Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αμαρτωλός,
- επίθ. και ουσ., Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 526, Ασσίζ. (Σάθ.) 1818, 16214, 19, 1637, 9, 26523, 4141, 6, 26, 29, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 111, 7953, Ch. pop. (Pern.) 388, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1202, 225, 624, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 739, 742, 746, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 392, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 246β 14, 15, φ. 335α 7, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 169τρις, 185, 192, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36328, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 57δις, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 213, 216, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11812, Ρίμ. θαν. (Κακ.) γ 2, 35, 64, 68, 80, 112, 124· συγκρ. αμαρτωλότερος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 364r.
Το αρχ. επίθ. αμαρτωλός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Αυτός που παραβαίνει τον ηθικό νόμο, τις θείες εντολές, που διαπράττει αμάρτημα (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ· Lampe, Lex. και Bauer, Wört. στη λ. 2· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): ου θέλει (ενν. ο Κύριος) τον αμαρτωλόν θανάτῳ συσχεθήναι| προς την αυτού μετάνοιαν και την αποστροφήν του Γλυκά, Στ. 526· όταν έλθει εις μετάνοιαν ένας άνθρωπος αμαρτωλός, ... κράτησον παρά σοι αυτόν με λόγους διδαχής Βακτ. αρχιερ. 216· β) ένοχος (ως παραβάτης των ανθρώπινων νόμων): παντού υστερού η δικαιοσύνη οπού είναι γλυκυτάτη και ελεημονοτάτη τους αμαρτωλούς και πταίστας βλέποντας τον καιρόν τον πολύν οπού έκαμαν με τοσαύτην παίδευσιν και τιμωρίαν Σουμμ., Ρεμπελ. 192· γ) κοινός άνθρωπος (σε αντίθεση προς το Θεό): Ουκ ήτον άξιος, ουδέ εύπρεπον υπήρχε| εκεί όπου εστέψαν τον Χριστόν με ακάνθινον το στέμμα| να στέψουσιν αμαρτωλόν άνθρωπον με χρυσίον Χρον. Μορ. (Καλ.) H 111. 2) Ανάξιος, ταπεινός, ασήμαντος (Για τη σημασ. πβ. Διαθ. Νίκων. (Λάμπρ.) 227): Εγώ, δέσποτα βασιλεύς, είμαι από τώρα δούλος σου και, αν αγαπάς να ιδείς εμένα τον αμαρτωλόν άνδρα, έπαρε ανθρώπους και κοπίασον εις τον Ευφράτην Διγ. Άνδρ. 36328. Ενίοτε το θηλ.: πόρνη, κοινή, ανήθικη γυναίκα (Η σημασ. ήδη μτγν.· πβ. ΚΔ, Λουκ. 7, 37 και Migne, PG 61, 747· βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Β2 123 κε.· η σημασ. και σήμ., ΙΛ, στη λ. Β1): Περί της αμαρτωλής γυναικός και απ’ εκείνον τό της δίδουσιν Ασσίζ. 1818· Ομοίως αν είχεν εις την συντροφιάν του την αμαρτωλήν πολλάς φοράς Ασσίζ. 1637· και εις ετούτη την αμαρτωλή ευρήκανε πάτημα διά να σκεπάσουν την απρεπείαν τους Σουμμ., Ρεμπελ. 169.ανάστασις -ση και Ανάστασις -ση- η, Απολλών. (Janssen) 647, 781, Ριμ. κόρ. (Pern.) 601, Ρίμ. θαν. (Κακ.) γ 57, Συναξ. γυν. (Krumb.) 276, Θυσ. (Μέγ.)2 1134.
Το αρχ. ουσ. ανάστασις. Η λ. και σήμ. ΙΛ (λ. Ανάστασι).
1) Η Ανάσταση του Χριστού: κι ήτον διπλή η εορτή Ανάστασης Κυρίου Απολλών. (Janssen) 781. 2) (Θρησκ.) ανάσταση των νεκρών, δευτέρα παρουσία: αείποτε να στεκόμαστε εις τον Άδην αποκάτω,| ήγουν εις την ανάστασιν την μέλλοντα να γένει Συναξ. γυν. 276· Κι εις καιρόν αναστάσεως, ημέρα πικραμένην,| όταν το βούκινον φανεί σ’ όλην την οικουμένην Ρίμ. θαν. γ 57. 3) Ανάσταση (πεθαμένων): Όντε βρεθεί για τους νεκρούς ανάστασης βοτάνι Ριμ. κόρ. 601. —Συνών.: αναβίωσις. 4) Η εορτή του Πάσχα: και το ταχύ να κάμομε τσ’ Ανάστασης τη σκόλη Θυσ.2 1134· Ουκ ένι θλίψις σήμερον, αλλά χαρά μεγάλη·| παγκόσμιος Ανάστασις Χριστού του ζωοδότου Απολλών. (Janssen) 647.ανεβάζω,- Σπαν. (Hanna) A 537, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 708, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 900, 8182, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 1472, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 232, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2335, Λίβ. (Wagn.) N 2064, 2182, Καναν. (PG 156) 77 C, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 572, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VII 30, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 708, Πεντ. (Hess.) Γέν. VIII 20, ΧΧΙΙ 2, 13, XXXVII 28, XLVI 4, L 24, 25, Εξ. ΙΙΙ 8, 17, XXIV 5, ΧΧΧ 9, ΧΧΧΙΙ 4, 6, ΧΧΧΙΙΙ 12, XL 29, Λευιτ. ΧΙ 3, Αρ. ΧΧΙΙΙ 14, Δευτ. XIV 6, 7, ΧΧ 1, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 515, Ιστ. πατρ. (Βόνν.) 1055, 12918, 19215, Ερωφ. (Ξανθ.) Αφ. 74, Α΄ 448, 600, Δ΄ 328, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 6, 29, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37229, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 118, Συναδ., Χρον. (Πέννας) 66, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 178 ρξγ΄, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [927], Φορτουν. (Ξανθ.) Πρόλ. 21, Ιντ. δ΄ 144, Ζήν. (Σάθ.) Πρόλ. 28, Β΄ 414, 434, Γ΄ 64, 271, Δ΄ 333, Ε΄ 242, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 21423, 26430, 48910, 51625, 53523, 5372· ’νεβάζω, Ιων. (Hess.) 2157, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 417, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) Εισαγ. 59· αναβάζω, Λίβ. (Μαυρ.) P 966, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1229, Παρασπ., Βάρν. (Mor.) C 23, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 21, Πεντ. (Hess.) Δευτ. ΧΙΙ 13, XIV 7, XXVIII 61, Ρίμ. θαν. (Κακ.) γ΄ 139· ανηβάζω, Βέλθ. (Κριαρ.) 634, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 900, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1558, 3002, Διγ. (Lambr.) O 535.
Από το αρχ. αναβιβάζω. Για τον τ. αναβάζω βλ. Hatzid., Einleit. 153, και τον τ. ανηβάζω βλ. Κουκ., Αθ. 43, 1931, 69.
1) α1) ανεβάζω, μεταφέρω (σε υψηλότερο μέρος) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α1): το φλάμουρον ανήβασαν εις τον γουλάν απάνω Χρον. Τόκκων 3002· ανέβασε τέτοιες φρικτές λουμπάρδες Τζάνε, Κρ. πόλ. 21423· τους τσαουσάδες έστειλε να πάσι να τους βιάζουν| στα όρη να τσ’ αμπώθουσι κι αλλού να τσ’ ανεβάζουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 26430· την Σάραν γδύνουν σύντομα, στο στρώμα ανεβάζουν Χούμνου, Π.Δ. VII 30· ως ήτο πρώτα το παιδί στο θρόνο ν’ ανεβάσου Ζήν. Β΄ 434· εις τση σβίγας μου (μιλεί η Τύχη) το ψήλος τσι ανεβάζω Φορτουν. Πρόλ. 21· εις τσ’ ορανούς συχνότατα το νουν ανέβαζέ μου Ερωφ. Αφ. 74· ανέβασες από βόθρον ζωές μου Ιων. 2157· εις ύψος ανεβάζουν με και πρώτον ευφημίζουν Λίβ. N 2064· —Συνών.: ανακομίζω 2· πβ. αναβαστώ Α, αναφέρω Α4· α2) μεταφέρω στο καλύτερο: να τον ανεβάσω από την ηγή εκείνη προς ηγή καλή και φαρδειά Πεντ. Έξ. ΙΙΙ 8· α3) ανεβάζω στο βωμό, προσφέρω (κάτι) ως θυσία (πβ. Lampe, Lex., λ. αναβαίνω Β5): επήρεν το κριάρι και ανέβασέ το για ολοκαύτωμα Πεντ. Γέν. ΧΧΙΙ 13· να αναβάσεις τα ολοκαυτώματά σου Πεντ. Δευτ. ΧΙΙ 13· β) κάνω (κάτι) να ανεβεί: ο πόλεμος ο φλογερός τη χώρα ν’ αφανίζει (παραλ. 1 στ.) και να πετά τα χώματα, σωρούς να τ’ ανεβάζει Τζάνε, Κρ. πόλ. 53523. 2) «Ανεβάζω» στο στόμα, κάνω να βγεί από το στόμα (Πβ. ΙΛ στη λ. Β3): παν οπού οπλίζει ... ανεβάζει μαρούγισμα (= μυρηκασμό) εις το χτήνο Πεντ. Λευιτ. ΧΙ 3. 3) α) Φέρνω (στο νου μου): Και εγώ ανέβασα θυμόν· λέγω· ας τον γυρίσουν Λόγ. παρηγ. O 708· —Συνών.: αναβάλλω 2, αναθυμούμαι 2α, αναμνιάζω 2, ανανοώ· πβ. αναβιβάζω 4 και 4Φρ., αναβολεύω, ανεβαίνω 1δ· β) (υποκ. ο νους, ο λογισμός) σκέπτομαι (κάτι) (Πβ. το νεοελλ. κατεβάζει το μυαλό μου): ο λογισμός ανέβαζε να γράψω τίτοιες λέξεις Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 572· Ποίαν αξιοτίμητον αυτόν γραφήν να γράψω,| υψηλότατον έπαινος ο νους μου ν’ αναβάσει; Αργυρ., Βάρν. K 21. Πβ. αναβιβάζω 4, Φρ., σεβάζω. 4) (Με αντικ. πρόσ.) υψώνω τιμώντας (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α3): τον ανεβάζει| σ’ άμετρη καλοριζικιά Ερωφ. Α΄ 448. Πβ. αναβιβάζω 1α, αναβιβάζω 1β, ανάγω 1α, ανεβαίνω 7. 5) (Προκ. για χρηματ. ποσό) αυξάνω (μτβ.) (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4): εμάζωξε τους γιανιτσάρους ... και την πληρωμή τους τωνε ανέβασε Χρον. σουλτ. 515· περί προπετούς ανθρώπου οπού ανεβάζει αλλουνού πραγματείαν ή την κατεβάζει διά να τηνε πάρει Βακτ. αρχιερ. 178. Πβ. αβγατίζω Α1, αναβιβάζω 2, 3, ανεβαίνω 9α. — Πβ. αναβιβάζω.απαντήχνω,- Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 97, Πιστ. βοσκ. (Joann.) IV 2 67 (έκδ. απαντήχει· διορθώσ. απαντήχνει), 178· ’παντήχνω, Άσμα σεισμ. (Σπυριδ.) 19, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 642· αόρ. απάντηξα, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 126, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 130, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 123, 401, Ε΄ 5, Πανώρ. (Κριαρ.) 595, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3182, 52721, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 399· (ε)πάντηξα, Αχιλλ. (Haag) L 498, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Δ΄ 1157, Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 13.
Από τον αορ. απάντηξα του απαντώ (Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 291)· διαφορετικά ερμηνεύει Ξανθ., BZ 18, 1909, 593-4.
Α´ Ενεργ. α) συναντώ: Ο πρώτος που του ’πάντηξε ήτο δικός του Ρήγα Ερωτόκρ. Δ΄ 1157· Α σ’ απαντήξει Οράτσιος, πε να μου συμπαθήσει Κατζ. Β΄ 401· αν απαντήξω| γή οχθρό γή φίλο, το θυμόν οπὄχω θα του δείξω! Κατζ. Β΄ 123· βλ. και ανταμώνω Ι1α, ΙΙ Α1, ΙΙ Β1· β) υποδέχομαι, προϋπαντώ: ήβγασιν κι επαντήξαν τον άνδρες τε και γυναίκες Αχιλλ. L 498· βλ. και αναδέχομαι 2· γ) αντιμετωπίζω, αντιστέκομαι: όσοι τον απαντήξαν ήδερνέν τους| και να μπαρκαριστούσιν έβιαζέν τους Λεηλ. Παροικ. 595· βλ. και αγωνίζομαι 1α, αντιπαλαμώμαι. Β´ (Μέσ.) προφυλάσσω τον εαυτό μου, αμύνομαι (Πβ. ΙΛ, λ. απαντώ 5): Εδώ στην κοσμική ζωή διά να βαστακτούμε| πρέπει με τ’ άρματα του νου όλοι ν’ απαντηκτούμε Φαλιέρ., Ρίμ. L 97.απαντοχή- η, Φλώρ. (Κριαρ.) 1168, Λίβ. (Lamb.) Sc. 739, Λίβ. (Lamb.) N 946, Ιμπ. (Κριαρ.) 138, 220, Ανακάλ. (Κριαρ.) 4, Θησ. (Βεν.) Γ΄ [242], Ζ΄ [1403], Η΄ [1238], Ch. pop. (Pern.) 393, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΧΙ 52, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 610, Σαχλ. (Vitti) N 186, 268, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 59, 350, Ιμπ. (Legr.) 244, 560, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 123, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 103, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 26, 33, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 246β 23, 335β 17, 336α 20, Ερωφ. (Ξανθ.) Γ΄ 79, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 354, Βίος αγ. Νικ. (Legr.) 154, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ε΄ 1478, Θυσ. (Μέγ.)2 525, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 77, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ [15], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [941], Φορτουν. (Ξανθ.) Γ΄ 597, Ιντ. γ΄ 17, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 55821, 5621· απανδοχή, Λίβ. (Μαυρ.) P 1604, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2248 (κριτ. υπ.), Δούκ. (Grecu) 3359· ’παντοχή, Σκλάβ. (Μπουμπ.) 126, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 16, 24, 112, Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 41.
Από το απαντέχω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Ο τ. απανδοχή από δήθεν αρχαϊστ. τάση.
α) Ελπίδα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): Αφήτε την απαντοχή όσοι την πόρτα μπείτε Π. Ν. Διαθ. φ. 246β 23· την απαντοχήν της σωτηριάς μου εχάσα Απόκοπ. 59· εις πελελές απαντοχές δίχως πτερά πετούσιν! Σαχλ. N 186· κείτεται δίχ’ απαντοχής και βλέπει το μαχαίριν Απόκοπ. 350· με τα φουσάτα του έχει την ’παντοχήν του| να πάρει χώρας άδικα Κορων., Μπούας 24. β) (ηθ.) στήριγμα (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ στη λ. 5): τον είχα θάρρος μου, απαντοχή κι ολπίδα Ερωτόκρ. Ε΄ 1478· θάρρος μου του φτωχού κι απαντοχή μου Βοσκοπ. 354· βλ. και ακουμπιστήρι Β, ακούμπιστρον, ανάπαυσις 5, απακούμπι, απακουμπιστήρι· γ) προστασία, καταφύγιο (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 6): Αξίωσέ με, δέσποινα, να σ’ έχω ’παντοχή μου Διήγ. ωραιότ. 41· και τα πτωχά και τα γυμνά ρούχα ενδύνασίν τα| και σπίτιν και απαντοχή να καλυβιστούν, να πέσουν| ξένοι τινές αιχμάλωτοι και ρούχα διά να θέσουν Γεωργηλ., Θαν. 610.απαντώ,- Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 181, 189, 195, 303, Ασσίζ. (Σάθ.) 836, 4555, 47228, Διγ. (Καλ.) Esc. 681, 682, 683, 686, 688, Διγ. (Καλ.) A 417, Ακ. Σπαν. (Legr.) 289, 2, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 523, Ερμον. (Legr.) E 161, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4003, 4916, 6413, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3765, 4020, Βίος Αλ. (Reichm.) 5341, Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 3553, Λίβ. (Μαυρ.) P 2768, Αχιλλ. (Haag) L 91, 1121, Αχιλλ. (Hess.) L 135, 1493, Ιμπ. (Κριαρ.) 30, 95, 99, 108, 254, 352, 375, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1521, Φυσιολ. (Zur.) XLV 16, Μαχ. (Dawk.) 28, 7620, 1066, 36426, 42030, 42420, 6226, 6827, Δούκ. (Grecu) 439-10, 10518, 1537, Αρμούρ. (Κυριακ.) 65, 137, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 29, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10836, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 105, 116, 140, Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 13r Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 676, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1153, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 122, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙΙ 2, 102, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1731, 1734, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 182, 184, 186, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 27, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ 44, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [133. 501], Λίμπον. (Legr.) 327, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 415, Διγ. (Lambr.) O 2048, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15824, 27220, 28110, Διακρούσ. (Ξηρ.) 32721· ’παντώ, Ασσίζ. (Σάθ.) 13920, Διγ. (Hess.) Esc. 149, Διγ. (Καλ.) Esc. 360, Gesprächb. (Vasm.) 10128, Αχιλλ. (Hess.) L 262, Μαχ. (Dawk.) 27226, 35830, 61218, 6224, 63411, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 578, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 859, 9232, Ιμπ. (Legr.) 104, 113, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 140 (έκδ. ’παντούν· ορθή διόρθωση Πολ. Λ., Μετά Άλ., σ. 46, πατούν), Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 163, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37932, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 647, Διγ. (Lambr.) O 2557· ’μπαντώ, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 638.
Το αρχ. απαντώ. Η λ. και σήμ. κοιν. (ΙΛ). Για παλαιότερη χρ. της βλ. Kaps., Vorunters. 141.
1) α) Συναντώ (Η σημασ. αρχ. L‑S στη λ. Ι 1α και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): μια κορασιά μ’ απάντησε μ’ όμορφα πλήσια κάλλη Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 44· συναπάντημα είναι κακόν μεγάλον, αν απαντήσεις τον παπάν ή ιερωμένον άλλον Ιστ. Βλαχ. 1734· ένας αγάς τ’ απάντησε κι εκεί τονε γκρεμίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. 27220· ως γιον έρκετον, εις την στράταν επάντησε ’νού καραβίου σαρακήνικου Μαχ. 27226· ποτέ ντου δεν εθέλησεν, όπου κι αν του ’παντήξει, να τση μιλήσει, όντε τη δει Ερωτόκρ. Β΄ 647· βλ. και ανταμώνω Ι 1α, ΙΙ Α1, Β1, απαντήχνω α· β) προϋπαντώ, υποδέχομαι (πβ. Lampe, Lex. στη λ. 2): Τρία μίλια ’κ την Πάδουβα εξέβη ν’ απαντήσει εμένα Διγ. O 2048. Βλ. και αναδέχομαι 2, απαντήχνω β. 2) Αποκρίνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): ο είς στον άλλον (έκδ. τον άλλον· διορθώσ.) απαντά με τ’ άρματα να σώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 28110. 3) Ανταποκρίνομαι (σε κάτι), υπακούω: ει μεν απαντήσει προς το θέσπισμα, τον θηρώμανον έξουσιν ως ανδράποδον· ει δ’ αποκρούσει το προσταχθέν, εύδηλον, την κατηγορίαν καταγγελούσι Δούκ. 439-10· βλ. και αγροικώ ΙΙΙ 1β, ακούω Α6, ακρουμάζομαι 2. 4) α) Αντιμετωπίζω (σε μάχη, σε αγώνα, κτλ.), αντικρούω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι 2α· πβ. ΙΛ στη λ. 3): «εσύ πόσους δύνασαι, Βασίλη, απαντήσαι;» Διγ. Esc. 686· ορίζει τον ν’ αρματωθεί, πάγει να τον ’παντήσει Ιμπ. (Legr.) 104· Διά ν’ απαντήσουν τον θυμόν, τες κονταρές των Φράγκων Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4916· Υπάγει να απαντηθεί εκείνος με τον ξένον Ιμπ. (Κριαρ.) 108· να απαντήσει αδείλιαστα του Χάρου το δρεπάνι Λίμπον. 327· βλ. και αντιπαλαμώμαι, αντιπαρίσταμαι, απαντήχνω γ· β) (σε δικαστήριο) αντικρούω (αντίδικο): η συντροφία εντέχεται να αξιάζει, ίνα απαντήσει μέσον τους συντρόφους Ασσίζ. 836· βλ. και αντιδικώ β· γ) υπερνικώ (συναισθ. κατάσταση): Ουδέ παλάτια δύνονται ουδ’ εκκλησιές μπορούσι| αλλαδεφόρως τον καημόν τόν έχω να ’μπαντούσι (έκδ. ν’ αμπαντούσι· διορθώσ.) Φαλιέρ., Ιστ. A 638· δ) προστατεύω, προφυλάσσω (Βλ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 536 και ΙΛ στη λ. 5): Εάν ήσαν αληθινοί οι θεοί των Ελλήνων, απαντηθήν ήθελαν από την ιστίαν, ότι να μηδέν καγούν Διήγ. Αλ. V 49. Βλ. και αγιτιάζω Αα. 5) Εμποδίζω (Η σημασ. και σε έγγρ. του 1538, Κατσουρ., ΕΜΑ 5, 1955, 5522 και σ. 84, λ. απαντημένο· και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α, 4β): τούτα, καλέ, τα σίδερα δεν γνώθεις και απαντού σε; Φαλιέρ., Ιστ. V 676· και απάνω τα ’ποδήματα την σκόνην να ’παντούσιν Αχιλλ. L 262. Βλ. και ανακόπτω 1, αντωθώ 2. 6) (Αμτβ.) αντέχω: εστάθην δυνατός εις το σπαθίν του και εδιαφεντεύγετον ώσπου άπάντα Μαχ. 42420· ψυχή πολύπονε, πολυσυμφορωτάτη,| πώς απαντάς παράδοξον, πώς ουκ ερράγης ξένον Γλυκά, Στ. 181. 7) α) Διαρκώ (βλ. Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 460): εποίκασιν πόλεμον και απάντησεν πολλήν ώραν Μαχ. 36426· οι κριταί να ποιήσουν δίκαιον ... όσον απαντά η εξουσία του ρηγός Ασσίζ. 47226· ήλθεν άλλον θανατικόν όπου ’πάντησεν περίτου παρά α΄ χρόνο Μαχ. 6224· γι’ αυτόν ’παντά πνοή μου·| αμμέ πικρή ζωή μου| ως γιον στον ήλιον χιόνιν εφυράτον Κυπρ. ερωτ. 859· β) (προκ. για πράγμ.) διατηρούμαι: αν είχαν ποίσειν τα καρτζά ασημένα, ήθελα είσταιν τόσα φτενά, ότι ήθελαν καταλύεσθαιν γλήγορα· αμμέ εσμίξαν τα με το χάρκωμαν ν’ απαντούν Μαχ. 7620· τα πράγματα εκείνου του τεθνεώτος ήσαν τοιαύτα οπού ουδέν εδύνουνταν να βαστάξουν να ’παντήσουν χρόνον και ημέραν να μηδέν ποντιστούν Ασσίζ. 13820· γ) κρατιέμαι στη ζωή: πόσον καιρόν ν’ απαντήσομεν, μέλλει να ’ποθάνομεν Μαχ. 28. 8) Ικανοποιώ: δεν τους απάντα να στέκουνται ως εστέκανε και οι πατέρες τους εις την τάξην και υποταγήν Σουμμ., Ρεμπελ. 184. Βλ. και αδειάζω, αναπαύω Α 1Ϛ, αναπληρώνω Α 2β.απεκεί,- επίρρ., Τρωικά (Praecht.) 52328, Σπαν. (Hanna) B 445, Ασσίζ. (Σάθ.) 2128, 1753, 19731, 20121, Βέλθ. (Κριαρ.) 283, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 1053, Λίβ. (Wagn.) N 281, Χρησμ. (Trapp) Ι 383, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 866, Μαχ. (Dawk.) 4686, 62813, Θησ. (Βεν.) Β΄ [63], Ψευδο-Σφρ. (Grecu) 55827, Αχέλ. (Pern.) 2535, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 54, κ.π.α.· απέκει, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 693, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 465, Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙ G 65, ΙΙΙ 158 (χφ g) (κριτ. υπ.), 211, 216Ι (χφ g) (κριτ. υπ.), 222 (χφ g) (κριτ. υπ.), 223, 398, 400q (χφ Η) (κριτ. υπ.), Ασσίζ. (Σάθ.) 38017, 46412, Διγ. (Hess.) Esc. 525, Διγ. (Καλ.) Esc. 303, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 861, 968, 1398, 2038, 3309, 3370, 4211, 4806, 6038, 6039, 6067, 6724, 8772, 8913, 8915, 9023, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 235, Φλώρ. (Κριαρ.) 1381, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1048, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1186, Λίβ. (Wagn.) N 135, 225, 511, 870, 2429, Ταμυρλ. (Wagn.) 87, Αχιλλ. (Haag) L 388. 961, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 251, Λέοντ., Αίν. (Legr.) ΙV 11, Θησ. (Βεν.) Β΄ [951], Καραβ. (Del.) 50017, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 267, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 156, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 68, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 132, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 7, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 245, Πένθ. θαν. (Knös) S 332, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1133, 12610, 1383, Θρ. Κύπρ. (Μ. Κιτίου) K 229, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 371, Αλφ. (Κακ.) 1178, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 116, Άλ. Κύπρ. 2470, Παλαμήδ., Βοηβ. (Legr.) 588, Σταυριν. (Legr.) 992, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 139, 150, Λίμπον. (Legr.) 89, Μαρκάδ. (Legr.) 695, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 21321, κ.π.α.· απέκεις, Ερωφ. (Ξανθ.) Ιντ. β΄ μετά στ. 62, 122· αποκεί, Ασσίζ. (Σάθ.) 527, Μαχ. (Dawk.) 4926, Καραβ. (Del.) 49310, 49520, Κώδ. Χρονογρ. (Άμ.) 68, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 2736, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Γ΄ 1469, Δ΄ 1184, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) ΙΙ 72, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 3128, 36027, 4028, 52123, κ.π.α.· ’ποκεί, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 230, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ε΄ 676· απόκει, Ch. pop. (Pern.) 675, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9262, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 646, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 563, Ανων., Ιστ. σημ. (Σάθ.) ρμα΄, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ΄ 239, Ε΄ 96, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙV 2, 192 (έκδ. αποκιράσει· γράψαμε απόκει ’ράσσει), Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 1481, Β΄ 318, 1135, Γ΄ 1362, Δ΄ 69, 506, Ε΄ 240, 1538, Ευγέν. (Vitti) 336 Ροδολ. Α΄ [198], Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Γ΄ [594]. Φορτουν. (Ξανθ.) Β΄ 397, Γ΄ 393, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 30823, 47022, 4771, 53213, 5345, κ.π.α.· απόκεις, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 13, Γ΄ 167, Δ΄ 44, Πανώρ. (Κριαρ.) Β΄ 21, 554, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 200, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Α΄ 2098, Γ΄ 451, Δ΄ 1686, Ε΄ 976, 1389, Ευγέν. (Vitti) 204, 244, 1082, 1454, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 72, 289, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ μετά στ. 100, Γ΄ μετά στ. 88, Ροδολ. (Μανούσ.) Δ΄ μετά στ. [550], Διήγ. ωραιότ. (Ασώπ. Ειρ.) 292, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Α΄ [23], Β΄ [578], Ε΄ [472, 502], Φορτουν. (Ξανθ.) Α΄ 169, Ιντ. α΄ 131, Γ΄ 703, Δ΄ 401, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 184, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 4226, 49522, κ.π.α.· απόκειας, Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) Ι 169.
Από την πρόθ. από και το επίρρ. εκεί. Στους τ. απέκει, απόκει(ς), απόκειας, ο αναβιβασμός του τόνου αναλογικά προς άλλα χρον. επίρρ. Για τον τ. απέκει πβ. τον τ. εδέκει του εδεκεί. Ο τ. απόκεις κατά άλλα χρον. επίρρ. (ύστερις, κλπ.). Ο τ. απόκειας κατά τα επίρρ. σε ‑ας. Βλ. και Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 29, Μενάρδ., Αθ. 6, 1894, 146, Παπαδ. Α., Αθ. 29, 1917, ΛΑ 112-3. Η λ. και στον Πορφυρογ., Έκθ. (Vοgt) 158· βλ. και Du Cange, λ. απέκει. Η λ. και Οι τ. της και σήμ. στα ιδιώμ. (ΙΛ)· ο τ. απόκειας και σε κρητ. δημ. τραγ. (Ακ. Αθ., Δημ. τραγ. Α′ 14135).
Α´ Τοπ. α) (Κίνηση από τόπο) από εκείνο το μέρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): εμίσσεψα απέκει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6067· β) (κίνηση διά τόπου) από εκεί, διά μέσου: ήθασιν κι απέρασαν απέκει και εις τον Μορέαν εφτάσασιν Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1398· γ) (προέλευση): Έλπιζε εις τον ουρανόν να βοηθηθείς απέκει Λίβ. (Wagn.) N 870· φρ. (προκ. για αποπομπή) πηγαίνω απεκεί που έρχομαι: να πάσιν απεκεί που ήλθαν έως Μονοδενδρίου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 866· δ) (προκ. Για στάση· ενίοτε με το λείπω· η χρ. και προκ. να δηλωθεί τοπικά διαίρεση, χωρισμός) από εκείνο το μέρος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1β): όταν δε γίνηται βουλή, ποτέ απεκεί μη λείπεις Σπαν. (Hanna) B 445· βλέπεις τον ευνουχόπουλον οπού προσκύπτει απέκει; Λίβ. Esc. 1186· εμπρός μας έναι θάλασσα, κρεμνός απέκει πάλιν Λίβ. N 2429· φρ. αποκεί και απάνω = από ένα σημείο και πέρα: αποκεί και απάνω θέλει να ένι οργιές δεκαέξι Καραβ. 49310. Β´ Χρον. α) Έπειτα, κατόπιν, ακολούθως (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2β): ανέγνωθεν τα γράμματα και απέκει εφίλησέν τα Διγ. Esc. 303· θώριε τον μπούσουλά σου| να μη παραστρατήσομεν κι απέκει, σφάκελά σου Γαδ. διήγ. 156· έστεκεν ως ένι το μάρμαρον· να είπες υπετάγην| ουκ είχα απέκει σπαραγμόν Λίβ. Sc. 1048· απέκ’ ύστερα γίνονται τα μήλα και τα φύλλα Κορων., Μπούας 7· β) φρ. απεκεί και ομπρός = από τότε και ύστερα (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): ημπορεί να το πουλήσει απεκεί και ομπρός Ασσίζ. 20121. Γ́. Γ´ 1) (Ως επακόλουθο μιας προϋπόθεσης) αποκεί και πέρα, κατόπιν: Μόνον ας έναι ευγενική κι απόκει αν σφάλλει σ’ άλλα| να τ’ απομένεις δύνεσαι Δεφ., Λόγ. 563· Τη χώρα ας μου δώσουσι κι απόκει ό,τι μ’ ορίσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5345. 2) (Με το σύνδ. και) ακόμη, προσέτι: έπειτα ο γεωργός να ’ναι καλός τεχνίτης και απεκεί ο σπόρος καλός Σοφιαν., Παιδαγ. 97. 3) (Με το σύνδ. και) επομένως (Πβ. το σημερ. απεκεί = λοιπόν, στην Κορσική, Blanken, Dial. Cargése 211): και απεκεί ουδέν είπεν καλά και αρμόδια; Σοφιαν., Παιδαγ. 102. Εκφρ. 1) Τα απέδω και τα απέκει = τα πoικίλα Προδρ. ΙΙ G 65. 2) Αποεκεί απού = ενώ, μολονότι Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 396. — Βλ. και εκεί.απλήρωτος,- επίθ., Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 106, Διγ. (Καλ.) A 544, Βέλθ. (Κριαρ.) 509, Διήγ. Βελ. (Cant.) 162, 275, 301, Φλώρ. (Κριαρ.) 1227, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2171, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3354 (κριτ. υπ.), Λίβ. (Wagn.) N 2992, Ιμπ. (Κριαρ.) 472, Ριμ. Βελ. (Wagn.) 448, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 3, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 6811, 7634, Εις Θεοτ. 39, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 38, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3389· απλέρωτος, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3365, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) VI 39, Ερωφ. (Ξανθ.) Πρόλ. Χάρου 108.
Το μτγν. επίθ. απλήρωτος. Η λ. και ο τ. της και σήμ. (ΙΛ, λ. απλέρωτος).
1) α) (Προκ. για εργασία) που δεν πληρώνεται, άμισθος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απλέρωτος 2β): Οι απλήρωτοι ήτανε δεκαπέντε χιλιάδες Χρον. σουλτ. 6811· β) (μεταφ. προκ. για πράξεις) που δεν τιμωρείται ή δεν επαινείται: που κάμωμα απλέρωτο στον κόσμο δεν αφήνει Ερωφ. Πρόλ. Χάρου 108. Βλ. και αγδίκιωτος. 2) Άφθονος, ατέλειωτος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. απλέρωτος 5): και έτσι υπάγουσι εις την απλήρωτον εκείνην χαράν Διγ. Άνδρ. 3389· με ... (παραλ. 1 στ.) στεναγμούς απλήρωτους αποχαιρέτησάν τους Φλώρ. 1227· χρήμα πολύν απλήρωτον και πλούτον ουκ ολίγον Διήγ. Βελ. 301. Βλ. και αναρίθμητος, άπληστος 3.αποδέχομαι (I),- Σπαν. (Hanna) A 208, 314, Διγ. (Hess.) Esc. 1120, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 338, 1437, 2096, 2640, 3462, 4898, 6096, 6269, 6410, 8231, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2136, 2950, 2965, Διήγ. παιδ. (Wagn.) 47, 805, Φλώρ. (Κριαρ.) 305, 475, Αχιλλ. (Hess.) L 603, 1089, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1082, 1562, 2133, Θησ. (Foll.) I 128, 139, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 183, Έκθ. χρον. (Lambr.) 3822, 552, Ιμπ. (Legr.) 170, Φαλιέρ., Λόγ. (Ζώρ.) 176, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) L 284, Δεφ., Σωσ. (Legr.) 315, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 212, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 109, Αχέλ. (Pern.) 1775, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 576, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 441, Κατζ. (Πολ. Λ.) Γ΄ 278, Ερωφ. (Ξανθ.) Α΄ 645, Ιντ. α΄ 70, Πιστ. βοσκ. (Joann.) V 7, 7, Σταυριν. (Legr.) 1226, 332, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 424, 502, Θυσ. (Μέγ.)2 237, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 1500, Ροδολ. (Βεν.) Α΄ [447], Β΄ [128, 159, 238, 247, 400], Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [187], Αποκ. Θεοτ. (Dawk.) II 88, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [292], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 32110, 38923· ’ποδέχομαι, Καλλίμ. (Κριαρ.) 2420, Αχιλλ. (Hess.) N 1192, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 171.
Το αρχ. αποδέχομαι με συμφ. προς το αρχ. υποδέχομαι· βλ. Ξανθουδίδη, Ερωτόκριτος, σ. 502, αλλά και ΙΛ στη λ. 2β, όπου όμως υποστηρίζεται περιορισμένος σε έκταση συμφυρμός. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
1) α) Δέχομαι (Πβ. L‑S στη λ. I 1 και L‑S, λ. υποδέχομαι I 3· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1α): Και τότες ο Ιμπέριος τον λόγον του πατρός του| καλά τον αποδέκτηκεν, μα πίκρανεν ατός του Ιμπ. 170· β) δέχομαι, παραδέχομαι: να μη θελήσει (ενν. η Αρετούσα) κρίνω,| ποτέ να τον αποδεκτεί, μηδέ και να τσ’ αρέσει Ροδολ. Α΄ [447]· Μάλιστα με πολλή χαράν όγι’ αγαπητικόν σου| άντρα να τον αποδεκτείς κάμε και βασιλιά σου Ροδολ. Β΄ [400]· γ) εγκρίνω, επιδοκιμάζω (Πβ. Bauer, Wört., στη λ. 2): Ήρεσε γάρ αυτόν και αποδέχθη και εθαύμασε την των Ρωμαίων λεπτότητα Έκθ. χρον. 3822. Βλ. και αγαπώ 3β. 2) α) Υποδέχομαι (Πβ. L‑S, λ. υποδέχομαι I 1· η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2α): ως τροπαιούχον νικητήν να τον αποδεχτούμε Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄[ 292]· σπίτι τζη μ’ αποδέχεται μ’ όλη την όρεξή τζη Κατζ. Γ΄ 278· Ο δούξ τους αποδέχθηκεν μετά χαράς μεγάλης Φλώρ. 305. Με πρόσωπο χαιράμενο, με λόγια ζαχαρένια| ετούτον αποδέχτηκε (ενν. ο βασιλιάς) όχι άλλο έτσι κιανένα Ερωτόκρ. Β΄ 424· τον εποδέχθηκεν με κάλεσμα και γιόμα Σκλέντζα, Ποιήμ. 171 (βλ. και αναδέχομαι 2, απαντήχνω β, απαντώ 1β)· β) περιμένω (με υποκ. λ. που δηλώνει δυσάρεστο) (Πβ. και L‑S, λ. υποδέχομαι IV 3): η κρίσις μ’ αποδέχεται,| χάνομαι εκ τον κόσμον Φλώρ. 475· βλ. και αγαλώ, αναμένω 1α, απαντεχαίνω α, απαντέχω 1 γ) (με αιτ.) συμπεριφέρομαι φιλικά (σε κάποιον) (Πβ. την αρχ. σημασ. στο αποδέχομαι, L‑S στη λ. I 1): Εκείνους έχε μετά σε, αγάπα κι αποδέχου| όπου πολλά συνθλίβονται μετά των δυστυχούντων Σπαν. (Hanna) A 208· εκείνος ως παμφρόνιμος καλά τούς αποδέχτη| όμοσεν κι υπισκήθη τους να μη τούς αδικήσει Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1437. δ) συγχωρώ: Επειδή … γνωρίζεις πώς με έκαμεν ο Υιός και Θεός μου μεσίτρια των αμαρτωλών, αποδέχομαι σε και γυρίζω σε τον Υιόν και εσύ δείξε τα έργα της μετάνοιας Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 441. Βλ. και απολύω Α7. 3) Παίρνω στα χέρια μου, πιάνω: σα φύλλο τ’ αποδέχτηκε (ενν. το κοντάρι) στη δυνατή ντου χέρα Ερωτόκρ. Β΄ 502· ρίπτει του το στεφάνιν| και εκείνος το επεδέκτηκεν και εκατεφίλησέν το Αχιλλ. N 1192. Βλ. και αλίσκω, αναλαμβάνω Α1. 4) Ανέχομαι (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. II 2 και L‑S, λ. υποδέχομαι I 4· και σήμ., ΙΛ στη λ. 4): αν είχεν (ενν. ο Χριστός) όλα τα κακά απάνω στο κορμίν του,| ήθελε τ’ αποδέχεται δια ψυχοπόνεσή ντου Φαλιέρ., Ρίμ. L 284 Βλ. και αναφέρω Α5, ανέχω Α2β, απαντέχω 6β. 5) Επιθυμώ: Ημείς επαναπαύθημεν προς ολιγόν, προς ώραν,| αυτή δε μόνη μετ’ αυτήν την μοναχήν καυχίτσαν| ήτον ως επεδέχετο Καλλίμ. 2420. Βλ. και αγαπώ 4, αναβούλομαι, αναζητώ 5, ανακράζω 8α.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ. και ουσ., Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 526, Ασσίζ. (Σάθ.) 1818, 16214, 19, 1637, 9, 26523, 4141, 6, 26, 29, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 111, 7953, Ch. pop. (Pern.) 388, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 1202, 225, 624, Δεφ., Λόγ. (Kar.) 739, 742, 746, Αρσ., Κόπ. διατρ. (Ζαμπ.) σ. 392, Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 246β 14, 15, φ. 335α 7, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 169τρις, 185, 192, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 36328, Διήγ. πανωφ. (Φιλαδ.) 57δις, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 213, 216, Διακρούσ. (Ξηρ.) 11812, Ρίμ. θαν. (Κακ.) γ 2, 35, 64, 68, 80, 112, 124· συγκρ. αμαρτωλότερος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 364r.