Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 170 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ.

  • ράπτω,
    Προδρ. (Eideneier)2 Ά 46, Ιερακοσ. 48328, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 289, Βίος Αλ. 385, Ιμπ. 540, Δούκ. 41710, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 238, Θρ. Κύπρ. M 371, Μορεζ., Κλίνη φ. 15v· ράβγω, Μαχ. 54029· ράφτω, Ασσίζ. 7313, 16͵ 49431, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 289 κριτ. υπ., Sprachlehre 83 δις.
    Το αρχ. ράπτω. Ο τ. ράβγω (για το σχηματ. βλ. Συμεων., Ιστ. κυπρ. διαλ. 186-7· πβ. και Χατζ., Λεξ., λ. ράβκω) στο Meursius (γρ. ραύγειν) και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. ράβω, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. ράβjω). Ο τ. ράφτω στο Βλάχ., στον Κατσαΐτ., Κλ. Ά 682 και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., Σακ., Κυπρ. Β́ 768). Το μέσ. ράφτομαι στο Somav. (λ. ράφτομαι). Η μτχ. ραμμένος στο Βλάχ. και σήμ. Τ. ράβω σήμ. Η λ. και σήμ. λόγ. (Μπαμπιν., Λεξ., λ. ράβω).
    Ά Μτβ. 1) α) Συνάπτω δύο ή περισσότερα τμήματα κάπ. υλικού με κλωστή: Πεντ. Γέν. III 7· β) συνδέω μεταξύ τους κομμάτια από ύφασμα με κλωστή· ράβω· (εδώ μπαλώνω): Εάν ...| οκάποιας καν γειτόνισσας ρούχον να επαρελύθην,| και παρευθύς να με έκραξαν: «δεύρο, τεχνίτα, δεύρο,| και ράψε το παράλυμαν, έπαρ’ το ράψιμόν σου» Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 164-1 χφ P κριτ. υπ.· γ) (μέσ., μεταφ.) δένομαι σφιχτά, προσκολλώμαι ισχυρά σε κ.: Το στέμμα το πρεπούμενον, εδ’ ας τ’ ακαρτερούμεν,| ραμμένοι με τα σίδερα, ώστε να μας το δώσουν Θησ. ΙΒ́ [866]. 2) Κατασκευάζω ένδυμα για κάπ. άλλο: Ώδε λέγει το δίκαιον περί του ράφτη οπού ράβγει τα ρούχα τους λας, και φεύγει με όλα τα ραψίματα Ασσίζ. 32211· Από πανίν ευγενικόν, ολόχρυσον καθόλου (παραλ. 1 στ.) ρούχα τού εκόψαν και έραψαν, τον Έκτοραν ενδύσαν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7241. 3) (Προκ. για πληγή) ράβω, συνδέω τα άκρα (προκ. να επουλωθεί): Εάν ... πλήξῃ ο ιέραξ σφοδρώς ή γέρανον ή λαγωόν, και πληγῄ καὐτός υπ’ εκείνων, και διασχισθῄ το δέρμα αυτού, θεράπευε αυτόν ούτω. Αυτίκα μάλα ράψον την πληγήν ράμματι λινῴ μετά βελόνης, ῃ τας δοράς ράπτουσι Ιερακοσ. 4856, 7· Εάν υπό γεράνου πληγῄ (ενν. ο ιέραξ) ... σύμφυτον πρώτον προπάσας εις τον τόπον ράπτε αυτόν, τριγώνοις βελονίοις χρησάμενος και ράμματι εξ ερίου Ιερακοσ. 48325. 4) (Μεταφ.) επινοώ, μηχανεύομαι, σχεδιάζω κακό εναντίον κάπ.: Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 17621, Δούκ. 23118, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 9824. φρ. ράπτω μηχαηνάς, βλ. Επιτομή, λ. μηχανή Φρ. Β́ (Αμτβ.) ασχολούμαι με το ράψιμο ή τη ραπτική τέχνη:  όλην την ημέραν (ενν. ο Σαρδανάπαλος) έστεκεν μέσα εις την κάμαραν με την φαμελίαν του να ηβλέπει να ράφτουν και να κεντούν και να γνέθουν και να κάνουν άλλα γυναικεία τίποτες Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 113 γή έραφτε γή έξαινε μαλλιά γή τη ρασέν επάτει| γή ολημερνίς την έβλεπες τη ρόκα της κι εκράτει Πανώρ.2 Β́ 95· Ουδ’ έπλυνε ουδ’ έραφτε ουδ’ έλασσε ποτέ τση (ενν. η Παρθένος)| κι ήσα τα ρούχα τση λαμπρά κι εστράφτα οι ποδιές τση Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4328.
       
  • ρασοφόρεμα
    το.
    Από το ρασοφορώ και την κατάλ. ‑μα. Πβ. λ. ρασοφορεμένος στο Somav., ρασοφορία στο Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ. και ρασοφόρος σήμ.
    Το να φορά κάπ. ράσο μοναχού ως ένδειξη ότι έχει λάβει το μοναχικό σχήμα: κάποιος Θεόδωρος, ..., όσον εις το ρασοφόρεμα μόνον καλόγηρος, αμή εις τα άλλα όλα ... κακότατος και ... πονηρότατος Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12421‑22.
       
  • ρίγος
    το, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 135, Ορνεοσ. αγρ. 56512, 13, 57012, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12118.
    Το αρχ. ουσ. ρίγος. Η λ. και σήμ.· το αρσ. σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 624, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.)
    1) α) Τρέμουλο που διαπερνά το σώμα συνοδευόμενο από αίσθημα ψύχους ως σύμπτωμα πυρετού, ασθένειας: Οϊμένα, εγώ ’μαι, ως ήκουσες, νένα μου ηγαπημένη,| όμοια, καθώς ευρίσκομαι, σα μιαν αρρωστημένη,| απ’ όλη νύκτα τση κτυπά ο ρίγος και τινάσσει,| και το πουρνόν εισέ πολλή θέρμη η κρυότη αλλάσσει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 563· β) τρέμουλο, ανατριχίλα από δυνατή συγκίνηση, έντονο συναίσθημα· (μεταφ.) φόβος, τρόμος: Είδε (ενν. ο Ιωσήφ) το πως η Δέσποινα ήτονε γκαστρωμένη| κι ήδειχνε απού την κοιλιά, απού ’το φουσκωμένη.| Όλος επαραπάρθηκε, τρομάρα τού γυρίζει| και ρίγος αθανάσιμος, εργά και τουρτουρίζει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1917· Όλ’ οι σολντάδοι συντροφιές βγαίνου, καπεταναίοι,| να πα να πολεμήσουνε, χαριτωμένοι νέοι·| και την αυγίτσαν ο λαός εβγαίνει κι Αλμερίγος,| μα τους Φραντσέζους έπιασε όλους περίσσος ρίγος Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 42322. 2) Πυρετός: Περί τριταίου ρίγου. Τριταίος πυρετός δε ένι όταν μίαν ημέραν έχει άνεσιν, την δε άλλην πυρέσσει Σταφ., Ιατροσ. 8214.
       
  • ρίζα (I)
    η, Λόγ. παρηγ. L 391, Νεκρολ. φ. 260, Ασσίζ. 24017, 49117, Ορνεοσ. αγρ. 52212, Διγ. (Trapp) Gr. 3340, Διγ. Z 1254, 1508, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1197, 1680, Ανάλ. Αθ. 16, Ερμον. Β 235, Βίος Αλ. 2353, Λίβ. διασκευή α 2033, Λίβ. Esc. 2681, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 667, 862, Αχιλλ. (Smith) O 416, 424, Χρον. Τόκκων 1372, 1390, Αργυρ., Βάρν. K 17, Δούκ. 3198, Ch. pop. 259, Χούμνου, Κοσμογ. 344, 1197, Απόκοπ.2 50, Κορων., Μπούας 21, Σοφιαν., Παιδαγ. 101, Πορτολ. A 468, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1391, Αχέλ. 1561, 2117, Χρον. σουλτ. 6218, Κυπρ. ερωτ. 10824, Πανώρ.2 Γ́ 609, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1275, Πιστ. βοσκ. II 5, 277, Διγ. Άνδρ. 36821, 3983, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 20, Β́ 316, Πτωχολ. A 166, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1333], Λίμπον. 502, Πτωχολ. B 222, κ.π.α.
    Το αρχ. ουσ. ρίζα. Η λ. και σήμ.
    1) α) Το κάτω μέρος φυτού ή δέντρου που βρίσκεται μέσα στο έδαφος και μέσω του οποίου τρέφεται και στηρίζεται: Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1643, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1804, Απόκοπ.2 52· (εδώ η ρίζα του δέντρου που φέρει τον απαγορευμένο καρπό): Βλέπει (ενν. ο Σηθ) τες ρίζες του δενδρού μέσα της παραδείσου| και αυτούνες κάτω ξεπερνούν στ’ άβυσσα της αβύσσου Χούμνου, Κοσμογ. 353· (εδώ προκ. για τεχνητή διακοσμητική κατασκευή): Και εκ της φισκίνας το πλευρόν, εκ το δεξιόν της μέρος,| ήτον αμπέλιν ριζωτόν από υαλίου και εκείνο (παραλ. 1 στ.). Και είδα εις εκείνο φοβερόν μυστήριον και ξένον| τό εποίκεν ο παράξενος εκείνος ο τεχνίτης·| από την ρίζαν το νερόν να εμπαίνει του αμπελίου| και εις ένα έκαστον κλαδίν να τρέχει να αναβαίνει Λίβ. διασκευή α 2631· (σε μεταφ.): Αν σχίσουν την καρδίτσα μου, έσωθεν να σε εύρουν (παραλ. 1 στ.) φυτόν εις την καρδίτσα μου, αυθέντη ευγενικέ μου·| εξήπλωσαν οι κλάδοι σου εις όλα μου τα μέλη| και αι ρίζαι σου εκράτησαν πάσαν μου αρμονία Αχιλλ. (Smith) N 1632· (σε μεταφ. προκ. για την Αγία Τριάδα): Τρία κλωνάρια τρίλογα θέλουσι ξεφυτρώσει,| ένα κορμίν και τρεις κορφές, τρεις ρίζες θε κεντρώσει Χούμνου, Κοσμογ. 372· (σε παρομοίωση): το λίγο εγίνηκε πολύ και το πολύ να κάμει| αρχίνισεν απλοκαμούς σα οι ρίζες στο καλάμι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 102· β) (ιατρ.) ρίζα φυτού ή δέντρου που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς: Ιερακοσ. 4964, Ιατροσ. κώδ. υιγ́· γ) το κατώτατο τμήμα του δέντρου ή του φυτού, το σημείο στο οποίο εισέρχεται στο έδαφος: Είδα δένδρο εις περιβόλι| και στην ρίζαν είχεν κλώνον Ch. pop. 528· Και όταν εβράδυνε, ο αλέκτορας ανέβη εις δένδρον και ο σκύλος εστάθη εις την ρίζαν του δένδρου, οπού είχε κουφωμάδα Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 32· και αφού εφάγαμεν ψωμίν εις του δενδρού την ρίζαν (παραλ. 1 στ.), τότε εραθυμήσαμεν και εις ύπνον εγυρίσθην Λίβ. διασκευή α 2820· δ) κλαδί δέντρου: έβαλεν έναν μαντήλιν εις τα δύο του χέρια και αππήδησεν, και ανασκέλωσεν και αγγάλιζεν τας ρίζας των δένδρων με το μαντήλιν των χερίων και με τα σχέλια του απού δέντρον εις δέντρον και απέσωσεν χαμαί Μαχ. 60032· ε) μίσχος, κοτσάνι: Εκράτει πάλι η ρήγισσα ανθό περιπλεμένο| που εφαίνετό σου απ’ το δεντρό τον είχασι κομμένο·| ήτονε πλούσος κι ακριβός στα φύλλα κι εις τη ρίζα,| γιατί ζαφειρομπάλασα όλο τον εστολίζα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 129. 2) (Συνεκδ.) το ίδιο το δέντρο ή το φυτό: δίδει και πουλεί  ... η Μαρία Ραγουζοπούλα ... του μάστρο-Γεώργη ...  μία ρίζαν ελαία και συκές ρίζες τρεις και δύο ρίζες απιδές Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 96 (τρις). 3) Μεταφ. α) το σημείο στο οποίο ένα μέλος του σώματος συνδέεται με τους ιστούς· (προκ. για δόντι): Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 228· (σε μεταφ.): εβλέπεις τό πώς έκαυσες της καρδίας μου τας ρίζας Λίβ. διασκευή α 1543 κριτ. υπ.· β) (προκ. για αγγείο) το σημείο όπου ενώνεται το κάτω μέρος της χειρολαβής του αγγείου με το σώμα του: εφ’ ενί τόπῳ το ύψος του πλοίου οφείλεις μετρήσαι, επάνω δηλαδή του ενός κούφου τιθείς, ήγουν προς την κοιλίαν του κούφου ρίζης των ωτίων τιθείς έτερον, και επάνω πάλιν τούτου έτερα Metrol.2 1283. 4) α) Το πρόσωπο ή το γένος από το οποίο κατάγεται κάπ.· φύτρα, οικογένεια: Φλώρ. 1783, Διγ. Z 1326, Στίχ. ωραιότ. (Spadaro) 98· (εδώ προκ. για τη μητέρα): Τις απεχώρισεν ημάς, ω γλυκυτάτη μήτερ;| τις μοι την ρίζαν έκοψεν τούδε του βίου άρτι; Διγ. Z 4112· φρ. έχω την ρίζαν = προέρχομαι, κατάγομαι: Τον παίδα τον αφήλικα ...| ... τῳ βασιλεί εδώκε (παραλ. 1 στ.), ωσότου και του στέμματος τον ποιήσει κληρονόμον| του του πατρός του ευγενούς, ένθα την ρίζαν είχεν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13399· β) ο πρώτος στον οποίο ανάγεται η αρχή ενός συνόλου ανθρώπων· (προκ. για τον Αδάμ, ως γενάρχη του ανθρώπινου γένους): ο πρωτόπλαστος ημών Αδάμ, αυτός έναι ο ποταμός και η βρύση και η θάλασσα και η ρίζα και τα κλωνάρια και όλης της ανθρωπίνης φύσεως η αρχή και η αιτία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 69r· (εδώ προκ. για τον Μωυσή): Ω Μωυσή πανθαύμαστε, των προφητών η ρίζα,| εσύ μού το προφήτευσες υιόν μου να σταυρώσουν Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. (Βασιλείου) 136· (εδώ προκ. για τον Μέγα Κωνσταντίνο): χριστιανών ο βασιλεύς, η κορυφή και ρίζα| και του σταυρού ο ευρετής, ο μέγας Κωνσταντίνος Παρασπ., Βάρν. C 19· γ) αυτός που εξασφαλίζει τη συνέχιση της γενιάς, απόγονος: Όλοι των ήσαν πονηροί, Θεόν ουκ εγνωρίζαν| του Κάι τα απόγονα, η οργισμένη ρίζα Χούμνου, Κοσμογ. 434· εκακοφάνη ολωνών των πασάδων και του φουσσάτου, οπού εβουλήθη (ενν. ο σουλτάνος Σελίμης) να μην αφήσει ρίζα από αδελφούς και από ανιψίους Χρον. σουλτ. 14217· δ) τόπος καταγωγής: Εάν ουν πάσαν την Θηβών πόλιν προσκατασκάψω,| πυρί κατατεφρώσω τε, πάτρας δ’ εξολοθρεύσω,| αυτήν την των γενεαρχών εξέκοψα την ρίζαν Βίος Αλ. 2359. 5) α) Το κάτω τμήμα ενός πράγματος· βάση, θεμέλιο: (προκ. για κτίσμα): Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 256, Δωρ. Μον. XXIX, Χρον. Τόκκων 2061· (προκ. για αστέρι): εφάνη ένα άστρον μεγαλύτερον από τον αυγερινόν και από την ρίζαν του εβγήκεν ένας μέγας στύλος ωσάν σεργούτσι καθολικό με τα κλωνάρια Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 22r· (προκ. για τις βάσεις των ποδιών του κρεβατιού): εις το αποσκίασμα του δενδρού ωραίον κρεβάτιν στέκει·| οι ρίζες ήταν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα| και τα ποδάρια ολόχρυσα, διά λίθων πολυτίμων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1680· (σε μεταφ.): ότι νομίζω αν έπεσαν τα λόγια της γραφής μου| εις πέτραν να είναι ριζωτή, οι ρίζες της εις άδην,| να εξανεσπάσθην απεκεί, να αιστάνθην το πιττάκιν,| και όσα να ήτoν άψυχος εις νουν να μετεβλήθην Λίβ. διασκευή α 1754· β) (προκ. για βουνό) πρόποδες: τούτες οι χώρες ήσαν γιναμένες εις έναν κάμπον έμορφον, πλην δε σιμά εις την ρίζαν του βουνού Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 130r· γ) (στον πληθ. προκ. για ρούχο) ποδόγυρος: βιατάριν έβαλα τερπνόν, καθάριον μαγδαΐτην (παραλ. 1 στ.)· οι ρίζες ήσαν πιθαμή, ολόχρυσα λεοντάρια,| και τα κομπιά ολοχύμευτα, με το μαργαριτάριν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1464· δ) (μεταφ., προκ. για πρόσωπο) στήριγμα: Και είδετε αυτόν καλά και εγνωρίσετέ τον| τα πράγματα τά έκαμεν ο δούκας ο αφέντης (παραλ. 1 στ.), την αφεντιάν την ήμισην ηπήρεν των Σπαταίων,| και αν σεβεί εις την μέση σας, εις τέτοιους φρονίμους| και πρακτικούς και άξιους, ρίζα του Δεσποτάτου| ελπίζω το επίλοιπον όλον να το επάρει Χρον. Τόκκων 1372. 6) α) Αρχή, έναρξη· αφετηρία: θέλει θαυμάσει κανείς την δύναμιν του Θεού και τα μεγαλεία πώς από μικρά σπέρματα προκαταβάλλεται τας ρίζας των μεγάλων πραγμάτων Παράφρ. Μανασσ. 285· ο πόθος πως βασταίνει| ρίζαν γλυκιά, μα ’πωρικόν πρικύ,| τ’ οποίο μαραίνει| εις τον καιρόν τον όμορφον Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [66]· Και αύθις περί έρωτος υμάς αναμιμνήσκω,| ρίζα γαρ ούτος και αρχή καθέστηκεν αγάπης,| εξ ης φιλία τίκτεται, είτα γεννάται πόθος Διγ. (Trapp) Gr. 956· Η αγάπη είναι κεφάλαιον ολωνών των αρετών,| η αγάπη έναι ρίζα όλων των καλών Κανον. διατ. Α 587· (μεταφ., προκ. για πρόσωπο): ο βασιλεύς ο φρόνιμος, σοφός ο Καλοϊωάννης,| η ρίζα των φρονήσεων, η δόξα των Ρωμαίων Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 97· β) (προκ. για πόλη) πρωταρχικός πυρήνας, κοιτίδα: Τα Ιωάννινα έχουν την τιμήν εξ όλον του το κράτος·| αυτού έναι η ρίζα των Ρωμαίων, το Δεσποτάτο όλο Χρον. Τόκκων 3113· τούτων των Αγίων Τόπων η ρίζα και το κεφάλαιον είναι η αγία πόλις Ιερουσαλήμ Προσκυν. α′ 1108· γ) γενεσιουργός αιτία: ο Θεός απιλογιάζει και τες ρίζες του φόνου, ήγουν τον φθόνον, την έχθραν, τον θυμόν και την ξεκδίκησιν Χριστ. διδασκ. 311· (προκ. για το διάβολο): των κακών ετούτων πρώτη αφορμή και ρίζα φανερόν ότι άλλος δεν είναι, μόνον ο διάβολος Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 74 δ) (προκ. για ποταμό) πηγή: Ετούτος ουν ο Ευφράτης είναι πολλά εύμορφος, και η ρίζα του είναι ως λέγουσιν από τον παράδεισον Διγ. Άνδρ. 3983. 7) (Προκ. για μαθημ. πράξεις) η χρήση, η εφαρμογή μιας συγκεκριμένης μεθοδολογίας: Πολλοί λογαριασμοί γίνουνται χωρίς ρίζαν της τέχνης, μόνον με σκοπόν. Και είναι ακριβότερος εκείνος ο λογαριασμός του σκοπού παρού εκείνου, οπού γίνεται με την τέχνην. Επειδή όσοι γίνουνται με την τέχνην, έχουν ρίζαν και αρχές της τέχνης Rechenb. 8613, 15. Εκφρ. ρίζα και δένδρον/κλαδίν/κορφή = αρχή και τέλος, αιτία και αποτέλεσμα: Φίλε Κλιτοβών, υπερεξηρημένε,| φίλε της υπολήψεως, η ρίζα και το δένδρον,| ποτάπην να εύρω αντιμοιβήν να ποιήσω εις εσένα ...; Λίβ. διασκευή α 4312· να στραφεί πας άνθρωπος εις ταπεινοφροσύνην,| οπού έναι ρίζα και κλαδίν, μάθε, της σωτηρίας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2186· ας βλαστημώ κι ας καταργώ, όπου κι αν έναι αγάπη| κι όπου και ρίζα και κορφή ολότελα να σάπει Ch. pop. 259. Φρ. 1) Έχω ρίζα = υπάρχω, υφίσταμαι: Κι ήτονε μετά λόγου του, δε θε να τον αφήσει| να πηαίνει μοναχός εκεί, ώστε να λησμονήσει| εκείνα που τον τυραννούν κι απὂχου ακόμη ρίζα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 417. 2) Κάμνω ρίζες = α) φυτρώνω· (εδώ σε μεταφ.): Στη γέμιση του φεγγαριού άλλο δεντρό δεν πιάνει,| μόνο τσ’ αγάπης το δεντρό που πάντα ρίζες κάνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 315, 316· β) εγκαθίσταμαι, εδραιώνομαι: Μην τους αφήσετε λοιπόν (ενν. τα έθνη τα αλλόφυλα) στην Πόλιν να σταθούσιν| μηδέ ριζώσουσιν εκεί ή να πολυσταθούσιν| και κάμουν ρίζες δυνατές ανάσπαστες διόλου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 324.
       
  • ρίπτω,
    Σπαν. (Λάμπρ.) Va 567, Προδρ. (Eideneier)2 Ά 236, Γ́ 170-1, Καλλίμ. 1311, Ασσίζ. 4718, 25211, 29516, 3622, Ορνεοσ. αγρ. 53710, Διγ. Z 161, 356, 613, Βέλθ. 417, 1128, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4736, Χρον. Μορ. H 543, P 17, 2921, Βίος Αλ. 3657, Φλώρ. 383, 1645, Λίβ. διασκευή α 230, 1831, Αχιλλ. (Smith) N 555, 1271, 1560, Ιμπ. 720, Χρησμ. Χ 18, Χρησμ. (Βέης) 1418, Φυσιολ. (Legr.) 471, Φυσιολ. 35521, 3567, Δούκ. 16125, Γεωργηλ., Θαν. 613, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 1, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 720 κριτ. υπ, Λίβ. Va 219, 2123, Έκθ. χρον. 3421, 4311, 729, Κορων., Μπούας 37, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ά 561, ΙΔ́ [204], Βυζ. Ιλιάδ. 615, Ιστ. πολιτ. 2822, Παϊσ., Ιστ. Σινά 40, Διγ. O 2766, κ.α.· ερίπτω, Διγ. Z 3885· ρέχνω, Κορων., Μπούας 20· ρίβγω, Μαχ. 21034, 3144, 34032, 4048, 41615, 16, 4546, 4641, 48618, 19, 22, 54634, 58820, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 92, 115, Ξόμπλιν φ. 137v, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 166, Κυπρ. ερωτ. 9917, 10720· ρίκτω, Σαχλ., Αφήγ. 517, Ερωτοπ. 93, Λίβ. Esc. 2291, 2694, Αχιλλ. L 878, 1184, Χρον. Τόκκων 266, 1734, Θησ. Β́ [308], Θησ. (Foll.) I 53, Χούμνου, Κοσμογ. 2179, 2181, 2353, 2503, 2511, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 120, 2125, 2547, 2790, 4568, 4801, Απόκοπ.2 363, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 302, 412, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 941, Κορων., Μπούας 37, Αχέλ. 406, 410, 644, 753, 1040, 1578, Μορεζ., Κλίνη φ. 138v, 514r, 539v, Στάθ. (Martini) Ά 92, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 431, Ροδινός (Βαλ.) 167, Διγ. O 1734, Διακρούσ. (Κακλ.) 226, 752, 1102,  κ.α.· ρίκτω — ρίχνω, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2511, 2543, 2555, 3223, 3552, 3565, 3599, 3769, 4613, 4674, Διακρούσ. (Κακλ.) 717, 749, 760· ρίπτω — ρίχτω, Χρον. Μορ. H 2217, 2224, 3519, 3576, 4023, 4634, 4730, 4839, 5577, 8308, 9018, P 2217, 2224, 3519, 4023, 4634, 5577, 8308· ρίχνω, Κομν., Διδασκ. Δ 392, Ιατροσ. 21101, Αχιλλ. O 334, Θησ. Β́ [135], Θησ. (Foll.) I 133, Γαδ. διήγ. 17, 143, Κορων., Μπούας 132, Ζήνου, Βατραχ. 394, 395, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154v, 219v, Χρον. σουλτ. 646, 7919, Κυπρ. ερωτ. 1544, Πανώρ.2 Αφ. 43, Ά Β́  29, Δ́ 33,  Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 566, Πιστ. βοσκ. Ι 1, 57, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 882, B´ 1034, 2146, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 257, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1239 κβ́ 1, 1245 λ́ 2, Σουμμ., Παστ. φίδ. Á [350], Γ́ [138], Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά 165,  Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ´ 224, 229, Έ 15, Διακρούσ. (Κακλ.) 128, 285, 709, 1001, Τζάνε, Κρ. πόλ. 18815, 2114, 23915, 24516, 54213, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Αποκάλ. Ιω. ς′ 13, κ.π.α.· ρίχνω — ρίχτω, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 23513, 28224, 39415,  40726, 44814,  46710, 52715, 54814, 5562· ρίχτω, Χρον. Μορ. H 2921, 9092, P 15, 543, 9092, Θησ. Ζ́ [368], Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 728, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ μετά στ. 640, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 774, 1060, Γ́ 1594, Δ́ 939, Ροδολ. (Αποσκ.) Β´ 169, 512, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά 17, Γ́ 410, 459,  Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 139, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1775, 18, 28921, 36019, 40821, 4549, 46012, 15, 47211, 4808, 49023, 57016, κ.α.· αόρ. έριξα, Ιων. I 4, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 696, Διήγ. παιδ. 294, Φλώρ. 1033, Ερωτοπ. 675, Λίβ. διασκευή α 256, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 297, 426, Αχιλλ. L 994, 1018, 1200, Αχιλλ. (Smith) N 1006, Χρον. Τόκκων 554, 1735, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 427, Λίβ. Va 1643, 1823, 1049, 2852, Απόκοπ.2 363, Βεντράμ., Φιλ. 172, Δεφ., Λόγ. 128, Πεντ. Γέν. ΙΙ 21, XXXVII 20, Έξ. VII 10, XV 21, 25, Δευτ. IX 17,  Δωρ. Μον. XXIX, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β′ 260, 266, Γ́ 164, Κατζ. Γ´ 132, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 16, Πιστ. βοσκ. IV 4, 43, Βίος Δημ. Μοσχ. 637, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 616, Στάθ. (Martini) Γ′ 53, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 72r, Ροδολ. (Αποσκ.) A´ 551, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 109, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β´ 109, Hagia Sophia ω 51518, Μπερτολδίνος 124, κ.π.α.· έρ(ρ)ιψα, Σπαν. (Μαυρ.) P 101, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 53, 868, 1284, 1541, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 6776, 11402, Λίβ. P 1316, Λίβ. Esc. 198, 4171, Λίβ. N 3677, Αχιλλ. (Smith) N 1556, 1612, Βουστρ. (Κεχ.) 6816, 19218, Κυπρ. ερωτ. 10732, 1432, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 91, κ.α.· γ́ πληθ. αορ. ερρίπτησαν, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1013· προστ. ρίχθησε, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιά 23· μτχ. παρκ. ριχμένος, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ιέ μαξ. καλλιουπ., Ιω. ιε 6.
    Το αρχ. ρίπτω. Ο τ. ρέχνω πιθ. από μετρ. αν. Ο τ. ρίβγω (ρίβγειν) στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 769) και τ. ρίβγου σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. ρίχνου). O τ. ρίκτω σε σχόλ. (LBG), τον 11. και σε έγγρ. του 12. αι. (Caracausi, LBG) και στο Βλάχ. Ο τ. ρίχνω (για το σχηματ. του οποίου βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 291) στο Βλάχ. (λ. ρίκτω) και σήμ. Τ. ρίχτου και ο τ. ρίχτω (για το σχηματ. του οποίου βλ. και Χατζιδ., Αθ. 26, 1914, ΛΑ 54) σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 769, λ. ρίβκω, 770, λ. ρίχτω, ρίχνω). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Χατζ., Λεξ., ρίβκω, Andr., Lex., ρίφτω, Κωστ., Λεξ. τσακων., ρίγνου). Μτχ. ρικτήμενος (βλ. και Δαβίδ. 406), ριγμένος (λ. ρικτήμενος) και ριχμένος στο Somav.· βλ. και Σακ., Κυπρ. Β́ 770, λ. ρίχνω. Η λ. στο Du Cange και σήμ. λόγ. και σε αρχαϊστικές φρ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ.).
    I. (Ενεργ.) 1) α) Κάνω ή αφήνω κ./κάπ. να πέσει κάτω: Την καρέαν κλαδοκοπούσιν| και τα φύλλα ρίπτουν κάτω Χρησμ. (Βέης) 1418· τον βότρυν ρίπτουν (ενν. οι ακανθόχοιροι) εις την γην και ξηρωγίζουσίν τον Φυσιολ. (Legr.) 471· ρίξε, κυρά μου, το σκοινί από το παραθύρι,| για να ’ρθω το τειχιό τειχιό, να πιάσω ωριόν ζαφείρι Ch. pop. 327· επήγε μέσα στην αυλή (ενν. ο Ιούδας), εις την μηλιά ανεβαίνει| κι όλα τα μήλα τσή ’ριξε και τότες κατεβαίνει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2543· (προκ. για δέντρο ή πτηνό): Κάμε ένα στεφέλι μολυβένιον και ζώσε τον δένδρον ... Τούτο του βοηθά πολλά να μη ρίχνει τον καρπόν του Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 155· Τα … δένδρα ρίχνουσι … τα φύλλα τως Μορεζ., Κλίνη φ. 375v· Εις ρευματιζόμενον (ενν. ιέρακα) και από του ρεύματος ρίπτοντα τα πτερά Ιερακοσ. 47910· (εδώ μεταφ. προκ. για δάκρυα): Το δυνατόν ξουφάριν| που ρίβγει ’πού τα ’μμάτια μου ψιχάδιν ... Κυπρ. ερωτ. 10720· β) ανατρέπω: ταύτην την στήλην άνεμοι πνεύσαντες λίβαι εξανέσπασαν ... και εις γην έριψαν Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 197· Δύο, τρεις φορές τον έριψαν και πάλιν εσηκώθη·| τέτοιους κόλπους τον έκρουαν … Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3996. (μεταφ. προκ. για αξιωματούχο· για τη σημασ. βλ. και Κουκ., Ευστ. Γραμμ. 139): εμπρός στους δούλους σου (ενν. στέκου) αφέντης υψωμένος,| διά να στέκεται σωστή της αφεντιάς η τάξις (παραλ. 1 στ.)· μηδέ πικρός και ρίξουν σε, μηδέ γλυκύς και φαν σε,| ένας σοφός διδάσκαλος είπεν ότι να είσαι Ιστ. Βλαχ. 1619· εδοκίμαζε πώς να τον ρίψει (ενν. τον πατριάρχην) ... από το πατριαρχείον Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 1253· γ) γκρεμίζω, ισοπεδώνω: Πέμπει (ενν. ο Θεός) σεισμόν με την βοή, ο κόσμος σκοτεινιάζει,| και από τον φόβον ο λαός το «Κύριε ελέησον» κράζει.| Και ρίκτει σπίτια αρχοντικά, παλάτια των κριτάδων,| εκκλησιών καμπαναριά και άλλων πτωχών τινάδων Σκλάβ. 21· έβαλαν (ενν. οι βάρβαροι) σιδηρούς λοστούς κάτω από τας πορφυρένιας κολόνας, διά να ρίξουν την εκκλησία και να πάρουν τα μάλαμα Ιστ. Βατοπ. 39· με τες μπόμπες τες πολλές ερίξαν το καρτέρι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28224· τα τείχη ρίχνασιν με την αρτελαρίαν (ενν. οι Τούρκοι) Αχέλ. 1847· ήρξαντο ρίπτειν και αφανίζειν τον θείον … ναόν, και τέλος έκτισαν και ανῳκοδόμησαν μετζίτιον Ιστ. πολιτ. 2822· (σε μεταφ.): τση ’ντήρησής μου| τσι πόρτες εκατέσπασε (ενν. ο πόθος) κι έριξε της ντροπής μου Πανώρ.2 Γ́ 408. 2) α) Με ουσ. όπως χιόνι, χαλάζι κλπ. για την περιγραφή φυσικών φαινομένων: σαν τα νέφαλα που ιδείς τον ουρανόν να κρύψουν,| και παρευθύς κάτω στην γην πολλήν βροχήν να ρίψουν,| ούτω στον κάμπον του δουκός εκ των Φραντσόζων πίπτουν| οι σκιουπετές ... Κορων., Μπούας 37· ο ουρανός με τες βροντές αστροπελέκια ας ρίχνει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 15· σεισμός πολυς εγίνηκε, μεγάλη σκοτεινάγρα,| τα νέφη εθαμπωθήκασι κι ερίξασιν αντάρα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3767· Ρίκτει ο Θεός την χάλαζαν με ’στία ανακατωμένη,| άνθρωποι, δένδρη και τα ζα ευρέθησαν χαημένοι Χούμνου, Κοσμογ. 2353· Γλυκύν αέρα στες αρχές του ναύτη ετσι του ρίκτει,| ο ουρανός, μα η θάλασσα σαν θυμωθεί του δείκτει την δύναμιν και μάνητα ’ς κύματα αγριεμένα Λίμπον. 215· Οι καταρράκτες του ουρανου πάραυτας θέλου ανοίξει,| νερόχιονο να ρίκτουσι, κι αστράψει και βροντήξει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4801 (και απρόσ.): νερά πολλά ου γίνονται, μόν’ χιόνια και χαλάζι.| Ρίκτει στιβάζει πάντοτες … κι ευθύς … το να το ρίξει πάγωσε Θησ. Ζ́ [368Εις όλα τα περίγυρα και τα χωριά χαλάζι| έρικτε με τες αστραπές και ο λαός φωνάζει Σκλάβ. 126· β) (με υποκ. τη λ. ουρανός κλπ. και αντικ. τα ουσ. αίμα (βλ. και λ. αίμα(ν) Ιδιάζ. χρ., Επιτομή, λ. αίμα 1), φωτιά): αίμα ρίξε, ουρανέ, και πλιο νερό μη βρέξεις! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22814· Ουρανέ, ρίξε φωτιά, …| κι όλοι ας λαβού κι όλοι ας καγού Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1723. 3) α) Στέλνω προς κάπ. κατεύθυνση ή σε κάπ. στόχο: ένα πουγγί τούς έριξε (ενν. ο Αλέξανδρος βοεβόδας) να διαμοιρασθούσιν Ιστ. Βλαχ. 1030· βλέπω την κόρην, ρίπτει με μαγνάδιν ιδικόν της Λίβ. διασκευή α 2451· ρίπτει το (ενν. το μήλον) προς το κόρφον του, ευθύς απονεκρούται Καλλίμ. 1311· (εδώ προκ. για ραντισμό με αγίασμα): ρίκτουσιν (ενν. μοίραν απ’ αυτές οπού εχηρέψασιν) αγιάσμα ωσάν παπάδες.| Και από τες έξι ή τες επτά, πάσαν εορτήν και σκόλην,| απήν σφαλίσουν οι εκκλησιές και απήν μισέψουν όλοι,| τα μνήματά σας διασκελούν και απάνω σας διαβαίνουν,| με τους παπάδες ταπεινά, κρυφά να συντυχαίνουν Απόκοπ.2 188· φρ. όσον να ρίξεις μίαν πέτραν = σε απόσταση βολής πέτρας: εχώρησε μακρά απ’ αυτούς όσον να ρίξεις μίαν πέτραν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κβ́ 41· (εδώ σε διαδικασία μαντικής· βλ. και Μέγας, ΕΕΦΣΠΑ 9, περ. β́, 1958-9, 207-208, Κουκ., ΕΕΚΣ 3, 1940, 66 και σημ. 8): Όσοι μαντεύουσι ... ή αστρονομούνται ή χύνουσι κηρί ... ή ρίκτουσι κουκκία ή ρεβίθια ή ρίκτουσι εις το φεγγάρι ... Νομοκ. 3858· β) (προκ. για ουράνιο σώμα κλπ.) εκπέμπω: Λαμπρότατε ήλιε, ρίξε τες ακτίνες σου Χίκα, Μονωδ. 140· τ’ άστρα του ορανού τσ’ ακτίνες τως να ρίχνου| πασίχαρα στον κόσμο μας Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α´ 343. 4) α) Εκτοξεύω, εκεσφενδονίζω: ρίχτου τα βερτόνια τως και τα πουλιά δοξεύγου Ροδολ. (Αποσκ.) Γ´ 308· σκιουπέτα ρίκτασι, μπαλέστρες και κοντάρια Κορων., Μπούας 57· ρίπτει (ενν. ο Έρως) το βέλος εις αυτήν και φλόγα εξανάπτει Διγ. Z 197· είδα φανερά να ρίξει με μεγάλη| σπουδή στο στήθος μου Ερωτας χίλιες σαΐτες πάλι Πανώρ.2 Ά 329· Έπειτα παίρνει τη γυνή (ενν. ο Διγενής), στα δάση τηνε κρύπτει/ να μη βλέπει στον πόλεμο πώς το κοντάρι ρίπτει Διγ. O 2766· (σε μεταφ.): Όλος εξεκοκκίνισε, κι εφαίνετό σου ερίχνα| χίλιες φωτιές τ’ αμμάτια του,| κι οι εμιλιές του εδείχνα| πως είναι πλια αγριότερη παρά θεριού η καρδιά του Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 95· β) πυροβολώ: ερίχνασί του τουφεκιές, μα κείνος δεν τες γροίκα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54213· λουμπαρδιές και τουφεκιές ερίχταν απομέσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2902· ερίξασι οι Τούρκοι … μπαλοτιές σαν χιόνι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28014· γ) χιμώ να χτυπήσω κάπ. (συν. με το ρ. κόπτω προκ. για σπαθί): αυτός απού τα σκότωνε (ενν. τα παιδιά) ο τρισκαταραμένος| ’ποπανωθιό τση Ελισσαβέτ στέκει ξεσπαθωμένος·| ρίκτει να κόψει το παιδί ’ς τση μάννας του τα χέρια,| κι ένα χαράκι ήτον εκεί κι ήδωκεν η μαχαίρα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2290. 5) (Για ρούχο, κάλυμμα κεφαλής κ.τ.ό.) βγάζω: ρίκτουν τα πανωκλίβανα, έλαμψαν τ’ άρματά τους Παρασπ., Βάρν. C 184· ρίπτει (ενν. η Μαξιμώ) το επιλούρικον (ην γαρ πολύς ο καύσων) Διγ. Z 3694· φρ. ρίχνω τα ράσα / ρίπτω/ρίχνω το μοναχικόν σχήμα/το σχήμα το αγγελικόν/την καλογερικήν = αποβάλλω το σχήμα: Περί μοναχού και μοναχής … αν υπανδρευθούν ή πορνεύσουν ή κοσμίσουν και ρίξουν τα ράσα Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1110 ξδ́ 3· όρισέν την (ενν. ο ρήγας) μοναύτα να ρίψει το μοναχικόν σχήμα ..., γιατί χωρίς το θέλημάν της τα εφόρησεν διά τον ορισμόν της ρήγαινας Μαχ. 22618· οι καλογέροι, καλογριές οπού ’χασίνε ρίξει| το σχήμα το αγγελικόν να ’χε τις τους ρωτήξει,| αν ηύραν καλοριζικιάν στον κόσμον οπού ζήσαν| γή αν είδασι ανάπαυσιν όπου και αν επατήσαν Τζάνε, Κατάν. 437· μετανοούν και ρίχνουν την καλογερικήν και έρχονται εις την προτέραν τάξιν των κοσμικών Μαλαξός, Νομοκ. 200. 6) α) Τοποθετώ σε κάπ. θέση, βάζω: το έριψεν (ενν. το βιβλίον) εις την μεγάλην βιβλιοθήκην του παλατίου Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12325· είπεν ο Λάβαν του Ιαακώβ· ιδού ο σωρός ετούτος και ιδού το στέμα ος έριξα ανάμεσά μου και ανάμεσά σου Πεντ. Γέν. XXXI 51· β) εγκαθιστώ: Έφερον γαρ τον σουλτάν Σελίμην οι αποσταλέντες, και ότε επλησίασεν εγγύς, επορεύθη πας ο λαός και υπήντουν αυτόν και οι μεγιστάνες άπαντες οι της πόρτας· έριψε δε τας σκηνάς και τον λαόν αυτού άπαντα εντός της Πόλεως εις το Γενημπαγτζία Έκθ. χρον. 548. 7) α) Σκορπίζω ολόγυρα: τα βάνουν (ενν. τα σταφύλια) εις το παραβούτι ρίπτοντες εις πάσαν πατωσίαν σινάπι αντίς άλας Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 253· Κάμε καλόν, και ας κείτεται, σα να ’σπειρες σιτάρι,| οπού το ρίκτεις εις την γην κι ύστερα βρίσκεις χάρη! Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1846· (προκ. για δίχτυα κλπ.): τα καράβια ρίκτουσιν δίκτυα εν θαλάσσῃ| να πιάσουσιν οψάρια να φάγουσιν οι ναύτες Ιμπ. 606· είπε (ενν. ο Ιησούς) τον Σίμωνα: « ... ρίξετε τα πλεμάτια σας να ψαρέψετε» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λούκ. έ 4·  τ’ αγκίστρι του στην θάλασσαν και το πλεμάτ’ αντάμα| τα έριξε (ενν. ο ψαράς) και πίασε ψάρια που ’ταν θαύμα Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1299· β) χύνω, σταλάζω: έριχνεν (ενν. τον χυλόν) εις τον ασβέστην με αστράκι και εμύξωνεν ο ασβέστης και ήτον κολλητικός καταπολλά Hagia Sophia ω 51624· Έπαρε καρυδίου λάδι και αμύγδαλον και ανακάτωσέ τα και βάλε και κρεμμυδίου ζουμί και ας ζεσταθούν ολίγον και ρίξε εις το αφτί μίαν και δύο και υγιαίνει Γιατροσ. Ιβ. 80· γ) (προκ. για τα μαλλιά) ξεπλέκω, αφήνω λυτά (εδώ σε εκδήλωση πένθους): Τότε κι εγώ ξεπλέχτηκα κι έριξα τα μαλλιά μου| τα μάγουλά μου ξέσκισα κι έδερνα τα βυζιά μου,| κι εφώναζα με κλάηματα, κι ήρχισα κι εθρηνούντα| η γη, τα όρη κι ο γιαλός, μα δε μ’ απιλογούντα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20714. 8) α) Πετώ, αποβάλλω κ. ως άχρηστο: το ζυμάρι ... εξίνισεν και ερίξαν το Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 168r· (εδώ προκ. για αφόδευση· πβ. ά. ρίψις, ά. ρίψιμον σημασ. 3): ότι το αφόδευμα αυτού βιαίως ρίπτει (ενν. ο ιέραξ) Ιερακοσ. 46518· β) πετώ πιο πέρα, ρίχνω μακριά (εδώ με θυμό, αγανάκτηση): αφότου το απεπλήρωσεν έριψε το πιττάκιν,| ωσάν υπενεστέναξεν και λέγει τον ευνούχον: «(παραλ. 1 στ.) ... τούτο επιφωνούμαι· οποία εκ τας καυχίτσας μου ...| ευρώ ότι δέχεται γραφήν ...,| ας εγνωρίζει ότι απ’ εμέν εισμίαν εθανατώθη Λίβ. διασκευή α 1530· πριν το πιάσω (ενν. το θυννόκομμαν κομμάτιν) χάνεται και φεύγει εκ το σκουτέλλιν,| αν δε παγώσει, κόλλειται και απέκει ουκ ανασπάται,| και από μανίας μου ρίπτω το ανταμού με το σκουτέλλιν Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 244· ει βούλει μερικώς να την περιτραλίσεις,| πιάσε ραβδίν, βάλε φωνήν, ρίψον το καμελαύχιν,| ’πόλυσον πέτραν κατ’ αυτής ... (παραλ. 3 στ.) τους οφθαλμούς αγρίωσον ...,|... βρύξον καθάπερ λέων Προδρ. (Eideneier)2 Ά 165· γ) ρίχνω βιαστικά πιο πέρα, «ξεφορτώνομαι» κ.: Όταν ... γεύματος ώρα φθάσει,| ρίπτει (ενν. ο τσακωτής) το καλαπόδιν του, ρίπτει και το σανίδιν (παραλ. 1 στ.) και λέγει την γυναίκαν του: «κερά μου, θες τραπέζιν ...» Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 125. 9) (Για νόμισμα) αποσύρω από την κυκλοφορία, καταργώ: εδουλεύγετον εκεινή η μονέδα γ́ χρόνους, ωσώσπου και αφέντεψεν το ρηγάτον. Και τότες έριψέν την (ενν. ο ρήγας) και εποίκεν γρόχια άργυρα Βουστρ. (Κεχ.) 11617‑18. 10) (Μαθημ.) αφαιρώ: όσα άσπρα επίασεν, να τα πολλαπλασιάσει με τα γ́, και όσος αριθμός γένει, πε τον να ρίξει τα μισά Rechenb. 442. 11) α) Αφήνω παράμερα, παρατώ, εγκαταλείπω: εις τα βουνιά ας με ρίξουσι και τα θεριά ας με φάσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 1027· έριψαν ... πολλά ων εκείθεν ῃχμαλώτισαν, μη έχοντες φέρειν αυτά· τόσον γαρ υπερίσχυσεν ο λιμός ότι τας μεν καμήλους έφαγον και τα λοιπά ζώα αφήκαν τρέφειν μη έχοντες Ιστ. πολιτ. 7412· οι Εβραίοι επέψασι κι επήρασι το ξύλο,| κέδρος, κυπάρισσο και ελιά εκ του Αδάμ το φύλλο,| απού εις γιοφύριν έστεκε ως το ’χασι ριμμένο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3490· Περί δούλων ασθενημένων οπού τους ρίχνουν εις την εκκλησίαν ή έξω Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 699 ρκά 1· β) (μεταφ.): «Χάρησε», με λέγει (ενν. ο ευνούχος),| «και τους οπίσω πικρασμούς ρίψε, ξενώθησέ τους» Λίβ. διασκευή α 2485· ας ρίψω την δειλιάν να του το φανερώσω Φλώρ. 1476· ρίψον την έννοιαν, ρίψον την, την θλίψιν αποβάλου Φλώρ. 313· σον τράχηλον άκλιτον κλίνε εις τον έρωτάν του,| ρίψε τό το κενόδοξον, άφες το ηπηρμένον Λίβ. διασκευή α 1421· έρχου όπου με βλέπεις,| άφοβος, ανεννοίαστος, δίχα τινός ανάγκης.| Και ρίψε, ρίψε το λοιπόν αποτουνύν τον φόβον Λίβ. διασκευή α 3144· ρίχνοντες κάθε λογής βάρος και την αμαρτίαν οπού μας περιπλέκει, τρέχομεν με υπομονήν τον αγώνα οπού μας επροβάλθη Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Εβρ. ιβ́ 1. 12) (Μεταφ.) α) φέρνω κάπ. σε κάπ. κατάσταση (ψυχική, πνευματική ή/και σωματική), προξενώ κάπ. συναίσθημα, συν. δυσάρεστο: Ως ήνοιξε και δε θωρεί τη ’στόρησην εκείνη, σ’ αφόρμιση τον ήριξε Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 A´ 1808· εις αφορμή την ήριχτεν εκείνο τό λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 B´ 657· μη εκ του χρόνου το γυρίν, το εξανάκλωσμά του| ρίψει κι εσάς εις ατυχιάν Λόγ. παρηγ. O 756· απότες πιούσιν περισσόν και απήν καλοκαρδίσουν,| μοίρα τους ρίκτει εις όρχησμα, μοίρα να τραγουδήσουν Σαχλ., Αφήγ. 196· Κυριεύει σου ο διάβολος, εις πολλά βάσανα σε ρίκτει, και δε μετανοείς, ρίκτει σε εις ασθένειας, και δεν τρέχεις προς τον ιατρόν Lucar, Sermons 123· (εδώ προκ. για κ. ευχάριστο): Σύρε στην καλοριζικιά που η τύχη μασε ρίχνει:| θάνατο αυτούνου μεριμνά, το σκήπτρο εμάς μας δείχνει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 229· β) καταστρέφω, κάνω κακό· μεταβάλλω προς το χειρότερο: ήτονε αιτία η γυνή του| να ρίξει αυτός το σπίτι του, να χάσει την ζωή του Βεντράμ., Γυν. 142· Ελπίδαν άνθρωπος ... δεν πρέπει να φυλάσσει| σε πράμ’ απού μπορεί ο καιρός να ρίχτει και ν’ αλλάσσει Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 628· γ) θανατώνω, σκοτώνω: ηθέλησεν η Ζαβεέλ και τούτον (ενν. τον προφήτην τον Ηλίαν) να τονε ρίξει| και γύρευε εις την έρημον να ορίσει, να τον σκοτώσει Συναξ. γυν. 246. έκειντο νεκροί εκ του λιμού ριφθέντες Ταμυρλ. 37· τον μαύρον επιλάλησεν και μπήκεν εις την μέσην/ Τριακοσίους έριξεν ώστε να διάβει μέσα,/ και πάλιν εις το γύρισμαν άλλους πεντακοσίους| ως χόρτον τους εθέριζεν και εκατέκοφτέν τους Αχιλλ. L 993. 13) α) Επιβάλλω, αναθέτω κ. σε κάπ.: πλέον να μην ρίξουν ζήτην εις τον κόσμον Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 77v· Το γομάριν ερίψασιν εις τους τρεις να το κάμουν,| και ως αν ποιήσουσιν οι τρεις να το στέρξουν οι πάντες Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11432· β) επιρρίπτω, αποδίδω (την ευθύνη, το φταίξιμο): τα σφάλματα του Ρώκριτου, μα όχι εκεινής τα ’ρίκτα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 42· διατί δεν ημπορούσανε να ξεθυμάνουν με το αφεντικό, ερίξανε το βάρος των αρχόντωνε Σουμμ., Ρεμπελ. 166· το φταίσιμον ... ρίξε το σε σένα Πιστ. βοσκ. III 3, 110· μάκρυνε ... (παραλ. 3 στ.), μη λάχει να σε ρίξει| στο φταίσιμον εσένα,| να γλυτώσει εκείνη Πιστ. βοσκ. IV 4, 43. 14) Με ουσ. όπως βλαστός, ρίζα κλπ. = βλαστάνω, ριζώνω κλπ.: εισμιόν ενθίσαν οι δαυλοί και ρίκτουν βλασταράκια Χούμνου, Κοσμογ. 1187· γυρεύω τό έσπειρα εις την γην αν ρίκτει φύτρου ρίζαν· και απέ το ριζοβλάστημαν απαντοχήν να έχω Λίβ. διασκευή α 1176 κριτ. υπ.· (σε μεταφ.): Το ριζικό κι η μοίρα σας στη δόξα να ριζώνου,| βλαστούς να ρίκτου της τιμής, στον κόσμο να ξαπλώνου Στάθ. (Martini) Γ́ 510. 15) α) (Για λόγια) λέω, εκφέρω: μην στέκεσαι πλέον να με ξεκουφώνεις, διατί … ρίχνεις μάταια τα λόγια σου Μπερτόλδος 72· όλον εκαμώννουμουν εις τα θελήματά τους,| λόγια έριχνα κι εγώ τά ’θελεν η καρδιά τως Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9208· Λαμβάνων παρά των Ρωμαίων μυστήρια τινά και ρίπτων εν τοις ωσί του Παγιαζήτ Δούκ. 16125· Οι απόστολοι ετρέμασι και λόγον δεν ερίκτα.| Μα ο Πέτρος ως απόκοτος του Ιησού δηγάται,| κι ωσάν λιοντάρι έδειξε κι έτις απιλογάται: ... Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2989· β) (για κατηγορία, συκοφαντία κλπ.) αποδίδω, διαδίδω: Λέγεις, καλέ νεότερε, εμέναν έν’ το πταίσμα,| και ρίκτεις μου κατηγοριάν και λέγεις έπταισά σου Ερωτοπ. 93· Ρίχνουσιν την συκοφαντιά το πως αυτή εμοιχεύθη Δεφ., Σωσ. 21· Ελεγχομένη ... υπό του πατριάρχου έριψε μώμον κατ’ αυτού συκοφαντήσας αυτόν ως συνεγένετο μετ’ αυτής Έκθ. χρον. 3622. 16) α) Οδηγώ κάπου: έσκαψε (ενν. ο Νεκώς) να ρίξει ένα αυλάκι νερόν του Νείλου εις την Ερυθράν Θάλασσαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 243· β) απομακρύνω βίαια, διώχνω: τον πορτάρη πιάσετε και ρίψετέ τον έξω,| και τα κλειδία επάρετε και κλείσετε την πόρταν Χρον. Μορ. P 8308· γ) σπρώχνω, πετώ κάπ./κ. κάπου: εθανατώσαν (ενν. οι Λευκωσίτες) τους Γενουβήσους … και τους μεν ερίβγαν εις τους λάκκους, τους δε ερίβγαν στα χαντακία Μαχ. 41615, 16· Στη χώρα τονε σύρνουσι κι εσταυροσύρνασίν τον (ενν. τον Ιησού),| όπου νερά και όπου πηλά απόσω ερίξασίν τον Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3223· των χριστιανών τα κόκαλα να ρίκτουν στην κοπρίαν Διακρούσ. (Κακλ.) 764· όποιος σκοτώσει τον εαυτό του να τον ρίκτουσιν άταφον Ροδινός (Βαλ.) 167· εγένετο μεγάλον θανατικόν από πανόκλα ... Εποθαίνασι την ημέραν διακόσιοι και περισσότεροι. Ερίχνασι τους νεκρούς αψάλτους και ατίμως ώσπερ τους κύνας Byz. Kleinchron. Á 50937· (σε μεταφ.): ο εχθρός, απού μισά το καλόν ..., έπασχε πολλά να τηνε ρίξει (ενν. την θυγατέρα της ηγουμένης) εις μέγαν βυθόν Μορεζ., Κλίνη φ. 439r. 17) Κατεβάζω από το πλοίο, αποβιβάζω· αφήνω κάπ. κάπου: Εκείνο γαρ το κάτεργο, όπου εις την Κρήτη εδιάβη,| έριξεν έναν άνθρωπον στον άγιον Ζαχαρίαν Χρον. Μορ. H 2217· εγύρευε πλεύσιμον να ναυλώσει να τον ρίξει εις τον Μορέαν Δωρ. Μον. XXIII· προς το νησίν διαβήκε,| διά να ρίξει άνθρωπον έξωθε να ρωτήσει Αχέλ. 2244. 18) (Μεταφ. προκ. για χρήματα) ξοδεύω: Όρισον γαρ να ανοίξουσιν τον θησαυρόν όπου έχεις| και ρίξε το λογάρι σου και ρόγεψε Αλαμάννους Χρον. Μορ. H 3576· έπαρ’ μ’ εσέν χιλίους| όλους επάνω εις άλογα, καλούς και εκλεγμένους·| ρίξον και ρόγα, υπέρπυρα, και δος τoυς όσα θέλουν Χρον. Μορ. P 4634. 19) Αγκυροβολώ: δεν εγνώριζαν την γην, μοναχά έβλεπαν κάποιον κόρφον οπού είχε αιγιαλόν, εις τον οποίον εσυμβουλεύονταν αν ημπορέσουν να ρίξουν το καράβι Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. κζ́ 39· (εδώ αμτβ.): εις την γην οπού ερίξασιν εμπλάκησαν με άλλους Χρον. Τόκκων 557. 20) Σπάζω: αν (ενν. ανήρ) δόντι του σκλάβου του γή δόντι της σκλάβας του να ρίξει, ελεύθερο να τον απεστείλει κατωθιό το δόντι του Πεντ., Έξ. XXI 27. II. (Μέσ.) 1) Ρίχνω κάτω· γκρεμίζω: τοίχον ερρίψαντο πολύν από τον πόντον πλάγι.| Κἀκείθεν εισιένεσαν Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 960. 2) Καταρρέω, σωριάζομαι καταβεβλημένος: εξεγυμνώθην (ενν. ο Βέλθανδρος), έφθασε κοντά εις το πνιγήναι,| μόλις εσώθην εις την γην γυμνός με το βρακίν του· (παραλ. 1 στ.) ... εις το μέρος το δεξιόν ώσπερ νεκρός ερρίφθην,| ημιθανής ευρίσκετον εις γην εξαπλωμένος Βέλθ. 1112. 3) Πέφτω, ρίχνομαι κάπου: βέβαια σας λέγω, ότι όποιος ειπεί το βουνόν ετούτο «Σηκώσου ρίχθησε εις την θάλασσαν» και να μην αμφιβάλλει μέσα εις την καρδιά του ..., θέλουν του γένει ό,τι και αν ειπεί Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ.2 ιά 23. 4) Πεθαίνω: ο Θεός δεν αναπαύθη εις τους περισσοτέρους απ’ αυτούς, διατί ερρίφθησαν εις την έρημον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά ί 5 σημ. 5) Αποβιβάζω: εις ήπειρον ερρίψαντο την σπείραν Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 935. Φρ. 1) Ρίχνω άνω κάτω, βλ. ά. άνω κάτω Φρ. 1α. 2) Ρίχνω τ’ άρματα, βλ. και Επιτομή, ά. άρμα (III) 1 φρ. (β). 3) Ρίχνω τ’ άρμενα, βλ. ά. άρμενο(ν) 1Φρ. 4) α) Ρίπτω/ρίβγω/ρίκτω/ρίχνω (το) βλέμμα(ν) = (α) κοιτάζω: Άνωθεν βλέμμαν έριψεν ως προς τα δένδρη τάχα (ενν. ο Βέλθανδρος) Βέλθ. 286· το βλέμμαν έρικτε η κόρη εις τον νέον Αχιλλ. L 1248· (β) αγαπώ (κάπ.): Όπου αγαπήσω, θλίβομαι, και όπου ποθώ λυπούμαι,| και όπου ρίξω το βλέμμα μου έναι πικριά εις εμένα Ερωτοπ. 534· β) ρίκτω αλλού το βλέμμα μου = αγαπώ άλλον/η: ουκ εσάλευσεν η περισσή σου αγάπη,| να ρίξω αλλού το βλέμμα μου κι εσέν να λησμονήσω Ερωτοπ. 77. 5) Ρίπτω/ρίκτω/ρίχνω εις την γην/(χαμαί) στην γην = (α) ρίχνω (κάπ.) κάτω στη μάχη· θανατώνω: Ας πάμε γουν στον ποταμόν Άδα που τον λέσι,| τον ρήγα ν’ αναμένομεν ... (παραλ. 2 στ.) ... ειδ’ αλλοτρόπως, ξεύρετε, είμεσθεν νικημένοι,| και εις την γην από σπαθιού όλοι ’μεθα ριγμένοι Κορων., Μπούας 83· τους πάντας ’ς πόλεμον χαμαί στην γην τους ρίχνει Κορων., Μπούας 145· (β) καταστρέφω εντελώς: Το Κάστρο λέει: «(παραλ. 58 στ.) όλη ας με ρίξουν εις τη γη κι όλη ας με καταλύσου,| μονάχας οι Αγαρηνοί μη με σαλαβατίσου ...» Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 49815. 6) Ρίχνω κ. εις τον γιαλό = πετάω, ξεφορτώνομαι κ.: Ο Πτολομαίος τ’ άκουσε, εγέμισε στο νου του,| πώς να το ρίξει εις τον γιαλό το βίος όλο τούτο,| και πάλιν εμετανόησεν, στο σπίτι του ’στρεψέ το,| ξανά στις στέρνες κι εις την γη έβαλε κι έχωσέ το Βεντράμ., Φιλ. 12. 7) Ρίχνω εις τον δρόμον = «πετώ στο δρόμο», παρατώ, εγκαταλείπω: Όσαι γυναίκες ρίχνουν τα παιδία τους εις τον δρόμον, ... χρόνους ιέ να μην κοινωνήσουν Μαλαξός, Νομοκ. 448. 8) Ρίχνω το καράβι = ρίχνω στην ξηρά προκαλώντας ναυάγιο (βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Έ́ παράρτ. 96, Παπαδ. Α., ΛΔ 4, 1942-8, 122): το καράβι ... ηπήρε το άνεμος εναντίος και έριξέ το εις τόπον οπού δεν ήξευραν πού είναι Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 326r. 9) Ρίκτω ζάλο, βλ. Επιτομή, λ. ζάλο(ν) φρ. δ. 10) Ρίχνω (καράβι, φρεγάδα κ.τ.ό.) εις την/ στην θάλασσαν = αποστέλλω σε θαλάσσιο ταξίδι: Τότε φρεγάδαν έριξεν στην θάλασσαν και «Θέλω,| είπεν, να διάβεις, στρατηγέ, με ταύτην, Κορονέλο» Αχέλ. 1224. 11) Ρίκτω εις θάνατον = θανατώνω (εδώ μεταφ.): μαραίνει με η αγάπη σου, καίει με το φίλημά σου,| ο έρωτας του πόθου σου εις θάνατον με ρίκτει Ερωτοπ. 589. 12) Ρίκτω εις την καταδίκην της φούρκας = καταδικάζω σε θάνατο δι’ απαγχονισμού: εζωγράφισε πώς τον έρικταν εις την καταδίκην της φούρκας Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 10131. 13) Ρίχνω τες κατούνες = διαλύω το στρατόπεδο (βλ. και Επιτομή, ά. κατούνα Φρ. 2): ευθέως εξετεντώσασιν κι ερίξαν τες κατούνες Χρον. Μορ. H 9018. 14) Ρίχνω κάτω, βλ. Επιτομή, ά. κάτω Φρ. 11. 15) Ρίχνω λαχνούς = βάζω κλήρο: διαμοιράζοντες τα ρούχα του (ενν. του Ιησού), έριχναν λαχνούς Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λούκ. κγ́ 34· έριξαν λαχνούς, και έπεσεν ο λαχνός εις τον Ματθίαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ά 26. 16) Ρίπτω εις λήθην = λησμονώ: εις λήθην έρριψας όσα ευεργετήθης Διγ. Z 773. 17) Ρίχνω το λιθάρι(ν) = (α) βλ. λ. λιθάριον σημασ. 5, Επιτομή, ά. λιθάριον Φρ. 4· (β) προκαλώ έριδες: ήμασταν ειρηνικοί με του Θεού την χάριν,| αλλ’ ο εχθρός ο πονηρός έριξε το λιθάριν,| κι εχάλασε την ένωσιν και την πολλήν ειρήνη,| κι επανεβήκαν σκάνδαλα και δάκρυα και θρήνοι Ιστ. Βλαχ. 234. 18) Ρίχνω τα λόγια μου στον άνεμο, βλ. λ. άνεμος Φρ. (ς́), Επιτομή, ά. άνεμος Φρ. 6. 19) Ρίπτω εις λογισμόν  = κάνω κάπ. να σκεφτεί, βάζω στο νου κάπ. κ.: αυτό (ενν. το γαϊτάνιν) να ίδεις, στρατιώτα μου, το πώς να σε ενθυμίζει| και ποίαν μου ποθοανάμνησιν να ρίπτει εις λογισμόν σου Λίβ. διασκευή α 4248. 20) Ρίπτω/ρίχτω εις μερέαν/μεριάν/σε μια μερά, βλ. ά. μερέα (Ι) Φρ. 4, Επιτομή, ά. μερέα (Ι), Φρ. 4. 21) Ρίκτω/ρίχτω το μερί = προκαλώ πρόπτώση της μήτρας: να έρτουν τα νερά τα καταραμένα ετούτα εις τα έγκατά σου να πρήσκουν κοιλιά και να ρίξουν μερί Πεντ., Αρ. V 22. 22) Ρίχνω μπαλότα, βλ. λ. μπαλότα φρ., Επιτομή, ά. μπαλότα φρ. 23) Ρίπτω εκ τον νουν μου, ρίχνω από τον νου μου = σταματώ να σκέφτομαι κ., λησμονώ: ειδέ κακόν σοι τίποτες τις έτερος ποιήσει,| απαλησμόνει το γουργόν και ρίπτε το εκ τον νουν σου Σπαν. A 355· Σατανική βουλή έναι αυτή και παραμέρισέ την,| από τον νου σου ρίξε την, έβγαλε, ’ξόρισέ την Πένθ. θαν.2 326. 24) Ρίπτω τον νουν (εις ...) = δίνω την προσοχή μου (σε κ.): όλον το βλέμμαν και τον νουν έριψεν εις Ακρίτην (ενν. ο Σαρακηνός)| και επτέρνισεν τον μαύρον του, απάνου του υπαγαίνει Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 932. 25) Ρίπτω/ρίχνω (το) παιδί(ν), ρίπτω/ρίχνω το βρέφος/βρέβος = (για έγκυο γυναίκα) αποβάλλω· βλ. ά. παιδί(ο)ν σημασ. 1α φρ., Επιτομή, ά. παιδίον σημασ. 1α φρ. (4): εβάλαν το (ενν. το ’γδίν) απάνω εις την κοιλιάν της και εκουπανίσαν πολλά πράματα, διά να ρίψει το βρέβος· και ο Θεός εγλύτωσέν το και δεν έππεσεν Μαχ. 21432· Διά να μη ρίξει το βρέφος η γκαστρωμένη Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 138. 26) Ρίχτω κ. παράμερα, βλ. ά. παράμερα σημασ. β φρ. (1). 27) Ρίχτω κ. παραμεράς, βλ. ά. παραμερέα σημασ. α φρ. 28) Ρίπτω παρέκει, βλ. ά. παρέκει σημασ. 1α φρ. 29) Ρίπτω παρεκτός, βλ ά. παρεκτός Φρ. 2. 30) Ρίπτω πέτρες, βλ. ά. πέτρα (Ι) Φρ. 1. 31) Ρίκτω πετρές απόξω, βλ. ά. πετρέα Φρ. 32) Ρίχνω κ. εις τα ποδάρια (κάπ.) = εμπιστεύομαι (κ. σε κάπ.): όσοι ήταν κτήτορες τόπων ή σπιτίων, επουλούσαν και έφερναν τες τιμές εκεινών οπού επουλούνταν και τα έριχναν εις τα ποδάρια των αποστόλων Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. δ́ 35. 33) Ρίπτω εις την καρδίαν μου τον πόθον (κάπ.) = αγαπώ, ποθώ κάπ.: έριψα εις την καρδίαν μου τον πόθον της φουδούλας (παραλ. 1 στ.) έπασχεν πόνους φοβερούς δι’ εκείνην η ψυχή μου Λίβ. διασκευή α 3618. 34) Ρίχνω πόθον εις κ. = επιθυμώ πολύ κ., προσκολλώμαι σε κ.: Υιέ μου, αν θέλεις να χαρείς αμέριμνα στον κόσμον,| βλέπε μη ρίξεις πόθον σου εις χρήματα του κόσμου Σπαν. A 520. 35) Ρίχνω πόθον αλλού, βλ. ά. πόθος σημασ. 2α φρ. (4). 36) Ρίχνω το πτερόν εις κ., βλ. ά. πτερόν σημασ. 2 φρ. (4). 37) Ρίχνω το σκαντάλι = βολίζω: ωσάν έριξαν (ενν. οι ναύται) το σκαντάλι, ευρήκασιν είκοσι οργίες Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Πράξ. κζ́ 28. 38) Ρίχνω/ρίκτω το σκραφνί/σκραφνία (βλ. και Λουκόπ., Παιγνίδια 13) = ρίχνω κλήρο: είπαν ανήρ προς εταίρον αυτού: «πορευτείτε και ρίξομε σκραφνία κι εννοήσομε τίνος η κακοσύνη η ταύτη εις εμάς» Ιων. I 7· ερίξα το σκραφνί, και το σκραφνί απομένει| τση Θεοτόκος Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1796. 39) Ρίκτω σπαθιές = χτυπώ με το σπαθί, σπαθίζω: σπαθιές να ρίκτω εις μια μερά κι εις άλλη μετά κείνο (ενν. το σπαθί) Στάθ. (Martini) Á 92. 40) Ρίπτω το σπαθί(ο)ν = παραδίδομαι: κάλλιον το είχεν να κατακοπεί κομμάτια παρού να ρίψει το σπαθίον Διγ. Άνδρ. 32721· Όταν γαρ τον εκύκλωσαν φουσσάτα των Ρωμαίων,| οι στρατηγοί τον όμνυον όρκους φρικωδεστάτους,| πατρίκιος να τιμηθεί παρά του βασιλέως,| να γένει πρωτοστάτορας, αν ρίψει το σπαθίν του Διγ. (Trapp) Gr. 377. 41) Ρίχνω τσινιά/τσινιές = κλοτσάω: δίχως να πατεί (ενν. τ’ άλογο) στη γη, καθώς αναθιβάνω,| έριχνεν εκατό τσινιές στον άνεμον απάνω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 B´ 395. 42) Ρίχνω στο φούντος = βυθίζω (στη θάλασσα): αν είχεν τύχειν ομπροστά κανένας εκεί Τούρκος| κομμάτια τον έκαμναν κι ερίχναν τον στο φούντος Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1106. 43) Ρίπτω/ρίχνω κάπ. εις (την) φυλακήν (βλ. και Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 213, Κριαρ., Λεξ., λ. ρίχνω Φρ.) = φυλακίζω: εις την φυλακήν απέσω να τους ρίξουν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1007· σίδηρα με φοραίνει,| ... και εις φυλακήν με ρίπτει,| και χρόνον έναν ήμισυ με είχεν φυλακισμένον Λίβ. διασκευή α 2792. 44) Ρίπτω φωνήν = φωνάζω: Είς Αραβίτης ... φωνήν μεγάλην ρίπτει Διγ. Z 2638. 45) Ρίχνω κάπ. χαμηλά = υποβιβάζω κάπ. οικονομικά, κοινωνικά κλπ: κάποιο ριζικό τον κόσμο ανακατώνει/ και πλούσους ρίχνει χαμηλά κι ανήμπορους σηκώνει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 566. 46) Ρίχνω/ρίκτω τη χέρα/ τα χέρια = απλώνω, τείνω το χέρι, απλώνω τα χέρια: «Σύρε» μου λέγει ο Χάροντας, «ομπρός να διάβεις πέρα,| κι όπου το ζάλο σου πατείς, ρίκτε μου εμέ τη χέρα ...» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 309· Γυρίζεις, και τα χέρια σου ρίχνεις για να με πιάσεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [138].
       
  • ρογεύω,
    Διγ. (Trapp) Gr. 19, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 655, Δούκ. 21118, 23528, 27125, Hagia Sophia a 46421, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 75 κριτ. υπ., 158 κριτ. υπ., 466 κριτ. υπ., 467 κριτ. υπ.· ρογεύγω, Χρον. Μορ. H 3550· ρογεύ(γ)ω, Χρον. Μορ. H 1214, 1390, 3082, 3520, 3576, 4553, 4554, 4564, 4641, 5993, 6109, 6120, 6851, 8123, 8611, 9113, Χρον. Μορ. P 1214, 4553, 4641, 6851, 8123, 8611, 9113, Χρον. Τόκκων μετά στ. 133, 135, 136, 532, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 315v.
    Από το λατ. erogo. Ο τ. ρογεύγω στο Βλάχ. (στη λ.) και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 631, Σύρκου, Μεγαρ. ιδίωμ.). Τ. ροέβκω (Σακ., Κυπρ. Β́ 771) και ροεύgω (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου) σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 4. αι. (LBG), σε σχόλ. (TLG), στον Πορφυρογέννητο (TLG), στον Ψευδο-Κωδ., Οφφικ. 1873, στο Meursius (λ. ρόγα, ρογάτωρ, ρογεύειν) και σήμ. ιδιωμ. (Τσιτσέλη, Κεφαλλ. Σύμμ. 593)· βλ. και ΑΛΝΕ.
    I. Ενεργ. 1) α) Στρατολογώ μισθοφόρους, συγκεντρώνω μισθοφορικό στράτευμα: έπαρον ’κ το λογάρι μου και από τον λαόν μου,| φουσσάτα ρόγεψε καλά να έχεις μετ’ εσένα Χρον. Μορ. P 6109· Ο καρδινάλιος ουν έχων μεθ’ αυτού των Ιταλών άχρι πεντήκοντα, ερόγευσε και ετέρους πλείστους εκ της Χίου Λατίνους Δούκ. 31515· ρογεύειν ευθύς ήρξατο στρατόν πεζικόν ξενικόν Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 128 κριτ. υπ.· β) συνάπτω συμμαχία με οικονομικά ανταλλάγματα: αυτός (ενν. ο δεσπότης Άρτας), ως ήτον φρόνιμος, καλά εδιορθώθη·| τους Φράγκους γαρ ερόγεψεν, τον πρίγκιπα Γουλιάμον| και τον αφέντην Αθηνών και τους Ευριπιώτας·| με αυτούς εβοηθήθηκεν κι επέρασεν την μάχην Χρον. Μορ. P 3082. 2) α) Αμείβω, πληρώνω, μισθώνω κάπ., παίρνω κάπ. στην υπηρεσία μου με αμοιβή: Τό χρήζει, ευθύς το πολεμά διχώς τινός εμπόδου,| και τούτο όλον γίνεται διά την τυφλήν την ρόγαν,| οπού ρογεύγει αμιράς οδηγούς και προδότας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 660· Βουλλώματα, εξορίσματα έξω από τη χώρα,| να μη και παύσ’ η λοιμική και ιατρευτεί η ψώρα,| και άλλα τζένια περισσά κανείς να μη κοντεύγει,| και μανιγόρδους και βλεπιούς περισσούς να ρογεύγει Γεωργηλ., Θαν. 329· οϊμέναν ο καημένος,| με τον Αρμένη σήμερο κι ας ήμουν ρογεμένος,| να ’τρωγα και να χόρταινα Κατζ. Γ́ 108· β) χρηματοδοτώ, συντηρώ κάπ., παίρνω κάπ. υπό την προστασία μου: αλλ’ ουδέ πολυδέσποτος, αλλ’ ουδέ χορογύρης,| ουδ’ εις αυλάς εσέβηκα του δείνος και του δείνος,| και μη «από τούτου ου ρογευθώ, να ρογευθώ από εκείνου» (παραλ. 1 στ.), αλλ’ απ’ αυτής της βρεφικής και πρώτης ηλικίας,| μίαν αυλήν εγνώρισα και ένα αυθέντην έσχον Προδρ., Στ. δεητ. 18 δις. 3) Μοιράζω (χρήματα), δίνω δώρα, δωρεές, χαρίζω: Πάτερ, ρογεύει ο βασιλεύς όλα τα μοναστήρια,| ας δράμω, ας ίδω τι διδῴ Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 446· τα στάμενα ουδέν ψηφά (ενν. ο Τούρκος) εις τους ανδρειωμένους (παραλ. 1 στ.) σκορπίζει, σπέρνει τα στην γην, ρογεύει τα παντόθεν Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 653· φιλοδωρίες άρχισεν (ενν. ο δούκας), δωρήματα να δίδει,| τους πάντας να φιλοτιμά, ως πρέπει τον καθένα.| Ρούχα ερόγευσεν πολλά, δουκάτα και φλωρία Χρον. Τόκκων 1588. 4) Ναυλώνω πλοίο: εις Κρήτην εκατέλαβεν ο φρόνιμος Δυσσέας| ένδον εις δύο κάτεργα, ήσασι μαρκατάντων·| εις βυζάντια εκατόν τα είχε και ρογεύσει (έκδ. καιρογεύσει· διόρθ. Παπαθωμ., Δωδώνη 5, 1976, 364) Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 13587· Κάτεργα εξήντα ερόγεψεν (ενν. ο βασιλέας), τά ήσαν των Γενουβήσων,| κι εδιόρθωσε να πλέψουσιν, να ελθούσιν της θαλάσσης Χρον. Μορ. H 8786. II. (Μέσ.) παρέχω υπηρεσία έναντι μισθού, εργάζομαι με αμοιβή (Αλεξίου [Διγ. Esc. σ. 240]): Γυρεύγω και κατερωτώ να είμαι και εγώ απελάτης,| ίνα ρογεύομαι και εγώ μετά των απελάτων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 644· (κατ’ επέκταση) υπηρετώ κάπ., συνεργάζομαι., συστρατεύομαι με κάπ.: Κι εγώ (ενν. η Μέγαιρα), οπού γερόντισσα βρίσκομαι, με το ξύλο,| ελόγιασα να ρογευτώ μ’ ένα μεγάλο φίλο,| της χώρας τούτης άξιο, Ουρβίκιο τον λέσι Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 146. Η μτχ. παρκ. ως ουσ.= α) έμμισθος εργάτης, βοηθός: ήτον μισθωτός και όχι βοσκός, ήτον ρογευμένος και όχι ίδιος βοσκός Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 9114· β) φιλοχρήματος, ιδιοτελής: ξερίζωσε (ενν. Κύριε) όλους τους ψευδοδιδασκάλους, τους άρπαγους λύκους, τους ρογεμένους, οπού αποβλέπουσι μόνον την ίδιάν τους δόξαν και ωφέλειαν Χριστ. διδασκ. 438. Η μτχ. παρκ. ως επίθ.= α) μισθωτός, που δουλεύει έναντι αμοιβής: Από όλα αυτά τίποτις δεν του έκοφτε του ρογεμένου βοσκού Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 9317· β) που αμείβεται από το βασιλιά, στην υπηρεσία του βασιλιά: όλοι οι καβαλλάρηδες οι ρογεμένοι με όλον τον λαόν εβάλαν φωνήν μεγάλην: «Βίβα ρε Τζακ!» Μαχ. 60015.
       
  • Ρωμαίος (Ι)
    ο, Παράφρ. Μανασσ. 289, Ασσίζ. 5625, 27, 29, 31, 30531, 30612, 13, 14, Διγ. (Trapp) Gr. 303, 369, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 29, Σπανός (Eideneier) D 1435, Χρον. Μορ. H 671, 724, 1229, 3932, 5122, 8926, Χρον. Μορ. P 671, 758, 3932, 4186, 5122, 7212, 8926, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 355, Gesprächb. 5918, Πανάρ. 7924, 28, Χρον. Τόκκων 137, 202, 985, 1179, 1390, 2166, 3027, 3493 τίτλ., Διήγ. Βελ. χ 555, 568, 578, Θρ. Κων/π. (Mich.) 15, 33, 60, Δούκ. 12928, 25112, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 972, 986, 987, Βουστρ. (Κεχ.) 1544, 18018, 25215, Βουστρ. (Κεχ.) Μ 619, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 802, 817, Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 184, Zygomalas, Synopsis 243 N 5, 246 N 17, Τσιρίγ., Επιστ. 1671, Σταυριν. 139, Διγ. Άνδρ. 32529, 40430, Φορτουν. (Vinc.) Iντ. γ́ 9, Ιντ. δ́  4, μετά στ. 148, Διακρούσ. (Κακλ.) 379, μετά στ. 872, 874, 1094, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 3042, 4682, 4947, 5524, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1649, 20219, 2227, 24424, 27515, 28419, 29, 3644, 20, 39112, 4097, 42426, 45619, 46224, 48522, 50820, 51219, 53210, 53525, 5715, 10, Διαθ. 17. αι. 364, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 8217, κ.π.α.· Ρωμαιός, Διγ. Z 606, Χρον. Μορ. P 6963, Βουστρ. (Κεχ.) Β 18117· Ρωμίος, Ασσίζ. 3062, 7, 10· Ρωμιός, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9201, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14824, 22119, 24024, 2801, 17, 20, 28414, 36015, 3908, 40812, 13, 42413, 45612, 17, 4578, 4632,  46519,4664, 52611, 53214, 5331, 8, 56422, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 461, 773.
    Το μτγν. ουσ. Ρωμαίος (Montanari). Ο τ. Ρωμιός στο Somav. (λ. Ρωμαίος) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
    1) Πολίτης της αρχαίας Ρώμης: Οι δε Ιούλιοι νόμοι (Ιουλίου Καίσαρος βασιλέως των Ρωμαίων) τους βιαστάς και τους άρπαγας εις εξορίαν παντοτινήν, και εις παίδευσιν και τιμωρίαν εις μέταλλον τους υπάγουσιν Zygomalas, Synopsis 142 B 13. 2) (Προκ. για πολίτη του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια της ύπαρξης αλλά και μετά την κατάλυσή της) χριστιανός ορθόδοξος ελληνικής καταγωγής: Μηνί Ιουνίῳ ιέ, ημέρα Ϛ́, ινδικτιώνος θ́, έτους ͵Ϛωμθ́, εκοιμήθη ο βασιλεύς Ρωμαίων κυρ Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος Πανάρ. 662· έπεψε η μάννα του (ενν. του αμιρά ) χαρτίν απέσω από Συρίας,| χαρτίν τους θρήνους γέμοντα, ονειδισμούς και θλίψεις:| «Τέκνον μου ποθεινότατον, ψυχή μου, αναπνοή μου,| τι εσκότασες τα ομμάτια μου, τι εχάσες τον εαυτόν σου;| Το γένος σου εντροπίασες εις την Συρίαν όλην (παραλ. 22 στ.). «Ουδέν θυμάσαι, τέκνον μου, τι εποίκεν ο παππούς σου,| πόσους Ρωμαίους έσφαξεν, πόσους δούλους επήρεν;| Τας φυλακάς εγέμισεν άρχοντας των Ρωμαίων ...» Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 255, 256· Ενταύτα άρξετον να λαλεί και να του αφηγάται, (ενν. ο πρίγκιπας του ρήγα)| το πως οι Τούρκοι κι οι Ρωμαίοι ουδέν είναι στρατιώτες| να πολεμούν εις πρόσωπον ωσάν εμείς οι Φράγκοι,| διατό έχουν πονηρίαν και πολεμούν με τέχνην Χρον. Μορ. H 6963· Θεέ, ουράνιε βασιλεύ, ψεύστην να με ποιήσεις,| το γένος των Αγαρηνών τον κόσμον θέλει φάγει,| Ρωμαίους και Σέρβους, Βλάχους τε Ούγγρους τε και Λατίνους!| Αμέλειαν έχουν οι Ρωμαίοι, φθόνον πολύν και μέγαν,| μονάφεντον και ορμητικόν Αγαρηνών το γένος Διήγ. Βελ. χ 573, 574· αλίμονον, αλίμονον στο γένος των Ρωμαίων| πώς έγινεν ανόσιον και καταφρονεμένον!| Ω, πώς εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων,| και επεριπλεχθήκετε μέσον πολλών κινδύνων Ιστ. Βλαχ. 2359 [= Γέν. Ρωμ. 1]· FRONESIA: Sei Greco o Turco, oppur dal prete Ianni?| FILOCRATE: Κυρά, Ρωμαίος είμαι εγώ· εις τον ορισμόν σου Σοφιαν., Κωμωδ. Ricchi 17· Πάσι τοις ορθοδόξοις χριστιανοίς τοις ούσιν εν Βενετίαις υγιώς και ευτυχώς δοθείτω εις τον Άγιον Γεώργιον. Εγχειρισθείη δε εις χείρας του ευγενούς και τιμίου ανδρός κυρίου Νικολάου του Γονέμη, γαστάλδου της των Ρωμαίων εκκλησίας Μεταξά, Επιστ. 471· Έσερνε (ενν. ο βιζίρης) με του λόγου του Ρωμιό Παναγιωτάκη,| έντιμον, άξιον άνθρωπο, να του μιλούν οι Φράγκοι,| γιατ’ είχε γλώσσα έξοχη, λατινοστολισμένη,| φρόνιμη, μαθηματική, κι ήτον συντροφιασμένοι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46519· Και εις τες έ Φεβρουαρίου ήρταν από την Λευκουσίαν με τον Τζουάνην τον Μαύρον και με τον Στέφανον τον Κουδουνάν ρν́ ανομάτοι, Ρωμαιοί και Αρμένηδες Βουστρ. (Κεχ.) Β 25315· έκφρ. νέοι Ρωμαίοι = οι Έλληνες: λέγες γαρ οι Ρωμαίοι τους νόμους ονομάζουσι, Ρωμαίοι δε οι νυν Φράγκοι, νέοι δε Ρωμαίοι οι Γραικοί Zygomalas, Synopsis 180 E 34· (εδώ προκ. για τους αρχαίους Έλληνες): ο νομοθέτης Σόλων νομοθετών Ρωμαίοις δεν έγραψε νόμον διά τους πατροκτόνους, εγκληθείς όμως υπ’ εκείνων είπεν ότι δεν θαρρώ τούτο να γένει ποτέ Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20625· Τις ξεύρει ετούτο τ’ άλογο πώς να ’ναι καμωμένο,| κι εις είντα τέλος οι Ρωμιοί το ’χουσι εδώ φερμένο;| Βλέπε μη μας κομπώσουσι και ό,τι δεν εμπορέσα| να κάμου οι δύναμές τωνε, σαν έμπει ετούτο μέσα| μας κάμουσι με τσι κλεψές και με τσι πονηριές τως| και μην πιστεύγεις τσ’ εμιλιές σήμερο τσι γλυκές τως Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 132. 3) Φράγκος: εκέλευσέ το τούτο (ενν. ο βασιλεύς Μάρκος) εν τῃ πολιτείᾳ των Ρωμαίων, ήγουν εις την αρχοντίαν των Φράγκων Zygomalas, Synopsis 160 Γ 40· λέγες γαρ οι Ρωμαίοι τους νόμους ονομάζουσι, Ρωμαίοι δε οι νυν Φράγκοι, νέοι δε Ρωμαίοι οι Γραικοί Zygomalas, Synopsis 180 E 34.
       
  • Ρώσος
    ο, Ιστ. Βλαχ. 861· Ρούσιος, Διαθ. Αλ. 25524· Ρούσος, Gesprächb. 5918‑9, Μηλ., Οδοιπ. 639, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 9411, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5942, 5950.
    Από το εθν. Ρως (9. αι., TLG· πιθ. <αρχ. φιλανδ. Rus). Ο τ. Ρούσιος με πιθ. επίδρ. του επιθ. ρούσιος (βλ. ά., καθώς και ODB, λ. Rus). Ο τ. Ρούσος σε έγγρ. του 12. και 13. αι. (Act. Saint-Pantél. 810, 17, 94), στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης, λ. Ρουσία). T. Ρούσους σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Ά́ 332). Η λ. τον 10.-11 αι. (TLG) και σήμ.
    Αυτός που κατάγεται από ή κατοικεί στη Ρωσία (βλ. ODB, λ. Rus, Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β́ 387-9): Εις τας ημέρας τούτου (ενν. του Βασιλείου του Μακεδόνος) εβαπτίσθησαν οι Ρούσοι, οίτινες εδιδάχθησαν υπό τινός αρχιερέως, ανδρός αγίου και εναρέτου, τον οποίον αρχιερέαν τον έστειλεν ο ευσεβέστατος βασιλεύς Βασίλειος Χρον. βασιλέων 958.
       
  • σαγίτ(τ)α
    η, Τρωικά 5301, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4715, Ερμον. Η 195, Χρον. Μορ. H 4036, 5035, Χρον. Μορ. P 1075, 4036, 5035, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 380, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 625, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 20, Λίβ. διασκευή α 1274, 1279, 1297, 1298, 1305, 1307, 1395, 1516,1770, Λίβ. Esc. 1305, Λίβ. Va 1077, 1121, 1160, Αχιλλ. L 203, 206, 627, 711, Αχιλλ. (Smith) N 1026, Αχιλλ. (Smith) O 387, Καναν. (Pinto) 84, 181, 187, 396, 489, 492, Χρον. Τόκκων 249, Φαλιέρ., Ενύπν.2 26, 28, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 81, Μαχ. 11226, 6501, 67019, Χούμνου, Κοσμογ. 262, 265, Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 38, 41, Αλεξ.2 1215, 1379, 2762, Απόκοπ.2 8, 418, Πένθ. θαν.2 190, 218, 623, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 160r, 191v, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 6210, 1324, 1415, Πεντ. Αρ. XXIV 8, Δευτ. XXXII 23, 42, Βυζ. Ιλιάδ. 516, Αχέλ. 1532, 1714, Κώδ. Χρονογρ. 5220, Παϊσ., Ιστ. Σινά 152, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 16814, Ονειροκρ. Ιβ. 48, Πανώρ.2 Ά 341, Β́ 62, 71, Γ́ 165, Βοσκοπ.2 23, Χρον. βασιλέων 1246, Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. 42, Διγ. Άνδρ. 35210, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 5220, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 130, Διακρούσ., Στίχ. ηθ. (Κακλ.) 63, Διακρούσ. (Κακλ.) 249, 345, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28113, 28423, Παλαμήδ., Ψαλμ. 428· σαΐτ(τ)α, Διγ. Z 161, 168, Βέλθ. 494, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 5200, Λίβ. Esc. 1190, Χρον. Τόκκων 694, Θησ. (Foll.) I 49 δις, 55, Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 34, Θησ. Β́ [538], ΣΤ́ [377], Χρον. Μορ. P 4920, Χρον. σουλτ. 2720, 6413, 808, 8525, 892, 6, Αχιλλ. L 722, Φαλιέρ., Ενύπν.2 17, Μαχ. 43017, 63031, Χούμνου, Κοσμογ. 246, Αλεξ.2 545, Λίβ. Va 487, 1046, 1067, 1069, 1524, 2624, Διήγ. Αλ. G 26716, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 17310, Τριβ., Ταγιαπ. 17, Αλφ. 1176, Αλφ. (Μπουμπ.) III 13, Ονειροκρ. Ιβ. 46, 48, Πανώρ.2 Ά 330, 343, Β́ 126, 213, 281, 457, Έ 5, 33, 45, 61, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 339, Γ́ 165, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 40, Πιστ. βοσκ. I 2, 216, 4, 190, II 3, 71, IV 2, 201, 7, 75, 8, 77, 131, V 7, 58, Βοσκοπ.2 23, Διγ. Άνδρ. 31531, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 151, 712, Γ́ 270, 317, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 105, Στάθ. (Martini) Πρόλ. 5, 23, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1451], Έ [1295], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 87, 125, 128, 323, 337, 338, 399, 424, Διγ. O 97, 1750, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15215, 1737, 38822, 47423, 49626, 5065, Αλφ. (Mor.) IV 78, κ.α.
    Από το λατ. sagitta. Ο τ. σαΐτ(τ)α (<σαγίτ(τ)α με αποβολή του μεσοφωνηεντικού ‑γ‑, Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 345, 417, Τριαντ., Άπ. 1, 360) στο Meursius (λ. σαγίτα), στο Βλάχ. (λ. σαγίτα) και σήμ. (γρ. σαΐτα, Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ.). Η λ. τον 5.-6. αι. (Lampe, Lex., λ. σαγίττα, TLG) και σήμ. (γρ. σαγίτα, Κριαρ., Λεξ., ΛΚΝ).
    1) Βέλος τόξου: είχαν μετά τους τζακρατόρους και δοξιώτες και εσύραν απάνω τους σαΐττες και βερετουνία Μαχ. 43017· Εβουλήθη δε ο πρίγκιπος να πάρει μερικούς καβαλαραίους να φύγει, αμή δεν ημπόρεσεν, ότι το πλήθος του φουσσάτου των Ρωμαίων τους ετριγύρισε και τους έβαλεν εις την μέσην και δεν είχαν που να φύγουν, μόνον τους εκατέσφαζαν με τες σαΐττες Δωρ. Μον. XXXVIII· Έδωσαν πόλεμον μέγαν με τες λουμπάρδες και τουφέκια και με σαΐτες και δοξάρια Διον., Ιστ. Ρωσ. 403· Με τας σαγίττας απομακρά τους εκαταδοξεύαν| κι ούτως τους αποκτείνασιν κι εθανατώσανέ τους Χρον. Μορ. H 1075· (σε παρομοίωση): οι Κουμάνοι της Αλαμανίας εποίησαν μέγαν πόλεμον, τόσον ότι έπεπταν οι σαΐτες εις το κάστρον ωσάν βροχή Διήγ. Αλ. E (Lolos) 16914· (προκ. να δηλωθεί η μεγάλη ταχύτητα συχν. και σε παρομοίωση): Και εγώ να γένω άλογον και το άλογον εκείνο| να ένι εις πλάσιν εύμορφον και εις την περπατησίαν| να δάζει ως ένι ο ποταμός, γοργόν ως η σαΐττα Λίβ. διασκευή α 2978· Ετούτος στο πιλάλημα κι εις την γληγοροσύνη| τόσα ευρίσκετον ’λαφρός, ότι καμία σαΐτα| βγαλμένη από ... καλόν δοξότην Θησ. ΣΤ́ [532(εδώ ως μέσο για αποστολή γραπτού μηνύματος): Έγραψα πάλιν την γραφήν, δένω την εις σαγίτα| και εις το κελίν την έσυρα της πανωραίας κόρης Λίβ. Va 1277· Έστειλε μιαν επιστολή δεμένη σ’ μιά σαΐτα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1983· Έγραψα, φίλε, την γραφήν, δένω την με σαΐταν| και ως είχα την συνήθειαν πάλιν ετόξευσά την Λίβ. Va 1589· (προκ. να δηλώσει το μήκος της απόστασης (πβ. και σαγιτ(τ)όσυρμα)): εις την γην τους έβγαλαν τα άλογα να δράξουν,| εκεί εις τα νησόπουλα μέσα να τα σεβάσουν·| κολύμπου τα σεβάζουσιν όσον σαΐττας σύρμα Χρον. Τόκκων 694· Προβαίνεις δε αριστερά, όσον με το δοξάριν| να ρίξεις την σαγίταν σου, ως καλόν παλληκάριν.| Και παρευθείς οράς εκεί πέτραν μεγάλην μίαν Προσκυν. Ξηρ. 27 (Σινά) 152· (προκ. για ένδειξη αγάπης ή συμπάθειας όταν δινόταν ως δώρο): ο Ιωνάθας ο υιός του Σαούλ αγάπησε τον Δαβίδ πολλά και εχάρισέ του το ρούχο του και το δοξάρι του με όλες τες σαγίτες διά σημείον πως τον αγαπά Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 191v. 2) α) (Μεταφ.): η μέθη το φαρμάκιον είναι του διαβόλου,| τον μεθυστήν τον άνθρωπον νεκρώνει τον διόλου·| σαγίττα είναι δολερή, είναι φαρμακωμένη Ιστ. Βλαχ. 2089· Ω αδελφέ μου ... εάν είσαι και χηρευάμενος, να προσέχεσαι να μην καθίσεις ποτέ σου με νέαν γυναίκα και πας και φας και πίεις μετ’ αυτήν, διότι το κάλλος της γυναικός είναι σαΐτα φαρμακερή και σεβαίνει μέσα εις την καρδίαν του ανδρός Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 94v· (σε μεταφ.): Ανέλπιστα δυό ’μμάτια μ’ εσκλαβώσα| μ’ έναν τους βλέμμαν όμνοστον με θάρρος,| με μιαν χρυσήν σαγίτταν μ’ ελαβώσαν| εις την καρδιάν Κυπρ. ερωτ. 283· Απάνου εις όλα παίρνοντες το σκουτάρι της πίστεως, με το οποίον θέλετε δυνηθεί να σβέσετε όλες τες σαΐτες τες πεπυρωμένες του Πονηρού Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εφεσ. Ϛ 16· (προκ. για τα βέλη του θεού Έρωτα): Εζωγράφισεν δε και τον Έρωτα και ήτον| πτεροφόρος και εβάστα εις τα χέρια του φωτία,| δοξάριον και σαγίτταν Διγ. Άνδρ. 31524· ’κράτει (ενν. ο Έρως) τοξάρι δυνατόν, ...,| και την σαΐταν έριπτε κι ετόξευ’ ένα νέον,| κείνος ο νέος έστεκε με προσοχήν μεγάλην| είχεν τα στήθη του γυμνά, σαΐτα στην καρδίαν Διγ. Z 161, 163· συναπαντώ τον Έρων·| εβάσταν και εις το χέριν του δοξάριν και σαγίτα Λίβ. Va 569· Ήτον γαρ η καρδίτσα του σφαμένη εκ την σαΐτταν| απέ την ακριβότερη του Έρωτος οπού έχει Θησ. (Foll.) I 132· οι σαΐτες μου (ενν. εμένα, του Έρωτα) κανεί δε θανατώνου| μόνο γλυκιά κι απάλαφρα πάσα καρδιά πληγώνου Στάθ. (Martini) Πρόλ. 15· (προκ. για το βέλος του Χάρου, του θανάτου κλπ.): Θάνατος βλέπεις έρχεται κι εσύ δεν τον εγνώθεις| σαν σύρει τη σαγίτα του πάραυτα θανατώθης Αλεξ.2 1378· Kι είδα το Χάρο κι έμπαινε κι έβγαινε θυμωμένος,| σαν μακελάρης και φονιάς τα χέρια ματωμένος·| μαύρον εκαβαλίκευε, εβάστα και κοντάρι| κι εκράτιεν εις την χέραν του σαγίτα και δοξάρι Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 69· Είντα κακό σου έκαμα (ενν. Χάρο) και θε να με δοξέψεις| με την σαΐτα της πρικιάς για να με ’ξολοθρέψεις; Αλφ. 1078· β) (θεολ. προκ. για το Χριστό): λέγεται και τόξον και σαΐτα και βραχίων, και δύναμις του Πατρός ο Υιός ωσάν και λόγος του και σοφία του Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 405.
       
  • σακελλάριος
    ο, Ελλην. νόμ. 55810‑11, Notizb. 31, 34, Χειλά, Χρον. 349, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 45, Πωρικ. (Winterwerb) I 107, Μαλαξός, Νομοκ. 517, Ιστ. πατρ. 17316‑7, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 45r, 46v, 72v, Λεηλ. Παροικ. 181, 190· σακελλάρης, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12126‑27.
    Από το υστλατ. sacellarius (Niermeyer, Med. Lat. Lex. · βλ. και Kahane, Graeca et Romanica II 514). Η λ. τον 7. αι. (Lampe, Lex., TLG), στο Meursius (λ. σακέλη) και σήμ.
    (Εκκλ.) αξιωματούχος της Εκκλησίας, πιθ. αρχικά με οικονομικές και αργότερα διοικητικές αρμοδιότητες (για το πράγμα βλ. Darrouzès, Οφφίκια 310-14, ODB, λ. sakellarios): Αι ενέργειαι των οφφικίων ... Ο σακελλάριος, κρατών πάντα τα ανδρώα και γυναικεία μοναστήρια, έχει υπουργόν και τον άρχοντα των μοναστηρίων Μαλαξός, Νομοκ. 518· Εν μηνί Νοεμβρίῳ εις την ά, Σαββάτῳ βράδυ, εγέγονα σακελλάριος διά σφραγίδος του κυρ Δανιήλ, εις δόξαν Χριστού και της Θεοτόκου Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 46v· μέγας σακελλάριος = αρχικά τίτλος του σακελλάριου του Πατριαρχείου, ο οποίο ήταν υπεύθυνος για την καλή λειτουργία των μοναστηριών της Κωνσταντινούπολης· αργότερα ο τίτλος επεκτάθηκε σε αντίστοιχους αξιωματούχους της περιφέρειας (για το πράγμα βλ. Darrouzès, Οφφίκια, ODB, λ. sakellarios): Τῃ ή του Μαρτίου, τῃ παραμονῄ των αγίων μ́ μαρτύρων, εκοιμήθη ο μέγας σακελλάριος ο Μελιτηνιώτης Byz. Kleinchron. Á́ 10411· έλαβεν ο μέγας σακελλάριος ο Αλμυριώτης από του Καρδάμη κυρ Ιωάννου ... νομίσματα ρν́ Notizb. 37.
       
  • σακί
    το, Ιων. III 6, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 474, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 189v, Πεντ. Γέν. XXXVII 34, Μπερτόλδος 60, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ί 13, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 2142· σάκι, Πεντ. Γέν. XLII 25, 35, Λευιτ. XI 32·  σακί(ν), Αχέλ. 435, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1963, 25112, 28115, 3863, 42712, 48310, κ.α.· σακίν, Σπανός (Eideneier) Α 457, Β 141, Χούμνου, Κοσμογ. 1818, 1873, 1876, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 345· σακκί(ν), Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 1015· σακκίν, Ασσίζ. 23830, 48914· σακί(ο)ν, Διήγ. Αλ. V 40, 41 τρις, Sprachlehre 88, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1539, 17, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1528, 15, 17, Μπερτολδίνος 113, 114· σάκιον, Μπερτόλδος 36· σακίον, Μπερτόλδος 56 δις, 57, 60 δις· σακκί(ο)ν, Μαχ. 59420·  πληθ. σάκα, Πεντ. Γέν. XLII 35· σακά, Ιων. III 8.
    Από το αρχ. ουσ. σακκίον. Ο τ. σάκι στο Du Cange (λ. σακή, γρ. -κκ-). Ο τ. σακίν τον 7. αι. (TLG, γρ. -κκ-), στο Du Cange (λ. σακή) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. σάκκος, γρ. -κκ-)· βλ. και LBG (λ. σακκίν). Ο τ. σακκίν και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 774, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Ο τ. σακίον (αρχ. -κκ-) στο Du Cange. Η λ. στο Meursius (λ. σακή) και σήμ.
    1) α) Θήκη για τη φύλαξη ή μεταφορά αντικειμένων, σακί, τσουβάλι: Κάποιοι άρχοντες επήγασι στα σπίτια τως κι εκλαίγα,| πως έχου να μισέψουσι των γυναικών τως λέγα,| να μπάσουνε εις τα σακιά τα ρούχα τωνε πάλι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1935· επτά σακκιά γεμάτα βουλλωμένα με μολύβιν τα έκρυψαν (ενν. οι δουλευτάδες) εις κάποιον καλαμιώνα Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 1011· (εδώ σε σχ. αδύνατον): Δίδομεν δε και έτερα ουκ ολίγα, ήγουν ... σακίν τζυκάλια, βρακίν πεύκινον, κάλτσας ιδρέινας Σπανός (Eideneier) D 1711· β) (ειδικ.) σακούλι για τη φύλαξη χρημάτων, πουγγί: Πολλοί άπλωσαν τα χέρια τους και εδέχθησαν χαρίσματα άδικα, όθεν συνέβη και έχασαν την δόξαν και την τιμήν όπου είχασι πρότερον· ωσάν ο Γύλιππος, ο στρατηγός των Λακεδαιμονίων, είχε λύσει τα σακία των σταμένων, και επήρεν όσα του εφάνη, και διά τούτο εξορίσθη της πατρίδος Σοφιαν., Παιδαγ. 115. 2) (Συνεκδ.) το περιεχόμενο ενός σακιού, η αντίστοιχη χωρητικότητα: Σύρε, παιδί μου, εις τα φουσσάτα και ιδές τι κάμουν οι αδελφοί σου ... και έπαρέ τους πέντε δέκα κομμάτια τυρί και ένα σακί ψωμί και μίαν βαρέλα κρασί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 189v· ... να τους πέψουν έως δέκα σακία αλεύρι και δέκα βουτσία κρασίον Μπερτολδίνος 168. 3) Τραχύ ένδυμα το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι ως σύμβολο πένθους, μετάνοιας: Κι επίστεψαν άντρες Νινβε έν θεόν κι εδιαλάλησαν νηστεία κι εφόρεσαν σακί από μέγα αυτών και ως μικρόν αυτών Ιων. III 5· και εξέσκισεν ο Ιαακοβ τα ρούχα του και έβαλεν σακί εις τ’ απάκα του, και εθλίβην ιπί τον υιό του μέρες πολλές Πεντ. Γέν. XXXVII 34. Φρ. Μπαίνω μέσα στο σακί = βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, διακινδυνεύω (για τη σημασ. βλ. Παναγιωτάκης [Φαλλίδ. σ. 274], Κουκ., ΒΒΠ Έ Παράρτ. 90· πβ. νεοελλ. φρ. δε βάζω το κεφάλι μου στο σακί (Κριαρ., Λεξ.)): Τις μου το ’θελε ειπεί| να ’μπω μέσα στο σακί,| γιατί εγύρισε ο τροχός,| κι εφαλίρισα ο φτωχός Φαλλίδ. (Παναγ.) 203.
       
  • σαλεύω,
    Σπαν. B 468, Σπαν. (Μαυρ.) P 129, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 517, Hist. imp. 54, Ιερακοσ. 46413, Διγ. (Trapp) Gr. 3167, Διγ. Z 2832, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 873, Χρον. Μορ. P 7547, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1595, 2753, Αχιλλ. L 1277, Φυσιολ. 35223, 36612, Δούκ. 19126, Αλεξ.2 829, Απόκοπ.2 44, Βίος Αισώπ. (Eideneier) E 2885, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 266, Κορων., Μπούας 120, Αχέλ. 998, Πηγά Μ., Περί σοφ. 688, Λαυρ., Οπτασία Σ. 106, 113, Πιστ. βοσκ. I 1, 322, IV 2, 22, IV 7, 29, Χίκα, Επίγρ. 10, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1036, 12423, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [253], Γ́ [1393], Δ́ [80], Δ́ [1106], Χριστ. διδασκ. 204, Μαρκάδ. 433, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4469, κ.α.· εσαλεύω· σαλεύγω, Μαχ. 3229, Μορεζ., Κλίνη φ. 540v, 541v, Πανώρ.2 Γ́ 57, Δ́ 122, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 1, Έ 129, Κατζ. Γ́ 68, Πιστ. βοσκ. III 9, 54, 67, Παλαμήδ., Βοηβ. 588, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11817, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 353, 1394 κριτ. υπ., 1406, 1435, 1696, Δ́ 1657, Έ 49, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 135, Δ́ 265, Έ 55, Φορτουν. (Vinc.) Ά 319· μτχ. ενεστ. σαλεύοντα, Χούμνου, Κοσμογ. 483· μτχ. παρκ. σαλεμένος.
    Το αρχ. σαλεύω. Ο τ. εσαλεύω με προθετ. ε. Ο τ. σαλεύγω στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ 136, Κωστ., Λεξ. τσακων., Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης Γ́ 121). Η μτχ. παρκ. σαλεμένος στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) α) Κάνω κ. να κουνηθεί πέρα δώθε, σείω: Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1224· Τα οποία (ενν. τα λόγια των Γαλιλαίων) ... ευκολότερα θέλουσι χαλασθεί παρά οπού σαλεύγει ο άνεμος το φύλλο Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11617· (προκ. για σεισμό): Σκλάβ. 241· Η γη οπού είναι άγλωσσος βοά και μας λέγει| για τις δικές σας αμαρτίας Κύριος με σαλεύγει Διήγ. ωραιότ. 230· (προκ. για φυσικά καιρικά φαινόμενα): Κι ως αστραπή ’π’ ανατολής τρέχει να πάει στην δύσιν,| που ξεριζώνει τα δενδρά, σαλεύει και την κτίσιν,| τοιουτοτρόπως όρμησε μετά την συντροφιάν του,| Μερκούριος ο θαυμαστός Κορων., Μπούας 50· εφαίνονταν ότι βροντές τον κόσμον εσαλεύαν Χρον. Μορ. P 3723· φρ. (1) σαλεύω την γλώσσαν = μιλώ: Τότες η Αλήθεια εστράφηκεν με ταπεινόν το σχήμα, (παραλ. 1 στ.) και με πολλήν γλυκύτητα εσάλεψεν την γλώσσαν| και λέγει ... Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2313· (2) σαλεύγω το κονδύλι = γράφω: Φευ, ... λιγότερον σαλεύγω το κονδύλι| παρ’ όλοι κείνοι τ’ άρματα οι λυσσασμένοι σκύλοι Αχέλ. 413· β) (μεταφ.) προκαλώ συναισθηματική ταραχή, συγκινώ: Έγεμε το ροδόσταμα, εδόκει κυματίζειν·| εκόχλαζεν, εκάπνιζεν καπνόν οκάτι ξένον,| καπνόν φρικτόν δυνάμενον σαλεύειν την καρδίαν Καλλίμ. 327· ο λόγος του (ενν. του Βελισαρίου) ην φοβερός, το πρόσταγμα γενναίον,| πάντα άνθρωπον εσάλευε, και γέροντα και νέον Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 200. 2) α) Κινώ, μετακινώ, μετατοπίζω κ.: Φυσιολ. (Legr.) 122· (προκ. για κίνηση του σώματος ως ένδειξη χαιρετισμού): Πάγει στου ρήγα το ζιμιό, με γνώση χαιρετά τον,| λίγα σαλεύγει το κορμί, λίγα το κλίνει κάτω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 408· (σε μεταφ.): τέτοιας λογής ερχίσασι οι λογισμοί κι εμένα| και ταραχής σαλεύουσι κύματα θυμωμένα Στάθ. Β́ 8· φρ. (1) σαλεύγω τ’ άρματα/πόλεμο/φουσσάτα = προετοιμάζομαι για πόλεμο: κι όντεν εκείνος ήτονε δοσμένος να σαλεύγει| πολέμους, και τσι νίκες του και τρόπαια να γυρεύγει Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 379· με δίκιον του τον πόλεμο και άρματα να σαλεύγει (ενν. ο βασιλιός),| ανέν και νίκη πεθυμά να πάρει, ωσά γυρεύγει Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 11· Και ούτως ως το εσκόπησεν (ενν. ο Θησεύς), σαλεύγει τα φουσσάτα| να παν προς την Ιππόλυταν, κι αυτός υπᾴ μετ’ αύτα Θησ. (Foll.) Ι 85· (2) δε σαλεύγω πόδα, βλ. ά. πόδας Φρ. 6· β) (με αντικ. τις λ. γνώμη, ριζικόν κ.τ.ό.) αλλάζω, μεταβάλλω: οι Ρωμαίοι ακόμη| με νόμους και με γράμματα έχουν την ίδια γνώμη,| εκείνην οποὒχαν παλαιά και δεν την εσαλεύσαν| ουδέποτε των αλλωνών ταις γνώμαις επιστεύσαν Λίμπον. 45 Επίλ.· Απώρας βάλε την βουλήν, με την καλήν την ώραν,| κοπιάσε με τα γόνατα, με τ’ άγιον κορμί σου,| και τῃ βουλῄ σου μάζωξε, σάλευσε ριζικόν σου,| άγιε και πανάγιε, και κορυφή της Ρώμης Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 632· γ) (εδώ) ανακατεύω: τότε έχε μαζωμένες τες ελίες την ώρα εκείνην, ρίξε τες μέσα να κάμουν οκτώ ώρες ή δέκα το περισσότερον και σάλευέ τες συχνά και ελαφρά ... με κομμάτι ξύλον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 212. 3) (Με αντικ. πρόσωπο) α) κάνω κάπ. να μετακινηθεί από τη θέση του, ξεκουνώ: κι εσύ, Ρινάλδο, κείτεσαι σ’ ανάπαψη μεγάλη (παραλ. 1 στ.) κι οι κόσμοι απ’ όλοι στ’ άρματα μάχουνται και τρομάσσου| να σε σαλέψου δε μπορού, στρατιώτη ’νούς κοράσου! Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 112· Ηθέλησεν ομού τους δυο εκ της ζωής χωρίσαι,| όμως δε πάλιν εν καρδιᾴ φείδεται της μανίας| και ουδέν σαλεύει κἂν ποσώς κανέναν εκ τους δύο Φλώρ. 1709· β) κλονίζω την ισορροπία κάπ., κάνω κάπ. να πέσει: κι η κοπανιά τον ήσωσεν εις το δεξό του αμμάτι·| πόνο μεγάλο του ’δωκε, μα δεν τονε σαλεύγει| και με μεγάλη προθυμιά να γδικιωθεί γυρεύγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1885· (μεταφ.): Τούτον (ενν. τον άνθρωπον) μηδέ οι πειρασμοί ... μηδέ κίνδυνοι και θάνατος δεν τον σαλεύγουν ... εις την ημέραν την φοβεράν της Κρίσεως Πηγά Μ., Περί σοφ. 688· Έχε γουν την πίστιν εις την καρδίαν σου στερεάν, και μη σε σαλεύσει λογισμός εναντίος Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 1327· Ταύτα και άλλα πλείονα λέγουσα (ενν. η κορασίδα) ... άρχισε με τοιαύτα δίκτυα να σαλεύει τον πύργον της ψυχής αυτού, και έγινε μαλακοτέρα η γνώμη του Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 18633. Β́ Αμτβ. 1) α) Κουνιέμαι, σείομαι: Θωρεί εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα·| ’λάφι γή αγρίμι ελόγιασε πως να ’τονε σ’ εκείνα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 699· πως βλέπω φαίνεταί μου| μέσα σε κείνα τα κλαδιά σαν κάποιο| τίβοτας που σαλεύγει Πιστ. βοσκ. IV 7, 144· Θαύμα παράδοξον να σαλεύγουσι αι πτέρυγες της χρυσής περιστεράς! Μορεζ., Κλίνη φ. 253v· (προκ. για το σφυγμό ανθρώπου): εις ... το στήθος αυτού σιμά εις την κλείδωσην ήτον ολίγον ζεστός, και ολίγον εσάλευεν ο σφυγμός Λαυρ., Οπτασία Λ. 376· β) κουνιέμαι πέρα δώθε, ταλαντεύομαι: σαν πύργος ήτο δυνατός εις το φαρίν απάνω·| στο ύστερον εσάλεψε κι ήπεσε απ’ τ’ άλογό του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2095. 2) α) Κινούμαι, μετατοπίζομαι ελαφρά, αλλάζω θέση: Πα να ξυπνήσω το παιδί, θωρώ το και σαλεύγει| και πασπατεύγει να με βρει, καμμυώντας με γυρεύγει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 737· βλέπει τον νεκρόν και αρχίζει και εσάλευγε και σφίγγουσιν αι σάρκες του και γέρνεται ομπροστά του Μορεζ., Κλίνη φ. 91r· β) απομακρύνομαι, φεύγω: και σαν τους είδ’ ο Στέφανος άρχισε να σαλεύει,| την στράταν στο Μπραΐλοβον γοργά την εγυρεύει·| εντροπιασμένος έφυγε ...| διότι δεν ημπόρησε για να την πολεμήσει (ενν. την Δόμνα) Ιστ. Βλαχ. 651· Και πάσα πρωτογεννηθέν από τα παιδία μου να το ελευθερώνω, και να έναι διά σημάδι εις τας χείρας σου και να μην σαλεύει από ομπρός από τα μάτια σου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 169v· έτσι τον ορδίνιασε γονατιστός να στέκει| τρεις ώρες και να δέεται, να μη σαλέψει απέκει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 440· (μεταφ.): πάντοτε να προσέχομεν και ο νους να μη σαλέψει| ποτέ από τούτον τον σκοπόν Πένθ. θαν.2 514· Τότ’ είς εκ πάντων άριστος εις θεωρίαν και πράξιν (παραλ. 1 στ.) ανίστατο δε ταπεινώς κι αφόβως τούτο λέγει,| κι εκ της βουλής του πράγματος ουδόλως δεν σαλεύει Κορων., Μπούας 53· πολλοί πολλά ωφελήθησαν και εβεβαιωθήκασι και δεν εσαλέψαν από την αληθινήν πίστιν Μορεζ., Κλίνη φ. 183v. 3) Αλλάζω, μεταβάλλομαι: Τώρα βλέπω, σαν το λέγουν,| πως τα πράγματα σαλεύουν,| πως η δόξα δεν εμμένει| και οπού στραβά παγαίνει| εις πολλά κακά σεβαίνει Αιτωλ., Βοηβ. 226· Γυρεύουσιν, αφέντη μου, γυναίκα να με πάρουν,| κι εγώ, αφέντη μου, ως το ’κουσα, πολύν κακόν μ’ εφάνη (παραλ. 1 στ.) διατί ουκ εσάλευσεν η περισσή σου αγάπη,| να ρίξω αλλού το βλέμμα μου κι εσέν να λησμονήσω Ερωτοπ. 76. IΙ. Μέσ., αμτβ. 1) α) Κουνιέμαι, κινούμαι: Μα τι θωρώ μου φαίνεται, βλέπω στην μάζα κείνη,| σαν πράγμα και σαλεύεται, κι ανασασμόν να δίνει.| Κι ως λύκος έχει την θωριάν, αλήθεια λύκος είναι Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1198]· (προκ. για πλοίο μέσα στη θάλασσα): Επί τούτοις σαλεύονται και των ηϊονίων τα μέγιστα των αντιπάλων σκάφη και αι τριήρεις και αι γέφυραι αι εν τῳ λιμένι τοις τείχεσι και ταις ακταίς προσπελάζουσι Ψευδο-Σφρ. 42231· καθώς ένα μεγάλον ξύλον, βαλμένον μέσα εις την θάλασσαν, εύκολα σαλεύεται, και χωρίς κόπον το σύρνεις όπου θέλεις, αμή, όταν εβγεί έξω εις τη στεριάν, αν τύχει τέσσερα ζευγάρια βόδια δεν εμπορούν να το σαλέψουν Ροδινός (Βαλ.) 68. 2) (Μεταφ., προκ. για πρόσωπο) α) ξεκουνιέμαι., κινητοποιούμαι: εάν ου συγκροτήσετε και σεις να είστε πρώτοι,| ν’ απώσετε να σώσετε εις όλους τους ρηγάδες (παραλ. 1 στ.) τινάς ουκ εσαλεύεται απ’ όλους τους αυθέντας Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 929· Άρχοντες, γνήσιοι, συγγενείς, χρεία ’ν’ να σαλευθούμεν,| καιρός μάς επανέβηκεν να επιμεληθούμεν,| με του Θεού την δύναμιν να πέψομεν τον στόλον,| ίν’ ακουστεί η φήμη μας τώρα στον κόσμον όλον Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 161· β) κλονίζομαι: Μη θροηθείς, μη σαλευθείς, μη νικηθείς, μη ενδώσεις,| μη κάμψεις γουν μηδαμώς, μη χαλασθείς κατά τι Γλυκά, Στ. 332· κι ορκώ σου κατά του Χριστού κι εις την ψυχήν σου απάνω,| εσέν κι όσοι καθέζονται μετά σε εδώ εις την κούρτην (παραλ. 2 στ.). Μη σαλευτείτε τίποτε διά φτόνον ή φιλίαν·| προσέχετε μη σφάλετε απάνω εις τας ψυχάς σας Χρον. Μορ. H 7547· Μη σαλευτείς στο στένεμα, στο βάθος μη δειλιάσεις,| μην αφουκράσαι τες φωνές, α θέλεις να περάσεις Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 302. Το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως επίθ. = (με άρν.) ακίνητος, αμετάβλητος: ο λόγος όντα ονόμασε τα αιώνια και μη σαλευόμενα και μη όντα ονόμασε την ζωήν ετούτην την πρόσκαιρην Ιστ. Βαρλαάμ 269. Το αρσ. της μτχ. παρκ. ως επίθ. = που είναι ψυχικά διαταραγμένος: Ζάλην έχω εγώ, κυρά μου,| κι ο νους μὂναι σαλεμένος Ch. pop. 106· Διαθήκη λέγεται το δίκαιον θέλημα του ανθρώπου, οπού θέλει να γένει μετά τον θάνατόν του ..., αμή κάμνει χρεία να είναι ο νους του στερεωμένος, να μη είναι σαλευμένος Νομοκριτ. 108. Φρ. 1) α) Σαλεύ(γ)ω την αίσθησιν/τον νου(ν)/τας φρένας = (α) ταράζω, αναστατώνω, συγχύζω κάπ.: Οι λογισμοί του (ενν. του Φορτουνάτου) είνιαι απατά εκείνοι απού σαλεύγου| το νου μου, και τα μέλη μου κρίνουσι και παιδεύγου Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 635· σαλεύει μου την αίσθησιν (ενν. το θέαμα) σαλεύει μου τας φρένας Καλλίμ. 451· Το πυρ γαρ ξύλα δαπανεί, θυμός δε την καρδίαν| και λογισμόν καταθολεί, σαλεύει και τας φρένας,| θερίον άγριον ποιεί τον άνθρωπον εξαίφνης Κομν., Διδασκ. Δ 238· (β) τρελαίνω κάπ.: πολλών μεν εσάλεψε (ενν. ο βασιλεύς) τον νουν, άλλοι δε πάλιν, δεν ημπορούντες να υπομείνουσι τας βασάνους, εσυγκαταβαίνασιν εις το παράνομόν του πρόσταγμα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3229· β) σαλεύει ο λογισμός/ο νους μου = συγχύζομαι, αναστατώνομαι, ταράζομαι: Οϊμένα, απού τη χαρά γροικώ κι απολιγαίνω,| κι ο λογισμός μου εσάλεψε κι από το νου μου εβγαίνω Στάθ. Γ́ 308· ωσάν άκουσα εγώ εκείνης της φοβεράς ... φωνής, εσάλευσε και ετρόμαξεν ο νους μου και εγύρευα να κρυφτώ Λαυρ., Οπτασία Σ. 112. 2) Σαλεύω επί τινι τας ελπίδας = εναποθέτω τις ελπίδες μου σε κάπ.· στηρίζομαι σε κάπ. (η σημασ. μτγν· βλ. L‑S, λ. σαλεύω II2): Συμεών ... μνηστεύεται Θωμαΐδα ούτω καλουμένην, ορφανήν εκ πατρός ούσαν, επί μητρί δε μόνῃ τας ελπίδας σαλεύουσαν Ιστ. Ηπείρ. II5. 3) Σαλεύομαι εν διχοστασίαις = διχογνωμώ, διαφωνώ: Τότε ο βασιλεύς Μανουήλ ορών τον δήμον εν διχοστασίαις σαλευόμενον ... βουλήν βουλεύεται σοφοτάτην και μάλα συνετικήν Δούκ. 8318.
       
  • σαράντα,
    αριθμητ., Χρον. Μορ. H 768, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 96, 162, Χούμνου, Κοσμογ. 1077, 1080, Αλεξ.2 1691, 2046, 2182, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1456, 1460, 1576, 2438, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 114r, 173αr, 176r δις, 302r, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 24, Αλφ. 1069, 71, Πηγά, Χρυσοπ. 294(5) δις, Παϊσ., Ιστ. Σινά 156, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 536, Γιατροσ. Ιβ. 26, 28, Πανώρ.2 Γ́ 303, Μικρ. χρον. Yale, 69r, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 8831, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46419· σεράντα.
    Το πιθ. μτγν. ουσ. σαράντα (TLG). Ο τ. τον 5. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Η λ. και σήμ.
    Ο αριθμός σαράντα: Και ο δεσπότης όρθωσεν σαράντα παλληκάρια,| αρματωμένους όμορφα, απόκοτης καρδίας Χρον. Τόκκων 2767· Επνίξανέ μου το λοιπόν στρατιώτες γαρ σαράντα| όλοι τους ήσαν διαλεκτοί, πού ’σαν της χρείας πάντα Αλεξ.2 1681· το όνομά του Βαρλαάμ, ο οποίος ήτον γέροντας έως εξήντα χρονών, και ήτον εις την άσκησην σαράντα χρόνους εις την έρημον Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 9116· από την Φόσα του Λεοντάρι ως την Σαλονίκη έναι μίλια σεράντα περ γρέγο Πορτολ. A 22624. Ως έναρθρ. ουσ. ουδ. πληθ. = το μνημόσυνο που γίνεται σαράντα ημέρες μετά την ταφή νεκρού: Και τα επίλοιπά μου πράματα ... να είνιαι τα έμισα για την ψυχή μου, να μου κάμου ... μνημόσυνα καλά, ’ναήμερα, σαράντα, τρίμηνα, εξαμήνια Ολόκαλος 15017.
       
  • Σατανάς
    ο, Καλλίμ. 1306, Σπανός (Eideneier) D 615, Χρον. Τόκκων 1255, Δευτ. Παρουσ. 300, Μορεζ., Κλίνη 113v, 114r δις, Διγ. Άνδρ. 37235, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 60, Χριστ. διδασκ. 439, Ροδινός (Βαλ.) 128, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 5112, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2646, 3860, κ.α., Διακρούσ. (Κακλ.) 627, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 12439, κ.α.
    Το μτγν. ουσ. Σατανάς. Η λ. και σήμ.
    Ο Διάβολος, ο Εωσφόρος: Την νύκτα οπού περπατούν είναι κλέπται και φονίσκοι| και την ψυχήν τους δίδουσιν του Σατανά κανίσκι Σαχλ. N 55· και αυτός ο ταλαίπωρος αποτάξατο τον Χριστόν και συνετάξατο τῳ Σατανᾴ, ο οποίος Σατανάς του ήδιδεν όλες του τες επιθυμίες απού επεθύμα εις τον κόσμον και εις την ζωήν ετούτην Μορεζ., Κλίνη φ. 114r· Αφέντη εκλαμπρότατε, και τούτο να ποιήσεις·| από την μέθην πρόσεχε διά να μη μεθύσεις| διότι είναι άγκιστρον, του Σατανά παγίδα,| και όσοι την απόχτησαν πολλά κακά τους είδα Ιστ. Βλαχ. 2049· Ανήμερά ’ναι και Λαμπρά, ανήμερα και δόξα| που καταργήθησαν του Σατανά τα βέλη και τα τόξα| κι ήλθεν η απολύτρωσις στα γένη των ανθρώπων Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5986.
       
  • σβήνω,
    Ερωτοπ. 285, Φαλιέρ., Ιστ.2 259, 348, κ.α. Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 171, 326, Μαχ. 6729, Χούμνου, Κοσμογ. 2736, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4799, Ριμ. κόρ. A 147, V 25, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 119v, Μορεζ., Κλίνη φ. 191v, 289r, v, Κυπρ. ερωτ. 8312, 1494 κ.α., Πανώρ.2 Ά 227, Β́ 483, Δ́ 306, κ.α., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. Χάρ. 79, 133, Γ́ 24, κ.α., Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 17, κ.α., Πιστ. βοσκ. III 6, 36, IV 5, 69, κ.α., Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 15414, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1131, 1964, Δ́ 641, κ.α., Στάθ. (Martini) Ά 6, κ.α., Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. Μέλλ. 41, Β́ 28, Δ́ 98, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [809], Γ́ [440], Έ [1410], κ.α., Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 194, 214, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 214, Δ́ 22, Έ 44, κ.α., Λεηλ. Παροικ. 541, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3559, κ.π.α.· εσβένω, Φλώρ. 1809· εσβήνω, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 901, Δεφ., Λόγ. 432, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 173, 186 δις, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 116, Γ́ 905· σβένω, Θησ. Γ́ [434], Ριμ. κόρ. V 129, Κορων., Μπούας 152, Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 63, Μορεζ., Κλίνη φ. 140r, Πιστ. βοσκ. II 1, 307, Διγ. Άνδρ. 3277, 4048, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 260, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [321], Λίμπον. 456, Προσκυν. α′ 11222, 24, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161, Ροδινός (Βαλ.) 78, κ.α.· σβήννω, Κυπρ. ερωτ. 855, 15116, Θρ. Κύπρ. M 546· μτχ. παρκ. σβεμένος, Θησ. Δ́ [726σβημένος, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 757, Στάθ. (Martini) Ά 10, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [999].
    Από το γ́ πληθ. έσβησαν του αόρ. έσβην (> έσβησα> ενεστ. σβήνω κατά τα ρήμ. σε) του αρχ. σβέννυμι με μεταπλ. (Ανδρ., Λεξ., Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 55, 288, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 202, 511, Β́ 576, 597). Ο τ. εσβήνω (με διατήρηση της αύξησης ε‑, Hatzid., Einleit. 70) σε κείμ. του 17. αι. (Αγαπητ., Εις αγ. Δέκα 105, 114) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ. λ. σβήνω, Τσικής, Γλωσσ. Χίου, λ. σβη’ω). Ο τ. σβένω (<αόρ. έσβησα και αναλογ. προς τα ρήμ. σε –αίνω/‑ένω, Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 295, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 157, Jannaris, Hist. Gramm. 902) τον 11. αι. (TLG, βλ. και LBG λ. σβέν(ν)ω), στο Βλάχ. (λ. σβήνω), στο Κατσαΐτ., Ιφ. Έ 128, Θυ. Γ́ 138 κ.α., σε κείμ. του 18. αι. (Προσκυν. β′ 136) και σήμ. ιδιωμ. (Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Καλαντζάκος, Λεξ. ρουμελ., Δημητρίου, Λεξ. Σάμ. (τ. σβένου) λ. σβω)· πβ. τ. ησβένω το 17. αι. (Αγν., Θρησκ. δράμ. 285). Ο τ. σβήννω σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́ 777, Χατζ., Γραμμ. κυπρ. διαλ. 161, 166). Η μτχ. σβημένος (<σβησμένος με ανομ., Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 490) στο Somav. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    Ά Μτβ. 1) Κάνω κ. να πάψει να καίει, να λάμπει ή να φωτίζει: αν είχεν μείνειν το λαμπρόν, ούλη η χώρα εκαίγετον, αμμέ εσβήνναν το οι χριστιανοί τέσσερα μερόνυκτα Μαχ. 6729 χφ O· Έρχεται ο πορτάρης του Αγίου Τάφου και σβένει όλα τα κανδήλια Προσκυν. α′ 11220· (σε μεταφ.): Το πνεύμα μην το σβήνετε Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Θεσσ. Ά έ 19· ήριχνε σπίθες στην καρδιά ο πόθος να με κάψει,| με λογισμούς κι εντήρησες τες σπίθες ήσβηνά του Στάθ. (Martini) Β́ 211· πώς παράκαιρα εχάθης και έσβησες των οφθαλμών μας το φως! Διγ. Άνδρ. 32221. 2) (Μεταφ.) κάνω λιγότερο έντονο, καταπραΰνω, καταπαύω (κυρίως για οργανικές εκδηλώσεις, αισθήματα και συναισθήματα): με γλυκό και κρύο νερό την δίψα του να σβήσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 317· περί τας ημέρας του χρόνου ..., πότε να φλεβοτομεί ο άνθρωπος ... Εις τας κδ́ σβήνει την χολήν Σταφ., Ιατροσ. 15418· όλα σου τα πεισματικά κι όλες οι όργητές σου| δε θέλουσι μπορεί ποτέ τον πόθο μου να σβήσου Πανώρ.2 Β́ 403· να κάμεις με τα δάκρυα σου μια πρικαμένη βρύση| να τρέξει, και τη μάνητα την πλήσα να του σβήσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 418· (σε υπερβολή): ήτονε ο πυρετός απού είχεν τόσα πολύς, απού όλα τα νερά των βρυσών δεν εδύνουντανε να της τονε σβήσουν Μορεζ., Κλίνη φ. 191r. 3) Εξαλείφω κ. γραμμένο, ζωγραφισμένο, χαραγμένο: από τες εκκλησίες έσβησε (ενν. ο Κοπρώνυμος) τους αγίους και έγραψε άλογα και κυνήγια Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 316v. 4) (Μεταφ.) εξαφανίζω, εξαλείφω, σταματώ κ.: να σβήσεις (ενν. Δέσποτά μου) και να παύσεις ετούτον το σκάνδαλον οπού μέλει να ξάψει του άνωθεν μοναστηρίου Βλαστού, Επιστ. 17732· αρχίζει με γνωστικά λόγια να τόνε νουθετά (ενν. η τιμία γυναίκα) ... αναθυμίζοντάς του και την αιωνίαν κόλασιν απού του προξενά αυτείνη η πονηρά επεθυμία, ... και να τηνε σβήσει να μην τον αφήσει να τονε νικήσει Μορεζ., Κλίνη φ. 68v· τον παπα-Μάρκον ..., του οποίου οι δέκα χρόνοι απού είναι απόσταν εκοιμήθην δεν εδυνηθήκασι να του σβήσουσι την θύμησιν Μορεζ., Κλίνη φ. 491r· το κακό, ως κι αν είν’ μικρό κι άφαντο στην αρχή του,| α δεν το σβήσεις, γίνεται πολύ στην τέλειωσή του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 282 κριτ. υπ.· φρ. σβήνω το βιο/τη ζωή κάπ.= σκοτώνω κάπ.: τσ’ οχθρούς όλους θα τους νικήσω,| τον ’να να θάψω ζωντανό, τ’ αλλού το βιο να σβήσω Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 112· οι αναστεναγμοί μας| μίνα να δώσου στην καρδιά να σβήσουν τη ζωή μας Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1958. 5) Βυθίζω κ. πυρακτωμένο σε υγρό: να πίνει νερόν ή κρασί οπού να σβησθεί σίδηρον ή τζελίκι εις αυτό πολλές φορές Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 25· Το όμοιον κάμνει και η πέτρα να την πυρώνεις να την σβήνεις εις το ξίδι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 244. 6) Διαλύω ασβέστη σε νερό: Ασβέστην άσβηστον σβήσε εις το νερόν, ανακάτωσέ τον, βάλε τον εις το βαρέλι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 171· Στούπισε τον χόρτον, οπού λέγουν υπερικόν ..., και με τον ζουμόν του σβήσε ασβέστην και τρίψον τας τρίχας σου μετ’ αυτόν να ψοφήσουν (ενν. οι κόνιδες) Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 248. Β́ Αμτβ. (ενεργ. και μέσ.) 1) Παύω να καίω, να φωτίζω, να λάμπω: Προστάσσει ο Θεός ... τα ξύλα από το θυσιαστήριον να μην λείψουσι, και η φωτία ποτέ να μην σβέσει Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 61· ωσάν ψηλώσει τση φωτιάς η φλόγα τση η μεγάλη,| και ξύλα δεν τση ρίξουνε, σβήνεται αγάλι αγάλι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 52718· πολυτίμητον διαμάντι (παραλ. 20 στ.) κι είχεν ένα σκωληκάκι| οπού το ’διδε την λάμψην· (παραλ. 18 στ.) και ψοφίσθη το σκωλήκι| και τυφλώθηκεν ο λίθος (παραλ. 6 στ.) Και περάσαν δύο μήνες αφού σβήστηκεν ο λίθος Πτωχολ. A 183· σε σχ. αδυνάτου: όντε το φέγγος τ’ ουρανού πέσει στη γη να σβήσει,| τότες εσέν, αφέντη μου, θέλω γλυκοφιλήσει Ριμ. κόρ. A 25· (σε προσφών.): ήλιε μου, μαυροφόρεσε, οι ακτίνες σου ας σβήσουν Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 378· ω λύχνε φωταυγέστατε, πώς εσβέσθηκες και μας άφησες; Χίκα, Μονωδ. 179· (σε παρομοίωση): αγάλια αγάλια εχάνετο, σαν το κερί όντε σβήνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Έ 923· Ως γαρ ένα κηρίν μικρόν την νύκτα αναμμένον,| όταν λαμπάδα φέρουσι, κείνο μένει σβεσμένον,| τούτῳ τῳ τρόπῳ η περισσή ανδρεία του Μερκουρίου, (παραλ. 1 στ.) ανδρείαν των άλλων σκοτεινήν και εις ουδέν την δείχνει Κορων., Μπούας 145· (σε μεταφ.): να θρηνήσεις τον ήλιον της εκκλησίας οπού έσβεσε σήμερον Χίκα, Μονωδ. 142· Το δέντρον όπου μ’ έσκεπε πούρου τσακκίστη,| κι η φωτεινή λαμπάδα μου μοναύτα σβήστην Κυπρ. ερωτ. 1468· προκειμένου για το αιώνιον/ατελεύτητον πυρ· βλ. και ά. πυρ 2 εκφρ. (1): στο σκότος το εξώτερον και εις το πυρ, στην φλόγα,| οπού ποσώς δε σβήνεται ποτέ εις τον αιώνα Περί ξεν. (Μαυρομ.) 472· προκ. για τα μάτια, για να δηλωθεί ότι κάπ. είναι νεκρός: Τα μάτια τως εσβέσασιν τα ωραιοπλουμισμένα·| το χώμαν τα εσκέπασεν κι είναι κατακλεισμένα Απόκοπ. (Vejleskov) Α 497. 2) (Μεταφ.) ηρεμώ, καταπραΰνομαι, καταλαγιάζω: την ίδιαν ώραν εκείνην της σβήνει όλη η καΐλα και ιατρεύεται το θανατερόν νόσημα Μορεζ., Κλίνη 191v· η πεθυμιά τση γδίκιας ..., ξεύρε, ποτέ δε σβήνει Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 49· Τυραννισμένη μου καρδιά ...,| ..., ζήση μου πρικαμένη, (παραλ. 2 στ.) πότε να πάψου οι πόνοι σας ...,| ... να σβήσουν οι καημοί σας; Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 368· να βρούμ’, Αφέντη, την οργή και το θυμό σβησμένο| της αφεντιάς σου, να μπορού τα δάκρυα τα δικά μας| να κάμου να ’χεις λύπηση στον πόνο τση κεράς μας Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 424. 3) (Μεταφ.) εξαφανίζομαι, χάνομαι: Ωσάν ξυράφι η γλώσσα του ήσφαξε την καρδιά μου,| οπού μου εχάθη η εμιλιά κι εσβήστη η αναπνιά μου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 184· η δύναμις οπού του έδιδε την ζωήν εσβήσθηκε, τα μέλη του όλα ενεκρώθησαν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11530· Ω, γιάντα τόσες αρετές κι ύψιστα τόσα κάλλη (παραλ. 2 στ.) να σβήσου, να ψυγούσινε κι άδικα να τελειώσου; Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 562· Δε θέλ’ αφήσει να χαθεί, ουδεποτέ να σβήσει| το γένος μας από την γην Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1095]· (σε υπερβολή): λουμπάρδες τότες άρχισαν ... (παραλ. 2 στ.) Από το τόσον βρόντισμα πολύς καπνός, εσβέστη ο κόσμος Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1303· φρ. σβήνει η ζωή μου = πεθαίνω: Φρικτός πόλεμος έγινεν ...| και η ζωή τως έσβηνεν του κόσμου του παρόντος Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6546. Φρ. 1) Άφτω και σβήνω ή η όψη άφτει και σβήνει = το πρόσωπό (μου) κοκκινίζει και χλομιάζει εξαιτίας ψυχικής ταραχής (πβ. σήμ. φρ. αλλάζω χρώματα): Άφτει και σβήνει, δέρνεται και απού τη μάνητάν του,| απ’ την πολλήν του ανάγκαση και την αγριότητάν του,| ένα μαχαίρι ελόγιασε στα χέρια του να πιάσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1934· Ως ήκουσ’ είντα τση ’πα, άφτει και σβήνει·| ωσάν το σφακολούλουδον εγίνη·| τα ρόδα τση επληθύνασι κι εφάνη| ωσάν εις το σκοτίδι πυροφάνι Βοσκοπ.2 205· το γέλιο του ’δωκε τση κακοσύνης τόπο| κι η όψη του άψε κι έσβησε, να λέγει σ’ τέτοιο τρόπο (παραλ. 4 στ.) «Σκύλε, ...,| γδίκια να πιάσω απάνω σου ...» Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 66. 2) α) Σβήνω το όνομα, βλ. Επιτομή όνομα Φρ. 7α· β) Σβήνει/σβήνεται το όνομα, βλ. Επιτομή όνομα Φρ. 7β. 3) α) Σβήνω την οργή/όργητα, βλ. Επιτομή οργή Φρ. 2, όργητα Φρ. 8· β) σβήνει η οργή, βλ. Επιτομή οργή Φρ. 15. 4) Σβήνεται η όψις κάπ. = χάνεται η ζωντάνια της έκφρασης του προσώπου κάπ. εξαιτίας φόβου κλπ. (πβ. Επιτομή όψις II 2γ φρ.): κι από τον φόβον τον πολλύν η όψις του εσβήσθην Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 76.
       
  • σεβαίνω,
    Σπαν. (Ζώρ.) V 535, 630, Λόγ. παρηγ. L 210, Λόγ. παρηγ. O 605, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 79, Παράφρ. Μανασσ. 284, Καλλίμ. 928, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 304, Βέλθ. 234, Ερμον. Ν 22, 183, 186, Χρον. Μορ. H 3376, 8369, Χρον. Μορ. P 7288, 7596, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 526, Φλώρ. 1058, Ερωτοπ. 64, 65, Απολλών. (Κεχ.) 246, Λίβ. διασκευή α 195, Λίβ. Esc. 3211, Αχιλλ. (Smith) O 277, Ιμπ. 91, Χρον. Τόκκων 1371, 2657, 2673, Θρ. Κων/π. διάλ. 95, Βησσ., Επιστ. 2614, Αργυρ., Βάρν. K 391, Λίβ. Va 3096, Διήγ. Βελ. χ 223, Σφρ., Χρον. (Maisano) 6213, Θησ. Γ́ [214], Θησ. (Foll.) I 18, Ch. pop. 419, Χούμνου, Κοσμογ. 1070, Byz. Kleinchron. Á 29531, Αλεξ.2 2916, Δευτ. Παρουσ. 199, 200, Απόκοπ.2 324, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2469, Ιμπ. (Legr.) 173, Κορων., Μπούας 57, 130, Διήγ. Αλ. G 2719, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 361v, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Β́ [160], ΙΓ́ [92], Βυζ. Ιλιάδ. 972, 996, 997, Μαλαξός, Νομοκ. 369, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 956, Αχέλ. 849, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 5611, Αιτωλ., Βοηβ. 229, Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 48r, Αρσ., Κόπ. διατρ. [454], Παϊσ., Ιστ. Σινά 399, Άλ. Κύπρ. 1205, Hagia Sophia ω 53418, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 8931, Κανον. διατ. Β 1111, Χρον. Αθ. 8612, Σταυριν. 950, Ιστ. Βλαχ. 361, Διγ. Άνδρ. 3337-8, 36224, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 288, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 14v, 40v, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 355 ιϚ́ 4, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 82, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8980, Προσκυν. α′ 11510, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1346], Ροδινός (Βαλ.) 84, 165, Διγ. O 1526, κ.π.α.· εσεβαίνω, Ερμον. Ο 119, Χρον. Τόκκων 972, 2057, 3618, Μαλαξός, Νομοκ. 363· σεβαίννω, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 458, 490, Θρ. Κύπρ. M 415, 447· σεμβαίνω, Βέλθ. 806, 1051· σεμπαίνω, Αχιλλ. (Smith) N 144, 576, 626, 1394, 1555, Λίβ. Va 983, Παρασπ., Βάρν. C 216, 276, 314, 324, 388, Συναξ. γυν. 375, Βυζ. Ιλιάδ. 167, 340, 524, 613, 715, 761, 1029· γ́ εν. παρατ. εσέβηνεν, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 82v· γ́ πληθ. υποτ. αορ. εσβούν, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 946· προστ. αορ. σέβα, Χρον. Μορ. H 6547, Χρον. Μορ. P 6547, Λίβ. διασκευή α 275 κριτ. υπ., Διήγ. Βελ. N2 156, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 246, Διήγ. Αλ. V 66, Τριβ., Ρε 265· σεβάτε, Διγ. Άνδρ. 32419.
    Από τον αόρ. του εισβαίνω. Ο τ. σεβαίννω και σήμ. (Παπαγγέλου, Κυπρ. ιδίωμ.). Ο τ. σεμπαίνω και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., λ. εισβαίνω). Τ. σιβαίνου (Παπαϊωάννου, Γλωσσάρ. Γρεβ. 116, Χριστοδούλου, Κουζιαν., Τάσιος, Γλωσσ. Πολυγ., Πασχαλούδης, Τερπν. Νιγριτ., Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας, κ.α.) καθώς και άλλοι τ. σήμ. ιδιωμ. (βλ. Andr., Lex., λ. εισβαίνω). Η λ. στο Du Cange (σεβαίνειν) και λογοτ. στο ΑΛΝΕ.
    Ά Μτβ. 1) Μπαίνω μέσα σ’ ένα χώρο, έρχομαι μέσα: Εσέβημεν το κάστρον Λίβ. διασκευή α 4519· είπα ... πώς εξέβηκεν (ενν. ο Λίβιστρος) αρχήν εις το κυνήγιν (παραλ. 7 στ.) και πώς εσέβην την αυλήν του Ερωτοκρατούντος Λίβ. Va 3330. 2) Περνώ, διαβαίνω ένα σημείο ή όριο: Οπόταν σέβεις το λοιπόν την βασιλικήν πύλην,| άνωθεν τήρησον ευθύς και τήρησον κανδήλιν Παϊσ., Ιστ. Σινά 425· σεβαίνοντας της πόρτας του κουβουκλίου (ενν. του Αγίου Τάφου) κείτεται ο λίθος ο αποκυλισθείς εκ του μνήματος Προσκυν. α′ 11121· (μεταφ., προκ. για χρονικό όριο): Μήναν επεριπάτησεν, εσέβηκεν τους δύο,| τόπους δυσβάτους ήρξατο να ποδοπεριτρέχει Λόγ. παρηγ. L 40. 3) Επιτίθεμαι, ορμώ και χτυπώ κάπ. ή κ.: Αυτός καλά σ’ εσέβηκεν τώρα να σε γκρεμνίσει Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 49· και ωσάν τα είδετε, άγουροι, ευθύς εφύγετε όλοι| και εμέν μόνον αφήσετε απέσω εις τα θηρία,| και είδετε ότι επέζευσα, με το ραβδίν τα εσέβην Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1725. 4) (Μεταφ.) εισβάλλω, κυριεύω: πόθος εκατεκράτησεν αγούρου την ψυχήν μου,| έρωτας με εσέβηκεν, αγάπη και κρατεί με Λίβ. Va 2963· Γλυκύς ύπνος μ’ εσέβηκεν Ιμπ. 815· μέριμνα με εσέβην Λίβ. Va 193. 5) (Προκ. για δυσάρεστο συμβάν) συμβαίνω σε κάπ.: Και μετ’ αυτείνο στράφηκε στην χώραν, κι εδηγάτον| τα πάθη οπού του εσέβησαν, και ο γέρος αφικράτον,| κι έλεγεν Απολλώνιος τά ’παθε εις την στράτα Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1766· εφάνη μου στον ύπνον μου κάτινες μ’ ελαλήσαν| και είπαν μου: «Είντα κάθεσαι; Τ’ αδέλφια σου εβουλήσαν!»| Ευθύς τα εντός μου εσπάσθησαν και συγκοπή μ’ εσέβη| κι επήγεν κάτω το παιδίν και άνω η ψυχή μου εξέβη.| Κι ίτις ο Χάρος μ’ έδωκεν θάνατον εις την γένναν Απόκοπ.2 429. 6) (Με αντικ. δευτερεύουσα πρόταση) α) ξεκινώ να κάνω κ., καταγίνομαι με κ., αρχίζω μια δραστηριότητα: Απέθανεν και ο παπακυρ-Εζεκιήλ ο Σιναΐτης, διότι εσέβην και αυτός να θάφτει και να εξεμολογά και έτσι τον εχτύπησεν η πανούκλα και απέθανεν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 89r· και κάτεργον αρμάτωσε (ενν. ο Μενέλαος) να σέβει να παγαίνει Βυζ. Ιλιάδ. 703· Και ως από του αφηγήματος και της ποθομανίας| οι πάντες να εγνωρίσωσι τας ερωτοπικρίας| και να θαυμάσουν άνθρωπον άγροικον εις τον κόσμον,| αφού εσέβην να ποθεί, όσα κακά υπεστάθην Λίβ. διασκευή α 24· β) προβαίνω σε άλλη ενέργεια, συνεχίζω κάνοντας κ. άλλο: όταν δοξολογήσεις τον Θεόν, ως είπαμεν, τότες να σεβείς να γυρέψεις. Λοιπόν, όταν προσεύχεσαι μηδέν έρχεσαι παρευθύς εις γύρεψιν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 363r. 7) Αποδέχομαι, πρεσβεύω: αφ’ του Οτμάνη την γενιά είμαι και κατηβαίνω| και την θρησκείαν εκεινού πιστεύω και σεβαίνω Διγ. O 424. 8) (Με κατηγ.) γίνομαι, καθίσταμαι: Κι όσον ήλθεν στον τόπον του (ενν. ο κόντος της Τσαμπάνιας) κι εσέβηκεν αφέντης,| διορθώνοντα τον τόπον του και τες υπόθεσές του ... Χρον. Μορ. H 2148· Περί κληρικών, εάν σέβουν εγγυηταί, καθήρονται Μαλαξός, Νομοκ. 173. Β́ Αμτβ. 1) α) Εισέρχομαι, μπαίνω μέσα: Η τέντα της κατούνας του τέσσαρους στύλους είχεν·| κι αφότου την εστήσασιν κι εσέβηκεν απέσω (ενν. ο Σεβαστοκράτορας),| ορίζει κι ήλθαν οι άρχοντες όλοι του οι κεφαλάδες Χρον. Μορ. H 4095· Ησθένησεν η μήτηρ της κόρης και έγινεν σύγχυσις εις το οσπίτιον να υπηγαίνουν να έρχουνται, άλλοι να σεβαίνουν, άλλοι να εβγαίνουν Διγ. Άνδρ. 36627· (με εμπρόθ. προσδ.): Και παρευθύς εσέβη (ενν. ο αμιράς) εις το κουβούκλιον της κόρης, η δε κόρη ωσάν τον είδεν ... υπήγεν και εκρεμάσθη εις τον τράχηλον του νέου Διγ. Άνδρ. 33926· Ο προφήτης Ιερεμίας ήκουσεν ότι έρχεται ο Αλέξανδρος και έμασεν ανθρώπους της Ιερουσαλήμ και εποίησεν βουλήν και είπεν: «Καλόν εστίν ημάς να δεχθούμεν τον Αλέξανδρον και να σέβει εις το κάστρο μας...» Διήγ. Αλ. G 26531· Αν ιδείτε έναν ξένον, κλείτε την πόρταν σας να μηδέν σεβεί εις το σπίτι σας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 368r· (μεταφ.): οπόταν βαπτίζει ο ιερεύς το παιδί ... το Πνεύμα ... το άγιον ... σεβαίνει εις το παιδίον και ζωογονεί το Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 62v· δεν έναι τίποτες παράδοξον αν σεβεί και εις τον Αντίχριστον αυτός ο διάβολος να κάνει αυτά και περισσότερα διά να πλανά τους χριστιανούς Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 165r· β) περνώ από ένα σημείο ή όριο: είπεν (ενν. ο Βερβέρης) του Νεκτέναβου ότι ... ο βασιλεύς της Περσίας ο Δάρειος ... έφθασεν και εσέβην εις το σύνορόν σου με τα φουσσάτα του πολλά και αναρίθμητα Διήγ. Αλ. V 22. 2) α) (Προκ. για ποτάμι) περνώ, κυλώ από μέσα: ήτον η Βαβυλωνία μεγάλη ... Και ο Ευφράτης ποταμός εσέβαινεν μέσα και πάλιν έτρεχεν έξωθεν τρογύρου το κάστρον Διήγ. Αλ. G 27131· β) (προκ. για νερά) χύνομαι: ούτως είναι ... το βασίλειον με τα πολλά φουσσάτα· στέκει ώσπερ η θάλασσα με κύματα αρίφνητα και με πολλά νερά, όπου σεβαίνουν εις την θάλασσαν και χωνεύουν Διήγ. Αλ. G 27238. 3) Προχωρώ: Αφήκαν τον (ενν. οι λησταί τον Βέλθανδρον), εσέβηκεν, ήλθε, προσεχωρήθη·| και όταν μικρόν εσέβηκεν, ευθύς κατάπεσάν τον Βέλθ. 228, 229· (εδώ μεταφ., προκ. για την εξέλιξη μιας υπόθεσης): Τότες, ωσάν εγροίκησε (ενν. ο ρήγας) το πράμαν πώς εσέβη,| δεν ήξευρεν από τη βια το πόθε να κατέβει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 171. 4) α) Πηγαίνω κάπου· φτάνω κάπου: Και όρισεν (ενν. ο Αλέξανδρος) και εσταμάτησεν τον πόλεμον και εσέβην απέξω εις το κάστρο και ηρώτησέν τους (ενν. τον λαόν της Αιγύπτου) ... Διήγ. Αλ. G 26721· Όφης εγίνηκε ζιμιό (ενν. ο δαίμονας) και αγάλια αγάλια εσέβη| απόξω στην παράδεισο κι εις το τοιχιόν ανέβη Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1078· β) πηγαίνω σε κάπ.· πηγαίνω να συναντήσω κάπ.: Επίασεν ο Βέλθανδρος τόπον τιμής μεγάλης,| εσέβαινεν ο Βέλθανδρος χωρίς βουλής στον ρήγαν,| οίαν ώραν, ου δέετον άλλου θέλημα να ’χει Βέλθ. 804· τον ορίζει να φυλάγει τέτοιας λογής τον Ιγνάτιον, οπού να μην έχει άδειαν μήτε καν να ειπεί την λειτουργίαν, αλλά μήτε να αφήσει να σέβει τινάς εις εκείνον ή να έβγει εκείνος έξω Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 9727· Και εις την Ρώμην διέβηκε, και εις τον πάπαν εσέβη Κορων., Μπούας 68. 5) Ορμώ σε κάπ., εξαπολύω επίθεση: παίρνουν τόσην βιγορία (ενν. οι κουμπάνοι),| ’τι σεβαίνουν σαν θηρία Τριβ., Ταγιαπ. 172· Και το ποτάμι πέρασε (ενν. ο σινιόρ Μερκούριος), κι εις τους εχθρούς εσέβη| ο δε επίλοιπος στρατός όπισθέν του διέβη Κορων., Μπούας 84· Και απαύτου σύρνει το σπαθίν (ενν. ο Τελαμώνιος) και εις τα κοράσια εσέβην Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 10765· (μεταφ.): ο θάνατος εσέβη| εις τα φουσσάτα δυνατά, πολλά τους αφανίζει Βυζ. Ιλιάδ. 822. 6) (Προκ. για αιχμηρό αντικείμενο) α) εισχωρώ σε άλλο σώμα, μπήγομαι: Εις αγκάθι να σέβει εις χείρα ανθρώπου ή σκύλου ποδάριν Ιατροσ. κώδ. σνέ· β) πέφτω μέσα σε ένα χώρο με ορμή, καρφώνομαι: Και όλοι έριχναν απέξω εις το κάστρο και οι σαΐτες εσέβαιναν μέσα εις το κάστρο ώσπερ μεγάλη βροχή, ώσθε τον ήλιον εσκόταζαν Διήγ. Αλ. G 26715. 7) Εισδύω· χώνομαι, τρυπώνω: Και ... η άρκλα ήτον καλά βεβαιωμένη και καρφωμένη με καλήν κόλλαν διά να μην σεβαίνει εις αυτήν μήτε ήλιος μήτε νερόν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 96v· ο ήλιος σεβαίνει μέσα εις τα σπίτια οπού έχουν εις τες φανέστρες υαλία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 21v· (μεταφ.· συνηθέστ. προκ. για συναισθήματα): Ότι εσέβην η αγάπη σου απέσω στην καρδιά μου,| ωσάν μαχαίρι δίστομον κόπτει τα σωθικά μου Ερωτοπ. 578· εις την καρδίαν του (ενν. του Αλεξάνδρου) φόβος μέγας εσέβην Διήγ. Αλ. G 27027· τότε γαρ φθόνος περισσός εσέβην εις Ρωμαίους Διήγ. Βελ. N2Ανάμεσά τως η οργή εσέβη μετά μήνης,| σπαχήδων και γιανιτσαρών, με δίχως της ειρήνης Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5737. 8) α) Ανεβαίνω, σκαρφαλώνω: Και την φωνήν ως ήκουσεν ο κόντος Λεονάρδος,| ατός του ευθύς εξέβηκεν, έβγαλεν και τες σκάλες.| Στους τοίχους τες ακούμπισε, άρχισαν να σεβαίνουν.| Εξωλογίς ανέβηκαν, και εκόπηκεν η σκάλα Χρον. Τόκκων 614· (προκ. για την ανάληψη του Χριστού): Τότε έλαμψε ο ουρανός και ο Χριστός εσέβη| και φανερά στον ουρανό εβλέπαν τον και ανέβη Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4280· β) κατεβαίνω, πηγαίνω κάτω: Και μετέπειτα υπήγεν ο Κασίμ πασιάς εις τους πύργους του κάστρου και δεν ημπόρεσε να τους πάρει και έκαψέν τους και επαραδόθηκαν διά να μη καγούν και πολλοί εσέβηκαν κάτω με σχοινία και εσκλαβώθηκαν διά να μην αποθάνουν Κώδ. Χρονογρ. 6117· εις το πηγάδι σέβη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 666· (εδώ προκ. για κατάδυση σε νερό): Τότ’ ο Ερμής εσέβηκε κι είχε τον ανεβάσει (ενν. τον ξυλοκόπον)| ένα χρυσόν (ενν. τσικούρι) Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 4329. 9) Επιβιβάζομαι: άφησε (ενν. ο Ευστάθιος ο Πλακίδας) την αυθεντίαν οπού είχεν και έφυγεν να απεράσει εις άλλον τόπον και εσέβη εις ένα καράβι Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 390r· Κι ο δούκας δ’ αφού το ’μαθε εις μία βάρκα ’σέβη| και με τρομάραν περισσήν από την χώραν ’ξέβη Κορων., Μπούας 80· Εσέβην εις μονόξυλον (ενν. ο Ιασούς), εκίνησεν, υπάγει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 621. 10) Μπαίνω, εισέρχομαι σε μια κατάσταση α) συναισθηματική/ψυχική/πνευματική: ήμπεν (ενν. η κόρη) εις την αγάπην του κι εσέβην εις τον πόθον Απολλών. (Κεχ.) 275· αφήκεν (ενν. ο Βερδερίχος) το κολάκευμα και εις μανικόν εσέβην (παραλ. 2 στ.) ήρξατο δυναστεύειν με, μυριοκαταπικραίνειν Λίβ. Va 3094· πάλιν εις έννοιαν περισσήν εσέβηκεν ο νους του Λόγ. παρηγ. L 240· ο βασιλεύς εις λογισμόν εσέβη Βυζ. Ιλιάδ. 30· Και εις πόσους η καρδία μου κατακομμούς εσέβην,| και πόσοι επαρελάβασιν πόνοι τον λογισμό μου ... Λίβ. Va 1798· β) γενικ.: Ο Κάστωρ εις τον κίνδυνον εσέβηκεν απέσω Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1010· δίδουν βουλήν να ποίσουσιν το θέλημα της κόρης,| μη σέβει εις ασθένειαν και εις θάνατον εμπέσει Ιμπ. 325· εάν τολμήσει τινάς να σέβει εις αυτόν τον τέταρτον γάμον, ..., μήτε γάμον να τον ελέγουν, μήτε να τον ονομάζουν, ούτε τα παιδία, οπού να γεννηθούν, λέγονται γνήσια Μαλαξός, Νομοκ. 326· Σεβαίνουσιν εις πόλεμον, νικώσι κατά κράτος,| λαμβάνουν κάστρη και λαόν εκ το νησίν εκείνον Διήγ. Βελ. N2 214. 11) Ασχολούμαι με κ.· παίρνω μέρος, συμμετέχω σε κ.: Ο ... κανών λέγει ότι μήτε επίσκοπος, μήτε πρεσβύτερος, μήτε διάκονος, μήτε καλόγηρος εις κοσμικάς φροντίδας να σεβαίνει Μαλαξός, Νομοκ. 153· Ωσάν τυφλός εσέβαινεν (ενν. ο Γιαγούπης) εις άπασαν δουλείαν·| ήτον ολίγο αλαφρός, αλήθεια ανδρειωμένος,| απόκοτος καλύτερα από τους αδελφούς του Χρον. Τόκκων 2659· αδιακρίτως σέβηκεν (ενν. ο πάπας) εις τέτοι’ ασχημοσύνην Κορων., Μπούας 70. 12) (Προκ. για προϊόντα) προέρχομαι: Εκ τούτου τα δύο εσέβαινεν όλη η εσοδεία| Αγγελοκάστρου και αφεντιάς όλης του Σγούρου Μπούα.| Και φαίνεται, αφού έχασεν την εσοδείαν, ο τόπος| πτωχύνει θέλει παντελώς και θέλει ερημάζει Χρον. Τόκκων 406. 13) (Προκ. για αφήγηση) αρχίζω: εις υπόθεσιν εσέβην του Λιβίστρου| και είπα την πώς εξέβηκεν αρχήν εις το κυνήγιν (παραλ. 20 στ.) ... το παν καταλεπτόν, όλα τα εφηγησάμην| την ποθοξενοδόχισσαν εκείνην την Ροδάμνην Λίβ. Va 3321. 14) (Προκ. για έναρξη χρον. περιόδου) ξεκινώ· φτάνω: Έκλινεν γαρ ο ήλιος, εσέβηκεν η νύχτα Αχιλλ. (Smith) O 414· και όταν εσπέρα έφθασεν, εσέβηκεν η νύκτα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 815. 15) (Νομ., προκ. για εμπράγματο δικαίωμα) αποκτώ μερίδιο στην κυριότητα κάπ. πράγματος: Εάν πάρω από εσένα άσπρα δανεικά και ... είτα επάρω από άλλον άνθρωπον ... και από τα πράγματα οπού με έλθωσιν αγοράσω το χωράφι, οπού είπα, και οι δύο σεβαίνετε εις το χωράφι να επάρετε το χρέος οπού σας θέλω Νομοκριτ. 98. 16) (Προκ. για κλήρο) πέφτω, πετυχαίνω σε κάπ.: ήλθεν εις νουν να ποίσουσιν έναν από την μέσην,| να κρίνει γαρ τυραννικά ως φυσικός αυθέντης.| Θέτουν τους κλήρους καθεξής, είς τις να γένει αυθέντης.| Και τρεις φοράς τον θέτουσιν, και εσέβην εις τον Πάριν Βυζ. Ιλιάδ. 198. Φρ. 1) Σεβαίνω στα δίκτυα/ μέσα στο δίκτυο/μες στη σαγήνην = (μεταφ.) πιάνομαι στην παγίδα: Πώς να το πω, θαυμάζομαι, μεράκουλο εγίνη| το πώς αυτοί (ενν. οι Τούρκοι) εσέβησαν στα δίκτυα ώσπερ σαγήνη Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6418· Κι οι δολιότατοι αυτοί Φραντσέζοι γελαστήκαν,| μέσα στο δίκτυον σέβησαν, σαν ψάρια πιαστήκαν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2516· Ο πόλεμος επλήθυνεν, πολλή βοή εγίνη,| οι Τούρκοι τότε σέβησαν όλοι μες στην σαγήνην Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 7476. 2) Σεβαίνω εις το/στο μέσος, βλ. Επιτομή μέσος (Ι) Φρ. 3) Σεβαίνω εις (τας) χείρας κάπ./ στα χέρια κάπ. = (α) (γενικ. προκ. για άνθρωπο) υποδουλώνομαι σε κάπ.: να σέβουν (ενν. οι μωαμεθίτες) εις τας χείρας τως, αυτούνους (ενν. τους Μαλτεζίνες) να δουλεύουν,| στην θάλασσαν με το κουπίν τα ύδατα ν’ αδεύουν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1073· (β) (ειδικ. προκ. για γυναίκα) παντρεύομαι: Και ο Δαρείος ωσάν είδεν την θυγατέραν του ... είπεν την: « ... ούτως σε ορίζω, θυγατέρα μου, μεγάλες τιμές να κάμνεις του Αλεξάνδρου και αφού σεβαίνεις εις τα χέρια του, να τον έχεις αφέντην και βασιλέαν με όλην σου την καρδίαν» Διήγ. Αλ. G 28133· (γ) (προκ. για περιουσιακό στοιχείο) περνάω στην κατοχή κάπ.: Αν γουν απολέσει τινάς το εδικόν του και σέβει εις αλλουνού χείρας και ορίζει το και κυριεύει το κατά λόγον είδος τίποτες, κινητόν ή ακίνητον, δύναται όστις το απολέσει να το γυρεύει Νομοκριτ. 84· Αφού το λοιπόν πουληθεί και αγορασθεί τίποτες και δοθούσι τα άσπρα, είτι κίνδυνον πάθει το πράγμα οπού πουληθεί, εκείνος οπού το αγοράσει το δέχεται, εάν και το πράγμα οπού επουλήθη ακόμη εις τα χέρια του αγοραστού δεν εσέβη Νομοκριτ. 77.
       
  • σέβασμα (I)
    το, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1071, 10824, 37, 11522, 12711, 13030, Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 17210, Εγκ. αγ. Δημ. 10650, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 10130, Αγαπ., Καλοκ. 339.
    Το μτγν. ουσ. σέβασμα. Η λ. και σήμ. στην έκφρ. τα σεβάσματά μου.
    1) Αντικείμενο λατρείας, είδωλο: Ετούτα είναι τα σεβάσματά σου, Θευδά, και είσαι αναισθητότερος και εσύ από αυτάνα τα ξόανα Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12827· και όλα τα σεβάσματα τα ειδωλικά εχαλούσαν (ενν. τα πλήθη του λαού) και όλον το ασημοχρύσαφον  ... επρεμάζωνεν ο βασιλεύς και εφαμπρικάριζεν εκκλησίες Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 13711· διά το να μη στέργει ... ο Μωϋσής τα σεβάσματα και την πολυθεΐαν των Αιγυπτίων, διότι επροσκυνούσαν ζώα άλογα διά Θεούς, διά τούτο εδίδαξε πολύν λαόν να μην πιστεύουσι ... τοιαύτα πράγματα, αλλά ένα και μόνον Θεόν αόρατον, ποιητήν ουρανού και γης Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 39. 2) Θρησκεία, πίστη: Την γαρ θυγατέρα αυτού αρρεβωνίσατο αυτήν κατά την τάξιν του σεβάσματος αυτών Έκθ. χρον. 2120. 3) Σεβασμός: Του δε Βατοπεδίου θεία εικών της Θεοτόκου έτυχε εις την Καλλιούπολιν ... Και λαβόντες οι μοναχοί της μονής μετά πολλού σεβάσματος και χαράς προσκυνήσαντες ... απέθεντο εντός του συνθρόνου του βήματος όπου ην πρότερον Διήγ. αναιρεθ. 8477.
       
  • σεισμός
    ο, Κρασοπ. (Eideneier) AO 27, Θησ. Θ́ [67], Μάρκ., Βουλκ. 34520, Χούμνου, Κοσμογ. 875, 1129, Byz. Kleinchron. Ά 7925, Άσμα σεισμ. 31, Σκλάβ. 16, 106, 120, 228, 230, 236, 243, Ονειροκρ. Ιβ. 46, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1905, 2302, Διήγ. εκρ. Θήρ. 1094, Διήγ. ωραιότ. 171, 172, 176, κ. α., Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [40], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 276, 289, 326, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 66, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2922, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3766, 4139, 4266, 4730, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 8827, 8831, 9233, 10810.
    Το αρχ. ουσ. σεισμός. Η λ. και σήμ.
    α) Δόνηση της επιφάνειας της γης, που οφείλεται στη δράση δυνάμεων που βρίσκονται στο εσωτερικό της, και γίνεται αισθητή από τον άνθρωπο: Σφρ., Χρον. (Maisano) 18620, Byz. Kleinchron. Á 7925, Διήγ. εκρ. Θήρ. 1094· (εδώ αποδίδεται σε ανέμους που βρίσκονται στα βάθη της γης και βγαίνουν στην επιφάνεια): το αέριον πνεύμα, εν κάτω κλειόμενον εις τα ενδοτέρω μέρη της γης και κούφη και βιαζόμενον ίνα εξεπνεύσει, ταράττει μέρος της οικουμένης, ό λέγεται σεισμός Μάρκ., Βουλκ. 34520· ωσάν τσ’ ανέμους που εις τση γης το βάθος είν’ χωσμένοι (παραλ. 3 στ.) και για να βγουν απ’ τα βαθιά, τη δύναμή τως βάνου| κι εις το έβγα τως πολλές φορές σεισμό μεγάλο κάνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1724· ως φαινόμενο που συνοδεύει σημαντικά γεγονότα, θεόσταλτο σημάδι ή τιμωρία: Απής ...| κι εις το σταυρό τον Ιησού είδαν αποθαμένο,| σεισμός πολύς εγίνηκε Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3766· για να κατέχετε οι χρόνοι όντα σιμώνου: (παραλ. 3 στ.) όντα γενού πολλοί σεισμοί, κατακλυσμοί και πείνα| και τα νερά να χάνουνται, τα ύστερα είναι εκείνα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4266· ο Θεός με τον σεισμόν μας έστειλεν τον τρόμο Σκλάβ. 16· ήλθεν οργή εκ Θεού και έγινεν ένας σεισμός μέγας και φοβερός Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 289· κάθε άνθρωπος κρατημένος από τον φόβον εφώναζεν· μία, μία και μόνη αιτία του σεισμού είναι η αδικία και η παρανομία οπού έγινεν εις τον πατριάρχην Ιγνάτιον Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 8829· ως αντικείμενο ονείρων: Σεισμόν καθ’ ύπνους ει ίδεις, όχλησιν κοσμικήν τινά σημαίνει Ονειροκρ. Ιβ. 46· σε προσωποπ.: και πάλιν σεισμόν ήκαμε και να μας φάγει θέλει Διήγ. ωραιότ. 260· β) ισχυρή δόνηση που οφείλεται σε ανθρώπινες ενέργειες: Μ’ απήτις ετρυπήσανε το τείχος και το φράξα| οι Τούρκοι, όλοι μια φωνή τόση μεγάλη κράξα,| κι απόκεις δίδουνε φωτιά κι άλλος σεισμός εγίνη| κι ελέγαν και βουλούσινε όλοι την ώρα εκείνη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 49421· Τότες εβάλανε φωτιά (ενν. στη μπόλμπερη) κι αρχίζουνε ν’ ανοίγου| οι πέτρες, να τους παίρνουσι μέσα τως και να σμίγου| τους Τούρκους, και πολύς σεισμός, ώστε να το σηκώσει| τέτοιο χαράκι αμέτρητο, να το ξεθεμελιώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5015· (εδώ σε υπερβολή): Πιάνου κοντάρια δυνατά, βαρά, πολλά μεγάλα| και τη φιλιά οπ’ αρχίσασι παράμερας εβάλα.| Φωνές μεγάλες στο λαό, σεισμός στη γη εγροικήθη,| όντε τσι πρώτες κονταρές εδώκαν εις τα στήθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1987.
       
  • σείω,
    Διγ. (Trapp) Gr. 2491, Διγ. Z 2935, Ιατροσ. κώδ. τζ́, τθ́, Λίβ. διασκευή α 452 κριτ. υπ., Διήγ. Αλ. G 28925, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1286, Χρον. 314 δις, Δωρ. Μον. (Βαλ.) 42· σείζω, Κυπρ. ερωτ. 7728· σειω, Λίβ. Va 402, Απόκοπ.2 48, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1907, Γ́ 1121, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [901], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16613, 18216, 33316, 5173· σω, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 302, Αλεξ.2 1983, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 647, Σκλάβ. 208, Μορεζ., Κλίνη 222r, Πανώρ.2 Έ 193, 273, Πιστ. βοσκ. II 1, 74, IV 2, 24, Διήγ. ωραιότ. 932· μέσ. σειούμαι — σειέμαι, Σπαν. (Ζώρ.) V 387, 628, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 17, Αλεξ.2 1384, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 766, Θρ. Κύπρ. M 722, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 8826.
    Το αρχ. σείω. Ο τ. σείζω (<αόρ. έσεισα, Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 276, κατά τα ρ. σε ‑ζω, Μενάρδ., Αθ. 37 (1925), 72-73, Χατζ., Λεξ., Συμεων., Ιστ. κυπρ. διαλ. 420, βλ. όμως και Μηνάς, Μελ. Νεοελλ. Διαλ. Β′ 434) σε έγγρ. του 16. αι. (Κακ.-Πάνου, Κυπρ. πεζ. λόγ. 164), στο Meursius (σίζουνται, λ. σίζειν) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex. στη λ., Παπαδ. Α., Λεξ. στη λ., Λουκά, Γλωσσάρ., λ. σούζω και σείζω, Χατζ., Λεξ., Φαρμακ., Γλωσσάρ., Μενάρδ., Αθ. 37, 1925, 72)· πβ. τ. σούζω σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Andr., Lex. στη λ., Λουκά, Γλωσσάρ. λ. σούζω) και τ. σείγω σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Andr., Lex., στη λ., Παπαδ. Α., Λεξ., στη λ.). Ο τ. σειω/(σειούμαι), από το σείω με συνίζ. και καταβιβ. του τόνου (Jannaris, Hist. Gramm. 155 ιδ. 155c, Μηνάς, Πεπρ. ΣΤ′ ΔΚρ.Σ 443), στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (Βλαστού, Συνών.2). Ο τ. σω/(σούμαι) (<σειω, Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ 319, λ. σ’ω· για το σχηματ. των σεις, σει, κλπ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 159, Jannaris, Hist. Gramm. 148, 702) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex. στη λ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ 319 λ. σ’ω, Ζαφειρίου, Ιδίωμ. Σάμ., Μιχαλαριά-Βογιατζή, Λεξ. Σύμης, λ. σούμαι, σω-(σείω), Γεωργίου Χρ., Γλωσσ. ιδ. Καστορ.)· πβ. και μτχ. ενεστ. θηλ. σούσα στην Πάρο (Παπαδόπουλος, Αθ. 97, 1925, 186), προστ. σε (=σείε, Δετοράκης, Κρητολ. 1, 1975, 144) και σου (=σείου, Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ 319 λ. σ’ω) σε κρητ. παροιμ. Ο τ. σειέμαι (με συνίζ.) και σήμ. λαϊκ. κυρίως στη φρ. σειέμαι και λυγιέμαι. Τ. σείνω σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων.· πβ. και σείννω, Andr., Lex. στη λ., Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ.) και λαϊκ. (Βλαστού, Συνών.2, λ. σειω), όπως και μτχ. ενεστ. σεινάμενος στην έκφρ. σεινάμενος κουνάμενος. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.
    I. (Ενεργ.) 1) α) Κουνώ κ. (πέρα-δώθε, μπρος-πίσω, δεξιά-αριστερά): Ορνεοσ. αγρ. 5387· μέτρον καλόν και πατημένον και σεισμένον και οπού να χύνεται θέλουν σας δώσει Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. Ϛ́ 38· (προκ. για την κίνηση των χεριών σε ρίξιμο ζαριών, βλ. και Κουκ., ΒΒΠ τ. Α2 198): συμβουλεύω σε τα ζάρια να μισήσεις,| και δι’ αυτά την χείρα σου ποτέ να μη την σείσεις Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 119· άσκημα σει την χέραν του, ρίκτει τα σαν ψημένος (ενν. τα ζάρια) Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 194 κριτ. υπ. χφ M· β) κραδαίνω (βλ. και φρ. 1): Των δε Αράβων τα άρματα ήσαν σαΐτες και μακροκόνταρα, τα οποία σείοντάς τα εις το χέρι, τα έριχναν, και ήρχοντο ίσα εις τον άνθρωπον ώσπερ να ήτον σαΐτα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 399· εδώ σε μεταφ.: Και να ένι τις καν δόκιμος, να έχει ψυχήν θρασείαν (παραλ. 2 στ.) και αποκοτήσει ως άγουρος και επιλαλήσει μέγα,| και σείσει το κοντάριν του και ειπεί το αλί σ’ αλί σε,| και καταβεί ώσπερ λέγουσιν τινές εις το πεδίον,| και λέξει «πράγματα πολλά ... Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 490. 2) α) Δονώ, τραντάζω κ.: Βίος Αλ. 4372, Βίος Αλ. 450· Της μίνας δίνουνε φωτιά κι η χώρα όλη εσείστη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16524· β) προκ. για σεισμό: Σκλάβ. 17, Σκλάβ. 210· πώς σει ο άνεμος την γην και του καιρού οι τρόποι Σκλάβ. 208· τσ’ ανέμους κάνω και κινού, τη θάλασσα φουσκώνω| και σειω τη γη, όντε μου φανεί, μ’ ένα μου λόγο μόνο Πανώρ. Ά 376· εδώ απρόσ.: Byz. Kleinchron. Á 834· γ) (μεταφ.) κλονίζω: Τα λόγια της επίβουλης γνωρίζω πως μου ’σείσαν,| την γνώμην μου, και την καρδιάν λιγάκι την κουνήσαν.| Κι αν στην αγάπην μοναχά ήμουνα θηρεμένος,| στην πίστιν μου την σήμερον έμεινα νικημένος Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1201]. 3) Προκ. για κινήσεις μελών του σώματος ανθρώπων και ζώων α) για έκφραση συναισθημάτων και διαθέσεων (βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Α2 95-96): σείοντας τα χείρας μου ήρχουμουν εις την τένταν. Η δε κόρη ωσάν με είδεν μοναχόν, εβγήκεν με πολλήν χαράν και εσυναπάντησε με Διγ. Άνδρ. 37819· Αλλά την σκύλα, καλά και αν την δείρεις και αν την διώξεις και πάλιν να την κράξεις, παρευτύς τα αλησμονά όλα και έρχεται και σείει και την ουράν της και περιχαίρεταί σε Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Δ́ 2245· μεγαλομουστακάτε (ενν. ποντικέ), τι μου σεις το μουστάκιν σου …; Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 128· (προκ. για το χέρι, το δάχτυλο ή το κεφάλι) κουνώ απειλητικά, αποδοκιμαστικά (πβ. και αρχ. κάρα σείειν αλλά και σήμ.): και είδα ακόμη ότι έσειε το χέριν του (ενν. ο Ιγνάτιος) και φοβερίζοντας τον βασιλέα είπε· δέξου τέκνον της ασεβείας Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 9710· εσήκωσε τον δάκτυλόν του (ενν. ο Κωνσταντίνος) και έσεισεν και εφοβέρισέν τον (ενν. τον αμιράν), καθώς το έχουσιν αυτοί συνήθειαν Διγ. Άνδρ. 32024· φεύγοντας εγύρισεν πάλι και φοβερίζει| τον Κωνσταντίνον, κι ήρχισεν με λόγια να υβρίζει.| Το δάκτυλό του έσειενε, εκούνιεν το κεφάλι. «Αύριο, του λέγει, θέλει ’δεις και συ μεγάλη ζάλη» Διγ. O 283· ο βασιλεύς ... έσεισε το κεφάλι,| με πάσαν μανιότητα και με φωνήν μεγάλη.| Λέγει τον: «Τούτο που ζητάς, κάμε να το κατέχεις,| εις όσα αν παρακαλείς, μόνον τον κόπον έχεις Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 51· η αλουπού έσεισε το κεφάλι| και λέγει προς τον γάδαρον με μάνητα μεγάλη:| «Τι τσαμπουνίζεις, γάδαρε, και τι στραβοκωλίζεις,| και τι ’ν’ αυτά τα ψέματα, και τι ’ναι τά σαλίζεις;» Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 343· Εμπαίνοντας ο Ιησούς στο Γιεροσολυμάκι| την κεφαλήν του έσεισε κι εστάθηκε δαμάκι.| Λέγει: «Του ανθρώπου τον υιό θέλουσι παραδώσει,| γδύσει και τυραννήσει τον, φτύξει και σφακελώσει,| και εις το ’στερο σταυρώνουν τον Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2881· εδώ σε έκφρ. απελπισίας: οι άρχοντες ετρόμαξαν, έσεισαν κεφαλάς των Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 246· τα μεν γράμματα έβλεπα και τάχα ανάγνωσά τα,| και εσείουν το κεφάλιν μου να μη και εμέναν ούτως| καταδικάσει ο φοβερός ο ποθοερωτοκράτωρ Λίβ. διασκευή α 452· β) κάνω νεύμα σε κάπ.: ο Πέτρος εστέκετον και εκτύπαν. Και ωσάν άνοιξαν και τον είδαν, εξεπλάγησαν. Και με το χέρι του τους έσεισε να σωπάσουν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιβ 17. 4) Κουνώ κ. ή κάπ. από τη θέση του, μετακινώ, μετατοπίζω: Τον τράγον λέγει αλεπού: «Άκουσε πώς να βγούμεν (παραλ. 1 στ.) Τους μπροστινούς τους πόδας σου κάμε να ακουμπήσεις,| έμορφα ’λόρτος στάθησε, προσέχου μην τους σείσεις,| κι εγώ από των ώμων σου ...| εύκολα έξω απηδώ Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 48· δένουσι φορτία βαρέα και δυσκολοσήκωτα (ενν. οι Φαρισαίοι)· και βάνουν τα εις τους νώμους των ανθρώπων, αμή αυτοί δεν θέλουν ουδέ με το δάκτυλόν τους να τα σείσουν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κγ́ 4· Ωιμέ, τι πέσιμον βαρύ, δεν ημπορώ εις κανένα| τρόπον να σείσω το κορμίν, ν’ ασηκωθώ, οϊμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [1274]· είχε σείσει πέτραν μεγάλην και μ’ αυτήν το στόμα της (ενν. της σπηλιάς) να κλείσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [987]· (προκ. για μονομαχία (συν. κονταρομαχία) εφίππων): φραγκίτσης πολύ ωραιωτικός, έμορφος στρατιώτης| απέσω ήλθεν πιλαλητά να δώσει κοδαρέας (παραλ. 1 στ.) και ο Πάντουρκλος τον πιλαλεί, κρούει τον κονδαρίαν,| ουδέ αυτός τον έσεισεν ποσώς απέ την σέλαν Αχιλλ. (Smith) O 652· αποτολμά και δώκεν τον στο στήθος κονταρέαν (ενν. ο στρατιώτης τον Αχιλλέαν)·| καθόλου δεν τον έσεισεν απάνω από την σέλαν,| αλλ’ ως αδάμας ήστεκεν ασάλευτος στην σέλαν Αχιλλ. L 1006· Μετά πολλής δυνάμεως εδώκασιν οι δύο| με τα σπαθία τα φρικτά, στα έλμα τους απάνω.| Και μερτικόν εκόψασι, τινάς ουδέν εσείστη,| άνω εκ των ίππων τους, εστέκαν ως την πέτραν. Θησ. Ή [723σε παροιμ. (πβ. το αρχ.: συν Αθηνᾴ και χείρα κίνει, βλ. και Δετοράκης, Κρητολ. 1, 1975, 144): Ο Θεός ... θέλει γεμίσει και τους μαθητάδες μας πολλήν και μεγάλην γνώσιν, την οποίαν παίρνομεν με κόπον από τα μαθήματα, διατί λέγει και η παροιμία: Άγιε Γεώργιε, βοήθα μου· και σείε και συ τον πόδα σου. Διά τούτο ημέραν και νύκτα διαβάζετε τα μαθήματά σας Θεματογραφία 11. 5) Απομακρύνω (βλ. και διασείω): αφήνει την κερά Μαρού, την γυναίκαν του (ενν. ο κυρ Γεώργης) εις το πράμαν του οπού έχει και ποσενδέρει την σήμερον ... κερά και κομεσαρέα, να μη μπορεί τινάς να σείσει, να τη διασείσει, αμέ να κάθεται, ν’ αναθρέψει και να γοβερνάρει το παιδί όπου έχει Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1408· Το ποιον (ενν. χωράφι) το Σίργιακον να το ’χει της εξουσίας της (ενν. η αδελφή του) παντοτινόν αιωνίως, να το κάμει ως θέλει και ως βούλεται, και τινάς να μη μπορεί και κανένα καιρό απού το μέρος του να σείσει, ουδέ να τη διασείσει εις εκείνον τον τόπον Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1606. ΙI. (Μέσ.) 1) Κουνιέμαι: Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2773, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 332· Και κάποιες βολές είδαν τινές οπού εσειέτον ο σταυρός οπού εκρέμετον επάνω από την αγίαν τράπεζαν και εσειέτον απαγάλλια αγάλια, όταν ύψωνε τον άγιον άρτον, σημαδεύοντας με τούτο την επισκίασιν του αγίου πνεύματος Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 11010, 11· Πνεύματα ουρανικά χαριτωμένα,| οπού δίχως βουλήν και θέλημά σας| δε σειέται κύμα στον γιαλόν ουδένα Πιστ. βοσκ. V 5, 385· προκ. για κ. που έχει χάσει τη σταθερότητά του: Περί σειομένης οδόντας Ιατροσ. κώδ. ͵αιά· Εις οδόντας να σείουνται διά να στερεωθούν και να ασπρίσουν Ιατροσ. κώδ. τκβ́. 2) α) Τρέμω: εσύ το ήξευρες, είχα στερρά δυνάμη,| και τώρα σείομαι, θωρείς, σα σειέται το καλάμι Αλεξ.2 1384 δις· Κυρά μου, όταν σε θυμηθώ και βάλω σε στον νουν μου,| κλονίζεται η καρδίτσα μου και σειέται σαν το φύλλον Ερωτοπ. 576· β) δονούμαι, τραντάζομαι: Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κζ́ 51· Κλάψε, ουρανέ μου, σήμερο, για λόγου μου θρηνήσου,| κι η Κρήτης η ’κατόμπολη, για όνομά μου σείσου,| να πέσου τα καμπαναριά, τους Τούρκους να πλακώσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56414· Ν’ αστράφτει ο κόσμος με βροντές και να παρακουνιέται,| η Κρήτης και το πέλαος δίχως αφρούς να σειέται Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 33316· παρευθύς τῃ ῴρα εκείνῃ έπαυσεν ο τάφος της βασιλίσσης και πλέον δεν εσείετον, διότι εσυγχωρήθη και ελυτρώθη εκ του δεσμού της κολάσεως Χρον. 314· μεταφ. προκ. για εκδήλωση έντονων συναισθημάτων, πχ. θυμού: όταν ελθείς στο σπίτι σου οπού έναι θεοργισμένον,| έχεις πικρίαν γουν πολλήν και σειέσαι αγριωμένος·| όλον φαρμάκιν στέκεσαι ωσάν κακός ο όφης Σπαν. (Ζώρ.) V 628. 3) Συγκλονίζομαι, αναστατώνομαι (ψυχικά): το πρόσωπον αν είδες,| εσείσθης όλην σου ψυχήν, όλην σου την καρδίαν·| απλώς την κόρην άγαλμα της Αφροδίτης είπες| και πάσης άλλης ηδονής όσας ο νους συμπλέκει Καλλίμ. 818. Φρ. 1) Σείω τα δόρατα προς κάπ. (βλ. και κινώ, Φρ. 3) = επιτίθεμαι σε κάπ.: Ημείς δε ουχ ως δορκάδες ή πτώκες εις τους υπεναντίους φανούμεν, αλλ’ ως λέοντες επεισπηδήσωμεν και αμεταστρεπτί τα δόρατα εις αυτούς σείσωμεν ευστόχως Δούκ. 19116. 2) Σείω τα μανίκια/το μανίκιν, βλ. Επιτομή μανίκιον 2 φρ. 3) Σείομαι και λυγίζομαι, βλ. λυγίζω ΙΙ2 Φρ. — Βλ. και σήθω.
       
  • σεκρετάριος
    ο, Αναγν., Ημιάμβ., τίτλ., Μαχ. 62617, Βουστρ. (Κεχ.) Μ 2237, 2477, 28714, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12815, Κυπρ. χφ. 162 (γρ. -ττ-), Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 81 (γρ.-ττ-), Αμπασ. Μοσχ. 18· σακριτάριος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 269r δις· σεγκρετάριος, Βουστρ. (Κεχ.) 28615· σεγκρεταρίος· σεκρεταρίος· σιγκριτάριος, Βουστρ. (Κεχ.) 2226.
    Από το μεσν. λατ. secretarius (Ανδρ., Λεξ.)· πβ. ιταλ. segretario, παλαιότ. ιταλ. secret(t)ario/sagretario (Battaglia, λ. segratario), βλ. Χατζ., Μεσ. Κύπρ. 294 και Pern., Ét. linguist. III 524. Τ. σακρετάριος το 15. αι. (LBG). Τ. σεγρετάριος, σεκρεράριος (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.) και σεκλετάριος (Λάζαρης, Λευκαδ.) σήμ. ιδιωμ. Τ. σεκριτάριος τον 7. αι. (TLG, γρ. σεκρητ‑) και σε χφ. του 17. αι. (ΝΕ 7, 1910, 185, γρ. σεκρητ‑). Τ. σικριτάριος τον 5. και 6. αι. (Lampe, TLG, γρ. σηκρητ‑) και στο Du Cange (στη λ., γρ. σηκρητ‑). Η λ. τον 7. αι. (Lampe, λ. σηκρητ‑, LBG, TLG), στο Meursius, σε έγγρ. του 7. και 10. αι. (TLG), του 17. αι. (Τσακίρη, Θησαυρ. 31, 2001, 320), του 19. αι. (Μπώκος, Επταν. μονόφ. 3) και σήμ. ιστ. (Κριαρ., Λεξ.), καθώς και στο ΑΛΝΕ.
    1) Αξιωματούχος με καθήκοντα γραμματέα, καθώς και άλλες αρμοδιότητες, στην υπηρεσία κοσμικού ή εκκλησιαστικού άρχοντα (για το πράγμα βλ. και Καραγ., Βυζ. διπλ.2 149 κ.ε., Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 74, 76 κ.ε., Λεονταρίτου, Εκκλ. αξ., 530, Beck, Kirche 99): Το σεκρετάριο ’κραξε (ενν. ο γενεράλες), και το βιβλίο ν’ ανοίξει,| την εξουσία να δούσινε οπού χει, και να δείξει| οπού του δώκαν θέλημα μόνος αυτός να ορίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3363· επίασαν τον σεκρεταρίον του αρχιεπίσκοπου, διά να τον σύρουν, να μάθουν πάσα πράμαν Βουστρ. (Κεχ.) Β 2236· (ειδικ.) ο προϊστάμενος της γραμματείας της αρχιεπισκοπής: εφέραν τον σεγκρεταρίον της αρχιεπισκοπής. Και έβαλάν τον εις το καστέλλιν της Αμμοχούστου Βουστρ. (Κεχ.) 2467· έκφρ. πρώτος σεκρετάριος του βασιλέως = ο επικεφαλής της αυτοκρατορικής γραμματείας: εχειροτόνησαν διά πατριάρχην της πόλης κάποιον Φώτιον πρωτοσπαθάριον και πρώτον σεκρετάριον του βασιλέως Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 756. 2) Μύστης, αυτός τον οποίο καθιστά ο Θεός κοινωνό απορρήτων γνώσεων (πβ. και ουσ. σεκρεταρία): τον μακάριον Εφραίμ, τον ακριβέστατον σεκρεττάριον της δευτέρας παρουσίας του Χριστού Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 662-663. 3) Γραφείο, ιδιαίτερο διαμέρισμα (πβ. παλαιότ. ιταλ. segretario <λατ. secretarium, Battaglia, Battisti-Alessio, Diz. etim., λ. segretario2): ο Πιλάτος έκαμεν και έβγαλαν τον Χριστόν έξω και υπήραν τον εις τον σακριτάριόν του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 269r δις.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης