Λίμπον. 92, 166, 262, Διγ. O 17, Διακρούσ. 1004, 11226, κ.π.α.· γένος ο, Ασσίζ. 36522, Πόλ. Τρωάδ. 642.
Το αρχ. ουσ. γένος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ. και Andr., Lex.). Για τον τ. βλ. Kahane H. και R., BZ 66, 1973, 10-11.
1) Καταγωγή, γενιά, οικογένεια (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I1 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1 και 2): πλούτος τινάν ουδέν εφέλησεν, ουδέ γένος ουδέ ανδρεία Αχιλλ. L 1342· Πόθεν είσθεν και από ποίον γένος είσθεν της Ρωμανίας; Διγ. Άνδρ. 32312· Δεν είμαι εγώ από γένος τίποτες παρακάτω Διγ. Άνδρ. 35933· υπήρχον δε εκ γένους καταγόμενοι του Αλή Έκθ. χρον. 5912. 2) Φυλή, έθνος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. III1c και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8): τα γένη των χριστιανών εις άπαντα τον κόσμον Διήγ. παιδ. 398· να μη διαβούσιν φανερά προς των Τούρκων το γένος Αχέλ. 482· οποίος εχθριά ’χε πάντοτε στο γένος των Ελλήνων Θησ. Β΄ [302]. 3) (Προκ. για ζώα) ράτσα, κατηγορία, είδος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. ΙΙΙ1e και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 10): ήσαν δε γένη πάντρεπνα απλήστως των πουλίων Αχιλλ. N 733. 4) α) Σύνολο ειδών με φυσική συγγένεια μεταξύ τους (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. III1α και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 7): Οίμοι! γένος ανθρώπινον, οπού ’σαι κατ’ εικόνα Θεού Κορων., Μπούας 66· β) σύνολο προσώπων που τα χαρακτηρίζει μία κοινή ιδιότητα (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. VI και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 11): γένος γαρ παν ευνουχικόν φιλεί την κολακείαν Λίβ. Sc. 1002.εγγράφως,- επίρρ., Σπαν. (Λάμπρ.) Va 48, Act. Lavr. 5963, 6112, Χρον. Μορ. H 91, 4283, Χρον. Μορ. P 8125, Βίος Αλ. 5284, Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 1211 σχόλ., Έ́ 119, Διαθ. του 1497 (Σάθ., ΜΒ Ϛ́ 66627), Γαδ. διήγ. 324, Κορων., Μπούας 92, Ιστ. πατρ. 15412, 16715, Σεβήρ., Ενθύμ. 28, Βακτ. αρχιερ. 209, Λίμπον. 1463, Διακρούσ. 7622, 9822, 10226, 10614, 11726· εγράφως, Ελλην. νόμ. 51615, 51721, 51817, 5194, 5752, Χρον. Μορ. H 1909, 2097, 2941, 3031, 3386, 8702, 8720, 8818.
Το μτγν. επίρρ. εγγράφως (L‑S, λ. έγγραφος). Η λ. και σήμ. ως λόγ. (Δημητράκ.).
Με γραπτή διατύπωση, γραπτά (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. έγγραφος I και σημερ.): από αρχιερείς και άρχοντες επήρεν μαρτυρίαν| εγγράφως με τες βούλλες τους Χρον. Μορ. P 8125· εάν θέλει να ειπεί άλλο τίποτες αγράφως ή εγράφως Ελλην. νόμ. 5194.εκκλησία- η, Σπαν. O 50, Ασσίζ. 619, 2495, 38418, Ελλην. νόμ. 56611, Διάτ. Κυπρ. 51025, Χρον. Μορ. H 813, 2011 (γεν. πληθ. εκκλησίων), 2632, 4359, Χρον. Μορ. P 5048, Φυσιολ. B 106, Χειλά, Χρον. 350, Μαχ. 1989, Δούκ. 3239, Σφρ., Χρον. μ. 14211, Συναξ. γυν. 894, Διήγ. Αγ. Σοφ. 1473, 14824, Έκθ. χρον. 166, 753, Κορων., Μπούας 66, Αχέλ. 196, Ιστ. πατρ. 12712, 18911, Μ. Χρονογρ. 3728, Αλφ. 1510, Σεβήρ., Ενθύμ. 28, Σεβήρ., Διαθ. 191δις, Χίκα, Μονωδ. 142, Ιστ. Βλαχ. 33, Μεταξά, Επιστ. 47δις, Βακτ. αρχιερ. 184, Λίμπον. 493, κ.π.α.· εκκλησά, Φορτουν. (Vinc.) Γ́́ 190· εκκλησιά, Διδ. Σολ. Ρ 136, Προδρ. IV 263, Πουλολ. 95, Παρασπ., Βάρν. C 26, Σφρ., Χρον. μ. 807, Γεωργηλ., Βελ. 4, Απόκοπ. 471, Ιμπ. (Legr.) 996, Κορων., Μπούας 66, Πένθ. θαν.2 584, Λεηλ. Παροικ. 502, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1705, 1995, 53915, 5472, κ.π.α.· εκκληχιά, Θρ. Κύπρ. K 425, 709· ’κλησά, Τζάνε, Κρ. πόλ. 56217· ’κκλησία, Συναξ. γυν. 1162, Σκλάβ. 37, Θρ. Κύπρ. K 427, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 374· ’κκλησιά, Τζάνε, Κρ. πόλ. 17420.
Το αρχ. ουσ. εκκλησία. Ο τ. εκκλησά και σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Δ́́ 572)· βλ. και Οικονομίδη, Αθ. 56, 1956, 219. Για τον τ. ’κλησία βλ. Παπαδ. Α., ΛΔ 3, 1941, 12. Οι τ. εκκλησιά και ’κλησιά και σήμ. (Δημητράκ., λ. εκκλησία). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Το σύνολο των χριστιανών (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II2. Βλ. και Δημητράκ. στη λ. 6): Ει γαρ και ιδιώτης ην, αλλά καλώς εκυβέρνει την εκκλησίαν Χριστού Έκθ. χρον. 753. 2) Το σύνολο των νόμων που διέπουν την εκκλησία (Η σημασ. μτγν., Lampe, Lex. στη λ. Hl): βασιλείας ουρανών γίνονται κληρονόμοι| καθώς το θέλ’ η εκκλησιά, των χριστιανών οι νόμοι Πένθ. θαν.2 584. 3) Η επίσημη αυτοκέφαλη εκκλησιαστική εξουσία ενός κράτους (Η σημασ. τον 4. αι., Preisigke-Kiessling III, Abschn. 12, 25738 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 6): η εκκλησιά της Ρώμης Παρασπ., Βάρν. C 26· η εκκλησία των Γραικών του ρηγάτου της Κύπρου Διάτ. Κυπρ. 51025. 4) Η εκκλησία ως διοικητική εξουσία (Η σημασ. τον 4. αι., Lampe, Lex. στη λ. Α5): Ρηγάδες μεν και βασιλείς μετά της εκκλησίας| έκπαλαι πάντες μοίρασαν πάσας τοποθεσίας Κορων., Μπούας 66. 5) Λειτουργία (Η σημασ. τον 4. αι., Lampe, Lex. στη λ. Ν3 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8): έχω και περιορισία,| να λείπω από την εκκλησία Συναξ. γυν. 894. 6) α) Χριστιανικός ναός (Η σημασ. στον Ιουστινιάνειο κώδ., L‑S στη λ. ΙΙ2 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 7): Μικρή εκκλησία έναι εκεί. Άγιον Νικόλαν λέγουν Χρον. Μορ. P 5048· β) έκφρ. μεγάλη εκκλησία = η Αγία Σοφία (Η σημασ. τον 6. αι., Du Cange· βλ. και Sophocl. στη λ. 3): Ιουστινιανός …| και της μεγάλης εκκλησιάς Αγιάς Σοφιάς δομήτωρ Γεωργηλ., Βελ. 4· Την Αγίαν Σοφίαν την μεγάλην εκκλησίαν, πρώτον μεν την έκτισεν … Διήγ. Αγ. Σοφ. 1473. 7) Έκφρ. μητέρα ή μάνα των εκκλησιών = μητρόπολη: εντέχεται να γίνουνται της καθολικής εκκλησίας, τήν λέγουν μάνα των εκκλησιών, τουτέστιν μητρόπολιν Ασσίζ. 38418· εσυνάχθησαν εις την μητέρα των εκκλησιών, την καθολικήν μεγάλην εκκλησίαν Ιστ. πατρ. 12712.έκλαμπρος,- επίθ., Κρασοπ. 18, Βέλθ. 1309, Χρον. Μορ. H 6564, Φλώρ. 827, 1238, Ιστ. Ηπείρ. XXXI10, Περί ξεν. A 456, Απολλών. 475, 842, Αχιλλ. N 28, Ιμπ. 83, 340, Χρον. Τόκκων 2214, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 331, 380, Σκλέντζα, Ποιήμ. 119, 149, 410, Γεωργηλ., Θαν. 58, Ριμ. κόρ. 653 (κριτ. υπ.), Κορων., Μπούας 8, 9, 10, 16, 113, 146, 149, Καρτάν., Διαθ. 249, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 409, Σεβήρ., Ενθύμ. 2821, Σταυριν. 547, Σεβήρ., Διαθ. 191, Ιστ. Βλαχ. 1429, 1519, Βελλερ., Επιστ. 55, Ρωσσέρ. 211, Τζάνε, Κρ. πόλ. 5583· γλαμπρός, Κυπρ. ερωτ. 10528· έγλαμπρος, Ιμπ. 105, Ζερλέντου, Μαντροκάθισμα 5, Ζερλέντου, Γράμματα Φράγκων δουκών 85, Κυπρ. ερωτ. 10625, 11016, 1272, Ζερλέντου, Φεουδαλ. Νάξου 43· ’κλαμπρός, Κορων., Μπούας 18, 129.
Το μτγν. επίθ. έκλαμπρος.
1) Πολύ λαμπρός, φωτεινός (Η σημασ. μτγν., L‑S): εποίκαν ήλιον έκλαμπρον ωσάν ημέρα Απολλών. 475· (μεταφ.): το πρόσωπόν του έκλαμπρον, χιόνιν προσομοιάζει Ιμπ. 83. 2) Ένδοξος, ξακουστός (Βλ. Steph., Θησ. 469Α): αρχηγός ο έκλαμπρος Κορων., Μπούας 146· εκ γένους έκλαμπρου, πάνυ πλουσιωτάτου Αχιλλ. N 28· το ειρημένον εκλαμπρότατον κολλέγιον Σεβήρ., Ενθύμ. 2821. 3) Πολύ θερμός (μεταφ.): δίδουν προς τον Ροδόφιλον έκλαμπρα συγχαρίκια Βέλθ. 1309. 4) Θαυμαστός, εξαιρετικός: Το κάλλος του προσώπου των, το έκλαμπρον το στήθος Φλώρ. 827. 5) Πολύ ζωηρός: να ακούσεις την γλυκειάν φωνήν, εκλαμπροτάτην Περί ξεν. A 456. 6) Ο θετ. και ο υπερθ. ως τιμητική προσφών. (Η σημασ. σε επιγρ., Δημητράκ. στη λ. 1): Έκλαμπρ’ αφέντη, φοβερέ, κόντε Μερκούρο Μπούα Κορων., Μπούας 149· Ακόμη, εκλαμπρότατε, και τούτο να ποιήσεις Ιστ. Βλαχ. 1519. Το ουδ. ως ουσ. = λαμπρότητα: της φύσης το έκλαμπρον πάλιν νικά την θλίψιν Φλώρ. 1238.έμπειρος,- επίθ. Μανασσ., Χρον. 3473 (έκδ. έμπικρον· διορθώσ. έμπειρον), Ερμον. Δ΄ 154, Βίος Αλ. 2195, 2255, Έκθ. χρον. 919, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 944, Σεβήρ., Ενθύμ. 288, Διγ. Άνδρ. 39234, Βακτ. αρχιερ. 216, Λίμπον. 80.
Το αρχ. επίθ. έμπειρος, Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
Που έχει πείρα, γνώση κάπ. πράγματος, πεπειραμένος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): έμπειροι εν ταις μάχαις Διγ. Z 3566· Προς ταύτα δε η Μαξιμώ τῳ γηραιώ αντέφη:| «ως έμπειρον και νουνεχή άρχειν σε εμπιστεύω» Διγ. Z 3344.ένδοξος,- επίθ., Διγ. Z 4106, 4470, Βίος Αλ. 3410, Πτωχολ. N 33, Λίβ. Esc. 3500 (κριτ. υπ.), Γεωργηλ., Βελ. 508, Κορων., Μπούας 34, 40, 78, Βυζ. Ιλιάδ. 626, Σεβήρ., Ενθύμ. 282, Βελλερ., Επιστ. 531, 621.
Το αρχ. επίθ. ένδοξος. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
α) Ξακουστός, φημισμένος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I 1 και σήμ., Πρωίας Λεξ.): ανήρ γενναίος και εις τα πολεμικά ένδοξος Δούκ. 1152· εις την Πόλιν την μεγάλη, ένδοξον και τρισολβίαν Βίος γέρ. V 189· β) (ο υπερθ. βαθμός ως τιμητικός τίτλ.) (Η χρ. και σε επιγρ., Sophocl. στη λ. 2 ): εντιμότατε και ενδοξότατε άρχων Παρθεν., Γράμμ. 227.ενθύμιον- το, Σεβήρ., Ενθύμ. 28· ᾽θύμιον, Κυπρ. ερωτ. 625.
Το μτγν. ουσ. ενθύμιον (L‑S, λ. ενθύμιος). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Σκέψη: ενθύμιον εξερευνά (ενν. ο Θεός) και διανοίας βλέπει Σπαν. M 39. 2) Καθετί που θυμίζει κ. (Η σημασ. στον Ευστ., Opusc. σ. XI και σήμ., Δημητράκ.): μένει μ᾽ εσέν για ᾽θύμιον η καρδιά μου Κυπρ. ερωτ. 625.ενορία- η, Ελλην. νόμ. 5339, Διάτ. Κυπρ. 50424, Γράμματα Μετεώρ. 574, Βησσ., Επιστ. 284, Μαχ. 35825, Σεβήρ., Ενθύμ. 289, Ιστ. Βλαχ. 2034, Σουμμ., Ρεμπελ. 158, Συναδ., Χρον. 32, Βακτ. αρχιερ. 166 ΜΖ΄· ανορία, Μαχ. 363, 36019, 36226, 4308, Έγγρ. του 1659 (Αβούρης, Κρ. Χρ. 25, 1973, 2194)· ανοριά, Μαχ. 3808.
Το θηλ. του επιθ. ενόριος ως ουσ. Η λ. τον 4. αι. (L‑S, λ. ενόριος). Ο τ. ανορία και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 459 ). Ο τ. ανοριά και σήμ. στην Ικαρία (Andr., Lex.) και την Άνδρο (Βογιατζ., Γλώσσα Άνδρ. 99). Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Περιοχή (Η σημασ. τον 4. αι., L‑S, λ. ενόριος): τα ξένια οπού τον ετάσσουνταν … ήσαν ταύτα: επτά πόλεις μεγάλας και πολυανθρώπους με τας ενορίας των Τρωικά 52912. 2) (Εκκλ.) ενορία (Η σημασ. τον 5. αι., Steph., Θησ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): από την εκκλησία έξω με έβγαλαν και την ενορίαν μου επήραν Συναδ., Χρον. 58· είχεν ενορίαν τον Αθάνατον και τον Άγιον Παντελεήμονα Συναδ., Χρον. 42.εφορεύω.- Το αρχ. εφορεύω.
1) Επιβλέπω: η βασιλεία μου έχει θέλημα και διορίζεται διά του παρόντος προστάγματος ίνα κρατῄ και εφορεύῃ … την σεβασμίαν μονήν της βασιλείας μου Βασιλ. διάτ. 14. αι. (Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 6485). 2) (Εκκλ.) εκτελώ χρέη επισκόπου: εφορεύοντος του κυρίου Ιωάννου του Γριμπέτου Σεβήρ., Ενθύμ. 285.καθείς,- αντων., Χρον. Μορ. P 146, Απολλών. 296, 301, Δούκ. 27310, Θησ. Πρόλ. [275], Β΄ [433], Νεκρ. βασιλ. 100, Κορων., Μπούας 22, 33, Σοφιαν., Παιδαγ. 95, Άλ. Κύπρ. 1712· καθαείς, Rechenb. 392, Γεωργηλ., Θαν. 310, Γεωργηλ., Βελ. 671, Αλεξ. 332, Σαχλ., Αφήγ. 482, Άσμα σεισμ. 17, Βεντράμ., Γυν. 175, 210, Πανώρ. Ε΄ 63, 223, Σεβήρ., Ενθύμ. 28, Ερωτόκρ. Β΄ 196, 477, Ε΄ 410, Θυσ.2 824, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 39, Ιντ. β΄ 118, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 94· κάθανας, Κυπρ. ερωτ. 179· καθανείς, Ερωτόκρ. Α΄ 546, Β΄ 1188, 1711, 2279, Ε΄ 1523· καθεείς, Χρον. Μορ. P 1262, Διήγ. Βελ. 103, Χρον. Τόκκων 664, 2416, Θησ. (Foll.) I, 30, 99, Θησ. B΄ [228, 494, 847], Γ΄ [457], Ε΄ [455, 751], Ριμ. Βελ. 158, Αλεξ. 1653, Άνθ. χαρ. 2917, Πένθ. θαν. N 482, 485, Φαλιέρ., Ιστ. A 508, 675 (χφ N) (κριτ. υπ.), Φαλιέρ., Ενύπν. (v. Gem.) 99, Βυζ. Ιλιάδ. 49, Ερωτόκρ. Β΄ 513 κ.α.· καθένας, Σπαν. (Hanna) A 480, Θησ. Β΄ 314, 1834, Ερωτόκρ. Β΄ 404, Λίμπον. 308· καθενείς, Ερωτόκρ. Α΄ 396 (έκδ. πάσα είς· διόρθ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ.2 Α΄ 506])· καθές, Ασσίζ. 1297, 15428, 15931, 1601, 29626, 35929, 38114, 4067· καταείς, Χρον. Μορ. H 3855· κατεείς, Χρον. Μορ. H 1262· γεν. καθανός, Φαλιέρ., Λόγ. 291, Πανώρ. Δ΄ 253, Θυσ.2 960, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 1, Ιντ. α΄ 147, β΄ 28, Διγ. O 1083, Τζάνε, Κρ. πόλ. 4662· καθένα, Θησ. Β΄ [836]· καθένος, Θησ. Ε΄ [987], Αλεξ. 349· καθενός, Θησ. Πρόλ. 225, Β΄ [792, 837], Δ΄ [226], Κορων., Μπούας 154, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 224, Ερωφ. Ε΄ 8, Τζάνε, Φυλλ. ψυχ. Αφ. 19· καθενού, Σπαν. (Ζώρ.) V 467, Ασσίζ. 316, 21423, 2733, Rechenb. 72, Αιτωλ., Μύθ. 378, 9· θηλ. καθακιαμιά, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β΄ 135· καθαμία, Ασσίζ. 5653· καθαμιά, Πανώρ. Αφ. 21, Ε΄ 62, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β΄ 124· καθέμια, Ερμον. Α 239· καθεμιά, Αλφ. 1146, Πρόλ. άγν. κωμ. 18· καθημιά, Ασσίζ. 27311, 2742· οκαθεμιά, Θησ. (Foll.) I 36· ουδ. καθάνα, Κυπρ. ερωτ. 7827· καθέν, Ελλην. νόμ. 58416, Φλώρ. 743, Αργυρ., Βάρν. K 176, Γυμν. Ρώμ. 1648, Σοφιαν., Παιδαγ. 99· καθένα, Σπαν. A 251, Σπαν. O 268, Σπαν. P 133, Ασσίζ. 11222, Λίβ. Sc. 2860, Κορων., Μπούας 117, Ιστ. Βλαχ. 81, Διακρούσ. 6954.
Η μτγν. αντων. καθείς. Ο τ. καθακιαμιά από το κάθα και το θηλ. του κιανένας = κάποιος, που απ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Β΄, λ. κιανένας). Ο τ. καθέμια από μετρ. αν. Για τους τ. και τη λ. βλ. Pern., Ét. linguist. Β΄ 244 κε. και Shipp 289. Ο τ. καθαείς και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. καθείς). Τ. καθαένας, καθάνας και καθανείς και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 563, λ. καθάνας και καθένας). Ο τ. καθεείς στο Meursius και στο Du Cange. Ο τ. καθένας στο Du Cange και σήμ. Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
1) Ο καθένας: Κινούν και πάσι το ζιμιό κι οι δέκα αρματωμένοι·| καθένας τον τραγουδιστήν ήστεκε κι ανιμένει Ερωτόκρ. Α΄ 558· καθεείς να δώσομεν ραβδέας υπ’ αλλήλων Διγ. Z 1609· επεριμαζωχθήκασιν οι άνθρωποι του τόπου,| καθένας εις το σπίτι του και εις το πτωχικό του Ιστ. Βλαχ. 104. 1) Όποιος, οποιοσδήποτε: Φίλε τον πρώτον θάνατον καθείς οπὄχει γνώση| δεν του τυχαίνει να πονεί με ραθυμία τόση Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 59· καθένας που τονε θωρεί τονε ’ποκαμαρώνει Ερωτόκρ. Β΄ 246· Θρηνώ σε, Πόλη μου λαμπρά, και κλαίω διά σένα| πώς έπεσες, πώς έκλινες εις χείρας του καθένα Ιστ. Βλαχ. 2400 [= Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 42].καταφρόνησις ‑ση,- η, Χρον. Μορ. H 5070, Θεολ., Τζίρ. 3554, Δούκ. 1391, 31910, Εις Θεοτ. 81, Αιτωλ., Μύθ. 1184, Βακτ. αρχιερ. 214· καταφρόνεσις ‑ση, Ιστ. πατρ. 1767, Παλαμήδ., Βοηβ. 34, 56, 240, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 276v, Σεβήρ., Ενθύμ. 28, Σουμμ., Ρεμπελ. 162, 179, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [52, 488], Ροδολ. Ε΄ [232], Μαρκάδ. 582, Τζάνε, Κρ. πόλ. 31914. κατεφρόνησις, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 339r.
Το αρχ. ουσ. καταφρόνησις. Ο τ. στο Du Cange (λ. καταφρόνειον) και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex.). Η λ. και σήμ.
α) Περιφρόνηση,ηθική μείωση, προσβολή: διά θλίψιν έφυγον από τα γονικά μου,| διά την καταφρόνησιν ην είχον εκ πατρός μου Βέλθ. 512· από την πικρίαν αυτού απέθανε (ενν. ο πατριάρχης) ... μη δυνάμενος να υπομείνει την καταφρόνεσιν Ιστ. πατρ. 1412· β) ταπείνωση, εξευτελισμός: εβάλασιν τους βασιλείς ...|. να σύρνουσιν την άμαξαν διά καταφρόνεσίν των Ντελλαπ., Ερωτήμ. 576· επάνω ’ς κείνον τ’ άλογον εβάλαν του Μιχάλη| για μίαν καταφρόνεσιν να στέκει το κεφάλι Παλαμήδ., Βοηβ. 1350· γ) ασέβεια: Περί καταφρονήσεως του ιερέως οπού καταφρονεί και ιερουργεί χωρίς αντιμηνσίου Βακτ. αρχιερ. 158· δ) θράσος: Δέτε ’ς ποία χέρια βρίσκεται κι ουδέ ποσώς φοβάται,| μόνον με καταφρόνεσιν με βρίζει και καυχάται; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1252].καταφρονώ,- Σπαν. B 497, 501, Σπαν. O 71 (υποτ. αορ. κατεφρονήσεις), Διδ. Σολ. Ρ 121, 127, Διγ. Z 237, Διγ. (Trapp) Esc. 1332, Φλώρ. 1723, Περί ξεν. A 497, Λίβ. P 204, Μαχ. 4664‑5, Δούκ. 33712, Πένθ. θαν.2 519, Αιτωλ., Μύθ. 29, Πανώρ. Ε΄ 13, Ιστ. Βλαχ. 244, 1001, 1350, 1824, Σουμμ., Ρεμπελ. 190, Διγ. Άνδρ. 32719, 33423, 33535, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 793, Στάθ. (Martini) Πρόλ. 9, Α΄ 197, Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. [20], Βακτ. αρχιερ. 147, Σουμμ., Παστ. φίδ. χορ. α΄ [71], Β΄ [916], Δ' [1331], Λεηλ. Παροικ. 514, Διγ. O 618, Διακρούσ. 10010, κ.π.α.· εκαταφρονώ. Ιστ. Βλαχ. 1789· μτχ. καταφρονεμένος, Γαδ. διήγ. 5, 521, Αιτωλ., Μύθ. 1182, Ιστ. Βλαχ. 2384 [= Γέν. Ρωμ. 26,], Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1604, Στάθ. (Martini) Β΄ 300, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [188], Διακρούσ. 9828, 1006, κ.α.
Το αρχ. καταφρονέω. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) α) Θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο λόγου και εκτίμησης, περιφρονώ: ούτω γαρ φλέγει τους αυτῴ υπείκοντας ο έρως| ως πάντα μεν καταφρονείν Διγ. Z 933· τες όρεξες του σώματος να τες καταφρονήσεις Ιστ. Βλαχ. 1942· τω γερόντω τσι φιλιές όλοι καταφρονούσι Πανώρ. Γ΄ 344· εμέναν οπού σ’ αγαπώ ...| … με μεγάλην ασπλαγχνιά τόσον καταφρονάς με; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [480]· β) δε δίνω σημασία, αψηφώ, αδιαφορώ: η δικαιοσύνη δεν τους επαίδευε και την κατεφρονούσαν Σουμμ., Ρεμπελ. 174· Ως δε τις μεγαλέμπορος θέλων πολλά κερδίσαι (παραλ. 1 στ.) και τα φρικτά καταφρονεί χάσματα των κυμάτων Γλυκά, Στ. 10· εμείς οι ελεεινοί και αμαρτωλοί ... καταφρονούμε την σωτηρίαν μας Αποκ. Θεοτ. II 186· γ) υποτιμώ· κατακρίνω, κατηγορώ: είναι ντροπή σου, κάτεχε, τα ψόματα να λέγεις| κι άδικα να καταφρονάς τσ’ άλλους και να τσι ψέγεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 884· αν είσαι δυνατός ...| βλέπε, μικρόν κι αδύνατον μη τον καταφρονήσεις Σπαν. A 603· μετά πολλών δακρύων εκατεφρόνει (ενν. η κόρη) τον εαυτόν της πολλά Διγ. Άνδρ. 35614· δ) (προκ. για όρκο ή υπογραφή) παραβιάζω, αθετώ: ερωτεύθηκεν του κάλλους| και ...| κατεφρόνησεν τον όρκον (ενν. ο Αχιλλεύς) Ερμον. Ε 423· μοναχός το γράμμα σου είχες καταφρονέσει Ιστ. Βλαχ. 1588. 2) Συμπεριφέρομαι προσβλητικά: Μη αισχυντήσεις γέροντα, μηδε καταφρονήσεις Σπαν. A 410· ο λαός επήγαινε καταφρονώντας και βρίζοντας φανερά ... τους άρχοντας Σουμμ., Ρεμπελ. 166· ένας Τούρκος εδώ ’ρχεται, δεν ’ξίζει μίαν φόλαν,| βρίζει και μας καταφρονεί κι ορίζει μας εις όλα Παλαμήδ., Βοηβ. 68. II. (Μέσ.) χάνω την υπόληψή μου, ξεπέφτω, ταπεινώνομαι: θε να καταφρονεθεί (ενν. η Αρετούσα) και θε ν’ αποκοτήσει| του Ρώκριτου μ’ αδιαντροπιά γι’ αγάπες να μιλήσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 55· πώς μου γίνηκε να έλθω εις δυστυχίαν;| πώς καταφρονεθήκαμεν στην τόσην ευτυχίαν; Αιτωλ., Βοηβ. 265. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος: έθαψαν αυτόν ... εκεί όπου θάπτουσι καθαέναν πτωχόν και σχεδόν καταφρονεμένον Σεβήρ., Ενθύμ. 2813· εσείς δε (ενν. τα μικρά ζώα) κακορίζικα ...| ... μικρούτσικα και καταφρονεμένα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 577· τους δε δικούς σας θεούς καταφρονώ και ατιμάζω ως πέτρες οπού είναι ... και άλλη τις ύλη καταφρονεμένη και άχρηστος Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 164140· β) (προκ. για ναό) παραμελημένος: τους ωραιότατους ναούς ...| να τους εβλέπεις έρημους και καταφρονεμένους; Ιστ. Βλαχ. 2506 [= Γέν. Ρωμ. 128]. 2) Αξιοκατάκριτος, αναξιόπιστος: του κόσμου τα καμώματα ... (παραλ. 1 στ.) ως μάταια και ψεύτικα να τα καταπατήσεις·| διότι είναι άκαιρα και καταφρονεμένα Ιστ. Βλαχ. 1331· είντα φωτιά ήψε στην καρδιά μι’ αγάπη κομπωμένη,| άφαντη και προσωρινή και καταφρονεμένη; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 456.κολλέγιον- το, Σεβήρ., Ενθύμ. 28 δις, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3012.
Το μτγν. ουσ. κολλήγιον <λατ. collegium. Η λ. και σε έγγρ. (Μέρτζιου, Κρ. Χρ. 15-16β, 1961/62, 283, 292).
Ανώτατο συμβούλιο, δικαστικό σώμα: μαζωκτήκανε γιαμιά πρίντζιπες και κολλέγιο,| προκουρατόροι κι άρχοντες κι εκάμανε κονσέγιο Τζάνε, Κρ. πόλ. 39915.λοιπόν,- σύνδ., Σπαν. A 504, Προδρ. I 183, II 111, Καλλίμ. 2268, Ασσίζ. 3396, Διγ. Z 240, 3685, Βέλθ. 23, 460, 1249, Χρον. Μορ. P 535, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 265, 964, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 27, Φλώρ. 1061, Απολλών. 30, 503, Αχιλλ. O 225, Ιμπ. 603, Φαλιέρ., Ιστ.2 318, Φαλιέρ., Ενύπν.2 7, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 157 κριτ. υπ., Byz. Kleinchron. A΄ 3704, Αλεξ. 1374, Απόκοπ.2 63, 261, Κυπρ. ερωτ. 10460, Ερωφ. Α΄ 495, Παλαμήδ., Βοηβ. 721, Σεβήρ., Ενθύμ. 2813, Σεβήρ., Διαθ. 19043, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1273, Διήγ. πανωφ. 60, Πτωχολ. A 150, κ.π.α.· λοιπό, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 61, Θησ. (Foll.) I 85, 89, Πανώρ. Αφ. 7, Α΄ 277, Δ΄ 69, Ε΄ 357, Ερωφ. Β΄ 181, Γ΄ 189, Ιντ. γ΄ 71, Δ΄ 595, Ιντ. δ΄ 21, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 823, Θυσ.2 103, 231, Στάθ. (Martini) Β΄ 315, 333, Ροδολ. Β΄ [213, 317], Ε΄ [229, 355], Αποκ. Θεοτ. II 40, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 134, Ιντ. α΄ 51, κ.π.α.· λοιπονίν, Δαρκές, Προσκυν. [13]· λοιπός, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 752· (έναρθρ.) το λοιπό, Πανώρ. Α΄ 175, 231, Β΄ 137, Γ΄ 129, Δ΄ 407, Ε΄ 155, Ερωφ. Α΄ 125, Β΄ 457, Ιντ. β΄ 71, Ιντ. γ΄ 117, Δ΄ 641, Ιντ. δ΄ 119, Ε΄ 377, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 17, Στάθ. (Martini) Β΄ 231, 285, Γ΄ 71, Ροδολ. Α΄ [643], Β΄ [109, 245], Ε΄ [431], Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 45, Ιντ. γ΄ 15, Λεηλ. Παροικ. 97, 329, κ.α.· το λοιπόν, Προδρ. III 327, Διγ. Z 2486, Βέλθ. 553, Πουλολ. (Τσαβαρή) 125, Απολλών. (Wagn.) 497, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 388, Αχιλλ. N 1553, Φαλιέρ., Ιστ.2 501, Rechenb. 725, Μαχ. 3282, Θησ. (Foll.) I 115, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1215, Νεκρ. βασιλ. 114, Γεωργηλ., Βελ. 490, Αλεξ. 337, 2468, Απόκοπ.2 229, Άνθ. χαρ. 2984, Κορων., Μπούας 53, Βεντράμ., Γυν. 7, Καρτάν., Διαθ. 246, Αιτωλ., Μύθ. 409, Παϊσ., Ιστ. Σινά 689, Πιστ. βοσκ. IV 5, 291, Βίος Δημ. Μοσχ. 124, Παλαμήδ., Βοηβ. 307, Σταυριν. 699, Επιστ. Ηγουμ. 17557, Μεταξά, Επιστ. 48, Ροδολ. Α΄ 217, Διήγ. πανωφ. 59, Πτωχολ. A 283, Λίμπον. Αφ. 41, Λεηλ. Παροικ. 313· το λοιπονέ, Ch. pop. 359, Ριμ. κόρ. 687 κριτ. υπ., Αλεξ. 1531, 2673· το λοιπονεθές, Ριμ. κόρ. 676 κριτ. υπ.· το λοιπονές, Αλεξ. 1431· το λοιπονιθές, Κάτης 21 (έκδ. τον· διορθώσ.), Γαδ. διήγ. 387, Ριμ. κόρ. 676, Πανώρ. Γ΄ 277, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ΄ 113,Ιντ. δ΄ 53· το λοιπονίν, Μαχ. 23021, 66416, Δαρκές, Προσκυν. [17, 47], Κυπρ. ερωτ. 15317, 1565· το λοιπονίς, Φαλιέρ., Ιστ.2 70, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 29, Κάτης 113, Αλεξ. 1203, Αγν., Ποιήμ. Α 41, Ριμ. κόρ. 687, Πανώρ. Α΄ 401, Γ΄ 647, Δ΄ 163, Ε΄ 268, Ερωφ. Αφ. 53, A΄ 1, Β΄ 109, Δ΄ 301, Πιστ. βοσκ. III 2, 94, Στάθ. (Martini) Α΄ 81, Β΄ 313, Γ΄ 347, 554, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 222, Δ΄ 19, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [225], Ροδολ. Ε΄ [141], Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 35, A΄ 184, Ε΄ 183, 395, κ.π.α.· το λοιπός, Πανώρ. Α΄ 175 κριτ. υπ., Στάθ. (Martini) Γ΄ 542, Ζήν. Ε΄ 239.
Το αρχ. επίρρ. λοιπόν (Βλ. L‑S, λ. λοιπός και Ανδρ., Λεξ.). Ο τ. λοιπό σε έγγρ. του 1644 (Vinc., Θησαυρ. 4, 1967, 64). Για το σχηματ. των τ. (το) λοιπονέ και (το) λοιπονές πβ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 223-4. Ο τ. λοιπονεθές στο Du Cange. Οι τ. λοιπονεθές και λοιπονιθές με παρέκταση κατά τα επιρρ. σε ‑θές (Βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 436 και Κριαρά [Πανώρ., σ. 254]). Ο τ. το λοιπονίς κατά τα επιρρ. σε ‑ίς (‑ής) και σήμ. στη Σύμη (Βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 90). Για το σχηματ. του τ. λοιπός και για τη σημερ. χρ. του έναρθρ. τ. το λοιπός βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 224. Η λ. και ο έναρθρ. τ. το λοιπόν στο Somav. και σήμ. (Βλ. και Καραγιάννη, Ελλην. 24, 1971, 385 σημ. 2).
1) Στο εξής, έπειτα: ως δε παρήλθομεν αυτού (ενν. τον τριμιλίου) υπ’ ουδενός γνωσθέντες,| λοιπόν οδεύομεν καλώς μετά της ταχυτήτος Διγ. Z 2555· ιδού αποχαιρετίζω σας …| (παραλ. 1 στ.) και το λοιπόν εβάδισεν της ξενιτείας τον δρόμον,| χώρας πολλάς εγύρισε Βέλθ. 215. 2) Επιτέλους, τέλος πάντων: όμως καν ούτως γένειται, καν ούτως καν αλλοίως,| καιρός λοιπόν τα κατ’ εμέ πάντα σοι σαφηνίσαι Προδρ. I 41· μα δε σε φτάνει το λοιπό του πόθου παλληκάρι,| εκείνη οπού το σπίτι σου κρατεί και γοβερνάρει| κι άλλη γυρεύεις, πελελέ; Στάθ. (Martini) Α΄ 145. 3) (Συμπερασμ.) α) ώστε, επομένως, άρα: δουκάτά ’χω αμέτρητα, φουσάτα έχω πλήθια,| τον κόσμον όλον το λοιπόν έχω τον για βοήθεια Αλεξ. 694· Πάντα μαραίνει ο θάνατος, πάντα το τέλος πλέκει,| ουδέν του κόσμου το λοιπόν, αλλά σκιά τα πάντα Αχιλλ. N 1814· μη μου ζητήξεις μοναχά,, κυρά, τον αρρεβώνα (παραλ. 2 στ.)· το λοιπονίς δε μ’ αγαπάς στεριά και μπιστεμένα Ριμ. κόρ. 648· έρωτα, αν έν’ σα λές …(παραλ. 1 στ.), λοιπόν δεν κάμνει χρεια τινάς ουδόλως ν’ αγαπήσει,| αφήτις έν μελλάμενο η μοίρα να το ποίσει Φαλιέρ., Ενύπν.2 [63]· β) γι’ αυτό: τώρα δε τα κάλλη μου πώς είν’ καταστεμένα| και λόγιασ’ έτσι ογλήγορα πως θα γενού κι εσένα.| Λοιπό ’σον έχεις τον καιρό χαίρου και μην αφήσεις| να χάσεις τόσες ομορφιές Πανώρ. Γ΄ 155· λοιπός κι εγώ βασίλισσα των αλλωνώ λογούμαι,| απής γυναίκα των θεών του βασιλιού κρατιούμαι Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 19· Αφέντη, εγώ θέλω να πάγω να δω τους λας μου και φοβούμαι μηδέν αγνωριστώ· το λοιπονίν δώσ’ μου τα ρούχα του κοπέλλου σου και το γάλαν να πάγω Μαχ. 49221· γ) κι έτσι: οι Γενουβήσοι πονηρά εκαταστήσαν …, το λοιπόν … ο καπιτάνιος των κατέργων έπεψεν … κάτεργα … να ποίσουν ζημίαν Μαχ. 34010. 4) (Επεξηγ.) δηλαδή: λοιπό θαρρείς, αφέντη μου, το πως τα χέρια εκείνα| απού το αίμα έτσ’ άπονα των εδικώ σου εχύνα (παραλ. 1 στ.) … ποτέ τωνε να δώσου| καμιά καλήν ανάπαψη …; Ερωφ. Δ΄ 503· των ανθρώπω έν’ δυνατό τη Μοίρα να κουρσεύου;| Εγόι στην εύρουν μοναχή εκείνοι που παιδεύου.| Λοιπό όντεν έχει χρεια τινάς μπορεί να δυναστέψει; Φαλιέρ., Ιστ.2 119. 5) (Μτβ., προκ. για τη συνέχιση της διήγησης): Λοιπόν προς τον Ιμπέριον ας φέρομεν τον λόγον Ιμπ. 598· ετότες πάλι το λοιπόν σ’ ένα ποτάμι πάμε·| εκεί γαρ επεζεύσαμε όλοι διά να φάμε Αλεξ. 1603· την αυτήν ημέραν λοιπόν εις πέντε ώρες άρχισεν να κάμει σεισμούς Διήγ. πανωφ. 55. 6) (Χρον.) τότε: αν ου νικήσεις και τραπείς, λοιπόν εθανατώθης Καλλίμ. 256· χείρα δ’ αυτής την δεξιάν πλήξας εν τοις δακτύλοις,| λοιπόν έπεσεν εις την γην η σπάθη όπου είχεν Διγ. A 3762. 7) (Προκ. για προτροπή, βεβαίωση, κλπ.): ελα λοιπόν και ας πηαίνομε με τον καιρόν ομάδι Φαλιέρ., Ιστ.2 172· φεύγε λοιπόν απέμπροσθεν Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 975· λοιπόν, συγχώρησόν μοι! Πτωχολ. B 391· ’ς τούτα, Ρινάλδο μ’ ακριβέ, ’ς τούτα λοιπό τα μέρη| (παραλ. 1 στ.) θέλω να στέκεις Ερωφ. Ιντ. α΄ 79· όσα νησία βρίσκονται να ’χουν καθαροσύνη| αυτά που ’ρίζει το λοιπόν της Ρόδου το κουμμούνι Αλεξ. 2892. 8) (Ως πλεονασμός): άκουσε, φίλε μου, το τι έγραφεν το λοιπόν εις το χαρτίν της Λίβ. Esc. 977· εθώρει τον λοιπόν κι αποκαμάρωνέ τον Διγ. (Trapp) Esc. 587.μεγαλομάρτυς- ο, Byz. Kleinchron. A΄ 1023, 1048·10, Σεβήρ., Ενθύμ. 283, Βελλερ., Επιστ. 531, 621, 9-10, 764.
Από το επίθ. μεγάλος και το ουσ. μάρτυς. Η λ. τον 4. αι. μ.Χ. (Sophocl.) και σήμ. εκκλ.
Επιφανής «μάρτυς»: έχουσιν εκκλησίαν| ’ς δόξαν μεγαλομάρτυρος αγίου Γεωργίου Λίμπον. 167.μερικοί,- αντων., Σφρ., Χρον. μ. 23, 424, Byz. Kleinchron. Α΄ 1973, 21218, Έκθ. χρον. 528, Συναξ. γυν. 749, Ιστ. πατρ. 802, 1716, Μορεζίν., Λόγ. 469, Παλαμήδ., Βοηβ. 1041, Σεβήρ., Ενθύμ. 2818, Ιστ. Βλαχ. 348, Χριστ. διδασκ. 323, Διγ. O 2133· μερκοί, Χούμνου, Κοσμογ. 2403, Π. Ν. Διαθ. (Λαμπάκης) φ. 256r8, Ερωφ. Ε΄ 239, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 151.
Ο πληθ. του μτγν. επιθ. μερικός (Ανδρ., Λεξ.). Ο τ. από συγκ. Η λ. και σήμ.
α) Κάποιοι, ορισμένοι: Εις το παπουτσίδικον το εργαστήριν έπιναν μερικοί Συναδ., Χρον. 44· να ετοιμάσω πράγματα μερικά της επισκοπής μου αναγκαία Βελλερ., Επιστ. 5540· συναχθέντες οι Τραπεζούντιοι άρχοντες και εκ των πολιτών μερικοί Έκθ. χρον. 2822· β) λίγοι: ο κυρ Θωμάς … συν μερικοίς στρατιώταις εργάστησαν και εγένετο η απιστία εις τον τόπον Byz. Kleinchron. Α΄ 27424· Απάνω όταν έφτασεν (ενν. το πλεμμάτι) … είδασι (ενν. οι ψαράδες) καθάρια| πέτρα μεγάλη ’τ’ ήτονε και μερικά οψάρια Αιτωλ., Μύθ. 136.μητροπολίτης- ο, Χρον. Μορ. H 2683, 3309, 8599, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 506 κριτ. υπ., Χρον. Τόκκων 1506, Σφρ., Χρον. μ. 13233, Ιστ. Ηπείρ. XXXII6, Ορισμ. Σινάν 631-2, Byz. Kleinchron. Α΄ 154005, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 237, Ψευδο-Σφρ. 53413, Χρον. σουλτ. 3634, Αρσ., Κόπ. διατρ. [808], Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 462, Δωρ. Μον. XXI, XLII, Χρον. βασιλέων 1165, Σεβήρ., Ενθύμ. 28, Ιστ. Βλαχ. 227, 1400, 2S49, Τζάνε, Κρ. πόλ. 589, κ.α.
Το μτγν. ουσ. μητροπολίτης. Η λ. και σήμ.
Μητροπολίτης, επίσκοπος που εδρεύει στην πρωτεύουσα μιας περιφέρειας και έχει διοικητική δικαιοδοσία στις επισκοπές της: δοκανίκια γλυπτά, τορνοεμφωλευμένα, κρατούν τα οι επίσκοποι και οι μητροπολίται Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 918· Ρηγάδες παίρνει ο Θάνατος, πριντζίπους, βασιλιάδες,| μεγάλους γαρδενάληδες και μητροπολιτάδες Αλφ. 1534· αφέντης είσαι λαϊκός, βλέπε την αφεντιά σου| και μην ανακατώνεσαι …,| διότι δεν εδόθηκε …| ʼπισκόπους να χειροτονάς και μητροπολιτάδες Ιστ. Βλαχ. 1882· μητροπολίτης έτερος παρού της Λευκουσίας αρχιεπίσκοπον μη έχειν εις την αυτήν νήσον, ότι μία εστίν ενορία Διάτ. Κυπρ. 50428-9· Τον μητροπολίτη της Πατρού μετά τους κανονίκους| οχτώ φίε καβαλλαρίων του έδωκαν να έχει Χρον. Μορ. H 1955.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Μανασσ., Χρον. 3983, Σεβήρ., Ενθύμ. 28, Συναδ., Χρον. 28, 31, 39.