Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- επαίρνω,
- Διδ. Σολ. Ρ 16, Διγ. (Trapp) Esc. 1854, Χρον. Μορ. H 391, 564, 6307, Περί ξεν. A 31, Λίβ. P 2367, 2441, Λίβ. Sc. 2490, 3224, Λίβ. N 2929, Αχιλλ. L 235, Αχιλλ. N 164, Αχιλλ. O 248, Χρον. Τόκκων 1276, Χούμνου, Κοσμογ. 639, 640, 1252, 1603, 1839, Αλεξ. 2347, Σαχλ. N 285, Σαχλ., Αφήγ. 398, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 174, Δεφ., Σωσ. 109, Πτωχολ. α 255, Ιστ. πατρ. 1884, Βακτ. αρχιερ. 135, 147, 163, 170 κ.π.α.· απαίρνω, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 344, Πόλ. Τρωάδ. 585, Χρον. Μορ. H 129, 138, 205, 397, 738, 1036, 1370, 1416, 1424, 5012, 5145, 6119, 7612, 7865, 9093, Σφρ., Χρον. μ. 429, 615-6, 8011, 12619, 12814, 32, 13213, 1404, 14226, Γεωργηλ., Βελ. 114, Ψευδο-Σφρ. 56420, 56635, κ.π.α.· απαίρω, Προδρ. I 173· επαίρω, Προδρ. II 19i (κριτ. υπ.), Λίβ. Sc. 149, Καλλίμ. 1763, Βυζ. Ιλιάδ. 28· παίρνω, Ασσίζ. 7826, 4284, Χρον. Μορ. H 8902, Αχιλλ. (Haag) L 1280, Πικατ. 352, ] Αιτωλ., Μύθ. 597, Θρ. Κύπρ. M 451, Χρον. σουλτ. 1107, Ερωφ. Δ΄ 561, Βοσκοπ. 260, Φαλλίδ. 119, Παλαμήδ., Βοηβ. 504, 746, Ερωτόκρ. Α΄ 1210, Β΄ 2273, Δ΄ 248, 500, 520, Ε΄ 387, Τζάνε, Κρ. πόλ. 18622, 22019, 24226, 38810, 5051, Αποκ. Θεοτ. II 84, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [49, 1218], Δ΄ [592], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 182, Ε΄ 84, Ζήν. Α΄ 300 κ.π.α.· ’παίρω, Χρον. σουλτ. 6412, Έγγρ. του 1634 (Βισβίζη, ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 7831)· προστ. ενεστ. έπαιρνε, Δεφ., Λόγ. 63· αόρ. ηπήρεν, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 59r.
Από το αρχ. επαίρω (Κοραή, Άτ. Α΄ 115 και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 426 σημ. 1). Ο τ. παίρνω και σήμ. (Δημητράκ.). Για την παλαιότ. χρ. των τ. βλ. Psalt., Gramm. 246, Pern., Ét. linguist. B΄ 345, Χατζιδ., ΜΝΕ A΄ 295 και Καλιτσ., BZ 44, 1951, 308· για τη σημερ. χρ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 444, Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 649], Κριαρ., Ν. Εστ. 94, Χριστούγ. 1973, σ. 20 και [Ανακάλ. σ. 14, 38] και Andr., Lex., λ. επαίρω. Ο τ. ’παίρω και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex.).
1) α) Παίρνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): ήπαιρνε το λαγούτον του και σιγανά επορπάτει Ερωτόκρ. Α΄ 391· εμείς το δίκαιο ας πάρομεν με τ’ άρματα απατές μας Θησ. (Foll.) I 35· (φρ.) (1) (ε)παίρνω απάνω ή επάνω μου = (α) αναλαμβάνω την ευθύνη (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 12): ει μεν τό ποιήσεις ως λαλώ, απάνω μου το επαίρνω Χρον. Μορ. H 6333· (β) αλαζονεύομαι (Η σημασ. και σήμ.): περίσσια το επήρε απάνου τους, διότι η δικαιοσύνη δεν τους επαίδευε και την κατεφρονούσαν και φόβον κανένα δεν είχαν από τινάν Σουμμ., Ρεμπελ. 147· (2) παίρνω απόφαση = αποφασίζω (Η σημασ. και σήμ.)· (3) παίρνω βεντέτταν, εκδίκησιν, σοτισφατσιόν =εκδικούμαι (Η φρ. παίρνω εκδίκησιν και σήμ.)· (4) παίρνω την βουλήν (μου, σου, κλπ.) =συσκέπτομαι, κάνω συμβούλιο: είχαν ποιήσει σώρεψην να επάρουν την βουλήν τους| διά τα μαντάτα οπού ήκουσαν Χρον. Μορ. H 4394· (5) δίδω και παίρνω βλ. ά. δίδω I Α΄ 1α φρ.· (6) παίρνω εγγράφως = καταγράφω: Γαδάρου τ᾽ αμαρτήματα εγγράφως να τα πάρει Γαδ. διήγ. 324· (8) παίρνω τα μάτια μου και … = φεύγω (από απογοήτευση, ανάγκη κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): επάρε τα μάτια σου και πήγαινε αλλού ποθές εις μακρινόν τόπον Συναδ., Χρον. 58· (9) επαίρνω οπίσω = (νομ.) ακυρώνω: Περί αρραβώνος, ότι τον επαίρνουν οπίσω οι γονείς, αν ευρεθεί αιτία χωρίσεως Βακτ. αρχιερ. 136· (10) παίρνω όρκον = ορκίζομαι (Η σημασ. και σήμ.)· (11) παίρνω τον όρκον κάπ. = ορκίζω κάπ.: έπεψεν α΄ καβαλάρην να πάρει τον όρκον τους εις την Κερυνείαν Μαχ. 524· (12) παίρνω τον σκοπόν μου = (α) παρατηρώ: ο φοβερός ο λέων (παραλ. 2 στ.) … το κεφάλιν του ψηλά σηκώνει και γυρίζει| εδώ κι εκεί τα μάτια του και παίρνει τον σκοπόν του Θησ. Ζ΄ [1216]· (β) προσέχω: να το μηνύσουν του αφέντη μου να παίρνει σκοπόν είντα ανθρούπους πέμπει μαντατοφόρους Μαχ. 1845· (γ) φυλάγομαι από κάπ.: Ηγαπημένε μας αδελφέ, έπαρε σκοπόν απέ τους Βουλγάρους, ότι συμβουλεύγουνται να σε σκοτώσουν Μαχ. 54626· β) παίρνω κοντά μου, μαζί μου (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): Έπαρ᾽ και τον Αλέξανδρον την τέχνη ν᾽ αρμηνεύσεις·| πάντα κοντά σου σύρνε τον να τονε μαθητεύσεις Αλεξ. 257· (φρ.) (1) με παίρνει ο άγγελος, ο θάνατος, ο Θεός, ο Χάρος = πεθαίνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1)· (2) διάολ’ έπαρέ τονε (ως κατάρα): Χύσου διάολ’ έπαρέ τονε! και δε μπορά ᾽φουκρούμαι Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 222· γ) παίρνω μαζί μου βίαια, συλλαμβάνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): φοβούμεθα μηδέν έλθουν οι εχθροί σου και πάρουν σε, και δεν μας φαίνεται δίκαιο να σε πάρουν απέ τα χέρια μας Μαχ. 52629-30· δ) παρασύρω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): εκατέβην ο ποταμός της Λεμεσού της βαθείας και επήρεν τα σπίτια Ανων., Ιστ. σημ. ρμα΄· μία βάρκα είδαμε κι η θάλασσα την παίρνει Διήγ. ωραιότ. 371· ε) παίρνω μακριά, απομακρύνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 2): όρισεν δε ο βασιλεύς … τον κλέπτην να μην πάρουσιν απάνω από την φούρκαν Συναξ. γυν. 383· Επάρετε τους φονιάδες και τους παράβουλους αππώδε! Μαχ. 57411· ϛ΄) αφαιρώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 2): οι χρόνοι και τα γερατειά την όρεξη μας παίρνου Πανώρ. Γ΄ 289· (φρ) (1) παίρνω τη ζωή κάπ. = σκοτώνω κάπ.: να τονε κατασφάξουσι, να πάρου τη ζωή του Τζάνε, Κρ. πόλ. 21921· (2) απαίρνω την κεφαλή = αποκεφαλίζω, σκοτώνω: πηδήσας κατά του θηρός, την κεφαλήν απήρα Διγ. Z 2839· (3) παίρνομαι από το νου μου = παραλογίζομαι, τρελαίνομαι: μιλώντας σαν μιλείς, από τον νου σου επάρθης.| Τ’ αλάφι να ’ναι ζωντανόν, πώς είναι μπορεμένον,| ανέν κι, ως λέγεις, στην καρδιάν βρίσκεται λαβωμένον; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [658]· ζ) αναλαμβάνω: το επισκοπάτον του να το επάρει άλλος Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 51· παίρνοντας την βασιλείαν ο Δαβίδ ... ελόγιασε να φέρει την κιβωτόν του Κυρίου στη Βηθλεέμ Ροδινός (Βαλ.) 96· η) οδηγώ, μεταφέρω κάπ. κάπου: αυτόν (ενν. τον Ισαάκ) διά αγάπην μου εις όρος έπαρέ τον Περί Ιωσήφ 25· παίρνοντάς τον μέσα στην θάλασσαν, να τον καταποντίσουν εις το πέλαγος Ροδινός (Βαλ.) 213. 2) α) Αποκτώ (Η σημασ. και σήμ.): να τον θαυμάσουσι πολλοί και όνομα να πάρει Αιτωλ., Μύθ. 964· Άμποτε, τέκνον μου καλόν, να πάρεις ευτυχίαν Αχιλλ. (Haag) L 258· (φρ.) (1) (ε)παίρνω καρδία(ν), ψυχή = ενθαρρύνομαι: επήραν καρδίαν και εστάθησαν και πολεμίζαν Μαχ. 13230· (2) παίρνω κακήν καρδία = στενοχωρούμαι: μεν πάρεις καμμίαν κακήν καρδία και εγώ να ποίσω πάσα πράμαν Βουστρ. 419· (3) παίρνω καλή καρδιά =ευχαριστούμαι: γιατ᾽ έρχουνται για λόγου τση μεγάλοι καβαλάροι| να κονταροχτυπήσουσι, καλήν καρδιά να πάρει Ερωτόκρ. Α΄ 1390· (4) παίρνω την πράξη = αποκτώ πείρα: είσαι| ακάτεχος στην αρχοντιά κι αμάθητος στην τάξη| και σήμερ’ από λόγου μου θέλω να πάρεις πράξη Ερωτόκρ. Β΄ 2122· β) (μεταφ.) μαθαίνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 14): Ω Παναγιά, πού τα ᾽μαθές και ᾽ς ποιο σκολειόν εμπήκες| κι εξόμπλιασες κι επήρες τα, τιβοτες δεν εφήκες Ριμ. κόρ. 689 (κριτ. υπ.)· γ) κερδίζω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 10): εστάθηκε αδύνατά τον πόλεμον να πάρει Τζάνε, Κρ. πόλ. 16920· (φρ.) παίρνω καλόν = κερδίζω, ωφελούμαι: εσκοτωθήκανε πολλοί, και τι καλόν επήραν; Τζάνε, Κρ. πόλ. 45112· δ) κληρονομώ (Η σημασ. και σήμ.): Περί ανηλίκου, ότι είτι πουλήσει και απεθάνει, το επαίρνουν τα παιδιά του ύστερα Βακτ. αρχιερ. 135· ε) αποκτώ σύζυγο, παντρεύομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 3): θέλει λάχει ως το ᾽στερο καμιά ʼλλη να τον (ενν. το Γύπαρη) πάρει Πανώρ. Γ΄ 371· παίρνοντας τον Πανάρετο κι όχι απ’ αυτούς κιανένα Ερωφ. Δ΄ 973· (φρ.) (1) (ε)παίρνω εις άντρα, εις γυναίκα, (για) γαμπρόν ή νύφην, εις δέσποιναν, συμβίαν = παντρεύομαι: απήρεν εις άντρα ευλογητικόν τον … Χρον. Μορ. H 3273· να επάρει εις γυναίκαν του του βασιλέως θυγάτηρ Χρον. Μορ. H 2477· μήνυμα τον εμήνυσεν γαμπρόν να τονε πάρει Λίβ. N 2476· να έπαιρνε διά νύφην του αυτός ο ρήγας Κάρλος Χρον. Μορ. H 6288· ει μη την κόρην την καλήν εις δέσποιναν επάρεις Καλλίμ. 1123· μετά παίρνει έτερην συμβίαν Ασσίζ. 14028· (2) επαίρνομαι εις ορμασίαν = παντρεύομαι: επάρθησαν εις ορμασίαν Ασσίζ. 3662· ϛ΄) ανακτώ: πάλιν η αυθεντιά της Βενετιάς επαίρνε τους τόπους οπού έχασε Κορων., Μπούας 102· ζ΄) καταλαμβάνω, κυριεύω (Η σημασ. σε δημ. τραγ., Δημητράκ., λ. παίρνω 2): επήρεν ο άνομος Τούρκος την Πόλην Μαχ. 68221· (μεταφ.) καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από κάπ. συναίσθημα: το τόσον μανικόν επήρεν η ψυχή σου| και ήθελες να είδες άνθρωπον άδικα νεκρωμένον Λίβ. Esc. 1959· (φρ.) με παίρνουν τα δάκρυα, το κλάμα = ξεσπώ σε δάκρυα, κλάμα (Η σημασ. και σήμ.): τότε πάλι η λυγερή τα δάκρυα την επήραν Ερωτοπ. 320· γροικώντα τούτα τα λογία, επήρεν τους το κλάμαν Μαχ. 65027· η) αρπάζω, κλέβω (Η σημασ. σε δημ. τραγ., Δημητράκ., λ. παίρνω 2): τους παίρνει το βασίλειον κι εις άλλους το χαρίζει Διακρούσ. 1024· μισέρη, κλέπτης, πιάσε τον, ’τι παίρνει τα καλίγια Πουλολ. 358. 3) Δέχομαι: σαϊτιά πάσα καρδιά ζητά από σε να πάρει Ερωφ. Ιντ. γ΄ 48· λουμπαρδιά δεύτερη παίρνει και εθανατώθη Τζάνε, Κρ. πόλ. 34622· εκ τες ξυλιές οπού ᾽παιρνε ώστε να ξεφορτώσει Γαδ. διήγ. (Wagn.) 20. 4) Θεωρώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 11 ): εσού οπού είσαι σοφός, γεμάτος σοφίαν, έπαρ’ τα ως γιο να ’χε σου πειν ο Αριστοτέλης Μαχ. 4726· (φρ.) (1) παίρνω βάρος ή σε βάρος ή σε βαρύ = (α) στενοχωριέμαι: αν είπαμε και τίποτες μηδέν το πάρεις βάρος Ch. pop. 846· αν δεν έρτεις, ξέρε το, πως το παίρνω σε βάρος Διγ. O 2004· (β) βαριέμαι: μη το πάρεις σε βαρύ να μου γράψεις κι εμένα δύο λόγια Μανολ., Επιστ. 173· (2) (ε)παίρνω κ. εις γέλιο = θεωρώ κ. γελοίο, κοροϊδεύω κ.: όρισεν ο βασιλεύς να το έχει εις άπαντας αιώνας και επήραν το ο κόσμος εις γέλιον Διήγ. Αγ. Σοφ. 1509· (3) (ε)παίρνω κάπ. σ’ έχθρητα ή από κακού = αντιμετωπίζω κάπ. εχθρικά, εχθρεύομαι κάπ.: γυναίκα πονηρά σ᾽ έχθρητα να σε πάρει Βεντράμ., Γυν. 10· επήρασί με από κακού Χειλά, Χρον. 356. 5) Χωρώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 13): οι κάμποι δεν τ’ αρέσουσι κι ο τόπος δεν τον παίρνει Ερωτόκρ. Β΄ 347. 6) Αρχίζω να …, ξεκινώ να … (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 17): όταν έπαιρνεν η ημέρα να βραδιάσει Διγ. Άνδρ. 39415· (φρ.) παίρνω γλώσσα = αρχίζω να μιλώ: Οι σανιτάδες ήσαν κει, κι απής επήρα γλώσσα,| σε λίγο τότες παρευθύς την πράτικα μας δώσα Στάθ. (Martini) Γ΄ 81. 7) Προχωρώ, κατευθύνομαι: γυρεύει τόπον για φορτί και προς τη ρούγα παίρνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 1899· στα ξένα εδιάβηκεν, την ξενιτειάν επήρε Σπαν. O 5· (φρ.) (1) παίρνω αποπάνω κάτω = κατηφορίζω: αμεριμνήσαν κι εκάθουνταν κάτω χαμηλά· και τότε (ενν. οι Γενουβήσοι) επήραν απουπάνω κάτω Μαχ. 45213· (2) παίρνω τα βουνία = από φόβο ή παραφροσύνη κατευθύνομαι προς τα βουνά (Η σημασ. και σήμ.): ως είδαν δε ότι έφυγαν κι επήραν τα βουνία Χρον. Μορ. P 4852· (3) δεν παίρνω ζάλο = δεν κάνω βήμα από τη θέση μου: πήγαινε εσύ κι αποδεκεί ποτέ μην πάρεις ζάλο Στάθ. (Martini) Γ΄ 63· (4) (ε)παίρνω τα ζάλα, το πάτημά μου = περπατώ, προχωρώ: πλια βια ’χα ογιά το δάσκαλο και πλια ήπαιρνα τα ζάλα| παρά η γαϊδάρα όντας γλακά Στάθ. (Martini) Β΄ 79· θωρείς τηνε το πώς κλεφτά παίρνει το πάτημά της Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1179]· (5) παίρνω την οδόν (μου, κλπ.) = φεύγω: ως το είπεν ο μισέρ Τζεφρές …,| ούτως και το επλήρωσεν κι επήρε την οδόν του Χρον. Μορ. P 1608· (6) παίρνω τα πόδια μου = περπατώ (Η σημασ. και σήμ.): Να μην δύναται ουδεποσώς να πάρει τα πόδια του Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 461. Φρ. 1) Παίρνω (σαν) αέρα = ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι: Ας πούμε άλλο τίποτες να πάρω σαν αέρα,| διατί σε τέτοιον λογισμόν αν ήμουν όλη μέρα,| ήθελα σκάσει ... ωσάν σύκο ή πεπόνι Δεφ., Λόγ. 509· Τώρα λοιπόν ανάσανα κι επήρα λίγο αέρα| από τα τόσα βάσανα τα έχω νύχτα μέρα Φαλιέρ., Ενύπν.2 7. 2) Παίρνω ανάπαψη = βρίσκω ησυχία: τ’ αλάφι ...| λογιάζοντας ανάπαψη στον πόνον του να πάρει| ώρες ʼς τσι κάμπους πορπατεί κι ώρες στα δάση μπαίνει Πανώρ. Β́ 150· τα μέλη μου είντ’ ανάπαψη να πάρουσι μπορούσα ...; Πανώρ. Α΄ 162· ήρθεν η γι-ώρα, Γύπαρη, να σμίξεις μετά κείνη| απού ’λεγες ανάπαψη να πάρεις δε σ’ αφήνει Πανώρ. Ε΄ 332. 3) Παίρνω βουλή = αποφασίζω: τινάς ουδέν επιάνε τον εις φρόνα και εις γνώσιν.| Εκείνος τες καλύτερες πάντα βουλές επαίρνε Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 4348. 4) Παίρνω εξουσιά μου = έχω υπό τον έλεγχό μου, εξουσιάζω: Όρισε τι έν’ τό ʼρέγεσαι. Τον πήρα εξουσιά μου| αυτόν που μέλλει ν’ αγρυπνά πλια παρά σεν, κυρά μου Φαλιέρ., Ενύπν.2 23. 5) Παίρνω θάνατο = πεθαίνω: να πάρεις θάνατο δε θέλω να σ’ αφήσω Πανώρ. Β́ 580· για τούτη θάνατους πικρούς χίλιους την ώρα παίρνω Πανώρ. Α΄ 110. 6) Παίρνω καλόν καιρόν = τυχαίνω σε καλοκαιρία: στο κάτεργον εμπήκασι …,| καλόν καιρόν επήρασι και μετ’ αυτόν επηαίναν,| νύκτα και μέρα περπατούν Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [881]. 7) Παίρνομαι κάτω = απογοητεύομαι, πέφτει το ηθικό μου: σαν τη λυγερήν ιδού κι είν’ πάντα ξεγνοιασμένη (παραλ. 2 στ.), παίρνουνται κάτω το ζιμιό σκολάζουσι τον κόπο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1130. 8) Παίρνω κρίση = ενημερώνομαι σε απόφαση: το πουρνό να έλθετε να πάρετε την κρίσιν Βυζ. Ιλιάδ. 217. 9) Παίρνω λόγο (από το στόμα κάπ.) = επιδιώκω να ακούσω κ.: εγύρευαν να πάρουν από το στόμα του λόγον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ια΄ 54. 10) Παίρνω το νου κάπ. = αιχμαλωτίζω τη σκέψη κάπ.: την καρδιά μου εξέσκισε κι επάρε μου το νου μου Πανώρ. Α΄ 164. 11) Παίρνω ξόμπλι = παραδειγματίζομαι: όποιοι άλλοι τα διαβάσουσι να παίρνουσι από μένα| ξόμπλι να φεύγου τα μαλλιά τα παραχρουσωμένα Πανώρ. Β΄ 461· ιδές τα έργα των γονεών ...,| έπαρε ξόμπλι απ’ αυτούς ως για την κορασίαν Δεφ., Λόγ. 292. 12) Παίρνω (τ’) όνομα(ν), βλ. ά. όνομα Φρ. 8α. 13) Παίρνω την παραγωγή μου (προκ. για λέξη) = παράγομαι, ετυμολογούμαι: η πατρίδα ... εκράχτηκε μ’ αυτό το γλυκύ όνομα ... παίροντας την παραγωγήν του από όνομα οπού περισσότερον ... αγαπιέται Ροδινός (Βαλ.) 161. 14) Παίρνω παρηγοριά = παρηγορούμαι: πάντα παρηγοριά πολλή παίρνουν όσοι μπορούσι| την απονιά τση κόρη τως κλαίγοντας να μιλούσι Πανώρ. Α΄ 223· έπαρ’ κι εσύ παρηγοριά, ως έκαμεν κι εκείνος Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1516]. 15) Παίρνω πρίκα = πικραίνομαι, στενοχωρούμαι: αντίς χαρά π’ ανίμενα πολλήν επήρα πρίκα Πανώρ. Δ́ 246. 16) Παίρνω την τιμή κάπ. = ατιμάζω: όλοι τους θέλουν την εντροπή μας| κι ολημερνίς γυρεύγουσι να πάρουν την τιμή μας Πανώρ. Δ́ 26· φοβούμαι μήπως και κιανείς βοσκός την απαντήξει (παραλ. 1 στ.) κι οϊμέ χαλάσει μού τηνε και την τιμή τση πάρει Πανώρ. Β΄ 55. 17) Παίρνω χαρά = χαίρομαι: δε μπορεί κιανείς σωστή χαρά να πάρει| δίχως να γνώσει παραμπρός πρίκες πολλές και βάρη Πανώρ. Πρόλ. 85. — Βλ. και επαίρω.μάρτυρας- ο, Σπαν. A 641, Διγ. (Trapp) Esc. 374, Χρον. Μορ. H 1815, 6101, 7704, Λίβ. Esc. 3806, Άνθ. χαρ. 29924, Συναξ. γυν. 1089, Πεντ. Έξ. XX 16,XXII 12, Λευιτ. V 1, Αρ. V 13, ΧΧΧΥ 30 (έκδ. μαρτυρός· διορθώσ. σε μαρτύρους), Δευτ. V 17, XIX 15 (έκδ. μάρτυρους, εσφαλμ. αντί μαρτύρους), Πανώρ. Δ΄ 416, Ε΄ 388, Ερωφ. Ιντ. γ΄ 37, 60, Δ΄ 295, Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 165, Ιστ. Βλαχ. 2277, 2278, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 2032, Ε΄ 450, Θυσ.2 618, Ευγέν. 1175 (έκδ. μάρτυροι, εσφαλμ. αντί μαρτύροι), Στάθ. (Martini) Β΄ 270, Διήγ. ωραιότ. 79, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [792], Ζήν. Α΄ 196.
Από το ουσ. μάρτυς. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
1) α) Αυτός που μαρτυρεί κ. που δίνει πληροφορία ή απόδειξη για κ., που επιβεβαιώνει, πιστοποιεί κ.: διά στόμα δυο μαρτύρους γή τρεις μαρτύρονς να απεθάνει ο απεθαμένος, να μην απεθάνει διά στόμα μάρτυραν ένα Πεντ. Δευτ. XVII 6· Μάρτυρα βάνω το Θεό, το πώς ποτέ από μένα| δε θέλω λειψει στό μπορώ Ερωφ. Δ΄ 71· ω ουρανέ και ήλιε, μαρτύροι του καημού μου Πανώρ. Β΄ 485· να βάλετε αυτό από πλαγί σεντούκι διαθήκη τον Κύριου του Θεού σας, και να είναι εκεί εις εσέν για μάρτυρας Πεντ. Δευτ. XXXI 26· φρ. βγάνω μάρτυρα· βλ. βγάνω 3β· β) αυτός που είναι παρών σε κάπ. γεγονός (συν. δικαιοπραξία) και μπορεί να το βεβαιώσει: Έκραζεν εμέν, … τον νοτάριον της αποστολικής και βασιλικής προστάξεως, και τους κάτωθεν μαρτύρους Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 164· με ’χε βάλει| και μάρτυρα στους γάμους του για περιγέλιο πάλι Στάθ. (Martini) Β΄ 290· γ) αυτός που ενημερώνει, διδάσκει (για κ. ή κάπ.)· κήρυκας: θέλετε είσθαιν εδικοί μου μάρτυρες μέσα εις τα Ιεροσόλυμα … και έως τα έσχατα μέρη του κόσμου Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 1619. 2) Αυτός που βασανίστηκε και θανατώθηκε για τη χριστιανική πίστη: Γεώργιε, Δημήτριε, Θεόδωρέ μου Τήρων,| που επολαύσετε κι εσείς τον κλήρον των μαρτύρων Διήγ. ωραιότ. 74· πολεμιστής και νικητής θερμότατος της πίστης (ενν. ο Ιάγγος)| να τον ηγράψω μάρτυραν στους πρώτους χοροστάτας Παρασπ., Βάρν. C 12.μεταστρέφω,- Ασσίζ. 33126, Διγ. Z 2002, Βέλθ. 1069, Λίβ. Sc. 590, Λίβ. Esc. 3367, Αχέλ. 1699, Διγ. Άνδρ. 32630, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 197, 1185, Θυσ.2 794, κ.π.α.· ματαστρέφω, Χριστ. διδασκ. 49, 68· μτχ. παρκ. μεταστρεμμένος.
Το αρχ. μεταστρέφω. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Στρέφω κ. προς …: μεταστρέψας (ενν. ο Ακρίτης) την ψυχήν εις θυμηδίαν πάλιν| … ηγάλλετο Διγ. Z 4138· β) αποδίδω, μεταβιβάζω: Τέκνα …,| εγώ το στέμμα, την αρχήν, την δόξαν και το κράτος| μεταβιβάσαι προς υμάς και μεταστρέψαι θέλω Καλλίμ. 47. 2) α) Επιστρέφω κ., δίνω κ. πίσω: ουδέ πρέπον γαρ υπάρχει ίνα πάλιν μεταστρέψουν| άπαντες τα μερτικά τους| κι εκ δευτέρου μοιρασθήναι Ερμον. Θ 36· Έστω δε γνω<στόν> ότι το γομάριον το μήτε λυθέν ή … μη διαπωληθέν μήτε εις εξωτίαν αποσταλέν, αλλ’ οπίσω μεταστραφέν, ακομμέρκευτον διαφυλαχθήσεται Χρυσόβ. του 1364 σ. 33· β) αποκαθιστώ: αυθέντη, αν τύχει τούτον τον καιρόν και χρόνον θέλεις μεταστρέψειν την βασιλείαν εις το γένος του Ι(σρα)ήλ; Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 1614. 3) α) Μεταβάλλω, αλλάζω, μετατρέπω· διαστρέφω: μετέστρεψε την δημοκρατίαν εις βασιλείαν Βακτ. αρχιερ. 210· το είχα εις κατευόδωμαν, ιδού εμετέστρεψά το Λίβ. P 1530· εμετέστρεψέν το (ενν. το κοράσιον) η φύσις,| έποικέν το ρωμανάτον Πτωχολ. α 687· β) (εδώ σκέψη, γνώμη, κ.λ.π.): Μετάστρεψε το λογισμό, το νου σου μην παιδεύγεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 927· Ταύτα και άλλα πλείονα είπον οι στρατιώται| προς τον … Βέλθανδρον …| Ποσώς ουκ εμετέστρεψαν καν όλως τον σκοπόν του Βέλθ. 158· βλέποντας πως αχαμνά ήτον και κουρασμένα|τα φουσσάτα …| την γνώμην του μετάστρεψεν και λέγει: «ας φυλάγω| να μην ξεπέσω» Παλαμήδ., Βοηβ. 985· γ) ανακαλώ, παίρνω πίσω: αν εκείνος οπού ένι το έγκλημαν να είπεν λόγον οπού να του εγύρισεν ζημία, ονδέν ημπορεί να το μεταστρέψει πλείον τον λόγον του Ασσίζ. 34920· Οι αμαρτωλοί απεκρίθησαν: «Ω Κύριε, μην τ’ ορίσεις,| τον λόγον σου μετάστρεψε, μηδέν μας θανατώσεις Ρίμ. θαν. 104· Κύριε, συ που τ’ όρισες, βούθα του δουλευτή σου,| μετάστρεψε το βάρος σου και πάψε την οργή σου Θυσ.2 118· δ) κάνω κάπ. να αλλάξει γνώμη: ’χτάσσεται η κερα-Μηλιά …|… την … άξα τση θυγατέρα| να δώσει για γυναίκα ντου και να τηνε παντρέψει| του γερο-Λούρα και ουδεγείς μπορά τη μεταστρέψει Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 398. 4) Κάνω αμοιβαία μετάθεση, αλλαγή: αλλάχτησαν εις αύτου τους (ενν. στο Χάρο και τον Έρωτα) όλα τα βέλη (παραλ. 4 στ.). Ω Ζευ, …| μετάστρεψε κείν’ τ’ άρματα Κυπρ. ερωτ. 15610. 5) Αναποδογυρίζω· ανατρέπω: τους υψώνει (ενν. ο κόσμος) σήμερον, πάλιν κλωθογυρίζει| και τους υψώνει αύριον, πάλιν τους μεταστρέφει Σπαν. (Ζώρ.) V 152. 6) Ξαναρχίζω: εις άλλην ώρα τη μαλιά θελετε μεταστρέψει,| όντα το λαμπιρόν του φως ο ήλιος θέλει πέψει Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ΄ 167. Β´ Αμτβ. 1) Επιστρέφω, γυρίζω πίσω: Εμετάστρεψεν ο Αβραάμ στο σπίτιν του πατρός του Χούμνου, Κοσμογ. 619 κριτ. υπ. 2) Μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι: εις κατάνυξιν μετέστρεψε σον γήρας Διγ. Z 3135. IΙ. Μέσ. 1) Στρέφομαι προς …: αλλάσσουν οι κακοί λογισμοί και κακιές συνείδησες των ανθρώπων και μεταστρέφονται εις τα πάθη με πείσμαν Μαχ. 25415· πρέπει πασανός και την απαντοχήν του| να ʼχει στον Παντοκράτορα …| να μεταστρέφεται σ’ αυτήν εις τα πολλά του βάρη Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1661]. 2) α) Επιστρέφω, γυρίζω πίσω: εις την Συρίαν έφθασεν ευθύς προς την μητέρα| και πάλιν μετεστράφηκεν προς την αυτόν ποθούσαν Διγ. Z 590· Τότε εμεταστράφησαν οι πάντες στο παλάτι Θησ. ΙΒ΄ [747]· Μετεστράφησαν τα ξύλα| ίνα την σφαγήν ποιήσουν Ερμον. Ψ 152· β) (μεταφ.) αφάνισα ωσάν σύννεφο τες ανομίες σου, μεταστράφου εις εμένα και θέλω σε ελευθερώσει Χριστ. διδασκ. 113· αυτά τα εργάζει ο δαίμονας και γίνεται δικός του| και αν θέλει να μεταστραφεί, δεν ημπορεί ατός του Δεφ., Λόγ. 242· γ) απομακρύνομαι: να μηδέν μεταστραφεί εκ την δική του χάρη (ενν. του Παντοκράτορα) Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1662]. 3) Μεταβάλλομαι, αλλάζω, μετατρέπομαι: Ο ήλιος εσκότασεν το φως και ηλλοιώθη| και η σελήνη η φαιδρά εις σκότος μετεστράφη Θρ. Θεοτ. 43· από γαρ λόγου αγαθού πληθύνετ’ η φιλία| και πάλιν μεταστρέφεται και διά λόγου εις έχθραν Σπαν. A 582· Από τον τόσον τον καιρόν οπού είχεν εις τα ξένα| εμετεστράφη η θλίψις του, η κάκη της καρδίας.| Ηθέλησε εις τα ίδια πάλιν να επιστρέψει Ιμπ. 258. 4) α) Αλλάζω γνώμη, μετανιώνω: ει δε εδανείστην τα διά την πολιτικοσύνη της (ενν. η συμβία) ού διά την κακίαν της να ποίσει, ο άντρας της ουδέν ένι κρατούμενος με δίκιον να πλερώσει τίποτες, άνευ όσον να δουν ότι ήτον μεταστρεμμένη και καλλιοτερισμένη απ’ εκείνον το χρείος Ασσίζ. 3864· β) (θρησκ.) μετανοώ, μεταμελούμαι: Έτσι τους αποφάσισα όλοι να παιδευθούσιν (παραλ. 1 στ.) και όσοι μείνουν ζωντανοί και να μεταστραφούσιν,| να παύσω τότες την οργήν Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 131.μέτρος- το, Ασσίζ. 2323, 48123, Ερμον. Β 171, Διαθ. Ντεφαΐτζ. 77, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 108v, 173r, Πεντ. Γέν. XLVIII 7, Λευιτ. XXV 50, Αρ. XV 12, XXXI 36, Αχέλ. 191, 250, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 732, Παϊσ., Ιστ. Σινά 369, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 28, Τζάνε, Κρ. πόλ. 24426.
Από το αρχ. ουσ. μέτρον με μεταπλασμό (Βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 62-4 και Kahane, BZ 66, 1973, 11). Πληθ. μέτρεα τον 12. αι. (Steph., Θησ., λ. μέτρον). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β΄ 658, Αναγνωστ., Αθ. 38, 1926, 163 και Kahane, BZ 66,1973, 11).
1) α) (Γενικά) μονάδα μέτρησης, μέτρο: τα ζυγία τους Γενουβήσους και τα μέτρη τους όπου έχουν χανουτία να είναι εις την αφεντιάν τους Μαχ. 13810· β) (μεταφ.): Μ’ εκείνον το μέτρος τό να μετρήσετε άλλον, μ’ εκείνον θέλου σου μετρήσει κι εσένα Άνθ. χαρ. 29826· γ) (θρησκ., με ηθ. σημασ.) μέτρο αρετής: Χοροί, χοροί θα στέκουσι …| τον τρισυπόστατον Θεόν να τονε προσκυνούσι·| να χαίρουνται, να αγάλλονται εις του Θεού την χάρη,| κατά το μέτρος καθενός τον τόπον του να πάρει Τζάνε, Κατάν. 294. 2) Αριθμός: εκατοστή ’σαν άρμενα και ογδοήντα ένα.| Λοιπόν ο στόλος των Τουρκών τούτο το μέτρος πιάνει Αχέλ. 221· τις εμέτριασεν το χώμα του Ιαακώβ και μέτρος το τέταρτο του Ισραέλ Πεντ. Αρ. XXIII 10· Με τέτοιαν νίκην έστρεψαν κι εις το καστέλλι μπήκαν,| στο μέτρος όσοι ξέβησαν σωστοί επορευθήκαν Αχέλ. 1489. 3) α) Μέτρημα, καταμέτρηση, υπολογισμός: ήσαν τετρακόσιοι άνδρες του σπαθίου διχώς τες γυναίκες και τα παιδία και τους άλλους ανθρώπους οπού δεν ήσαν εις το μέτρος Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 164r· Περί εκείνου ού εκείνης τούς πιάνουν εις άδικον μέτρος ού παρκάτω ζύγιν Ασσίζ. 27113-4· Εκ τον Μορέα βρέθησαν κι από την Ρωμανία| εκεί χιλίων διακοσών σπαχήδων συντροφία.| Οι ριζικάροι ακομή το μέτρος ακλουθήσαν,| τρεις χιλιάδες απ’ αυτούς με πεντακόσους ήσαν Αχέλ. 203· β) (μεταφ.) το πόσο «μετράει» κάπ., το πόσο σημαντικός είναι κάπ.: το μέτρος των παιδιώ πολλά σ’ εμένα είν’ ακριβό μου| κι αρσενικού και θηλυκού Ροδολ. Β΄ [517 ]· γ) καταβολή χρημάτων: διά το μέτρος οπού του έκαμαν εις το χέρι του Ιούδα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 112r· εκφρ. (1) Εις μέτρος = σύμφωνα με, υπολογίζοντας τον αριθμό: να μεριστεί η γης εις κλερονομιά εις μέτρος ονόματα Πεντ. Αρ. XXVI 53· έστησαν σύνορα των εθνών εις μέτρος παιδιά του Ισραέλ Πεντ. Δευτ. XXXII 8· εις μέτρος χρόνια ύστερα το ιοβελ να αγοράσεις από τον σύντροφό σου, εις μέτρος χρόνια εσοδιές να πουλήσει εσέν Πεντ. Λευιτ. XXV 15. (2) Με (το) μέτρος = (α) σε μικρή, περιορισμένη ποσότητα, λίγο: τρεις χρόνους του να κάθεται απέσω εις τον πύργον (παραλ. 1 στ.) να ʼχει ψωμίν καμπανιστόν και ύδωρ με το μέτρος Γεωργηλ., Βελ. 104· ο Θεός δεν του δίδει το πνεύμα με μέτρος Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ιω. γ΄ 34· (β) μετρημένα, όσο χρειάζεται: επάρετέ το (ενν. το μάννα) με μέτρος, όσοι άνθρωποι είναι εις το σπίτι εκείνο τόσα μέτρα όσο να τους σώσει να το φαν εκείνην την ημέραν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 173r· ο ιατρός σκίζει την κοιλίαν του (ενν. του εδρωπικού σκλάβου) εκεί οπού ήτον το κακόν και τούτος ουδέν ήξευρεν να εβγάλει το νερόν οπού ήτον απέσω με δίκαιον και με μέτρος … και απ’ αυτό εκείνος … απέθανεν Ασσίζ. 18320· (γ) αναλογικά, σύμφωνα με …: να τον δείρει ομπροστά του κατά την κακότητά του με μέτρος Πεντ. Δευτ. XXV 2· (δ) με πλήρη αντιστοιχία: Ταύτα τα πράγματα και τουνών των πραμάτων τούτοι οι λόγοι των εδικών μας καιρών είναι ίσα ίσα με το μέτρος Πηγά, Χρυσοπ. 61 (20)· φρ. (1) Βάνω στο (εις το) μέτρος = (α) μετρώ, υπολογίζω: έκαμον τούτο το φορτί εύμορφον και μεγάλον,| μακρύ, ότι δεν ημπορώ στο μέτρος να το βάλω Τζάνε, Κρ. πόλ. 4538· (β) συνυπολογίζω, συγκαταριθμώ: έπεσεν ο κλήρος απάνω εις τον Ματθίαν και εβάλθη και αυτός εις το μέτρος αντάμα με τους άλλους ένδεκα τους αποστόλους Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 1964. (2) Δεν έχω μέτρος = δε μπορώ να μετρηθώ, είμαι αναρίθμητος: τόσοι Τούρκοι εμαζώχθησαν πάραυτα ότι δεν είχαν μέτρος Συναδ., Χρον. 31· εις ώραν ολιγούτσικην βλέπω φουσσάτον κι ήρθεν·| δεν είχεν μέτρος τό έβλεπα Απόκοπ.2 466· μέτρος ουκ είχαν τα καλά τά είχεν το περιβόλιν Λίβ. P 377· η θάλασσα έχει το βάθος της μέτρος, αλλά το μυστήριόν της δεν έχει μέτρος Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 431· (3) (Απρόσ.) δεν είναι (εις το) μέτρος = δεν είναι δυνατό να μετρηθεί: εσώριασεν ο Ιωσέψ γέννημα σαν τον άμμο της θαλασσούς πολύ πολύ, ως ότι έπαψεν να μετρήσει ότι δεν είναι μέτρος Πεντ. Γέν. XLI 49· πόσοι να σκοτωθήκασιν δεν είναι εις το μέτρος Θρ. Κύπρ. M 688· (4) Μπαίνω εις το μέτρος με κάπ. = συγκρίνομαι, μετρούμαι με κάπ. μέτρο σύγκρισης: Σήμερον φάνηκα κι εγώ σαν απόστολος Πέτρος,| γιατί μ’ αυτόν ε μπαίνω ʼγώ σήμερον εις το μέτρος Διγ. O 1134. 4) Μερίδιο, ορισμένη ποσότητα· (εδώ θρησκ. προκ. για προσφορά μέρους συγκομιδής): να θερίσετε το θέρος της και να φέρετε το μέτρος αρχή του θέρου σας προς τον ιεριά Πεντ. Λευιτ. XXIII 10· να υψώσει (ενν. ο ιεριάς) το μέτρος ομπροστά στον Κύριο για θελόποιμά σας Πεντ. Λευιτ. XXIII 11. 5) Μέγεθος, διαστάσεις: έντεκα βηλάρια έκαμεν αυτά … τέσσερες πήχες το φάρδος του βηλαριού του ενού· μέτρος ένα εις τα έντεκα βηλάρια Πεντ. Έξ. XXXVI 15· φρ. παίρνω το μέτρος = μετρώ τις διαστάσεις (πβ. σημερ. «παίρνω τα μέτρα»): ποτέ δεν ημπόριε (ενν. ο πατήρ μου ο Δαβίδ) να του πάρει το μέτρος (ενν. του ξύλου) οπού να γένει καλό ή να βαλθεί εις καμίαν δουλείαν και πολλές φορές το εμετρούσαν οι μαστόροι και ευρίσκονταν γελασμένοι Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 204r. 6) (Προκ. για αφήγηση, εξιστόρηση): έκταση, μέγεθος: εδώ κάνει το μέτρος και το τέλος του διηγήματος τον Νεβρού και της αυτού γενεάς Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 108v· γροίκα της αθιβολής την στράταν και το μέτρος Κορων., Μπούας 4. 7) Απόσταση (ορισμένη): Το δε γε μέτρος της οδού δύο μέρας παγαίνεις, από την Ιερουσαλήμ στην Ορεινήν εβγαίνεις Προσκυν. Ιβ. 535 1147· εσυνεπήραν απο τη Βεθέλ· και ήτον ακόμη μέτρος της ηγής να έρτουν εις την Εφραθά· και εγέννησεν η Ραχέλ Πεντ. Γέν. XXXV 16. 8) Αξία, αποτίμηση (ενός πράγματος): να λογαριάσει αυτουνού ο ιεριάς το μέτρος ξετίμιωμά σου ως τον χρόνο του ιοβέλ και να δώσει το ξετιμιωμά σου εις την ημέρα εκείνη Πεντ. Λευιτ. XXVII 23. 9) Υπολογισμός, σκέψη· περίσκεψη: του αθρώπου εδόθηκε κι είναι το φυσικό του| να διαμετρά τα πράματα με το λογαριασμό του·| και συ είντα μέτρος ήκαμες σε τούτα που μου λέγεις; Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 201· να ʼργίζεσαι και ν’ αγαπάς, να δίδεις και να παίρνεις (παραλ. 1 στ.)· όλα τως τούτα, φίλε μου, βαστούσιν τους καιρούς τους| και όλα με μέτρος γνωστικόν κρατούσι τους βιασμούς τους Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 86· ήσανε με λογαριασμό και μέτρος σοθεμένα| και με μεγάλη μαστοριά και τέχνη φυτεμένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1399. 10) Μέσος όρος, το αρμόζον μέτρο· έκφρ. έξω από το μέτρος = υπέρμετρα, πέρα από κάθε όριο, υπερβολικά: θυμώνεται πολλά έξω από το μέτρος Σπαν. (Μαυρ.) P 125. 11) α) Στρατιωτικός σχηματισμός, παράταξη: δέκ’ αλλάγια έκαμαν χωριστά τον πολέμου (παραλ. 2 στ.) και το φουσσάτον το πολύν ήστεκεν παρά μέτρος (μη πειστικές οι διορθώσεις του Haag [Αχιλλ. L 378]: παραμέτρως και Ξανθ., B-NJ 2, 1921, 203: παραμέρως) Αχιλλ. L 358· β) τακτική (πορείας): πάντες με παράδοξον μέτρος εκινηθήκαν,| ως ένα δάσον μέγιστον στην μάχην εδιαβήκαν (ενν. οι Τούρκοι)| ως δάσος εις τον αριθμόν Αχέλ. 2044. 12) Κατάσταση, περίσταση: ποτέ μου δεν το λόγιαζα να ʼρθω στο μέτρος τούτο Ερωτόκρ. Α΄ 1058. 13) Συνθήκες (γύρω από ένα γεγονός): και τώρα σασε μολογώ το μέτρος οπού ’πέσα| ετότες και με τα σπαθιά και πιστολιές εσύραν| κι εσκοτωθήκανε πολλοί Τζάνε, Κρ. πόλ. 45110. 14) Κοινωνική θέση, περιωπή: Μέσα σ εκείνους που ’χουσιν τάχα δόξαν και φήμην| που ’ναι στο μέτρος το ψηλόν κι εις την περισσά στίμην,| έπαινος, δόξαν περισσήν έδωκες εις αυτόν μου Κυπρ. ερωτ. 1506. 15) Ποιητικό μέτρο: Αυτός κοτσώνει το γλυκύν εις το τρανόν μουχρούτιν| και εγώ ευθύς τον ίαμβον, γυρεύω τον σπονδείον,| γυρεύω τον πυρρίχιον και τα λοιπά τα μέτρη Προδρ. IV 72 κριτ. υπ.· έκφρ. με μέτρος = έμμετρα: ʼΣ τούτην την ρίμα βρίσκεται ο Βοϊβόνδας Πέτρος| της Μύρτζαινας οπού μιλει της μάννας του με μέτρος Αιτωλ., Βοηβ. 2. — Βλ. και μέτρο(ν).μπαινοβγαίνω,- Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1375, Ε΄ 63· εμπαινοβγαίνω, Ch. pop. 73420, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 54v · ?μπαιζοβγαίνω, Σουμμ., Ρεμπελ. 188.
Από τα μπαίνω και βγαίνω. Ο τ. μπαιζοβγαίνω πιθ. από επίδρ. του μπάζω. Η λ. και σήμ.
1) α) Μπαίνω και βγαίνω επανειλημμένα, πολύ συχνά: εις εκκλησίαν δε Θεού ουδόλως υπαγαίνουν (παραλ. 1 στ.) και δεν υπάγουν απαρχής ν’ ακούσουν ψαλμωδίαν,| αλλ’ ως εμβαίνει η μέλισσα κι εβγαίνει εις το γυψέλιν,| ούτως το κάμνουν οι πολλοί, θωρείς και μπαινοβγαίνουν Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 543· ’ς τούτη την γην επάτησα, ’ς τούτες εμπαινοβγήκα| τσι πόρτες Ερωφ. Γ΄ 265· β) (προκ. για την κίνηση του εντέρου κατά την αφόδευση): θέλουν σε κοπανίζειν (ενν. αλωπού),| να χέζεις τα σταφύλια και να τσιλάς τας ρώγας·| να μπαινοβγαίνει ο κώλος σου, να χέζεις τας σταπίδας Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 292. 2) Πηγαινοέρχομαι κάπου συχνά: Εμπαινοβγαίναν οι γιατροί δέκα φορές την ώρα| κι ήπεψε ο ρήγας κι ήφερε πρώτους κι απ’ άλλη χώρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 103. 3) Κυκλοφορώ με κάπ.· συναναστρέφομαι: είναι χρεία και πρεπάμενον πράγμα ότι από εκείνους οπού ήτον εις την συντροφίαν μας πάντα όλον τον καιρόν οπού εμπαινόβγαινεν μετ’ εμάς ο αυθέντης μας ο Χ(ριστό)ς ... να γένει μετ’ εμάς ... ένας απ’ αύτους Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 53.οδηγός- ο, Χούμνου, Κοσμογ. 257, 270.
Το μτγν. ουσ. οδηγός. Η λ. και σήμ.
1) α) Αυτός που προπορευόμενος δείχνει το δρόμο: Εκείθεν ουν παραλαβών (ενν. εγώ, ο Αλέξανδρος) πλείονας οδηγούς μου| ηθέλησα του προσελθείν μέρη τα προς οπίσω| τα της ερήμου Βίος Αλ. 4175· β) (σε μεταφ.): στο φως τυφλώνομαι και χάνω την οδό μου| και το σκοτάδι έχω φως καθάριο κι οδηγό μου Στάθ. (Martini) Ά́ 310· γίνε (ενν. εσύ, ο Μουρμούρης) οδηγός τση στράτας μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 59· γ) (εδώ προκ. για το βοηθό στο κυνήγι του τυφλού Λάμεχ): Είχεν (ενν. ο Λάμεχ) κοπέλλιν οδηγόν το χέριν του να σάζει,| να σύρνει την σαΐταν του, αυτούνου διά να σφάζει Χούμνου, Κοσμογ. 245· Μιαν εκ τες διαβαζόμενες επήγεν να γυρέψει,| διά να ’βρει με τον οδηγόν ζώα να τα δοξέψει Χούμνου, Κοσμογ. 252. 2) Αυτός που δείχνει το σωστό ηθικά δρόμο: την συμφοράν οπού κοινά όλοι επάθαμεν από το να στερηθούμεν τον πατέρα μας τον γλυκύτατον, ... τον σύμβουλόν μας τον δεξιότατον τον οδηγόν μας τον απλανέστατον Χίκα, Μονωδ. 50· Ο Διγενής πάλι της λέ’ (ενν. της Μαξιμίλλας): «Σύρε εις την οδό σου| και δόξασε τον Κύριον κι έχε τον οδηγό σου» Διγ. O 2898. 3) Καθοδηγητής· συμβουλάτορας: ο ενδοξότατος αυθέντης και οδηγός του ρηγάτου των Ιεροσολύμων, ονόματι κούντε Οφρίου δε Ποιλιούν Ασσίζ. 33· ανέστη| θέστωρ ο οιωνομάντης,| ως γινώσκων τα τε όντα,| τα εσόμενα και μέλλον| και διά των φοιβασμάτων ήτον οδηγός των πάντων Ερμον. Η 251· <κ>αι εις Θεός συνήγορος πάντοτε και προστάτης| και τείχος και βοήθεια και οδηγός κι εργάτης (παραλ. 1 στ.) του κραταιού και ισχυρού Καρόλου βασιλέως Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 852. 4) α) Πληροφοριοδότης (με αρνητ. χρ.): Τό χρήζει, ευθύς το πολεμά δίχως τινός εμπόδον και τούτο όλον γίνεται διά την τυφλήν την ρόγαν,| οπού ρογεύγει αμιράς οδηγούς και προδότας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 660· β) (προκ. για τον Ιούδα) καταδότης: πρέπει να πληρωθεί η γραφή τούτη, οπού είπε το άγιον Πνεύμα με το στόμα του Δα(βί)δ για τον Ιούδαν οπού έγινεν οδηγός εκείνων οπού έπιασαν τον Ιησούν Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 1740. 5) Αρχηγός, ο επικεφαλής στρατού: ν’ απέλθω μετ’ αυτούς (ενν. τους κοντάδες) εις του Κυρίου τον τάφον| καπετάνος και οδηγός απάνω εις τα φουσσάτα Χρον. Μορ. H 267. 6) Είδος βιβλίου με οδηγίες: έτερον βιβλιδόπουλον προθεωρία, το λεγόμενον Οδηγός Κώδ. Πάτμου 523.όλος,- επίθ., Ασσίζ. 14613, Χρον. Μορ. H 1229, 3594, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 60, 193, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 343, Σαχλ., Αφήγ. 503, Φαλιέρ., Ιστ.2 79, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 771, Κορων., Μπούας 76, Πεντ. Γέν. VIII 1, Πανώρ. Γ΄ 220, 293, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 357, 455, Δ́ 87, 722, Έ́ 227, Ιστ. Βλαχ. 1225, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 301, 567, Γ́ 114, Δ́ 1775, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1811, 40720, Μπερτόλδος 68, κ.π.α.· γεν. εν. (αρσ., ουδ.) ολονού, Διήγ. Αλ. V 50, Κορων., Μπούας 4, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 296, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 349· ολουνού, Καραβ. 49216, Διήγ. Αλ. V 26 (δις), 28, Διήγ. Αλ. G 263, 265, 266, 268, 269, 272, 276, 281 (δις), 285, Πεντ. Αρ. XI 13, XVI 29, Δευτ. XIII 10, Σουμμ., Ρεμπελ. 17827, Μπερτόλδος 19· (θηλ.) οληνής, Πεντ. Γέν. I 29, Αρ. XX 27· αιτιατ. εν. (αρσ.) όλονο, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1005]· γεν. πληθ. ’λωνών, Αλεξ. 1106· ολουνών, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 168r, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 1859· ολών, Ασσίζ. 166, Χρον. Μορ. H 230, 418· ολωνώ, Πανώρ. Β́ 442, Δ́ 78, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 546, 584, Β́ 214, Γ́ 203, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 2458· ολωνών, Σκλέντζα, Ποιήμ. 74, Γεωργηλ., Θαν. 196, Πεντ. Γέν. XVI 30 (δις), Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 122, Ά́ 130, Επιστ. Ηγουμ. 174, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 920, Β́ 299, 412, Ροδινός (Βαλ.) 81, 121, Μπερτόλδος 64· ολωνώνε, Χρον. σουλτ. 10429· αιτιατ. πληθ. (αρσ.) όλου, Κυπρ. ερωτ. 10815· ολουνούς, Διήγ. Αλ. G 271, Άλ. Κύπρ. 1267, Ιστ. Βλαχ. 1911, Μπερτολδίνος 125· ούλος, Ασσίζ. 10925, Συναξ. γαδ. 307, Ανακάλ. 41, 57, Παρασπ., Βάρν. C 323, Μαχ. 5225 Βουστρ. 415, 419, Κυπρ. ερωτ. 2416, 9042, 10629, 10919, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 556, Έ́ 100, 106, Πιστ. βοσκ. I 1, 51, Στάθ. (Martini) Γ́ 356, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 5, Λίμπον. 474, Μαρκάδ. 524, Τζάνε, Κρ. πόλ. 27912, 50721, κ.π.α.
Το αρχ. επίθ. όλος. Οι γεν. πληθ. ολουνών και ολών και η αιτιατ. πληθ. ολουνούς, καθώς και ολωνούς στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η γεν. πληθ. ολωνών και σήμ. Για την αιτιατ. πληθ. όλου βλ. Siapkaras - Pitsillides [Κυπρ. ερωτ. σ. 257] και Μενάρδος, Αθ. 8, 1985, 439, καθώς και Σακ., Κυπρ. Β́ ξά́. Ο τ. ούλος, για τον οποίο βλ. Kahane, BZ 66, 1973, 24 και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ. 457, όπου και τ. ούλλdος, Παπαδ. Α., Λεξ. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ́ 180). Επίσης τ. ούλλος στην Κύπρο (Φαρμακ., Γλωσσάρ. 191) και ούλους στην Ήπειρο (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά́ 281). Η λ. και σήμ.
1) Ολόκληρος α) α1) (χωρίς άρθρο πριν από άναρθρο ουσ.): χέρι των μαρτύρων να είναι εις αυτόν εις την αρχή να τον θανατώσουν και χέρι ολονού λαού εις το υστερνό Πεντ. Δευτ. XVII 7· α2) (με προηγ. άρθρο): Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 319, Καλλίμ. 564· α3) (πριν ή ύστερα από έναρθρ. ουσ.): έτρεξεν ούλη η χώρα Βουστρ. 420 κριτ. υπ.· ούλη η Ρόδος Βουστρ. 419 κριτ. υπ.· ετρόμαξεν το νησίν ούλο Ανων., Ιστ. σημ. ρμά́· α4) (με επόμ. το επίρρ. ομάδι επιτ.): Τη θάλασσα περνά (ενν. η Περηφανειά), τη γη χωρίζει,| ’ς τσ’ ανθρώπους διαφορές και μάχες φέρνει| κι όλο τον κόσμο ομάδι αναμιγίζει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Χορ. β́ 511· πλήσο εβγήκαν| σκούληκες αγριότατοι που κατοικούν στον Άδη| και εφάγασί μου την καρδιάν και όλην την σάρκα ομάδι Τζάνε, Κατάν. 22· α5) (με επανάληψη του άρθρου): ίνα ...ολοαρμάτωτος ευρίσκωμαι προς ούς γνωρίσω ότι επιβουλεύονται την βασιλείαν υμών, αλλά και υπέρ της όλης της υμετέρας <χώρας> Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 429· β) β1) (προκ. για πρόσ.) που αφορά όλη του την υπόσταση: δούλη σου όλη γέγονα, να μην το απιστήσεις Διγ. Z 242· Ο πατήρ του ως ήκουσεν τον ερχομόν ετούτου (ενν. του Ακρίτη),| όλος εγένετο χαράς, ευθύς καβαλικεύει Διγ. Z 2149· Με την αγάπη καίγομαι κι όλος αναλαμπαίνω| και με το φόβο τον πολύ σα χιόνι αποκρυγιαίνω Πανώρ. Ά́ 199· β2) (εδώ προκ. για ποταμό): ο ποταμός κοκκίνησε κι έγινεν όλος αίμα| και τ’ άθλια τα σώματα κάτω σέρνε το ρεύμα Κορων., Μπούας 38. 2) (Επιρρ. πριν από επίθ. ως επιτ. της σημασίας του) πολύ: Η Βασίλισσα είναι όλη εύσπλαγχνος και επιθυμεί να σε ιδεί Μπερτόλδος 23· φίλον ...| έγκαλον, όλον πρόθυμον, πολλά ηγαπημένον Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 90· άνθρωπον όλον γέροντα την τρίχαν και την όψιν Λίβ. Esc. 1099. 3) (Στον πληθ., για πλήθος προσώπων ή πραγμάτων) όλοι α) (πριν από έναρθρ. ουσ.): Των αρετώ τα ’πωρικά πάντά ’ναι μυρισμένα| κι όλοι οι ανθρώποι τα ’χουσι πολλά πεθυμισμένα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 42· Στη δούλεψη κι εις τσι καημούς μικρή περίσσα εμπήκα| τσ’ αγάπης, κι όλα τα κακά κι οι παιδωμές μ’ ευρήκα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 16· β) (μετά το έναρθρ. ουσ.): να έλθουσιν οι ιερείς όλοι από την χώραν Ιμπ. 689· γ) (με επόμ. το επίρρ. ομάδι επιτ.) όλοι μαζί: Κορμιά που γεννηθήκατε σήμερο όλα ομάδι| κι όλ’ αποθάνετε μαζί Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 89· όλες ομάδι τσι τιμές και δούλεψες ξεφεύγω Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 19· Τα πράματα όλα ομάδι όλου του κόσμου (παραλ. 2 στ.) όσα εγενήκα κι όσα γεννηθούσι (παραλ. 1 στ.) τα ’δα και βλέπω πού και τι ποθούσι Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. Μελ. 65· στολίσου| τα ρούχα τα βασιλικά για να σε προσκυνήσου| οι στρατηγοί κι η χώρα μας κι όλα τα έθνη ομάδι Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 185· δ) (με προηγ. το άρθρο): μετά το ερωτηθήναι οι όλοι μάρτυρες, αναγινώσκονται αι μαρτυρίαι όλαι παρρησίᾳ των δύο μερών Ελλην. νόμ. 57530· ε) (μετά το ουσ. με επανάληψη του άρθρου): τα μικρά στρουθόπουλα τα όλα να μισεύουν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 374. 4) (Στον πληθ. ως ουσ.) όλοι οι άνθρωποι, σύνολο ατόμων ή πραγμάτων α) (έναρθρ.): να ποίσετε ομόνοιαν εις μιαν καρδιάν οι όλοι Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 451· Οι πάντες τον ζηλεύουσιν, οι όλοι τον τιμούσιν Σπαν. O 160· β) (χωρίς άρθρο): μέσα σ’ όλους ήλαμπεν (ενν. ο Ρωτόκριτος) ωσάν τση μέρας τ’ άστρο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 520· τ’ αμμάτι και το πρόσωπον όλα τα φανερώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1956· γ) (με τους εγκλιτικούς τύπους της προσωπικής αντων. μας, σας, τους, τως): ν’ αφήσομε τσι τόπους μας, τα σπίτια, τα παιδιά μας| κι έτσι μακριά να φέρομε όλοι μας τα κορμιά μας Ερωφ. Ιντ. δ́ 8· Περίσσια είχα πεθυμιά, κοράσια μ’ ακριβά μου,| να σασε δούσιν όλες σας τ’ αμμάτια τα δικά μου Ερωφ. Ιντ. ά́ 128· εσπουδάζουν όλοι τως να ’χουσι πάσα μέρα| χιλιώ λογιώ ξεφάντωσες στη νιότη κι εις τα γέρα Πανώρ. Πρόλ. 23· δ) (με επόμ. τα επιρρ. αντάμα και ομάδι επιτ.) όλοι μαζί: παραύτα ούλοι αντάμα έναν στόμαν εβάλαν φωνήν: «Ζει ο ρε Πιερ!» Μαχ. 45632·· ανέν κι ετούτ’ η γεγλογή σάς άρεσε, όλοι ομάδι| κάμετε να το γνώσομε με τίβοτας σημάδι Πανώρ. Έ́ 421· όλοι ομάδι συχνιά τον ουρανόν ευχαριστούσα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 480· ε) (με επόμ. γεν. ουσ. προκ. να δηλωθεί το σύνολο από αυτό που δηλώνει το ουσ.): ούλοι του φουσσάτου επήγαν εις την Αμόχουστον Μαχ. 51623. Το θηλ. στη γεν. εν., επιρρ. =συνεχώς: συ εί παιδίον παίζον, όλης παίζον και χάνον τας ημέρα[ς] σου, μεταμέλεσαι ύστερον Sprachlehre 91. Το ουδ. ως ουσ. = 1) α) Το σύνολο: το όλον του προσώπου της ανάλογον να κείται Λίβ. N 2134· έδωσα εσάς το όλ.ο Πεντ. Γέν. IX 3· (σε αιτιατ. της αναφοράς): την αξιοπρεπέστατην την Κωνσταντίνου πόλιν (παραλ. 2 στ.) Ανατολής το καύκημα και των Ρωμαίων η δόξα,| τό είδεν και τό έλαβεν πολέμους αριθμήτους| και τυραννίσματα πολλά, αρίθμητα το όλον Θρ. Κων/π. (Mich.) 62· β) (στον πληθ. επιτ. με προηγ. την αντων. πάντα): εκείνος οπού είδε τα πάντα όλα Σουμμ., Ρεμπελ. 168· κλέφτει το και χώνει το μέσα σε μιαν σακκούλα,| εγάπαν το και πρόσεχε παρά τα πάντα ούλα Χούμνου, Κοσμογ. 1498· γ) (χωρίς άρθρο): έδωσεν αυτουνού δέκατο από όλο Πεντ. Γέν. XIV 20· Όταν πρησθεί όλον του σώματος Σταφ., Ιατροσ. 371· να μην απεθάνει από όλο των παιδιών του Ισραέλ τίπετα Πεντ. ΄Εξ. IX 4· εδώ θέλετε ακούσει την ζωήν ενός απλού, ειπές πούρου μπαλόρδου, αν δεν είναι εις όλον, το ολιγότερον εις μέρος Μπερτολδίνος 91· (εδώ για σύνολο υπαρχόντων, περιουσίας): εσύ υπηγαίνεις εις το σπίτι της νύφης και με τον καιρόν θέλεις γένει κληρονόμος εις όλον και θέλεις τιμάσαι από όλους σαν άρχοντας Μπερτόλδος 62. 2) Ο αντικειμενικός σκοπός, το σπουδαιότερο πράγμα, το παν: το δέ όλον ήτονε ίνα διώξῃ παντελώς εκείθεν τους Σιναΐτας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 220. Εκφρ. 1) Διά όλων =ολοκληρωτικά: δοξάζω σε, Θεέ και ποιητά των όλων,| ότι ενικήθη απ’ εμού εχθρός μου διά όλων Κορων., Μπούας 132. 2) Δι’ όλης νυκτός και ημέρας =συνεχώς, ασταμάτητα: δι’ όλης νυκτός και ημέρας πολεμίζων το κάστρον ουκ αφίστατο (ενν. ο Καντακουζηνός) Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 90. 3) Μεθ’ όλης της καρδίας =«με όλη μου την καρδιά»: τον εμαυτόν μου δίδω τον μεθ’ όλης της καρδίας| και ως άδικον και αλλότριον όρισε με φονεύσουν Αχιλλ. N 852· πβ. και ά. καρδία 10. 4) Με προηγ. την πρόθ. με (μ’) και στις εκφρ. με (μ’) όλ(α) αυτά ή αυτείνα, κείνα, τούτα, με (μ’) όλον εκείνο ή (ε)τούτο(ν), απού, (ο)πού, τούτο οπού, τούτον όλον, τούτο όλον οπού, ούλο ετούτο· βλ. και ά. μετά 19: ιμπορτάρησεν υπέρπυρα σαράντα δύο, μ’ ούλο ετούτο ο λεγόμενος Στράτης, διά να ’ναι πάλι κοντέντος, του τα απόσωσεν έως υπέρπυρα εβδομήντα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 84626. 5) Όλον καιρόν =συνέχεια: Κάμποι, που πρασινίζετε| ολον καιρόν με τα νερά,| ραχίδια, δέντρη τρυφερά,| νερά που τα δροσιζετε Κυπρ. ερωτ. 1252. 6) Όλος εξ ολοκλήρου =(επιτ.) όλος μαζί, ολόκληρος: Οδοντοτύραννος εκεί θηρίον εφιζάνει,| λίαν πολύ το μέγεθος, ώστε πιείν ακόπως| ελέφαντα τον ισχυρόν όλον εξ ολοκλήρου Βίος Αλ. 4844. 7) Ούλοι οι περίτου =οι περισσότεροι (Για τη σημασ. βλ. Dawkins [Μαχ. Β́ σ. 261]): ελευθερώθησαν πολλοί ούλοι οι περίτου και εσυνπιάσαν πολλύν λογάριν Μαχ. 19622. 8) Σ’ όλον το ύστερον =τελικά: εβάλαν τα κοράσια τους διά να φυλαχθούσιν,| με τα παλληκαράκια τους διά να μην σκλαβωθούσιν,| αμμέ σ’ όλον το ύστερον φοβούμαι μην τα πάρουν| οι Τούρκοι εις τας χείρας τους και να τα τραπατσάρουν Θρ. Κύπρ. M 287. 9) (Το) όλο ος =όλα (όσα): εσείς είδιετε το όλο ος έκαμεν ο Κύριος Πεντ. Δευτ. XXIX 1· η πείνα ήτον ιπί όλα τα πρόσωπα της ηγής και άνοιξεν ο Ιωσέφ το όλο ος εις αυτουνούς και επούλησεν της Αίγυφτος Πεντ. Γέν. XLI 56· σαν όλο ος επαράγγειλεν ο Κύριος τον Μωσέ, έτσι έκαμαν τα παιδιά του Ισραέλ Πεντ. Αρ. IX 5· απέ το χτήνο το καθάριο και απέ το χτήνο ος δεν είναι καθάριο και απέ το απετούμενο και όλο ος σερπετεύγει ιπί την ηγή Πεντ. Γέν. VII 8· απέστειλαν αυτόν και τη γεναίκα του και όλο ος αυτουνού Πεντ. Γέν. XII 20.ομμάτιον- το· αμμάδιν, Θρ. Κύπρ. M 94, 453, 505,508, 516, 620· αμμάτι, Κάτης 44, Χούμνου, Κοσμογ. 2765, Πανώρ. Β΄ 528, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 6, Χορ. ά́ 623, Β́ 270, Χορ. β́ 505, Γ́ 13, Χορ. γ́ 440, Δ́ 8, Έ́ 8, Ερωφ. Ιντ. ά́ 115, β́ 116, δ́ 30, Βοσκοπ.2 31, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 303, Γ́ 1145, Έ́ 413, Θυσ.2 286, Στάθ. (Martini) Πρόλ. 27, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 698, Γ́ 5, Δ́ 268, 449, Έ́ 275, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 67, Έ́ 127, Τζάνε, Κρ. πόλ. 28210, 3743, κ.π.α.· αμμάτι(ν), Νεκρ. βασιλ. 3, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 1622, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 396, 439, 459· αμμάτιν, Μαχ. 4611 (πληθ. αμματία), Αχέλ. 2100, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 34, 136, 552, 664, 826, Κυπρ. ερωτ. 636, 7020, 9263, 1185,1551· εμμάτιν, Κυπρ. ερωτ. 9831, Ξόμπλιν φ. 136r· πληθ. μάθια, Πηγά, Χρυσοπ. 118 (24)· μάτι, Συναξ. γαδ. 355, Σαχλ. N 328, Φαλιέρ., Ιστ.2 291, Φαλιέρ., Ενύπν.2 15, Θρ. Κων/π. B 6, Γαδ. διήγ. 372, Πεντ. Γέν. III 6, Έξ. III 21, Λευιτ. IV 13, Αρ. XI 10, Δευτ. III 21, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 21, Ά́ 240, Έ́ 28, Ερωφ. Ιντ. ά́ 83, Πανώρ. Ά́ 19, Β́ 156, Γ́ 43, Βοσκοπ.2 429, Ιστ. Βλαχ. 430, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 131, Β́ 48, Γ́ 83, Θυσ.2 408, Στάθ. (Martini) Ά́ 98, Ιντ. β́ 26, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 131, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 33, Γ́ 183, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 140, Β́ 149, Γ́ 209, Δ́ 65, Έ́ 92, Τζάνε, Κρ. πόλ. 14016, Τζάνε, Κατάν. Αφ. 19, κ.π.α.· μάτι(ν), Βέλθ. 1158, Εβρ. ελεγ. 166, Πόλ. Τρωάδ. 246, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 469, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 37, Συναξ. γαδ. 332, Φλώρ. 994, Ερωτοπ. 331, Λίβ. Sc. 932, Αχιλλ. L 430, Αχιλλ. O 738, Ανακάλ. 25, Θησ. Πρόλ. 27, Ch. pop. 14, Χούμνου, Κοσμογ. 790, Sprachlehre 191 (πληθ. μάτιγια), Απόκοπ.2 13, Αγν., Ποιήμ. Β́ 45, Κορων., Μπούας 75, Διγ. (Trapp) Esc. 852, Πένθ. θαν.2 518, Βεντράμ., Γυν. 20, Τριβ., Ταγιαπ. 183, Αιτωλ., Βοηβ. 189, Διγ. Άνδρ. 3276, Ευγέν. Πρόλ. 94, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 64r, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [843], Λίμπον. 380, Διγ. O 369, κ.π.α.· μάτιν, Σπανός (Eideneier) Α 45, 292, 300, 355, 380, Συναξ. γαδ. 354, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1753, Συναξ. γυν. 619, 1016, Διήγ. Αλ. G 26619, 26926-7, 27220, 27617· ’μμάτι, Διγ. Z 1744· ’μμάτιν, Ασσίζ. 18114 (πληθ. ’μματία), Μαχ. 1035 (πληθ. ’μματία), Μαχ. 8623 (πληθ. ’μματία), Κυπρ. ερωτ. 10511,15· ομμάτι, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 2185 (Δωδώνη 8, 1979, 367), 5774 (Δωδώνη 8, 1979, 414), Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 101, Απόκοπ.2 267, Πικατ. 543, Ιστ. πατρ. 10012, Πανώρ. Έ́ 51, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 2188, Θυσ.2 314, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 67, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 191, Ροδινός (Βαλ.) 223, , 363-631">Τραπεζούντιος, Νομοκ. 409 δις, 562· ομμάτι(ν), Σπαν. O 226, Προδρ. (Eideneier) I 148, Καλλίμ. 1694, Διγ. (Trapp) Gr. 361, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 229, Διγ. (Trapp) Esc. 362, Πόλ. Τρωάδ. 172, Χρον. Μορ. P 1131, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 189, Συναξ. γαδ. 299, Φλώρ. 812, Περί ξεν. V 521, Ερωτοπ. 123, Απολλών. 376, Λίβ. P 438, Λίβ. Sc. 954, Λίβ. Esc. 380, Λίβ. (Lamb.) N 566, Αχιλλ. L 896, Αχιλλ. N 814, Αχιλλ. O 722, Ιμπ. 84, Χρον. Τόκκων 3390, Φυσιολ. (Legr.) 118, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 92, Θησ. ΙΒ́ [344], Χούμνου, Κοσμογ. 637, Απόκοπ.2 385, Χρον. σουλτ. 2510, Πιστ. βοσκ. II 3, 47, Διγ. Άνδρ. 3159, Λίμπον. 415, κ.π.α.· ομμάτιν, Σπανός (Eideneier) Α 363, 510, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 393, 1752 Απόκοπ.2 194, Συναξ. γυν. 205, 350, Διήγ. Αλ. G 28120· ομμάτι(ο)ν, Σπαν. O 204, 272, Λόγ. παρηγ. O 443, 570, Ιατροσ. 1712-3, Ορνεοσ. 57914, Διγ. (Trapp) Gr. 1142, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 865, Συναξ. γαδ. 204, Sprachlehre 81, Θησ. Πρόλ. [35], [74], Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8716, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 169r, Χίκα, Μονωδ. 5, 69, Ιστ. πατρ. 1653, Αιτωλ., Μύθ. 10912, Πτωχολ. (Κεχ.) P 281, Διήγ. πανωφ. 58, Ροδινός (Βαλ.) 84, 105, 150, Ιστορ. δεσποτών Ηπείρ. 1232, κ.α.
Η λ. στον Αριστ. Ο. τ. αμμάδιν και αμμάτιν και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ 442)· ο τ. αμμάτι στο Βλάχ.· για το σχηματ. τους βλ. Μενάρδ., Αθ. 6, 1894, 146-7. Ο πληθ. μάθια και σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 529, Πασπ., Γλωσσ. 228, λ. μάτια, ΛΔ 11, 1966-7, 84, 109, Κοντοσόπ., ΛΔ 11, 1966-7, 128 και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ά́ 141, 171, 202). Ο τ. μάτι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. μάτιν και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ., όπου και άλλοι τ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. ομμάτιν). Για το σχηματ. των τ. ’μμάτι και ’μμάτιν βλ. Λορεντζ., Αθ. 16, 1904, 220· ο τ. ’μμάτιν και σήμ. στην Κύπρο, όπου και τ. ’μμάδιν (Σακ., Κυπρ. Β́ 442, λ. α)μμάδιν και 663). Ο τ. ομμάτι στο Meursius (λ. ομμάτη) και στον Κατσαΐτ., Ιφ. Γ́ 2, Έ́ 129. Ο τ. ομμάτιν και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
1) α) Το όργανο της όρασης, οφθαλμός, μάτι: Τα μάτια δεν καλοθωρού στο μάκρεμά του τόπου,| μα πλια μακρά και πλια καλά θωρεί η καρδιά τ’ αθρώπου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1077· τον αφέντη βλέπουνε πως ήτον τυφλωμένος| το ’ναν τ’ αμμάτι το δεξιό Τζάνε, Κρ. πόλ. 3814· απ’ τη χαρά στα μάτια τση τα δάκρυα εκατεβαίνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1328· β) (μεταφ.): Χίλια μάτιά ’χει ο λογισμός, μερόνυχτα βιγλίζου· χίλια η καρδιά και πλιότερα κι ουδεποτέ σφαλίζου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1083. 2) (Συνεκδ.) βλέφαρο: Μιαν ώρα δεν εμπόρεσα τη νύχτα να καμνύσω| τα μάτια μου να κοιμηθώ Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 247· Σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των αμματιώ αποσώνω| και δίχως λύπηση κιαμιά πάσ’ άθρωπο σκοτώνω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 77. 3) (Συνεκδ.) α) βλέμμα: ο στρατηγός εσήκωσεν εις τον Θεόν τας χείρας του και τα μάτια του προς την Ανατολήν και ευχαριστεί τον Θεόν Διγ. Άνδρ. 3602· Πάντα τα μάτια του Κυρίου του Θεού σου εις αυτήν (ενν. την ηγή) από αρχή του χρόνου και ως το ύστερο του χρόνου Πεντ. Δευτ. XI 12· β) η έκφραση του βλέμματος που δηλώνει διάθεση, συναισθήματα, κ.τ.ό.: μόνον με το να τους βλέπει τινάς (ενν. τους Τσερκέζους) έδιδαν φόβον, έχοντες εκ φύσεως ομμάτι φοβερόν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 386· η Αλήθεια εστράφηκεν με ομμάτιν αγριωμένον| και με θολόν ανάβλεμμαν και σκοτεινήν την όψιν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 808· Διώξε τα νέφη τσ’ όργητας απού το πρόσωπό σου,| ειρήνεψε τα μάτια σου, μέρωσε τον εαυτό σου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 424. 4) (Συνεκδ.) η ικανότητα να βλέπει κανείς, όραση: ο φθόνος, το κακό θηρίον, υστέρησέν του τα μάτια| και έχασε το γλυκερόν το φως του κόσμου τούτου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 13· Ω τ’ Άδη και τση κόλασης δύναμη, μ’ είντα τρόπο| πολλές φορές κομπώνετε τ’ αμμάτια των ανθρώπω Ερωφ. Ιντ. β́ 62. 5) (Μεταφ.) προσωπική φροντίδα, επιστασία, επίβλεψη: ουδέν παχύνει το άλογον ωσάν τ’ ομμάτιν του βασιλέως Σοφιαν., Παιδαγ. 113. 6) (Μεταφ. προκ. για την Κων/πολη) πηγή φωτός: Εσείς βουνά θρηνήσετε και πέτραι ραγισθείτε (παραλ. 1 στ.), διατί εχάθη το κλειδί όλης της οικουμένης,| το μάτι της Ανατολής και της χριστιανοσύνης Θρ. Κων/π. H 6. 7) (Συνεκδ. προκ. για άνθρωπο): ήτον, λέγω, (ενν. η θυγατέρα) εις το κορμί ανάλογα γεμάτη,| λιγνή, ψηλή και νόστιμη που ’παίνα κάθε μάτι Μαρκάδ. 18· το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια,| να μην τονε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 528· (με γεν. προσ.): Οι στρατηγοί τον δρόμον τους προς έσωθεν να ποίσουν,| από τ’ αμμάτι των Τουρκών να μην τους εγροικήσουν Αχέλ. 1327· τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι| πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 163. 8) α) (Μεταφ. στον πληθ. προκ. να δηλωθεί αγαπημένο πρόσωπο): όχι ποτέ άλλη αγαφτική να μπει στο λογισμό μου· μόνο η Σίλα η όμορφη, τα μάτια και το φως μου Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 84· β) (με την αντων. μου ως προσφών., που εκφράζει τρυφερότητα): Χαρτί σου στέλνω, μάτια μου, με το αίμα μου γραμμένο Ch. pop. 309· γ) (σε μεταφ. στη γεν. πληθ. με προηγ. τα ουσ. φως, ήλιος, κ.τ.ό., προκ. να δηλωθεί αγαπημένο πρόσωπο): ταίρι εδικό μου| θα σ’ έχω, να ’σαι μοναχή το φως των αμματιώ μου Στάθ. (Martini) Ιντ. ά́ 4· ’Σ τούτον τον τόπον θέλω ιδεί κείνην που ’ναι το φως μου| και λαμπρυσμένος κι όμορφος ήλιος των αμματιών μου (έκδ. οιματιών) Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [30]. 9) (Μεταφ. προκ. για στόμιο κανονιού): τα κανόνια εσπούσανε κι ανοίγασι τα μάτια| κι οι ρόδες εχαλούσανε κι εγίνουντα κομμάτια Τζάνε, Κρ. πόλ. 31013. Εκφρ. 1) Εις τα μάτια (κάπ.) = κατά τη γνώμη, κατά την κρίση κάπ.: να κάμεις το ίσιο και το καλό εις τα μάτια του Κυρίου Πεντ. Δευτ. VI 18· εκακοφάνην το πράμα πολλά εις τα μάτια του Αβραάμ ιπί αφορμές του υιού του Πεντ. Γέν. XXI 11. 2) Εμπρός στα ’μμάτια (κάπ.) (η έκφρ. και σήμ.) = ενώπιον, μπροστά σε κάπ.: βλέπω του εχθρού θάνατον εμπροστά μου| και γίνεται εκδίκησις εμπρός στα ’μμάτιά μου Αιτωλ., Μύθ. 2612. 3) Με ανοικτά τα μάτια = χωρίς ύπνο· (εδώ σε υπερβολή) με τεταμένη προσοχή: Του καίσαρος οι φάλαγγες φυλάου τα παλάτια| και μέρα-νύκτα στέκουσι με ανοικτά τα μάτια Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 340. 4) Με μαύρα μάτια (συνεκδ. προκ. για τα δάκρυα· πβ. την έκφρ. μαύρα δάκρυα, ά. μαύρος Εκφρ. γ): Τότες ημείς εφύγαμεν εις τα βουνά, στα όρη,| με μαύρα μάτια έκλαιγεν όποιος μας εθώρει Ιστ. Βλαχ. 1208. 5) Στάκτη εις τα μάτια = θόλωμα της όρασης, τύφλωση· πβ. τη σημερ. φρ. ρίχνω στάκτη στα μάτια (κάπ.): τον αισθητάν αντίπαλον κατάβαλον εν τάχει,| δος του δειλίαν, σκοτισμόν, τυφλάγρα όπου λάχει,| δος του στα χέρια κρατημόν και εις τα μάτια στάκτη,| στα σκώτια δίστομο σπαθί και στην καρδιά του σφάκτη Διακρούσ. 11421. Φρ. 1) Ανοίγουν τα μάτια (μου), βλ. ανοίγω Β́ 10. 2) Ανοίγω καλά τα αμμάτια μου (η φρ. και σήμ.) = εντείνω την προσοχή μου για να αντιληφθώ κ.: Άνοιξε καλά τα αμμάτια σου και γνώρισε τον καλόν σου σύντροφον εδά απού ήμαθες την αλήθειαν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 426. 3) Ανοίγω τα ομμάτια (κάπ.) (η φρ. και σήμ.) = κάνω κάπ. να δει καλά, διαφωτίζω· πβ. και ανοίγω Ά́ 5δ: άνοιξε τα ομμάτια τους ως διά να ιδούσιν| το φως σε το αληθινόν, εκ σου να φωτισθούσιν Ιστ. Βλαχ. 2703. 4) Βάνω το μάτι μου επάνου (σε κάπ.) = βλέπω, εξετάζω (με τα ίδια μου τα μάτια): είπες προς τους σκλάβους σου: «καταβάσετέ τον (ενν. τον αδερφό σας) προς εμέν και να βάλω το μάτι μου επάνου του» Πεντ. Γέν. XLIV 21. 5) Βάνω ύπνο εις τα μάτια (μου), βλ. βάνω (I) Ά́ 14. 6) Βγαίνουν τα μάτια μου, βλ. βγαίνω 1α φρ. 7) Βγαίνω (ομπρός) από τα μάτια (κάπ.), βλ. βγαίνω 24 φρ. (α). 8) Βλέπω με άγριο μάτι (κάπ.) (η φρ. και σήμ.) = έχω εχθρική διάθεση για κάπ.: ω τύχη φθονερή και βάσκανε, πόσα κακά φέρνεις εις εκείνους οπού ιδείς με μάτι άγριον Χίκα, Μονωδ. 89. 9) Βλέπω με τ’ αμμάτια μου (η φρ. και σήμ.) = έχω άμεση αντίληψη ενός πράγματος: Άλλο θαύμα εγίνηκεν εις τον καιρόν μου ’μέναν,| τά είδα με τ’ αμμάτια μου, εγώ τα ’χω γραμμένα Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 496. 10) Δεν έχω ομμάτια να δω (κάπ.) (η φρ. και σήμ.) = δεν προσέχω κάπ., αποφεύγω να τον δω: Ό,τι του ειπείς ουδέν σου ακούει (ενν. ο αβουγαδούρος), να ’πες ότι εβουβώθη,| ουδέν έχει ομμάτια να σε δει, να ’πες ότι ετυφλώθη Σαχλ., Αφήγ. 369. 11) Δε σφαλίζω αμμάτι = δεν μπορώ να κοιμηθώ· πβ. τη σημερ. φρ. δεν κλείνω μάτι: στην κλίνη μου πόσες φορές τα μέλη μου ακουμπίζω| και πάσχω ν’ αποκοιμηθώ κι αμμάτι δε σφαλίζω Στάθ. (Martini) Ά́ 276. 12) Έχω κάπ. σαν τα μάτια μου (η φρ. και σήμ.) = αγαπώ πολύ κάπ. και τον φροντίζω: έπρεπε, που τους τιμάς, όλοι να σ’ αγαπούσι,| να σ’ έχουν σαν τα μάτια τους, να σε μυριοδοξάζουν Κορων., Μπούας 152. 13) Κακύνω το μάτι μου σε κάπ., βλ. κακύνω Β́ (Φρ.). 14) Κάμνω μάτια, βλ. κάμνω Φρ. 15) Να χαρείς τα μάτια σου = (για δήλωση παράκλησης, ευχής· η φρ. και σήμ.): Πε μου, να ζεις και να χαρείς τα μάτια σου, κυρά μου,| αυτείνα τά προδώκασι τώρα την εξουσιά μου,| κρατείς τον πόθο σου σ’ εμέν στεριό κι εμπιστεμένο; Φαλιέρ., Ιστ.2 549. 16) Ξεφωτιζω τα μάτια μου, βλ. ξεφωτίζω. 17) Παίζω με το μάτι = κάνω νοήματα, γνέφω: με την άκρα του ματιού συχνιά του απιλογάτο (ενν. η Αρετούσα).| Εις κάποιο τρόπον εις τ’ αλλού ήπαιζε με το μάτι,| οπού γνωρίσασι κι οι δυο πως μια φιλιά τσ’ εκράτει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 2121. 18) Παίρνει κάπ. το αμμάτι μου (η φρ. και σήμ.) = βλέπω κάπ. φευγαλέα: ως με ’δε, μέσα εσύρθηκε στο μαγερειό και μπαίνει| τάχατες ογιά να χωστεί· κι εμένα τονε παίρνει| το αμμάτι μου, και το ζιμιό στο μαγερειό πετούμαι Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 35. 19) Στένω το μάτιν σε κάπ. = προσηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα και απειλητικά: Είτα το μάτιν του σ’ εμέν αρχίζει (ενν. το θεριόν) να το στένει| κι εκίνησε να πιλαλεί, απάνω μου να βγαίνει Πικατ. 21. 20) Φυλάγω (κάπ.) ως γιόν τα ’μμάτια (μου) = υπερασπίζομαι, προστατεύω (κάπ.)· πβ. και την αντίστοιχη σημερ. φρ. έχω κάπ. σαν τα μάτια μου: ας εμπεί (ενν. η ρήγαινα) εις την Κερυνίαν και ας την φυλάγουσιν ως γιόν τα ’μμάτιά τους Μαχ. 40827. 21) Χάνω τα μάτια μου = τυφλώνομαι· (εδώ μεταφ.): Οϊμέ, ποια μεγαλύτερη τρομάρα βλέπω ομπρός μου;| Βοηθάτε, γιατί έχασα τα μάτια και το φως μου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 134.ονομάτοι- οι, Ασσίζ. 1765 (γεν. πληθ. ονοματών), Μαχ. 303, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 1737· ανομάτοι, Μαχ. 9632, 11810-11, 27616, 35626, 41832, 4341, 45822, 5566, Βουστρ. 436, 446, 447, 454, 461, 528, 540· νομάτοι, Ερμον. Ν 187, Βίος Αλ.2 122, Άσμα Μάλτ. 62, Χρον. σουλτ. 13812, Διγ. Άνδρ. 35824, 38812, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. 25v, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 64712, Ροδινός (Βαλ.) 216, Τζάνε, Κρ. πόλ. 17522, 29111, 3742, 42221, 47016.
Από τη γεν. πληθ. του ουσ. όνομα κατά το σχήμα των ανθρώπων - οι ανθρώποι (Ανδρ., Λεξ., λ. νομάτοι και Χατζιδ., Αθ. 1, 1889, 251). Ο τ. ανομάτοι στο Somav. (λ. νομάτοι) και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 454, Λουκά, Γλωσσάρ. 45, λ. ανοματός, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ. 62). Ο τ. νομάτοι στο Somav. και σήμ. Λ. ονόματος στην Κ. Ιταλία και Σικελία (Caracausi 417). Εν. ανομάτος, ανοματός, νομάτος και νοματός σήμ. στην Κύπρο (Φαρμακ., Γλωσσάρ., 83, Λουκά, Γλωσσάρ. 45, λ. ανοματός). Λ. ανουματαίοι και νουματαίοι σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά́ 49, Λάζαρης, Λευκαδ. 117, λ. νομάτοι). Η λ. στο Somav., ό.π. και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β́ 702).
Άτομα, πρόσωπα: Ακόμα εσκότωσαν έως εβδομήντα ονομάτους μεγάλους ανθρώπους του Σουλτάν Οσουμάν Κώδ. Χρονογρ. 62· εφέραν μίαν μεγάλην σανία, οπού την εβασταξαν δ́ ανομάτοι Μαχ. 8216· ήτον πλήθος πολύ, εκείνοι εκατόν νομάτοι και εγώ μοναχός Διγ. Άνδρ. 37128.παραβαίνω,- Δούκ. 19724, Κορων., Μπούας 43, 111, 137, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 357r, 364r, Πτωχολ. α 872, Ιστ. πατρ. 984, 15, 999, 18913, Λούκαρ., Διάλογ. 2205, Μπερτόλδος 41, Ροδινός (Βαλ.) 107, Διγ. O 850.
Το αρχ. παραβαίνω. Η λ. και σήμ.
Α´ Μτβ. 1) Περνώ δίπλα από κ., προσπερνώ κ· (σε μεταφ.): πρώτον μεν ανέστελλον ακάθεκτον την γνώμην,| όπως … δυνηθώ φυγείν την αμαρτίαν,| αλλά σαφώς αδύνατον πυρ παραβήναι χόρτον Διγ. Z 2695. 2) Παραβαίνω, αθετώ, δεν τηρώ κ.: Ιστ. πατρ. 17515, Διγ. Z 781, Ερμον. Ε 425. Β´ Αμτβ. 1) Παρακούω· αμαρτάνω: ως καρδιογνώστης Θεός … ήξευρεν ότι ο Αδάμ θέλει παρέβει και έδωσέ του τούτην την ολίγην άνεσιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 45v. 2) (Με την πρόθ. από + αιτιατ.) παραβαίνω, δεν τηρώ κ.: Κύριε, … δείξε … ένα από τούτους τους δύο … να λάβει τον κλήρον της δούλεψης τούτης και της αποστολής από την οποίαν επαρέβη ο Ιούδας Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 61· ποτέ του δεν ήθελε (ενν. ο εκκλησιάρχης) να ειπεί ή να παρέβει έξω από εκείνο οπού όριζαν οι θείοι νόμοι Ιστ. πατρ. 9821.παράδειγμα- το, Σπαν. A 415, Σπαν. P 197, Καλλίμ. 1757, Ασσίζ. 2611, Θεολ., Τζίρ. 35829, Λίβ. P 2053, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 402, 1512, Μάρκ., Βουλκ. 34319, 34517, Σκλέντζα, Ποιήμ. Α45, Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 188, Αχέλ. 96, 946, Πανώρ. Β 359 κριτ. υπ., Σεβήρ., Ενθύμ. 28, Ιστ. Βλαχ. 2833, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 7028, Λίμπον. 45, 107, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 391, Ροδινός Νεόφ. 232, Μπερτόλδος 52, κ.α.· παράδειγμαν, Ασσίζ. 3538, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2082.
Το αρχ. ουσ. παράδειγμα. Ο τ. και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 715). Η λ. και σήμ.
1) α) Παράδειγμα προς μίμηση, πρότυπο, υπόδειγμα: να έναι ο βίος των πατέρων εις τους νέους παράδειγμα και τύπος της παιδεύσεως Σοφιαν., Παιδαγ. 291· προκρίνομαι τους έρωτας να συνθαπτώ με σένα (παραλ. 3 στ.), να δείξω να συνθήσκουνται οπού πολλά αγαπούσιν| να γένω και παράδειγμα εις άπαντα τον κόσμον Αχιλλ. N 1691· προβλεπτής και διδάσκαλος (ενν. ο ιερεμίας ο Κατσαΐτης) εις πράξιν και θεωρίαν ετούτου του μοναστηρίου, τύπος και παράδειγμα κάθε βαθμού εκκλησιαστικού Ιερόθ. Αββ. 335· β) προηγούμενο πάθημα ή κακό που μπορεί να χρησιμεύσει ως μάθημα, παράδειγμα προς αποφυγή: Θα δώσω και παράδειγμα στον κόσμο, να θυμούνται| το θάνατο, και τα κακά να τρέμου, να φοβούνται Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21618· ει γαρ αυτό πεποίηκα, πυρίκαυστος γενοίμην,| παράδειγμα εν τοις λοιποίς πάσι τοις εν τῳ κόσμῳ Διγ. Z 803· του μοναχού τού στασιαστού, του λάλου, του φλυάρου| φοβείτω το παράδειγμα τους ομοφρόνους πάντας Προδρ. (Eideneier) IV 265. 2) α) Περίπτωση εφαρμογής φυσικού νόμου, αρχής, κανόνα· παράδειγμα για περιγραφή, επιβεβαίωση, απόδειξη, εξήγηση ενός γεγονότος, φαινομένου, κλπ.: Φίλους, γνωρίμους, συγγενείς, πάντας, μικρούς, μεγάλους| χωρίζει και διίστησιν αθρόον απ’ αλλήλων| ο κόραξ ο κακόφημος, ο κήρυξ του Θανάτου| εγγύς που το παράδειγμα και ο μάρτυς αφ’ εστίας Γλυκά, Στ. 43· Κερά μου, εκ την Αγίαν Γραφήν τα παραδείγματά σου| υπάρχουν και καλούτσικα είναι, μά την αλήθειαν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1951· Έχομεν δε παράδειγμα περί των τοιούτων τριχιών. Λάβε τρίχας ίππου ή εκ κεφαλής ανθρώπου ή πώγωνος και θες ταύτα εις ύδωρ Μάρκ., Βουλκ. 34611· Ομοίως και δι’ ετέρου παραδείγματος προσεκτέον περί του τοιούτου αμανίτου. Τα γαρ αγγεία … εμφύουσιν αμανίτας υπό της σήψεως της γης Μάρκ., Βουλκ. 34313· (συχνά με τα ρ. δείχνω, δίνω, λέγω, φέρνω)·: δεν το πιστεύω| η πονηρία της γυναικός να δέρνει φιλοσόφους,| α δεν με δείξεις σύντομα παράδειγμα ’ς το λέγεις Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1435· ίνα δω (ενν. ο λόγος τον Θεού) την πολιτείαν αυτού παράδειγμα της διδασκαλίας αυτού Ιστ. πατρ. 8712· εγώ να δείξω εις το παντός τώρα την απιστιάν της·| και λέγω σου παράδειγμαν, κερά, και πίστεψέ το Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1691· Μα φέρνω παραδείγματα, πασένας να νοήσει Τζάνε, Φιλον. 58316· δεν ημπορώ να πιστεύσω εις την ευγλωττίαν την εδική σου και εις τα όμορφά σου παραδείγματα οπού μου ήφερες Μπερτολδίνος 116· β) (νομ.) προηγούμενη περίπτωση που αποτελεί κανόνα: Εάν γένηται ότι ο βισκούντης ή οι σεργέντες του θέλουν να φέρουν μάρτυραν εις την αυλήν κατά τινος, ουδέν ημπορούν να το ποίσουν, ουδέ να ένι πιστευμένον, ούτε εκείνος, ούτε οι σεργέντες του, ως γοιον ένι τοιούτον παράδειγμαν Ασσίζ. 1032· γ) ειδική, χαρακτηριστική περίπτωση: ο δυστυχισμός μου| μ’ έκαμε να ’μαι μοναχός, ξόμπλι πολλά θλιμμένον,| παράδειγμα των ζωντανών και των απεθαμένων,| γιατί να ζω δεν ημπορώ, αλλ’ ουδέ ν’ αποθάνω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [526]. 3) Σημάδι, ένδειξη: εφάνη (ενν. ο Χριστός) ατός του έμπροσθέν τους απήτις έπαθεν … και με πολλά παραδείγματα τον είδαν και τους εφανερώθη Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 156. Έκφρ. εν παραδείγματι = για παράδειγμα: να είπω ως εν παραδείγματι … Σφρ., Χρον. (Maisano) 8011. Φρ. παίρνω παράδειγμα = παραδειγματίζομαι: έπαρε παράδειγμα από τους πρότερούς σου| εκείνους απ’ εκάθονταν κάποτε στο θρονί σου,| πως δεν εκυβερνήσασι να έχουν την ειρήνην| και έξω τους εδίωξαν από την αφροσύνην Ιστ. Βλαχ. 1505.παραιτώ,- Σπαν. (Λάμπρ.) Va 286, Καλλίμ. 1121, Φλώρ. 1139, Λίβ. N 1519, Ιστ. πολιτ. 919, Διγ. Άνδρ. 3168· απαρατώ, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) Πρόλ. 138, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1154]· παρατώ, Αχιλλ. (Smith) O 732, Θησ. Β́ [56], [457], Σκλέντζα, Ποιήμ. 1135, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 294, Διήγ. Αλ. G 2678, Μαλαξός, Νομοκ. 153, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) 212, Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. ά 118, Διγ. Άνδρ. 33534, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [559], Δ́ [1023], Χριστ. διδασκ. 290, Λεηλ. Παροικ. 598, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 29622, 45712, 5439· μέσ. παρατιέμαι, Θησ. Ά́ [1272].
Το αρχ. παραιτέομαι. Ο τ. απαρατώ σε έγγρ. του 17.-19. αι. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 503, 26, 1983, 433, 27, 1984, 394, Κονόμος, Εραν. 8, 1970, 237), στον Κατσαΐτ., Ιφ. Πρόλ. 101, Β́ 73, 112, Θυ. Γ́ 201 και σήμ. ιδιωμ. (Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ., λ. απαρατάου/ ‑ώ, Ηλιούδης, ΛΔ 15, 1989, 266). Ο τ. παρατώ, για το σχηματ. του οποίου βλ. Χατζιδ., Αθ. 1, 1889, 287-8, σε έγγρ. του 18. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 133, Τριανταφύλλου, Αθ. 71, <1969/70>, 1970, 26), στον Κατσαΐτ., Κλ. Προσφών. 41 και σήμ. Το μέσ. παραιτούμαι και σήμ. Η λ. σε έγγρ. του 17. αι. (Μανούσ., Θησαυρ. 6, 1969, 47), στο Βλάχ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) α) Εγκαταλείπω, απαρνούμαι κάπ.: Πώς κι εσύ μ’ απαρατάς ξένην και πικραμένην;| Κύρη, παιδί μονάκριβον μ’ έχεις, και να μ’ αφήσεις,| σήμερον να με σφάξουσι, δίχως να μου βοηθήσεις; Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ’ [812]· Μ’ αδίκησε του λόγου της με το να παρατήσει έναν,| που πάντα ... της είχε αγάπην καθαράν Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ’ [1016]· τον κύρη σου απαράτησε και κύρη εγώ σου τάσσω| να ’χεις εμένα κι εις ψηλές δόξες να σ’ ανεβάσω Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 332· β) εγκαταλείπω, αφήνω κατά μέρος κ.: Επαρατήσαν τα φορτιά κι ετρέχανε να φύγου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 41824· Την πίστη επαράτησε ο Καίσαρ και φονεύγει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 13· Ώχου, Μυρτίνε μου, να ζεις, ειδές να μη θελήσεις,| τύχη ακριβήν σαν τούτηνε να την απαρατήσεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1084]· μετάνοιαν εκάνασι με ευλάβεια περίσσα| και τες επιθυμίες τους όλες επαρατήσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2718· το βιζίρη εύρηκε (ενν. γείς λουμπαρδάρης) κι επήε μετά κείνο| και την αιτία παραιτώ και δε μιλώ, μ’ αφήνω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46614· γ) εγκαταλείπω (αξίωμα): εγώ με την ιδίαν μου θέλησιν και αγαθήν προαίρεσιν επαραίτησα το σκήπτρον και τον θρόνον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 346. 2) Σταματώ, παύω να: από τα τοιαύτα σκάνδαλα ..., επαραίτησαν οι μοναχοί του μοναστηρίου το να κάνουσιν αρχιεπίσκοπον εις το μοναστήριον και έκαναν μόνον ηγούμενον έναν ιερομόναχον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 215. 3) Παραμελώ, αδιαφορώ, δε δίνω σημασία σε κάπ.: και σεις δεν εβαρούσετε φωτιές και με μαχαίρι,| όταν το είχετε σφικτά εις το δικό σας χέρι|, αλλά τον παραιτήσετε (ενν. τον Τούρκο) τότες η αφεντιά σας| και πήρε σας την χώραν σας, τα κάστρη τα δικά σας Διακρούσ. 1019. II. Μέσ. 1) α) Εγκαταλείπω, απαρνούμαι κάπ.: γονείς του επαρῃτήσατο διά την εμήν αγάπην Λίβ. Sc. 2003· Δεν παρατιέσαι παντελώς τον αγαπητικόν σου, τον πλάνον, τον πικρότατον Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. β́ 19· πώς μας επαρατήθητε στον Άδην και κοιμάστε; Πένθ. θαν.2 70· β) εγκαταλείπω, παρατώ κ.: τόπον και χώραν την εμήν και γην και γονικά μου| και κόσμον και πατρίδα μου όλα παραιτησάμην Λίβ. N 1322· Όλες του κόσμου τες χαρές ας τες παρατηθούμεν Πένθ. θαν.2 19· παρατιώνται τ’ άρματα, όλα χάμου τα ρίχνουν Θησ. (Foll.) I 133· γ) παραιτούμαι από αξίωμα: παραιτείτο (ενν. ο βασιλεύς) την αρχήν εκ της αποτυχίας Καλλίμ. 1059· (αμτβ.): ος (ενν. ο πατριάρχης Γρηγόριος) και το σκάνδαλον αυξανόμενον ορών και την άλωσιν προλέγων παρῃτήσατο Ιστ. πολιτ. 1011. 2) (Προκ. για όρκο, υπόσχεση, κ.τ.ό.) αθετώ, αναιρώ: και όρκους αν είχες εκατόν, να τους επαραιτήσουν Λίβ. Sc. 616· οποίος λάβει αρραβώνας και παραιτήσεται τα γεγονότα, διπλάσιον δίδει τους αρραβώνας Ελλην. νόμ. 52728‑9. 3) α) Αποφεύγω κ., απέχω από κ.: Αρχή φιλίας έπαινος, αρχή δε μάχης ψόγος·| λοιπόν το ψέγειν παραιτού, εχθρόν μηδέν ποιήσεις Σπαν. (Μαυρ.) P 17· β) αποστρέφομαι κ.: το όνειρον ορέγετον ο νους μου να το βλέπω,| το φως επαρατούμου το εμίσουν την ημέραν Λίβ. N 559. 4) Σταματώ, παύω: άμε εις τον χορόν ατή σου| και το κλάημα (έκδ. κλαί‑) παραιτήσου Συναξ. γυν. 593. 5) Παραμελώ, αδιαφορώ, δε δίνω σημασία σε κ.: Όμως δε της μητρός αυτού ταύτα διδασκομένης| ου παρῃτήσατο παιδός την συμβουλίαν ταύτην Διγ. Z 1127. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = εγκαταλειμμένος: οι παρατημένες,| που ’ναι πάντα πομπεμένες,| πάσιν όλες εις τα μπουρδέλια Συναξ. γυν. 1207.παρηγορία- η, Προδρ. (Eideneier) I 210, IV 163, 460, Καλλίμ. 1116, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 239, 557, Βέλθ. 1122, 1140, Φλώρ. 293, 299, Ερωτοπ. 265, 441, 446, Λίβ. P 5, 470, Ιμπ. 163, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 74, Διγ. O 312, 2207, 2316, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14918, 19118, 42021 κ.π.α.· παρηγοριά, Φλώρ. 95, 259, 285, 295, 321, 1018, 1641, Λίβ. N 1463, Ιμπ. 160, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 17, 300, Απόκοπ.2 406, Κυπρ. ερωτ. 238, 13717, Πανώρ. Ά́ 161, 183, 223, Β́ 487, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 104, 501, 532, Β́ 176, Έ́ 462, Βοσκοπ.2 414, 431, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 132, 831, 888, 1006, 1122, 1416, 1739, 1789, Β́ 69, Γ́ 11, 53, 666, 1486, Δ́ 643, 713, 923, Έ́ 502, Στάθ. (Martini) Β́ 20, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 23, Γ́ 23, 392, Δ́ 550, Έ́ 327, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 12, Β́ 348, Διγ. O 947, 1881, 2429, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17218, 22428, 56115, 26, 56718 κ.π.α.· περεγοριά, Φαλιέρ., Θρ. 38· περηγοριά, Φαλιέρ., Θρ. 41.
[Το αρχ. ουσ. παρηγορία. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., Λουκά, Γλωσσάρ., στη λ. παρη(γ)ορκά, Παπαδ. Α., Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., στη λ. παρηορ#14ά, Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ́ 200). Ο τ. παρηγοριά και σήμ.]
1) α) Ανακούφιση από θλίψη, ψυχικό πόνο, αγωνία: Κόρη, μην είσαι έτσι άπονη· μη θες το θάνατό μου,| μα με καμιά παρηγοριά ’λίγανε τον καημό μου Πανώρ. Β́ 338· να είμαι εις παρηγορίαν σου διά την αγριότητα του τόπου Λίβ. P 1751· ο φρόνιμος αν δυστυχεί, μόνος παρηγορείται| ο δε μωρός αν δυστυχεί, μόνος παρηγοριάν ουκ έχει Σπαν. A 404· η μάννα μου να με ιδεί, να ’βρει παρηγορία Διγ. O 972· έκφρ. υιός παρηγορίας (προκ. για το Βαρνάβα· πβ. υιός παρακλήσεως, ΚΔ, Πράξ. 4, 4, 36): ο Ιωσήφ τον οποίον επονόμασαν οι απόστολοι Βαρνάβαν (το οποίον ερμηνεύεται υιός της παρηγορίας) Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) 217 φ. 54v· (συχνότ. προκ. για αγαπημένο πρόσωπο και σε προσφών.): εδά ’χουσι να δούσι| τα μάτια μου τό πεθυμού και τό ποθεί η καρδιά μου,| εκείνο τον τραγουδιστή που ’ν’ η παρηγοριά μου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 1356· Ήθελα εδά να κάθομουν με σεν, παρηγοριά μου, να εχαίρετον, ν’ αγάλλετον η ταπεινή καρδιά μου Ch. pop. 247· Κόρη μου αγαπημένη μου, φως και παρηγοριά μου,| πολυκλωνούσα ροδαρά, άσπρη τριανταφυλλιά μου Φορτουν. (Vinc.) Έ́ 307· β) (κατ’ επέκταση) ψυχαγωγία, διασκέδαση: Νίκα λοιπόν τα πάθη σου, ...|, για να νικήσεις εκεινούς, οπού ’χει ο λογισμός σου.| Και ζήσε με παρηγοριάν, κι ανάσανε δαμάκι,| έπαρ’ και συ καμιά βολά ξεφάντωσιν λιγάκι Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [15]· με συντροφίαν ευγενικήν συντροφιασμένος ήτον,| γεράκια και ζαγάρια, φαλκώνια και ξεπτέρια| τάχα διά περιδιαβασμόν και διά παρηγορίαν| διά να υπάγει με χαράν, θλίψιν να μη ενθυμείται Φλώρ. 293· γ) ενίσχυση, στήριγμα σε δύσκολη κατάσταση, δυσμενείς συνθήκες: να σ’ έχω εις το γήρας μου, να είσαι παρηγοριά μου Ιμπ. 193· μ’ όλον το στρατόπεδον εις την Βερόνα διέβη (ενν. ο μέγας βασιλεύς)| τον θαυμαστόν Μερκούριον έχων παρηγορίαν,| γινώσκοντα την πίστιν του και περισσήν ανδρείαν Κορων., Μπούας 110· εχάθη το κεφάλι σας κι όλη η παρηγοριά σας Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 297· Τα αδέλφια της λέγουσιν λόγους παρηγορίας Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 407· δ) (σε σχήμα εν διά δυοίν): παρηγοριάν και ρήματα ήρξατο (ενν. η Ταρσιά) να τον λέγει Απολλών. 665· ε) (είδος σύστ. αντικ.) λόγια παρηγοριάς: Μα ο γενεράλης φτάνει κει να τονε συμπονέσει| και να του πει παρηγοριές, εις αρρωστιά μην πέσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 42812. 2) Λύπηση, οίκτος: κι ερήμαξε (ενν. ο Σιληκτάρ πασιάς) τους χριστιανούς χωρίς παρηγορία Διακρούσ. 7816· εβγήκεν ο απάνθρωπος (ενν. ο Μπουσδουγάνης) έξω εις τα χωρία| έκοφτε τους χριστιανούς, χωρίς παρηγορία Ιστ. Βλαχ. 1128.παρρησία- η, Σπαν. A 135, Κομν., Διδασκ. Δ 164, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 139, Γλυκά, Στ. 411, Χρον. Μορ. H 7662, 8596, 8608, Χρον. Μορ. P 1619, Αχιλλ. (Smith) O 199, Ιμπ. 32, 457, 635, Χρον. Τόκκων 1379, 1438, Διήγ. Βελ. χ 137, 275, 278, 446, Θρ. πατρ. M 61, Διήγ. Βελ. N2 24, 96, 322, Θησ. Β́ [205], [363], [698], Δ́ [152], Θ́ [757], Ί́ [937], Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 453, 803, Κορων., Μπούας 91, 144, Πένθ. θαν.2 614, Σοφιαν., Παιδαγ. 95, Κώδ. Χρονογρ. 5018, 5720, Χρον. σουλτ. 13316, Ιστ. πατρ. 1938, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 52r, Παϊσ., Ιστ. Σινά 209, Βίος Δημ. Μοσχ. 346, Παλαμήδ., Βοηβ. 1377, Ιστ. Βλαχ. 852, Σουμμ., Ρεμπελ. 181, Διγ. Άνδρ. 40135, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3927, Πτωχολ. A 282, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1677], Διγ. O 2382, κ.π.α.· παρρησιά, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 65, Ιμπ. 636, 791, 820, 879, Θρ. Κων/π. διάλ. 139, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 313, Παρασπ., Βάρν. C 297, Διήγ. Βελ. N2 159, 282, Κορων., Μπούας 78, 90, 101, 117, 135, Βυζ. Ιλιάδ. 50, 488, 559, 1009, 1094.
[Το αρχ. ουσ. παρρησία. Τ. παρρησίγια σήμ. ιδιωμ. στη Λήμνο (Κρεκούκιας, ΛΔ 14, 1982, 14) και παρ#03ά στη Λέσβο (Γιαννουλέλλης, Πλωμάρι 172-3). Η λ. και σήμ.]
1) α) Θαρραλέα και ειλικρινής έκφραση γνώμης, παρρησία: Καλλίμ. 2399· Μετά μεγάλης παρρησιάς τότε και ευγλωττίας,| προς άπαντας (ενν. τους μπαρόνους) εσύντυχε (ενν. ο ρε Αλοΰζος), ως πρέπει της ’ξουσίας Κορων., Μπούας 29· β) θάρρος, τόλμη: Ευθύς λοιπόν ο μηνυτής εις το παλάτι σέβη,| κι εμπρός στον δούκα, ως έπρεπε, με παρρησιάν εδιέβη,| και προς αυτόν μετ’ ευγλωττίας τοιούτους λόγους είπεν Κορων., Μπούας 22· Απεχαιρέτησεν ο Αχιλλεύς και όλον το φουσσάτον| με παρρησίαν και ευτολμίαν και θράσος το τοσούτον Αχιλλ. (Smith) N 384. 2) Θάρρος, οικειότητα· εμπιστοσύνη (σε πρόσωπο που ασκεί εξουσία ή στο Θεό): επειδή είχε τόση πολλή παρρησίαν εις τον σουλτάνο, ότι έκαμε και εγίνη πρίντζιπος ο αδελφός του Χρον. σουλτ. 1101· αρχιερείς και ιερείς πρεπόντως τους τιμάεις,| και εις την αφεντίαν σου έχομεν παρρησίαν,| και ερχομέστε θαρρετά χωρίς την υποψίαν Ιστ. Βλαχ. 29· Ιδών δε ο αυτής ανήρ αυτής την ατεκνίαν| εκ βάθους της αυτού ψυχής Θεόν εξιλεούτο| και πρέσβυν παρεστήσατο μύστην του τηλικούτου| Ιάκωβον, τον ένδοξον απόστολον Κυρίου,| ωσάν νομίζων παρρησιάν έχειν προς τον Δεσπότην Φλώρ. 14· προς Θεόν ετούτος| είχεν μεγάλην παρρησίαν, ως ίδιον του πατέραν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 964· ώσπερ οπού συνομιλεί πατέραν του πολλάκις,| θαρρεί και λέγει προς αυτόν όσα και οία θέλει| ούτως ο προσευχόμενος και ψάλλων καταμόνας| λαμβάνει χάριν εκ Θεού κι ευρίσκει παρρησίαν Σπαν. P 65. 3) Άδεια· δικαίωμα: Περί του μη έχειν μοναχόν παρρησίαν προς μονάστριαν ιδίᾳ προσομιλείν Μαλαξός, Νομοκ. 231· παρρησίαν πλέον δεν έχει να λέγει δεν έχω, αλλά καταδικάζεται να πληρώσει το χρέος όλον ευθύς Zygomalas, Synopsis 188 E 74. 4) α) Μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα· πολυτέλεια: Ορίζει νά ’ρθουν οι άρχοντες όλοι εις το παλάτιν| τιμητικά, με παρρησιάν, έμορφα, λαμπρυσμένα| και στέφουν τον Ιμπέριον, παίρνει την Μαργαρώνα Ιμπ. 469· Με παρρησίαν ήλθασιν εις Κωνσταντίνου πόλιν,| σκήπτρα σηκώνουν θαυμαστά, χρυσά μετά μαργάρων,| και τέντες ολοτσάπωτες μετά χρυσά κουδούνια Διήγ. Βελ. N2 298· τι να γράψω και να ειπώ και πώς να το αφηγηθώ, |την παρρησίαν την θαυμαστήν εις το παλάτιν μέσα; Διήγ. Βελ. χ 496· β) γενναιοδωρία: εποίησεν τον γάμον| μέσα εις τα Γιάννινα, εις τα παλάτια απάνου,| με δόξαν και με παρρησιάν ατός του ο δεσπότης,| ώσπερ να ήτον αδελφοί γνήσιοι του δεσπότου Χρον. Τόκκων 2644· γ) τιμή: τον δέχονται Αργείοι (ενν. τον υιόν του Αχιλλέως)| μετά πλείστης παρρησίας,| ωσάν να ήτον ο πατήρ του,| αυτός Αχιλλεύς ο μέγας Λουκάνη, Άλ. Τροίας [446]· απέθανεν ο μισέρ Τζεντεφρές από ασθένειαν και έθαψαν αυτόν εντίμως μετά παρρησίας Δωρ. Μον. XXV· την παρρησίαν βλέπετε ήν έχει και το κλέος,| παρ’ όλους προκαθέζεται εγγύς του βασιλέως Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 65· ο Ιωσήφ ... εύρε παρρησίαν εις τον βασιλέα Φαραώ της Αιγύπτου διά την εξήγησιν των ονειράτων οπού του έκαμε, και τέλος κατεστήθη αυθέντης εις όλην την Αίγυπτον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 8· δ) τιμή, αναγνώριση· νομιμότητα: Εκ μιας δεκαεννέα (ενν. τέκνα)| εκ γαστρός υπήρχεν ταύτα| έννομα με παρρησίαν·| τους δε άλλους εν τοις οίκοις| γυναικών αποτεκόμην Ερμον. Υ 302· ε) μεγαλείο, δόξα: Πού ’ναι ο πλούτος Αχιλλέως; και πού έναι η ανδρεία; (παραλ. 1 στ.) Πού έναι η δόξα, η τιμή; και πού έναι η παρρησία;| Πού είναι τα ανδραγαθήματα, τά εφαίνουντα στον κόσμον; Βυζ. Ιλιάδ. 1144· Πόλη μου, το βασίλειον του ουρανού ομοιάζεις (παραλ. 1 στ.)· πλην η τρυφή εδιάβηκεν, αυτή η παρρησία| παρήλθεν και απέρασεν, ωσάν καπνός και πάχνη,| τα πράγματά σου έμειναν εις των Τουρκών τα χέρια Θρ. Κων/π. B 57· Ω Ρωμαίοι ευγενικοί, πού είν’ η παρρησιά σας;| Πού είν’ το κράτος πάλιν δε; Πού είν’ η αυθεντιά σας,| η κοσμοκρατορία σας και η μεγάλη δόξα; Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 73· στ) περιουσία· πλούτος, αφθονία (αγαθών): Πού εφθάρησαν οι θησαυροί, τα πλούτη τα μεγάλα,| οι παρρησιές κι οι δόξες τους και τα λαμπρά τους τ’ άλλα; Πένθ. θαν.2 134· πού είναι τα στολίδια σας και πού είναι οι φορεσιές σας,| πού είναι τα κρεβάτια σας και πού είναι οι παρρησιές σας; Πένθ. θαν.2 76. 5) α) Αξίωμα, εξουσία: την παρρησίαν τετραπλούν ήν είχες τότε πρώην| και δόξαν τε και αυθεντίαν πάλιν σε καταστήσω| και καπετάνον ποίσω σε εφ’ όλην την αρμάδαν Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 194· το στέμμα, το διάδημαν παίρνει το ο Βελισάρης,| την δόξαν και την δύναμιν, την παρρησίαν, τα πλούτη Διήγ. Βελ. χ 43· β) ισχύς, δύναμη· κύρος: Δυνάστης έναι, βασιλεύ, με άπειρον φουσσάτον,| πολλήν έχει την δύναμιν, πολλήν την παρρησίαν Αχιλλ. (Smith) O 125· εις τον τόπον ετούτον εδείχνανε μεγάλην παρρησίαν ο κάθε καπετάνιος, διότι έσερνε περισσούς ανθρώπους ο καθένας εις την συντροφίαν Σουμμ., Ρεμπελ. 160· οι άρχοντες Ρωμαίοι, πρώτοι της Ρωμανίας,| εκεί εις την Ανατολήν, που είχαν την παρρησίαν,| εκλέξαν διά αφέντη τους και βασιλέαν εποίκαν| εκείνον τον κυρ Θεόδωρον Χρον. Μορ. P 1208· Κουρούνα εθυσίαζε την Αθηνά θυσία,| να έχει εις τα όρνεα και κείνη παρρησία Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 982· γ) (προκ. για ήχο) δύναμη, ένταση: Εδώκασιν τα βούκινα με παρρησία μεγάλην Αχιλλ. (Smith) N 666. 6) α) Έπαρση, αλαζονεία· επίδειξη: Ο δε βασιλεύς Μαξέντιος ήλθε μετά παρρησίας μεγάλης να πολεμήσει τον μέγαν Κωνσταντίνον, λέγοντα ότι θέλει νικήσει αυτόν ως και πρώτα Χρον. 308· Σιγά περπάτιε, ταπεινά, την δόξαν παραιτήσου, (παραλ. 1 στ.) μη θέλεις του να φαίνεσαι τίνος και πόθεν είσαι,| να θέλεις έπαρσες πολλές και παρρησίες μεγάλες Φλώρ. 1142· Υιέ, αν έχεις χρήματα, υιέ, αν είσαι πλούσιος,| μη διασπάσεις τας οφρύς, μηδέ κενοδοξήσεις, (παραλ. 2 στ.) και πέσεις εις την παρρησιάν του πλούτου και της δόξης Σπαν. (Μαυρ.) P 419· β) (γυναικεία) ματαιοδοξία: Αρχοντικά εβάδιζε κι όλη ετεχνευέτον| να τους αρέσει πλιότερο εκείθεν που την βλέπουν.| Ουκ ήφερέν την προς αυτό τίποτες η αγάπη| που να ’χει κόρη τίποτες, μόνον η παρρησία οπὄν’ απέσω στην καρδίαν σ’ όλες τες κορασίδες,| που ’ρέγονται να δείχνουσι την εμορφία τους όλες Θησ. Γ́ [302]. 7) α) Μεγαλοπρεπής τελετή· εορτασμός· πανηγυρισμός: συναγμένου παντός του λαού, ιερωμένων και κοσμικών, εχειροτόνησεν αυτόν ο Ηρακλείας πατριάρχην εις την Παμμακάριστον, γενομένης παρρησίας μεγάλης και ευταξίας Ιστ. πατρ. 1165· Κάμνουν χαρές και σκιρτισμούς και παρρησίες μεγάλες.| Ετέρους γάμους πολεμούν μετά τιμής και δόξης Ιμπ. 888· ο Τούρκος επερίλαβε Χανία εις την Κρήτη. (παραλ. 2 στ.). Τότε αρχίσαν την χαρά κι ερίχνασι λουμπάρδες,| να κρούουν και τα τύμπανα, βούκιν’ ανακαράδες. (παραλ. 2 στ.). Πώς να το γράψω και να πω κι εκείνο πώς και πότε,| την παρρησία την πολλή, που κάμασιν ετότε; Διακρούσ. 9623· β) διασκέδαση: όστις εκείνος αγαπά τον πλούτον και την δόξαν,| την παρρησίαν την πολλήν, γέλια και παιγνίδια,| άχρηστα μετεωρίσματα, δεινές αισχρολογίες, (παραλ. 3 στ.) εκείνοι θέλουν, αδελφοί, κλαύσειν τε και θρηνήσειν Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 97. 8) (Ψυχική) διάθεση: κρατεί (ενν. η γυναίκα) να είναι οι παρρησιές της| τόσες όσες τις κάνει| τσ’ αγάπης η λωλάγρα Πιστ. βοσκ. I 5, 172. 9) (Εκκλ.) βιβλίο λειτουργικής χρήσης στο οποίο καταγράφονταν ονόματα προς μνημόνευση στην Εκκλησία (Για το πράγμα βλ. Τωμ., ΕΕΒΣ 33, 1964, 226): έκαμα αργός ημέρες μθ́, έως ου με επήραν ͵ζχ́ και έγραψαν το όνομά μου κατά παρρησίαν εις την Μητρόπολιν να μνημονεύεται Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 54v. 10) (Η δοτ. επιρρ.) α) με θάρρος, ελεύθερα α1) (προκ. για θαρραλέα και ειλικρινή έκφραση γνώμης): Χρον. Τόκκων 1352, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 523· α2) (προκ. για πράξη): εις το μέσον έμπηκεν (ενν. η έλαφος),| εστάθη παρρησίᾳ,| άφοβος, ανεντήρητος, μη έχουσα δειλίαν Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 318· και όρισέν την (ενν. ο θεός την εντροπή) να φανεί, να πάγει παρρησίᾳ|, στον άνθρωπον να βρίσκεται, να έχει την αξία Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1035· β) δημόσια, φανερά: ΄Εκαναν οι χριστιaνοί δύο μεγάλας εορτάς παρρησίᾳ, με ιερείς φορεμένους με σταυρούς και φωταγωγίας ... τον οποίον Μέγαν Αγιασμόν εκατέβαιναν μετά παρρησίας και τον έκαναν εις τον Νείλον τον ποταμόν· όμως, αυτός φθονήσας, όρισε πλέον να μην γίνουνται αι τοιαύται εορταί παρρησίᾳ Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 191 δις· Εγώ παρρησίᾳ ελάλησα εις τον κόσμον και η βασιλεία μου δεν έναι από τούτον τον κόσμον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 271r· γ) (εκκλ., προκ. για μνημόνευση ονόματος σε ορισμένο σημείο της θείας λειτουργίας· για το πράγμα βλ. Τωμ., ΕΕΒΣ 33, 1964, 226) δημόσια: το μνημόσυνον, ήγουν να είναι γραμμένον το όνομα του Πάπα και να μνημονεύεται παρρησίᾳ, όταν λειτουργούν οι Πατριάρχες εορταστικώς Ροδινός (Βαλ.) 155· δ) ενώπιον κάπ., παρουσίᾳ κάπ.: αναγινώσκονται αι μαρτυρίαι όλαι παρρησίᾳ των δύο μερών Ελλην. νόμ. 57531. 11) (Η αιτιατ. επιρρ.) με θάρρος, ελεύθερα: Οι Γιαννινιώται άπαντες, μικροί τε και μεγάλοι,| άρχισαν να ευφημίζουσιν το όνομα του δούκα,| και παρρησίαν ελάλησαν αφέντην να τον φέρουν Χρον. Τόκκων 1431. Εκφρ. 1) Εν παρρησίᾳ = χωρίς δισταγμό, ανεπιφύλακτα: Ως ήκουσεν τα ρήματα ταύτα του βασιλέως,| ο Βελισάριος ευθύς σκύπτεται ταχυλέως,| εβγάζει το καπάσιν του, πίπτει εν παρρησίᾳ| και προσκυνεί, συντάσσεται συν πάσῃ προθυμίᾳ| τον ορισμόν του άνακτος πληρώσαι μετά έργου Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 41. 2) Κατά παρρησίαν = ενώπιον κάπ.: να είχαν υπάγει διά τον νοδάρον, οπού το είχεν κάμει (ενν. τη διαθήκη του Μπερτόλδου), διά να του το διαβάσει κατά παρρησίαν του (ενν. του βασιλέως) Μπερτόλδος 80. — Πβ. και παρουσία.παρρησιάζω,- Σπαν. B 130, Κομν., Διδασκ. Δ 162, Θησ. Β́ [901], Χρονογρ. (Λαμψ.) 246, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 50v, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 9, 352, Μπερτόλδος 39.
[Το αρχ. παρρησιάζομαι. Το ενεργ. ήδη μτγν. Τ. παρρησιάντζομαι σήμ. ιδιωμ. (Μηνάς, Ιδιώμ. Καρπάθου 140, λ. παρησιάζω). Η λ. σε έγγρ. του 17. (Πατρινέλης, ΕΜΑ 12, <1962> 1965, 134), 18. (Παπαστάθης, Αφ. Κριαρ. 259) και 19. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 15, <1968> 1972, 34, Κονόμος, Εραν. 8, 1970, 241) και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ., λ. παρησιάζομαι και Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., λ. παρησιάζω ‑ομαι).]
I. Ενεργ. 1) Παρουσιάζω κ. με θάρρος, φανερώνω, ομολογώ: εγώ δεν κρύπτω την αμαρτίαν μου, αλλά μάλλον την παρρησιάζω κατέμπροσθέν σου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 197v. 2) (Προκ. για ιστορία) παρουσιάζω, κοινολογώ· εκθέτω, αφηγούμαι: Και ως ουκ έπρεπεν ουδέ ήτον| άξιον να μην παρρησιάσω| την υπόθεσιν και τέχνας| του καλού πατρός εκείνου,| άγραφον να την αφήσω,| έγραψά την παραυτίκα Πτωχολ. α 967. 3) Καταθέτω ως μάρτυρας· (εδώ σε εκκλησιαστική αρχή): όταν μαρτυρήσουν (ενν. οι μάρτυρες), εάν θέλουσιν, εις αφορισμόν, μήπως και το κάνουν εχθροπαθώς ή διά δώρα, τότε γίνεται, όταν το παρρησιάσουν μεθ’ όρκου, απόφασή τους Νομοκριτ. 112. IΙ. Μέσ. Α´ Αμτβ. 1) Μιλώ με θάρρος, με παρρησία: Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 98, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 8719-20. 2) Αποκτώ θάρρος, οικειότητα, εμπιστοσύνη (σε κάπ.): Η προσευχή προς τον Θεόν μεγάλως οικειούται·| οπόταν γαρ η προσευχή γίνητ’ από καρδίας,| ώσπερ οπού συνομιλεί τον κύριν του πολλάκις,| θαρρεί, παρρησιάζεται, ως έθος προς εκείνον,| ούτως ο προσευχόμενος και ψάλλων καταμόνας| λαμβάνει χάριν εκ Θεού, ευρίσκει παρρησίαν Σπαν. A 133. 3) α) Παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι με θάρρος, ελεύθερα: ο άνθρωπος ο δίκαιος, οπόταν πέσει εις αμαρτίαν, φοβείται και κρυβύνεται από τον φόβον του Θεού ..., οπόταν πάλιν ο άνθρωπος αρχινήσει και κάμει αρετήν ..., τότες παρρησιάζεται πάλιν εις τον Θεόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 59v· β) παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι δημόσια: Εκείνη δε (ενν. η αυτοκράτειρα) ουκ ηγάπα παρρησιάζεσθαι, αλλ’ ήθελεν εντός του οίκου αυτής ευρίσκεσθαι. ... Ειδέ και διά την της βασιλείας χρήσιν ανάγκη ην παρρησιασθήναι, τότε από της εντροπής τα μάγουλα αυτής εκοκκίνιζον Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 155, 156· γ) παρουσιάζομαι (μπροστά σε κάπ.): ο βασιλεύς πέμπει διά ταύτον (ενν. τον Μπερτολδίνον), και εκείνος παρρησιάζεται ομπροσθά Μπερτολδίνος 160· αποφάσισαν να παρρησιασθούν εις την βασίλισσαν και να της διηγηθούν το έργον Μπερτόλδος 40. 4) Αποκτώ δικαιοδοσία, εξουσία: το μικρότερον τό επάρει άνθρωπος κρυφά και φάγει αυτό, γράφουν αυτό οι δαίμονες, και εις την ανάβασιν της ψυχής, τότε έρχονται οι δαίμονες και φέρουσι τα χειρόγραφα αυτών και δεικνύουσιν αυτά των αγίων αγγέλων και παρρησιάζονται και αρπάζουσιν την ψυχήν από τας χείρας των αγγέλων Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XII 61. 5) Υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι: επαρρησιάσατο και ως δοκόφρων εματαιολόγησεν Κανον. διατ. Α 2085. Β́ (Μτβ.) παρουσιάζω, φανερώνω κ. δημόσια: ευκαιρίαν ευρών διά το τους βασιλείς περισπωμένους υπάρχειν ..., την αίρεσιν αυτού επαρρησιάσατο, ήν είχεν υποκεκρυμμένην χρονούς ικανούς, και νομοθέτης αυτών και διδάσκαλος εγένετο Ψευδο-Σφρ. 43822. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Εντυπωσιακός, μεγαλοπρεπής: Οι άρχοντες οι προεστοί θέλουν να τον τιμήσουν,| ένα αμάξι πλούσιον, πολλά παρρησιασμένον,| εποίκαν και ηφέραν το, κει πού ’τον ο Θησέος,| τέτοιο ου φάνηκε ποτέ εις τον απάνου κόσμον Θησ. Β’ [212]· Άρχοντες, αρχοντόπουλα έτρεχαν εις τον μόλον·| να είδες άμετρον χαράν, παρρησιασμένον στόλον| και παλληκάρια έμορφα, μυριοχαριτωμένα| εις την αρμάδαν έτρεχαν καλά λουρικωμένα Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 144· Η κεφαλή του Λυτρωτού πέλει ζωγραφισμένη| μεγίστη, ωραιόμορφος, πεπαρρησιασμένη Παϊσ., Ιστ. Σινά 944. 2) Αναγνωρισμένος, διακεκριμένος, ονομαστός: άριστος ψάλτης πεπαρρησιασμένος εν τέχνῃ Επιστ. κλήρου Καλλιπ. 15433. 3) Τίμιος· άμεμπτος, αναμάρτητος: Διατί να μην έχεις πρόσωπον παρρησιασμένον και καθαρόν, αμή να πλάττεσαι, να είσαι πανουκλιασμένος και να παραδέρνεις μέχρι θανάτου ...; Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 20629. Το ουδ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = θαρραλέα, ελεύθερη έκφραση (γνώμης), παρρησία: Δεν υποφέροντες δε οι αλιτήριοι το πεπαρρησιασμένον της γνώμης του, αλλά ορμήσαντες με βίαν προς την ανδρείαν της ψυχής του, έδωσάν τον τόσας πληγάς όσας ηδύνατο να δεχθεί εκείνο το κορμί Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 124.παύω (I),- Σταφ., Ιατροσ. 14404, Γλυκά, Αναγ. 366, Διγ. (Trapp) Gr. 273, Βέλθ. 196, Ερμον. Υ 226, Χρον. Μορ. H 1199, 7955, 8056, Χρον. Μορ. P 6772, 7301, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 89 κριτ. υπ., Απολλών. 673, Λίβ. Sc. 2279, Λίβ. N 3083, Μάρκ., Βουλκ. 34013, 35113, 18, Έκθ. χρον. 216, 3917, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 465, Αχέλ. 2129, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 882, Χρον. σουλτ. 6012, Ιστ. πατρ. 11620, 1979, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 61r, Πανώρ. Β́ 262, Διήγ. πανωφ. 55, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [1157], Δ́ [336], Διγ. O 2192, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28025, 28611, κ.π.α.· παύγω, Μαχ. 9025, 14825, 16816, 67415, Βουστρ. (Κεχ.) 1868, Κυπρ. ερωτ. 234, 594, 644, 9736, 10112, 11851, Πανώρ. Έ́ 32 κριτ. υπ., Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 870, Γ́ 271, 1635, Δ́ 1547, Έ́ 80, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1108, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1336], κ.α.· παύτω, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 433, Πανώρ. Β́ 263, Δ́ 361, Έ́ 32, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 103, Ά́ 70, Β́ 462, Δ́ 274, Έ́ 324, 336, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 150, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 14, Ά́ 121, Β́ 20, Δ́ 322, Έ́ 161, Διακρούσ. 7913, 8519, 16611, 4026, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15226, 16124, 2812, 3105, κ.α.· γ́ πληθ. παρατ. επαυόντησαν, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 305· μτχ. παρκ. παμένος, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1263].
[Το αρχ. παύω. Ο τ. παύγω, για το σχηματ. του οποίου βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 49, στο Meursius (λ. παύγειν) και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ́ 206, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.). Ο τ. παύτω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε ‑φτω (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 286). Η μτχ. παρκ. παμένος και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., στη λ.). Τ. παύγου σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 722, λ. παύκω). Η λ. και σήμ.]
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Σταματώ, διακόπτω, δίνω τέλος σε κ. α) (με αιτιατ.): Θρ. Κύπρ. M 349, Πανώρ. Γ́ 327, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 319, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 761· φρ. παύω τον δρόμον/το σπουδάζειν = βραδύνω το βήμα μου: τότες τον δρόμον έπαυσεν και σιγανά επερπάτει Πικατ. 253· εμείς στον Άδην σώνοντα σώνει κι η αδελφή μας,| κι εβάσταν βρέφος κι έρχετον και το στραφείν και δει μας,| εσκόλασεν το βιάζετον, έπαυσεν το σπουδάζειν| και βλέποντα τό ουκ έλπιζεν ήρχισε να θαυμάζει Απόκοπ.2 373· β) (με γεν.): Ούτως ακούσας παρευθύς ο Αχιλλεύς τους λόγους| εμαλακίστην την ψυχήν, έπαυσεν του πολέμου Αχιλλ. (Smith) N 1445· (εδώ με έναρθρ. απαρέμφ.): ας παύσω και του λέγειν Κομν., Διδασκ. Δ 398· (εδώ με ουσιαστικοπ. βουλητική πρόταση): Εν τούτῳ θέλω από του νυν να πάψω εδώ ολίγον| του να συντύχω, να ειπώ εκ τον δεσπότην Άρτας,| και να σας αφηγήσομαι αφήγησιν τοιούτην| περί του πρίγκιπος Μορέως Χρον. Μορ. P 3138· γ) (με δοτ.): ταις ασεβέσι ματαιοφωνίαις παύσε· διατί θέλουσι προκόψει εις μεγαλύτερην ασέβειαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Τιμ. Β́ β́ 16 σημ.· δ) (με δευτερεύουσα πρόταση) δ1) βουλητική: έπαψε να κλαίγει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 417· (εδώ με το σύνδ. και πλεοναστικά): θέλω από του νυν να πάψω και να λέγω| περί του ρήγα της Φραγκίας Χρον. Μορ. H 3464· (με άρν.): ήτονε εκεί ένας οποίος δεν έπαυτεν πάσα ώραν να την εγκωμιάζει (ενν. την Θεοτόκον) Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 433· δεν έπαυε (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) μέρα νύκτα να τηνε πολεμά (ενν. την Πόλιν) Χρον. σουλτ. 6012· δεν έπαυσε (ενν. ο πρώην πατριάρχης κύρης Μάρκος) να μηδέν γράφει εις τους αρχιερείς περί της υποθέσεως και συκοφαντίας αυτού Ιστ. πατρ. 10513· δ2) αναφορ.: Ενταύτα θέλω από του νυν να πάψω τά σε λέγω Χρον. Μορ. H 1333. 2) (Προκ. για ιερέα) απέχω από τα καθήκοντά μου κατόπιν επιβολής ποινής: Πρεσβύτερος από μέθης ή από αμελείας τινός αφήσει φωτιά εις το βήμα ή έξω εις τον ναόν και καώσιν βιβλία ή άλλα ιερά εκ των ευρισκομένων έσω εν τῳ ναῴ, να παύσει την λειτουργίαν χρόνον ένα Μαλαξός, Νομοκ. 137. 3) (Προκ. για συναισθήματα) κατασιγάζω, κατευνάζω, καταστέλλω α) (με αιτιατ.): Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 267, Διγ. Άνδρ. 32436· β) (με γεν.): έπαυσε (ενν. ο σουλτάνος των Αγαρηνών) και της κακίας ην είχε κατά του γένους Γραικών Ιστ. πολιτ. 3010· φοβουμένου του σουλτάνου μήπως εν τοις ζώσιν εστί (ενν. ο βασιλεύς Κωνσταντίνος) ... εύρον την κεφαλήν αυτού και ανεγνώρισαν αυτήν ... και ούτως έπαυσε του φόβου Ιστ. πολιτ. 2313. 4) Εμποδίζω, αποτρέπω κάπ. από το να κάνει κ.: Ιστ. πολιτ. 2414. 5) Ανακουφίζω, απαλλάσσω κάπ. από κ.: Το δε καλόν ποδαρικόν του μισθαργού σου τούτου| και του νεροφορήματος τον κόπον έπαυσέ σε Καλλίμ. 2060· Δίδει κι ελεημοσύνην (ενν. ο Καντακουζηνός)| με πολλήν δικαιοσύνην,| τους πτωχούς πολλά να παύει| και του είναι όλοι σκλάβοι Αιτωλ., Βοηβ. 362. 6) Ολιγωρώ, παραλείπω να κάνω κ.: ο ανήρ ος αυτός καθάριος και η στράτα δεν ήτον και να πάψει να κάμει την Πάσκα και να γλοθρευτεί η ψυχή εκείνη από τους λαούς της, ότι την προσφορά του Κύριου δεν επρόσφερεν εις το καιρό του Πεντ. Αρ. IX 13. Β́ Αμτβ. 1) α) Λήγω, σταματώ, τελειώνω: έπαψεν ο πόλεμος Χρον. Μορ. H 4092· έπαυσαν οι αδικίες Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 30v· ποτέ ουκ έπαυσεν ο θρήνος τους (ενν. των Τρώων) εις αύτον (ενν. τον Έκτορα) Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7285· (εδώ προκ. για αιμορραγία, με αιτιατ. προσωπική): εις την πληγήν της το ’βαλε (ενν. το μπλάστρι), ω θαυμαστή περίσσια| χάρις του χόρτου, παρευθύς οπού της τ’ αποθήσα,| οι πόνοι την αφήκασι, το αίμα τηνε παύγει Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [1336]· (με υποκ. δευτερεύουσα πρόταση): ο Αβραάμ και η Σάρα γέροντες, έρχουνται εις τις ημέρες· έπαψεν να είναι της Σάρας στράτα σαν τις γεναίκες Πεντ. Γέν. XVIII 11· β) τελειώνω, ολοκληρώνομαι: Τρεις μήνες την πανήγυριν του γάμου εκρατούσαν (παραλ. 1 στ.). Αφού ο γάμος έπαυσεν και όλ’ ευωχηθήσαν,| ο στρατηγός κι η σύζυγος του Διγεν’ ευχηθήσαν Διγ. O 2103· γ) (προκ. για φυσικά φαινόμενα ή στοιχεία της φύσης) εξασθενώ, κοπάζω· σταματώ: έπαυσαν οι σεισμοί και αι βρονταί Διήγ. εκρ. Θήρ. 1105· ο άνεμος έπαυσε και έγινε γαλήνη μεγάλη Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. δ́ 39· ήπαψε η φωτιά και την εσβήσα Λεηλ. Παροικ. 649· (με υποκ. δευτερεύουσα πρόταση): ψάλλετε προς τον Κύριο και να πάψει από να είναι φωνές του Θεού και χαλάζι Πεντ. Έξ. IX 28· (σε μεταφ.): Αν έπαψεν του πόθου το ψιχάδιν,| να γαληνώσαν προς εμέν οι χρόνοι Κυπρ. ερωτ. 10713· δ) (προκ. για καπνό) διαλύομαι: παύτει όλος ο καπνός κι εγίνη ξεκαθάρα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 36217. 2) Σωπαίνω, σταματώ να μιλώ (να διηγούμαι, να θρηνώ, κ.τ.ό.): Διγ. Άνδρ. 4094, Χρον. Μορ. P 1199· (σε προστ.): Λίβ. Esc. 3671 δις. 3) Σταματώ να κάνω κ., δίνω τέλος σε κ. α) (με κατηγορηματική μτχ.): έπαυσαν γαρ σφαζόμενοι, πολέμους συγκροτούντες Διγ. Z 4178· δεν επαύσαν τρέχοντες, αλλ’ επεριπατούσαν| μέρα και νύκτα Διγ. O 981· β) (με εμπρόθ. προσδ.): αν εκ του θρήνου έπαυεν, εστέναζεν καθ’ ώραν Λίβ. P 2319· δεν θέλει| να παύσει εκ τον πόλεμον Ιστ. Βλαχ. 132· παύσε από του στεναγμού, μη θλίβεσαι τοσούτον Λίβ. N 3124· ακούσας τούτο ο σουλτάνος έπαυσεν από τον θυμόν οπού είχε Ιστ. πατρ. 7916· Παρακαλώντας τους ο Μωυσής να παύσουσιν από την τοιαύτην άτακτον ορμήν ..., αυτοί μάλλον εφιλονίκουν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 63. 4) (Προκ. για συναισθήματα) καταλαγιάζω, υποχωρώ: ας πάψει ο τόσος σου θυμός κι η θέρμη τση καρδιάς σου Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 52· θε να πάψουν οι χαρές, να τους πλακώσει η πρίκα,| γιατί κοιτάζουν τ’ άρματα του Τούρκο πως πληθαίνου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 51024· άφτει| η πεθυμιά του πόθου μου που στην καρδιά δεν παύτει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 566. 5) α) Ησυχάζω, ηρεμώ: Όλα τα ζα ναπαύγουνται τες νύχτες,| αφόν εις την δουλειάν τους βάλουν τέλος,| κι εγώ ’δέ νύχταν παύγω ’δέ στον ήλιον Κυπρ. ερωτ. 11015· β) (προκ. για πόλεμο) παύω να διεξάγω πολεμικές επιχειρήσεις, απρακτώ: του γενεράλε έδιοξε κι είπε για να γυρίσου| και να χαλάσουν το φορτί και όλοι τως να εμπούσι| στη χώρα και να παύσουνε, να μηδέν πολεμούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45716· ωσάν εκάμανε οι χριστιανοί αυτές τις νίκες, εγυρίσανε και εδιάβησαν εις τους τόπους τους με τη νίκη. Αμή ο Τούρκος δεν έπαυε, μόνε τους επάτιε εις τα σύνορα και εστεκέτονε εισέ τόπους σιγούρους Χρον. σουλτ. 6913. 6) (Με την πρόθ. από + βουλητική πρόταση) απέχω από κ., αποφεύγω να κάνω κ.: ότι να ιδείς γαδούρι του μισούντα σου σταλίζει κατωθιό το γομάρι του και να πάψεις από να απαφήσεις αυτουνού Πεντ. Έξ. XXIII 5· ότι να πάψεις από να τάξεις να μην είναι εις εσέν φταίσιμο Πεντ. Δευτ. XXIII 23. 7) (Με την πρόθ. από + αιτιατ. προσώπου) αφήνω κάπ. ήσυχο, δεν ασχολούμαι με κάπ.: ετούτο το πράμα ος εσυντύχαμε προς εσέν (ενν. το Μοσέ) εις την Αίγυφτο ... : «πάψε από εμάς, ... ότι καλλιό εμάς να δουλεύγομε την Αίγυφτο από να αποθάνομε εις την έρημο» Πεντ. Έξ. XIV 12. 8) (Νομ., προκ. για δικαστή) αφήνω να περάσει ορισμένο χρονικό διάστημα από την έκδοση μιας απόφασης, μετά το οποίο οι διάδικοι μπορούν να ασκήσουν έφεση: Και παύει ο κριτής μέχρι και ημέρας ί και μετά τούτο κρατείται την δίκην ο άνθρωπος λέγων: «Αρνούμαι τα λεγόμενα ως λέγουνται και αιτώ τας αποδείξεις» Ελλην. νόμ. 5759. 9) ?(Νομ.) μεροληπτώ κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης: Οι κριτάδες ... εντέχεται να ποίσουν δίκαιον ... οδίχως να πάψουν, ότι ο νόμος λαλεί ότι οι κριτάδες πρέπει ... καλήν στράτα να περιπατούν της αληθείας και της κρίσεως και ... πρέπει το ίσο να κρίνουν τον μέγα και τον μικρόν, και τον πτωχόν και πένητα, ώσπερ τον πλούσιον και τον άρχοντα Ασσίζ. 2821. IΙ. Μέσ. Α´ (Μτβ.) σταματώ, διακόπτω, δίνω τέλος σε κ. (συν. ομιλία, διήγηση, θρήνο, κ.τ.ό.) α) (με αιτιατ.): τον θρήνον παυσαμένη Καλλίμ. 2259· παύομαι τον λόγον Βέλθ. 1348· β) (με έναρθρ. απαρέμφ.): Εις τούτο θέλω από του νυν να πάψομαι του λέγειν| περί τον ρήγαν Φράτσας Χρον. Μορ. P 3464· γ) (με δευτερεύουσα βουλητική πρόταση): Ενταύτα παύομαι απεδώ να γράφω και να λέγω| περί του Αλαμάνου εκεινού, του εξάκουστου στρατιώτου Χρον. Μορ. H 6813. B́ Αμτβ. 1) α) Λήγω, σταματώ, τελειώνω: Του λοιμού τοίνυν παυσαμένου, ... ήρξατο ο Θωμάς τας χήρας γυναίκας μνηστεύειν μετά των Σέρβων Ιστ. Ηπείρ. XII3· Πατριαρχεύοντος δε του κυρού Μαξίμου του λογίου τα της εκκλησίας άπαντα ειρηνικώς διέκειντο, παυσαμένων πάντων των σκανδάλων Έκθ. χρον. 3518· β) τελειώνω, ολοκληρώνομαι: Ποίημα δε ως ᾴδεται και κόπος τού εις τέλος διαλαμβάνει τοὒνομα και παύεται το μέλος Αξαγ., Κάρολ. Ε′ τίτλ.· γ) (προκ. για ποταμό, πηγή) στερεύω: τρέχουσιν από αρχών πολλών της λίμνης διακεχωρισμένοι ποταμοί εις εκατόν και ου παύονται Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 290· εκείνον το αλλόμενον ύδωρ εκαταφρύγη.| Σοφία γαρ ου δύναται ανθρώπου ερευνήσαι| πόθεν αι φλέβαι των πηγών επαύσαντο εκείσε Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 638. 2) Σωπαίνω, σταματώ να μιλώ (να διηγούμαι, να θρηνώ, κ.τ.ό.) α) (με κατηγορηματική μτχ.): Διγ. Z 493· β) (με εμπρόθ. προσδ. μετά από παράλειψη της μτχ. λέγων): Χρον. Μορ. H 8803.περιορίζω,- Ασσίζ. 333, 15230, 28130, 31522‑23, 31526, Πανάρ. 6528, 6623, 6826, Χρον. Τόκκων 2759, 2821, 2960, 3565, Σφρ., Χρον. (Maisano) 18020‑21, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 113, Αλεξ.2 672, 776, 781, 1045, 1948, Συναξ. γυν. 916, 1024, Κορων., Μπούας 34, 79, 97, Βεντράμ., Φιλ. 43, 123, Πεντ. Δευτ. III 5, Χρον. σουλτ. 1339, Σταυριν. 223, Ιστ. Βλαχ. 2674, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1539, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 108, Ψευδο-Σφρ. 56635, Πρόλ. άγν. κωμ. 30 (έκδ. ‑ργιο‑), Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 250.
Το μτγν. περιορίζω. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) α) Θέτω, καθορίζω όρια σε κ.· περικλείω κ. μέσα σε συγκεκριμένα όρια: δύο αδελφοί μοναχοί ... ξεχωνεύουν κύκλοθεν (ενν. του ναού), και κτίζουν τείχον, και περιορίζουν τον ναόν, και φράσσουν τούτον Χειλά, Χρον. 350· η δύναμις Βλαχιάς είν’ η Τρανσυλβανία, (παραλ. 3 στ.) γιατί ... είναι περιορισμένη,| βουνά πολλά ψηλότατα πάντοθεν κυκλωμένη Παλαμήδ., Βοηβ. 499· β) (μεταφ.) εμποδίζω κάπ. να κάνει κ.: Στρατιώτες μου, (παραλ. 9 στ.) θέλετε να μισέψετε, τινάς δε σας κρατίζει,| ουδέ ’μποδίζει σας κανείς, ουδέ σας περιορίζει Αλεξ.2 1762. 2) α) Φυλακίζω κάπ.: εάν κανείς άνθρωπος ... έδερέν τον διά άλλον και ένι ένοχος, ... πρέπει να τον περιορίσουν Ασσίζ. 4631· Κατά δε τον Σεπτέμβριον ... ήλθεν ο μέγας Κομνηνός κυρ Βασίλειος εκ της Κωνσταντινουπόλεως ...· ότε και τον μέγαν δούκαν, Λέκην τον Τζατζιντζαίον και τον υιόν αυτού ..., του ζην απεστέρησε, τον δε ανεψιόν αυτού κυρ Μανουήλ επεριόρισε Πανάρ. 6422· β) (προκ. για κλοπιμαία) κατάσχω: Εάν γένηται από ριζικού ότι κανέναν πράγμαν εκλέψαν και εκείνον το πράγμαν εδόθην να το πουλήσουν ... και το πράγμαν επεριορίσαν το διά κλεψιμιόν ... Ασσίζ. 19627. 3) Αφαιρώ τη δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης έξω από ένα χώρο· αποκλείω, πολιορκώ: Ο μεν βασιλεύς ... λαμβάνει στρατόν ... και ... περιόρισεν άπαντας εν τῳ Κεχρινᾴ Πανάρ. 7111· ο σουλτάνος έστειλε τον Αχουματ-πασιά εις την Πούλια με φουσσάτα ... και επεριόρισεν όλην την Πούλια ειπείν, και αιχμαλωσίαν πολλήν έκαμεν, άνδρες γυναίκες και παιδία Ιστ. πατρ. 12516· ήλθεν ο βασιλεύς Ιβηρίας Δαβίδ και επεριόρισε την Τραπεζούντα, αλλά απεστράφη κενός Πανάρ. 6220. 4) Εξουσιάζω, διαφεντεύω, κατέχω: Επήγα εις την Αίγυπτον κι είπαν μου περιορίζεις,| χρόνους πολλούς την Αίγυπτον εσύ γαρ την ορίζεις Αλεξ.2 2151· σ’ έκαμε (ενν. ο ύψιστος Θεός) περίδοξον αφέντην να ορίζεις,| όλοι να σ’ υποτάζονται να τους περιορίζεις,| να παραστέκουν εμπροστά με φόβον και με τρόμον Ιστ. Βλαχ. 1382· Χρυσόβουλλό ’παρ’ από μεν· ας γράφει να ορίζεις| όσα του πάππου σου ’δωκα εσύ να περιορίζεις Διγ. O 2174. 5) α) Κάνω αυθαίρετα δικό μου κ. που δεν μου ανήκει, ιδιοποιούμαι κ.: οι έγγονοι εκείνων των Νοταράδων και οι τρισέγγονοι ... εκράτησαν τα περίχωρα του ναού έκτοτε, και νομεύονται ταύτα ως οικεία, και περιορίζουν αυτά όλα· ... και αδικείται η εκκλησία Χειλά, Χρον. 350· β) λεηλατώ: εκίνησαν οι στρατιώται όλοι| τα οσπίτια να ανατρέχουσιν και να τα περιορίζουν· (παραλ. 1 στ.) τα πράγματα να επάρουσιν, τα σπίτια να κρατούσιν Χρον. Τόκκων 642. 6) α) (Προκ. για ανθρώπους) αιχμαλωτίζω: Και το σανδάλι έτρεψεν και φεύγει προς το βάθος·| οι Ρινισιώται ακούλιθα ώστε να το εφθάσουν (παραλ. 1 στ.) και η γαλιόττα ακούλιθα· ως το γουργόν γεράκιν| ως εν ροπῄ τους έσωσεν και επεριόρισέν τους Χρον. Τόκκων 2463· β) (προκ. για κάστρο) καταλαμβάνω, κυριεύω: Το κάστρο (ενν. των Κανδήλων) επεριόρισαν (ενν. οι Φράγκοι) και έξωθεν και μέσα Χρον. Τόκκων 796. 7) Βασανίζω, ταλαιπωρώ: αύξησεν ο λαός και επλήθαινεν ... έως οπού ασηκώθη άλλος βασιλέας εις την Αίγυπτον ... Αυτός επεριόρισε το γένος μας και έθλιψεν ... τους πατέρας μας Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 63v· (μεταφ.· πβ. περιορώ): κιανείς οπού δε με γνωρίζει,| και μοναχάς θωρώντας με το νουν του περιορίζει,| και πεθυμά ... να μάθει ποια ’μαι Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 10· Σκιας ένα δε θ’ αφουκραστώ, και άμε στον κακό χρόνο,| και μόνο τζαβαριάρεις με, το νου μου περιορίζεις Φορτουν. (Vinc.) Έ 245. Β́ (Αμτβ.) χάνω το μυαλό μου, παραφρονώ από τη χαρά μου: Χαρά μεγάλη και πολλήν οι γέροντες επήρα (παραλ. 3 στ.). Τις πιλαλεί στη μια μερά και τις γλακά στην άλλη,| όλοι επεριοριστήκασι με της χαράς τη ζάλη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 1166. II. Μέσ. 1) Παρεμποδίζω, αποκλείω· (μεταφ.): εδάκασα κι εφίλησα τα νόστιμά της χείλη| και το γλωσσάκι έπασχα να γλυκοπιπιλίζω (παραλ. 1 στ.). Και με την δολερήν αυτήν και σιδερήν καδένα| όλα τα πλια ακριβότερα ήσαν περιορισμένα Φαλιέρ., Ιστ.2 454. 2) Στενοχωριέμαι πάρα πολύ, βασανίζομαι: πικραίνομαι, κι έχω ζωήν καημένη,| οπ’ όλη περιορίζομαι, και δίδει μου η βουλή μου,| ατή μου με το χέρι μου, να πάρω την ζωήν μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [923]· φρ. ο νους (μου, σου, κλπ.) περιορίζεται = τρελαίνομαι, «χάνω» το μυαλό μου από τη στενοχώρια μου: ο νους των (ενν. των ξένων) περιορίζεται, ου ξεύρουν να μιλήσουν, (παραλ. 1 στ.) παραμιλούν και περπατούν, αυτοί ’ναι βρουλισμένοι Περί ξεν. (Μαυρομ.) 53· Έχω φαρμάκια περισσά, έχω χολές μεγάλες, (παραλ. 2 στ.) τα μέλη μου ετρόμαξαν, ο νους μου επεριορίσθην Περί ξεν. (Μαυρομ.) 354. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Έγκλειστος· φυλακισμένος: ως δε ιάθη από του λαβώματος, περιορισμένου δε όντος και φυλαττομένου οπωσδήποτε περί το Δυρράχιον, απατήσας τους φυλάσσοντας έφυγε Σφρ., Χρον. (Maisano) 16217· Και χρόνους τρεις εκάθετον απέσω εις τον πύργον| περιορισμένος, άτυχος, τυφλός και βουλωμένος Διήγ. Βελ. N2 70. 2) Τρελός, παράφρονας (από λύπη ή βάσανα): Στρέφεται επά, στρέφεται εκεί, ωσάν περιορισμένη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 295· Τυραννισμένη μου καρδιά, ...,| περιορισμένε λογισμέ, ζήση μου πρικαμένη Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 364· (μεταφ.): σαν τον είχε στερευτεί (ενν. η Αρετούσα), περίσσα ετυραννάτο (παραλ. 1 στ.). Επέρνα ...| αποσπερνές λαχταριστές κι αυγές περιορισμένες Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 24. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = φυλακισμένος: εάν ... είς άνθρωπος ... ένι δισνιασμένος εις την φυλακήν διά χρέος ..., και έρχεται και αγκαλεί τον αυτόν τον περιορισμένον έτερος άνθρωπος ... το δίκαιον ορίζει ... Ασσίζ. 5820.περιτέμνω,- Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 335r, Ιστ. πολιτ. 4119, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 62v, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Κορ. Ά ζ́ 18· γ́ πληθ. ενεστ. περιτέμνων.
Το αρχ. περιτέμνω. Το γ́ πρόσ. πληθ. ενεστ. περιτέμνων από μετρ. αν. (πβ. Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 300, 1095, 1098, 1205, 1352). Η λ. και σήμ.
α) (Ενεργ. και μέσ.) κάνω περιτομή: Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 127v, 238r, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ζ́ 23· β) (συνεκδ.) εξισλαμίζω: τούτους (ενν. τους νέους και ευρώστους εκ των αιχμαλώτων) ο αρχηγός νεόλεκτον στρατόν, κατά δε την αυτών γλώτταν γενίτσεροι, καλεί, ους και εις την αυτού δυσσέβειαν μετάγων και περιτέμνων οικείους αυτῴ κατονομάζει Δούκ. 17911· μετέρχοντ’ άλλοι θηρευταί κι αρπάζωσιν κἀκείνων,| κι άγωσιν εις Βυζάντιον πάντας και περιτέμνων,| βιαίως και τυραννικώς ή τους αυχένας τέμνων,| βασάνοις τιτρωσκόμενοι πιστεύσαι και συντάξαι| πλάνην την μωαμεθικήν ειλικρινώς δοξάσαι Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1097.περιτομώ,- Χούμνου, Κοσμογ. 952, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12225, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3177· πορτομώ, Πεντ. Γέν. XVII 10, 11, 12, 14, 23, 25 (έκδ. εμορτομήθην· διορθώσ.), 26, 27, XXXIV 15, 24, Έξ. XII 44, .Λευιτ. XII 3, Δευτ. XXX 6.
Από το περιτέμνω αναλογ. προς τα ρ. σε ‑τομώ (<θ. τομ‑ του τέμνω). Για τον τ. βλ. Hesseling [Πεντ. σ. XXVIII]. Η λ. στο Somav. (λ. περιτέμνω).
(Ενεργ. και μέσ.) κάνω περιτομή: κι εγιάγειρε (ενν. ο Αβραάμ) στο σπίτιν του να τον περιτομήσει| τον Ισμαήλ και αρσενικούς ένα να μην αφήσει Χούμνου, Κοσμογ. 953· ο Αβραάμ υιός ενενήντα εννέα χρόνω όντεν επορτομήθην τη σάρκα της ακροβυστιάς του Πεντ. Γέν. XVII 24· ο Θεός ... έδωκέν του (ενν. του Αβραάμ) διαθήκην για να περιτομάται Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 62v· (με σύστ. αντικ.): πορτομημό να πορτομηθεί γέννημα του σπιτιού σου και αγορά ασημιού σου Πεντ. Γέν. XVII 13· (μεταφ.): να πορτομήσετε την ακροβυστιά της καρδιάς σας και τον κούπρινά σας μη σκληρύνετε πλια Πεντ. Δευτ. X 16. — Βλ. και περιτέμνω.πέφτω,- Ασσίζ. 229, 13612, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 66, Σαχλ. N 395, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 44, Ερωτοπ. 402, 604, Λίβ. Esc. 2127, 3861, Αχιλλ. L 68, 947, Αχιλλ. (Smith) N 1147, Αργυρ., Βάρν. K 394, Μαχ. 4226, 29423, Ch. pop. 821, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 456, Αλεξ.2 1376, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4125, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 118, Βεντράμ., Φιλ. 178, Διήγ. Αλ. G 27719, Πεντ. Γέν. XV 12, Αρ. XXIV 4, Δευτ. XXII 4, 8, Αχέλ. 2532, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 2815, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 408, Πανώρ. Β́ 153, Γ́ μετά στ. 535, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 442, Χίκα, Μονωδ. 16, Διγ. Άνδρ. 39135, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1536, Β́ 1219, Γ́ 1569, Ροδολ. (Αποσκ.) Χορ. έ 12, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11030, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [844], Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 233, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 247, 248, Διγ. O 575, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15515, 1702, Μπερτολδίνος 106, Πωρικ. (Winterwerb) II 85, κ.π.α.· πέπτω, Ασσίζ. 1315‑6, 21, 32510, 34712, 38716, Λίβ. (Lamb.) N 510, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 902, 1075, 1516, 2183 κ.α., Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 312, Φυσιολ. (Legr.) 305, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 19119, Κανον. διατ. Β 217· πίπτω, Γλυκά, Στ. 256, Λόγ. παρηγ. L 120, Καλλίμ. 277, 1030, Διγ. Z 367, 3511, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1822, Βέλθ. 495, 1014, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7164, Ερμον. Θ 339, Ψ 236, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 96, Βίος Αλ. 2242, Απολλών. (Κεχ.) 336, 360, Λίβ. P 1754, Λίβ. Sc. 73, 1729, Λίβ. Esc. 116, Λίβ. (Lamb.) N 136, Λίβ. N 2185, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1981, Αχιλλ. (Smith) N 159, Δούκ. 375, Σφρ., Χρον. (Maisano) 11210, 17818, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι I 26, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 222, Συναξ. γυν. 102, Έκθ. χρον. 2022, 3219, Κορων., Μπούας 131 δις, Μαλαξός, Νομοκ. 279 δις, Ιστ. πολιτ. 126, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1108 ξγ́ 2, κ.π.α.· παρατ. έπεφθα, Τρωικά 5291, Ιστ. πατρ. 1141· έππεφτα, Θρ. Κύπρ. M 265, 721· αόρ. έππεσα, Μαχ. 623, 21421, 32416, 50612, 67814 κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 19217‑8, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 83, 99, 123, 126, 132· μέσ. αόρ. (γ́ εν. πρόσ.) επέσατο, Χρον. Μορ. H 5882· μτχ. παρκ. πεσωμένος, Πιστ. βοσκ. I 3, 57, Καλόανδρ. (Δανέζης) 83 (24v, 53v, 55r).
Από το αρχ. πίπτω (βλ. ΛΚΝ, στη λ., Ανδρ., Λεξ., στη λ.). Ο τ. πέπτω σε έγγρ. του 18. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 128) και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 726). Ο τ. πίπτω και σήμ. μόνο σε λόγ. φρ. (ΛΚΝ). Για τον παρατ. έπεφθα πβ. τ. πέφθω στο Du Cange (πέφθειν). Ο παρατ. έππεφτα και ο αόρ. έππεσα και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα, όπου και τ. ππέφτω (Σακ., Κυπρ. Β́ 730, στη λ., Χατζ., Λεξ., λ. ππέφτω). Για το μέσ. αόρ. επέσατο πβ. μτγν. μέσ. αόρ. επέσαντο (TLG)· βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 434. Η μτχ. παρκ. πεσωμένος στον Κατσαΐτ., Κλ. Β́ 312, 365 και σήμ. ιδιωμ. (Λάζαρης, Λευκαδ., Κοντομίχης, Λεξ. λευκ. ιδιώμ.). Η λ. πιθ. τον 3.-4. αι. (TLG), στο LBG και σήμ.
1) α) Κινούμαι προς τα κάτω παρασυρόμενος από το βάρος μου: Λίβ. P 114, 117, Λόγ. παρηγ. L 696· Σ’ ένα πηγάδι έπεσε σκύλος ενός ανθρώπου| και να τον βγάλει θέλησεν απάνω μετά κόπου Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 661· στο πέλαγος εγκρέμνισε (ενν. η αλουπού) κι έπεσε μοναχή της.| Επήραν την τα κύματα, στον λύκον την εβγάλα Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 460· (σε μεταφ.): εις πόσον κρεμνόν έπεσεν κακώσεως η ψυχή μου Λίβ. Esc. 1944· εις τον βυθόν γαρ έπεσε (ενν. η κόρη) του πόθου του Λιβίστρου Λίβ. Esc. 1526· φρ. πέφτω στον Άδη = πεθαίνω: Έχει στον κόσμο γιαγερμό όποιος στον Άδη πέσει; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 897· (για όπλα που εκτοξεύονται): κοντάρια και λαντζόνια έπιπταν ως το χώμα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4522· ο πόλεμος να τρέχει| σε τουφεκιές και σαϊτιές και να μηδέν κατέχει| άνθρωπος πού να φυλαχτεί και το κορμί του χώσει,| να μηδέν πέσουν εδεκεί μπάλες να τους σκοτώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 47920· β) (για φυσικά ή καιρικά φαινόμενα): Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 24, Σφρ., Χρον. (Maisano) 18628· επέφτασιν τα άστρη Παρασπ., Βάρν. C 451· στα μέρη ετούτα η βροχή με χιόνι να μην πέφτει Πανώρ. Έ 394 κριτ. υπ.· (σε μεταφ.): αστροπελέκι| δεν πέφτει καταφρόνεσης, μήδ’ άλλος φόβος στέκει,| μα όλο χαρές κι όλο δροσές έχου και ξεφαντώνου Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 52· γ) (για υγρά) κυλώ από ένα ψηλότερο σημείο σε ένα χαμηλότερο: Θέλω στενάξω εκ καρδίας πολλά και να θρηνήσω,| να χύσω δάκρυα πικρά, στα στήθη μου να πέσουν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 277· την λαύραν τούτηνε την διώχνει και την σβήνει| τούτο που πέφτει απάνου της τ’ αγίασμα Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [424]· δ) κατεβαίνω από ζώο, ξεπεζεύω, πηδώ: εσήκωσεν η Ρίβκα τα μάτια της και είδεν τον Ιτσχακ και έπεσεν από το καμήλι Πεντ. Γέν. XXIV 64. 2) α) Αποσπώμαι, αποκολλώμαι· μαδιέμαι: τα δόντια του (ενν. του γέρου) επέσασι, τα μάτια του θολάνα Γεωργηλ., Θαν. 422· ανισώς και ο ρήγας (ενν. των μελίσσων) να ’τον γέρος και από γεροντοσύνης να ππέσαν τα φτερά του και να μηδέν ημπόρησεν να πετάσει Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 114· Όταν πέφτουν τα μαλλιά του και τα γένια του ή μουστάκια Ιατροσ. κώδ. υμθ́· εφύσα ο άνεμος και έπεφταν πολλάκις τα άνθη Διγ. Άνδρ. 40018· β1) γεννιέμαι: εγαστρώθη (ενν. η Σάρρα) (παραλ. 1 στ.)· κι ολπίζαμε οι ταλαίπωροι, σαν πέσει το γομάρι,| να μεγαλώσει και να ζει με του Θεού τη χάρη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 47· καλλιά το ξεύρεις παρά μένα| πως όλοι εγεννηθήκαμε στη γη από κύρην ένα| και πως γδυμνοί μας έκαμε να πέφτομεν η φύση Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 279· β2) προέρχομαι, προκύπτω: Εκ της σελήνης έπεσεν εκείνη τας αγκάλας| και το λαμπρόν της μερτικόν απέσπασεν και απήρεν Βέλθ. 680· γ) (προκ. για έμβρυο) αποβάλλομαι: εβάλαν το (ενν. το ’γδίν) απάνω εις την κοιλιάν της και εκουπανίσαν πολλά πράματα, διά να ρίψει το βρέβος· και ο Θεός εγλύτωσέν το και δεν έππεσεν Μαχ. 21433· δ) (μεταφ.) αφαιρούμαι (από ένα σύνολο), δεν υπολογίζομαι: να χωρίσει του Κύριου τις ημέρας του χώρισμά του ... και οι μέρες οι πρώτες να πέσουν, ότι εμαγάρισεν το χώρισμά του Πεντ. Αρ. VI 12. 3) α) Από όρθια στάση σωριάζομαι στο έδαφος: Και περπατώ, κλονίζομαι, τρέμω και θέλω πέσει,| ουδέ γιατρός, ωσάν γροικώ, θέλει με ωφελέσει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 67· Τ’ αλάφι αποζυγώνοντας τόσα είμαι κουρασμένη,| οπού ’ρθα σ’ ώρα δυο φορές να πέσω λιγωμένη Πανώρ. Β́ 140· Εάν είς καμηλάρης αγωγιάζει τα καμήλια του εις κρασί ..., και γίνεται ότι τα καμήλια πέπτου, και γίνεται τίποτες ζημία απέ το φορτίν τους ... Ασσίζ. 32513· Οι Τούρκοι κατακόπτουνταν και ππέφταν πληγωμένοι Θρ. Κύπρ. M 707· Επέφτασιν οι χριστιανοί χαμαί μακελλεμένοι Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 307· β1) βαδίζω με αστάθεια, παραπατώ, σκοντάφτω: Ύπαγε, Σταφυλή κατηραμένη ... Το αίμα σου να πίνουν οι άνδρες ... και από τοίχον εις τοίχον να πίπτουν Πωρικ. (Winterwerb) III 127· β2) (μεταφ.) παραπαίω: πασαείς οπ’ αγαπά να γιάνει την ζωήν του| ας διώχνει τά πικραίνεται από την θύμησίν του (παραλ. 2 στ.), όχι να πέφτει, ώσπερ τυφλός, ώρες εδώ κι εκείθες Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 167· γ) (για οικοδομήματα) καταρρέω, γκρεμίζομαι: Γέγονε δε και σεισμός μέγας εν Κωνσταντινουπόλει ... και έπεσον τα τείχη της Πόλεως και ιμαράτια, και ναοί και οίκοι πολλοί ηφανίσθησαν Έκθ. χρον. 4812· τα θεμέλια τρέμουσιν, ο πύργος συντληάται,| και αν πέσει ο πύργος το βραδί, πλακεί τον νοικοκύρην Δευτ. Παρουσ. 369· δ) (για πλοίο) γέρνω: καθούριν έσωσε μετά βροχήν και χιόνιν| και άμα τῳ σώσειν ήρπαξεν πάραυτα το τιμόνιν·| τότε το ξύλον έπεσεν στ’ αριστερόν το πλάγι| κι εποίκεν κτύπον φοβερόν και ... ερράγην Απόκοπ.2 357. 4) α) Γονατίζω (για να προσκυνήσω ή να παρακαλέσω κάπ.): όλοι αντάμα πέζευσαν, πέφτουν και προσκυνούν τον Αχιλλ. L 841· Θέλω τηνε, ζητώ τηνε, πέφτω, παρακαλώ τη Πανώρ. Έ 339· φρ. πίπτω εις τα γόνατα = γονατίζω: Ευγενή Πάτροκλε φίλε,| νυν νομίζω τους Αργείους| να ’λθουσι με δουλοσύνη| κι εις τα γόνατα να πέσουν| και να με παρακαλέσουν,| ότι χρεία πολλή τους ήλθε Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΒ́ [379]· φρ. πέφτω εις τους πόδας/στα πόδια κάπ. = γονατίζω και ικετεύω κάπ., προσπέφτω: έπεσεν εις τους πόδας μου (ενν. η κόρη) και εφίλει τους και επαρεκάλει μοι Διγ. Άνδρ. 3723· με πάσα μου ταπείνωση στα πόδια σου να πέσω| κι όσο μπορώ και δύνομαι να σε παρακαλέσω| για δουλευτή σου ’μπιστικό και σκλάβο σου να μ’ έχεις Πανώρ. Γ́ 589· β) (με τις προθ. εις, προς + αιτιατ.) παρακαλώ θερμά, ικετεύω: σήμερον πέφτω εις εσάς να ζήσω, ν’ αποθάνω Αργυρ., Βάρν. K 298· ας αφήσομεν την οργήν ήν έχομεν και ας πέσομεν μετά δακρύων προς Κύριον, ίνα ελεήσει την αθλίαν μας ψυχήν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 370v· φρ. πέφτω εις την ελπίδα κάπ. = ζητώ τη βοήθεια κάπ.: έλεγεν (ενν. ο Ιωάσαφ): «Ω Ιησού Χριστέ μου, … να με φυλάξεις … από τούτους τους δαίμονας …». Και έκαμε τον σταυρόν του … και έπεσεν εις την ελπίδα του Χριστού Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 13721· φρ. πέφτω σε παρακάλιο = παρακαλώ: οι καβαλιέροι κι άρχοντες σε παρακάλιο πέσα| να μην του πάρει τη ζωή Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 32424. 5) α) Ξαπλώνω για να κοιμηθώ, πλαγιάζω: νυστάζω, πέφτω τάχατε, τυλίγομαι την κάπαν,| θέλω υπνώσαι, ουκ ημπορώ, ως έχειν αποκοιμούμαι Προδρ. (Eideneier) III 273-74 χφφ PK κριτ. υπ.· έπεσα ...| ... εις το κρεβάτι μου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 270· ενύσταξα και έπεσα εις τα γόνατα της κόρης και εκοιμήθηκα Διγ. Άνδρ. 37520· φρ. πέφτω εις πλάγιασμα, βλ. πλάγιασμα 1γ· β) (με την πρόθ. μετά + γεν. ή την πρόθ. με + αιτιατ.) συνευρίσκομαι ερωτικά: είς άνθρωπος κρατεί μίαν γυναίκα … και πέφτει μετά του και τεκνοποιών ... Ασσίζ. 37729· τόση ήτονε η κακή της γνώμη, απού ως και με τους δούλους της έπεφτεν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 415· ο Δαβίδ ο προφήτης εστόντα αμουρούζης της γυναίκας του Ουρία ... έππεσε μιτά της και αγγαστρώσεν την Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 96· γ) κάθομαι κάτω: Την εβδομάδα τω σκολώ μαζώνουνται και βγαίνου| στα περιβόλια, να χαρούν, και με τραγούδια μπαίνου| άνδρες, γυναίκες στα δενδρά· επέσανε να φάσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45525. 6) α) Αρρωσταίνω: Αυτού λέγει το δίκαιον διά εκείνον όπου πουλεί ού αγοράζει ένα σκλάβον ... απού πέπτει απού κακή αρρώστιαν Ασσίζ. 29029· πεσών τῳ πάθει της ελεφαντιάσεως Ιστ. πολιτ. 71· από την πίκραν την πολλήν έπεσ’ αρρωστημένος| κι ήρθε κοντά στον θάνατον Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [362]· (εδώ από έρωτα): με πικριές τέτοιας γλυκιάς αιτίας| να πέφτουν από πόθου τους άθλιοι και πονεμένοι,| διαπάς με παραπόνεσιν έστοντας βυθισμένοι΄ Φαλιέρ., Ιστ.2 3· β) (προκ. για όργανο του σώματος) φθείρομαι, καταστρέφομαι: αν εμαγαρίστην (ενν. η γεναίκα), ... να πρηστεί η κοιλιά της και να πέσει το μερί της Πεντ. Αρ. V 27. 7) α) Σκοτώνομαι στο πεδίο της μάχης: φωνές εβγήκαν παρευθύς και κλάηματα και πόνοι| σ’ εκείνους οπού έπεφταν και τους αρπούσαν φόνοι Αχέλ. 2051· (σε παρομ.): Αρχίνισαν τον πόλεμον μετά μεγάλου πλήθους (παραλ. 3 στ.)· ωσάν τα φύλλα έπεφταν οι Τούρκοι κι οι Τατάροι Ιστ. Βλαχ. 899· β) (κατ’ επέκταση) πεθαίνω: Ο πόλεμος ο φλογερός εκράτησε δυο μήνες (παραλ. 1 στ.) και χώρια από τους σκοτωμούς εκράτιε τσι κι ανάγκη| μεγάλη, κι αποθαίνασι Ρωμιοί πολλοί και Φράγκοι,| οπού ’τον τόσος θάνατος σ’ όλες αυτές τσι μέρες,| που πέφτανε καθημερνό νέοι και θυγατέρες Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15426· ίππος ο Βουκέφαλος εξασθενήσας πίπτει| και λύπην προεξένησε μεγάλην Αλεξάνδρῳ Βίος Αλ. 4641. 8) (Συν. με το επίρρ. απάνω ή την πρόθ. εις + αιτιατ.) α) ρίχνομαι, κινούμαι ορμητικά προς κάπ., πλησιάζω πολύ κοντά σε κάπ.: ιάτρευσε (ενν. ο Ιησούς) πολλούς, τόσον οπού να έπεφταν απάνου του να τον πιάσουν όσοι είχαν βλαψίματα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. γ́ 10· φρ. πέφτω απάνω εις κάπ., πέφτω εις τον τράχηλον/επί τους τραχήλους (κάπ.) = αγκαλιάζω κάπ.: υπήγεν και έπεσεν απάνω εις το νεκρόν σώμα του πατρός του και εκαταφίλει τον μετά πολλών δακρύων Διγ. Άνδρ. 40111· πατέρα και μητέρα του απεχαιρέτησέν τους,| έπεσεν εις τον τράχηλον και κατεφίλησέν τους Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 800· έπεσεν ιπί τους τραχήλους του (ενν. του πατέρα του) και έκλαψεν ιπί τους τραχήλους του ακόμη Πεντ. Γέν. XLVI 29· β1) χτυπώ πάνω, προσκρούω: Εάν γίνεται ... ότι είς άνθρωπος φορτωμένος ξύλα ού έτερον τίποτες γομάριν ... διαβαίνει ... και χαλά ού ρίπτει εκείνον τό εκείνος ο βουργέσης ... έβαλεν έξω του εσπιτίου του, ... ει δε γίνεται ότι κανείς άνθρωπος να εβρούθησεν με το ίδιόν του θέλημαν το υποζύγιόν του φορτωμένον ού τον άνθρωπον φορτωμένον, ένι κρατημένος να ανακαινώσει όλην την ζημίαν τήν να ποίσει εκείνος οπού έπεσεν επάνω εις το πράγμαν του βουργέση Ασσίζ. 36210· β2) (για πλοίο) προσαράζω: την οποίαν (ενν. βάρκαν) έστοντας να σηκώσουν και να την βάλουν μέσα εις το καράβι, έκαμαν βοήθειες και εζώνασι το καράβι· φοβούμενοι μήπως και πέσουσιν εις την ξέρην — και εκατέβασαν τα άρμενα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κζ́ 17· γ) (μεταφ.) παρουσιάζομαι: αυτός επαίρνει το παιδί και φέρνει το στο σπίτιν,| φέρνει το την γυναίκαν του, πολλά το καμαρώνει (παραλ. 1 στ.). Πέφτει ο πόθος εις αυτούς μεγάλως, εξαιρέτως,| βυζάνου, θεραπεύουν το, κηδεύουσιν το βρέφος Βυζ. Ιλιάδ. 157· (προκ. για το Άγιο Πνεύμα): ο Πέτρος ελάλει ετούτα τα λόγια και το Πνεύμα το Άγιον έπεσεν απάνω εις όλους εκείνους οπού άκουαν τον λόγον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ί 44· δ) (μεταφ.) επιζητώ, επιδιώκω κ.: εις πράγμα που ζητούμεν| εις κείνο έως ύστερον πέφτομεν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 4120. 9) α) Κινούμαι ορμητικά εναντίον κάπ. ή κ., εφορμώ, επιτίθεμαι: Διγ. Z 2629· ο άνθρωπος πέπτει εις το θηρίον και το θηρίον σφάζεται Φυσιολ. (Legr.) 369· έπεσαν εις τα χρήματα τα θαυμαστά του κάστρου,| τον πλούτον τον αρίφνητον εφθείραν, εχαλάσαν Βυζ. Ιλιάδ. 1051· (μεταφ.): Ο δε Θευδάς ... καλέσας ένα απού τα πονηρά πνεύματα το πέμπει, διά να δώσει πόλεμον εις την σάρκα του ανδρειωμένου στρατιώτου, του Σωτήρος Χριστού ... Το δε πονηρόν πνεύμα … πέφτει εις του λόγου του ανάπτοντας φλογερήν κάμινον εις την σάρκαν του Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11916· οργή του Θεού έππεσεν απάνω τους, διότι ήτον πολλά αγγρισμένος μετά τους διά τας αμαρτίας τους Μαχ. 1612· β) (προκ. για κακό, συμφορά, κ.τ.ό.) συμβαίνω, ενσκήπτω, πλακώνω: Όταν έναι αγάπη δεν μπορεί σκαντάλιση να πέσει Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 65· θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.| Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία Ανακάλ. 2· είπανέ μου (ενν. οι άρχοντες της Λακεδαιμονίας) πως εις την Λακεδαιμόνιαν έπεσεν τόσον θανατικόν, ώστε οπού εμείς δεν ημπορούμεν να θάπτομεν τους νεκρούς Διαθ. Νίκωνος 6. 10) α) Μειώνομαι σε δύναμη ή ένταση, λιγοστεύω, εξασθενώ α1) (για καιρικά φαινόμενα): βλέποντας τον άνεμον δυνατόν εφοβήθη ... και εμπαίνοντας αυτοί μέσα εις το καράβι, ο άνεμος έπεσε Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιδ́ 32· α2) (για συναισθήματα ή καταστάσεις): όπου ορίζει ο έρωτας πάσ’ όργητα τελειώνει| και πέφτει η μάνητα η παλιά όπου η νια αγάπη σώνει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 276· απήτι εδιάβηκα εκατό και άλλοι είκοσι χρόνοι,| και η ανομιά δεν έπεφτε, μάλλιοστας πλια φυτρώνει,| τότες όρισε ο Κύριος του Νώε ... (παραλ. 2 στ.) να μπούσι εις τον κιβωτό Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1431· β) παύω, σταματώ: του γενεράλε λέσι| από τσ’ ανθρώπους το κακό κι ο θάνατος ας πέσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5388· θέλου γραφτούν οι σύβασες κι ο πόλεμος να πέσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54414· φρ. πέφτουν τ’ άρματα = παύει η επίθεση: δώκαν την απόφαση για να παραδοθούσι.| Και φλάμπουρον εδείξανε, τ’ άρματα για να πέσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1745. 11) α) Νικιέμαι σε μάχη: Δέσποτα, ας πολεμούμεν,| μην πέσουν τα φουσσάτα σου και λάβεις ατιμίαν Αχιλλ. L 418· β) (για πόλη, κάστρο, κ.τ.ό.) κυριεύομαι, παραδίδομαι: Η καύχηση των Κρητικών (ενν. το Κάστρο) έπεσε κι εσκλαβώθη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56517· Ετούτ’ η χώρα δε μπορεί έτσι εύκολα να πέσει,| κι εμείς να τηνε δώσομε δεν είν’ στην εξουσιά μας Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 36512· γ) (προκ. για εξουσία) ανατρέπομαι: Πάντα σμικτές οι βασιλειές κάλλιά ’ναι φυλαμένες,| και μόνιες και ξεχωριστές πέφτου οι πολεμημένες Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 42· δ) (μεταφ.) υποκύπτω, ενδίδω: Μαγεύγου με τα λόγια σου και πέφτω και πλανούμαι,| μα μ’ όλα αυτείνα του αντρός τες δυσκολιές φοβούμαι Φαλιέρ., Ιστ.2 661· στην εμορφιά της την πολλήν αυτείνοι δύο πέσα Δεφ., Σωσ. 80· φρ. πέφτω εις το θέλημα κάπ. = υποχωρώ, δέχομαι, συγκατατίθεμαι στην επιθυμία κάπ.: Ω πατέρα μου, ύπαγε του σκοπού σου| και πέσε εις το θέλημα, κύρη μου, του υιού σου Τριβ., Ρε 88. 12) (Μεταφ.) α) χάνω το κύρος μου, ξεπέφτω: έχασεν απολογίαν εις την αυλήν, διά τούτο πλέον ουδέν πρέπει να εισακουστεί ουδέ να πιστευτεί εις μαρτυρίαν και έπεσεν οπρός εις την αυθεντίαν, ως γιον πρέπει να πάθει άνθρωπος άπιστος Ασσίζ. 536· τες δόξες έβλεπα (ενν. εγώ, η Αθήνα) και εχαίρουμουν γαλήνη (παραλ. 1 στ.). Με των καιρών τσ’ αντιστροφές ελείψαν τα σχολειά μου,| εχάθηκε το κράτος μου, επέσαν τ’ άρματά μου Λίμπον. 22· (προκ. για την πτώση του ανθρώπου από τον παράδεισο): φαγών ο πρώτος άνθρωπος από του καρπού του ξύλου της παρακοής, ευθύς εξόριστος γίνεται από της τρυφής του παραδείσου, ... και αντί της μακαρίας ζωής …, εις την αθλίαν και πολυβασανισμένην πέπτει Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5029· (προκ. για την πτώση του Εωσφόρου): ’ς ’περιψά εδόθησα (ενν. οι αγγέλοι), το κρίμα εκινήσα.| Και ο Θεός θωρώντας τους ...| ... απάνω απού τους ουρανούς εκαταγκρέμνισέν τους| κι επέσα κι εγενίστησα κι εμείνασι ως τελώνια| κι επήγασι εις την οργή κι εγίνησα δαιμόνια Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 992· (προκ. για την ενσάρκωση του Θεού): επειδή ο Θεός ηθέλησεν τον άνθρωπον να τιμήσει,| εξ ουρανού εκατέβηκεν, να πέσει εις αύτην την φύσιν Συναξ. γυν. 124· β) καταστρέφομαι· δυστυχώ: Αντάν ο εχθρός σου ππέσει ή χαλάσει μηδέν χαρείς απέ την ζημίαν του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 87· Σηκώνει η τύχη τσ’ άμαθους, τσ’ άγνωστους, πάσα ψεύτη,| κι ωσάν τη μπάλα ο φρόνιμος σηκώνεται και πέφτει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 128. 13) (Με την πρόθ. εις/σε + αιτιατ.) α) περιέρχομαι στη δικαιοδοσία κάπ.: ο Ρωμανός ως είδεν την δυναστείαν της βασιλείας και την ισχύν και εξουσίαν των Ρωμαίων ότι έπεσεν εις ... γύναιον ... Παράφρ. Μανασσ. 303· πέφτει εις την ελεημοσύνην του αυθέντη το κορμίν του να λάβει τοιούτην τιμωρίαν, ώσπερ να λάβει κλέπτης Ασσίζ. 22030· φρ. (1) πίπτω αποκάτω εις τους ορισμούς κάπ. = περιέρχομαι στην εξουσία κάπ.· υπακούω κάπ.: ο Θεός την όρισεν (ενν. την γυνήν) και έπεσεν αποκάτω| εις όλους του τους ορισμούς, να έναι εις το θέλημάν του Συναξ. γυν. 111· (2) πέφτω/πίπτω εις το χέριν/εις χείρας/στα χέρια κάπ. = (κυριολ. και μεταφ.) συλλαμβάνομαι· περιέρχομαι στην εξουσία κάπ.: εφάνησαν δύο κάτεργα γενουβήσικα και ήλθαν εις την συντροφίαν του. Ο κοντοστάβλης θωρώντα πως έππεσεν εις το χέριν τους ... Μαχ. 5262· θέλεις πέσει, άθλιε, εις χείρας του Σκεντέρη·| ότι ο Τούρκος ο εχθρός είναι πονηρευμένος Ιστ. Βλαχ. 1266· πέφτου| στα χέρια τότες τω Φραγκώ και τ’ άρματά τως θέτου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46117· αλί οπού πέσει εις χείρας του και οπού τον γνωρίσει (ενν. τον έρωτα)·| τον νουν του χάνει τον ταχύ, χαλά και την ζωήν του Διγ. Z 188· β) (μεταφ.) παγιδεύομαι, απατώμαι, πλανώμαι από κ.: υιέ μου, η ελικία σου μηδέν σε παραπαίρνει·| το νέον σου το εύμορφον μηδέν το καμαρώνεις (παραλ. 1 στ.)· εις κάλλος όπου έπεσεν έμεινε κομπωμένος Σπαν. O 35· φρ. (1) πέφτω εις τα νήματα κάπ. = παγιδεύομαι, συλλαμβάνομαι: το αυτόν όρνιον πέφτει εις τα νήματα κανενού πουλλάρη και πιάνει το Ασσίζ. 20020· (2) πέφτω/πίπτω εις τον δεσμόν/εις παγίδαν/σε βρόχια (κάπ.) = (μεταφ.) απατώμαι, πλανεύομαι: όποιος απόκτησε τον φόβον του Κυρίου (παραλ. 1 στ.). ... ποτέ δεν επλανέθη (παραλ. 1 στ.)· δεν έπεσεν εις τον δεσμόν εχθρού του βροτοκτόνου Ιστ. Βλαχ. 1367· δελεαστείς ο άνθρωπος πέπτωκεν εκ της δόξης (παραλ. 1 στ.)· η Εύα τον επλάνεσε, υιέ αγαπημένε·| διάβολον ουκ έβλεπεν, ει μη τον όφιν μόνον.| Ακούσασιν τον λόγον του, έπεσαν εις παγίδαν Σπαν. O 179· σε βρόχια κιανενός αντρός να πέσω δεν αφήνω Πανώρ. Δ́ 44· γ) υπόκειμαι (στον έλεγχο, την κρίση ή την τιμωρία κάπ.): θέλω ετούτο το μικρόν μου ποίημα να το λέγουν Άνθος Χαρίτων, και αν τύχει τίποτες πταίσιμον, είμαι βέβαιος να έναι εις την συνείδησιν εκεινού οπού το αναγινώσκει, και εγώ έως τώρα πέφτω εις την παίδευσίν τους και αφήνω το πταίσιμόν μου Άνθ. χαρ. 28917· πρόσεχε να μηδέν ψευσθείς εις τον βασιλέαν· και θέλεις πέσει εις μεγάλην οργήν και παίδευσιν και καταδίκην Ιστ. πατρ. 16415. 14) (Με την πρόθ. εις + αιτιατ.) α) περιέρχομαι σε μια κατάσταση: γυναίκα εχήρευσεν και ουδέν δύνεται εγκρατεύσαι, αλλά θέλει να πέσει εις δεύτερον γάμον Ελλην. νόμ. 5835· αρπάζετε τους κόπους των μετά την δυναστείαν| και εκείνοι πέπτουν εις πτωχείαν, πολλά κακοπαθούσιν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2502· πέφτοντας εις φόβον και χαράν ομού σύμμικτον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130· Όσοι γαρ αγαπώσι πέφτουσ’ εις μεγάλες έγνοιες και κινδύνους και φόβους Διγ. Άνδρ. 3348· β) υποπίπτω (σε σφάλμα, παράπτωμα, αμάρτημα, κλπ.): πέφτει (ενν. ο αυθέντης του σκλάβου) εις το πταίσμαν του αμαρτήματος ούτως ώσπερ απαύτα εκείνος να το είχεν ποιήσει διά χειρός του Ασσίζ. 15319· το κορμί έναι γιναμένον από την φύσιν … και πέφτει γλήγορα εις πάθη Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 32r· από την μέθην έπεσαν εις πορνείαν και εις μοιχείαν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 366v. 15) α) Kατασκηνώνω: Αναπετώ την τέντα μου, στένω το φλάμπουρό μου (παραλ. 1 στ.), δίδω βουλήν να μένομεν απέσω εις το λιβάδιν·| έλυσαν τα φαρία τους πάντες εις το λιβάδιν (παραλ. 2 στ.). Επέσαμεν αμέριμνα την όλην την ημέραν Λίβ. (Lamb.) N 651· β) στρατοπεδεύω: το ποτάμι επέρασεν (ενν. ο Αλέξανδρος) με όλα τα φουσσάτα του και έπεσεν εις το σύνορό μου κοντά Διήγ. Αλ. G 28614· ο μεν Ισαγγέλης έξωθεν της Τριπόλεως πεσών πάσαν μηχανήν εποίει προς το κρατήσαι το κάστρον Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 17· φρ. πέφτει η κατούνα μου, πέφτω την κατούναν μου = στρατοπεδεύω: Ο της Αιγύπτου βασιλεύς ήλθεν ο Φερδερίγος,| έπεσεν η κατούνα του με την υποταγήν του Λίβ. Esc. 2252· έπεσεν την κατούναν του (ενν. ο Βεδερίχος) με την παραταγήν του Λίβ. N 1985· γ) εγκαθίσταμαι: επλίκεψαν από την Χάβιλα ως τη Σουρ ...· ιπί πρόσωπα ολωνών των αδερφιών του έπεσεν Πεντ. Γέν. XXV 18. 16) (Με την πρόθ. εις + αιτιατ.) α) βρίσκομαι τυχαία σε μια περίσταση: Αυτούς οπού θέλουν το κρασί κάνε να τους αφήσεις,| κι αν πέσεις εις χαροκοπιά, βλέπε να μην μεθύσεις Δεφ., Λόγ. 154· οι Τούρκοι επεράσα| …, τους χριστιανούς επιάσα (παραλ. 4 στ.)· κι όλους στα καταλύματα τους δέσαν και τους πιάσα| κι εφέρασι ξύλα, κλαδιά κι εβάλα κι εσκεπάσα| κι άναψε κι εκαήκανε όλοι τως εκεί μέσα,| και δείχνω σας τι πάθανε κι εις είντα ώρα επέσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4225· β) συναντώ απροσδόκητα κάπ.: πέφτοντας απάνω εις τους εχθρούς τούτους, ούτε με το εξαφνικόν τούτο πράγμα εταράχθηκα ούτε πολλά εφοβήθηκα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130· (εδώ σε παροιμ. χρ.): αποφάσισε πως άλλην σωτηρίαν δεν έχουσι να γλυτώσουσι παρά το σπαθί τως, διότι όλοι οι τόποι τριγύρου είναι κλεισμένοι από τους ερημίτας Αράπηδες, και αν βάλουσιν εις τον νουν τως να φύγουσι, θέλουσι φύγει από τον λύκον να πέσουσιν εις το λεοντάρι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 397. 17) α) Αναλογώ· ανήκω, αποδίδομαι σε κάπ.: εκάτσαν ... και είδαν την ομάδαν του μηνίου του λαού και εμοιράσαν τα μεσόν τους ... και έππεσεν πασανού τον χρόνον από τρία πέρπυρα χρυσά Μαχ. 830· το δίκαιον ορίζει ότι όλον να ένι του αυθέντη του τόπου με δίκαιον του ποίου πέφτουν τα πάντα Ασσίζ. 1202· ημείς να κατορθώνομε και ημείς να πολεμούμεν,| η δόξα και το έπαινος να πέφτει εις εσένα Αργυρ., Βάρν. K 378· (εδώ σε μαθηματικούς υπολογισμούς): Μέθοδος των ζ́ απλή. Επτά σύντροφοι με ζ́ φλουριά εις ή μήνας εκέρδισαν φλουριά ιά· αν ήταν σύντροφοι θ́ εις μήνας θ́ με φλουριά ας́, τι ήθελεν τους πέσει; Rechenb. 402· β) (για οικονομική ζημία, ευθύνη, φταίξιμο, κλπ.) β1) επιβαρύνω: πουλεί το αμάχι την άλλην ημέρα διά παρκάτω, επάνω εις τίναν να πέσει η αυτή ζημία του παρκάτου και τις να την πλερώσει Ασσίζ. 31330· να σηκώσει βάρητα που πέφτουν στα παιδιά μου Λίμπον. 38· έπεσε όλο το κατάβαρο εις τους άρχοντας το πως να είναι αιτία ατοί τους και η βουλή να γίνουνται ετούτα τα καμώματα Σουμμ., Ρεμπελ. 165· β2) μοιράζομαι: Περί ναυαγίου, οπού ναυαγήσει το καράβι και ρίχνουν εις την θάλασσαν τίνα είδος, ότι πώς πέφτει η ζημία. ... ζημιώνουνται πάντες κατά το ποσόν της πραγματείας τους ... Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1239 κβ́ 2· γ) περιέρχομαι σε κάπ. (από κληρονομιά ή συγγένεια): το μερτικόν της μητρός κατεβαίνει των τέκνω της ... και ουκ ημπορεί ο πατήρ να εμποδίσει ούτε να παρκατεβάσει των τέκνων τό τους έπεσεν παρά της μητρός αυτών Ασσίζ. 38311· αν ... πεθάνει ο ρε Ούγγες, το ρηγάτον να πέφτει του άνωθεν υιού της κόρης του Λογής και μεν το πάρει άλλον παιδίν του ρε Ούγγε Μαχ. 9412· δ) λαχαίνω, τυχαίνω σε κάπ.: ας αποθάνουμεν στον κόσμον τιμημένα,| μάλιστα που μας έπεσεν καιρός πεθυμημένος| για την ελευθερίαν μας Παλαμήδ., Βοηβ. 235· φρ. πέφτω εις τον λαχνόν κάπ. = κληρώνομαι σε κάπ. (εδώ μεταφ.): εις τον οποίον (ενν. τον Χριστόν) και εταχθήκαμεν, ήγουν επέσαμεν εις τον λαχνόν του Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εφεσ. ά 11 σημ. 18) Μου επιβάλλεται ποινή, τιμωρούμαι: Εάν γίνεται ... ότι κανείς άνθρωπος δέρνει κανένα άνθρωπον έτερον ..., το δίκαιον κρίνει ότι εκείνος έπεσεν να δώσει του δαρμένου ρ́ δωδεκάρια Ασσίζ. 46214· ο εγγυτής οπού είχεν ομόσει τον άδικον όρκον να πέσει να δώσει της κρίσης τοιούτον τέλος, ως γιον χρεωστεί να δώσει άνθρωπος παράνομος Ασσίζ. 6622. 19) α) Σφάλλω, παρανομώ· αμαρτάνω: Υιέ μου, ειδέ και αν έπεσες, και αν έποικες και φόνον,| βλέπε γαρ την γυναίκα σου μηδέν τ’ ομολογήσεις Διδ. Σολ. Ρ 80· πάντα γαρ δέχεται Θεός, μόνον μη απογνώσεις·| οσάκις πέσεις, έγειρε· ουκ ήλθε γαρ καλέσαι| Κύριος δικαίους ..., αλλά τους αμαρτόντας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 233· β) κάνω λάθος, πλανώμαι: οι Ρωμαίοι πλανούν τον λαόν και βάλλουν τους εις αιρεσίαν … και λαλούν ψέματα και πέφτουν ως γιον τους Έλληνες και ονομάζουν πράματα άπρεπα τα ποία δεν είναι Μαχ. 6617. 20) (Μτβ., σε ιδιάζ. χρ.) ρίχνω κάπ. κάπου· (μεταφ.) οδηγώ κάπ. σε μια κατάσταση: Να ’χεις εσύ (ενν. Θεέ) τον ουρανόν, την άβυσσον εκείνος (ενν. ο αντιστάτης).| Και ωσάν εσύ του γίνεται τάχατ’ η αρχή τήν έχει| και πέπτει τον εις παρηγοριάν, της δόξης καν απέχει Δευτ. Παρουσ. 248. Φρ. 1) Μου πέπτει ανάγκη = αναγκάζομαι: Εις άλλον κόσμον, ήξευρε, εις άλλη γη και τόπον| μου πέπτει ανάγκη σήμερον, ξένε μου, να παγαίνω Ντελλαπ., Ερωτήμ. 3122. 2) Με/μου πέφτει δύσκολα/’ς βάρος = μου είναι δύσκολο: ακόμη δεν είναι καιρός σου και τώρα σε πέφτει δύσκολα, διότις είσαι ακόμη δώδεκα χρονών και δεν δύνεσαι ακόμη να πολεμήσεις θηρία Διγ. Άνδρ. 34323· Στην πόλιν να παγαίνουσι, α δεν του πέφτει ’ς βάρος Θησ. Θ́ [307]. 3) Μου πέφτει επιδέξιον/εύκολα = μου είναι εύκολο: αν είχεν γαρ την δύναμιν (ενν. ο βασιλεύς), να του έπεφτε επιδέξιον,| δείξει το ήθελεν καλά του μισίρ Ντζεφρέ εκείνου| το πως το έποικε άσκημον …| την θυγατέρα του να ευλογηθεί άνευ θελήματός του Χρον. Μορ. H 2532· να γράψομεν του βασιλέως ευθύς …| ενάντια του Μιχαήλ, κι όταν τον βασιλέα| φέρομεν εις την γνώμην μας να ’ναι με μας στερέα,| θέλει μας πέσειν εύκολα να τον αντισταθούμεν Παλαμήδ., Βοηβ. 733. 4) α) Μου πέφτει λόγος = λέω κ.: η γνώμη σου είναι καλή και του Θεού αρέσει·| μόν’ φύλαγε του λόγου σου και λόγος μη σου πέσει Μαρκάδ. 222· Πολλά τον επασκίσασι (ενν. οι αρχιερείς τον Ιησού), λόγος για να του πέσει| και αντίδικα του Αβραάμ τ’ όνομα να συθέσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2632· β) πέφτει «μια λέξη» από το στόμα μου = λέω κ.: απού το στόμα μου τ’ «όχι» δε θέλει πέσει,| μα πασανός τα χείλη μου «μετά χαράς» θα λέσι Πανώρ. Ά 287. 5) Να ’πεφτε φωτιά να μασε κάψει· πέσε, φωτιά, και κάψε = (σε κατάρα): Ανάθεμα στη μοίρα μας κι ας ήθελε μας θάψει| εδώ γή να ’πεφτε φωτιά τώρα να μασε κάψει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1966· Αέρα, πάψε, δροσερέ· πέσε, φωτιά, και κάψε| το Χοσαΐνη τον πασά, κι εσύ, ουρανέ μου, κλάψε! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22815. 6) Πέφτει η κεφαλή μου = τιμωρούμαι με αποκεφαλισμό: έκαμε την απόφαση (ενν. ο βιζίρης) να πέσει η κεφαλή του (ενν. του Χοσαΐνη),| κι ώστε να πει το λόγο του, είχαν του τηνε κόψει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4048. 7) Πέφτει ο κλήρος απάνω εις = επιλέγομαι με κλήρωση, κληρώνομαι: έδωκαν κλήρον εις αυτούς και έπεσεν ο κλήρος απάνω εις τον Ματθίαν, και εβάλθη και αυτός … αντάμα με τους άλλους ένδεκα τους αποστόλους Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 42r. 8) Πέφτει ο λογισμός/νους μου (εις) = σκέφτομαι: κτίσε παλάτια θαυμαστά ...· και βάλε την θυγατέρα σου εις εκείνα τα παλάτια μέσα, διά να μην πέσει ο λογισμός της εις έρωτα Διγ. Άνδρ. 31320· Τούτο σας λέγω, αυθέντες μου, αλλού μη πέσει ο νους σας,| το πέραμά σας να γενεί μέσον του Μεντοβόρου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 967. 9) Πέφτουν τα νεφρά μου, βλ. νεφρό(ν) Φρ. 1. 10) Πέφτουν τα πρόσωπά μου = σκυθρωπιάζω: οργίστην του Κάιν πολλά και έπεσαν τα πρόσωπά του Πεντ. Γέν. IV 5. 11) Πέφτω εις δρόμον, βλ. δρόμος 24. 12) Πέφτω εις κατηγορίαν, βλ. κατηγορία Φρ. 13) Πέφτω εις όρεξιν να ..., βλ. όρεξις ‑ξη Φρ. 11. 14) Πέφτω εις το προκείμενον = (προκ. για λόγο, αφήγηση) αναφέρομαι, σχετίζομαι με το θέμα: Ετούτον τον μύθον μου εδιηγούτονε η άνωθεν γερόντισσα, ο οποίος πέφτει εις το προκείμενόν μας τόσον, οπού δεν ημπορεί να ειπεί τινάς περισσότερον Μπερτολδίνος 115. 15) Πέφτω εκ τον ορισμό (κάπ.) = παρακούω, απειθώ (σε κάπ.): Με πονηριά εβάλθηκε (ενν. ο όφης) τον άνθρωπο να κάνει| να πέσει εκ τον ορισμό, μόνο για ν’ αποθάνει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1080. 16) Πέφτω κάτω, βλ. κάτω Φρ. 17) Πέφτω/πέπτω και αποθνήσκω/ν’ αποθάνω/να αποθνήσκω/να ψοφήσω = πεθαίνω: το είδος του προσώπου της (ενν. της γοργόνης) θάνατον γαρ εισάγει,| οίον γαρ ίδῃ, παρευθύς πέπτει και αποθνήσκει Φυσιολ. (Legr.) 883· ήλθε μου λακταρισμός να πέσω ν’ αποθάνω Περί ξεν. (Μαυρομ.) 330· ποτέ δεν ομιλεί (ενν. ο αβουγαδούρης) διχώς καλόν κανίσκι,| ανέναι και θωρεί άνθρωπον να πέπτει να αποθνήσκει Σαχλ., Αφήγ. 361· δεν υπάγεις (ενν. συ, ορτύκιν) πούπετε να πέσεις να ψοφήσεις,| αμή ήλθες και εκάθισες εν μέσῳ της τραπέζης Πουλολ. (Τσαβαρή)2 480. 18) α) Πέφτω εις θάνατο = πεθαίνω: ανίσως και θελήσετε εκ τον καρπό να φάτε,| θέλετε πέσει εις θάνατο και στη φωτιά να πάτε Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1071· β) πέφτω σε θάνατον/του θανάτου = είμαι ετοιμοθάνατος, κοντεύω να πεθάνω· (εδώ σε υπερβολή για να δηλωθεί μεγάλη στενοχώρια): από την πλήξιν ήλθασιν σε θάνατον να πέσουν Αχέλ. 1983· από το παράπονον κι εκ την αδημονίαν| ολιγοψύχησεν πολλά και έπεσεν του θανάτου,| και με τα ροδοστάματα με όλις εσυνήλθεν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 401. 19) Πέφτω στα πλάγια κάπ., βλ. πλάγιον Φρ. 2. 20) Πίπτει/πέφτει η αγάπη/ο πόθος μου εις κ. ή κάπ. = επιδίδομαι με ζήλο, αφοσιώνομαι σε κ. ή κάπ.: καθώς ετελείωσε το σωτήριον τούτο έργον ο χριστομίμητος πατριάρχης, έπεσεν ο πόθος αυτού και η αγάπη εις την μελέτην της θείας Γραφής και νύκτα και ημέρα εσπούδαζε Ιστ. πατρ. 1975· επειδή αρνήσθηκα συγγενείς, πατέρα και μητέρα, και έπεσεν η αγάπη μου εις εκείνον (ενν. τον άνδρα), ανάγκη ήτον και είτι ήθελεν με ειπεί να μην τον ακούσω κιόλα; Διγ. Άνδρ. 37222. 21) Πίπτουσιν οι ψήφοι εις = εκλέγομαι με ψηφοφορία: Εποίησαν ουν ψήφους (ενν. οι αρχιερείς) και έπεσον οι ψήφοι εις τον Θεσσαλονίκης και εποίησαν αυτόν πατριάρχην Έκθ. χρον. 4516. 22) Πίπτω εγγυητής = εγγυώμαι: συντύχετε (ενν. σεις, Αγάπη και Πόθε) τον Έρωτα, παρακαλέσετέ τον (παραλ. 2 στ.)· δι’ εμέ πέσετε εγγυηταί, λόγους καλούς ειπέτε Λίβ. P 2812. 23) Πίπτω εις βουλήν/έννοιαν/μελέτην/φροντίδα = σκέφτομαι, αναλογίζομαι: εις έννοιαν έπεσεν και συνεσκόπει ο νους του| και εσκόπει το πώς διέβαινε η γραία ...| δύσβατον τέτοιον ορεινόν Λόγ. παρηγ. O 244· έπεσον εις ετέραν φροντίδα και βουλήν και μελέτην, πότερον να έχωσι τον υιόν αυτού τον Μουράτην αγάπην και να παραχωρήσωσιν είναι αυτόν αυθέντην ... ή να φέρωσι τον Μουσταφάν ... και ποιήσωσιν αυτόν αυθέντην εις την Δύσιν Σφρ., Χρον. (Maisano) 1815. 24) Πίπτω εις κατηγόρημα, βλ. κατηγόρημα(ν) Φρ. 25) Πίπτω εις οργήν, βλ. οργή Φρ. 13. 26) Πίπτω/πέφτω εις συμβίβασιν/‑εις = συνθηκολογώ: μη δυνάμενοι δε (ενν. οι δύο δεσπόται) αντιμαχήσασθαι αυτῴ, έπεσον εις συμβιβάσεις, όπως δώσωσιν αυτῴ χαράτσιον Έκθ. χρον. 2012· εκ την στένεψιν την πολλήν που είδαν εκείνοι οι απέσω,| ότι ποθέν ουκ ημπορούν να έχουσι βοήθειαν,| έπεσαν εις συμβίβασιν κι εδώκασιν το κάστρον,| μεθ’ όρκου γαρ και συμφωνίες να έχουν τες προνοίες τους Χρον. Μορ. H 2821. 27) Πίπτω/πέφτω με δώρα, δωρήματα ή χαρίσματα σε κάπ. = προσφέρω σε κάπ. δώρα (ζητώντας συν. κ. ως αντάλλαγμα): με δώρα, με χαρίσματα να πέσουν στον σουλτάνον (παραλ. 1 στ.), όπου ήτον εις το χέριν του είτι ήθελεν να κάμει,| και εύχολα να εκάμνασιν το είτι εγυρεύαν Χρον. Τόκκων 2240· στον αμιράν να πέμψουν (παραλ. 4 στ.), να πέσουν με δωρήματα, με πράγματα να τάξουν,| αν ημπορέσουν τίποτε κατάστασιν να κάμουν Χρον. Τόκκων 3082. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = αμαρτωλός: σταυρωθείς, Χριστέ μου,| ανάστασιν δωρούμενος κἀμοί τῳ πεπτωκότι ... Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1822· Με χείρα ψυχοπόνεσης σήκωσε (ενν. συ, Μαρία) τους πεσμένους,| της αμαρτίας κοιμώμενους στον λάκκον και πταισμένους Σκλέντζα, Ποιήμ. 725.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Διδ. Σολ. Ρ 16, Διγ. (Trapp) Esc. 1854, Χρον. Μορ. H 391, 564, 6307, Περί ξεν. A 31, Λίβ. P 2367, 2441, Λίβ. Sc. 2490, 3224, Λίβ. N 2929, Αχιλλ. L 235, Αχιλλ. N 164, Αχιλλ. O 248, Χρον. Τόκκων 1276, Χούμνου, Κοσμογ. 639, 640, 1252, 1603, 1839, Αλεξ. 2347, Σαχλ. N 285, Σαχλ., Αφήγ. 398, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 174, Δεφ., Σωσ. 109, Πτωχολ. α 255, Ιστ. πατρ. 1884, Βακτ. αρχιερ. 135, 147, 163, 170 κ.π.α.· απαίρνω, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 344, Πόλ. Τρωάδ. 585, Χρον. Μορ. H 129, 138, 205, 397, 738, 1036, 1370, 1416, 1424, 5012, 5145, 6119, 7612, 7865, 9093, Σφρ., Χρον. μ. 429, 615-6, 8011, 12619, 12814, 32, 13213, 1404, 14226, Γεωργηλ., Βελ. 114, Ψευδο-Σφρ. 56420, 56635, κ.π.α.· απαίρω, Προδρ. I 173· επαίρω, Προδρ. II 19i (κριτ. υπ.), Λίβ. Sc. 149, Καλλίμ. 1763, Βυζ. Ιλιάδ. 28· παίρνω, Ασσίζ. 7826, 4284, Χρον. Μορ. H 8902, Αχιλλ. (Haag) L 1280, Πικατ. 352, ] Αιτωλ., Μύθ. 597, Θρ. Κύπρ. M 451, Χρον. σουλτ. 1107, Ερωφ. Δ΄ 561, Βοσκοπ. 260, Φαλλίδ. 119, Παλαμήδ., Βοηβ. 504, 746, Ερωτόκρ. Α΄ 1210, Β΄ 2273, Δ΄ 248, 500, 520, Ε΄ 387, Τζάνε, Κρ. πόλ. 18622, 22019, 24226, 38810, 5051, Αποκ. Θεοτ. II 84, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [49, 1218], Δ΄ [592], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 182, Ε΄ 84, Ζήν. Α΄ 300 κ.π.α.· ’παίρω, Χρον. σουλτ. 6412, Έγγρ. του 1634 (Βισβίζη, ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 7831)· προστ. ενεστ. έπαιρνε, Δεφ., Λόγ. 63· αόρ. ηπήρεν, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 59r.