Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 238 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Σαχλ. N

  • άδηλος,
    επίθ., Καλλίμ. (Κριαρ.) 258, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 621, VIII 73, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 985 (βλ. άδολος· διόρθ. Hess., Byz. 1, 1924, 314), Φλώρ. (Κριαρ.) 1089, 1124, 1524, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 92, 225, Σαχλ. (Vitti) N 81, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 587.
    Το αρχ. επίθ. άδηλος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Άγνωστος, δυσπερίγραπτος, εξωτικός: Λοιπόν, υιέ μου, εγνώριζε, μάθε ότι επουλήθην| εις ξένους τόπους άδηλους, εις άρχοντας πλουσίους Φλώρ. 1124· Τον κόσμον όλον βούλομαι, θέλω να τον γυρεύσω,| ρηγάδες αμιράδες τε, πάσαν Σαρακηνίαν,| χώρας και τόπους άδηλους νύκτας και τας ημέρας Φλώρ. 1089· β) αβέβαιος, αμφίβολος (πβ. ΙΛ στη λ. 1): Ει δ’ ου τραπείς, ει δ’ ου ’ττηθείς, αλλ’ ίσως και νικήσεις,| άδηλον έχεις το καλόν, αμάρτυρον την τύχην Καλλίμ. 258· Και ας αφήσομε τ’ άδηλα και ας φάμε το γλυκάκι,| εις τον καιρόν οπὄν’ πολύς Φαλιέρ., Ιστ. V 587. 2) Ανυπόστατος, μάταιος (πβ. ΙΛ στη λ. 2): Ο πελελός στα σκοτεινά άδηλα αναθυμάται,| αμέ όποιος είναι φρόνιμος στο στρώμα του κοιμάται Σαχλ. N 81.
       
  • αμαχεύω,
    Ασσίζ. (Σάθ.) 4313, 12116‑17, 13126, 14124, 17221, 21‑2, 32222, 38314, 4013, 42511, Μαχ. (Dawk.) 50413, 5683, Σαχλ. (Vitti) N 202, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 227, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 171· αμαχεύγω, Ασσίζ. (Σάθ.) 1021, 22, 775, 6, 9· ’μαχεύω, Ασσίζ. (Σάθ.) 727, 5423, 7324, 17328, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 202· ’μαχεύγω, Σαχλ. (Vitti) N 123, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 134.
    Από το ουσ. αμάχι(ν). Βλ. Κοραή, Άτ. B΄ 240. Ο τ. αμαχεύγω και σε Κρ. συμβόλ. (Ξανθ.) 100, 162 και στο Βλάχ., λ. αμαχεύγω· για την ανάπτυξη του γ βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ A΄ 49‑50 και Αναγνωστ., ΛΑ 6, 1923, 83. Ο τ. ’μαχεύγω σε έγγρ. του 1606 (Παπαδάκη, Θησαυρ. 19, 1982, 143). Η λ. και οι τ. της και σήμ. (ΙΛ).
    1) Δίνω κάτι ως ενέχυρο, υποθηκεύω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Περί εκείνου οπού αγωγιάσει κτηνόν και, αφού τo αγωγιάσει, πουλεί το ή αμαχεύγει το διά χρέος Ασσίζ. 1021· εκείνος εκείνον το πράγμαν ουδέν το επούλησεν, ουδέ εχάρισέν το, ουδέ εμάχεψέν το Ασσίζ. 17328· Όταν δεν έχει ο ζαριστής, τα ρούχα του ’μαχεύγει Σαχλ. N 123. Πβ. αμανάτι, αμάχεμαν 1, αμάχι(ν) α. 2) Κάνω κατάσχεση κάποιου πράγματος (Βλ. ΙΛ στη λ. 2β): και όσοι εις το οφίτσιο τούτο γράφονται διά να δουλεύουσι είναι ωσάν να είναι οι ’φαντάδες, ήγουν οφιτσιάλοι αφεντικοί και αγκαλά και δεν πιάνουνε ανθρώπους, κάνουν έτερες υπηρεσίες του λαού της χώρας ωσάν να ορίζουνε τους ανθρώπους να έρχουνται εις την κρίσην ομοίως και να αμαχεύουν Σουμμ., Ρεμπελ. 171. Πβ. αμάχεμαν 2.
       
  • αμάχι(ν)
    το, Ασσίζ. (Σάθ.) 64‑5, 6, 16, 730, 914 ,19, 1029, 177‑8, 24, 1817, 191, 4012, 31, 433, 4, 6, 7, 14, 20, 21, 5422, 26, 30, 645, 28, 668, 10, 20, 31, 7826, 1422‑3, 19, 14924, 26, 15818, 16110, 1709, 11, 15, 16, 26, 28, 17515, 18717, 1936, 8, 2515, 18, 25313, 14, 26328, 30329, 30, 3043, 6, 7, 9, 11, 3109, 12, 13, 14, 15‑16, 16, 21, 31411, 40930, 42129, 42224δις, 4452, Μαχ. (Dawk.) 47030, 47617, 48017, 51820, 22‑3, 24, 53612, 54013, 59811, 60415, 30, Σαχλ. (Vitti) N 196, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 634, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 123, Πιστ. βοσκ. (Joann.) II 2, 211, 212, 247, κ.π.α.
    Από το ουσ. αμάχιον, που από το στερ. α και το ουσ. μάχη, κατά το αλλαγή ‑ αλλάγιον > αλλάγιν· βλ. Κοραή, Άτ. Β΄ 36‑37 και Ψάλτ., Αθ. 27, ΛΑ 104 σημ. 1. Η λ. και στο Du Cange, λ. αμαχί, και σήμ. (ΙΛ).
    α) (Προκ. για πράγματα) ενέχυρο, υποθήκη (Η σημασ. και στο Du Cange, λ. αμαχί, και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Περί εκείνου οπού έβαλεν το σπίτιν του αμάχιν ή άλλον και εκείνος οπού τα έλαβεν αμάχιν λέγει ότι ένι εδικόν του Ασσίζ. 191· Περί εκείνου οπού έβαλεν μίαν εδικήν του οικίαν εις αμάχιν ού χωράφια ού αμπελώνας Ασσίζ. 42129· ... ας βάλομεν τα ρούχα μας αμάχι| αν έλθει στο παιγνίδι μας, αν έν’ και καταλάχει Σαχλ. N 196· αφήννω την καρδιάμ μου ώστι να στρέψω| αμάχιν εις το στήθος το δικόσ σου Κυπρ. ερωτ. 634· σήμερο η Κασσάντρα μου η πολυαγαπημένη| μου ’δωκε τα μανίνια της κι αμάχι έβαλά τα Κατζ. Γ΄ 123· β) (προκ. για ζώα) ενέχυρο: αν ίσως ότι είς άνθρωπος ένι εγγυτής ετέρου ανθρώπου διά πέρπυρα ρ΄ και ο δανειστής ζητά τον αμάχιν του εγγυτή του και ο εγγυτής παραδίδει τον μία μούλαν Ασσίζ. 645· γ) (προκ. για πράξη) εγγύηση: μ’ αν κιανένα φιλί αμάχι θέλεις Πιστ. βοσκ. II 2, 247. Πβ. αμανάτι, αμάχεμαν 1, αμαχευτιός, αμαχεύωδ) (προκ. για πρόσ.) όμηρος: Δεν είναι θαυμαστόν αν κόψουν την κεφαλήν μου· χειρότερα εμπορείς να ποίσεις· αμμέ αθυμίζω σε πόσον κακόν θέλειν γινείν εις τους Γενουβήσους όπου είναι εις την Κερυνίαν εκείνους όπου κρατούν αμάχιν διάλ λόγου μου Μαχ. 48017.
       
  • αναθυμούμαι,
    Ασσίζ. (Σάθ.) 3825, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 14, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3974, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 365, 713, 1037, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [653, 694], Δ΄ [253], Θ΄ [238], Θησ. (Schmitt) 334 III 69, Ch. pop. (Pern.) 822, Σαχλ. (Vitti) N 81, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 307, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 406, 522, 555, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 219, Πεντ. (Hess.) Αρ. X 9, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 218, 1200, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 357, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 1387, 1392, 1731, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 156, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [435].
    Από την πρόθ. ανά και το θυμούμαι. Η λ. και σήμ. σε ιδιώμ. (ΙΛ, λ. αναθυμίζω).
    1) Θυμούμαι, ξαναφέρνω στο νου μου (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναθυμίζω. Βλ. και Κουκ., Αθ. 43, 1931, 75, 76, 81): να το απολησμονήσετε, να μη το αναθυμάσθε Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 1037· αναθυμώντας τον καιρόν οπού ’τον δοξασμένος Θησ. Δ΄ [253και διάβαζέ τα, θώριε τα κι αναθυμού κι εμένα Ερωτόκρ. Γ΄ 1387· όλοι αναθυμηθήκαμε κι εφέραμε στο νου μας| την ώρα ... Ερωφ. Á́ 357. —Συνών.: αναθιβάλλω Α2, αναπολώ, ανιστορίζω, ανιστορώ, ενθυμούμαι. 2) α) Βάζω στο νου μου (Η σημασ. και στον Πηγά, Χρυσοπ. 71): Ο πελελός στα σκοτεινά άδηλα αναθυμάται Σαχλ. N 81· και στέμματος βασιλικού βαλείν αναθυμήθη Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 218· Πβ. αθιβάλλω β· β) νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι (για κάποιον): εμέν τον νιον, τόν τυραγνάς, δεν τον αναθυμάσαι; Ch. pop. 822. —Συνών.: φροντίζω.
       
  • απαντοχή
    η, Φλώρ. (Κριαρ.) 1168, Λίβ. (Lamb.) Sc. 739, Λίβ. (Lamb.) N 946, Ιμπ. (Κριαρ.) 138, 220, Ανακάλ. (Κριαρ.) 4, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [242], Ζ΄ [1403], Η΄ [1238], Ch. pop. (Pern.) 393, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΧΙ 52, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 610, Σαχλ. (Vitti) N 186, 268, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 59, 350, Ιμπ. (Legr.) 244, 560, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 123, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 103, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 26, 33, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 246β 23, 335β 17, 336α 20, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ΄ 79, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 354, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 154, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ε΄ 1478, Θυσ. (Μέγ.)2 525, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 77, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [15], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [941], Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 597, Ιντ. γ΄ 17, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 55821, 5621· απανδοχή, Λίβ. (Μαυρ.) P 1604, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2248 (κριτ. υπ.), Δούκ. (Grecu) 3359· ’παντοχή, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 126, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 16, 24, 112, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 41.
    Από το απαντέχω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Ο τ. απανδοχή από δήθεν αρχαϊστ. τάση.
    α) Ελπίδα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): Αφήτε την απαντοχή όσοι την πόρτα μπείτε Π. Ν. Διαθ. φ. 246β 23· την απαντοχήν της σωτηριάς μου εχάσα Απόκοπ. 59· εις πελελές απαντοχές δίχως πτερά πετούσιν! Σαχλ. N 186· κείτεται δίχ’ απαντοχής και βλέπει το μαχαίριν Απόκοπ. 350· με τα φουσάτα του έχει την ’παντοχήν του| να πάρει χώρας άδικα Κορων., Μπούας 24. β) (ηθ.) στήριγμα (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. 5): τον είχα θάρρος μου, απαντοχή κι ολπίδα Ερωτόκρ. Ε΄ 1478· θάρρος μου του φτωχού κι απαντοχή μου Βοσκοπ. 354· βλ. και ακουμπιστήρι Β, ακούμπιστρον, ανάπαυσις 5, απακούμπι, απακουμπιστήρι· γ) προστασία, καταφύγιο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 6): Αξίωσέ με, δέσποινα, να σ’ έχω ’παντοχή μου Διήγ. ωραιότ. 41· και τα πτωχά και τα γυμνά ρούχα ενδύνασίν τα| και σπίτιν και απαντοχή να καλυβιστούν, να πέσουν| ξένοι τινές αιχμάλωτοι και ρούχα διά να θέσουν Γεωργηλ., Θαν. 610.
       
  • αποκερδίζω,
    Διγ. Gr. VI 768, Λίβ. P 250, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 235, 318, Σαχλ. N 223, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 237.
    Από την πρόθ. από και το κερδίζω. Για την από ως α΄ συνθ. βλ. αποβάφω (ετυμολ.).
    α) Κερδίζω (κάτι): λοιπόν, παιδί μου, έπρεπεν να τ’ απολησμονήσεις (δηλ. τα ζάρια), αν θέλεις την καλήν ζωήν να την αποκερδίσεις Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 237 (βλ. αποκερδαίνω α)· β) (με αντικ. λ. που δηλώνει πρόσωπο η συναφές) κατακτώ, αποκτώ· χαίρομαι (κάποιον ή κάτι ): έτι παρθένος γάρ ειμί υπ’ ουδενός φθαρείσα· συ μόνος με ενίκησας, συ με αποκερδίσεις Διγ. Gr. VI 768 (βλ. και αιχμαλωτεύω , αιχμαλωτίζω Α2β)· γ) (προκ. για πολιτεία ) κερδίζω, κατακτώ: όλοι να βοηθήσουσι, να την αποκερδίσουν (δηλ. την Πόλη), διατί ’τον σπίτιν ολωνών, Ρωμαίων και Λατίνων Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 235. — Βλ. και αποκερδαίνω.
       
  • αποκινώ (I),
    Λόγ. παρηγ. L 407, Λόγ. παρηγ. O 195, Απολλών. (Wagn.) 368, Λίβ. Esc. 2220, Σαχλ. N 51, 258, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 37, 55.
    Το αρχ. αποκινέω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Α´ (Μτβ.) αρχίζω, επιχειρώ κάτι: απεκίνησεν η κόρη ν’ αφηγείται Λίβ. Esc. 2220· Εξέβης το κατήφορον εσύ της Δυστυχίας και εγώ είμαι απεδά να το αποκινήσω Λόγ. παρηγ. L 407· αν θέλεις να προκόψεις| (παραλ. 1 στ.) της νύκτας τα γυρίσματα να τ’ απολησμονήσεις και της ημέρας την τιμήν να την αποκινήσεις Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 55 (βλ. και απάρχομαι). Β´ (Αμτβ.) αναχωρώ, ξεκινώ (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. II και σήμ., ΙΛ στη λ. 2· βλ. και Dieterich, IF 24, 1909, 131): κείνος απεκίνησεν κι ήλθεν εις το παλάτιν Απολλών. 368· πάλιν εις τα πρότερα κακά ν’ αποκινήσεις Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 37 (βλ. και αναδρομίζω).
       
  • αποκοτώ,
    Προδρ. ΙΙΙ 373, Εγκ. αγ. Δημ. 108129, Ερμον. Ψ 330, Θησ. Πρόλ. [255], Β΄ [686], Δ΄ [631], Διήγ. Αλ. V 62, Αλφ. (Μπουμπ.) ΙΙ 1, Σαχλ. N 182, Ιμπ. (Legr.) 155, Φαλιέρ., Ιστ. V 166, 455, Φαλιέρ., Ρίμ. AN 286, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 415, Μορεζίν., Λόγ. 471, Κατζ. Ε΄ 487, Πανώρ. Α΄ 209, Ε΄ 112, Ερωφ. Αφ. 65, Α΄87, 469, Β΄ 393, Γ΄ 218, Ιντ. γ΄ 126, Ε΄ 256, 392, 467, Πιστ. βοσκ. I 2, 55, II 1, 270, 2, 214, 5,196, ΙΙΙ 3, 302, 337, IV 4, 266, V 6, 381, Σταυριν. 1097, Ιστ. Βλαχ. 948, 2644, Ερωτόκρ. Α 1399, 1520, 1906, 2166, Β΄ 812, 1204, Γ΄ 55, 915, 1152, Δ΄ 153, 478, 1345, Ε΄ 421, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 89, 185, Β΄ 3, Ροδολ. Αφ. [31], Α΄ [201, 450, 667], Β΄ [494], Ε΄ [89, 589], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [210], Δ΄ [145], Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. [38], Α΄ [353], Β΄ [239, 580, 925], Γ΄ [427, 510], Δ΄ [528, 1286], Ε΄ [489, 1243, 1609], Λίμπον. Αφ. 7, Φορτουν. Αφ. 15, 35, Πρόλ. 100, Γ΄ 80, Ε΄ 368, Μαρκάδ. Πρόλ. 13· 127, 486· ’ποκοτώ, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 418, 419, 424, 426, 445, Ερωφ. Β1 346, Ερωτόκρ. Á́ 175, 191, Ε΄ 1291, Διήγ. πανωφ. 59, Φορτουν. Β΄ 435, Ιντ. δ΄ 42.
    Από το επίθ. απόκοτος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    α) Τολμώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): δε μπορούσι| ν’ αποκοτήσου τούτα| τα πικραμένα χείλη να το πούσι Πιστ. βοσκ. II 2, 214· Αποκοτώ το λοιπονίς, μ’όλον όπου η καρδιά μου ξεκοκκινίζει απ’ τη ντροπή Φορτουν. Αφ. 35· το σίδερ’ αποκότησε και κοφτερόν εγίνη Ερωτόκρ. Δ΄ 478· δειλιώ κι’ αποκοτώ κι ολπίζω και φοβούμαι Πανώρ. Α΄ 209· εκείνον να κρεμάσουσι και αυτείνη για να πνίξουν, που ύστερον άλλοι αυτό να μην αποκοτήσουν Μαρκάδ. 486 (βλ. και αποθαρρώ 2β) αποτολμώ, επιχειρώ: αποκοτά δυο τρεις φορές να το ξεφανερώσει Ερωτόκρ. Γ΄ 915· Μηδέ σε τόσον μου κακόν τρομώ ν’ αποκοτήσω λόγον παραμικρόν ποτέ σ’ ετούτο να μιλήσω Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [925] (βλ. και αποκινώ ΙΛ).
       
  • αποκουντουρίζω,
    Σαχλ. N 192, 231 (χφ ‑ριάζει), Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 246.
    Από την πρόθ. από και το κουντουρίζω. (Η ετυμ. του Legr., AΑEEG 5, 1871, 230, προφανώς εσφαλμ.). Για την από ως α΄ συνθ. βλ. αποβάφω (ετυμολ.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Αφαιρώ, κόβω την ουρά, κάνω κάτι «κούντουρο», ελλιπές· (εδώ) απομακρύνομαι (με περιφρόνηση) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ· για τη σημασιολ. εξέλιξη πβ. τα σημερ. ξεκόβω = διακόπτω την επαφή μου, τη συντροφιά μου με κάποιον, καθώς και το ’κοψε = έφυγε ξαφνικά, καθώς και το ποντιακό αποκόβομαι, ΙΛ, λ. αποκόβω Β2): απήτις φα και γλύψει σε (ενν. η πολιτική), τότ’ αποκουντουρίζει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 246. 2) α) (Μέσ.) στενοχωρούμαι: Σηκώνονται εκ το ταβλίν (ενν. οι αζαριστάδες) αποκουντουρισμένοι| και πάσιν χώρια των μεριά (έκδ. μερεά· διορθώσ.) σαν παραπονεμένοι Σαχλ. N 192 (βλ. και άγκουσευω β, χολιάζωβ) θυμώνω (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Τις ξεύρει αν ο Μυρτίνος (παραλ. 1 στ.) … ήρθε κι εσφάλισέ τσι μανισμένος,| κι αποκουντουρισμένος (έκδ. όπου κουντουρισμένος· διορθώσ.) (παραλ. 1 στ.) του κόσμου όλην την Κτίσην μπορεί να ξεκουνήσει …; Πιστ. βοσκ. IV 1, 66. Βλ. και αγκώνω, αφρίζω 3.
       
  • αποκρίνομαι,
    Διδ. Σολ. Ρ 88, Λόγ. παρηγ. L 80, 303, Λόγ. παρηγ. O 376, Ασσίζ. 9510, 16510, 1954, 3427, 34524, 41629 (έκδ. και χφ. απουκρίνεται· διορθώσ.), Διγ. Τρ. 952, Βέλθ. 763, Πτωχολ. Z 52, Φλώρ. 800, 1074, Λίβ. Esc. 3877, Μαχ. 23234, Απόκοπ. 76, 150, 157, 159, 237, 391, 457, Κορων., Μπούας 31, 54, 129, Πένθ. θαν. S 69, Θρ. Κύπρ. K 649, 727, Ιστ. πατρ. 16117, Πιστ. βοσκ. IV 7, 87, Διγ. Άνδρ. 33432, Στάθ. Γ΄ 282, Αποκ. Θεοτ. I 8, Βακτ. αρχιερ. 180, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [375], Δ΄ [449], Τζάνε, Κρ. πόλ. 17027, 53815, Φυλλ. Αλ. 133· απεκρίνομαι, Πόλ. Τρωάδ. (Πολ. Λ.) 89, Λίβ. Esc. 3125· αποκρένομαι, Σπαν. (Ζώρ.) V 509, Χρον. Μορ. H 3408, 6661, 7476, 7525, 8934, Σαχλ. N 350, Πένθ. θαν.2 69· αποκρίναται, Ασσίζ. 41520· ’ποκρίνομαι, Φλώρ. 1686, Αχιλλ. (Haag) L 125, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1164, Αιτωλ., Μύθ. 95, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 433, Μαρκάδ. 443.
    Το αρχ. αποκρίνομαι. Η λ. και σήμ. και δημοτική (ΙΛ) και από τη λόγια παράδοση. Οι τ. αποκρένομαι, ’ποκρίνομαι και σήμ. (ΙΛ).
    1) Απαντώ (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. IV 1 και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): ως ήκουσα την ξενοδόχισσα, πάλιν απεκρίνομαι την Λίβ. Esc. 3125· Oι κόρες αποκρίνονται λόγον τον δούκαν όντως Φλώρ. 800· Μίαν γραφήν τους έστειλεν για να παραδοθούσιν (παραλ. 1 στ.)· αυτοί τον αποκρίθησαν πως δεν το παραδίδουν (ενν. το καστέλλιν) Θρ. Κύπρ. K 649· φρ. αποκρίνομαι λόγον = (ενίοτε) αντιμιλώ: δεν μου απεκρίθη λόγον ποτέ Φυλλ. Αλ. 133 (βλ. και αντιγράψω , αντιμηνύω, αντιλογούμαι). 2) Απευθύνω το λόγο, λέω (χωρίς να προηγηθεί ερώτηση): Μανθάνει ταύτα ο Φλώριος, θλίβεται την καρδίαν (παραλ. 1 στ.)· λέγει και αποκρίνεται προς τον αυτού πατέρα Φλώρ. 1074· ωσάν τον είδεν (ενν. τον λέοντα) απεκρίθη και είπεν τον Διγ. Άνδρ. 33432 (βλ. και αναθηβάλλω Α1α, ανακράζω 1). 3) Απολογούμαι (σε δικαστήριο) (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. IV 2· πβ. και ΙΛ, λ. απόκρισι 2): η γεναίκα ένι απέκει κρατημένη με το κείμενον να αποκριθεί απ’ αυτά απού την αγκαλέ Ασσίζ. 34524·. Η μτχ. αποκρινόμενος = κατηγορούμενος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. IV 2): εάν ο αποκρινόμενος ουδέν να εμπόρησεν να δείξει εύλογον αιτίαν πως ουδέν ημπόρησεν να έλθει εκείνην την ημέραν εις την αυλήν Ασσίζ. 3427. 4) Ευθύνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): Περί σημαδίων φθορά, ποιος αποκρίνεται Βακτ. αρχιερ. 180. 5) Είμαι διάδικος (σε δικαστ. αγώνα): έν’ πτωχός και ον δύναται λογάριν ίνα δώσει| και να αποκριθεί αυτός, να δικαστεί μετά σου Διδ. Σολ. Ρ 88. 6) Ανταποδίδω την εχθρική επίθεση: Έπαιζαν (οι Τούρκοι) και ακτυπούσαν της με την μεγάλην ζάλην| αππέσσω απεκρίνουντον όσ’ ήσαν στο καστέλλιν Θρ. Κύπρ. M 683.
       
  • απολησμονώ,
    Κομν., Διδασκ. Δ 347, Προδρ. 712, Προδρ., Στ. δεητ. 8, Διγ. Esc. 849, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 67, Ερωτοπ. 67, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 860, 1037, Θησ. Η΄ [1258], Σαχλ. N 33, 50, 222, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 36 (έκδ. να τα λησμονήσεις Ξανθ., Βυζαντίς 1, 1909, 344, διόρθ. τ’ απολησμονήσεις), 54, 236, Απόκοπ. 140, Πικατ. 328, Ερωφ. Γ΄ 158, Συναδ., Χρον. 132· απολησμονώ, Σπαν. A 355, Β 347, Διγ. Esc. 478, Ιστ. Βλαχ. 57, 1237, 2542· ’πολησμονώ, Ριμ. κόρ. 711, Κυπρ. ερωτ. 11928.
    Από την πρόθ. από και το λησμονώ. Για την από ως α΄ συνθ. βλ. αποβάφω (ετυμολ.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Για παλαιότερη μνεία βλ. Dieterich, IF 24, 1909, 135.
    α) (Προκ. για πρόσ. ή πράγμα) ξεχνώ, λησμονώ εντελώς (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Πιστεύω απολησμόνησες τα χθεσινά σου λόγια,| καλή, τά εσυντυχαίναμεν οι δύο μοναχοί μας Διγ. Esc. 849· όλοι βουλή μ’ εδώκασιν να σε απολησμονήσω Ερωτοπ. 67· Εδώ στον Άδην τον πικρόν και απολησμονημένον Πικατ. 328· (προκ. για ενέργεια): απελησμόνησε να ποίσει τό τον είπες Προδρ., Στ. δεητ.Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 1037 (βλ. και αθετώ , αμνημονώ, απαρνούμαιβ) εγκαταλείπω (κάπ. η κ.): της νύκτας τα γυρίσματα να τ’ απολησμονήσεις Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 54 (βλ. και αλάσσω Α4, αμπαντονάρω, αναχωρίζω Α, απαριάζω 1α, απαφήνω 1, αποβάλλω 1).
       
  • απολογούμαι,
    Αιν. άσμ. 137, Hist. imp. (Rochow) 34, Ασσίζ. 2626, 3222, 505, 854—5, 8714, 913, 16030, 1629, 31414, 3408, Ελλην. νόμ. 5182-3, 5736, Διγ. Esc. 874, Σπαν. (Ζώρ.) V 583, Πτωχολ. P 8, Απολλών. (Wagn.) 61, 665, Απολλών. 119, Μαχ. 2026, 265, 19631, 31822, 45612, 59630, Σφρ., Χρον. μ. 243, 949, Σκλέντζα, Ποιήμ. 155, Βουστρ. 450, 458, Αλφ. (Μπουμπ.) I 79, Πένθ. θαν.2 500, Τζάνε, Κρ. πόλ. 20717· απιλογούμαι, Καλλίμ. 1107, Διγ. Esc. 148, 326, 652, Βέλθ. 188, 885, 963, 986, 1269, Χρον. Μορ. H 7865, Διήγ. παιδ. 116, Διήγ. Βελ. 200, Συναξ. γαδ. 20, Φλώρ. 651, 656, 745, 945, Λίβ. (Lamb.) N 69, Λίβ. Esc. 3776, Αχιλλ. (Haag) L 247, Αχιλλ. N 157, Αχιλλ. O 109, Ιμπ. 168, Θρ. Κων/π. B 60, Παρασπ., Βάρν. C 163, Αργυρ., Βάρν. K 155, Θησ. (Foll.) I 68, Θησ. Β΄ [284, 874], Γ΄ [171], Ch. pop. 451, Χούμνου, Π.Δ. VII 27, Σκλέντζα, Ποιήμ. 141, Σαχλ. N 349, Σαχλ., Αφήγ. 366, Έκθ. χρον. 415, Απόκοπ. 157, 286, 393, Πικατ. 192, 306, Πένθ. θαν.2 69, Βεντράμ., Φιλ. 19, Διήγ. Αλ. G 28922, Τριβ., Ρε 211, Πεντ. Γέν. XXXIV 13, XXXV 3, Έξ. XIX 19, XX 16, Αρ. XXXV 30, Δευτ. I 41, V 17, XIX 16, 18, XXXI 21, Αιτωλ., Μύθ. 69, 989, Αιτωλ., Βοηβ. 180, Αλφ. 1493, Πανώρ. Α΄ 420, Πιστ. βοσκ. I 2, 350, Βοσκοπ. 113, Σουμμ., Ρεμπελ. 175, Ερωτόκρ. Β΄ 2268, Γ΄ 194, 622, Δ΄ 1491, Ε΄ 393, Ευγέν. 689, Ροδολ. (Μανούσ.) Ε΄ [245], Λεηλ. Παροικ. 381, Τζάνε, Κρ. πόλ. 19315· απιλογούμαι, Πιστ. βοσκ. V 5, 222, Ερωτόκρ. Β΄ 847, 950· απολοούμαι, Πιστ. βοσκ. X 1, 99· επιλογούμαι, Αρμούρ. 30· ’πιλογούμαι, Ιων. 2153, Βέλθ. 531, Αχιλλ. (Haag) L 218, Ιμπ. 305, Θρ. Κων/π. διάλ. 58, Χούμνου, Π.Δ. II 5, VII 66, X 7, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1201, Ριμ. κόρ. 597, Ερωτόκρ. Α΄ 248, 2160, Β΄ 1726, Γ΄ 581, 1722· ’πιλοούμαι, Ερωτόκρ. Α΄ 250, Β΄ 1940, 2114, Γ΄ 772, 1540, Φορτουν. Δ΄ 28· ’πολογούμαι, Μαχ. 2848, 32822, 37815, 3905, 4728, Βουστρ. 422, Κυπρ. ερωτ. 7718.
    Το αρχ. απολογούμαι. Για τους τ. απιλογούμαι, ’πιλογούμαι βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ A 33, Αθ. 24, 1912, 50, 57 και Φάβη, Αθ. 29, 1917, ΛΑ 42-43. Η λ. και οι περισσότεροι από τους τ. της και σήμ. (ΙΛ, λ. απολογειέμαι).
    1) α) Απολογούμαι στο δικαστήριο υπερασπίζοντας τον εαυτό μου, αποκρούω κατηγορία (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I και σήμ., ΙΛ, λ. απολογειέμαι 1): Κατά του λιβέλλου του προσκομισθέντος κατ’ εμού … απολογούμαι καγώ δείνα εν πρώτοις μου δικαιώμασιν και λέγω ως ότι … Ελλην. νόμ. 5736· ο αγκαλόμενος ζητά της αυλής ημέραν δια να απολογηθεί Ασσίζ. 3408· β) λογοδοτώ: Λοιπόν ας ενθυμούμεστεν δια να ’κονομηθούμεν εις τον Αδέκαστον Κριτήν τι ν’ απολογηθούμεν Πένθ. θαν.2 500. 2) Υπερασπίζομαι κάποιον (Πβ. την αρχ. χρ. L‑S στη λ. I): τι διά την κατάκριτον θέλεις απιλογάσθαι Φλώρ. 651· να κάμω εκεί θεσιαστήρι τον Θεόν οπού απιλογάται εμέν εις την ήμερα της στεναχωριάς μου Πεντ. Γέν. XXXV 3. 3) Αναλαμβάνω ευθύνες, υποχρεώσεις: άπελθε να ’σ’ ελεύθερη κι εγώ ν’ απολογούμαι, | τα στάμενα που έδωκεν ο κύρης Μαρκιόνης | εγώ να τα πλερώνω Απολλών. (Wagn.) 665. 4) Εκθέτω, εξιστορώ: έπεψαν και έταζαν τον αφέντην της Σπάρας να έλθει, ότι ήλθεν ο ρήγας και είναι έτοιμος να τον απολογηθεί απού πάσα ζήτημαν όπου να του ζητήσει Μαχ. 19631 (βλ. και αναβάλλω 3, Αναφέρω Α1β, ανιστορώ 1β). 5) Καταθέτω δυσμενώς, ψευδομαρτυρώ: ότι να σηκωθεί μάρτυρας άδικος είς ανήρ να απιλογηθεί εις αυτόν έγνεμα Πεντ. Δευτ. XIX 16· μην απιλογηθείς εις το σύντροφό σου μάρτυρας ψεματένιους Πεντ. Δευτ. V 17 (βλ. και αποδίδω 4). 6) Αποκρίνομαι, απαντώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απολογειέμαι 2): με κλάημα κι αναστεναμό του φίλου ’πιλοήθη Ερωτόκρ. Α΄ 250· τότε απιλογήθησαν οι άρχοντες και λέγουν Βέλθ. 963· Ερώτησέν τους παρευθύς αν είναι εκ του Κάδμου| το αίμα κι ένας απ’ αυτούς όντως απιλογήθη Θησ. Β΄ [874με τέχνη βγάνου τη μιλιά, με τέχνη απολογούνται Πανώρ. Α΄ 420 (βλ. και αντιγράφω 1, αντιλαλώ Βα, αντιλογούμαι, αντιμηνύω 1). Η μτχ. απολογούμενος = κατηγορούμενος (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. I): έπειτα εντέχεται ο βισκούντης να ορίσει τους κριτάδες να ποιήσουν την κρίσιν τον ζητούντος και του απολογούμενου Ασσίζ. 2626.
       
  • απόμακρα,
    επίρρ., Γλυκά, Στ. 119, 124, Διγ. Gr. IV 402, VI 724, Κυπρ. ερωτ. 437, Αχέλ. 1395, Ερωτόκρ. Α΄ 875, 1136, Γ΄ 911, Ε΄ 323· απομακρά, Διγ. (Hess.) Esc. 428, Βέλθ. 751, Λίβ. P 2404, Λίβ. Sc. 992, Λίβ. N 1918, 3162, Φυσιολ. 37118, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 427, Μαχ. 65416, Σαχλ. N 95, Ιμπ. (Legr.) 429, Κορων., Μπούας 78, Πένθ. θαν. N 346, Αιτωλ., Μύθ. 1147, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 41, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 393, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 422, Βίος Δημ. Μοσχ. 496, Ιστ. Βλαχ. 319, 2813, Ερωτόκρ. Α΄ 480, Γ΄ 497, 536, Δ΄ 5, Ε΄ 207, 1534, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [818], Λίμπον. 54, Φορτουν. Δ΄ 480, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2138, 22512, 40815· απομακράν, Διγ. Z 2157, Λίβ. P 1734, Αχιλλ. O 670, Κορων., Μπούας 33, 71, 97, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1786· απομακράς, Απόκοπ. 36, Φαλλίδ. 13, Ερωτόκρ. Α΄ 656, Θυσ.2 1015, Φορτουν. Γ΄ 79· απουμακρά, Μαχ. 58813, Κυπρ. ερωτ. 698, 7722, 1218. ’πουμακρά, Κυπρ. ερωτ. 1813.
    Από τη συνεκφ. από μακρά. Πβ. όμως και Βογιατζ., Αθ. 27, 1915, ΛΑ 132· 133. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Οι τ. απομακρά, απομακράς, απουμακρά και σήμ. (ΙΛ, λ. απόμακρα η απομακράς).
    1) Μακριά, σε μεγάλη απόσταση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Λοιπόν αν είμ’ απόμακρα ’χ το δείσ σου Κυπρ. ερωτ. 437· Όστις φιλήσιεν εγγύς τον ύπνου ουχ υστερείται, | ο δε φιλών απόμακρα μη αμελεί τας νύκτας Διγ. Gr. IV 402 (βλ. και αλάργα). 2) α) Απομακριά, από μεγάλη απόσταση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α· πβ. και ΙΛ, λ. απομακράς): και να φωνιάξει απομακράς: Δόξα Θεόν και χάρη! Εγλύτωσεν ο Ισαάκ κι εσφάγη το κριάρι Θυσ.2 1015· Αν ιδείς εις το πέλαγος καράβιν κινδυνεύον, | εσυ γελάς απόμακρα κι εκεί μεγάλη τσίκνα· εσύ λέγεις «αιλίμονον» κι εκεί θεωρούν αγγέλους Γλυκά, Στ. Γ24· Τζάνε, Κρ. πόλ. 1786 (βλ. και αποανάγναντις 3, απομακριά, αποστάδηνβ) (μεταφ.) με υπονοούμενα, με υπαινιγμούς: Μ’ αθιβολές απόμακρα εσίμωνε κοντά τση Ερωτόκρ. Α΄ 875· λογιάζου για την προξενειά πώς να τση τήνε πούσι | κι αρχίζουσιν απόμακρα Ερωτόκρ. Ε΄ 323 (βλ. και αναγυριστικά).
       
  • αποφουμίζω,
    Σαχλ. N 294, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 272.
    Η λ. και σήμ. στην Κρήτη με διαφ. σημασ. (Βλ. Ξανθ., Βυζαντίς 1, 1909, 351).
    Διασύρω, δυσφημώ: ουδέ γενεάν εντρέπεται να πα ν’ (έκδ. να πάν’· διόρθ. Ξανθ., Βυζαντίς 1, 1909, 35) αποφουμίσει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 272.
       
  • απόχι
    το, Σαχλ. N 342, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 313.
    Η λ. σε σχόλ. (L‑S Κων/νίδη, λ. απόχια) και σήμ. (ΙΛ).
    Σύνεργο ψαρικής, απόχη (Βλ. Κουκ., ΒΒΠ Β΄ 333· η σημασ. και σήμ,, ΙΛ): πιάνει σε (ενν. η πολιτική) στα δίκτυα της σαν ψάριν με τ’ απόχι Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 313.
       
  • αποχωρίζω (I),
    Σπαν. A 95 (έκδ. αποχωρίσθησε, χφ. αποχωρίστησε), Σπαν. B 80, 93, Σπαν. V 89, Κομν., Διδασκ. Δ 109, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 99, Προδρ. I 12, Καλλίμ. 1464, Διγ. Gr. VIII 99, Διγ. Esc. 851, Διγ. Τρ. 3013, Διγ. A 2050, Βέλθ. 545, Χρον. Μορ. H 149, Περί ξεν. A 420, Ερωτοπ. 58, 341, 621, Λίβ. Sc. 3090, 3143, Λίβ. Esc. 70, Λίβ. (Lamb.) N 91, Λίβ. N 3727, Αχιλλ. (Haag) L 1271, Αχιλλ. N 218, Ιμπ. 299, 300, Φυσιολ. (Zur.) IX14, Θρ. Κων/π. διάλ. 130, Μαχ. 15029, Θησ. I΄ [758], Γαδ. διήγ. (Wagn.) 176, Αλφ. (Μπουμπ.) II 15, Σαχλ. N 107, Σαχλ., Αφήγ. 41, 388, 670, 715, Πένθ. θαν.2 108, 165, Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 133, Θρ. Κύπρ. K 30, Ερωφ. Α΄ 80, 214, Πιστ. βοσκ. I 2, 286, Ιστ. Βλαχ. 1080, Διγ. Άνδρ. 35829, 4085, Ερωτόκρ. Γ΄ 1363, Δ΄ 336, 451, Ευγέν. 1271, Διήγ. ωραιότ. 98, 628, Μαρκάδ. 383, Λεηλ. Παροικ. 630, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2499 κ.π.α.· απεχωρίζω, Χρον. Μορ. H 8515, Λίβ. Esc. 2268, 3600, Βεντράμ., Γυν. 157· ’πεχωρίζω, Βεντράμ., Γυν. 175· ’ποχωρίζω, Αχιλλ. (Haag) L 162, 440, Παρασπ., Βάρν. C 328, Διγ. Άνδρ. 3953.
    Το αρχ. αποχωρίζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    I. Ενεργ. α) χωρίζω (κάπ. από άλλον) (Πβ. L‑S στη λ. 1. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 3): τις απεχώρισεν ημάς, ώ γλυκυτάτη μήτερ; Διγ. Τρ. 3013· την με απεχώρισεν η επίβουλος η Τύχη Λίβ. N 3727· βουλήν εδώκασιν να μάς αποχωρίσουν Ερωτοπ. 58·   β1) αποχωρίζομαι, απομακρύνομαι: Από γυναίκα πονηρή καθαείς ας ’πεχωρίσει Βεντράμ., Γυν. 175 (βλ. και αποχύνωβ2) αποχωρίζομαι (κάπ.): Πως ήταν μπορεζάμενον να σας αποχωρίσω | γυναίκα και παιδάκια μου, στα όρη να σας αφήσω! Ευγέν. 1271· γ) αποφεύγω (κάπ.): αμμή, απήν εγένομουν χρονών δεκατεσσάρων (παραλ. 2 στ.) και ήρχισα τον διδάσκαλον να τον αποχωρίζω | και τα στενά του κάστρου μας τριγύρου να γυρίζω Σαχλ., Αφήγ. 41 (βλ. και αποκρούω 3, απομακραίνω Αβ, αποστρέφω Γ1α, βαριούμαι, φεύγωδ) περιφρονώ: Μη ουν αποχωρίσεις τους (ενν. τους στίχους), μηδ’ αποπέμψεις, μάλλον | ως κοδιμέντα δεξου τους ποσώς αν ου μυρίζουν Προδρ. I 12 (βλ. και απορρίπτω 1, καταφρονώε) εγκαταλείπω: κι αν έσφαλα ποτέ μου τέτοιο αγαφτικόν ν’ αποχωρίσω Πιστ. βοσκ. I 2, 286 (βλ. και απολησμονώ, απολυταρίχνω, απολύω Α8, αρνούμαι , αφήνω  στ1) κάνω διάκριση, ξεχωρίζω (κάπ. η κ.) (Πβ. ΙΛ στη λ. 1): Παιδιά, γονείς μου, αδέλφια μου, και ουδέν σάς έγνωρίζω· από τους άλλους πού είναι αυτού δεν σάς αποχωρίζω! Εβλέπ΄ ότι όλοι ομοιάζετε ο ένας με τον άλλον Πένθ. θαν.2 108· φόβος και τρόμος φαίνονται το στόμα και τα μάτια! Και τ’ άλλα μέλη του κορμιού ποιός να τ’ αποχωρίσει; το ’ν’ από τ’ άλλο καθαρά να ιδεί και να γνωρίσει; Πένθ. θαν.2 165 (βλ. και αφορίζω, διαχωρίζωστ2) ξεχωρίζω, υπογραμμίζω: Και πάλιν να το ειπώ απαρχής να το εξεκαθαρίσω· των αβουκάτων την κλεψιάν να την αποχωρίζω Σαχλ., Αφήγ. 388. IΙ. Μέσ. α) Απομακρύνομαι (από κάπ. η κ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): εγώ δ’ αποχωρίζομαι των αδελφών μου πάλιν Καλλίμ. 1464· και πώς να σ’ αποχωριστώ και πώς να σου μακρύνω; Ερωτόκρ. Γ΄ 1363· μη με απεβγείς, μη ξενωθείς, μηδέ αποχωρισθείς με Λίβ. Sc. 3090 (βλ. και αποχύνωβ) εγκαταλείπω: και την πατρίδα την γλυκειά πώς ν’ αποχωρισθούσι; Τζάνε, Κρ. πόλ. 2499· γ) (αλληλοπαθές) αποχωρίζομαι (αμοιβαία με κάπ.): αυτά ήσαν τά μ’ έλεγες να μη αποχωριστούμεν; Αχιλλ. (Haag) L 1271· όρκον ποιούσιν δυνατόν να μη αποχωριαθούσιν Ιμπ. 299.
       
  • αρρώστια
    η, Ασσίζ. 25112, 29030, Φλώρ. 257, Πανώρ. Α΄ 87, Εγκ. αγ. Δημ. 111224· αρρωστία, Σπαν. B 277, Προδρ. ΙΙΙ123, Ασσίζ. 4131, 37710, Ελλην. νόμ. 52515, Ορνεοσ. αγρ. 57113, Rechenb. (Vog.) 222, Κορων., Μπούας 63, Μυστ. παθ. 100, Σοφιαν., Παιδαγ. 105, Χρον. σουλτ. 12116, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1649, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 435, Άλ. Κύπρ. 1565, Βίος Δημ. Μοσχ. 197, Ιστ. Βλαχ. 2131, κ.π.α.· αρρωστιά, Διδ. Σολ. Ρ 72, Φλώρ. 1687, Ερωτοπ. 230, Γεωργηλ., Θαν. 324, Σαχλ. N 71, Κυπρ. ερωτ. 9354, Πεντ. Δευτ. VH 15, XXVΙΙΙ 61, Αιτωλ., Μύθ. 13616, Άλ. Κύπρ. 1515, Βοσκοπ. 424, Ερωτόκρ. Α΄ 1008, 1413, Ροδολ. Β΄ [431 ], Φορτουν. Γ΄ 325, Τζάνε, Κρ. πόλ. 42812, κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. αρρωστία. Για τη μεταφορά του τόνου βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 102. Η λ. και οι τ. της και σήμ. (ΙΛ).
    α) Ασθένεια (σωματική και ψυχική) (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. αρρωστία 1 και σήμ. ΙΛ στη λ. 1α): Μέσα σε τούτον τον καιρό εις αρρωστιά μεγάλη| ήπεσεν ο Πεζόστρατος με κάηλα και με ζάλη Ερωτόκρ. A΄ 1413· Ελόγιασά το αληθινά πως λυγερής αγάπη| θε να ’ν’ αιτιά του πόνου σου …| μια αρρώστια έχομε κι οι δυο Πανώρ. Α΄ 87· βλ. και αρρώστημα α, βάρος, πληγή· β) αρρώστια από απογοήτευση: Μα ο γενεράλης φτάνει κει να τόνε συμπονέσει,| να του ειπεί (έκδ. ’πήν· διορθώσ.) παρηγοριές εις αρρωστιά μην πέσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 42812. Βλ. και ασθένεια.
       
  • άρχος
    ο, Ασσίζ. 2716, 9714, 2753, 28528, Ερμον. Κ 253, Απολλών. (Wagn.) 575, Βεν. 15, Μαχ. 17227, 52031, Θησ. Ϛ΄ [653], Νεκρ. βασιλ. 81, Σαχλ. N 278, Σαχλ., Αφήγ. 170, Κυπρ. ερωτ. 15319, Σκλάβ. 67, 76, Συναξ. γυν. 389, Φαλιέρ., Λόγ. 319, Δεφ., Λόγ. 355, Πεντ. Έξ. II 14, III 1, XVIΙΙ 1, Αχέλ. 1884, 2396, Χρον. σουλτ. 8427, 937, 1167, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 371, 417, Φορτουν. Αφ. 34, Βίος Δημ. Μοσχ. 137, 402, 425, Σεβήρ., Διαθ. 190, Ιστ. Βλαχ. 719, 1246, 1553, Σουμμ., Ρεμπελ. 176, Ευγέν. πρόσωπα 39, Διγ. O 2325, Τζάνε, Κρ. πόλ. 23414, 35321, 36812 (έκδ. άρχω· Ξανθ., BZ 18, 1909, 596, διόρθ. άρχο) 5881, 2064, Αλφ. (Mor.) IV65.
    Από το ουσ. άρχων (Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 190 και Β΄ 9). Η λ. σε έγγρ. του 1571 (Δετοράκης, Θησαυρ. 19, 1982, 160) και σήμ. (ΙΛ λ. άρχοντας).
    Α´ 1) Ο επικεφαλής, αρχηγός: τον δε Παφλαγόνων άρχον,| τον Πυλαιμενέα, μέσον| εν τῃ ωμοκλείδι τρώσας Ερμον. Κ 253· τις σε έβαλε για ανήρ άρχο και κρίτη απάνου μας; Πεντ. Εξ. II 14· (σέ προσφών.): άφησ’, άρχο, αυτή τη ζάλη Ζήν. Β΄ 43. 2) α) Άρχοντας, «ευγενής» (Τίτλος ευγενούς φεουδάρχη ή άλλου προσώπου από την ανώτερη τάξη. Βλ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 318 και Κατσουρ., ΕΜΑ 5, 1955, 84. Πβ. ΙΛ, λ. άρχοντας Α1): Ο άρχος εντέχεται με την βουλήν τους καλούς ανθρώπους της χώρας του … να βάλει εμπαλή της χώρας του Ασσίζ. 2753· να δείξω τση εκλαμπρότης σου, αφέντη τιμημένε,| μέσα στους άλλους εκλεκτέ, άρχο χαριτωμένε Φορτουν. Αφ. 34· του άρχου του Κονταρίνη Δάλ Τζάφο Σεβήρ., Διαθ. 190· να συμμαζωκτούν όλοι εις τον Άμμον σιμά εις το σπίτι του άρχου Σουμμ., Ρεμπελ. 176· β) άρχοντας, ευγενής, πλούσιος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άρχοντας Α2): Λοιπόν εκείνῳ τῳ καιρῴ ήτον τις άρχος μέγας,| εχθρός δε και επίβουλος του Δημητρίου μέγας Βίος Δημ. Μοσχ. 137· Μεγάλος άρχος ή μικρός,| ευγενικός στρατιώτης Θησ. Ϛ΄ [653ο Χάρων δεν εντρέπεται ουδ’ άρχον ουδέ ρήγα Νεκρ. βασιλ. 81· ότι ο Θεός δεν ντρέπεται άρχον η βασιλέα Ιστ. Βλαχ. 1553. 3) Ιερέας: και ο Μοσέ έβοσκεν το ποίμινιο του Ιιθρό του πεθερού του, άρχος της Μιδιάν Πεντ. Έξ. IΙΙ 1. Βλ. και πρεσβύτης. 4) Σύζυγος (Η σημασία και σήμ., ΙΛ, λ. άρχοντας A3): Δος με κούπα νεράκι| διά την ψυχήν του άρχου σου … (παραλ. 4 στ.) … βούλεσαι να αποθάνεις| δι’ άνδραν όπου έχασες; Συναξ. γυν. 389. Β´ (Επιθετ.) πλούσιος: Καλόν είναι να ποίσεις αγάπην, ότι ο σουλτάνος είναι πολλά άρχος και απομεινίσκει ώστη ν’ αγανακτήσεις τον όξοδον και ν’ απολογιάσεις τους ξένους να πάσιν και να μείνεις μοναχός … και αππηδά σου αξάφνου Μαχ. 17227. — Βλ. και αρχός, άρχων.
       
  • άσσο
    το, Σαχλ. N 173, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 188.
    Το ιταλ. asso <λατ. as. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. άσσος).
    (Προκ. για τα «χαρτιά» η τους κύβους) η μονάδα (Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ A1 199· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. άσσος 3): επτά ’θελα και δώδεκα κι ήλθεν μου τέρνον κι άσσο,| τα ζάρια μού ’λεγαν κακόν κι ανάκειται να χάσω Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 188.
       
  • αστοχώ,
    Σπαν. (Λάμπρ.) Va 72, Μανασσ., Χρον. 609, Καλλίμ. 536, Ελλην. νόμ. 58214, Διγ. Z 3342, 3386, 3548, 4032, Ακ. Σπαν. 3053, Ερμον. Π 172, Γ 236, Πουλολ. Z 200, 206, Πουλολ. Αθ. 2 50, Αρμεν., Εξάβ. Α΄ 1322 δις, Ιστ. Ηπείρ. XXIV 3, Λίβ. P 673 (έκδ. κατηχεί· διορθώσ.), 2666, Λίβ. Sc. 2145, Λίβ. (Lamb.) N 822 (έκδ. αποτυχεί· διορθώσ.), Λίβ. Esc. 960, 1213, 3326, Λίβ. N 1063, Αχιλλ. N 767, Χρον. Τόκκων 3016, 3019, Φυσιολ. B 119, Θρ. Κων/π. H 2, Θρ. Κων/π. διάλ. 5, Μαχ. 55211, 61610, Δούκ. 16719, Νεκρ. βασιλ. 102, Σαχλ. N 63, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 556, Έκθ. χρον. 3321, Απόκοπ. 217, Συναξ. γυν. 696, 1081, Τριβ., Ρε 220, Σταυριν. 245, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [3], Λίμπον. 220, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3425, Δημ. άσμ. 5, κ.π.α.· μτχ. αστοχημένος, Ακ. Σπαν. 33174, Φλώρ. 1097· αστοχισμένος. Ακ. Σπαν. 42449, Φαλιέρ., Ιστ. V 742. Ερωφ. Δ΄ 311, Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [1 ].
    Το μτγν. αστοχέω. Η μτχ. αστοχισμένος κατά τα ρ. σε ‑ίζω, αν δεν υπόκειται ρ. αστοχίζω (βλ. ΙΛ, λ. αστοχώ τυπολ.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Δεν πετυχαίνω το στόχο μου, λαθεύω στο σημάδι (Βλ. L‑S, Lampe, Lex. στη λ. la καθώς και ΙΛ στη λ. Α 1α): Αλλ’ αστοχούν ως το πουλίν τό λέγουν κουφολούπην Απόκοπ. 217· ως γαρ είδεν ο Έκτωρ αστοχήσαντα την λόγχην| και μη έχων άλλο δόρυ,| έλκυσε την σπάθην άμα Ερμον. Υ 236· β) δεν πετυχαίνω κ. (Βλ. L‑S): εάν όλως εισακούσεις μου, δούλωσιν υπογράψεις, ουκ αστοχάς τό επιθυμείς Λίβ. P 2666· ηστόχησε του σκοπού Δούκ. 16719· γ) δεν πετυχαίνω (κάπ.): η βουλή ηστόχησεν στρατιωτών των πέντε·| πάντα γαρ έκοψα εγώ τῳ ξίφει της χειρός μου Διγ. Z 3548· βλ. και αποφεύγωδ) σφάλλω στην κρίση μου, «πέφτω έξω» (Βλ. L‑S και ΙΛ στη λ. Α1α): αλλά μεγάλως έσφαλαν, ηστόχησαν παντοίως Λίβ. Sc. 2145· και μερικοί επιτύχασιν και μερικοί αστοχήσαν Σαχλ. N 63· σκεύος βασάνων αν ειπείς, ουκ αστοχήσεις λέγων Καλλίμ. 536. Βλ. και αποτυγχάνω 1, σφάνω. Η μτχ. αστοχημένος = αποτυχημένος: εγώ να ζώ στην ξενιτειάν ωσάν αστοχημένος Φλώρ. 1097. 2) Αδυνατώ: Ο νους μου και ο λογισμός συγχύζεται να γράψει| να στιχοπλέξει αστοχεί την άλωσιν της Πόλης Θρ. Κων/π. H 2. Βλ. και απορώ 5. 3) (Νομ.) α) Χάνω (την δίκη): Γυνή … αστοχούσα, τουτέστι νικωμένη εις την υπόθεσιν Αρμεν., Εξάβ. A΄ 1322· β) δεν έχω το δικαίωμα (να κάνω κ.): αλλά και ανηλίκων τελευτώντας των παίδων, αστοχεί ο πατήρ να λάβει τα πράγματα των κληρονομιαίων Ελλην. νόμ. 58214. 4) Περιπλανώμαι (Πβ. Διγ. Gr. VI 468): οδεύσωμεν δυο και τρεις γαρ μόνοι, συντόμως να γυρεύσωμεν πού υπάρχει η κόρη,| και οι μεν δύο μείνωμεν ταύτην επιτηρούντες,| ο τρίτος δε γε προς υμάς επανελθών δηλώσει| και συν αυτῴ ελεύσεσθε μηδόλως αστοχούντες Διγ. Z 3342. 5) Ατυχώ, δυστυχώ (Βλ. Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 477 και ΙΛ στη λ. A3): αστόχησεν η Αμμόχουστον και ήλθεν τους μεγάλη ζημία Μαχ. 61610. Βλ. κα ατυχώ. Η μτχ. παρκ. αστοχημένος - αστοχισμένος ως επίθ. = κακότυχος, συφοριασμένος: από κοιλίας αστοχημένος και εις τα καλά σου παραδαρμένος, ώ Σπανέ Ακ. Σπαν. 33174· βλ. και ατυχίτης, άτυχος, ατυχώ μτχ., κακορίζικος, παντέρημος· η μτχ. αστοχηθείς (Ακ. Σπαν. 3053) = κακότυχος (με βιασμό κατά τη μτχ. παρκ. αστοχημένος). 6) Δεν παράγω (Πβ. ΙΛ στη λ. Α2α): Δεν είσαι συ … οπού … (παραλ. 1 στ.) … αγόρασες την αλυκήν κι εγίνης αλυκάρης;| Και αστόχησεν η θάλασσα και έρημος εγίνης Πουλολ. Z 200. Η μτχ. αστοχισμένος ως επίθ. = αχρησιμοποίητος: καλύτερά ’ναι … ο νιος απού ’καμα άντρα μου να ’χει αστενειά από πλούτος| παρά τα πλούτη πόχομε να μείνου αστοχισμένα Ερωφ. Δ΄ 311. 7) α) Ξεχνώ, λησμονώ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α5α): λέγεις ότι αστόχησες τον τόπον οπού τα είχες.| Και με τα ψέματα, άτυχε, γελάς τους χρεοφειλέτες Πουλολ. Z 206· αστοχισμένη| κι απίστευτη από λόγου σας … φήμη Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [I]· βλ. και αθετώ , απαρνούμαι, απολανθάνομαι, απολησμονώ α, αποξενώνω Β1γ, αποξεχνώ, αρνούμαι , λησμονώ, ξελησμονώ, ξεσφαίνω, ξεχάνω· β) δεν υπολογίζω, αδιαφορώ για κάπ. η κ. (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 4 και ΙΛ στη λ. Α5β): και θέλει με αναγκάσει να αστοχήσω το μισητόν γήρας η αγάπη σου … να έλθω και εγώ αυτού Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 3425· με κάποιον άλλον τη βλογούν κι εκείνη δεν τον θέλει, παντρευαρραβωνιάζουν την κι εμένα μ’ αστοχούνε Δημ. άσμ. 5. Βλ. και απορρίπτω 1, αποστρέφω Α2, Γ1α.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης