Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Ροδινός, Σύν. μυστ. (Κακ.-Πάνου)

  • στέκω,
    Προδρ. (Eideneier) Δ́ 50 χφ K κριτ. υπ., 520 χφ K κριτ. υπ., Καλλίμ. 565, 1110, 1278, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1317, 1530, Χρον. Μορ. H 3862, 7999, κ.α., Xρον. Μορ. P 1487, 1993, κ.α., Σαχλ. Β́ (Wagn.) PM 547, Απολλών. (Κεχ.) 356, 677, Λίβ. διασκευή α 1479, 1593, κ.α., Φαλιέρ., Ιστ.2 128, 272, 353, Αργυρ., Βάρν. K 284, 354, Λίβ. Va 315, 509, 1317, κ.α., Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 100, 158, 316, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 137v δις, 141r, 204v, 374r , Πεντ. Γέν. XLV 1 δις, Έξ. VIII 16, Αρ. XXIII 15, κ.α., Πανώρ.2 Πρόλ. Απόλλων. 15, Β́ 153 É́ 141, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 27, Β́ 406, Δ́ 673, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3528, 62910 , Διγ. Άνδρ. 38833, 3891, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 156, 2123, Γ́ 1321, κ.α., Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 705, Γ́ 818, Έ́ 289, κ.α. Φορτουν. (Vinc.) B´ 73, Γ́ 192, 423, Δ́ 207, κ.α., Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α´ 27, 164, Γ́ 351, Δ́ 383, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ. - Αποσκ.) 26318, 4331, κ.π.α.· εστέκω, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 947, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1153· ιστέκω, Λόγ. παρηγ. L 453, Προδρ. (Eideneier) Δ́ 50 χφ V κριτ. υπ., 466 χφ V κριτ. υπ., Βέλθ. 391, 395, 561, 576, 580, 595, 946, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 830, 947 κριτ. υπ., Σαχλ. Ά́ (Wagn.) PM 258, Σαχλ. Β́ (Wagn.) P 129, 159, Σαχλ., Αφήγ. 585, Λίβ. διασκευή α 1226, 2591, 2612, 3826, Λίβ. Εsc. 373, 479, 1085, 1092, 2021, 2751, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1069, Αχιλλ. (Smith) Ν 501 κριτ. υπ., Χρον. Τόκκων 536, 786, 820, 1226, 1322 κριτ. υπ., 3357, 3358, Δευτ. Παρουσ. 126, Διήγ. Αλ. G 27812, 2871, Διήγ. Αλ. Ε (Lolos) 2613, 2753Κυπρ. ερωτ. 522· ιστήκω, Γλυκά, Στ. 119, Βέλθ. 786, 845, Λίβ. διασκευή α 440, 1059, 1172 κριτ. υπ., 1209, 2172, 2889, Χρον. τόκκων 2608, Hist. imp. (Iadevaia) IIc 965· στήκω, Λόγ. παρηγ. L 509, 551, Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 124, Δ́ 50, 466, Καλλίμ. 476, 1071, 1098, 1107, 2460, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 452, Χρον. Μορ. H 800, 1993, 6230, κ.α., Διήγ. παιδ. (Eideneier) 911 κριτ. υπ., Σατιρ. ποίημ. 2, Φλώρ. 407, 428, 763, 815, 989, Λίβ. διασκευή α 433, 562, 725, 975, 1024, 1031, 1179, 1197, 1226 κριτ. υπ., 1538, Λίβ. Εsc. 1124, 3826 κριτ. υπ., Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 60, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 12520, κ.α.· μέσ. στέκουμαι, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 493, Λίβ. Va 306, 459, 2285, Βουστρ. (Κεχ.) 7119 χφφ BM, Προσκυν. Κουτλ. 390 (Σινά) 14530, 14714, 14926‑27, Πεντ. Γέν. VII 4, 23, Έξ. V 20, Πανώρ.2 Πρόλ. 61, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 43, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 57, Μπερτόλδος 33, Μπερτολδίνος 112, Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 219, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ιή́ 16· γ́ πληθ. ενεργ. ενεστ. στεκούν, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5155· γ́ πληθ. υποτ. ενεργ. ενεστ. (να) εστήκουν, Λίβ. διασκευή α 1197 κριτ. υπ.· γ́ εν. ενεργ. παρατ. ήσθεκεν, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 716· γ́ εν. μέσ. ενεστ. ισθέκεται, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 12423· γ́ πληθ. μέσ. ενεστ. στέχονται, Ιμπ. (Yiavis) 753· ά́ εν. μέσ. παρατ. ιστέκουμουν, Λίβ. διασκευή α 1340· γ́ εν. μέσ. παρατ. εστέκοτου, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 312, 314· εστήκοτου, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 282· στεκότουν, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. E´ 1308· γ́ πληθ. μέσ. παρατ. εστεκόντησαν, Χρον. σουλτ. 4011, Χρον. σουλτ. προσθ. 604· ιστήκουντο, Λίβ. διασκευή α 1006 κριτ. υπ.· γ́ εν. αόρ. εστέθη· ’στέθη, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) AE 1012 · β́ εν. προστ. στα, Πτωχολ. (Κεχ.) Ρ 238, Λίβ. διασκευή α 724, 1429, 3860, Λίβ. Εsc. 646, 3726, Λίβ. Va 3441, Κυπρ. ερωτ. 451· στάθησε, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 319, 320, 445, Λίβ. διασκευή α 1792, Παρασπ., Βάρν. C 287, Λίβ. Va 1541· στάθου, Βουστρ. (Κεχ.) 2589, Κυπρ. ερωτ. 451, 13713· στέκα, Σουμμ., Ρεμπελ. 189, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 385, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 329, Γ́ 267, Δ́ 383, Έ́ 203, 205, 278· στέκει, Μορεζ., Κλίνη φ. 360r· μτχ. ενεστ. (άκλ.) στέκοντα, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 452, Θησ. Β́ [55], Ξόμπλιν φ. 123r, Κυπρ. ερωτ. 11630· στεκόντα· στήκοντα, Χρον. Μορ. H 3436, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 452 κριτ. υπ.· μτχ. αόρ. (άκλ.) σταθόντα, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 561· μτχ. μέσ. ενεστ. στεκάμενος, Μαχ. 42611, Χούμνου, Κοσμογ. 794, Κορων., Μπούας 77, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 641, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 267, 11311, 1898, 3868, 6275, Επιστ. Ηγουμ. 17535, Χίκα, Μονωδ. 84, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ά́ 11, Παύλ. Εβρ. θ́ 8, κ.α.
    Από τον αρχ. παρκ. έστηκα (του ίσταμαι) > ενεστ. στήκω (ήδη μτγν., όπως και τ. εστήκω) με επίδρ. του στένω (ΛΚΝ, Ανδρ., Λεξ., Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 315). Ο τ. ιστέκω και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. B́ 561)· για την ανάπτυξη του ι βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 463. Ο τ. στέκουμαι και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Το γ́́ πληθ. ενεργ. ενεστ. στεκούν από μετρ. αν. Η προστ. στα και σήμ. ιδιωμ. (Συμεων., Ιστ. κυπρ. διαλ. 158, Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. στε καλά-στα καλά, όπου και προστ. στε). Η προστ. στάθου και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Λουκά, Γλωσσάρ., λ. στέκομαι). Η προστ. στέκα και σήμ. ιδιωμ. (Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 453, λ. στάκα). Η μτχ. στεκάμενος στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., στη λ., ΛΚΝ, λ. στέκομαι). H μτχ. στεκούμενος στο Somav. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., ό.π., ΛΚΝ, ό.π.). Η λ. το 12. αι. (LBG), στο Meursius (στέκειν) και σήμ.
    Ενεργ. και μέσ. 1) α) Στέκομαι, σταματώ να προχωρώ, (παρα)μένω σε κάποιο σημείο: φεύγω και δε στέκομαι, και πάλι στρέφ’ ομπρός σου Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 156· αν μιλείς ή μένεις| ή και λογιάζεις ή θωρείς ή στέκεσαι ή παγαίνεις| ή τραγουδάς ή και γελάς, όλα ’ναι παραμύθια Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 1264· Μιλιάν ουδέν εδώκαμε γή στάσου γή πορπάτει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 658· Στέκου εις την πόρταν, διατί η κυρά σου είναι καθάρια και σπαστρική, και αν έλθεις αιφνιδίως μέσα, θέλει της κακοφάνη Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 21741· (μεταφ.): εις τον λαιμόν μου στέκονται (ενν. οι πικρίες) και δαπανίζουσί με Περί ξεν. (Μαυρομ.) 242· β) δεν πλησιάζω, μένω εκεί που βρίσκομαι: Ελάτε καθαρόκαρδοι και σπλαχνικά παιδία,| στέκετε εσείς οι πονηροί γεμάτοι κακουδία Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4859· γ) καταλαμβάνω μια θέση στο χώρο: παρευθύς επρόσταξεν το βέλος να σαλπίσει,| να συναχθούσιν άπαντες οικήτορες της χώρας,| οι πένητές τε και οι πτωχοί, την δίκην να δικάσουν.| Άπαντες εσυνήχθησαν, στέκονται κατ’ αξίαν Φλώρ. 397. 2) α) Βρίσκομαι κάπου: ο αφέντης ο πρίντσης εστέκετον εις τον ηλιακόν και, θωρώντα τους ανθρώπους πως ετρέχαν με μεγάλην φούριαν, όρισεν να σφαλίσουν τις πόρτες Βουστρ. (Κεχ.) 412‑13· Ήθελα να ’τον μπορετό να ’στεκες πάντα ομπρός μου,| μ’ αλήθεια στην επεθυμιά, στον πόθον είσ’ εχθρός μου Ch. pop. 640· (εδώ η μτχ. στέκοντα στη θέση γεν. απόλυτης με υποκ. το ουσ. ήλιος = όσο ακόμη δεν είχε βασιλέψει ο ήλιος): στέκοντα ηλίου επέσωσεν εις την Κερυνείαν Μαχ. 41234· β) (για πλοίο) στέκομαι, βρίσκομαι αγκυροβολημένος: Εδώθεν τον Άγιον Ανδρέα μίλια τρία, έναι μία βάλλη που στέκουν τα ξύλα το καλοκαίρι και έχει ριούντο με όστρια και με γαρμπή Πορτολ. Α 1292. 3) α) Στέκομαι σε κάπ. σημείο και επιτηρώ, φυλάγω: έτοιμη του να στέκεται (ενν. μία βάγια) τα ρόδα να σεβάζουν Φλώρ. 1619· Ο γενεράλες όρισεν όλα να ’τοιμαστούσι| καράβια με τα κάτεργα ογιά να σηκωθούσι| εις τα Καστέλια να ’λθουσιν απόξω να σταθούσι,| του Τούρκου τα πλεούμενα έξω να μην εβγούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26027· β) (εδώ σε προσωποπ.) στέκομαι κοντά ως βοηθός, προστάτης: Αυτή (ενν. η ελεημοσύνη) κοντά εις τον Θεόν έχει την παρρησίαν, λυτρώνει κάθε άνθρωπον από την αμαρτίαν·| στέκεται, παραστέκεται με το σπαθί στο χέρι Ιστ. Βλαχ. 1899. 4) α) Στέκομαι όρθιος, ορθός: μετά κείνον | (ενν. το χώμα) έπλασε (ενν. ο Θεός) και ήκαμε τον Αδάμη.| Κι εστόλισέν του τη ζωή κι είπεν του: «Γείρου, στάσου! …» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1026· Δένω γοργό τα χείρας μου, τρέχω και προσκυνώ τον (ενν. τον Έρωτα),| τρέμοντας και δειλιάζοντας όλος παρακαλώ τον (παραλ. 2 στ.). Και αυτός γελώντας λέγει με: «Στέκε, μηδέν δειλιάζεις| και άντρεψε την καρδίτσα σου και μην αναστενάζεις …» Φαλιέρ., Ενύπν.2 51· εκαρφώθηκαν όλοι τα ποδία τους, και από τον πόνον ουδέν ημπορούσα να σταθούν, αμμέ ’ππέσαν απούκουππα Μαχ. 48429· έστεκε εις τον θρόνον (ενν. ο πατριάρχης), και από την μέθην δεν ηπόριε να στέκει Ιστ. πατρ. 11320· Εξέπεσεν η τρούλλα της εκκλησίας, ... και έφερον μαστόρους· ... Και εποίησαν οι μαστόροι τότε καμάρας εις τον ναόν αποκάτωθεν έως άνω, και διαμέσου σφενδόνια, και περιέζωσαν τον ναόν, και εκρατήθη από τότε και στήκεται μέχρι του νυν Χειλά, Χρον. 350· (εδώ με τη μτχ. στεκούμενος πλεοναστικά): πρέπει του του καθενός θάνατον να θυμάται,| όταν στέκει στεκούμενος και πέφτει και κοιμάται Αλεξ.2 1376· (με τον εμπρόθ. προσδ. εις τα ποδία/εις τους πόδας μου, κλπ. πλεοναστικά): Όρισεν τον σιρ Τουμάς τε Μουντολίφ τον αδετούρην να ζητήσει τα ρηγάτα διά τον αδελφότεκνόν του έμπροσθεν της αυλής κατά το συνήθιν· ο ποίος εστάθην εις τα ποδία του και είπεν … Μαχ. 3062· από την μέθην την πολλήν ποσώς δεν ημπορούσαν| να στέκουν εις τους πόδας τους Ιστ. Βλαχ. 2054· β) (προκ. για ανάρρωση από αρρώστια) ξαναβρίσκω τις δυνάμεις μου, «στέκομαι στα πόδια μου»: με τα είδια τ’ ακριβά σε σωτηρίαν ευρέθη| και από την τόσην αρρωστιά εσύφερεν κι εστέθη Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1012. 5) Σταματώ για λίγο, κοντοστέκομαι, διστάζω: Ακάλεστ’ ήρθες (ενν. συ, Μαγδαληνή) στου Σιμώ και αντήρητα το γιόμα| και δεν εψήφας τι θα πει διά σε τινός το στόμα.| Τον πόνον είχες μέσα σου των αμαρτιών των τόσων,| και δεν εφάνη να σταθείς ουδεποσώς καμπόσον Σκλέντζα, Ποιήμ. 130. 6) Δεν κάνω καμία κίνηση, μένω ακίνητος: στάσου, μην ταράσσεις Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 1095. 7) α) Παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι μπροστά σε κάπ.: «Έβγα δα, κυρά, παρέξω,| κι έστειλέ με ο βασιλέας| να ιδώ την θυγατέρα,| την χιλιακριβήν σου κόρην,| να ιδώ να την γνωρίσω| από τι γενεά κρατιέται.»| Τότε βγαίνει το κορίτσι,| στέκεται ομπρός στο γέρον Πτωχολ. A 203· Έφθασεν και ο θάνατος σήμερον της φιδούλας (παραλ. 9 στ.). Και ο Αχιλλές την έλεγεν μετά πολλών δακρύων·| «Αν ήτον δρόμος, ομμάτια μου, να εστέκετον οπρός μου, (παραλ. 2 στ.) α δεν τον έθετα ως νεκρόν, ας με λιθοβολούσαν.| Αμή ως κλέπτης έρχεται, κανείς ουδέν το βλέπειν» Αχιλλ. (Smith) O 722· β) εμφανίζομαι ενώπιον του δικαστηρίου· δικάζομαι: Πάλι έρχεται το τέρμενον και αλλήλως εις την κρίσιν| ιστέκουν και δικάζουνται διά την υπόθεσίν των Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1052 (πβ. Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1069)· (προκ. για τη μέλλουσα κρίση): οπόταν θέλεις να εβγείς έξω διά να κρίνεις,| θυμήσου πρώτον τον Θεόν στον νουν σου να διακρίνεις,| πώς θέλεις να παρασταθείς και συ γυμνός στην κρίση| εκείνην την αδέκαστον, οπού ο κόσμος φρίσσει,| εκεί που μέλλουν να σταθούν χίλιαι χιλιάδες,| και βασιλείς και άρχοντες και μητροπολιτάδες Ιστ. Βλαχ. 1399. 8) α) Ζω, διαμένω (κάπου/με κάπ.): εστράφην (ενν. η Διονυσία) εις τον οίκον της, τον άνδραν της ελάλει:| «Εάν ου σφάξεις την Ταρσίαν, κατέσφαξε εμέναν,| ου δύναμαι να την θωρώ στ’ οσπίτιν μου να στέκει!» Απολλών. (Κεχ.) 493· ει τινος παιδίν γεννηθεί και ένι αρσενικόν, τρεις χρόνους πολεμεί με την μητέραν του, και απέκει τον επαίρνει ο πατήρ του και ένι μετ’ αυτόν· ει δε ένι το παιδίν θηλυκόν, στέκεται με την μητέραν του Διήγ. Αλ. Ε (Konst.) 4519· β) κατοικώ: Στο Δερματά ’ς τσι μύλους αποπίσω| στέκει Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 315· γ) παραμένω σε έναν τόπο για ορισμένο χρονικό διάστημα: εστάθη καμπόσον καιρόν εις την Ασίαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιθ́ 22· την δεύτερην (ενν. ημέραν) ήλθαμεν εις τους Ποτιόλους· εκεί οπού ευρήκαμεν αδελφούς, οι οποίοι μας επαρακάλεσαν να σταθούμεν εις εκείνους επτά ημέρες Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κή́ 14· 9) α) Έρχομαι, βρίσκομαι κοντά σε κάπ.: εγώ με ασθένειαν και με φόβον και με πολύν τρόμον εστάθηκα εις εσάς Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά́ β́ 3· β) (με επόμ. την πρόθ. με + αιτιατ.) συναναστρέφομαι, κάνω παρέα: Με κείνους απού να στέκεις ας είσαι παραδιαβαστής Ξόμπλιν φ. 127v· γ) (με επόμ. την πρόθ. μαζί με + αιτιατ.) προσκολλώμαι, ακολουθώ (κάπ.): αυτός ο Σίμων επίστευσε· και ωσάν εβαπτίσθη, εστέκετον μαζί με τον Φίλιππον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ή́ 13· δ) (με επόμ. την πρόθ. με + αιτιατ.) έρχομαι σε γενετήσια επαφή με κάπ.: έκαμεν όρκον εις τον Θεόν ο Αδάμ ότι να μη σταθεί πλέον με την γυναίκα του διά να μην κάμει παιδί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 83r. 10) (Προκ. για άψυχα, αντικείμενα, κλπ.) δεσπόζω· υψώνομαι: εις το αποσκίασμα του δενδρού ωραίον κρεβάτιν στέκει·| οι ρίζες ήσαν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα| και τα ποδάρια ολόχρυσα, διά λίθων πολυτίμων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1679· εις το Γάζιν στέκουν φοινικές θ́ και απεκεί μίλι ά́ ευρίσκεις το Γάζι, χώραν μεγάλην· και στέκει απάνω εις το πόζιον κοντά εις την θάλασσαν Πορτολ. Α 1421· τα οποία κάστρη στέκονται κοντά εις τον δρόμον, οπού πηγαίνουσι εις το προσκύνισμά τους εις το Μεκκέ Χρον. σουλτ. 12526‑27· ο Παπάς έναι νησί και στέκει μέσα την στερέαν Πορτολ. A 25129· από την καζάτζαν … ευρίσκεις το Μαργάντιν, κάστρον έμορφον, και στέκει απάνω εις βουνίν τετράγωνον ωσάν της Φιλερήμου το βουνίν και παγαίνει η ποδαρέα του εις την θάλασσαν Πορτολ. Α 16710. 11) α) (Συχνά με επόμ. επίθ., μτχ., εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) είμαι, βρίσκομαι, παραμένω σε μία κατάσταση: Τι κάνετε, άθλιοι; πώς στέκεστε, ταλαίπωροι; και πώς εις εκείνον τον τόπον πορεύεστε; Αποκ. Θεοτ. Ι 39· ναούς και μοναστήρια εκαταρήμαξέν τα,| εκ θεμελίων μερικά εις βάθος έσκαψέν τα,| ακόμη και την σήμερον στέκουνται ’ρημασμένα,| από ταυτόν τον άθεον ξεθεμελιωμένα Ιστ. Βλαχ. 349· τους μάρτυρας να βλέπουσιν και ο νους τως να τους βάνει| όλους οπού φονεύσασι να στέκουν δοξασμένοι| κι εκείνοι με τα δάκρυα να πέφτουν στην γεέννη Τζάνε, Κατάν. 267· ψαλμωδιές γροικούμενε και όλο χαρές θωρούμεν,| και όλοι στη δόξαν στέκομεν κι έτσι καλά περνούμεν Τζάνε, Κατάν. 84· την ηύραμε με ένα παλληκάρι| κι εστέκανε αγκαλιαστά σαν να ’τανε ζευγάρι Δεφ., Σωσ. 154· Ετούτο, αφέντη, θέλομεν κι ετούτο σε ζητούμεν·| έλα μετ’ έμας έως εκεί και στέκε σίγερόν σου,| κι ημείς να πολεμήσομεν το γένος των Ρωμαίων Χρον. Μορ. H 5283· (για να δηλωθεί ψυχική κατάσταση): έχω το νου μου σκορπιστό σε μια μερά κι εις άλλη| κι εις πάθη στέκω πάντα μου κι εις κόλαση μεγάλη Πανώρ.2 Ά́ 216· Κόρη μου αγαπημένη μου, γή σφάξε με, να ζήσεις,| γή μπλιο σ’ ετούτο τον καημό να στέκω μη μ’ αφήσεις Πανώρ.2 Β́ 382· στέκομαι, δεν ξεύρω πώς, σ’ αγάπη κι εισέ μάχη,| και πρίκα ο νους μου και χαρά σ’ ένα καιρό σμικτά ’χει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 27· Ω πόσο στέκω με χαρά κι είμ’ ευχαριστημένος! Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 631· β) (με επόμ. το επιρρ. αποκατωθιό· βλ. και ά. αποκατωθιό(ν) 2α) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάπ.: τούτοι δούλοι στέκουνε όλοι αποκατωθιό μου Tζάνε, Kρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 57515. 12) α) Eίμαι, υπάρχω: Οι … χριστιανοί πληρώνοντες το χαράτσι τους, να είναι εις κάθε πράγμα απείρακτοι, έως ότου να στέκει ο κόσμος· … με το να ειπεί, έως ότου να στέκει ο κόσμος, δηλοί τα μέλλοντα πράγματα και την μεγάλην εξουσίαν την μέλλουσαν οπού έμελλε να έχει αύτη η θρησκεία του Μωάμεθ Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 274 δις· Ο κόσμος πρίχου να σταθεί εγώ ’μαι γεννημένος (ενν. ο Έρωτας)| θεός απάνω σ’ τς ορανούς περίσσα μπορεμένος Πανώρ.2 Έ́ 17· αυτός (ενν. ο Χριστός) είναι πρωτύτερα από όλα, και τα πάντα διαμέσου αυτουνού στέκουνται Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κολ. ά́ 17· β) (σε ευχή) υπάρχω· ακμάζω (βλ. Πολ. Λ., Ελλην. 14, 1955, 525): στην Βενετιά την φουμιστήν, οπού να στέκει πάντα Τριβ., Ρε 370· γ) (εδώ προκ. για τον Ενώχ και τον Ηλία) είμαι, παραμένω ζωντανός: θάνατο δεν είδασι, μα στέκου ως την κρίση Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4685· δ) (για χρέος) παραμένω, υπάρχω, δεν μειώνομαι: είχαν δώσει διάφορον ͵ξ͵θ ως τώρα και πάλιν το κεφάλαιον έστεκεν Συναδ., Χρον. - Διδαχ. φ. 72r. 13) (Με επόμ. κατηγορούμενο) α) υπάρχω, είμαι: Τούτος ο Κώνστας όλης της Κύπρου ή μέρους εστάθηκε ρήγας … δεν το ηξεύρω Ροδινός (Βαλ.) 193· Εστάθηκε και άλλος Μάρκελλος … και αυτός μάρτυς Ροδινός (Βαλ.) 181· Αυτόν (ενν. τον Χριστόν)  ... ας παρακαλούμεν εξ όλης της καρδίας να μας δώσει δύναμιν και προθυμίαν να σταθούμεν αθληταί, να αγωνισθούμεν εν τούτῳ τῳ κόσμῳ τον καλόν αγώνα Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 80· (απρόσ.· στον αόρ., με επόμ. το επίθ. αδύνατο): εστάθηκεν αδύνατο τον πόλεμον να πάρει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16920· β) γίνομαι: ωσά σ’ ορίσου οι ουρανοί …,| χώρες και βασιλειές μπορείς εύκολα να χαλάσεις (ενν. εσύ, Τύχη)| και δούλους πάλι βασιλιούς να κάμεις να σταθούσι Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 7· γ) διατηρούμαι, παραμένω: Πάντα δε στέκεις όμορφη, δε θέλεις είσται νέα,| αμ’ ασκημίσεις θες κι εσύ Πανώρ.2 Γ́ 133. 14) α) Παραμένω σταθερός σε κ.: εις είτι συμφωνήσουσιν, ας στέκουσιν Νομοκριτ. 95· Και εστερέωναν τες ψυχές των μαθητών, νουθετούντες τους να στέκουνται εις την πίστιν, και ότι «Διά πολλών θλίψεων κάμνει χρεία να εμπούμεν εις την βασιλείαν του Θεού» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιδ́ 22· β) με το εμπρόθ. εις την προσευχήν κλπ. παραμένω, εμμένω (πβ. Κ.Δ., Πράξ. 1.14): με ευχές και με δάκρυα ήσθεκεν εις την προσευχήν ώστε οπού να ξημερώσει Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 847· φρ. στέκομαι εις (την) προσευχήν = προσεύχομαι: με ευχές και δάκρυα ήσθεκεν εις την προσευχήν ώστε οπού να ξημερώσει Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 847· σπουδάζομεν και στεκομέσθεν εις προσευχήν το μεσονύκτιον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 394r. 15) α) Ανθίσταμαι, αντιστέκομαι: στ’ άρματα ποιος στέκει τα δικά σου,| και ποιος μπορεί να ζει ποτέ να ’χει την όχθρητά σου; Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 5· να δώσει τους βασιλιούς τους εις το χέρι σου και να χάσεις το όνομά τους αποκατωθιό τον ορανό, να μη σταθεί ανήρ ομπροστά σου ως να ξελείψεις αυτουνούς Πεντ. Δευτ. VII 24·   β1) είμαι, παραμένω σθεναρός: ίδρωσεν ο Ιησούς, ιδρώτα εβγάνει ως αίμα·| η σάρκα μόνο εδείλιασε, αμ’ ήστεκε το πνέμα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2979· β2) αντέχω, αντεπεξέρχομαι (στις δυσκολίες ενός έργου), «τα βγάζω πέρα»: Aν το πράμα ετούτο να κάμεις και να σε παραγγείλει ο Θεός και να μπορέσεις να σταθείς και απατά όλος ο λαός ετούτος ιπί τον τόπο του να έρτει με ερήνη Πεντ. Έξ. XVIII 23· γ) (μτβ.) έχω την ψυχική δύναμη, αντέχω, μπορώ να ...: δε στέκω να θωρώ, πατρίδα, τον καημό σου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22915. 16) α) Σταματώ, παύω: Άρχισε το λοιπονιθές και στάσου να σου λέσι Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 836· (μεταφ.): Πάψε, Θεέ, την μάνητα, κι η όργητά σου ας στέκει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 169· (για παθολογική ροή σωματικών υγρών): Περί του όταν τρέχει αίμα από την μύτην του ανθρώπου να σταθεί Γιατροσ. Ιβ. 82· Λαβών σιδήριον οξύ δίκην βελόνης πύρωσον αυτό καλώς και καύσον το δέρμα … και σταθήσεται το ρεύμα Ιερακοσ. 39925· β) (μτβ.) σταματώ να κάνω κ.: μην στέκομεν ποτέ να εργάζομέστανε το καλόν, διότι το στάσιμον του καλού είναι αρχή του κακού Μορεζ., Κλίνη φ. 493v. 17) α) (Για πρόσωπο) στέκομαι άπραγος, αδρανής, «κάθομαι»: τους φαουρίζουσιν αυτούς από την Πόλιν,| σουλτάν Πραΐμης πιουρτιά, να τ’ αγροικήσουν όλοι,| να πολεμούν, μην στέκονται, εκεί όπου μπορήσουν,| κάστρη και χώρες να πατούν, να ελεηλατήσουν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3145· β) (για πράγμα) μένω, απομένω αζήτητο, αχρησιμοποίητο: Πόσα βιβλία κείνται σήμερον εν Σινᾴ όρει, και τα μεν αναγινώσκονται, τα δε στήκονται; Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. 920. 18) α) (Με επόμ. το σύνδ. και + ρ., για να τονιστεί η ενέργεια του ρ. που ακολουθεί) προσηλώνομαι σε μια ενέργεια: Ηύρα της κόρης την γραφήν αυγήν αφού εσηκώθην,| στέκω και αναγινώσκω την και απείκασέ με, φίλε,| να χάσω εισμίαν τους πειρασμούς τούς είχα παροπίσω·| ψυχή γαρ ερωτότρωτος όσα ποθοπονέσει,| χάνει τους πόνους αν γλυκή μάθει του λόγου φράσιν Λίβ. διασκευή α 2187· χαλκωματά βρομιάρη,| καταργισμένε κόρακα, διάβολε εις το χρώμαν,| στέκεις και καταλέγεις με και πόρνην ονομάζεις Πουλολ. (Eideneier) 590· Φορούσιν (ενν. Άριστος και ο Ρωτόκριτος) άρματα διπλά, σκουτάρια σιδερένια| και το σημάδι τση μαλιάς εστέκαν και ανιμένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1644· β) (με επόμ. μτχ. ενεργ. ενεστ. για να εκφραστεί η διάρκεια της ενέργειας, ως τυπικός ιταλισμός· βλ. Δανέζης [Καλόανδρ. σ. 69]): έστεκαν γράφοντας Καλόανδρ. (Δανέζης) 70 (46vγ) (μτβ.) συνεχίζω, εξακολουθώ (να): αυτείνοι πάντα στέκουσι τα λόγια να πληθαίνου| και από τον ρήγαν καρτερούν απίλογο να πηαίνου Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 621· δ) (μτβ.) στέκομαι και περιμένω να ...· περιμένω να ...: Τοιαύτα λόγια ακούσαντες όλοι από τον βασιλέαν, εγίνηκαν προθυμότεροι, παρά άλλην φοράν· όθεν έστεκαν να ιδούσι σημάδι, και τότε να πηδήσουσιν απάνω εις τα τειχία Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 413. 19) (Μεταφ.) βασίζομαι, στηρίζομαι: γροικάς και ξεύρεις το σε τι στέκ’ η ζωή μας,| ωσάν κερί εσβήνεται και χάνεται απομπρός μας Δεφ., Λόγ. 431· το κάμωμα αν στέκεται εις λάθος Πιστ. βοσκ. IV 5, 137· Εσείς ορέγεστε λοιπόν διά να πολεμάτε,| σε ποιαν ολπίδα στέκεστε, πού θέλετε να πάτε; Αλεξ.2 652· ’Σ τούτο το μήλο το χρουσό στέκεται η δίκασή τως| και όποια ’ναι η ομορφύτερη να το ’χει απού τσι τρεις τως Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. β́ 21. 20) Αποτελούμαι, συνίσταμαι: ο σοφός Πλωτίνος και ο Απολλινάριος ο Λαοδικεύς λέγει ότι ο άνθρωπος στέκεται, ήγουν κρατείται, από τρεις αιτίες, από νουν, από ψυχήν και από κορμί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 63v. 21) (Παθητ.) α) αποφασίζομαι, (καθ)ορίζομαι, βεβαιώνομαι: Αφότου γουν τούτοι οι αναγκαίοι τους ους είπαμεν να κατασταθώσι και σταθεί το μερτικόν των … Βησσ., Επιστ. 2312· β) επιβεβαιώνομαι: τούτο εβεβαιώθη και εστάθη παρά πάντων των αυτού άνευ μόνου του Χαλιλμπασιά, όστις αντέστη λέγων ότι … Σφρ., Χρον. (Maisano) 8415· γ) (απρόσ. στον τ. εστάθη) αποφασίστηκε (να …): εστάθη ίνα απέλθη (ενν. ο βασιλεύς) εις την σύνοδον … Σφρ., Χρον. (Maisano) 842. 22) α) Γίνομαι, συμβαίνω: Μα τις μπορεί να δηγηθεί την μάχη οπού εστάθη| και πόσος Τούρκος και Χστιανός έπεσε εκεί κι εχάθη! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3153· β) (τριτοπρόσ. ή απρόσ. με προηγ. το πώς) συμβαίνει, γίνεται: ένας τον άλλον ερωτά τι είναι, πώς εστάθη Μαρκάδ. 397. 23) Είμαι, υπάρχω, βρίσκομαι, συνίσταμαι· (τριτοπρόσ.) έγκειται: Η αμαρτία δεν στέκει τόσον εις το φαγητόν όσον εις την επιθυμίαν και εις τον τρόπον οπού κανείς τρώγει Ροδινός, Σύν. μυστ. (Κακ.-Πάνου) 71. 24) α) (Μτβ.) κοντεύω (να)· κινδυνεύω (να): βασανίζου με και στέκω να κρεπάρω Φορτουν. B´ 476· τούτη η πρίκα στέκεται, φίλε, να με σκοτώσει Φορτουν. (Vinc.) Β́ 260· Αφέντη μου ντετόρε μου, ένα χρουσό τσικίνι,| να ζήσεις, μου σερβίρισε, να βγάλω ένα μανίνι| απὄχω αμάχι πούβετας, και στέκω να το χάσω Φορτουν. (Vinc.) Γ́́ 347· β) (μτβ.) προτιμώ να …: O che ribalda copia, στέκω να μη μιλήσω Στάθ. (Martini) Γ́ 163· γ) (απρόσ.) πρόκειται (βλ. Αλεξίου-Αποσκίτη [Τζάνε, Κρ. πόλ. σ. 610]): έστεκε να πηδήσουνε, τη χώρα να νικήσου,| μηδέ γυναίκα γή παιδί κι άντρα να μην αφήσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54313. 25) α) Είμαι ταιριαστός, αρμόζω (σε κάπ.): εζήτησαν πράγματα τα οποία δεν τους έστεκαν, μήτε τους επαρθένευαν να έχουν τέτοιες εξουσίες Σουμμ., Ρεμπελ. 184· Κόκκινα δεν σε ντύννω, βιβλιόν μου,| γιατί γιορτήν δεν είδα στην πικριάν μου· (παραλ. 2 στ.) οχράδες δεν στέκουν καλά σ’ αυτόν μου| γιατί ποτέ δεν είχα την χαράν μου Κυπρ. ερωτ. 221· β) (απρόσ.) ανήκει στην αρμοδιότητα κάπ. (βλ. και Αλεξίου Στ.2 [Ερωτόκρ. σ. 507]): Τούτος ο ανθός ευρίσκετο ’ς τση ρήγισσας τη χέρα,| ογιά να τονε δώσει ενούς εκείνη την ημέρα,| όποιος πλια πλούσα κι όμορφα … ήθελε προβάλει| και βάλει το κοντάρι του με τέχνη στη μασκάλη·| κι ήστεκε στη βασίλισσα να δει, να το γνωρίσει,| και σ’ ό,τι τση ’θελε φανεί, να κάμει δίκια κρίση Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 139· γ) (απρόσ.) πρέπει, ταιριάζει: την … νίκην εις τον Θεόν στέκει να την χαρίσει Παλαμήδ., Βοηβ. 262· κάμνει χρεία ... να εξετάξομεν … με επιμέλειαν καταλεπτά του λόγου μας … Η καταλεπτή ετούτη εξέτασις και δοκιμασία μας εις ετούτα τα τρία στέκεται να μετρηθεί … Χριστ. διδασκ. 364. 26) (Απρόσ. στον τ. εστάθη με επόμ. το οπού) συνέβη να …· βλ. Κακουλίδη-Πάνου [Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. σ. 590]: η μάννα του η Ειρήνη τον ετύφλωσεν (ενν. τον Κωνσταντίνον) κοιμώμενον, και διατούτο ο ήλιος εστάθη πολλές ημέρες οπού οι ακτίδες του ήσαν σκοτεινές Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 318r. 27) Διαρκώ: τότες ετελειώθη η τετάρτη γενεά, ήγουν ο τέταρτος καιρός, οποίος άρχισε από του Μωυσή και εστάθηκε έως εις τον καιρόν του Δαβίδ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 193r. 28) Ισχύω, είμαι έγκυρος: Εχαρίσθη οσπίτιον πρός τινα. Ύστερον εχαλάσθη ... και έγινεν άλλο ...· εχάθη η δωρεά και δεν δύνεται πλέον τίποτε. Αμή αν ανανεωθεί και περιφτειασθεί εις μέρος, στέκεται η δωρεά Zygomalas, Synopsis 223 Λ 24· Μέσα εις τους γραμματικούς και εις το αρχοντολόγιν| το στοίχημά μου να στέκεται στερεά και οι λόγοι Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 25. 29) (Στο γ́ πρόσ.) ευσταθεί, είναι σωστό, «στέκει»: Τούτο στοχάζοντάς του και ο ραββί Σολομών και βάνοντας εις τον νουν του πως δεν ημπορεί να στέκει, λέγει πως δεν είναι έτσι Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 449681. 30) (Με επόμ. το και ... και στο γ́ εν. πρόσ. ως επίρρ.) εξίσου: κείνη (ενν. η εικόνα) με καθάρια,| στέκει και φοβερή και πρικαμένη,| απόκριση τούς είπε| πως ήταν η θεά μας μανισμένη Πιστ. βοσκ. Ι 2, 235. Εκφρ. 1) Τα στέκοντα στην γην = τα πράγματα του κόσμου, τα επίγεια: Άμα τα στέκοντα στην γην δεν ήθελεν αφήσει,| τις να βρεθεί εις τον ουρανόν άνθρωπος να του εγγίσει (ενν. του Ιησού); Σκλέντζα, Ποιήμ. 1171. 2) Πράμα στεκάμενο = ακίνητη περιουσία (βλ. και Χατζιδ., Αθ. 30, 1919, ΛΑ 15 και Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 4, 1951, 4329, κ.α.): να ρεκουπεράρει πράμα στεκάμενο Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 121. Φρ. 1) α) Στέκω/στέκομαι απάνω (μου) = κάνω κουράγιο, έχω ψυχική δύναμη (πβ. φρ. κρατώ απάνω μου, βλ. ά. επάνω III Β́ 1β1): κερά μου, στέκε απάνω σου· αλίμονο ελιγώθη,| με τη χαρά του Ισαάκ στο στήθος επληγώθη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 1114 a-b κριτ. υπ.· Ήτον ο μέγας μάστορας εις την καρδίαν λέων,| καλά ’στεκεν απάνω του κι εις τους κινδύνους πλέον,| στους κόπους επαράδερνεν, ουδ’ έγνωθεν δειλίαν Αχέλ. 516· τους εκατάπεισεν ο πατριάρχης να μην παραδοθούσιν, μα να σταθούσιν απάνω τως να πολεμήσουν Μορεζ., Κλίνη φ. 29v· β) στέκομαι επάνω (τινός) = αντιμετωπίζω κάπ., εναντιώνομαι σε κάπ.: ήλθαν εις τον αμιράν και εστάθησαν επάνω του παρευθύς και οι πέντε, και έβγαλαν τα σπαθία τους έμπροσθεν εις το πρόσωπόν του και έτσι τον έλεγαν: «Ω αμιρά, σκυλίον της Συρίας πρώτον, μη μας υστερήσεις την αδελφήν μας …» Διγ. Άνδρ. 32238. 2) Στέκονται τ’ άρματα = σταματούν οι μάχες: Τον επαρακαλέσανε τ’ άρματα να σταθούσι| τα αίματα να στύψουνε κι άλλα να μη χυθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5349. 3) Στέκω/στήκω αφυρά = ανθίσταμαι: Εν τούτῳ ελέγαν οι αρχηγοί …| ότι να στήκουν αφυρά παρά να δουλωθούσιν Χρον. Μορ. H 3012. 4) Στέκομαι εις βουλήν = συσκέπτομαι (για να αποφασίσω)· αποφασίζω (πβ. φρ. κάθομαι ή καθέζομαι εις βουλήν, βλ. ά. βουλή (I) 2γ): Ορίζει ο Βελισάριος να συναχθούν οι πάντες,| … και λόγους να συντύχουν| και να σταθούσιν εις βουλήν τι πράξειν, τι ποιήσαι Διήγ. Βελ. χ 182. 5) Στέκω στην βουλή κάπ. (πβ. φρ. είμαι εις την βουλήν κάπ., βλ. ά. βουλή (I) 1β) = βρίσκομαι στην εξουσία κάπ., υπακούω: η στρατία μου να στέκει στην βουλή μου Αλεξ.2 1008. 6) Στέκω εις την γην = ζω: μόνον καύκους να ’βρισκεν (ενν. η Ποθοτσουστουνιά), οκαί να την εθέλαν| και να ’στεκε πάντοτε εις την γην μόνον διά να την πομπεύγαν Σαχλ., Αφήγ. 904. 7) Στέκω σε γλυκότη, βλ. ά. γλυκότης 8. 8) α) Στέκω διά (τινά) … = (α) είμαι σύμμαχος· υποτάσσομαι, είμαι στην εξουσία (κάπ.): συμβίβασιν εποίησαν και όρκους υπωμόσαν| να στέκουν διά τον βασιλέαν, να αρνήσονται τους Φράγκους Χρον. Μορ. P 4533· (β) είμαι στη θέση κάπ., εκπροσωπώ κάπ.: τον τόπον τόν εκέρδισα εδώ εις τον Μορέαν,| παράλαβε και κράτιε τον να στέκεις δι’ εμένα Χρον. Μορ. P 1876· β) στέκω διά λόγου (τινός) = είμαι στη διάθεση κάπ.: όρισον άλογα δώδεκα, φαριά προβαρισμένα,| και ας στέκουσιν διά λόγου μου, να έν’ εις το θέλημά μου Αχιλλ. L 86. 9) Στέκω/στέκο(υ)μαι εις την δούλευσην κάπ. = βρίσκομαι, μπαίνω στην υπηρεσία κάπ. (βλ. Κεχαγιόγλου [Βουστρ. σ. 490]): εγράψαμεν του καπετάνου της αρμάδας να σου πέψει έ́ κάτεργα, διά να στέκουν εις την δούλευσήν σου Βουστρ. (Κεχ.) 18011. 10) Στέκο(υ)μαι δυνατός = (α) «κρατάω γερά», αντέχω, μένω ακλόνητος (βλ. Κεχαγιόγλου [Βουστρ. σ. 490]): εστάθην δυνατός, ωσώσπου να διαβεί το πράμαν Βουστρ. (Κεχ.) 105· (β) κρατώ αντίσταση, οχυρώνομαι (βλ. Κεχαγιόγλου [Βουστρ. σ. 490]): αρματώθηκαν, μικροί μεγάλοι, διά να παν να τον πιάσουν, κι εκείνον και τους ανθρώπους του. Και μανθάνοντά το ο αποστολές, εσώρευσεν όλους τους ’κκλησιαστικούς, τ́́ ανομάτους, και εστάθην δυνατός Βουστρ. (Κεχ.) 6289. 11) Στέκω ’ς μιαν καρδίαν, βλ. Επιτομή, ά. καρδία, Φρ. 35. 12) Στέκομαι καταπρόσωπα = αντιμετωπίζω: ουδέν δύνομαι καταπρόσωπα τον Δάρειον να σταθώ Διήγ. Αλ. V 23. 13) Στέκω στο ’να (μου), βλ. ά. είς 12 (βλ. και Κριαράς [Πανώρ.2 σ. 354]). 14) Στέκο(υ)μαι/στέκω ενάντια/εναντία (τινός), = αντιστέκομαι: θωρώντας ο μπασάς κι οι άρχοντες οι άλλοι (παραλ. 1 στ.) μικρόν καστέλλι σαν αυτό να στέκει ενάντιά τους,| να μην ψηφάει ορδινιές και τα ποιήματά τους,| εσκούσαν από την χολήν Αχέλ. 762· στην Χίον να υπάν με μάνητας μεγάλης| και να την πολεμήσουσιν, αν στέκεται εναντία Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8443. 15) Στέκο(υ)μαι ενάντιος ή εναντίος (τινός) = (α) αντιδρώ (πβ. αντιτασσομένων Κ.Δ. Πράξ. ιή́́ 6): εστεναχωρείτον ο Παύλος εις την ψυχήν και εμαρτύραν εις τους Ιουδαίους να είναι ο Ιησούς ο Χριστός. Και ετούτοι εστέκουνταν εναντίοι και εβλασφημούσαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιή́́ 6· (β) αντιτίθεμαι· είμαι εχθρικός: εις όλον τον καιρόν της κυβέρνησής του εστάθη πάντοτε ενάντιός τους (ενν. των αρχόντων) και εις ωφέλειαν των ποπολάρων Σουμμ., Ρεμπελ. 175. 16) Στέκω εις έριταν, βλ. ά. έριτα. 17) Στέκω σ’ ένα ζάλο, βλ. ά. ζάλο(ν) φρ. α. 18) Στέκομαι εις/σε θλίψιν/‑η, βλ. ά. θλίψις ‑η 1α φρ. 19) Στο ίδιο στέκω, βλ. ά. ίδιος Γ́ 1β φρ. 20) Στέκω κακά = βρίσκομαι σε δυσμενή θέση, κίνδυνο: ως τα έμαθε ο Μουράτης τις ετοιμασίες οπού ετοιμάζανε καταπάνω του και ομονοιάσανε, διά ξηράς και θαλάσσης, λέγει «Στέκω κακά» Χρον. σουλτ. 6931. 21) Στέκομαι με κακή καρδιά = αρνούμαι να συγκατατεθώ, να συμφωνήσω σε κ.: απήτις με κακή καρδιά στέκεται, θα τση στείλω| σήμερο τον Πανάρετο ...| … κι αυτός … (παραλ. 1 στ.) βρει θέλει τρόπον όμορφο να δει να τση μιλήσει,| τον ένα απού τσι δυο τωνε να πάρει, όποιον ορίσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 15. 22) Στέκω/στέκο(υ)μαι με καλήν καρδίαν/καρδιάν = είμαι αισιόδοξος, παίρνω θάρρος (βλ. και Κεχαγιόγλου [Βουστρ. σ. 490]): με είπεν (ενν. ο άγγελος): «Ω Παύλε, μη φοβάσαι, κάμει χρεία να σταθείς εμπροστά εις τον Καίσαρα, και να οπού σ’ εχάρισεν ο Θεός όλους αυτουνούς οπού πλέουν μαζί σου. Διατούτο σταθείτε με καλήν καρδίαν, ω άνδρες» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κζ́ 25· ω δούκα μέγιστε, μη φοβηθείς το πλήθος,| μα στέκε με καλήν καρδιάν Κορων., Μπούας 36. 23) Στέκεται καλά = είναι καλό: οι παντρεμένοι καλά στέκεται να μην υπάν αλλού εις άλλην γυναίκα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 380r. 24) Στέκω/στέκομαι εις κίνδυνο/(το) κίντυνο = κινδυνεύω: Στέκομε κι εις το κίντυνο να χάσομε κι εκείνη Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3928· σε πόσο κίνδυνο στέκομαι και τρομάσσω| να μη γυρίσει η τύχη μου κι όλα γιαμιά τα χάσω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 331. 25) α) Στέκω ή στέκομαι εις τον/στον λόγο(ν) μου, βλ. ά. λόγος Φρ. 25· β) στέκομαι στον όρκον = «κρατώ», τηρώ, δεν παραβαίνω τον όρκο (μου): αν είν’ και θέλετε στον όρκον να σταθείτε Ιστ. Βλαχ. 995· γ) στέκομαι εις το στοίχημά μου = τηρώ τη συμφωνία μου: Ει δε εύρει κανείς τον λόγον μου και το ερώτημά μου,| και δε θελήσω εγώ να σταθώ εις το στοίχημά μου,| με δυναστείαν οι άρχοντες να με δίδουν εις τα χέρια του … Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 27. 26) Στέκει/στέκεται εις/σε εμένα/(ε)σένα, από με/μένα, από λόγου μου, εις του/στου λόγου (σου/σας), κλπ., στο χέρι μου = εξαρτάται από εμένα, κλπ. (βλ. v. Gemert [Φαλιέρ., Ιστ.2 σ. 203]): Ο τόπος και ο σωστός καιρός με την ’πιδεξοσύνη| δύνανται να κατασαστούν με διχωστάς οδύνη.| Σ’ εσένα στέκει και άνοιξε. Σώνεις κι εσέν κι εμένα Φαλιέρ., Ιστ.2 715· εσύ ’σαι η δόξα κι η τιμή ’ς τούτη τη βασιλεία,| των ορφανώ παρηγοριά και σκλάβω ελευθερία,| δόξα του γένους ολονού, άξια τιμή εδική μας,| που εις εσένα η βασιλειά στέκεται κι η ζωή μας! Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 350· ΛΟΥΡΑΣ: ... Αν θες εσύ, κατέχω το πως κάνομε το γάμο.| ΠΕΤΡΟΥ: Μαγάρι να ’στεκε από με. ΛΟΥΡΑΣ: Κερά Πετρού, από σένα| στέκεται εδά, και κάμε το Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 375, 376· αποκεί και εκείθες στέκεται από λόγου σου να φυλάξεις την κάθαρσιν οπού έγινεν εις τον εαυτόν σου Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 13410. Εγώ δεν ηξεύρω να σου ειπώ άλλον …· εις του λόγου σας, γυναίκες, στέκεται να απιλογηθείτε, πριχού το κακόν υπάγει ομπροσθά Μπερτόλδος 17· Εκείνος οπού την ψυχή οχ το κορμί του χάνει| δε στέκεται στο χέρι του ότι να μην πεθάνει Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 480. 27) Στέκω ως ξύλον, βλ. ά. ξύλον Φρ. 2. 28) Στέκει το όνομα κάπ., βλ. ά. όνομα Φρ. 12. 29) Στέκει η όργητα, βλ. ά. όργητα Φρ. 9. 30) Στέκω εις ή σ’ ορδινιά, βλ. ά. ορδινιά Φρ. 3. 31) Στέκομαι εις το πείσμα μου, βλ. ά. πείσμα Φρ. 5. 32) Στέκομαι εις το/στο πλάγι κάπ., βλ. ά. πλάγιον Φρ. 3. 33) Στέκω/‑ομαι εις (τον) πόλεμον, βλ. ά. πόλεμος (Ι) Φρ. 20α. 34) Στέκουμαι εις το πρόσταγμα κάπ = βρίσκομαι στην εξουσία κάπ., εξαρτώμαι από τη θέλησή του (πβ. και ά. πρόσταγμα 1δ): στέκουνται εις το πρόσταγμά του (ενν. του Θεού) όλα τα κτίσματα Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 13223. 35) Στέκομαι σιμά κάπ., βλ. ά. σιμά ΙΙ Ά́ 2β φρ. 36) Στέκομαι εις το σκαμνίν, βλ. ά. σκαμνίον1 Φρ. (2). 37) Στέκομαι εις σκοπόν = έχω κάποιες προθέσεις, κάποιο σκοπό: εσυμβουλεύθησαν να κατεβούν στην Άρταν, να ιδούν καλώς εις τι σκοπόν στέκονται οι ανθρώποι Χρον. Τόκκων 2869. 38) Στέκω με το σκούτουφλο = είμαι κακόκεφος, έχω κακή διάθεση (βλ. Beijerman-v. Gemert [Κακοπ. σ. 71, 84 ]: Κάθε πουρνό σηκώνεται η κόρη χολιασμένη,| σαν να ’τρωγε ροδόμηλα στέκει απομουδιασμένη,| ανάπλεκη, ανορδίνιαστη, κρέμονται τα μαλλιά της| και στέκει με το σκούτουφλο, βρίζει την φαμελιάν της Κακοπ. 96. 39) Στέκουμαι εις την σπεράντζα κάπ., βλ. ά. σπεράντζα. 40) Όπου πάω, όπου σταθώ / όπου σταθώ και όπου (και) (αν) κάτσω / όπου κι αν κάτσω κι α σταθώ (πβ. νεοελλ. φρ. όπου βρεθώ κι όπου σταθώ) = οπουδήποτε βρεθώ· παντού: όπου πάεις, όπου σταθείς, άλλον ουδέν ακούεις,| ειμή τα «όλοι δότε τον, όλοι λιθάζετέ τον| …» Διήγ. παιδ. (Eideneier) 226· τώρα τους εβάλασιν όλους εις το χαράτσι,| όπου σταθεί καλόγηρος και όπου και αν κάτσει Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9448· Δεν θέλει λείψειν απού μεν η μνήμη της φιλιάς σας| κι όπου κι αν κάτσω κι α σταθώ είμαι στην συντροφιάσ σας Κυπρ. ερωτ. 13310. 41) Στέκω στερεμένος = δεν έχω, στερούμαι: να ’χει πόθο μοναχά σ’ έναν να τον βασταίνει| κι απ’ άλλους αγαπητικούς να στέκει στερεμένη Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 794. 42) Στέκο(υ)μαι ταλαίπωρα = ταλαιπωρούμαι, υποφέρω: Τούτα τα κάλλη θέλουν το κι η φύση τους βαστά τως| να στέκουνται ταλαίπωρα απάνω στα καλά τως; Φαλιέρ., Ιστ.2 706. 43) Στέκω εις την τιμήν κάπ. = είμαι προς τιμήν (κάπ.), ικανοποιώ το φιλότιμο (κάπ.) (βλ. Κεχαγιόγλου [Βουστρ. σ. 490]): να ποίσομεν πράμαν απού να στέκει εις την τιμήν σας όλους αντάμα! Βουστρ. (Κεχ.) 30011. 44) Στέκομαι εις την υποταγήν (τινός) = υποτάσσομαι σε κάπ.· η φρ. και σε έγγρ. του 16. αι. (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 16, 1979, 235): οι κατώτεροι … να στέκονται εις την υποταγήν των μεγαλυτέρων και εξουσιαστάδων Σουμμ., Ρεμπελ. 183. 45) Στέκω εις τα χέρια κάπ. = «έχω πέσει στα χέρια», βρίσκομαι, στην εξουσία (κάπ.) (βλ. Κεχαγιόγλου [Βουστρ. σ. 490]): στέκει (ενν. το ρηγάτον) εις τα χέρια τους Βενετίκους Βουστρ. (Κεχ.) 24410. Η (άκλ.) μτχ. ενεστ. στέκοντα/στεκόντα ως επίρρ. = 1) (Για ζώο) στα δυο (του) πόδια: Διά σημάδιν έχω λιόντα (παραλ. 1 στ.), πράσινον δεντρόν σαν κάστρον| πάντα στέκεται θωρώντα·| μ’ όρεξην παντές βιγλώντα| του δεντρού τους κλώνους χάσκει,| να πηδήσει πάνω πάσκει| και γι’ αυτόν στέκει στεκόντα Κυπρ. ερωτ. 18. 2) Εκεί που στεκόμουν, ξαφνικά, «στα καλά καθούμενα»: Ας πούμεν άλλον τίβοτας να πάρω σαν αέρα,| διότι εις τέτοιον λογισμόν αν ήμουν όλη μέρα,| ήθελα σκάσει στέκοντα σα σύκον ή πεπόνι,| ότι παλλά είναι αβάσταγοι οι απαπέσω πόνοι Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 259. Η μτχ. ενεστ. στεκούμενος ως επίθ. = όρθιος (πβ. Τσοπ., Μακεδ. 5, 1963, 451): Και δίδω αυτόν (ενν. τον γαμπρόν μου) χάριν προικός: … πορδήματα κρεμισένια και έτερα ξυλοποδήματα, να χέζεται στεκούμενος ωσάν ’λέφας Σπανός (Eideneier) A 434. Το ουδ. της μτχ. ενεστ. στεκάμενο/στεκούμενο ως επίθ. = υπαρκτός, που υφίσταται, που συμβαίνει: αι θείες παραβολές του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού είναι των στεκάμενων πραγμάτων, ήγουν πράματα στεκάμενα, εμποριζάμενα και τανσαρισμένα Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 641 δις. Το ουδ. της μτχ. ενεστ. στεκάμενο/στεκούμενο ως ουσ. = 1) Αυτό που βρίσκεται, που υπάρχει (πάνω στη γη)· το δημιούργημα (βλ. και Έκφρ.): να λειώσω (ενν. ο Θεός) όλο το στεκούμενο ος έκαμα αποπάνου πρόσωπα της ηγής Πεντ. Γέν. VII 4. 2) Ακίνητη περιουσία: τα στεκάμενα οπού αγόρασε του μοναστηρίου ήτονε αφορμή διά να μην έλθει κακός γείτονας εις το μοναστήρι Επιστ. Ηγουμ. 17543· αν είς από μας γή κλερονόμου μας να πουλήσει στεκάμενο ... να μη μπορά ντο πουλήσει αλλού κιανενός παρά από μας των ίδιων ..., πλερώνοντας πρέτζιον και αγουμέντα εις τόσο, οπού πάντα να μπορεί να ’ναι το πράμα εισέ μας Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 13010.
       
  • σώνω,
    Λόγ. παρηγ. O 384, Ασσίζ. 15018, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1155, Σπανός (Eideneier) Β 95, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 851, Ερμον. Φ 84, Χρον. Μορ. H 1698, Χρον. Μορ. P 383, Βίος Αλ. (Aerts) 2069, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 87, Λίβ. Esc. 2768, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 225, Αχιλλ. L 435, Χρον. Τόκκων 2611, Φυσιολ. (Legr.) 449, Rechenb. 252, Φαλιέρ., Ιστ.2 81, Σφρ., Χρον. (Maisano) 101, Θησ. Ζ́ [921], Χούμνου, Κοσμογ. 314, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 443, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 494, Αλεξ.2 1739, Απόκοπ.2 71, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 28, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1059, Ιμπ. (Yiavis) 745, Κορων., Μπούας 25 τρις, Βεντράμ., Φιλ. 37, Διήγ. Αλ. G 28722, Δεφ., Λόγ. 175, Τριβ., Ρε 231, Πεντ. Έξ. XXXVI 7, Δευτ. XXXIII 7, Μαλαξός, Νομοκ. 102, Αχέλ. 1407, Χρον. σουλτ. 1097, Πανώρ.2 Ά́ 327, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 89, Κατζ. Γ́ 35, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 176, Βοσκοπ.2 147, Ιστ. Βλαχ. 337, 340, Σουμμ., Ρεμπελ. 178, Διγ. Άνδρ. 33429, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1122, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 32, Στάθ. (Martini) Γ́ 79, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 623, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 390, Λίμπον. 410, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 61, Ροδινός (Βαλ.) 194, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 16, Λεηλ. Παροικ. 497, Διγ. O 1230, Διακρούσ. (Κακλ.) 1210 δις, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 47013, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2974, κ.π.α.· ασώνω, Αχέλ. 1246· σώννω, Μαχ. 11221, 58824, 67215, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 75, 836, 871, Κυπρ. ερωτ. 230, 279, 841, 1004, Ροδινός, Σύν. μυστ. (Κακ.-Πάνου) 71, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 5510, 956, 11810, κ.α.· μέσ. σώνουμαι, Κατζ. Πρόλ. 7· παθητ. αόρ. εσώστηκα, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5084· υποτ. παθητ. αορ. σωστώ, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 210, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1393.
    Από τον αόρ. έσωσα του σώζω με μεταπλ. κατά το σχ. ‑ωσα/‑ώνω (ΛΚΝ, στη λ., Μπαμπιν., Ετυμ. λεξ., στη λ., Μενάρδ., Γλωσσ. μελ. 101). Ο τ. σώννω και σήμ. ιδιωμ. (Χατζ, Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Η λ. στο Meursius (σώννειν) και σήμ.· βλ. και LBG, TLG (πιθ. παλαιότ. μνεία).
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Προφταίνω, πλησιάζω κάπ. ή κ. που προηγείται ή απέχει από εμένα: επλέψασιν κι απήλθασιν (ενν. τινές από την Πόλιν), εσώσασιν τους Φράγκους| εκείσε όπου υπαγαίνασιν στα μέρη της Συρίας·| λεπτομερώς τους είπασιν κι επληροφόρησάν τους| του βασιλέως τον θάνατον Χρον. Μορ. Η 746· Εις πολλά μέρη σκόρπισαν (ενν. οι Βίτσαροι) και ούτοι τους εδιώχναν,| κι όσους εσώνασι στην γην σφαμένους τους ερίχναν Κορων., Μπούας 132· (σε μεταφ.): Αυτός (ενν. ο Έρωτας) λαβώνει αποκοντά και απομακρά σκοτώνει| κι ώστε να φεύγω, να γλακώ, με τα φτερά με σώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 1216· β) συναντώ, βρίσκω, τυχαίνω στο δρόμο μου: Και έως την Καλλίπολιν πλησίον τα χωρία| ό,τι να εύρουν εμπροστά (ενν. οι Φράγκοι) τα παίρουν μετά βίαν.| Ό,τι να σώσουν κει σιμά εις την αρμάδα βάνουν,| τα δ’ άλλα τα επίλοιπα εις τα νησσία ανεβάζουν.| Βόιδα και βουβάλλια και όσα που κινούσι| εις τα νησσά τα στέλνουσιν, εκεί να βοσκηθούσι Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5135· γ) προσεγγίζω ένα μέρος, φτάνω κάπου: ωσά σώσεις το νησίν του Τζάντε ... και θέλεις να πάγεις στο Κέρι ... Πορτολ. Α 5316. 2) α) (Για όπλο, χτύπημα, κ.τ.ό.) φτάνω και χτυπώ· πετυχαίνω, βρίσκω στόχο: όσους ελάχαινεν και έσωνεν το σπαθίον μου εκόπτοντο ωσεί χόρτος και έπεφταν εις την γην άφωνοι Διγ. Άνδρ. 39134· η κοπανιά τον ήσωσεν εις το δεξό του αμμάτι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1884· (σε μεταφ.): ως μ’ είδασιν οι Έρωτες κοντά τως (παραλ. 1 στ.), ... πιάνουσι σαΐτες και βερτόνια,| για να μου δώσουν κρίση την αιώνια.| Και στην καρδιά η σαΐτα τως με σώνει·| είπα και το κορμί μου δε γλυτώνει Βοσκοπ.2 25· β) (γενικ. για κ. δυσάρεστο που πλήττει κάπ.): Η δε κατάρα του Αισώπου τους έσωσεν και έπεσε θάνατος πολύς εις αυτούς τους Δελφούς Βίος Αισώπ. (Eideneier) Κ 20613· (παιγνιωδώς): η γυνή αυτού, μη έχουσα τι διαπράξασθαι, έσκυψεν και εκατούρησέν τον εις το αφθίν. Και έσωσέν τον η οσμή εις τα ρουθούνια ... και υπεδέξατο πολλά της μυρωδίας Σπανός (Eideneier) A 272. 3) Πετυχαίνω να εξομοιωθώ στις επιδόσεις με κάπ. που υπερτερεί, «φτάνω» κάπ./κ.: οι ρήτορες οπὄχουσι την γνώση| ποτέ τους εις την γνώσην τους τινάς τους θέλει σώσει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 6718· τινάς άλλος σοφότατος του καιρού εκείνου δεν έσωνεν αυτόν (ενν. τον Μάξιμο) εις τας χάριτας Ιστ. πατρ. 1175. 4) (Χρον.) διαθέτω τον απαιτούμενο χρόνο, προλαβαίνω να κάνω ή να ολοκληρώσω κ.: οι άντρες δεν εσώνασι τόσους νεκρούς να θάφτου,| κι οι μπάλες να σκοτώνουσι άλλους και να μην παύτου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16123· Ο φόβος ο εξαφνιστικός φανερώνει την αλήθειαν. Αμή εκείνος οπού σώσει και συλλογισθεί, δίδει ευκόλως την απόκρισιν Διγ. Άνδρ. 33018. 5) Μεταφέρω, οδηγώ, φέρνω κ./κάπ. κάπου: Εκείνος τον οδήγεψεν και συντροφίαν του εποίκεν· (παραλ. 3 στ.) στον Μυζηθρά τον έσωσεν όπου πολλά επεθύμα Χρον. Μορ. Η 4836· τη λουμπάρδα σέρνουσι κι εις το φορτί τη σώσα| οι Τούρκοι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14923· Η Δέσποινα την κεφαλή του Ιησού σηκώνει| και πηαίνουσίν τον καταπώς τον είχα στο σεντόνι (παραλ. 8 στ.). Εσώσασι τον Ιησού στον άγιο του τον τάφο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4044· (μεταφ.): ο έρωτας τον έσωσε στης λυγερής την πόρτα Ριμ. κόρ. A 142· (προκ. για τη διαβίβαση γραπτού ή προφορικού μηνύματος): Χωστά στη χώρα τη γραφήν ένας χωριάτης σώνει| και του ’πεν (ενν. ο παπάς) εις τον κόρφο του πάντα να τηνε χώνει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 24413· Ο Αλέξανδρος ελάλησεν· « ... ειπέτε του βασιλέα σας έως το πουρνόν να με ευρείτε με όλον μου το φουσσάτο». Και υπήγαν και όσα τους επαράγγειλεν, όλα του τα έσωσαν Διήγ. Αλ. V 77· (εδώ προκ. για τον άνεμο): Στο Κάερος ο άνεμος τις φούστες έσωσέν τις Ιμπ. (Yiavis) 635. 6) α) Μπορώ, καταφέρνω, είμαι ικανός (να κάνω κ.): όσον εγροίκα (ενν. η Αρετούσα το τραγούδι), τόσο πλια ήβανε μες στο νου τση| τση νύκτας τον τραγουδιστή, γιατί κιανείς δε σώνει| ωσάν εκείνο να το πει ουδέ να του σιμώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 501· επίασαν τες κεφαλές (ενν. των γυναικών) και έβλεπαν τα πρόσωπα να σώσουν να εγνωρίσουν την αδελφήν τους Διγ. Άνδρ. 3225· με γαλιφιές πλανάς, όσο μπορείς και σώνεις (ενν. Αφροδίτη, εσύ, θεά) Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 1104· (απολ.): επρουμουτιάσαν του (ενν. οι Γενουβήσοι του κοντοστάβλη) και εποίκασιν χαρτία νοταρικά, όμως ολίγον τον εφελέσαν, λαλώντα ... να τον αφήσου να πάγει, και ουδέ ο κοντοστάβλης τους επίστευγεν, αμμέ ουδέν έσωννεν πλέον Μαχ. 5406· β) επαρκώ: Οι δε λοιποί τεχνίτες ... έλεγον ότι μία καμάρα σώνει να φωτίζει όλον τον ναόν Hagia Sophia ν 5544. 7) Σηκώνω, παίρνω μαζί μου· (εδώ μεταφ. προκ. για το Χάρο): Αν μέλλεται ποτέ να με σηκώσεις,| Χάρε, μηδέν ιστέκεις ν’ ασκοπίζεις,| καλλιότερον καιρόν για να με σώσεις| γιον τούτον που ’μαι τώρα μεν ολπίζεις.| Σώσε με το λοιπόν να με λυτρώσεις Κυπρ. ερωτ. 523, 5. 8) α) Συμπληρώνω (ένα ποσό, αριθμό, κ.τ.ό.): Εδίδασίν του είκοσι (ενν. αργύρια) και Ιούδας έδιωχνέν τα,| τριάντα του τα σώσασι και αυτός εστέρεψέν τα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2843· Άνθρωποι δύο θέλοντες ωνήσαι πραγματείαν, νομίσματα κ’· ουκ είχε τις εξ αυτών νομίσματα κ’, αλλ’ ήττον τούτων. Ζητεί ουν ο πρώτος του δευτέρου το γ’ και θ’ μέρος των αυτού νομισμάτων και ούτως ίνα σώσει κ’ Rechenb. (Vog.) 553· η άνωθεν κερα-Εργίνα ... τάσσει να δώσει οδιά προυκίον ... υπέρπυρα ... χίλια ... στο μόδον ετούτο: να στιμάρου το πράμα οπού τσ’ άφηκεν ο κύρη τση, και α δεν ήθελεν σώσειν εκείνο να βγάλει τα υπέρπυρα τα χίλια τα άνωθεν, ... ομπλεγάρεται να τα σώνει απού το προυκίο τση Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4212· β) ανεβάζω σε συγκεκριμένο ύψος: Εβιάζουντα κι εκτίζανε, τα τείχη να σηκώσου,| σαν πρώτας να τα κάμουσι, σαν τ’ άλλα να τα σώσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 30219. 9) α) Τελειώνω· ολοκληρώνω: Ήθελα να ’τον μπορετό τρεις μέρες να μ’ αφήσεις (ενν. Χάροντα)| να σώσω τες δουλείες μου, κι απέκει να γυρίσεις Αλφ. 1128· αφού έσωσεν την προσευχήν (ενν. η οσία Μαρία), ... εσέβη ακωλύτως (ενν. μέσα εις την εκκλησίαν), οπού τινάς δεν την εμπόδισεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 384v· (για θητεία σε κάπ. αξίωμα): όταν έσωσε τον καιρόν του (ενν. ο Γερόλυμος Πέμπος) και ήλθε ο άλλος πρεβεδούρος εις τον τόπον του ... Σουμμ., Ρεμπελ. 174· (για λόγο): Έσωσες τό ’χες να μου πεις, ετέλειωσες ακόμη| τα μάγι’ αυτά που εργάζεται η ’πίβουλή σου γνώμη; Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 1229· Και αρχίρισεν Αλέξανδρος να συντυχαίνει με το φουσσάτο του ... Τόμου έσωσεν τους λόγους και ούτως εκαβαλίκεψεν ... και αρματώθη Διήγ. Αλ. G 2702· β) καταναλώνω, ξοδεύω: Και όταν έσωσαν το σιτάρι αυτό, λέγει τους ο Ιακώβ: «Παιδία μου, αμέτε εις εκείνον τον αυθέντην οπού σας έδωσε αυτό και ειπέτε του ... να σας πουλήσει και άλλο σιτάρι» Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 150v· γ) τερματίζω, σταματώ: του γενεράλε εμήνυσε ανθρώποι να ’λθουν πρώτοι| Φράγκοι αποκρισάριοι, ογιά να ξετελειώσου| τσι πρικαμένες σύβασες, τον πόλεμο να σώσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5446· (προκ. για διαδρομή, σε μεταφ.): Αν έπαψεν του πόθου το ψιχάδιν (παραλ. 1 στ.), όλπιζα με καλλύτερον ανέμιν| ’ς τίτοιον λιμνιώνα να ’σωσα την στράταν Κυπρ. ερωτ. 10716· δ) αποτελειώνω, σκοτώνω κάπ.: παρά ποτέ ο Ρωτόκριτος τη δύναμη μαζώνει,| τ’ Αρίστου δίδει κοπανιά, για πάντα τονε σώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1870. 10) Σώζω, γλυτώνω κάπ. από θάνατο, κίνδυνο, βλάβη, βάσανα κ.τ.ό.: και το καράβι πνίγηκε ... Τότε, στη θάλασσά πέσαν όλοι και κολυμπούσαν (παραλ. 1 στ.). Δέλφινας τότε έλαχε και έφτασε να σώσει| την μαϊμούν, επάσχισε διά να την γλυτώσει Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 887· Τόσα μου ’πολησμόνησες, ίτις γοργόν μ’ αφήκες,| ω Κύριε μου γλυκότατε, μάννα σου απεί μ’ εποίκες;| Όλους γιατί έχεις και πονείς και συμπαθείς και σώνεις| κι εμέν από τα βάσανα τα τόσα δε γλυτώνεις; Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 141· (προκ. για ερωτικό πόθο): Σ’ εσένα στέκει και άνοιξε. Σώνεις κι εσέν κι εμένα,| και κάμε το, ψυχούλα μου, γοργό και αγαπημένα Φαλιέρ., Ιστ.2 715· (απολ.): ανέν κι αχ τον χορόσ σου (ενν. πόθε)| μόνον ο χάρος σώννει (παραλ. 1 στ.), αθ θεν να μ’ αγιδιάσει,| γιατί βουργά σ’ αυτόν μου δεν ’πεσώννει; Κυπρ. ερωτ. 888· 11) (Θεολ., προκ. για τη σωτηρία του ανθρώπου): Όταν ο Θεός έπλασε τον κόσμον εχάρηκεν, αμή, εις το να τον εξαναπλάσει, τουτέστι να τον σώσει, ελυπήθηκε, και έπαθε και απέθανεν ωσάν άνθρωπος Ροδινός (Βαλ.) 94· Στον Κύριον το μεσίτιο σου έν’ ευχαριστημένον (ενν. πάτερ θαυμαστέ, Φραγκίσκε) (παραλ. 27 στ.) Τά ’ποικες αγαθά μισθά τώρα σε περκυκλώνου,| ο περιστάτης σου λαός ζητά να τονε σώνου,| να ξεπλυθεί τα πταίσματα και οπόθεν έχει κρίμα| να τον σηκώσ’ η χάρις σου εκ του βυθού το φρίμα Σκλέντζα, Ποιήμ. 540· Ιδέτε, αδελφοί, ποταπήν εξουσίαν έλαβαν οι άνθρωποι εις την γην να έχουν, ότι με τον λόγον τους να σώνουν και να απολούν τον άνθρωπον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 386r. 12) (Για γεγονότα) διασώζω στη μνήμη μέσω της αφήγησης· αφηγούμαι: Ακόμη δύο χρήζονται, υπέρογκα καμπόσον,| κακά οπού εγίνησαν, έπειτα να τα σώσω ... Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9666. 13) (Τριτοπρόσ.) τυχαίνει: Έτσι φλογίζει η αγάπη εκείνους οπού σώσουν να πέσουν εις αυτόν (ενν. τον πόθον)! Διγ. Άνδρ. 33422. Β´ Αμτβ. 1) α) Φτάνω σε έναν τόπο: Και ήλθασιν της Ρωμανίας κι απέκει εκ την Βλαχίαν| κι εσώσαν εις τα Γιάννινα, εις το λαμπρόν το κάστρον Χρον. Μορ. H 8795· εβιάζετον (ενν. ο Ακρίτης) να σώσει εις την χώραν Καππαδοκίαν διά να εύρει ακόμη ζωντανόν τον πατέρα του Διγ. Άνδρ. 4017· Στο σπίτιν ο Ρωτόκριτος σώνει την ώρα κείνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1647· (μεταφ.): ποιος μου ’θελε βοηθήσει (παραλ. 1 στ.) μια στράτα τόσ’ αληθινή και βέβια να τελειώσω,| στου λογισμού μου το σκοπό κι εις τό ποθώ να σώσω; Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 722· (σε παρομοίωση): να τρέξω με τα τέσσερα κι ως αστραπή να σώσω| και με τα μέλη μου, όχι αλλιώς, βοήθεια να σου δώσω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ́ 1039· β) πλησιάζω, πηγαίνω σε κάπ.: Επήγεν εις του βασιλιού, κι ως ήσωσε κοντά του,| το πρόσωπο εφανέρωσε κι ήλαμψε η ομορφιά του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 533· (μεταφ.): Ευτύς την νύχτα την αυτήν εσώσε το μαντάτο| στον Καμπανέση, σε λαλώ, οπού ’τον εις το Άργος Χρον. Μορ. P 1539· Ω Κύριε Παντοκράτορα ... (παραλ. 2 στ.), σ’ όλους να σώσει η χάρις σου Ρίμ. θαν. 32· Έσωσεν δε ο θάνατος, επήρεν και αυτείνον (ενν. τον Αλέξανδρον) Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 1324· (σε προσωποπ.): τότε εμπρός στον Έρωταν στέκει, παρακαλεί τον·| «Έρων μου, πού είνιν τα δοξάρια σου και η δύναμις τήν έχεις;| Παρακαλώ σε γλήγορα να σώσεις εις την κόρην,| και βάλε εις την καρδίαν της τον πόνον της αγάπης ...» Αχιλλ. L 664· γ) (σε προστ.) τρέξε, πρόφτασε: Κατζούρμπο, φεύγει, δε θωρείς; γλήγορα σώσε, σώσε,| και το σπαθί μου μ’ άρπαξε! Κατζ. Δ́ 393 δις· δ) (μεταφ.) φτάνω σε μια ηλικία: τον παλαιόν καιρόν έσωνε τις τριάντα,| τότες την επανδρεύασι και δίδανέ της άνδρα Βεντράμ., Γυν. 259. 2) Εκτείνομαι, προχωρώ ως ένα σημείο: απάνω εις την κορυφήν του αυτού καπνού εφάνησαν φωτιές ... ή να ειπώ αστραπές και έσωναν έως την γην Διήγ. πανωφ. 56· έστησε (ενν. τες λουμπάρδες) στους τόπους τως, το βόλι για να σώνει| στα σπίτια, στα καμπαναριά, τη χώρα να χαλούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14920· ώρες το κύμα τη βουλά κι ώρες τη φανερώνει| κι ως τα βυζά τση ο ποταμός και παραπάνω σώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 60. 3) (Χρον.) α) (για χρον. στιγμή, όριο) καταφτάνω, έρχομαι: τα δυο αδέρφια απομέσα έκλαιγαν και μοιρολογούσαν ... όσο που έσωσε η αυγή, άνδα θέλει να ξημερώσει Εβρ. ελεγ. 172· εδιάβην η ημέρα και έσωσεν η νύχτα Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1230· να πολεμήσετε καλώς και ούτως να δοξασθείτε,| να δοξασθείτε περισσά, όταν η ώρα σώσει Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 534· β) (για χρον. διάστημα) περνώ, συμπληρώνομαι, παρέρχομαι: πολλά καλά έκαμεν ο Χριστός να αναστηθεί πριν να σώσουν οι τρεις μέρες, διότι εάν δεν ήθελεν αναστηθεί τότες ... ήθελαν ειπεί οι Εβραίοι: Αληθινά ήλθαν και εκλέψαν τον οι μαθητάδες του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 300v· σου παραδίδω τον υιόν μου τον Ιωάσαφ, να τον φυλάγεις μέσα εις το παλάτιον ..., έως να γένει δεκατεσσάρων χρονών ή και δεκαπέντε ... Και όταν σώσουν οι δεκαπέντε χρόνοι, θέλω ιδεί και εγώ πως έμαθε καλές αρετές ... και θέλω τον εβγάλει και ογληγορότερον Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 8112· Ωσάν δε έσωσεν ο κύκλος των εννέα μηνών αφόντις εγγαστρώθη η βασίλισσα, εγέννησεν την κόρην Διγ. Άνδρ. 3142. 4) Εξισώνομαι στις επιδόσεις με κάπ. που υπερτερεί: δεν εδυνήθη ... να σώσει τινάς εις την γνώσιν εκεινού και του μεγαλοτάτου νου οπού είχεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 67r. 5) Αντέχω, έχω τη δύναμη: Πολλές φορές έγραψα προς εσέναν,| τώρα το χέριμ μου ’ναι ’ποσταμένον| τόσον που πιον δεν σώννει το θλιμμένο,| λοιπόν πιον μεν γδεχτείς χαρτίν ’πού μένα Κυπρ. ερωτ. 10459· το πνεύμαν κι η καρδιά μου πιον δεν σώννει,| τό κρύβγει ο νους μου η όψη φανερώννει Κυπρ. ερωτ. 9139. 6) (Τριτοπρόσ.) επαρκώ, είμαι αρκετός: αυτούνες τες πολιτικές να σου τας διαλαλήσω (παραλ. 1 στ.), κι αν ήτον να σε εξήγουμουν καθαρά όλα τα γνωμικά τους,| δεν με έσωνε όλο το χαρτί να γράψω τα κακά τους Συναξ. γυν. 471· εδιάβη (ενν. ο υιός του Κατακοζηνού) στην Βενετία και επλήρωσε· αμή δεν εσώσανε να ξεπληρώσει. Και διά τα ποδέλοιπα εμπήκε εγγυητής ο υιός και έβγαλε τον πατέρα του και ήλθασι στην Πόλιν Χρον. σουλτ. 2634· Η Αρετούσα εδιάβασε στα μάτια του ό,τι χώνει,| γιατί σε τούτες τσι δουλειές λίγο σημάδι σώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2294· φρ. σώνει και περισσεύγει = είναι αρκετό, δε χρειάζεται άλλο (πβ. νεοελλ. φρ. φτάνει και περισσεύει): Εμήνυσεν ο βασιλιός κι είπε να διαλαλήσου,| για νά ’ρθουσι τοδεταχιάς να κονταροκτυπησου,| γιατί δεν ήθελε για ’δά να τρέξουσιν εκείνοι| κι ήσωσε κι επερίσσεψε το πράμαν οπού εγίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1200. 7) (Απρόσ.) αρκεί, φτάνει: Μα ’γώ δε θέλω πράματα τόσα πολλά μεγάλα·| σώνει με να ’χω μοναχάς ένα κουρούπι γάλα Πανώρ.2 Ά́ 388· Δεν έσωνεν μόνον να εβγάλουν την ψυχήν της, αμή έκοψαν και τα κάλλη της και είναι ανεγνώριστος; Διγ. Άνδρ. 32216· Ο βασιλεύς ο Αλέξανδρος τον Τάρειον της Περσίας τον βασιλέαν γράφω· ... θέλω παραλάβειν και τα φουσσάτα σου όλα και τα κάστρη σου και θέλω τα χαλάσειν. Και λέγω σου· σώνει σου εις την Ανατολή να έναι ο ορισμός σου Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1563· φρ. (1) σώνει! = φτάνει, ως εδώ· αρκετά!: Ετουτεσά τσ’ αθιβολές βαριούμαι τσι, και σώνει Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 88· Σώνει! Δε σ’ έκραξα εδεπά, για να ’χω τη βουλή σου,| μα θέλω μόνο σήμερο ’ς τούτο τη δούλεψή σου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 423· (2) σώνει και = αρκεί που ...: Έτυχεν και εγαστρώθη η γυναίκα του και εγέννησεν έναν παιδίν αρσενικόν μαύρον, όσον ήτονε ο Σαρακηνός. Τούτο δεν ηξεύρω πώς έγινεν, σώνει και η γυναίκα ήτονε καθαρά Μορεζ., Κλίνη φ. 365r. 8) (Για αριθμό, ποσό, κ.τ.ό.) συμπληρώνομαι, ανέρχομαι σε ένα όριο: Αφέντη μισσέρ Πέτρο τ’ Άβιλα, αντάν εφύγαν οι παράβουλοι της κυράς μας, δεν είπες με το στόμα σου ότι: «Είχασιν εις την συντροφίαν τους τ’ ανομάτους;» Και η κυρά μας εγύρεψεν και δεν ηύρεν παρά ξ’. Οι προδέλοιποι πού ευρίσκουνται, να σώσουν οι τ’ τούς ελάλες; Βουστρ. (Κεχ.) 2727· Πενήντα σώνουν και ’κατό δίστιχα πρικαμένα,| της Κρήτης η αθιβολή, τα παραπονεμένα Σκλάβ. 277· 9) Φτάνω στο τέλος, σταματώ: ωσάν το Κάστρο δώσουνε, ο πόλεμός μας σώνει| και μάχη πλιο δεν έχομε κι ως εδεπά τελειώνει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5347· απής αποφασίσανε την Κρήτη να του δώσου,| κι οι φόνοι κι οι ’ματοχυσές που γίνουντα να σώσου ... Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5804· (για λόγο, αφήγηση, κ.τ.ό.): με δαύτο σώνουσι τα λόγια τα δικά μου,| και γονατίζω εις θάνατο και δε μιλώ πιλιά μου Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Έ́ 395. IΙ. Μέσ. 1) Φτάνω κάπου: Η κόρ’ ακούγει την φωνήν της λύρας και σηκώθη,| με πολλή γληγορότητα στο παρεθύρ’ εσώθη Διγ. Ο 1762· ευθύς να σηκωθεί ο κριτής και μετ’ αυτού οι αγγέλοι,| και μετ’ αυτών να σώνεται των δίκαιων η αγέλη Δευτ. Παρουσ. 186· ο αέρας έπαυσε και η θάλασσα εθυμώθη,| και ο ναύτης ο κακόμοιρος στην άβυσσον εσώθη Λίμπον. 222· καθώς λέσ’ οι στρατηγοί που ’ρθαν εδά εις τη χώρα,| στην Κάριλο τον έχουσι να ’ναι σωσμένος τώρα Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 150· φρ. σώνομαι εις το έτος μου = φτάνω τη νόμιμη ηλικία (εδώ για τη σύναψη γάμου): αν ο ιερεύς οπού τους άρμασεν εκάτεχεν ότι ήσαν παρακάτω του έτους τό εθέσπισαν ..., ο νόμος και η ασσίζα ορίζει ουδέν εντέχεται να ιερουργήσει ώσπου να σωθεί το αντρόγυνον τό όρμασεν εις το έτος του Ασσίζ. 11321. 2) α) (Για πράγματα) τελειώνω, εξαντλούμαι: εστάθη η Αμμόχωστος και επολέμισε δυνατά. Όμως εσώθη η πολβερή τους και τα φαγητά τους και μη θέλων επαραδόθη και αυτή Byz. Kleinchron. Á́ 58537· είπεν ο βασιλεύς: «Εσώθην ο βίος μου και από την Αίγυπτον δεν ήλθεν ο διορισμένος χαζνάς και έχω δύο εβδομάδες οπού δεν έδωσα των μαστόρων το ημερομίστιν των και λυπούμαι καταπολλά» Hagia Sophia ν 5523· β) λαμβάνω τέλος, τερματίζομαι: Τόσους καιρούς ο πόλεμος στέκει και δεν εσώθη| κι εγώ ’λπιζα από καιρούς στα χέρια μας εδόθη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46317· (για λόγο, αφήγηση, κ.τ.ό.): Μα να κοντεύγω τον καιρό και λόγια να σωθούσι,| που δώκαν την απόφαση για να παραδοθούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1743· (σε μεταφ.): ο τροχός εσχόλασεν και το σκοινί εσώθη,| ο θάνατος τον έγραψεν στον Άδην να τον πάρει (ενν. τον Διγενή) Διγ. A 4391· γ) (για χρον. διάστημα) περνώ, παρέρχομαι· τελειώνω: Όταν σωθούν οι σαράντα χρόνοι, πάλιν θέλω γυρίσει εις εσένα, μητέρα εδική μου γης Διήγ. Αλ. V 26· εάν δεν ήθελεν αναστηθεί (ενν. ο Χριστός) τότες, πριν να σωθούν οι τρεις ημέρες ... Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 300v· Ζήνων σκληρέ, εσωθήκα| οι χρόνοι σου κι οι μέρες οι πρικές σου,| κι επάψαν οι χαρές σου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 159· δ) (για θητεία σε κάπ. αξίωμα) φτάνω στο τέλος, λήγω: άλλο γενεραλίσιμο να κάμουσι να πέψου| και το μαρκέζε έγραφε ογιά ν’ αναγυρέψου,| να τονε βγάλουν αποκεί, γιατί ο καιρός του εσώθη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46915· εις τον καιρόν ετούτον ήλθε άλλος κυβερνήτης εις τον τόπο αυτού, διότι ετούτου του πρώτου ο καιρός εσώθη Σουμμ., Ρεμπελ. 161· ε) (ειδικ., για άνθρωπο) πεθαίνω: εσώθην (ενν. ο πατριάρχης Δαβίδ), ήγουν εκοιμήθην και ετελείωσεν την ζωήν την πρόσκαιρον και εθάπτην Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 45v· στ) (μεταφ.) πλήττομαι, παθαίνω ζημιά: δίνει η σαΐτα μου (ενν. του Έρωτα) στα μάτια των ανθρώπων,| και μοναχάς με τις θωριές σώνουνται και πλανούνται| κι αδέλφια κι άλλους εδικούς ετότες απαρνούνται Κατζ. Πρόλ. 7. 3) (Θεολ., προκ. για τη σωτηρία του ανθρώπου): βεβαιώσου πως δεν σώνονται όλοι όσοι αποθνήσκουν, αλλά εκείνοι οπού απέθαναν εις την πίστιν και διά την πίστιν του Κυρίου Ιησού Χριστού Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 215· Οπόταν ο άνθρωπος κάνει πάσα κακόν και θέλει να σωθεί, δεν σώνεται εάν δεν αφήσει το κακόν και να μετανοήσει απ’ εκείνο εξ όλης ψυχής και καρδίας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 383v δις· σώνονται με το να εξομολογούνται έμπροσθεν των ανθρώπων με το στόμα και με την ψυχήν προς τον Χριστόν Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 143. 4) Εξυπηρετούμαι, διευκολύνομαι: Αν έχεις ζα στο σπίτι σου, άλογα και μουλάρια (παραλ. 1 στ.), ... ατός σου συ συντήρα τα πώς πίνουσι και τρώσι (παραλ. 3 στ.). Έχουνε σε χαμοθεόν και συ πάλιν στην χρειά σου| σώνεσαι μετ’ αυτά τα ζα και κάνεις την δουλειάν σου Δεφ., Λόγ. 336· α ’ρέγεσαι να με θωρείς πάντα στη συντροφιά σου| και να με κάμεις τέκνο σου, να σώνεσαι στη χρειά σου,| κάμε τη (ενν. την Αρετούσα) να το συβαστεί, να το θεληματέψει,| εμέ να κάμει ταίρι της κι άλλο να μη γυρέψει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ́ 212. Φρ. 1) Δε σώνει νά βγει από τ’ αβγόν (προκ. για νέο που συμπεριφέρεται με θράσος και απρέπεια· πβ. νεοελλ. φρ. ακόμα δε βγήκε απ’ τ’ αβγό): αργεί και παίζει, τριπηδά με χάχανα και γέλια·| και παίρνει τον η όρεξις και λησμονά τα ίσια,| εις τες γυναίκες τέρπεται, χαίρεται στα μεθύσια·| δε σώνει νά βγει από τ’ αβγόν και θέλει να φιλήσει Γεωργηλ., Θαν. 574. 2) Ο νους δε σώνει, ο νους μου ουδέν το σώνει (για κ. που ξεπερνά τις νοητικές δυνατότητες κάπ.): θωρώ το φανερά, ο νους μου ουδέν μ’ αφήνει,| κι ο λογισμός μου βιάζει με κι ανάκειται να γράψω.| Λοιπόν, παρακαλώ σας το, τα σφάλματα τά κάμνω| να με τα συμπαθήσετε, ότι κατέχετέ το| και μέγα έν’ το κάμωμα κι ο νους μου ουδέν το σώνει Σαχλ. Β́ (Wagn.) P 17· Εβάλα μύρα και έλαιος απόσω στο σεντόνι| κι άλλα πολλά μυριστικά τα οποία ο νους δε σώνει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4027. 3) Σώνεται το σκοινί, βλ. ά. σχοινίον (Ι) σημασ. 1 φρ. (2). Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) (Για χρόνο) ολόκληρος: Έκαμε (ενν. η Δέσποινα) και εις την Αίγυπτο χρόνους εφτά σωσμένους Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4314. 2) Ολοκληρωμένος: στον Θεόν εφάνηκε, θέλοντα των ανθρώπω| να τουσε δώσει ελευθεριά, με πλια σωσμένο τρόπο| να ξαναγίνει ο άνθρωπος, για να λειωθούν τα λάθη Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 198. 3) (Mεταφ.) φτασμένος· έμπλεος, γεμάτος: Τρίχας καμπόσο κόκκινας, όλος χαριτωμένος,| βαρία τον λόγον έβγανε, σ’ αποκοτία σωσμένος (ενν. ο Παλαμών) Θησ. Γ́ [498]. Το έναρθρ. απαρέμφ. αορ. το σώσειν ως ουσ. = άφιξη: τα κύματα ήρχοντα ενάντιον του ανέμου| κι οι ναύτες εφοβήθησαν κι ηρχίσασι να τρέμουν.| Κι ευθύς καθούριν έσωσε μετά βροχήν και χιόνιν| και άμα τῳ σώσειν ήρπαξεν πάραυτα το τιμόνιν Απόκοπ.2 356. Το έναρθρ. απαρέμφ. αορ. το σώσει σε επιρρ. χρ. = α) με την άφιξη: Ενταύτα απήρασιν βουλήν ν’ απέλθουν εις το Άργος (παραλ. 4 στ.)· το σώσει εδώκαν πόλεμον κι εσέβησαν απέσω Χρον. Μορ. H 1527· Ρήγας έν’ ο πατέρας μου ...| εις την Προβέντσαν, όνομαν λέσιν κεινής της χώρας,| το σώσει αφέντης γίνομαι, λέγω, κατά της ώρας Ιμπ. (Yiavis) 550· β) αμέσως: Βάνει τονε (ενν. ο Ιησούς το σταυρό) στον ώμον του για τονε σηκώσει,| και τόσα απού ’τονε βαρύς χάμαι έπεσε το σώσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3521· Και η Μαρία η Μαγδαληνή και ο Γιάννης εκυλιούντα,| με την Κερά εις το σταυρό εκλαίγα κι εθρηνούντα.| Και οι Οβραίοι εβλέποντας Χριστό να παραδώσει,| τω δυο ληστώ το θάνατο εδώκασι το σώσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3791. — Βλ. και σώζω.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης