Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- περίτου,
- επίρρ., Ασσίζ. 721‑22, 817, 3726, 414, 5, 551‑2, 6011, 782, 1042, 10931, 1447, 14819, 1505, 15224, 15426, 1582, 17120, 3109, 10, 32429, 3253, 33411, 34222, 36011, 3865, 4765‑6, Μαχ. 4212, 2582, 43621, 25, 48828, 49035, 55618, 20, 62634, 64213, Βουστρ. (Κεχ.) 1216, 249‑10, 887, χφ Β 28513, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 73, 75 τρις, 80, 81, 86, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) V 779, 1406, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 628, Ανων., Ιστ. σημ. ρμ́, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 67, 361, Κυπρ. ερωτ. 293, 9232, 37, 9318, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4530, Κανον. διατ. Α 351, Β 433, Παλαμήδ., Βοηβ. 544, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 38, κ.α.
Κατά Συμεων., Ιστ. κυπρ. διαλ. 138 από υπέρ τι> υπέρ το> περίτο> περίτου· για ετυμ. από το περιττός, ‑ώς ή από έκφρ. εκ περιττού βλ. Χατζ., Διασπ. 521, Georgac., Glotta 31, 1951, 228 (για την απλοποίηση του διπλού ττ βλ. Χατζ., Διασπ. 521, Χατζ., Διασπ. 234). Τ. πιρίτου (πιρίττου) σήμ. στη Μακεδονία (Andr., Lex., λ. περιττός) και πουρούτου σε δημ. τραγ. της Ρόδου (Παπαχριστοδούλου, Λαογρ. 19, 1960-61, 144). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Λουκά, Γλωσσάρ., Φαρμακ., Γλωσσάρ. 88, Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 504, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ. (‑ττ‑), Καρανικόλας Αλ., Συμ. 3, 86, Μάνεσης, Λεξ. μυκον. ιδιώμ. (‑ττ‑)).
1) Περισσότερο (σε ποσότητα, ένταση): σκορπίζοντα, διαμοιράζοντα και διδόντα τες χάριτές του περίτου χαίρεται (ενν. ο Θεός) και αγάλλεται παρά εκείνον οπού τες περιλαμβάνει Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 445· ο ρήγας δεν είχεν τινάν απού τον αγάπαν περίτου του αποστολέ Βουστρ. (Κεχ.) 3614· (για χρον. διάστημα): τους υί Χριστού ήλθεν άλλον θανατικόν όπου ’πάντησεν περίτου παρά ά χρόνον Μαχ. 6224· (για έκταση σε χώρο): αν γίνεται ... το εξωπέταστον να εμπαίνει εις τον στενόν το ρηγάτικον περίτου παρά το τρίτον του στενού ... Ασσίζ. 20315· όσον/ώσπου περίτου ... οτόσον/τόσον = όσο περισσότερο ... τόσο: Όσον περίτου, πόθε, με παθιάζεις| οτόσον πεθυμώ να σ’ ακλουθήσω Κυπρ. ερωτ. 381· Όντας σ’ εμέν γυρίζουν (ενν. τα ’μνοστα ’μμάτια) και θωρούμ με,| νιώθω κι άφτει καρδιά μου μαρτυρώντα| κι εκείνα νιώθουν κι αξανά βιγλούν με| κι ώσπου περίτου πάσκει πολεμώντα (παραλ. 1 στ.) τόσον εκείνα στέκω πεθυμώντα Κυπρ. ερωτ. 612· όσα ... τόσον περίτου = όσο ... τόσο περισσότερο: όσα ’πό ’ξαυτόν της ’ξωμακρίζω| τόσον περίτου αξάφτω και βακρύζω Κυπρ. ερωτ. 648. 2) α) (Με επόμ. επίθ., μτχ. επίθ. ή επίρρ. θετ. βαθμού σχηματίζει περιφραστικό τ. του συγκρ. βαθμού· βλ. και Συμεων., Ιστ. κυπρ. διαλ. 213) πιο: καλλιότερον και περίτου αρεστόν του Θεού, ... το πάσα άνθρωπος θεοσεβής και φιλόχριστος να καθαρίζεται απατός του με πάσα αγαθοεργίαν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 503· δεν έν’ θαύμα, αν είσαι| αξαύτου μου περίτου αγαπημένη| παρά που ’σαι γλυκιά Κυπρ. ερωτ. 8716· εθέλησεν ο πάπας να μάθει περίτου καθαρά Μαχ. 149· (με επίθ. συγκρ. βαθμού για επίταση της σημασ. του): είναι περίτου μεγαλύτερον το διλίτιν το γνωστικόν παρά το αισθητόν του κορμιού Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 80· β) (με άρθρο και επόμ. επίθ. θετ. βαθμού σχηματίζει περιφραστικό τύπο του υπερθ. βαθμού): ήτον ο περίτου δυνατός και ομορφόττερος καβαλλάρης οπού ευρίσκετον εις την Κύπρον Μαχ. 7229· εποίκα ως γιον εκείνον οπού ένι εις ένα λιβάδιν μεγαλότατον εις το ποιον ένι διάφοροι και παράξενοι αθθοί και διαλέγει πάντα τες περίτου άξιες κορφές διά να ποίσει το στεφάνιν του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 73. 3) Ως ουσ. (συν. με το άρθρο) α) η πλειονότητα, οι περισσότεροι: το δίκαιον ... ορίζει ότι εκεί οπού οι περίτου συμπαύγουν εκείνο να ένι στερεωμένον Ασσίζ. 17626· εβουλεύσαν τον οι συγκριτικοί να συντύχῃ με τον ρήγα, και .. να ελευθερώσει τους λας τους περπεριάρηδες, όπου ήσαν ... περπεριάρηδες, οι περίτου του συγκρίτου και ούλον το αρχοντολόγιν Μαχ. 14017· β) ο πληθ. ουδ.: τα περίτου = τα υπόλοιπα, τα επιπλέον: Περί εκείνου οπού πουλεί το αμάχιν του εγγυητή του περίτου παρά του εχρώστεν, και πώς να στρέψει τα περίτου Ασσίζ. 817‑18· γ) (με επιρρ. σημασ.) τες περίτου = τις περισσότερες φορές: Ελάφιν τόσα γλήγορα στην στράταν| δεν τρέχει ..., (παραλ. 3 στ.) γιον φεύγουν ταύτης της ζωής οι χρόνοι.| Ω ψευδείς και προσωρινοί μας χρόνοι,| που τες περίτου λείβγιετε την στράταν Κυπρ. ερωτ. 1078· δ) το περίτου (με επιρρ. σημασ.) = ο κυριότερος λόγος, κυρίως: η βασίλισσα επήγεν μοναχή της εις τον καθέναν και επαρακάλεν το να τελειωθεί, ότι το περίτου τό ήλθεν, ήλθεν διά να το τελειώσει Μαχ. 32828· ε) ? ούλοι οι περίτου / ούλοι ή περίτου = η πλειονότητα, οι περισσότεροι/όλοι ή οι περισσότεροι (βλ. Dawkins [Μαχ. σ. 261]· βλ. και Κεχαγιόγλου [Βουστρ. σ. 285 κριτ. υπ., 481]): ο αφέντης μας ο ρήγας ... και ο αφέντης μας ο πρίντζης και ούλοι οι περίτου καβαλλάρηδες, δεν τους ακανεί; Μαχ. 37231· ούλοι ή περίτου ήτον αρμασμένοι και με παιδία Βουστρ. (Κεχ.) χφ Μ 28513· στ) διά περίτου = για περισσότερα χρήματα: εάν το σπίτιν πουληθεί διά περίτου παρά όσα ένι το χρείος, η αυλή ένι κρατημένη να περιλάβει τα περίτου και να τα στρέψει εκείνου ού εκείνης οπού ήσαν τα σπίτια Ασσίζ. 28931. 4) (Ως επίθ. με επόμ. ουσ.) περισσότερος, μεγαλύτερος: διά περίτου στερέωμαν στέλλω σου οκτώ καραβοκυρούς εις την συντροφιάν σου να τους κρατείς διά σιγουρτάν εις το κάτεργόν σου Μαχ. 50229· Γροικώντα το κουμμούνιν της Βενετίας τα μαντάτα της Αλεξάνδρας, επικράνθησαν πολλά, διότι το περίτου διάφορος των πραματείων ήτον εκεί Μαχ. 15613· (εδώ με άρθρο και ουσ. στον εν. = το μεγαλύτερο μέρος από): Κυρά μου, ... να ηξεύρει η αφεντιά σου, ότι η περίτου τζούρμαν των καραβίων εθελήσα να σας θανατώσουν Μαχ. 39628· (εδώ με β́ όρο σύγκρισης): περίτου παρά είκοσι ...| στον άδην έπεμπεν εχθρούς Παλαμήδ., Βοηβ. 607· αναμίκτησαν και εσυμπιάστησαν περίτου παρά γ́ χιλιάδες άνδρες καβαλλάρηδες Μαχ. 37227. Εκφρ. α) ή περίτου ή παρ(α)κάτω (βλ. και Χατζ., Διασπ. 521) = ή περισσότερο ή λιγότερο: Ώδε λαλεί το δίκαιον εκείνου οπού δανείζει το εδικόν του ετέρου ανθρώπου, και όταν του το ζητήσει, εκείνος απολογάταί του ή περίτου ή παρακάτω οπού του ζητά, και διά τούτο έρχεται εις την κρίσιν Ασσίζ. 5213· β) περίτου και περίτου (βλ. και Λουκά, Γλωσσάρ. 369) = όλο και περισσότερο: καθημερινόν περίτου και περίτου με βλέπουν και διαφεντεύγουν με να μεν έβγω αππώδε Μαχ. 3802.πέτρινος,- επίθ., Καλλίμ. 746, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 227, Ερωτοπ. 206, Χρον. Τόκκων 3653, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3976, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 105r δις και v, 258r, Πηγά, Χρυσοπ. 337 (12), Παϊσ., Ιστ. Σινά 378, 1040, 1588, Προσκυν. Κουτλ. 156 8128, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 131, Έ 167, Πιστ. βοσκ. I 5, 186, IV 7, 113, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 982 ρξζ́ 10, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 154, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2538, Hagia Sophia ω 52713‑14, 5984, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. Αποκ. θ́ 20, Προσκυν. α′ 12023, Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. Κ 14.
Το αρχ. επίθ. πέτρινος. Η λ. και σήμ.
1) Φτιαγμένος από πέτρα, λίθινος: Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 180r, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1222, Προσκυν. α′ 11120. 2) (Μεταφ.) α) σκληρός, ασυγκίνητος: Ποία ψυχή και ποια καρδιά δεν ήθελεν βουρκώσει| στα λόγια τα θλιβερά να μην αναδρακώσει;| έξω να ’χ’ ήτον πέτρινος, γλυπτοπελεκημένος,| ή ξύλινος ... ειδωλοκαμωμένος Ιμπ. (Legr.) 971· β) (με τα ουσ. καρδιά, σπλάχνα· βλ. λ. λίθινος 2, λιθώδης γ) άπονος, σκληρός: ει τις ποτέ ουκ έκλαψεν δάκρυα από καρδιάς του,| αν ήτον λιθοκάρδιος, ας έλθει εδά να κλάψει·| αν είχε πέτρινην καρδιάν και σίδερον συκώτι,| ας έλθει, ας κλάψει και ας δαρθεί Αχιλλ. L 1243· ποίος ήτον ούτω σκληρός και με πέτρινην καρδίαν, οπού να μην λυπηθεί και να κλαύσει, βλέπων τους οσίους εκείνους και ιεροπρεπείς γέροντας, τα αγγελοειδή πρόσωπα, χαμαί εις γην ερριμένους ...; Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 81· Ποιος να ’χει πέτρινη καρδιά και σιδερένια μάτια| να τηνε βλέπει (ενν. τη Μαρία) κι η καρδιά να μη γενεί κομμάτια; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3968· Τις γράψει γνώμην σιδηράν, αμείλικτον καρδίαν,| πέτρινα σπλάχνα δράκοντος; Τις ιστορήσει λόγῳ; Καλλίμ. 506.πετώ,- Λίβ. P 1594, Λίβ. Sc. 1213, Λίβ. Esc. 3983, Λίβ. N 1622, Αχιλλ. (Smith) O 377, Ιμπ. 425, Αλεξ.2 1709, Ριμ. κόρ. 590, Κορων., Μπούας 32, Αχέλ. 701, 1539, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1082, Χρον. σουλτ. 8225, Ιστ. πατρ. 1551, Κυπρ. ερωτ. 134, 7537, Πανώρ. Γ́ 95, 485, Αλφ. 1181, Διγ. Άνδρ. 31931, 3848, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 256, 360, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [496], Φορτουν. (Vinc.) Β́ 56, Ροδινός (Βαλ.) 89, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 280, Διγ. O 1657, Διακρούσ. 8124, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15317, 20814, κ.π.α.· παρατ. πέτουνα, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17925· μέλλ. πτήσω, Ψευδο-Σφρ. 41631· αόρ. (ε)πέτασα, Γλυκά, Στ. 227, Καλλίμ. 1555, Ασσίζ. 19919, Βέλθ. 722, Πρέσβ. ιππ. 116, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 80, Λίβ. P 1579, 2558, Λίβ. Sc. 553, 1915, Λίβ. Esc. 1306, 1729, Λίβ. N 1339, 1524, Αχιλλ. L 713, 1179, Φυσιολ. (Legr.) 208, Αλεξ.2 1636, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1484, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 97, Κυπρ. ερωτ. 114, 2414, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9327, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 77, Διγ. O 2750, κ.α.· απετώ, Λίβ. Esc. 1969, 2318, 3074, Λίβ. N 1710, Ιμπ. 128, Θησ. (Foll.) Ι 71, Αρμούρ. (Αλεξ. Στ.) 82, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 209r, 247r, Πεντ. Δευτ. XXVIII 49, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 594, 9115, Χρον. σουλτ. 896, 9016, Ιστ. Βλαχ. 2345, Ιερόθ. Αββ. 335, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [316], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 141, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Έ 1503, Μπερτολδίνος 104, 141· μέσ. πετούμαι, Αχέλ. 1474, Κυπρ. ερωτ. 12617, Πανώρ. Β́ μετά στ. 537, Πιστ. βοσκ. IV 2, 178, Στάθ. (Martini) Γ́ 21, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ μετά στ. 94, Δ́ μετά στ. 188, Διακρούσ. 845, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 42421, 5076· παθ. αόρ. επετάσθην, Διγ. (Trapp) Gr. 141, Διγ. Z 908, 2919, Ερμον. Ρ 293, Λίβ. P 282, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΓ́ [106]· υποτ. παθ. αορ. πετακτώ, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 486· προστ. παθ. αορ. (β́ πληθ. πρόσ.) πετακτείτε, Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά 68· μτχ. μέσ. ενεστ. απετούμενος, Πεντ. Γέν. I 21, 22, VII 8· πετάμενος, Ασσίζ. 2003, Διγ. Z 330, 3183, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2616, Παρασπ., Βάρν. C 194, 421· πετούμενος, Θησ. Έ [784], Χούμνου, Κοσμογ. 22, 60, 242, 448, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 154, Ζήνου, Βατραχ. 98, Δεφ., Λόγ. 107, Δεφ., Σωσ. 47, Πεντ. Γέν. I 20, VI 7, VII 3, 14, κ.α., Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 1, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 137, 245· μτχ. παρκ. πετασμένος, Διήγ. πανωφ. 59.
Το μτγν. πετάω (L‑S, λ. πετάννυμι). Ο τ. απετώ στο Somav., στον Κατσαΐτ., Ιφ. Έ 540 και σήμ. ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. πετάω). Το μέσ. πετούμαι στο Somav. και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ.). Ο μέλλ. πτήσω εσφαλμ. σχηματ. από πιθ. επίδρ. του μέλλ. πτήσομαι του πέτομαι και του ουσ. πτήσις. Για την υποτ. παθ. αορ. πετακτώ βλ. Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 27. Οι μτχ. πετάμενος και πετούμενος και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., στη λ.). Η μτχ. πετασμένος στο Somav. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Ρίχνω κ. σε κάπ. για να το πιάσει: εγράψασιν τα χέρια της πιττάκιν| και εις εμέν το απέταξεν Λίβ. Esc. 1689· Πάλιν πετά με την γραφήν, απλώνω, εκράτησά την Λίβ. P 1563. 2) α) Τινάζω, ρίχνω μακριά, εκσφενδονίζω: η σκλερία επέταξέν τους εις το καστέλλο Ρούζου, και ηύραν έναν καράβιν βενέτικον, και επήραν το Μαχ. 2029· Εμένα η ψη μου με βαστά να μπω σ’ ένα φουσσάτο,| με το σπαθί μου μοναχάς να ρίχνω απάνω κάτω,| να κόψω χίλιες κεφαλές, μέλη να τεταρτιάσω,| πόδια και χέρια να πετώ, κορμιά να ξεκοιλιάσω Στάθ. (Martini) Γ́ 218· ως ακλουθά καμιάν φοράν, ευθύς όταν βροντήσει,| στρόβιλος μέγας, φοβερός, και τον γιαλόν βρουχίσει| και άνωθεν ως τον ουρανόν πετά την μαύρην σκόνη ... Αχέλ. 1462· επέτ’ απάνω (ενν. η θάλασσα) έτσι ψηλά στα ύψη τα νερά τση,| που πασαένας έκρινε βροχές τα κύματά τση Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 253· (σε μεταφ.): κύμα με δέρνει φοβερόν της αποχωρησίας,| πετά με κάτου εις άβυσσον της ποθοανελπισίας Λίβ. Esc. 1610· στον Άδην τους πετά συζώντανους ο Χάρος Απόκοπ.2 262· β) εκτοξεύω κ. εναντίον κάπ.: Έστησε (ενν. ο Τούρκος) τα καστέλλια του τρίγυρα (ενν. στα Χανιά) κι αρματώνει,| τα βόλια μέσα να πετά, να βρέχου σαν το χιόνι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1522· επετούσα| πέτρες απάνω των Τουρκώ Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 27116· οι χριστιανοί αρχίζου να πετούσι| μπάλες και μπόμπες στα τειχιά, ν’ ανοίγου, να χαλούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38819· (σε μεταφ.): σ’ εμέ τα μάτια τση χίλιες φωτιές πετούσι| κι όλο μ’ αναλαμπάνουσι κι εκείνη δεν κεντούσι; Πανώρ. Β́ 377· φρ. πετώ τουφέκια/τουφεκιές = πυροβολώ: ήτανε όλοι (ενν. οι καβαλιέροι) με καρδιά, τουφέκια να πετούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 47818· Επιάσαν τα τουφέκια τως οι Τούρκοι και κινούσι| και σώνου προς τα κάτεργα και τουφεκιές πετούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3942· γ) βγάζω έξω ορμητικά: Ενοίξασι (ενν. τα θεριά) τα στόματα, τρεις γλώσσες επετάξα,| εκάμα μουγκρισμό πολύ και τα μαλλιά ετινάξα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 139. 3) Ρίχνω κάπ. κάτω: σύσσελλον τον επέταξα από το φαρίν του,| να κείται εκείνος παρεκτός και εκείθεν το άλογόν του Λίβ. P 951. 4) α) Απορρίπτω κ. ως άχρηστο: εσύραν το σχοινίν, εδήσασι τα χέρια,| τα πόδια μου κλαπώσασιν, τα πάντα μου πετάσαν,| εις φυλακήν μ’ εβάλασιν Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 213· β) (μεταφ.) διώχνω από τη σκέψη μου, ξεχνώ: άφες τα πάντα, παρεκτός ρίψε τα, πέτασέ τα,| έλα μετά με, Κλιτοβών, εις το Αργυρόν το Κάστρον Λίβ. Sc. 3095. 5) Αφαιρώ, απομακρύνω κ.: Μια κουρτελέα του ’δωκε (ενν. ο Πέτρος) κι επέταξε τ’ αφτίν του| και πάλι εξαναγιάγειρε να πάρει τη ζωήν του Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3040· (εδώ προκ. για αποτρίχωση): άλλες βάνουν την κλωστήν| και απετούσιν (έκδ. απαιτούσιν· διορθώσ.) το δασύ,| και άλλες ξύουνται με γιαλία,| διά να εβγάζουν τα μαλλία Συναξ. γυν. 525. 6) Εκδιώκω, απομακρύνω βίαια κάπ.: «Πώς εδυνήθη» λέγει της (ενν. ο Βοϊβόνδας Πέτρος της μάννας του) φρόνιμα και με τάξιν| «άρχων ο Καντακουζηνός όλους να μας πετάξει» Αιτωλ., Βοηβ. 4· όλ’ οι Ρωμαίοι κει ’ρθανε, οπού ’τον προκομμένοι,| να πάνε να μαλώσουνε τον οχουθρό, να διάξου,| να πάρου τες τριντζέρες τως κι όξω να τους πετάξου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 48524. Β́ Αμτβ. 1) α) (Προκ. για πουλί ή έντομο) πετώ, φτερουγίζω: Τέσσερα τρυγονόπουλα στους ουρανούς πετούσιν,| καθ’ ώραν υψηλώνουσι και χαμηλά θωρούσι Ερωτοπ. 706· αν ακούσεις τίποτε κτύπον μικρόν ομπρός σου,| κλαδίν ή χόρτον να σειστεί ή μύγα να πετάσει,| φεύγεις ώσπερ διάβολος εκ του θυμιαμάτου Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 332· (εδώ προκ. για τον Έρωτα): ευθύς εις την καρδίαν της ετόξευσεν (ενν. ο Έρωτας) απέσω| και εκ το δένδρον επέτασεν, εχάθην απομπρός της Αχιλλ. (Smith) N 1089· (εδώ προκ. για τον αρχάγγελο Μιχαήλ): Ποσώς ο αρχιστράτηγος σ’ αυτά δεν αποκρίθη,| αλλά από τον ουρανόν επέτα προς τα βύθη Αχέλ. 1333· β) (με την πρόθ. από + αιτιατ.) πετώ μακριά, απομακρύνομαι πετώντας: Και λίγες φορές τον θωρείς (ενν. τον αετό) να πετάσει από τα όρνια οπού δεν ημπορούν να χορτάσουν μοναχά τους απού δεν του ακλουθούσιν. Και λίγες φορές τον θωρείς να πετάσει απέ τα όρνια οπού δεν ημπορούν νά ’ρτουν ταπισά του διά να έχουσιν τούτον το φαν απού τους αφήνει Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 101 δις. 2) α) Κινούμαι γρήγορα, ορμητικά: Γιατί θώρεν κι ακλουθώ της,| έφευγεν ομπρός πετώντα Κυπρ. ερωτ. 11634· ’δέ νέφος όνταφ φεύγει ομπρό στ’ ανέμιν| ’δέ τόσα γλήγορα πετά ξουφάριν| γιον φεύγουν τούτης της ζωής οι χρόνοι Κυπρ. ερωτ. 1075· (σε παρομοίωση): εξώφευγε τσι κοπανιές κι ήβλεπε το σπαθί του| κι ωσάν αϊτός επά κι εκεί επέτα το κορμί του Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1072· Τα χέρια και τα πόδια τως σαν άνεμος πετούσι| και σαν όντε βροντά ουρανός οι κοπανιές κτυπούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1813· ωσάν τον άνεμον πετά (ενν. η φωτιά) κι ηυρίσκεται όπου θέλει Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1126]· β) ορμώ (να κάνω κ.): Λιοντάρι χρυσοπτέρυγο, στον κόσμο δοξασμένο,| γύρισε προς τον οχουθρό και γίνου μανισμένο·| πέταξε και ’ξολόθρεψε φουσσάτο του Οτομάνο Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4989· οι Τούρκοι, να τ’ ακούσουνε, όλοι τως επηδούσα| και με βοή λέσι το ναι, κι εμπαίνα κι επετούσα| νά ’ρθου το γληγορύτερο στα ξύλα, να κινήσου,| νά ’ρθου στην πεθυμητική Κρήτη, να την πατήσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 14724· ο Τούρκος δεν εσύχαζε, μα ’πέτα να χαλούσι| τα σπίτια κι όλες τσ’ εκκλησιές, τη μπόρεση να δούσι| οπού ’χε το φουσσάτο του Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26829· γ) πηγαίνω κάπου βιαστικά, σπεύδω: σπούδασον, φθάσον, πέτασε γοργόν επί το Μίλιν Προδρ. (Eideneier) IV 119 χφ H κριτ. υπ.· δ) κινούμαι προς τα κάτω με ορμή, πέφτω (Για τη σημασ. βλ. Τσαβαρή [Πουλολ. σ. 369]): ως το χαλάζιν να πετάς (ενν. συ, ορτύκιν) και ως κούρβουλον να πέφτεις,| και τα παιδία του αμπελικού να σε τσαλαπατούσιν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 476. 3) (Μεταφ.) α) χάνομαι, εξαφανίζομαι: Ήργησαν πάντα, χάθησαν, έφυγαν, επετάσαν,| όλα τα εστερεύθηκα, ομοίως και το φως μου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 488· οι δόξες είναι αστραπές που φέγγου, μα πετούσι,| κι εις ένα ανοιγοσφάλισμα των αμματιώ σκορπούσι Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 338· φτωχοί, τ’ αρπάτε φεύγουσι, τά σφίγγετε πετούσι,| τά περμαζώνετε σκορπού, τά κτίζετε χαλούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 131· β) φεύγω, απομακρύνομαι: Οι λογισμοί επετάξασι, στον ουρανόν εφτάσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 507· Ας ηξεύρει λοιπόν τούτο, αν ορίζει, το οποίον θαρρώ να μην επέταξεν από τον νουν της Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 14921· όποιος εμένα θέλει ευρείν, εισμιόν με θέλει σφάξει| και η ψυχή εκ το κορμίν σύντομα θε πετάξει Χούμνου, Κοσμογ. 204· γ) ξεφεύγω: Αφέντη μου πολύκαρπε, κοκκινομηλοφόρε, (παραλ. 2 στ.) κι εσύ με τα κολάκια σου και με την φρόνεσίν σου| επιάσες με στα βρόχια σου και ουκ ημπορώ πετάσειν Ερωτοπ. 472· Δεξιά μου κάθουνται οι έρωτες και αριστερά μου η αγάπη,| τα γόνατά μου αδυναμιάν, τα χέρια μου τρομάρα,| το στόμα μου αναροξιάν, δεν ημπορώ πετάσειν Ερωτοπ. 518· δ) (προκ. για το χρόνο) περνώ, φεύγω: ας την εξεφαντώσομε (ενν. την ομορφιά), ότι ο καιρός πετάει| και τρέχουν οι χρόνοι μας ομπρός, κι η ομορφιά μας πάει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [695]. 4) (Μεταφ. προκ. για την καρδιά) «φτερουγίζω», χτυπώ δυνατά, σκιρτώ: τ’ όνομά του ως το ’γραψε (ενν. ο Ρωτόκριτος), στήν αγαπά ξανοίγει,| κι εκείνη εγροίκα την καρδιά το πως πετά, να φύγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 536. 5) (Μεταφ.) χαίρομαι πολύ: Σαν ήμαθε την αφορμήν οπού το ρήγα κρίνει,| εφάνιστή του επέταξε κι ολόχαρος εγίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1444. 6) (Προκ. για υγρό) πετάγομαι, εκτινάσσομαι, ξεχύνομαι: Δίδει (ενν. ο Πιλάτος) τονε (ενν. τον Ιησού) και γδύνουν τον, δένουν τον στην κολόνα| και σκουρτσάδες του δίδασι απού ’πέτα το αίμα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3363. ΙI. Μέσ. 1) α) Κινούμαι γρήγορα σαν να πετώ: τούτο και μόνον ήξευρα, να κάθομαι εις την σέλαν (ενν. του δάου),| του να πετούμαι εις ουρανούς και εις νέφη ν’ ανηβαίνω Λίβ. Esc. 3284· (σε παρομοίωση): καθώς λιοντάρι τρώγει (ενν. η φωτιά)| κι ως σίδερο σουβλίζει| κι ως άνεμος πετάται Πιστ. βοσκ. I 5, 17· β) περπατώ απαλά σαν να πετώ, αλαφροπερπατώ: Εμάζωνε (ενν. το φαρίν) τα ποδάρια του εις ένα τόπον και έπειτα ήπλωνέν τα και εφαίνετον ως ότι λεπτοπεριπατεί και ως χαμόθεν πετάσθαι Διγ. Άνδρ. 31917. 2) α) Κινούμαι γρήγορα και ξαφνικά προς κάπ. κατεύθυνση, ορμώ: Το Xάρον εκοιτάζανε στη μέση να πετάται,| να κόφτει Τούρκους και Ρωμιούς, Φράγκους να μη λυπάται Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16719· μέσα εσύρθηκε στο μαγερειό και μπαίνει| τάχατες ογιά να χωστεί· κι εμένα τονε παίρνει| το αμμάτι μου και το ζιμιό στο μαγερειό πετούμαι Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 35· β) ορμώ, χυμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάπ.: Άγρια λιοντάρια, αφήσετε τσι τρύπες και τα σπήλια| και πετακτείτε απάνω μου τούτη την ώρα χίλια Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά 68· απήτις δώσουσι φωτιά, όλοι να πεταχτούνε| απάνω στους Αγαρηνούς, ογιά να τιμηθούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 50011. 3) α) Τινάζομαι, εκσφενδονίζομαι: χέρια ην πολλά κομμένα, το σπαθί κρατεί καθένα,| και κεφάλια να πετούνται, σαν νεράντζια να θωρούνται Διακρούσ. 6955· (σε μεταφ.): Χίλιες απού τα μάτια τση φωτιές επεταχτήκα| κι εις την καημένη μου καρδιά την πληγωμένη εμπήκα Πανώρ. Ά 331· β) βγαίνω εντελώς, πετάγομαι (έξω): Είπασι πως κι οι γλώσσες τως εφαίνουντα καμένες,| όξω έναν γκυνόστομον να ήτον πετασμένες Διήγ. ωραιότ. 824· Άνοιξε τούτη (ενν. το σεντούκιν)· παρευθύς ο δαίμων επετάσθην Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2099· (σε μεταφ.): από τον Έρωτα οπού ήτον καθισμένος| ... σαν την μέλισσα, στα χείλη της χωσμένος,|εγροίκησα να πεταχτεί το ’ξυμυτό κεντρί του| και νά ’μπει μες στα σπλάγχνη μου μ’ όλην την δύναμίν του Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [263]. 4) (Προκ. για αφήγηση) αναφέρομαι σε κ.: Ομοίως και ο θεορρήμων Χρυσόστομος, οπού εσυναφέραμεν ομπρός, πούμπλικα και φανερά διδάσκει και φωνάζει (να πετακτούμεν πάλιν εις τα χρηστότατά του λόγια). Λέγει ... Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 486· Ας πετακτούμεν πάλιν από τούτα εις άλλα όμοια κάζη, οπού έχουν τοιούτην δύναμιν και όμοιον τρόπον Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 192. Φρ. 1) Ακοάς πετώ τινί = ακούω με προσοχή κάπ., «δίνω βάση» στα λόγια του: αν ακοάς πετάσωσι κριταί τοις κατηγόροις,| και πάντα παραδέχοιντο κακώς θεληματούντες, (παραλ. 2 στ.) ... τῃ μέθῃ του θυμού πάντες αναλωθώσι Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 271. 2) Απετώ πυρ εκ το πρόσωπον = είμαι πολύ θυμωμένος, εξοργίζομαι: πυρ απετά εκ το πρόσωπον (ενν. ο Αχιλλεύς), φαίνεται εκ τον θυμόν του·| εδά ας φυλάγεται Έκτορας, εάν θέλει να έχει ζήσει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7054. 3) Πετούμαι στ’ άστρα, βλ. Επιτομή, λ. άστρον 1α φρ. (β). 4) Πετώ εις τ’ άστρη, βλ. Επιτομή, λ. άστρον 1α φρ. (γ). 5) Πετώ στον αέρα = διαδίδομαι, εξαπλώνομαι: Ζήλεια κακή κι αντίδικη, δυσκολονικημένη (παραλ. 1 στ.), ξάπλωνε πούρι όσο θες και πέτα στον αέρα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45911. 6) Πετώ στου ουρανού τα ύψη, βλ. ουρανός Φρ. 7. 7) Πετώ ’ς τσ’ ουρανούς, βλ. ουρανός Φρ. 1. 8) Πετώ ψηλά ψηλά = είμαι καλότυχος, ευτυχισμένος: ωσάν καράβι στο γιαλό με διχωστάς τιμόνι,| να λείπει το κατάρτι του, πάντα ζητά τον πάτο,| κι όποιος ψηλά ψηλά πετά, εύκολα δίδει κάτω Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45822. Η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ. = που πετά στον αέρα, ιπτάμενος (συν. για πουλί): ο Νώε ευλόγησε την περιστεράν ... λέγοντάς της ότι να έναι ευλογημένη από όλα τα πετούμενα πουλία Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 98r· από τα όρνεα τα πετούμενα και από το συκώτι του προβάτου και από τα όνειρα εφαίνετον αυτεινών των παλαιών ότι ήξευραν τα μέλλοντα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 209r· Τας δε κλίμακας ακωλύτως επήγνυον (ενν. οι Τούρκοι) και ανέβαινον ως αετοί πετώμενοι Δούκ. 35911· (σε μεταφ.): Βλέπω, Κύριε, πετούμενον δρεπάνι,| το μάκρος πήχες είκοσι, το πλάτος πήχες δέκα Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2526. Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ. = πουλί, πτηνό: να ’ξουσιάσουν (ενν. οι άνθρωποι) εις ψάρι της θαλασσούς και εις πετούμενο του ουρανού και εις το χτήνο Πεντ. Γέν. Ι 26· συρνάμενα, πετούμενα, όλα να τα κυριεύγεις,| και πάντα με τη γνώση σου όλα να τ’ αφεντεύγεις Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1028· Συρνάμενα, πετάμενα, όλα, μ’ αυτά να ζείτε Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1508.πέφτω,- Ασσίζ. 229, 13612, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 66, Σαχλ. N 395, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 44, Ερωτοπ. 402, 604, Λίβ. Esc. 2127, 3861, Αχιλλ. L 68, 947, Αχιλλ. (Smith) N 1147, Αργυρ., Βάρν. K 394, Μαχ. 4226, 29423, Ch. pop. 821, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 456, Αλεξ.2 1376, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4125, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 118, Βεντράμ., Φιλ. 178, Διήγ. Αλ. G 27719, Πεντ. Γέν. XV 12, Αρ. XXIV 4, Δευτ. XXII 4, 8, Αχέλ. 2532, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 2815, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 408, Πανώρ. Β́ 153, Γ́ μετά στ. 535, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 442, Χίκα, Μονωδ. 16, Διγ. Άνδρ. 39135, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1536, Β́ 1219, Γ́ 1569, Ροδολ. (Αποσκ.) Χορ. έ 12, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11030, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [844], Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 233, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 247, 248, Διγ. O 575, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15515, 1702, Μπερτολδίνος 106, Πωρικ. (Winterwerb) II 85, κ.π.α.· πέπτω, Ασσίζ. 1315‑6, 21, 32510, 34712, 38716, Λίβ. (Lamb.) N 510, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 902, 1075, 1516, 2183 κ.α., Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 312, Φυσιολ. (Legr.) 305, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 19119, Κανον. διατ. Β 217· πίπτω, Γλυκά, Στ. 256, Λόγ. παρηγ. L 120, Καλλίμ. 277, 1030, Διγ. Z 367, 3511, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1822, Βέλθ. 495, 1014, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7164, Ερμον. Θ 339, Ψ 236, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 96, Βίος Αλ. 2242, Απολλών. (Κεχ.) 336, 360, Λίβ. P 1754, Λίβ. Sc. 73, 1729, Λίβ. Esc. 116, Λίβ. (Lamb.) N 136, Λίβ. N 2185, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1981, Αχιλλ. (Smith) N 159, Δούκ. 375, Σφρ., Χρον. (Maisano) 11210, 17818, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι I 26, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 222, Συναξ. γυν. 102, Έκθ. χρον. 2022, 3219, Κορων., Μπούας 131 δις, Μαλαξός, Νομοκ. 279 δις, Ιστ. πολιτ. 126, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1108 ξγ́ 2, κ.π.α.· παρατ. έπεφθα, Τρωικά 5291, Ιστ. πατρ. 1141· έππεφτα, Θρ. Κύπρ. M 265, 721· αόρ. έππεσα, Μαχ. 623, 21421, 32416, 50612, 67814 κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 19217‑8, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 83, 99, 123, 126, 132· μέσ. αόρ. (γ́ εν. πρόσ.) επέσατο, Χρον. Μορ. H 5882· μτχ. παρκ. πεσωμένος, Πιστ. βοσκ. I 3, 57, Καλόανδρ. (Δανέζης) 83 (24v, 53v, 55r).
Από το αρχ. πίπτω (βλ. ΛΚΝ, στη λ., Ανδρ., Λεξ., στη λ.). Ο τ. πέπτω σε έγγρ. του 18. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 128) και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 726). Ο τ. πίπτω και σήμ. μόνο σε λόγ. φρ. (ΛΚΝ). Για τον παρατ. έπεφθα πβ. τ. πέφθω στο Du Cange (πέφθειν). Ο παρατ. έππεφτα και ο αόρ. έππεσα και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα, όπου και τ. ππέφτω (Σακ., Κυπρ. Β́ 730, στη λ., Χατζ., Λεξ., λ. ππέφτω). Για το μέσ. αόρ. επέσατο πβ. μτγν. μέσ. αόρ. επέσαντο (TLG)· βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 434. Η μτχ. παρκ. πεσωμένος στον Κατσαΐτ., Κλ. Β́ 312, 365 και σήμ. ιδιωμ. (Λάζαρης, Λευκαδ., Κοντομίχης, Λεξ. λευκ. ιδιώμ.). Η λ. πιθ. τον 3.-4. αι. (TLG), στο LBG και σήμ.
1) α) Κινούμαι προς τα κάτω παρασυρόμενος από το βάρος μου: Λίβ. P 114, 117, Λόγ. παρηγ. L 696· Σ’ ένα πηγάδι έπεσε σκύλος ενός ανθρώπου| και να τον βγάλει θέλησεν απάνω μετά κόπου Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 661· στο πέλαγος εγκρέμνισε (ενν. η αλουπού) κι έπεσε μοναχή της.| Επήραν την τα κύματα, στον λύκον την εβγάλα Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 460· (σε μεταφ.): εις πόσον κρεμνόν έπεσεν κακώσεως η ψυχή μου Λίβ. Esc. 1944· εις τον βυθόν γαρ έπεσε (ενν. η κόρη) του πόθου του Λιβίστρου Λίβ. Esc. 1526· φρ. πέφτω στον Άδη = πεθαίνω: Έχει στον κόσμο γιαγερμό όποιος στον Άδη πέσει; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 897· (για όπλα που εκτοξεύονται): κοντάρια και λαντζόνια έπιπταν ως το χώμα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 4522· ο πόλεμος να τρέχει| σε τουφεκιές και σαϊτιές και να μηδέν κατέχει| άνθρωπος πού να φυλαχτεί και το κορμί του χώσει,| να μηδέν πέσουν εδεκεί μπάλες να τους σκοτώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 47920· β) (για φυσικά ή καιρικά φαινόμενα): Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 24, Σφρ., Χρον. (Maisano) 18628· επέφτασιν τα άστρη Παρασπ., Βάρν. C 451· στα μέρη ετούτα η βροχή με χιόνι να μην πέφτει Πανώρ. Έ 394 κριτ. υπ.· (σε μεταφ.): αστροπελέκι| δεν πέφτει καταφρόνεσης, μήδ’ άλλος φόβος στέκει,| μα όλο χαρές κι όλο δροσές έχου και ξεφαντώνου Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 52· γ) (για υγρά) κυλώ από ένα ψηλότερο σημείο σε ένα χαμηλότερο: Θέλω στενάξω εκ καρδίας πολλά και να θρηνήσω,| να χύσω δάκρυα πικρά, στα στήθη μου να πέσουν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 277· την λαύραν τούτηνε την διώχνει και την σβήνει| τούτο που πέφτει απάνου της τ’ αγίασμα Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [424]· δ) κατεβαίνω από ζώο, ξεπεζεύω, πηδώ: εσήκωσεν η Ρίβκα τα μάτια της και είδεν τον Ιτσχακ και έπεσεν από το καμήλι Πεντ. Γέν. XXIV 64. 2) α) Αποσπώμαι, αποκολλώμαι· μαδιέμαι: τα δόντια του (ενν. του γέρου) επέσασι, τα μάτια του θολάνα Γεωργηλ., Θαν. 422· ανισώς και ο ρήγας (ενν. των μελίσσων) να ’τον γέρος και από γεροντοσύνης να ππέσαν τα φτερά του και να μηδέν ημπόρησεν να πετάσει Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 114· Όταν πέφτουν τα μαλλιά του και τα γένια του ή μουστάκια Ιατροσ. κώδ. υμθ́· εφύσα ο άνεμος και έπεφταν πολλάκις τα άνθη Διγ. Άνδρ. 40018· β1) γεννιέμαι: εγαστρώθη (ενν. η Σάρρα) (παραλ. 1 στ.)· κι ολπίζαμε οι ταλαίπωροι, σαν πέσει το γομάρι,| να μεγαλώσει και να ζει με του Θεού τη χάρη Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 47· καλλιά το ξεύρεις παρά μένα| πως όλοι εγεννηθήκαμε στη γη από κύρην ένα| και πως γδυμνοί μας έκαμε να πέφτομεν η φύση Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 279· β2) προέρχομαι, προκύπτω: Εκ της σελήνης έπεσεν εκείνη τας αγκάλας| και το λαμπρόν της μερτικόν απέσπασεν και απήρεν Βέλθ. 680· γ) (προκ. για έμβρυο) αποβάλλομαι: εβάλαν το (ενν. το ’γδίν) απάνω εις την κοιλιάν της και εκουπανίσαν πολλά πράματα, διά να ρίψει το βρέβος· και ο Θεός εγλύτωσέν το και δεν έππεσεν Μαχ. 21433· δ) (μεταφ.) αφαιρούμαι (από ένα σύνολο), δεν υπολογίζομαι: να χωρίσει του Κύριου τις ημέρας του χώρισμά του ... και οι μέρες οι πρώτες να πέσουν, ότι εμαγάρισεν το χώρισμά του Πεντ. Αρ. VI 12. 3) α) Από όρθια στάση σωριάζομαι στο έδαφος: Και περπατώ, κλονίζομαι, τρέμω και θέλω πέσει,| ουδέ γιατρός, ωσάν γροικώ, θέλει με ωφελέσει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 67· Τ’ αλάφι αποζυγώνοντας τόσα είμαι κουρασμένη,| οπού ’ρθα σ’ ώρα δυο φορές να πέσω λιγωμένη Πανώρ. Β́ 140· Εάν είς καμηλάρης αγωγιάζει τα καμήλια του εις κρασί ..., και γίνεται ότι τα καμήλια πέπτου, και γίνεται τίποτες ζημία απέ το φορτίν τους ... Ασσίζ. 32513· Οι Τούρκοι κατακόπτουνταν και ππέφταν πληγωμένοι Θρ. Κύπρ. M 707· Επέφτασιν οι χριστιανοί χαμαί μακελλεμένοι Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 307· β1) βαδίζω με αστάθεια, παραπατώ, σκοντάφτω: Ύπαγε, Σταφυλή κατηραμένη ... Το αίμα σου να πίνουν οι άνδρες ... και από τοίχον εις τοίχον να πίπτουν Πωρικ. (Winterwerb) III 127· β2) (μεταφ.) παραπαίω: πασαείς οπ’ αγαπά να γιάνει την ζωήν του| ας διώχνει τά πικραίνεται από την θύμησίν του (παραλ. 2 στ.), όχι να πέφτει, ώσπερ τυφλός, ώρες εδώ κι εκείθες Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 167· γ) (για οικοδομήματα) καταρρέω, γκρεμίζομαι: Γέγονε δε και σεισμός μέγας εν Κωνσταντινουπόλει ... και έπεσον τα τείχη της Πόλεως και ιμαράτια, και ναοί και οίκοι πολλοί ηφανίσθησαν Έκθ. χρον. 4812· τα θεμέλια τρέμουσιν, ο πύργος συντληάται,| και αν πέσει ο πύργος το βραδί, πλακεί τον νοικοκύρην Δευτ. Παρουσ. 369· δ) (για πλοίο) γέρνω: καθούριν έσωσε μετά βροχήν και χιόνιν| και άμα τῳ σώσειν ήρπαξεν πάραυτα το τιμόνιν·| τότε το ξύλον έπεσεν στ’ αριστερόν το πλάγι| κι εποίκεν κτύπον φοβερόν και ... ερράγην Απόκοπ.2 357. 4) α) Γονατίζω (για να προσκυνήσω ή να παρακαλέσω κάπ.): όλοι αντάμα πέζευσαν, πέφτουν και προσκυνούν τον Αχιλλ. L 841· Θέλω τηνε, ζητώ τηνε, πέφτω, παρακαλώ τη Πανώρ. Έ 339· φρ. πίπτω εις τα γόνατα = γονατίζω: Ευγενή Πάτροκλε φίλε,| νυν νομίζω τους Αργείους| να ’λθουσι με δουλοσύνη| κι εις τα γόνατα να πέσουν| και να με παρακαλέσουν,| ότι χρεία πολλή τους ήλθε Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΙΒ́ [379]· φρ. πέφτω εις τους πόδας/στα πόδια κάπ. = γονατίζω και ικετεύω κάπ., προσπέφτω: έπεσεν εις τους πόδας μου (ενν. η κόρη) και εφίλει τους και επαρεκάλει μοι Διγ. Άνδρ. 3723· με πάσα μου ταπείνωση στα πόδια σου να πέσω| κι όσο μπορώ και δύνομαι να σε παρακαλέσω| για δουλευτή σου ’μπιστικό και σκλάβο σου να μ’ έχεις Πανώρ. Γ́ 589· β) (με τις προθ. εις, προς + αιτιατ.) παρακαλώ θερμά, ικετεύω: σήμερον πέφτω εις εσάς να ζήσω, ν’ αποθάνω Αργυρ., Βάρν. K 298· ας αφήσομεν την οργήν ήν έχομεν και ας πέσομεν μετά δακρύων προς Κύριον, ίνα ελεήσει την αθλίαν μας ψυχήν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 370v· φρ. πέφτω εις την ελπίδα κάπ. = ζητώ τη βοήθεια κάπ.: έλεγεν (ενν. ο Ιωάσαφ): «Ω Ιησού Χριστέ μου, … να με φυλάξεις … από τούτους τους δαίμονας …». Και έκαμε τον σταυρόν του … και έπεσεν εις την ελπίδα του Χριστού Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 13721· φρ. πέφτω σε παρακάλιο = παρακαλώ: οι καβαλιέροι κι άρχοντες σε παρακάλιο πέσα| να μην του πάρει τη ζωή Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 32424. 5) α) Ξαπλώνω για να κοιμηθώ, πλαγιάζω: νυστάζω, πέφτω τάχατε, τυλίγομαι την κάπαν,| θέλω υπνώσαι, ουκ ημπορώ, ως έχειν αποκοιμούμαι Προδρ. (Eideneier) III 273-74 χφφ PK κριτ. υπ.· έπεσα ...| ... εις το κρεβάτι μου Ντελλαπ., Ερωτήμ. 270· ενύσταξα και έπεσα εις τα γόνατα της κόρης και εκοιμήθηκα Διγ. Άνδρ. 37520· φρ. πέφτω εις πλάγιασμα, βλ. πλάγιασμα 1γ· β) (με την πρόθ. μετά + γεν. ή την πρόθ. με + αιτιατ.) συνευρίσκομαι ερωτικά: είς άνθρωπος κρατεί μίαν γυναίκα … και πέφτει μετά του και τεκνοποιών ... Ασσίζ. 37729· τόση ήτονε η κακή της γνώμη, απού ως και με τους δούλους της έπεφτεν Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 415· ο Δαβίδ ο προφήτης εστόντα αμουρούζης της γυναίκας του Ουρία ... έππεσε μιτά της και αγγαστρώσεν την Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 96· γ) κάθομαι κάτω: Την εβδομάδα τω σκολώ μαζώνουνται και βγαίνου| στα περιβόλια, να χαρούν, και με τραγούδια μπαίνου| άνδρες, γυναίκες στα δενδρά· επέσανε να φάσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 45525. 6) α) Αρρωσταίνω: Αυτού λέγει το δίκαιον διά εκείνον όπου πουλεί ού αγοράζει ένα σκλάβον ... απού πέπτει απού κακή αρρώστιαν Ασσίζ. 29029· πεσών τῳ πάθει της ελεφαντιάσεως Ιστ. πολιτ. 71· από την πίκραν την πολλήν έπεσ’ αρρωστημένος| κι ήρθε κοντά στον θάνατον Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [362]· (εδώ από έρωτα): με πικριές τέτοιας γλυκιάς αιτίας| να πέφτουν από πόθου τους άθλιοι και πονεμένοι,| διαπάς με παραπόνεσιν έστοντας βυθισμένοι΄ Φαλιέρ., Ιστ.2 3· β) (προκ. για όργανο του σώματος) φθείρομαι, καταστρέφομαι: αν εμαγαρίστην (ενν. η γεναίκα), ... να πρηστεί η κοιλιά της και να πέσει το μερί της Πεντ. Αρ. V 27. 7) α) Σκοτώνομαι στο πεδίο της μάχης: φωνές εβγήκαν παρευθύς και κλάηματα και πόνοι| σ’ εκείνους οπού έπεφταν και τους αρπούσαν φόνοι Αχέλ. 2051· (σε παρομ.): Αρχίνισαν τον πόλεμον μετά μεγάλου πλήθους (παραλ. 3 στ.)· ωσάν τα φύλλα έπεφταν οι Τούρκοι κι οι Τατάροι Ιστ. Βλαχ. 899· β) (κατ’ επέκταση) πεθαίνω: Ο πόλεμος ο φλογερός εκράτησε δυο μήνες (παραλ. 1 στ.) και χώρια από τους σκοτωμούς εκράτιε τσι κι ανάγκη| μεγάλη, κι αποθαίνασι Ρωμιοί πολλοί και Φράγκοι,| οπού ’τον τόσος θάνατος σ’ όλες αυτές τσι μέρες,| που πέφτανε καθημερνό νέοι και θυγατέρες Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15426· ίππος ο Βουκέφαλος εξασθενήσας πίπτει| και λύπην προεξένησε μεγάλην Αλεξάνδρῳ Βίος Αλ. 4641. 8) (Συν. με το επίρρ. απάνω ή την πρόθ. εις + αιτιατ.) α) ρίχνομαι, κινούμαι ορμητικά προς κάπ., πλησιάζω πολύ κοντά σε κάπ.: ιάτρευσε (ενν. ο Ιησούς) πολλούς, τόσον οπού να έπεφταν απάνου του να τον πιάσουν όσοι είχαν βλαψίματα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. γ́ 10· φρ. πέφτω απάνω εις κάπ., πέφτω εις τον τράχηλον/επί τους τραχήλους (κάπ.) = αγκαλιάζω κάπ.: υπήγεν και έπεσεν απάνω εις το νεκρόν σώμα του πατρός του και εκαταφίλει τον μετά πολλών δακρύων Διγ. Άνδρ. 40111· πατέρα και μητέρα του απεχαιρέτησέν τους,| έπεσεν εις τον τράχηλον και κατεφίλησέν τους Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 800· έπεσεν ιπί τους τραχήλους του (ενν. του πατέρα του) και έκλαψεν ιπί τους τραχήλους του ακόμη Πεντ. Γέν. XLVI 29· β1) χτυπώ πάνω, προσκρούω: Εάν γίνεται ... ότι είς άνθρωπος φορτωμένος ξύλα ού έτερον τίποτες γομάριν ... διαβαίνει ... και χαλά ού ρίπτει εκείνον τό εκείνος ο βουργέσης ... έβαλεν έξω του εσπιτίου του, ... ει δε γίνεται ότι κανείς άνθρωπος να εβρούθησεν με το ίδιόν του θέλημαν το υποζύγιόν του φορτωμένον ού τον άνθρωπον φορτωμένον, ένι κρατημένος να ανακαινώσει όλην την ζημίαν τήν να ποίσει εκείνος οπού έπεσεν επάνω εις το πράγμαν του βουργέση Ασσίζ. 36210· β2) (για πλοίο) προσαράζω: την οποίαν (ενν. βάρκαν) έστοντας να σηκώσουν και να την βάλουν μέσα εις το καράβι, έκαμαν βοήθειες και εζώνασι το καράβι· φοβούμενοι μήπως και πέσουσιν εις την ξέρην — και εκατέβασαν τα άρμενα Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. κζ́ 17· γ) (μεταφ.) παρουσιάζομαι: αυτός επαίρνει το παιδί και φέρνει το στο σπίτιν,| φέρνει το την γυναίκαν του, πολλά το καμαρώνει (παραλ. 1 στ.). Πέφτει ο πόθος εις αυτούς μεγάλως, εξαιρέτως,| βυζάνου, θεραπεύουν το, κηδεύουσιν το βρέφος Βυζ. Ιλιάδ. 157· (προκ. για το Άγιο Πνεύμα): ο Πέτρος ελάλει ετούτα τα λόγια και το Πνεύμα το Άγιον έπεσεν απάνω εις όλους εκείνους οπού άκουαν τον λόγον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ί 44· δ) (μεταφ.) επιζητώ, επιδιώκω κ.: εις πράγμα που ζητούμεν| εις κείνο έως ύστερον πέφτομεν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 4120. 9) α) Κινούμαι ορμητικά εναντίον κάπ. ή κ., εφορμώ, επιτίθεμαι: Διγ. Z 2629· ο άνθρωπος πέπτει εις το θηρίον και το θηρίον σφάζεται Φυσιολ. (Legr.) 369· έπεσαν εις τα χρήματα τα θαυμαστά του κάστρου,| τον πλούτον τον αρίφνητον εφθείραν, εχαλάσαν Βυζ. Ιλιάδ. 1051· (μεταφ.): Ο δε Θευδάς ... καλέσας ένα απού τα πονηρά πνεύματα το πέμπει, διά να δώσει πόλεμον εις την σάρκα του ανδρειωμένου στρατιώτου, του Σωτήρος Χριστού ... Το δε πονηρόν πνεύμα … πέφτει εις του λόγου του ανάπτοντας φλογερήν κάμινον εις την σάρκαν του Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11916· οργή του Θεού έππεσεν απάνω τους, διότι ήτον πολλά αγγρισμένος μετά τους διά τας αμαρτίας τους Μαχ. 1612· β) (προκ. για κακό, συμφορά, κ.τ.ό.) συμβαίνω, ενσκήπτω, πλακώνω: Όταν έναι αγάπη δεν μπορεί σκαντάλιση να πέσει Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 65· θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.| Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία Ανακάλ. 2· είπανέ μου (ενν. οι άρχοντες της Λακεδαιμονίας) πως εις την Λακεδαιμόνιαν έπεσεν τόσον θανατικόν, ώστε οπού εμείς δεν ημπορούμεν να θάπτομεν τους νεκρούς Διαθ. Νίκωνος 6. 10) α) Μειώνομαι σε δύναμη ή ένταση, λιγοστεύω, εξασθενώ α1) (για καιρικά φαινόμενα): βλέποντας τον άνεμον δυνατόν εφοβήθη ... και εμπαίνοντας αυτοί μέσα εις το καράβι, ο άνεμος έπεσε Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιδ́ 32· α2) (για συναισθήματα ή καταστάσεις): όπου ορίζει ο έρωτας πάσ’ όργητα τελειώνει| και πέφτει η μάνητα η παλιά όπου η νια αγάπη σώνει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 276· απήτι εδιάβηκα εκατό και άλλοι είκοσι χρόνοι,| και η ανομιά δεν έπεφτε, μάλλιοστας πλια φυτρώνει,| τότες όρισε ο Κύριος του Νώε ... (παραλ. 2 στ.) να μπούσι εις τον κιβωτό Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1431· β) παύω, σταματώ: του γενεράλε λέσι| από τσ’ ανθρώπους το κακό κι ο θάνατος ας πέσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5388· θέλου γραφτούν οι σύβασες κι ο πόλεμος να πέσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 54414· φρ. πέφτουν τ’ άρματα = παύει η επίθεση: δώκαν την απόφαση για να παραδοθούσι.| Και φλάμπουρον εδείξανε, τ’ άρματα για να πέσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1745. 11) α) Νικιέμαι σε μάχη: Δέσποτα, ας πολεμούμεν,| μην πέσουν τα φουσσάτα σου και λάβεις ατιμίαν Αχιλλ. L 418· β) (για πόλη, κάστρο, κ.τ.ό.) κυριεύομαι, παραδίδομαι: Η καύχηση των Κρητικών (ενν. το Κάστρο) έπεσε κι εσκλαβώθη Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56517· Ετούτ’ η χώρα δε μπορεί έτσι εύκολα να πέσει,| κι εμείς να τηνε δώσομε δεν είν’ στην εξουσιά μας Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 36512· γ) (προκ. για εξουσία) ανατρέπομαι: Πάντα σμικτές οι βασιλειές κάλλιά ’ναι φυλαμένες,| και μόνιες και ξεχωριστές πέφτου οι πολεμημένες Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 42· δ) (μεταφ.) υποκύπτω, ενδίδω: Μαγεύγου με τα λόγια σου και πέφτω και πλανούμαι,| μα μ’ όλα αυτείνα του αντρός τες δυσκολιές φοβούμαι Φαλιέρ., Ιστ.2 661· στην εμορφιά της την πολλήν αυτείνοι δύο πέσα Δεφ., Σωσ. 80· φρ. πέφτω εις το θέλημα κάπ. = υποχωρώ, δέχομαι, συγκατατίθεμαι στην επιθυμία κάπ.: Ω πατέρα μου, ύπαγε του σκοπού σου| και πέσε εις το θέλημα, κύρη μου, του υιού σου Τριβ., Ρε 88. 12) (Μεταφ.) α) χάνω το κύρος μου, ξεπέφτω: έχασεν απολογίαν εις την αυλήν, διά τούτο πλέον ουδέν πρέπει να εισακουστεί ουδέ να πιστευτεί εις μαρτυρίαν και έπεσεν οπρός εις την αυθεντίαν, ως γιον πρέπει να πάθει άνθρωπος άπιστος Ασσίζ. 536· τες δόξες έβλεπα (ενν. εγώ, η Αθήνα) και εχαίρουμουν γαλήνη (παραλ. 1 στ.). Με των καιρών τσ’ αντιστροφές ελείψαν τα σχολειά μου,| εχάθηκε το κράτος μου, επέσαν τ’ άρματά μου Λίμπον. 22· (προκ. για την πτώση του ανθρώπου από τον παράδεισο): φαγών ο πρώτος άνθρωπος από του καρπού του ξύλου της παρακοής, ευθύς εξόριστος γίνεται από της τρυφής του παραδείσου, ... και αντί της μακαρίας ζωής …, εις την αθλίαν και πολυβασανισμένην πέπτει Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5029· (προκ. για την πτώση του Εωσφόρου): ’ς ’περιψά εδόθησα (ενν. οι αγγέλοι), το κρίμα εκινήσα.| Και ο Θεός θωρώντας τους ...| ... απάνω απού τους ουρανούς εκαταγκρέμνισέν τους| κι επέσα κι εγενίστησα κι εμείνασι ως τελώνια| κι επήγασι εις την οργή κι εγίνησα δαιμόνια Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 992· (προκ. για την ενσάρκωση του Θεού): επειδή ο Θεός ηθέλησεν τον άνθρωπον να τιμήσει,| εξ ουρανού εκατέβηκεν, να πέσει εις αύτην την φύσιν Συναξ. γυν. 124· β) καταστρέφομαι· δυστυχώ: Αντάν ο εχθρός σου ππέσει ή χαλάσει μηδέν χαρείς απέ την ζημίαν του Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 87· Σηκώνει η τύχη τσ’ άμαθους, τσ’ άγνωστους, πάσα ψεύτη,| κι ωσάν τη μπάλα ο φρόνιμος σηκώνεται και πέφτει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 128. 13) (Με την πρόθ. εις/σε + αιτιατ.) α) περιέρχομαι στη δικαιοδοσία κάπ.: ο Ρωμανός ως είδεν την δυναστείαν της βασιλείας και την ισχύν και εξουσίαν των Ρωμαίων ότι έπεσεν εις ... γύναιον ... Παράφρ. Μανασσ. 303· πέφτει εις την ελεημοσύνην του αυθέντη το κορμίν του να λάβει τοιούτην τιμωρίαν, ώσπερ να λάβει κλέπτης Ασσίζ. 22030· φρ. (1) πίπτω αποκάτω εις τους ορισμούς κάπ. = περιέρχομαι στην εξουσία κάπ.· υπακούω κάπ.: ο Θεός την όρισεν (ενν. την γυνήν) και έπεσεν αποκάτω| εις όλους του τους ορισμούς, να έναι εις το θέλημάν του Συναξ. γυν. 111· (2) πέφτω/πίπτω εις το χέριν/εις χείρας/στα χέρια κάπ. = (κυριολ. και μεταφ.) συλλαμβάνομαι· περιέρχομαι στην εξουσία κάπ.: εφάνησαν δύο κάτεργα γενουβήσικα και ήλθαν εις την συντροφίαν του. Ο κοντοστάβλης θωρώντα πως έππεσεν εις το χέριν τους ... Μαχ. 5262· θέλεις πέσει, άθλιε, εις χείρας του Σκεντέρη·| ότι ο Τούρκος ο εχθρός είναι πονηρευμένος Ιστ. Βλαχ. 1266· πέφτου| στα χέρια τότες τω Φραγκώ και τ’ άρματά τως θέτου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46117· αλί οπού πέσει εις χείρας του και οπού τον γνωρίσει (ενν. τον έρωτα)·| τον νουν του χάνει τον ταχύ, χαλά και την ζωήν του Διγ. Z 188· β) (μεταφ.) παγιδεύομαι, απατώμαι, πλανώμαι από κ.: υιέ μου, η ελικία σου μηδέν σε παραπαίρνει·| το νέον σου το εύμορφον μηδέν το καμαρώνεις (παραλ. 1 στ.)· εις κάλλος όπου έπεσεν έμεινε κομπωμένος Σπαν. O 35· φρ. (1) πέφτω εις τα νήματα κάπ. = παγιδεύομαι, συλλαμβάνομαι: το αυτόν όρνιον πέφτει εις τα νήματα κανενού πουλλάρη και πιάνει το Ασσίζ. 20020· (2) πέφτω/πίπτω εις τον δεσμόν/εις παγίδαν/σε βρόχια (κάπ.) = (μεταφ.) απατώμαι, πλανεύομαι: όποιος απόκτησε τον φόβον του Κυρίου (παραλ. 1 στ.). ... ποτέ δεν επλανέθη (παραλ. 1 στ.)· δεν έπεσεν εις τον δεσμόν εχθρού του βροτοκτόνου Ιστ. Βλαχ. 1367· δελεαστείς ο άνθρωπος πέπτωκεν εκ της δόξης (παραλ. 1 στ.)· η Εύα τον επλάνεσε, υιέ αγαπημένε·| διάβολον ουκ έβλεπεν, ει μη τον όφιν μόνον.| Ακούσασιν τον λόγον του, έπεσαν εις παγίδαν Σπαν. O 179· σε βρόχια κιανενός αντρός να πέσω δεν αφήνω Πανώρ. Δ́ 44· γ) υπόκειμαι (στον έλεγχο, την κρίση ή την τιμωρία κάπ.): θέλω ετούτο το μικρόν μου ποίημα να το λέγουν Άνθος Χαρίτων, και αν τύχει τίποτες πταίσιμον, είμαι βέβαιος να έναι εις την συνείδησιν εκεινού οπού το αναγινώσκει, και εγώ έως τώρα πέφτω εις την παίδευσίν τους και αφήνω το πταίσιμόν μου Άνθ. χαρ. 28917· πρόσεχε να μηδέν ψευσθείς εις τον βασιλέαν· και θέλεις πέσει εις μεγάλην οργήν και παίδευσιν και καταδίκην Ιστ. πατρ. 16415. 14) (Με την πρόθ. εις + αιτιατ.) α) περιέρχομαι σε μια κατάσταση: γυναίκα εχήρευσεν και ουδέν δύνεται εγκρατεύσαι, αλλά θέλει να πέσει εις δεύτερον γάμον Ελλην. νόμ. 5835· αρπάζετε τους κόπους των μετά την δυναστείαν| και εκείνοι πέπτουν εις πτωχείαν, πολλά κακοπαθούσιν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2502· πέφτοντας εις φόβον και χαράν ομού σύμμικτον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130· Όσοι γαρ αγαπώσι πέφτουσ’ εις μεγάλες έγνοιες και κινδύνους και φόβους Διγ. Άνδρ. 3348· β) υποπίπτω (σε σφάλμα, παράπτωμα, αμάρτημα, κλπ.): πέφτει (ενν. ο αυθέντης του σκλάβου) εις το πταίσμαν του αμαρτήματος ούτως ώσπερ απαύτα εκείνος να το είχεν ποιήσει διά χειρός του Ασσίζ. 15319· το κορμί έναι γιναμένον από την φύσιν … και πέφτει γλήγορα εις πάθη Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 32r· από την μέθην έπεσαν εις πορνείαν και εις μοιχείαν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 366v. 15) α) Kατασκηνώνω: Αναπετώ την τέντα μου, στένω το φλάμπουρό μου (παραλ. 1 στ.), δίδω βουλήν να μένομεν απέσω εις το λιβάδιν·| έλυσαν τα φαρία τους πάντες εις το λιβάδιν (παραλ. 2 στ.). Επέσαμεν αμέριμνα την όλην την ημέραν Λίβ. (Lamb.) N 651· β) στρατοπεδεύω: το ποτάμι επέρασεν (ενν. ο Αλέξανδρος) με όλα τα φουσσάτα του και έπεσεν εις το σύνορό μου κοντά Διήγ. Αλ. G 28614· ο μεν Ισαγγέλης έξωθεν της Τριπόλεως πεσών πάσαν μηχανήν εποίει προς το κρατήσαι το κάστρον Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 17· φρ. πέφτει η κατούνα μου, πέφτω την κατούναν μου = στρατοπεδεύω: Ο της Αιγύπτου βασιλεύς ήλθεν ο Φερδερίγος,| έπεσεν η κατούνα του με την υποταγήν του Λίβ. Esc. 2252· έπεσεν την κατούναν του (ενν. ο Βεδερίχος) με την παραταγήν του Λίβ. N 1985· γ) εγκαθίσταμαι: επλίκεψαν από την Χάβιλα ως τη Σουρ ...· ιπί πρόσωπα ολωνών των αδερφιών του έπεσεν Πεντ. Γέν. XXV 18. 16) (Με την πρόθ. εις + αιτιατ.) α) βρίσκομαι τυχαία σε μια περίσταση: Αυτούς οπού θέλουν το κρασί κάνε να τους αφήσεις,| κι αν πέσεις εις χαροκοπιά, βλέπε να μην μεθύσεις Δεφ., Λόγ. 154· οι Τούρκοι επεράσα| …, τους χριστιανούς επιάσα (παραλ. 4 στ.)· κι όλους στα καταλύματα τους δέσαν και τους πιάσα| κι εφέρασι ξύλα, κλαδιά κι εβάλα κι εσκεπάσα| κι άναψε κι εκαήκανε όλοι τως εκεί μέσα,| και δείχνω σας τι πάθανε κι εις είντα ώρα επέσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4225· β) συναντώ απροσδόκητα κάπ.: πέφτοντας απάνω εις τους εχθρούς τούτους, ούτε με το εξαφνικόν τούτο πράγμα εταράχθηκα ούτε πολλά εφοβήθηκα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 130· (εδώ σε παροιμ. χρ.): αποφάσισε πως άλλην σωτηρίαν δεν έχουσι να γλυτώσουσι παρά το σπαθί τως, διότι όλοι οι τόποι τριγύρου είναι κλεισμένοι από τους ερημίτας Αράπηδες, και αν βάλουσιν εις τον νουν τως να φύγουσι, θέλουσι φύγει από τον λύκον να πέσουσιν εις το λεοντάρι Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 397. 17) α) Αναλογώ· ανήκω, αποδίδομαι σε κάπ.: εκάτσαν ... και είδαν την ομάδαν του μηνίου του λαού και εμοιράσαν τα μεσόν τους ... και έππεσεν πασανού τον χρόνον από τρία πέρπυρα χρυσά Μαχ. 830· το δίκαιον ορίζει ότι όλον να ένι του αυθέντη του τόπου με δίκαιον του ποίου πέφτουν τα πάντα Ασσίζ. 1202· ημείς να κατορθώνομε και ημείς να πολεμούμεν,| η δόξα και το έπαινος να πέφτει εις εσένα Αργυρ., Βάρν. K 378· (εδώ σε μαθηματικούς υπολογισμούς): Μέθοδος των ζ́ απλή. Επτά σύντροφοι με ζ́ φλουριά εις ή μήνας εκέρδισαν φλουριά ιά· αν ήταν σύντροφοι θ́ εις μήνας θ́ με φλουριά ας́, τι ήθελεν τους πέσει; Rechenb. 402· β) (για οικονομική ζημία, ευθύνη, φταίξιμο, κλπ.) β1) επιβαρύνω: πουλεί το αμάχι την άλλην ημέρα διά παρκάτω, επάνω εις τίναν να πέσει η αυτή ζημία του παρκάτου και τις να την πλερώσει Ασσίζ. 31330· να σηκώσει βάρητα που πέφτουν στα παιδιά μου Λίμπον. 38· έπεσε όλο το κατάβαρο εις τους άρχοντας το πως να είναι αιτία ατοί τους και η βουλή να γίνουνται ετούτα τα καμώματα Σουμμ., Ρεμπελ. 165· β2) μοιράζομαι: Περί ναυαγίου, οπού ναυαγήσει το καράβι και ρίχνουν εις την θάλασσαν τίνα είδος, ότι πώς πέφτει η ζημία. ... ζημιώνουνται πάντες κατά το ποσόν της πραγματείας τους ... Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1239 κβ́ 2· γ) περιέρχομαι σε κάπ. (από κληρονομιά ή συγγένεια): το μερτικόν της μητρός κατεβαίνει των τέκνω της ... και ουκ ημπορεί ο πατήρ να εμποδίσει ούτε να παρκατεβάσει των τέκνων τό τους έπεσεν παρά της μητρός αυτών Ασσίζ. 38311· αν ... πεθάνει ο ρε Ούγγες, το ρηγάτον να πέφτει του άνωθεν υιού της κόρης του Λογής και μεν το πάρει άλλον παιδίν του ρε Ούγγε Μαχ. 9412· δ) λαχαίνω, τυχαίνω σε κάπ.: ας αποθάνουμεν στον κόσμον τιμημένα,| μάλιστα που μας έπεσεν καιρός πεθυμημένος| για την ελευθερίαν μας Παλαμήδ., Βοηβ. 235· φρ. πέφτω εις τον λαχνόν κάπ. = κληρώνομαι σε κάπ. (εδώ μεταφ.): εις τον οποίον (ενν. τον Χριστόν) και εταχθήκαμεν, ήγουν επέσαμεν εις τον λαχνόν του Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εφεσ. ά 11 σημ. 18) Μου επιβάλλεται ποινή, τιμωρούμαι: Εάν γίνεται ... ότι κανείς άνθρωπος δέρνει κανένα άνθρωπον έτερον ..., το δίκαιον κρίνει ότι εκείνος έπεσεν να δώσει του δαρμένου ρ́ δωδεκάρια Ασσίζ. 46214· ο εγγυτής οπού είχεν ομόσει τον άδικον όρκον να πέσει να δώσει της κρίσης τοιούτον τέλος, ως γιον χρεωστεί να δώσει άνθρωπος παράνομος Ασσίζ. 6622. 19) α) Σφάλλω, παρανομώ· αμαρτάνω: Υιέ μου, ειδέ και αν έπεσες, και αν έποικες και φόνον,| βλέπε γαρ την γυναίκα σου μηδέν τ’ ομολογήσεις Διδ. Σολ. Ρ 80· πάντα γαρ δέχεται Θεός, μόνον μη απογνώσεις·| οσάκις πέσεις, έγειρε· ουκ ήλθε γαρ καλέσαι| Κύριος δικαίους ..., αλλά τους αμαρτόντας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 233· β) κάνω λάθος, πλανώμαι: οι Ρωμαίοι πλανούν τον λαόν και βάλλουν τους εις αιρεσίαν … και λαλούν ψέματα και πέφτουν ως γιον τους Έλληνες και ονομάζουν πράματα άπρεπα τα ποία δεν είναι Μαχ. 6617. 20) (Μτβ., σε ιδιάζ. χρ.) ρίχνω κάπ. κάπου· (μεταφ.) οδηγώ κάπ. σε μια κατάσταση: Να ’χεις εσύ (ενν. Θεέ) τον ουρανόν, την άβυσσον εκείνος (ενν. ο αντιστάτης).| Και ωσάν εσύ του γίνεται τάχατ’ η αρχή τήν έχει| και πέπτει τον εις παρηγοριάν, της δόξης καν απέχει Δευτ. Παρουσ. 248. Φρ. 1) Μου πέπτει ανάγκη = αναγκάζομαι: Εις άλλον κόσμον, ήξευρε, εις άλλη γη και τόπον| μου πέπτει ανάγκη σήμερον, ξένε μου, να παγαίνω Ντελλαπ., Ερωτήμ. 3122. 2) Με/μου πέφτει δύσκολα/’ς βάρος = μου είναι δύσκολο: ακόμη δεν είναι καιρός σου και τώρα σε πέφτει δύσκολα, διότις είσαι ακόμη δώδεκα χρονών και δεν δύνεσαι ακόμη να πολεμήσεις θηρία Διγ. Άνδρ. 34323· Στην πόλιν να παγαίνουσι, α δεν του πέφτει ’ς βάρος Θησ. Θ́ [307]. 3) Μου πέφτει επιδέξιον/εύκολα = μου είναι εύκολο: αν είχεν γαρ την δύναμιν (ενν. ο βασιλεύς), να του έπεφτε επιδέξιον,| δείξει το ήθελεν καλά του μισίρ Ντζεφρέ εκείνου| το πως το έποικε άσκημον …| την θυγατέρα του να ευλογηθεί άνευ θελήματός του Χρον. Μορ. H 2532· να γράψομεν του βασιλέως ευθύς …| ενάντια του Μιχαήλ, κι όταν τον βασιλέα| φέρομεν εις την γνώμην μας να ’ναι με μας στερέα,| θέλει μας πέσειν εύκολα να τον αντισταθούμεν Παλαμήδ., Βοηβ. 733. 4) α) Μου πέφτει λόγος = λέω κ.: η γνώμη σου είναι καλή και του Θεού αρέσει·| μόν’ φύλαγε του λόγου σου και λόγος μη σου πέσει Μαρκάδ. 222· Πολλά τον επασκίσασι (ενν. οι αρχιερείς τον Ιησού), λόγος για να του πέσει| και αντίδικα του Αβραάμ τ’ όνομα να συθέσει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2632· β) πέφτει «μια λέξη» από το στόμα μου = λέω κ.: απού το στόμα μου τ’ «όχι» δε θέλει πέσει,| μα πασανός τα χείλη μου «μετά χαράς» θα λέσι Πανώρ. Ά 287. 5) Να ’πεφτε φωτιά να μασε κάψει· πέσε, φωτιά, και κάψε = (σε κατάρα): Ανάθεμα στη μοίρα μας κι ας ήθελε μας θάψει| εδώ γή να ’πεφτε φωτιά τώρα να μασε κάψει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1966· Αέρα, πάψε, δροσερέ· πέσε, φωτιά, και κάψε| το Χοσαΐνη τον πασά, κι εσύ, ουρανέ μου, κλάψε! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 22815. 6) Πέφτει η κεφαλή μου = τιμωρούμαι με αποκεφαλισμό: έκαμε την απόφαση (ενν. ο βιζίρης) να πέσει η κεφαλή του (ενν. του Χοσαΐνη),| κι ώστε να πει το λόγο του, είχαν του τηνε κόψει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4048. 7) Πέφτει ο κλήρος απάνω εις = επιλέγομαι με κλήρωση, κληρώνομαι: έδωκαν κλήρον εις αυτούς και έπεσεν ο κλήρος απάνω εις τον Ματθίαν, και εβάλθη και αυτός … αντάμα με τους άλλους ένδεκα τους αποστόλους Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 42r. 8) Πέφτει ο λογισμός/νους μου (εις) = σκέφτομαι: κτίσε παλάτια θαυμαστά ...· και βάλε την θυγατέρα σου εις εκείνα τα παλάτια μέσα, διά να μην πέσει ο λογισμός της εις έρωτα Διγ. Άνδρ. 31320· Τούτο σας λέγω, αυθέντες μου, αλλού μη πέσει ο νους σας,| το πέραμά σας να γενεί μέσον του Μεντοβόρου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 967. 9) Πέφτουν τα νεφρά μου, βλ. νεφρό(ν) Φρ. 1. 10) Πέφτουν τα πρόσωπά μου = σκυθρωπιάζω: οργίστην του Κάιν πολλά και έπεσαν τα πρόσωπά του Πεντ. Γέν. IV 5. 11) Πέφτω εις δρόμον, βλ. δρόμος 24. 12) Πέφτω εις κατηγορίαν, βλ. κατηγορία Φρ. 13) Πέφτω εις όρεξιν να ..., βλ. όρεξις ‑ξη Φρ. 11. 14) Πέφτω εις το προκείμενον = (προκ. για λόγο, αφήγηση) αναφέρομαι, σχετίζομαι με το θέμα: Ετούτον τον μύθον μου εδιηγούτονε η άνωθεν γερόντισσα, ο οποίος πέφτει εις το προκείμενόν μας τόσον, οπού δεν ημπορεί να ειπεί τινάς περισσότερον Μπερτολδίνος 115. 15) Πέφτω εκ τον ορισμό (κάπ.) = παρακούω, απειθώ (σε κάπ.): Με πονηριά εβάλθηκε (ενν. ο όφης) τον άνθρωπο να κάνει| να πέσει εκ τον ορισμό, μόνο για ν’ αποθάνει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1080. 16) Πέφτω κάτω, βλ. κάτω Φρ. 17) Πέφτω/πέπτω και αποθνήσκω/ν’ αποθάνω/να αποθνήσκω/να ψοφήσω = πεθαίνω: το είδος του προσώπου της (ενν. της γοργόνης) θάνατον γαρ εισάγει,| οίον γαρ ίδῃ, παρευθύς πέπτει και αποθνήσκει Φυσιολ. (Legr.) 883· ήλθε μου λακταρισμός να πέσω ν’ αποθάνω Περί ξεν. (Μαυρομ.) 330· ποτέ δεν ομιλεί (ενν. ο αβουγαδούρης) διχώς καλόν κανίσκι,| ανέναι και θωρεί άνθρωπον να πέπτει να αποθνήσκει Σαχλ., Αφήγ. 361· δεν υπάγεις (ενν. συ, ορτύκιν) πούπετε να πέσεις να ψοφήσεις,| αμή ήλθες και εκάθισες εν μέσῳ της τραπέζης Πουλολ. (Τσαβαρή)2 480. 18) α) Πέφτω εις θάνατο = πεθαίνω: ανίσως και θελήσετε εκ τον καρπό να φάτε,| θέλετε πέσει εις θάνατο και στη φωτιά να πάτε Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1071· β) πέφτω σε θάνατον/του θανάτου = είμαι ετοιμοθάνατος, κοντεύω να πεθάνω· (εδώ σε υπερβολή για να δηλωθεί μεγάλη στενοχώρια): από την πλήξιν ήλθασιν σε θάνατον να πέσουν Αχέλ. 1983· από το παράπονον κι εκ την αδημονίαν| ολιγοψύχησεν πολλά και έπεσεν του θανάτου,| και με τα ροδοστάματα με όλις εσυνήλθεν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 401. 19) Πέφτω στα πλάγια κάπ., βλ. πλάγιον Φρ. 2. 20) Πίπτει/πέφτει η αγάπη/ο πόθος μου εις κ. ή κάπ. = επιδίδομαι με ζήλο, αφοσιώνομαι σε κ. ή κάπ.: καθώς ετελείωσε το σωτήριον τούτο έργον ο χριστομίμητος πατριάρχης, έπεσεν ο πόθος αυτού και η αγάπη εις την μελέτην της θείας Γραφής και νύκτα και ημέρα εσπούδαζε Ιστ. πατρ. 1975· επειδή αρνήσθηκα συγγενείς, πατέρα και μητέρα, και έπεσεν η αγάπη μου εις εκείνον (ενν. τον άνδρα), ανάγκη ήτον και είτι ήθελεν με ειπεί να μην τον ακούσω κιόλα; Διγ. Άνδρ. 37222. 21) Πίπτουσιν οι ψήφοι εις = εκλέγομαι με ψηφοφορία: Εποίησαν ουν ψήφους (ενν. οι αρχιερείς) και έπεσον οι ψήφοι εις τον Θεσσαλονίκης και εποίησαν αυτόν πατριάρχην Έκθ. χρον. 4516. 22) Πίπτω εγγυητής = εγγυώμαι: συντύχετε (ενν. σεις, Αγάπη και Πόθε) τον Έρωτα, παρακαλέσετέ τον (παραλ. 2 στ.)· δι’ εμέ πέσετε εγγυηταί, λόγους καλούς ειπέτε Λίβ. P 2812. 23) Πίπτω εις βουλήν/έννοιαν/μελέτην/φροντίδα = σκέφτομαι, αναλογίζομαι: εις έννοιαν έπεσεν και συνεσκόπει ο νους του| και εσκόπει το πώς διέβαινε η γραία ...| δύσβατον τέτοιον ορεινόν Λόγ. παρηγ. O 244· έπεσον εις ετέραν φροντίδα και βουλήν και μελέτην, πότερον να έχωσι τον υιόν αυτού τον Μουράτην αγάπην και να παραχωρήσωσιν είναι αυτόν αυθέντην ... ή να φέρωσι τον Μουσταφάν ... και ποιήσωσιν αυτόν αυθέντην εις την Δύσιν Σφρ., Χρον. (Maisano) 1815. 24) Πίπτω εις κατηγόρημα, βλ. κατηγόρημα(ν) Φρ. 25) Πίπτω εις οργήν, βλ. οργή Φρ. 13. 26) Πίπτω/πέφτω εις συμβίβασιν/‑εις = συνθηκολογώ: μη δυνάμενοι δε (ενν. οι δύο δεσπόται) αντιμαχήσασθαι αυτῴ, έπεσον εις συμβιβάσεις, όπως δώσωσιν αυτῴ χαράτσιον Έκθ. χρον. 2012· εκ την στένεψιν την πολλήν που είδαν εκείνοι οι απέσω,| ότι ποθέν ουκ ημπορούν να έχουσι βοήθειαν,| έπεσαν εις συμβίβασιν κι εδώκασιν το κάστρον,| μεθ’ όρκου γαρ και συμφωνίες να έχουν τες προνοίες τους Χρον. Μορ. H 2821. 27) Πίπτω/πέφτω με δώρα, δωρήματα ή χαρίσματα σε κάπ. = προσφέρω σε κάπ. δώρα (ζητώντας συν. κ. ως αντάλλαγμα): με δώρα, με χαρίσματα να πέσουν στον σουλτάνον (παραλ. 1 στ.), όπου ήτον εις το χέριν του είτι ήθελεν να κάμει,| και εύχολα να εκάμνασιν το είτι εγυρεύαν Χρον. Τόκκων 2240· στον αμιράν να πέμψουν (παραλ. 4 στ.), να πέσουν με δωρήματα, με πράγματα να τάξουν,| αν ημπορέσουν τίποτε κατάστασιν να κάμουν Χρον. Τόκκων 3082. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = αμαρτωλός: σταυρωθείς, Χριστέ μου,| ανάστασιν δωρούμενος κἀμοί τῳ πεπτωκότι ... Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1822· Με χείρα ψυχοπόνεσης σήκωσε (ενν. συ, Μαρία) τους πεσμένους,| της αμαρτίας κοιμώμενους στον λάκκον και πταισμένους Σκλέντζα, Ποιήμ. 725.πικρία- η, Τρωικά 5241, Κομν., Διδασκ. Δ 9, 26, Γλυκά, Στ. 468, Λόγ. παρηγ. L 678, Προδρ. (Eideneier) I 122, IV 234, Καλλίμ. 19, 2254, Βέλθ. 186, 636, 935, Ερμον. Υ 325, Χρον. Μορ. H 5560, Φλώρ. 451, 885, Σαχλ., Αφήγ. 11, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 349, Λίβ. P 2549, 2576, Λίβ. Esc. 3412, Ιμπ. 767, Μαχ. 747, 10632, 67818, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 6, Συναξ. γυν. 286, 871, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 279v, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 174, Δωρ. Μον. XXVI, Ιστ. Βλαχ. 26, 952, Παλαμήδ., Ψαλμ. 426, κ.π.α.· πικρά, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 598· πίκρια, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1007· πικριά, Σπαν. A 529, Βέλθ. 641, 1221, Ερμον. Η 348, Φλώρ. 1037, 1170, Ερωτοπ. 109, 534, Λίβ. P 1007, 2542, Αχιλλ. (Smith) O 13, Ιμπ. 272, Ch. pop. 308, Γεωργηλ., Θαν. 29, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 790, Δεφ., Λόγ. 367, Βυζ. Ιλιάδ. 836, Αχέλ. 1111, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 590, Κυπρ. ερωτ. 218, 1087, Πανώρ. Δ́ 436 κριτ. υπ., Ροδινός (Βαλ.) 76, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 2, κ.π.α.· πρικιά, Αλεξ.2 882, Αλφ. 1078, Πανώρ. Ά 62, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 152, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 128· πρικρία, Μαχ. 25622· πρικριά, Φαλιέρ., Ιστ.2 2 κριτ. υπ.· πληθ. πικρές, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 533· πίκριες, Σπαν. (Ζώρ.) V 491.
To αρχ. ουσ. πικρία. Ο τ. πίκρια από συμφ. του πικρία και του πίκρα (Ανδρ., Λεξ.). Ο τ. πικριά στο Somav., λ. πικράδα. Ο τ. πρικιά (<μετάθεση συμφώνου και συνίζ.) στο Κατσαΐτ., Θυ Ά 118, Έ 56, Κλ. Γ́ 304. Οι τ. πρικρία και πρικριά από αφομοιωτική ανάπτυξη του ρ. Τ. πρικία και πριτσία σήμ. σε ιδιώμ. της Κάτω Ιταλίας (Andr., Lex., στη λ., Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ. 297). H λ. και σήμ.
1) Η ιδιότητα του πικρού, η πικρή γεύση: Προδρ. (Eideneier) IV 405, Ιερακοσ. 41128· (σε μεταφ.): της φυλακής της μιαράς όνομα μόνον είπον| και παρευθύς το στόμα μου γεμίζεται πικρίας Γλυκά, Στ. 446· να έχω πικρίαν ερωτικήν παρά το αψίθιν πλέον Λίβ. Sc. 229. 2) (Mεταφ.) α) τo συναίσθημα της οδύνης, της λύπης· η στενοχώρια, η πίκρα: Ως ήκουσεν ο βασιλεύς, βαρέως ελυπήθην, (παραλ. 1. στ.) εκ της πικρίας της πολλής ημέρας τρεις εποίκεν| μήτε άρτου γευόμενος μήτε ποτού καθόλου Διήγ. Βελ. N2 85· τις να γράψει τον κλαυθμόν, τον οδυρμόν τον τόσον| και την πικράν της συμφοράς την τότε γεναμένην; Απολλών. (Κεχ.) 392· Ο Δάρειος ωσάν είδεν την θυγατέραν του, ... η πικρία του ήλθεν εις χαράν Διήγ. Αλ. G 28117‑18· (σε σχ. οξύμωρο, βλ. και Φαλιέρ., Ιστ.2 σ. 140): Τα κλάηματα κι η συντριβή κι οι πόνοι κι οι πικρίες| πρέπουσι στ’ αμαρτήματα ώσπερ γλυκές γιατρείες Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 155· Έννοια γλυκιά με την πικριά σμιμένη| τούς αγαπούν εις τούτον αποσώννει| και δεν νιώθουν πως ζουν αποθαμμένοι Κυπρ. ερωτ. 1712· φρ. κάμνω κάπ. πικρία = πικραίνω, στενοχωρώ κάπ., συμπεριφέρομαι άσχημα σε κάπ.: στο γιόμα και αν καθήσομε, στο δείπνο και αν σεβούμε,| εις το κραβάτι αν πέσομεν, πάντα πικρία μου κάμνεις| και με αποχυδιάζεσαι ωσάν υποχείριά σου Σπαν. (Ζώρ.) V 631· β) ταλαιπωρία, βάσανο: Διότι ο νιος τα μέλλοντα κι εκείνα τά ουδέν πράσσει| σαν όνειρον του φαίνουνται άλλος να τα διατάσσει,| διά ταύτα εγώ ο πολυπαθής, τέκνον μου ηγαπημένον,| τα ’μαθα με πολλήν πικριάν ’ς καιρόν τον περασμένον Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 12· (συχνά με τα ρ. πασχίζω, παθαίνω, υφίσταμαι): αιχμαλωτίσθην δι’ εσέν και την υπόσχεσίν σου· (παραλ. 1 στ.) και δίχρονον επάσχισα πικριάς αναριθμήτους Λίβ. P 1419· Ακούτε οπού επάθετε πικρίας αναριθμήτους,| εμάθετε τούς έθλιψεν ο ασύστατος ο Χρόνος| πόσα κακά παθάνουσιν οι δυστυχοτυχούντες Λόγ. παρηγ. L 723· δίχρονον επερπάτησε, πολλάς πικρίας υπέστην,| και ανάγκας είδεν περισσούς και φόβους υπεστάθην Λίβ. Esc. 3177· εκφρ. της τύχης η πικρία/η τύχη της πικρίας = η κακοτυχία, η ατυχία: την κόρην οπού, ... μα το στενοχωρούμαι,| μα τον καημόν μου της ψυχής, μα την πικρίαν της τύχης,| ακόμη ουδέν υπόταξεν η γης καλλιοτέραν Λίβ. N 2109· ζει (ενν. ο Λίβιστρος), τόν δι’ εμέ εχόρτασεν η τύχη της πικρίας; Ζει, ζει τόν εθανάτωσεν η τύχη του δι’ εμέναν; Λίβ. P 2362. 2) Η οργή, η αγανάκτηση, η πικρία: έβλεπε ... ταύτα Οδυσσεύς και εφλέγετο από τον φθόνον και είχε πικρίαν ανυπόφορον και πάντοτε έτρεφεν έχθραν κατ’ εκείνου και μίσος πολύ Τρωικά 52711· όταν ελθείς στο σπίτι σου οπού έναι θεοργισμένον,|έχεις πικρίαν γουν πολλήν και σειέσαι αγριωμένος· | όλον φαρμάκιν στέκεσαι ωσάν κακός ο όφης Σπαν. (Ζώρ.) V 628· φρ. είμαι εις χολήν πικρίας = είμαι κακόβουλος, πικρόχολος, γεμάτος κακία (πβ. ΚΔ Πράξ. Απ. 8. 23): μετανόησε απ’ αύτην την κακοσύνην σου, ... επειδή βλέπω ότι είσαι εις χολήν πικρίας και συνδεδεμένος με την αδικίαν Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 71r.πίστις- η, Σπαν. A 68, Σπαν. V 61, Σπαν. U 93, Γλυκά, Στ. Β́ 164, Ασσίζ. 844, 3342, Διγ. (Trapp) Gr. 305, 365, Διγ. Z 529, 602, 1096, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7249, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 181, Λίβ. P 679, Λίβ. Esc. 962, Λίβ. (Lamb.) N 828, Δούκ. 7320, 1518, Σφρ., Χρον. (Maisano) 2217, 1167, Ιστ. πατρ. 15616, 20012, Zygomalas, Synopsis 126 Α 29 τετράκις, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1756, Ιστ. Βλαχ. 2410 [=Γέν. Ρωμ. 50], Διγ. Άνδρ. 3372, 27, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [651], [704], Λίμπον. 240, κ.π.α.· πίστη, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 176, 270, Χρον. Τόκκων 497, Φαλιέρ., Ιστ.2 89, 195, Παρασπ., Βάρν. C 11, Θησ. Γ́ [642], Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 33, 870, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 120, 125, Μυστ. παθ. 93, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 416, Κυπρ. ερωτ. 141, 10045, Πανώρ. Δ́ 101, Κατζ. Β́ 5, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 216, 235, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 230, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 329, κ.π.α.· πίστις‑η, Χρον. Μορ. H 474, Χρον. Μορ. P 2094, Βίος Αλ. 1614, Σαχλ. Α′ (Wagn.) M 352, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 197, Αχιλλ. L 309, Αχιλλ. (Smith) N 444, Αχιλλ. (Smith) O 214, Ιμπ. 645, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 321, Μαχ. 15016, Χούμνου, Κοσμογ. 592, 600, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1176, 177, Κορων., Μπούας 39, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 336r, Αχέλ. 1201, Διακρούσ. 10731, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κά 22, Μπερτολδίνος 130, κ.π.α.
Το αρχ. ουσ. πίστις. Ο τ. πίστη και σήμ.
1) Εμπιστοσύνη: Είπεν εκείνη (ενν. η αλεπού): «Δεν βολεί νά ’λθω εδώ κοντά σου| που με ορίζει να εμπώ τώρα η αφεντιά σου».| Λέγει εκείνος (ενν. ο λέοντας): «Διατί; Φοβάσ’ από κανένα| ή πίστην τάχα δεν έχεις ποσώς εσύ σε μένα;» Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 13620· ’πίβουλος του φίλου μου την πίστη είχα τσακίσει·| κι οπού ήμου φίλος μπιστικός, προδότης κι οχουθρός του| πολλ’ αγαπώντας έμεινα, γι’ αγάπη, αντίδικός του Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 294. 2) Αξιοπιστία· εντιμότητα: Αφέντες, διατί δεν με αφήννετε να πάγω την δουλειάν μου, και ξηλώννετέ με από την στράταν μου; Εσείς επρουμουτιάσετέ μου με τες γραφές σας και εδώκετέ μου και το σάλβο κοντούτον και ούλα εποίκετέ τα ψέματα· τείντα πίστιν έχετε και πώς να σας κρατούμεν και να σας πιστεύσομεν εις τον λόγον σας ή εις τον όρκον σας; Μαχ. 53421· Ο Σαλαμούς είπεν: «Εκεί οπού ένι η αντροπή εκεί ένι η πίστη» Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 152. 3) α) Διαβεβαίωση, εγγύηση· συμφωνία: Δούκ. 18117, 17130· φρ. δίνω/λαμβάνω πίστη/πίστεις = παρέχω/δέχομαι διαβεβαιώσεις, εγγυήσεις (οι φρ. ήδη αρχ.): Δούκ. 2473· ούτως είπασι (ενν. ο Γλαύκος κι ο Διομήδης) ... (παραλ. 2 στ.) και τας δεξιάς τους χείρας| έλαβον και πίστη εδώκαν Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [208]· β) (νομ.) επίσημη υπόσχεση για τη σωστή τήρηση καθηκόντων, όρκος: Πώς ο βισκούντης εντέχεται να καταλύσει τα κακά κουστούμια και τα καλά να τα αναστήσει κατά την πίστιν του Ασσίζ. 2712· ουκ έχει τινάν απέ τους δώδεκα κριτάδες οπού ουδέν ένι κρατούμενος κατά τη πίστιν τους να δώσουν (ενν. βουλήν) παντός ανθρώπου οπού να τους κράξουν Ασσίζ. 2798· γ) (επίσημη) υπόσχεση γάμου, αρραβώνας: Τούτ’ η γυναίκα απ’ έλαβα με πίστη ογιά εδική μου,| σαν τω γονέω τση έταξα κι έμοσα εις την ψυχή μου (παραλ. 1 στ.), να την αφήσω, ετούτο πλιο πώς ημπορά το κάμω ...; Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 397. 4) α) Αίσθημα εμπιστοσύνης και αφοσίωσης του ανθρώπου στο Θεό: και ως ποτέ παράλυτον εξήγειρας τῳ λόγῳ| και το θυγάτριον, Σωτήρ, τῃ πίστει Χαναναίας (παραλ. 2 στ.), ούτω και νυν ανάστησον απελπισμένον νέον Διγ. Z 4383· Είπε ο Χριστός των μαθητών: «Δότε παρηγορία,| έχετε πίστη βέβαια και καθαρά καρδία» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4217· β) θρήσκευμα, θρησκεία: Στους περαζόμενους καιρούς που οι Έλληνες ορίζα| κι οπού δεν είχε η πίστη τως θεμέλιο μηδέ ρίζα ... Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 20· η αγάπη ειρηνεύει φουσσάτα, ελευθερώνει αιχμαλώτους, εβγάνει ανθρώπους από την πίστιν τους, θάνατον δεν φοβάται Διγ. Άνδρ. 3257· Οι ... Γρανατίνοι, διά να συμπλησιάζουν με την Μπαρμπαρίαν, έπιασαν την πίστιν του Μουαμέτη Σουμμ., Ρεμπελ. 157· β1) (συνηθέστ.) η χριστιανική πίστη, το χριστιανικό δόγμα: την οικουμένη όλη| την πίστην εδιδάσκασιν (ενν. οι αποστόλοι), ’ς κάθα χωριό και πόλη Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4285· (σε προσωποπ.): Πίστις ήτον απ’ αυτήν (ενν. την Αλήθειαν) και είχε το σχήμα τούτο:| σύννους, … και εις το έναν της το χέριν| είχε σταυρόν Λίβ. P 675· β2) (εδώ) ο μωαμεθανισμός: Ου γαρ εκ των αιμάτων Οτμάν ούτος (ενν. ο πλαστός Μουσταφάς) ο δυσσεβής και εχθρός της πίστεως Δούκ. 1898. 5) Αφοσίωση, προσήλωση· α) σε ανώτερο: Τον βασιλέα, ω υιέ, και τίμα και φοβού τον (παραλ. 1 στ.)· καν έχεις πίστιν εις αυτόν, ως απαιτεί και ο νόμος,| ου μη σε λείψει το καλόν και η αγάπη τούτου Σπαν. B 66· (σε προσωποπ.): Πίστη, ’ς ποιο τόπο βρίσκεσαι τη σήμερο χωσμένη| κι εις άθρωπο δε φαίνεσαι σ’ όλη την οικουμένη; (παραλ. 4 στ.). Βλέπετε τον Πανάρετο τόν είχα αναθρεμμένο,| ’ς τόσο καλό που του ’καμα, πώς μ’ έχει αντιμεμένο! Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 137· (εδώ προκ. για την αμοιβαία αφοσίωση ανάμεσα σε ηγεμόνα και λίζιο): η λιζία που γίνεται, φιλούνται εις το στόμα,| κι έναι το πράγμα αμφότερων επίκοινον των δύο·| ούτως χρεωστεί ο πρίγκιπας πίστιν γαρ εις τον λίζιον| ωσάν ο λίζιος προς αυτόν, ουκ ένι διαφωνία,| άνευ η δόξα κι η τιμή οπού ’χει πάσα αφέντης Χρον. Μορ. P 7893· β) σε αγαπημένο πρόσωπο, σύζυγο, φίλο, κ.τ.ό.: Μα ’θελε (ενν. ο Ρώκριτος) πρι φανερωθεί, πάλι να την πειράξει (ενν. την Αρετή), (παραλ. 1 στ.) να βεβαιώσει πλιότερα την πίστη της την τόση Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ 711· Ξεύρεις ’τι ο νόμος θάνατον σε πάσαν κόρη δίνει,| οπού την πίστιν μια φορά του γάμου της μολύνει; Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [620]· θυμούμαι τσι τιμητικές πράξες και χάριτές του (ενν. του Τρωσίλου)| και την αγάπη και φιλιά που μετά μένα εκράτιε,| με πίστη πάντ’ ατσάκιστη, όπου κι αν επορπάτιε Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 312· γ) στην πατρίδα: στους συμπατριώτες του ψυχομαχώντας κράζει (ενν. ο Μιχαήλ),| καθώς και Κίμων έκραζε: «καθένας ας μου μοιάζει,| ας είν’ προς την πατρίδα μας πόθος πολύς και πίστις,| να γίνεσθε στες χρείες της και βοηθοί και ρύστεις» Λίμπον. 389. 6) Πιστοποιητικό, βεβαίωση: Πίστις του παπά κυρ Νικολάου του Βλαστού Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 35. 7) Προπύργιο: πάντες οι Τούρκοι λέγουσιν ότι: «η πίστις ημών η Καλλίπολις ένι, και ουδέν ημπορεί να την δώσομεν» Σφρ., Χρον. (Maisano) 206. Εκφρ. 1) Αρραβών της πίστεως = το (χριστιανικό) βάπτισμα: Εγώ γαρ ομολογώ ότι χριστιανός ειμί, συ δε τον αρραβώνα της πίστεως και την σφραγίδα του πνεύματος ου δίδως μοι. Γίνωσκε τοίνυν, θανών αβάπτιστος, έχω κατηγορίας φέρων κατά σου εν τῳ κριτηρίῳ του αδεκάστου Θεού Δούκ. 13518. 2) Εις (την) πίστιν-η/στην πίστη (κάπ.) = με όρκο (κάπ.) στα θεία: εφυλάκισεν (ενν. ο ρήγας) τον σιρ Χαρρήν, ο ποίος είναι άνθρωπος λιζίος και είμεστεν κρατούμενοι ο είς υπέρ του άλλου εις πίστιν Μαχ. 26011· να μας προμουτιάσει (ενν. ο ρήγας) εις την πίστιν του να μας κρατεί και να μας οδηγά κατά τες ασσίζες μας Μαχ. 2622· ΓΥΠΑΡΗΣ: Αλέξη, μίσεψε αποπά κι άφησ’ με να μιλήσω| τση γρας οπὄρχεται εδεπά, βουλή να της ζητήσω (παραλ. 2 στ.). ΑΛΕΞΗΣ: Μισεύγω, μα, στην πίστη σου, άλλη βολά ας βρεθούμε| τα βάσανά μας ’νούς τ’ αλλού καλύτερα να πούμε Πανώρ. Ά 243· Τι πράμα ’ν’, εις την πίστη σου, τούτ’ η γιαγάπη πε μου,| γιατί δεν τη δικίμασα ουδεποσώς ποτέ μου Πανώρ. Β́ 347· (εδώ παιγνιωδώς· πβ. νεοελλ. έκφρ. μα την πίστη μου): ΤΖΑΒΑΡΛΑΣ: Σίμωσε επά να με θωρείς, τίβετας μη φοβάσαι.| ΜΠΕΡΝΑΜΠΟΥΤΣΟΣ: Δεν έρχομαι, στην πίστη μου. Πώς δεν αναστοράσαι| τά μου δηγούσουν, οτό πως δε βλέπεις μηδέ ακούγεις| όντε μαλώνεις, μα όποιο βρεις ομπρός και οπίσω κρούγεις; Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 182. 3) α) Εις καλήν πίστιν, καλῄ πίστει = καλοπροαίρετα, ανιδιοτελώς (η έκφρ. καλῄ τῃ πίστει και σήμ. λόγ.): ένι κρατημένος (ενν. ο κριτής) ... να δώσει βουλήν παντός ανθρώπου οπού να του ζητήσουν βουλήν εις καλήν πίστιν, χωρίς καμμίας κακής εγροίκησης, την καλλιότερην οπού να ηξεύρει Ασσίζ. 22011· Καλῄ πίστει νέμεταί τις ή κατέχει και διακρατεί και δεσπόζει τίποτε υποστατικόν, όταν ευλόγως και μετά δικαίας αιτίας δεσπόζει και κυριεύει του πράγματος. Και όταν εκείνο που ηγόρασεν ή επραγματεύθη δεν ήτον άδικον, άτοπον ή παράλογον. Αμή αν και τυχόν έναι τίποτε έξω της δικαιοσύνης, δεν το γινώσκει, και τούτο καλῄ πίστει γίνεται Zygomalas, Synopsis 204 Κ 6 δις· β) καλής πίστεως = (ως χαρακτηρισμός προσώπου) καλοπροαίρετος, καλόβουλος (η έκφρ. και σήμ.): εκείνος (ενν. ο Χριστός) ήτονε ένας άνθρωπος άγιος και καλής πίστεως και απ’ αυτόν έγιναν πολλά και μεγάλα θαύματα και υγίαινεν όλους τους αρρώστους και ανάσταινε νεκρούς και άλλα πολλά πράγματα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 328r. 4) Κακῄ πίστει, με κακήν πίστιν = κακοπροαίρετα, ιδιοτελώς: Κακῄ πίστει νέμεταί τις όταν αδίκως τινάς και παραλόγως υποκτήσει τι και έχει το νοίκιόν του ή τους καρπούς του ή πάσα άλλον διάφορόν του που το τρώγει και το απολαμβάνει και γινώσκει το τούτο πως είναι άδικον και διακρατεί το Zygomalas, Synopsis 204 K 5· όταν ένας που βλέπει τους ορισμένους χρόνους ... τρέχοντα και έχει εμπόδιόν τι εύλογον εις το να σύρει κρίσιν, να πάγει εις τον κριτήν του τόπου ... να αποδείξει ότι αδικείται εις το πράγμα εις εκείνο που έχει να εγκαλέσει … Αρχινά δε πάλιν από τον καιρόν τούτον ... και μετρά … Και γίνεται τούτο εις τα ακίνητα· εις δε τα κινητά, έως τριετίας και μόνης. Αμή αν είναι με κακήν πίστιν και το κινητόν, και έως τριακονταετίας επεκτείνεται και απλώνει η κρίσις Zygomalas, Synopsis 127 Α 31. 5) Η ομολογία της πίστεως = (προκ. για τη χριστιανική πίστη) το Σύμβολο της Πίστεως: Το δε κνίζον του Μάρκου ην η προσθήκη του συμβόλου, λέγων: «Απαλείψατε αυτήν εκ της ομολογίας της πίστεως και, όπου αν βούληται, τιθέσθω και αδέσθω εν ταις εκκλησίαις ...» Δούκ. 2695. Φρ. 1) Δίδω πίστιν, βλ. δίδω I Ά 7β φρ. 2) Κάνω πίστη εις κ. = επιβεβαιώνω, αποδεικνύω κ.: σ’ εσέν (ενν. Έρωτα) η δόξα πλιότερ’ αγροικάται,| γιατί όσο πλια το νικημένο αξίζει,| τόσον ο νικητής πλέο τιμάται.| Σήμερον θαυμαστήν ειστούτο κάνει| πίστη ο Μυρτίνος φανερή κι εξαίσια| σ’ όποιον δεν το πιστεύει, μ’ αμφιβάνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ́ [92]. 3) Πιάνω κάπ. στην πίστη μου = δίνω υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζομαι: απής την έλαβεν (ενν. ο Ροδολίνος την Αρετούσα) ογιά βασίλισσά του,| την έπιασε στην πίστη του κι είναι στην κατοικιά του (παραλ. 1 στ.), δεν τσι χωρίζει άλλος ποτέ στον κόσμον όξ’ ο Χάρος Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 198. 4) Φέρνω πίστιν εις κάπ. = πιστεύω κάπ.: έφθασεν ένας απεσταλμένος από το μέρος της βασιλίσσης με μίαν γραφήν, η οποία επεριλάμβανε ότι ο βασιλεύς ... να της πέμψει τον Μπερτόλδον, διατί ... ήθελεν να απεράσει τον καιρόν της με τα μετωρίσματά του. ... Ο βασιλεύς, σαν εδιάβασεν την γραφήν, φέρνοντας πίστιν εις την βασίλισσαν, εγύρισε προς τον Μπερτόλδον και λέγει του: ... Μπερτόλδος 51.πλάνος (I),- επίθ., Διγ. (Trapp) Gr. 2139, 2200, 3662, Διγ. Z 4484, Χρον. Μορ. H 1119, Ιστ. Ηπείρ. XIV9, Λίβ. P 402, Αχιλλ. L 1233, Αχιλλ. (Smith) N 1662, 1741, Χρον. Τόκκων 2654, Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IV 58, Νεκρ. βασιλ. 78, Sprachlehre 127, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 944, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2449, 3355, 3462, 5258, Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. β́ 20, Διγ. Άνδρ. 3699, 37029, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 6719, 8518, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ [27], Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 49810, 5518, Προσοψάς, Δράμα γενν. Τυφλού 355, 838.
Η λ. στον Ιπποκράτη (TLG). Το ουσ. πλάνος ο ήδη αρχ. και σήμ. Η λ. και σήμ.
Που παραπλανά, που ξεγελά· απατηλός, ψεύτικος: Μετ’ αύτους γαρ εσύντυχα, ωμούς ουδέν τους ηύρα| ουδέ πλάνους, αλάζονας Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11533· ως μεν πλάνον την φιλίαν υπόπτευον Δούκ. 33314· Αμή άνθρωποι απατηλοί και πλάνοι θέλουσι προκόψει εις το χειρότερον, πλανώντας τους άλλους και πλανώμενοι Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2, Παύλ. Τιμ. Β́ γ́ 13· (συχνά με το ουσ. κόσμος): Επειδή πάντα τα τερπνά του πλάνου κόσμου τούτου| άδης μαραίνει και δεινός παραλαμβάνει Χάρων (παραλ. 2 στ.), κατέλαβε και θάνατος του θαυμαστού Ακρίτου Διγ. (Trapp) Gr. 3368· Αλλ’ όσοι και αν αισθάνεσθε τον πλάνον κόσμον τούτον,| δεύτε, πικρά θρηνήσατε και κλαύσατε μεγάλως Αχιλλ. (Smith) N 1657· Τι ωφέλησεν ημάς ο πλούτος και τα πρόσκαιρα πράγματα και ο πλάνος κόσμος; Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι I 35· (προκ. για τον χρόνο): Εθύμισές μου τον καιρό τον περιασβολωμένο,| τον πλάνο και τον ’πίβουλο και τον απωλεσμένο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 449. Το αρσ. ως ουσ. = 1) α) Απατεώνας, ψεύτης: Χειλά, Χρον. 357, Δούκ. 18912, Θρ. Θεοτ. 58, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 4512· (προκ. για το Χριστό· βλ. και Lampe, Lex., στη λ. 1): Ετούτος έναι ο Ιησούς, μέγας μάγος και πλάνος,| απού σ’ εμάς ευρέθηκε μεγάλος και σολτάνος Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3308· Αφέντη, θυμηθήκαμεν πως έλεγεν ατός του| ο πλάνος που σταυρώσαμεν, σαν έζη μοναχός του,| πως θέλει να θανατωθεί και μετά τρεις ημέρες| πάλιν πως θέλει εγερθεί, σαν λέγουν οι πατέρες Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 62· (προκ. για το Διάβολο· βλ. και Lampe, Lex., στη λ. 1): και γαρ εξ ύψους κατελθών ο παντοκράτωρ Λόγος,| αυτού καιρίαν έπληξε την κεφαλήν του πλάνου| και θλάσας ταύτην κραταιώς και δυνατώς συντρίψας,| ημίν εις πόδας τέθηκεν έντρομον, τρομαλέον Γλυκά, Αναγ. 277· Μη με εάσεις, δέσποινα, επίχαρμα γενέσθαι| του πονηρού, πανάχραντε, αλλά εξάρπασόν με| εκ των χειρών του μιαρού και κακοτέχνου πλάνου Εις Θεοτ. 92· (με παράλ. του ουσ. κόσμος): Έφθασεν, ήλθεν ο πικρός ο θάνατος της κόρης,| το τέλος της ευημερίας εσίμωσεν εις τους δύο·| αλλ’ όμως διηγησόμεθα του ακερδήτου πλάνου Αχιλλ. (Smith) N 1639· Έδε του κόσμου τα τερπνά και οι χάριτες του πλάνου,| έδε το πώς παρέρχουνται κατά μικρόν οι πάντες Αχιλλ. (Smith) N 1921. 2) Ανήθικος, κακοήθης άνθρωπος (βλ. όμως και Κεχαχιόγλου [Απολλών. σ. 673]): «Τις θε νν’ ακούει άσματα, αινίγματα και λόγους| και υμνωδίαν τραγωδίων, εις την Ταρσίαν ας πάγει!»| Και ούτως γαρ απέφυγεν τον όλεθρον του πλάνου,| και σώαν από του Θεού την παρθενίαν της είχεν Απολλών. (Κεχ.) 616. 3) Πουλί ή ζώο που χρησιμοποιείται στο κυνήγι για να προσελκύει άλλα θηράματα στην παγίδα, κράχτης (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ 400, 402): Πόθε, παγίδιν έστησες κρυφτόν κι επλάνεσές με| στο διάβαν πλάνον έβαλες με τέχνην κι έπιασές με| γοιον το περδίκιν στην θηλιάν, γοιον τον λαόν στο νήμαν Κυπρ. ερωτ. 11514· (σε παρομοίωση): Στο παρεθύρι στέκεσαι, κυρά μου, ωσάν ο πλάνος,| και στέκεις και παρεκαλείς πότε να ξαναφάνω Ch. pop. 249. Το ουδ. του επιθ. ως ουσ. = α) τέχνασμα, παγίδα (πβ. και πλάνος III2β): Και άκουσε πράγμα φοβερόν και ξένον να θαυμάσεις,| το τι δε πράξιν έκαμεν και πλάνον ο δεσπότης,| και τι δε εύρε δοκιμήν και ενθύμησιν ο νους του,| και όρθωμα το όρθωσε Χρον. Τόκκων 2669· β) δέλεαρ, θέλγητρο: Τον Ολοφέρνη σκόπησε, τον μέγαν καπετάνιον,| πώς το χηράδιν με κρασίν και της πορνειάς το πλάνον| έκοψε το κεφάλιν του κι ελύτρωσε την χώραν Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 120. Το θηλ. του επιθ. ως τοπων.: Πορτολ. A 189, 8313.πλάσμα- το, Γλυκά, Στ. 4, Ορισμ. Μαμελ. 997, Λίβ. P 333, Λίβ. Esc. 583, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 874, 1524, 1551, 2973, Συναξ. γυν. 94, Δευτ. Παρουσ. 98, 255, 257, 283, Αλφ. 2138, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 73, Σκλάβ. 226, 236, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r, Θρ. Θεοτ. 103, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 102, Ιστ. Βλαχ. 2062, 2751, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 173· πλάσμαν, Καλλίμ. 1292, 2265, Gesprächb. 2121, Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 34, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 256, 1530, 1535, Δευτ. Παρουσ. 67, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 14211· γεν. εν. πλασμάτου, Θησ. Γ́ [212].
Το αρχ. ουσ. πλάσμα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β́ 739, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πλάσμα(ν)). Η λ. και σήμ.
1) Δημιούργημα, κατασκεύασμα: Φοβούμαι μήποτε και συ τύχης μου πλάσμαν είσαι| και προς δευτέραν απειλήν εκ ταύτης απεστάλης·| ου γαρ πιστεύω και ποτέ κόρον λαβείν την τύχην Καλλίμ. 589· (ως σύστ. αντικ.): έπλασεν ο Έρως, συγγενή, πλάσμα φρικτόν ονείρου,| τό ακόμη βλέπω αιστητώς και εντρέχει εις οφθαλμόν μου Λίβ. (Lamb.) N 479. 2) α) Φανταστική, πλαστή διήγηση, μύθευμα: Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 718, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 236 δις· β) τέχνασμα, απάτη: Άπαντα γαρ πανούργημαν, άπαντα πλάσμαν ήσαν Καλλίμ. 2257· τοσούτον γαρ κατεγοήτευσεν ημών τα τε νοήματα και τους λογισμούς με τες υπέρ λόγον θωπείες, ότι και τα πλάσματα αυτού ενόμιζον εγώ υπό κουφότητος αρετάς και ήθη χριστομίμητα Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 4047. 3) α) Δημιούργημα του Θεού ή της φύσης· ύπαρξη, ον: Ούλα τα πλάσματα του κόσμου, ούλα τά εγίνησαν αποτάσσουνται του Θεού, αμμέ έχει τριά πλάσματα τα ποια δεν υποτάσσουνται του Θεού, τουτέστι ο άνθρωπος, η γυναίκα και ο διάβολος Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 142 δις· τίποτε ου ξεύρουσι εκ την θεάν εκείνην,| ανέν απέ τους ουρανούς και εις την γην κατέβη| ή έναι πλάσμα κοσμικόν και το τραγούδι εκίνα Θησ. Γ́ [265]· β) (συχνότ., σε σχ. κατεξοχήν) ο άνθρωπος: ως αγαθός πεθυμά (ενν. ο Θεός) να σώσει το πλάσμαν των χειρών του Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 564· έλαβεν (ενν. ο Θεός) ανθρωπίνην σάρκαν και εσταυρώθη και ετάφη και τῃ τρίτῃ ημέρᾳ ανέστη και έσωσεν πάλιν το αυτού πλάσμα και δεν το άφησε να απολεσθεί Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r· γ) (ειδικ.) γυναίκα ή παιδί εξαιρετικής ομορφιάς και χάρης: εξέρετε πως αγαπώ| πλάσμαν, τό δεν είχεν ’μοιαστόν| ο κόσμος ’πού πολλύν καιρόν (παραλ. 4 στ.). Λύπην σ’ αυτόν της ουδεμιά| είδα ποτέ στά πάθιασα Κυπρ. ερωτ. 12519· « ... να σασε δώσει (ενν. ο Θεός) χάρισμα σ’ αυτόνο το παιδάκι,| εις ομορφιά και εις φρόνεψη σγουραφιστό πουλάκι». (παραλ. 9 στ.) ... εις τα παρακάλια τως απακουήν ευρήκα (ενν. ο Ιωακείμ και η Άννα),| και τέτοιο πλάσμα θαμαστό να ’λαβα εκ τον Κύριο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1686.πλέκω,- Γλυκά, Στ. Β́ 21, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 143, Βέλθ. 537, Ερμον. Α 179, Βίος Αλ. 911, 2269, Σαχλ. N 244, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 259, Ερωτοπ. 53, Λίβ. P 551, Λίβ. Esc. 814, 2147 χφ, Λίβ. (Lamb.) N 503, 690, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1954, Αχιλλ. (Smith) N 868, 1239, 1918, Αχιλλ. O 444, Δούκ. 3296, Διγ. Άνδρ. 1926, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 34, Β́ 239, Δ́ 90, Τζάνε, Φιλον. 58910· πλέκτω, Ερωτοπ. 86 (βλ. όμως και Πολίτης, Ελλην.13, 1954, 267)· μτχ. παρκ. πλεμένος, Λίβ. Sc. 1070, Λίβ. Esc. 319, 2147, Λίβ. (Lamb.) N 458, Λίβ. N 1887, Αχιλλ. L 544, Αχιλλ. (Smith) N 1201, Ch. pop. 403, Διήγ. Αλ. V 39, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 18113, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 18012, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 414.
Το αρχ. πλέκω. Η μτχ. παρκ. πλεμένος (<πλεγμένος με σίγηση του γ, Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8· πβ. και μτχ. πεπλεμένας το 14. αι., Χρον. Μον. I 26, Χρον. Μον. K 61, Χρον. Μον. T 61), στο Meursius (λ. πλεμένον) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ. λ. πλέκω, Σπυριδάκις, Κρητικά 1, 1930, 49, Πρωτοψάλτης, Λαογρ. 11, 1934/37, 175). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) α) Πλέκω κ. ανάμεσα ή μαζί με κ. άλλο: Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2536, Αχιλλ. L 546, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3412· β) (συνεκδ. με αντικ. πρόσωπο) πλέκω τα μαλλιά κάπ.: την εχτένιζε με μόσχους και ζαμπέτι,| άλειφε τα μαλλάκια της κι απόκεις έπλεκέ τη Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 204· (προκ. για γυναίκα που έχει τα μαλλιά πλεγμένα σε πλεξίδες· βλ. και Cupane, Roman. cavall. biz. 381 σημ. 77, αλλιώς όμως Haag [Αχιλλ. σ. 94]): εις δύο πλεμένη χαμηλά και φράγκικα εζωσμένη Αχιλλ. (Smith) N 864· γ) τυλίγω κ. γύρω από κ. άλλο: ένα πουρνόν ταχιούτσικα εγέρθηκεν η κόρη| και τα ξανθά της τα μαλλιά στην κεφαλήν της πλέκει Θησ. Γ́ [102]. 2) α) Φτιάχνω κ. πλέκοντας: Αχιλλ. L 848· (μεταφ.): ξαίνει εις γην τους πλοκαμούς, τούς έπλεξεν ο πόθος Φλώρ. 1039· (προκ. για το υλικό που χρησιμοποιείται για το πλέξιμο): οι τρίχες μου (ενν. της αιγός) πληρούσιν άλλην χρείαν·| πλέκουν σκοινία δυνατά, δεσμεύουσιν τα ζώα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 533· β) κατασκευάζω με περίτεχνο τρόπο (βλ. και ά. πλεκόμορφος): φορεί (ενν. ο αρχιερεύς) το ’μόφορόν του,| χρυσόν σταυρόν πλεκόμενον βάνει εις τον λαιμόν του Προσκυν. Ιβ. 535 144· (εδώ με σύστ. αντικ.· βλ. Ανδρ., Αθ. 47, 1938, 190: Ο κοσμίτης του λουτρού πλοκήν επλάκην ξένην,| θαυμάζω χείρας τεχνιτών και του χρυσού την φύσιν Καλλίμ. 319. 3) Μεταφ. α) δημιουργώ χρησιμοποιώντας το λόγο, συνθέτω, πλάθω: Προδρ. (Eideneier) III 142, Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [691], Πηγά, Χρυσοπ. 109 (55)· (με είδος σύστ. αντικ.): ας αρχίσω να σε πω στίχους διά την αγάπην.| Στιχοπλοκάδες θλιβερές τές έπλεξα διά σένα Ερωτοπ. 155· β) επινοώ, μηχανεύομαι, ετοιμάζω κ. εις βάρος κάπ.: Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1974, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [857], Ιακ., Παραιν. I 9· Αλλά πάλιν ο εχθρός τής έπλεκε βάσανα Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 417. 4) Αγκαλιάζω σφιχτά: ηύρασιν τον βασιλέα, τον γέρον τον πατήρ τους,| πλέκουν, καταφιλούσιν τον Απολλών. (Κεχ.) 856. 5) Μπλέκω κάπ. σε δυσάρεστη κατάσταση: Ήταν καλό να μη ώμοσα μετά σου να πεθάνω (παραλ. 1 στ.) επεί δε εις τέτοιον με ήφερεν ο χρόνος να με πλέξει,| ήκουσε, ξένε, τις είμαι και χώρας από ποίας Λίβ. N 2310. Β́ (Αμτβ.) μπλέκομαι σε κ. δυσάρεστο: και απλώς και μη βουλόμενος εις μέριμναν εσέβην,| και εσκόπιζεν η καρδία μου μη πλέξω εις οδύνας Λίβ. (Lamb.) N 185. IΙ. Μέσ. Ά (Μτβ.) πλέκω στα μαλλιά μου κ.: βάνουσι ομορφάδες διαβολικές εις την μούρην ντως και ξυρίζουνται και πλέκουνται ξένες τρίχες Αποκ. Θεοτ. 131. Β́ Αμτβ. 1) α) Τυλίγομαι γύρω από κάπ. ή κ.: Διήγ. Αλ. V 29· ατρέμει κι η καρδία του βλέποντα τόσον κάλλος,| και από την γην σηκώνειν την, κρατεί, καταφιλεί την·| απάνου της επλέκετον και χόρτασιν ουκ είχεν,| πάρι ουκ ήθελεν ποτέ τον έρωτα πληρώσαι Αχιλλ. (Smith) O 443· β) αγκαλιάζομαι: Ως το φαρμάκιν τα θεριά ξαφήννουσιν,| συδυό μ’ αγάπην πορπατούν και πλέκουνται Κυπρ. ερωτ. 9723· την κόρην γαρ περιλαβών (ενν. ο αμιράς) αυτής φιλεί το στήθος| και πεπλεγμένοι ειστήκεισαν επί πολλάς τας ώρας Διγ. Z 1195. 2) Συμπλέκομαι, συγκρούομαι: Οι δύο βίγλες επλάκησαν, εκτύπησαν αλλήλους| και κονταριές εδώκασιν η βίγλα με την άλλη Χρον. Τόκκων 760. 3) Μπλέκομαι σε κ.: εκεί δε παίζει το θηρίον, τα κέρατά του βάλλει εις κλάδους τοίνυν του δεντρού, πλέκεται και κρατείται Φυσιολ. (Legr.) 1032. 4) Αναμειγνύομαι σε υπόθεση που μπορεί να μου δημιουργήσει προβλήματα: Μηνί Δεκεμβρίῳ, ινδικτιώνος έκτης, ... εξεφωνήθει τους ιερωμένους εις κοσμικά πράγματα να μηδέν πλέκονται Νομοκριτ. 109· Αλλά και τίνες εμείς, πολλές φορές, πλεμένοι εις χίλιες αμαρτίες Πηγά, Χρυσοπ. 302 (9)· Υιέ μου, βλέπε μη πλακείς, γυναίκα μη επάρεις| διά κάλλος, διά χρήματα, δι’ ευγένειαν και πλούτον Σπαν. (Μαυρ.) P 226. Φρ. πλέκω γαϊτάνιν, βλ. Επιτομή, γαϊτάνιν φρ. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = πλεκτός: εδώ σε σχ. αδύνατο: έτι δε δίδομεν τσαπίν ... βαμπακερήν αγελάδα και πλεμένον ξινόγαλα Σπανός (Eideneier) D 1696. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = (εδώ μεταφ.) αυτός που συνδέεται με κάπ. άλλο, πβ. όμως και πλέω: Πρώτον καλέσει (ενν. ο Υιός Θεού) δίκαιους με τους αυτού πλεμένους,| όπου εις το σκότος δούλευσαν, διά κρίμα τους καημένους,| «Δεύτε οι ευλογημένοι μου, παιδία του πατρός μου,| εσείς κληρονομήσατε τόπον τον εδικόν μου ...» Ρίμ. θαν. 85.πλέος,- επίθ., Χρον. Μορ. P 2459, 3851 (ουδ. πλέον) (ή <πλέων), Χρον. Μορ. H 5876 (ουδ. πλέον) (ή <πλέων), Χρον. Τόκκων 422, 1187, 1284, 1740, 2321, 2572, 2625, 2699, 3013, 3519, Ολόκαλος (Μαυρομάτης) 676, 14113, 1677, 1765, 2386, Ch. pop. 431, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1195, Αχέλ. 1281, Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 439368, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 135, 10915, 16728, 28711, κ.α.· πλείος, Προδρ. (Eideneier) IV 539, Χρον. Μορ. H 2202 (ουδ. πλείον) (ή <πλείων), 9096 (ουδ. πλείον) (ή <πλείων), Έκθ. χρον. 7422, Μηλ., Οδοιπ. 635, Στάθ. (Martini) Γ́ 4 κριτ. υπ.· αιτιατ. αρσ. πλεόν, Λίβ. P 2513· πλιος, Ασσίζ. 28913 (ή άκλ. πλια) (έκδ. διαπλιά), Φαλιέρ., Ιστ.2 235, 608, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 13, 148, Ch. pop. 432, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3736, Πανώρ. Δ́ 245, Ερωφ. Β́ 346, Γ́ 123, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 2634, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 132, Β́ 2375, Γ́ 703, Έ 888, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 606, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. ά 58, Στάθ. (Martini) Β́ 263 δις, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 183, Δ́ 201, Λεηλ. Παροικ. 21, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 27919, κ.α.· ουδ. πλέο, Χρον. σουλτ. 7215.
Πιθ. από το συγκρ. πλεότερος (βλ. ά.) ή από τα αρχ. πλέων-πλείων (πβ. και πλέον) με μεταπλ. κατά τα επίθ. σε ‑ος· πβ. και αρχ. τ. πλείος, πλέος του πλέως («γεμάτος»). Ο πληθ. πλείοι τον 11. και θηλ. πλέαι τον 8.-10. αι. (LBG, λ. πλείοι). Ο πληθ. πλέοι και πλέα (ουδ.) και ουδ. εν. πλέο και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., πλέοι, πλείον, βλ. και Σιδηροπούλου, Λεξιλ. Κοτυώρων, λ. πλέα· βλ. και ά. πλείων, ετυμολ.).
α) Περισσότερος, πιο πολύς· (και ουσιαστικοπ.): πολλοί εβουλεύθησαν του να με θανατώσουν| και πάντα τους εζύγωνα και άλλα πλέα έκαμά τους Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1789· επτώχυνεν, εξέπεσεν, ...,| οι άρχοντες τον άφηκαν οι εδικοί του πλέοι Χρον. Τόκκων 3716· οι πλέοι απέ τα Ιωάννινα τον Δούκαν ηγαπούσαν Χρον. Τόκκων 1412· με την χάριν του Θεού ηπήραν τους τα πλέα και εσυντάρχησαν καλά και εδυνάμωσάν τα Χρον. Τόκκων 3830· έχουν οι πλείες των γυναικών υποκρίσεις μεγάλας Σπαν. O 227· έκφρ. όλα τα πλια = τα περισσότερα: Ετούτον (ενν. τ’ όνειρο) είδα την αυγή, ... (παραλ. 1 στ.) εις ώρα που τα ονείρατα όλα τα πλια αληθεύγου,| γιατί τα βάρητα του νου το πνέμα δεν παιδεύγου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 111· (μετά από αριθμητ.· για τη χρ. πβ. πλέον (I) 1β): Τι θέλει ο κακότυχος την δευτερογαμίαν;| και πώς δεν τον εδάμασεν η γυναίκα η μία;| και τι λέγω γυναίκα μια; στεφάνι’ έξι και πλέα| έβαλεν η βιλλάναινα η Κώτισσα η γραία Γεωργηλ., Θαν. 428· β) περισσότερος, μεγαλύτερος: Πολλά μεγάλη δύναμην έχει ο Καραμανίτης,| πλιας τέχνης και πλιας μαστοριάς είν’ το παιδί της Κρήτης Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1068 δις· άνθρωπος να ’ναι δυνατός, να ’χει αντρειά και χάρη,| πλια δύναμη και πλιαν αντρειάν έχει το λεοντάρι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1166 δις· έκφρ. πλια (θηλ.; πβ. πλέα (Ι) Έκφρ. 2, πλέα (ΙΙ) Έκφρ. 1) παρ’ άλλη = περισσότερη, μεγαλύτερη από άλλη, πολύ μεγάλη: με λύπη, με λακτάρα πλια παρ’ άλλη Λεηλ. Παροικ. 287· (με το άρθρο, ουσιαστικοπ.) το μεγαλύτερο (τμήμα): Όταν επέρασε ο καιρός το πλέον δε της νύχτας,| κι ελάλησεν ο πετεινός ... Χρον. Μορ. P 2202· γ) (εδώ) ακόμη περισσότερος, μεγαλύτερος: της τύχης ο τροχός ήρχισε να σε γέρνει| και αυτά τά σ’ έδωκεν γοργόν με πλια σπουδή να παίρνει Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 4· δ) υπολειπόμενος, αυτός που απομένει: Εμένα πρέπει να γενώ καλόγρια εις μοναστήριν| και να δουλεύσω τον Θεόν να εσώσω την ψυχήν μου·| ότι ο Θεός εσκότωσεν το πλέον το ριζικόν μου, |και εμέν, ωσάν με βλέπετε, τι με ωφελεί ο κόσμος; Σπαν. (Ζώρ.) V 530· ε) (με το άρθρο ουσιαστικοπ.) περισσότερο, μεγαλύτερο κακό: Παρακαλώ σας, άρχοντες, το πράγμα να πραΰνει·| ας λείψουσιν τα σκάνταλα, μηδέν γενεί το πλείον Χρον. Μορ. H 684. Το ουδ. το πλέον / το πλείον με το άρθρο ως επίρρ. = α) ως επί το πλείστον, κατά το μεγαλύτερο μέρος, κυρίως: Απαύτου πάλιν άρχισεν ο δούκας να συνάζει| φοσσάτον ρογατόρους τε πεζούς, καβαλλαρέους,| Φράγκους, Ρωμαίους, Σέρβους τε, το πλέον Αλβανίτας Χρον. Τόκκων 202· Όλον το πλήθος του λαού θέλουν και αγαπούν τον,| μάλλον δε και ηυχαρίστουν τον, τον μέγαν στρατιώτην,| τιμούσιν και δοξάζουν τον διά τον βασιλέα,| το πλέον διά τον πατέρα του, τον μέγαν Βελισάρην Διήγ. Βελ. χ 439· β) σε πολύ μεγάλο βαθμό: Ήτον γουν δόκιμος πολλά, ’πιτήδειος το πλέον, επιδέξιος και πονηρός εις πάσαν την δουλείαν Χρον. Τόκκων 2690· γ) κατά το δυνατόν, όσο γίνεται πιο ...: να κοιμηθεί ο λίος λαός να μην τους έχουν νοήσει,| το πλείον κρυφώς και σιγαλά όπου να ημπορέσουν| να ορμηθούν του φεγγαρίου και να έχουν μισέψει Χρον. Μορ. H 3851. — Βλ. και πλείων, πλέα (I), (II), πλέον (I), (II).πληγώνω,- Διγ. Z 2046, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 683, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 2, Φαλιέρ., Ιστ.2 654, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3815, Πεντ. Γέν. XII 17, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1141, Πανώρ. Ά 48, Έ 34, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 202, Έ 644, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 42, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 4, Γ́ 41, Πιστ. βοσκ. IV 8, 44, Διγ. Άνδρ. 3974, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 1574, Β́ 653, 712 κ.α., Στάθ. (Martini) Πρόλ. 16, Ιντ. ά 5, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 460, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [512], Β́ [326], Γ́ [436], Δ́ [1215], Έ [1262], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 15, Β́ 432, Γ́ 36, Δ́ 131, 133, Έ 265, Διγ. O 786, 1557, 1668, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1697, 5762, Τζάνε Εμμ., Αφ. 14127· πληγώννω, Μαχ. 4548, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 53, Κυπρ. ερωτ. 35, 103, 7, 179, 1813, 6920, 9344, 12712, 13815, 23.
Από το πληγόω (7. αι., LBG). Ο τ. στο Meursius (πληγόννειν, λ. πληγόνειν) και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 739, λ. πληγόννω). Η λ. στο Meursius (πληγόννειν, λ. πληγόνειν) και σήμ.
I. Ενεργ. Ά Mτβ. 1) α) Χτυπώ, τραυματίζω κάπ.: Οι δε ... το τείχος τρυπήσαντες είσοδον εποίησαν ... και εισήλθον από τούτων εντός πολλοί, δραμόντες δε ... οι προς συμμαχίαν του βασιλέως ευρισκόμενοι αντέστησαν αυτοίς ..., πολλούς εξ αυτών πληγώσαντες και τραυματίσαντες Παράφρ. Χων. (v. Dieten) III 120· ο βασιλιός του Ρώκριτου αρμηνεύγει| κι εις του πολέμου τσι δουλειές μιλεί και δασκαλεύει,| πότε να βάνει το σπαθί και πότε το σκουτάρι (παραλ. 1 στ.) και ποιες σπαθιές πληγώνουσι, ποιες πάλι φοβερίζου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1565· (με σύστ. αντικ.): Εάν γένηται ότι οκάτις σκλάβος ή σκλάβα δέρνει ή πληγώνει πληγήν φανερήν ενού χριστιανού ή μιας χριστιανής, το δίκαιον ορίζει ... Ασσίζ. 1544‑5· (προκ. για το Χάρο): Βλέπεις ετούτον τό βαστώ, το σιδερό δοξάρι, και την σαΐταν, τήν βαστώ και το μαύρο κοντάρι;| Τούτα ...| τους δυνατούς πληγώνουσιν, τους άπιαστους σκοτώνου Πικατ. 314· β) (ειδικότ.) προξενώ τραύμα σε μέλος ή όργανο του σώματος (κάπ.): ετρώθη μου η ψυχή, ωραία γαρ υπήρχε,| χείρα όπως επλήγωσα την δεξιάν εκείνης Διγ. (Trapp) Gr. 3119· Οϊμέναν, Ερωφίλη μου, κι ογιάντα δε μπορούσι| τ’ αμμάτια μου τα σκοτεινά δυο βρύσες να γεννούσι,| να σου ξεπλύνου την καρδιά την καταματωμένη,| κι ύστερα με τη χέρα μου και εγώ, καθώς τυχαίνει,|την εδική μου αλύπητα κι άπονα να πληγώσω| κι ωσάν εσένα θάνατο κακό κι εγώ να δώσω! Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 565· (σε μεταφ.): τότε λύπην ο λαμπρός δευτέραν εκλαμβάνει,| τότε ρομφαία την αυτού επλήγωσε καρδίαν Διγ. Z 4132. 2) (Μεταφ.) α) προξενώ θλίψη, στενοχώρια, ψυχικό πόνο: Αφόν τραγούδια και χαρές να με πληγώννουν (παραλ. 1 στ.), ας κλάψει το κοντύλιν μου κι ας τρέξει Κυπρ. ερωτ. 1527· Αφέντη, πράμαν εγνοιανό πολλά μ’ ανακατώνει| κι η μάνητά μου την καρδιάν αλύπητα πληγώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 788· β) προκαλώ ερωτικό πόνο: Θυμήσου πως μ’ επλήγωσες κι έχω θανάτου πόνο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1381· Ώχου φωνή γλυκιά μου, σ’ ένα καιρόν| μου πλήγωσες κι έγιανες την καρδιά μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [78]· (προκ. για τον Έρωτα, τον Πόθο): Έρωτα, υγιέ μου, το λοιπό άγωμε, γύρεψε τσι| κι όσο μπορείς αδυνατά σύρε και δόξεψέ τσι·| τα σωθικά τως πλήγωσε κι άψε τως την καρδιά ντως Πανώρ. Δ́ 375· Χόρτασε κι ακανεί να με πληγώσεις| και τόσα δεν επλήγωσες κανέναν,| Πόθε Κυπρ. ερωτ. 391, 2. 3) α) Προξενώ βλάβη, ζημιά σε κάπ. ή κ.· (προκ. για φρούτα): Τα δε απίδια, όταν θέλεις να τα φυλάξεις καιρόν πολύν, πρώτον μεν τα κόψε από το δένδρον ’πιδέξια να μη τα πληγώσεις ή ποσώς τα ζουλίσεις Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153· (προκ. για ηθική βλάβη): εκείνοι οπού είναι πληγωμένοι και βρομούν από τες αμαρτίες και κακές επιθυμίες, να τους ιατρεύομεν με καλές νουθεσίες και με διδασκαλίες Λαυρ., Οπτασία Σ. 115· β) (μεταφ.) προκαλώ συμφορές, καταστρέφω: Δύναμη είναι τ’ ουρανού· κι ο Ζευς οπού σηκώνει| τον κόσμο με το χέρι του, μ’ εκείνο τον πληγώνει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 110· (με υποκ. τη λ. Τύχη): Η Τύχη το δοξάριν της ενάντιον το εκοκκιάσεν (παραλ. 2 στ.) κι έριξεν τες σαγίτες της απ’ ύστερην ως πρώτην·| και απ’ όλες μια δεν έσφαλεν, όλους επλήγωσέν τους·| πού να των δώσει ουκ είχε πλια, διατί εθανάτωσέν τους Απόκοπ.2 419. Β́ Αμτβ. α) Χτυπώ, τραυματίζω: η κονταρά του Ρώκριτου πλια δυνατά πληγώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1403· η χέρα μου ... μπορεί κι αξά ’ναι να πληγώνει,| κι αίμα να βγάνει απού τσ’ οχθρούς και να τσ’ αποζυγώνει Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 11· β) (μεταφ.) θίγω, προσβάλλω: Το σφάλμαν οπού στην τιμήν αγγίζει και πληγώνει,| ο θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 189. II. Μέσ. α) (Αλληλοπ.) χτυπιέμαι, τραυματίζομαι: όντε πιούσι το κρασίν, ωσάν έν’ μαθημένοι| με πελατίκια και ραβδιά και ξεμαχαιρωμένοι,| πληγώνονται και χάνονται Σαχλ., Αφήγ. 239· (μεταφ.): όπ’ αγαπούνται μετ’ αυτά (ενν. τα φιλιά) πληγώνουνται και γιαίνου,| ζούσι, κυρά, και χαίρουνται και δίχως φα χορταίνου Φαλιέρ., Ιστ.2 657· β) αποκτώ πληγές: Προς άρρωστον όταν από πολλού καιρού κείμενος εις το κραβάτιν, και πληγωθώσιν τα κόκκαλά του και τα πλευρά του Ιατροσ. 6156· πάραυτα εβγήκαν εις τους ανθρώπους φλυκτίδες και πρήσματα, και επληγώθησαν όλοι οι Φαραωνίται Ροδινός (Βαλ.) 100· γ) (μεταφ.) στεναχωριέμαι, υποφέρω ψυχικά: γιατί ο Έρως ήκαμεν πολλούς να πληγωθούσιν| ανδρείους και οπίσω του να του ακολουθούσιν Διγ. O 1559· δ) (μεταφ.) προσπαθώ υπερβολικά, επιμένω: Δεν βλέπεις (ενν. Θάνατε) ’τι από μας τινάς να ιδεί την εμορφιάν σου| ποσώς ουδέν τ’ ορέγεται, ουδέ την συντροφιάν σου;| Δεν ξεύρεις ότι διώχνουν τον τον λύκο ’κ το κοπάδι;| κι εσύ γιατί πληγώνεσαι να είσαι μ’ εμάς ομάδι; Πένθ. θαν.2 228. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = (μεταφ.) πληγωμένος ψυχικά, βασανισμένος: απής το σφάλμα γίνηκε, μη στέκεσαι σε θλίψη, (παραλ. 8 στ.) κι η πληγωμένη σου καρδιά παρηγοριάν ας πάρει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 176· όταν τους λάχει δυσκολιά για μπόδιστρο κανένα,| πόση φωτιά στα σωθικά παίρνου τα πληγωμένα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4073· (προκ. για ερωτικό καημό): διπλωμένη| καδένα την αγάπη σου σφικτά κρατεί δεμένη| στην πληγωμένη μου καρδιά Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 41. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = τραυματίας: ο βισκούντης εντέχεται ... να τους βάλει εις την φυλακήν, έως όπου ... να δει το τι θέλει γενηθείν απέ τον πληγωμένον Ασσίζ. 45912· (μεταφ.): κάθε πληγωμένος| βοήθειαν παίρν’ από σε και μένει γιατρεμένος·| κι άλλους γιατρεύεις ψυχικά, κι άλλους μ’ ελεημοσύνην Τζάνε Εμμ., Αφ. 14127.πλήθια,- επίρρ., Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [386], Δ́ [1167]· πλήθιαν, Συναξ. γυν. 18· πλήσα, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2726, Πανώρ. Ά 180, Δ́ μετά στ. 276, Έ 95, 398, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Αφ. 8, Πρόλ. 73, Β́ 322, 467 δις, Γ́ 84, 401, Δ́ 165, Έ 543, 653, Κατζ. Β́ 251, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 71, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 407, 432, Λεηλ. Παροικ. Αφ. 24, 468, 552, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2999· πλήσια, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 303, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 26, δ́ 5, Πιστ. βοσκ. V 1, 51, Σουμμ., Παστ. φίδ. Αφ. [4], Γ́ [16], [894], [1122], [1219], Λίμπον. 286, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1451, 1551, 24617, 24912, 39116, 40721.
Από το επίθ. πλήθιος. Ο τ. πλήσα στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., λ. πλείσα). Ο τ. πλήσια στο Βλάχ., λ. πλήσα. Η λ. στο Somav. και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ).
Πάρα πολύ: Ω θυγατέρα μου γλυκιά, μα κακομοίρα πλήσια Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [179]· ετούτος είναι ο Γύπαρης, οπού γι’ αυτό ερωτούσα| οι βοσκοπούλες οπροχθές και πλήσα τον παινούσα Πανώρ. Ά 50.πόδι(ον),- το, Λόγ. παρηγ. L 69, Διγ. Z 2585, Μαχ. 24811, 67819, Χούμνου, Κοσμογ. 1005, Βουστρ. 10413, 15, 1483, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2037, 3584, 3900, Κυπρ. ερωτ. 1149, Πανώρ.2 Αφ. 24, Γ́ 314, Έ 132, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 572, Έ 111, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 60, Σουμμ., Ρεμπελ. 187, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 1312, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 199, Διακρούσ. 8021, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1864, 19112, 47720, κ.α.· πόδι, Χρον. σουλτ. 13829, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [98], [733], [735], Γ́ [1208], Δ́ [927], [1435], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 88, 151, Β́ 178, 236, 431, Δ́ 55, 141, Έ 8· πόδιν, Ασσίζ. 17926, Μαχ. 44412· γεν. εν. ποδού, Μαχ. 5803· πληθ. ποδία, Μαχ. 2641, 3062, 48428, 54823, 59032, 60034, 60213, 65013.
Το αρχ. υποκορ. ουσ. πόδιον (<πους). Ο τ. πόδι στο Somav., σε έγγρ. του 12. (Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2 151) και του 16. αι. (Γρηγορόπ., Έγγρ. 12538), καθώς και σήμ. Ο τ. πόδιν σε έγγρ. του 12. αι. (Caracausi, LBG) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Σακ., Κυπρ. Β́ 744). Ο πληθ. ποδία (πιθ. από επίδρ. της γεν. των ποδίων) σε έγγρ. του 13. αι. (Caracausi), καθώς και στον Ευστάθιο. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. πόδι).
1) Το πόδι ως όργανο α) το ακραίο τμήμα του σκέλους των ανθρώπων ή των σπονδυλωτών ζώων: Σφάξε με με το χέρι σου, μπουρτά σφαγώ ατός μου,| και πάρε με και θάψε με στην πόρταν που σεβαίνεις,| να με πατούν τα πόδια σου όνταν εμπαινοβγαίνεις Ch. pop. 420· Τότες ανοίγει και θωρώ τρυγόνι και προβαίνει. (παραλ. 1 στ.) διαπάς χλωρόν κλαδίν ελιάς στα πόδια του κρατώντας Φαλιέρ., Ιστ.2 210 κριτ. υπ.· β) ολόκληρο το καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή από τα σκέλη των ζώων και των πτηνών: Ομοίως εάν εκείνος ο ιατρός εγιάτρεψεν έναν σκλάβον μου, ή μίαν σκλάβαν μου οπού είχεν ή το πόδιν, ή το χέριν τσακισμένον ... και εκείνος εναπόμεινεν λαβωμένος πάντοτες, το δίκαιον κρινίσκει ... Ασσίζ. 17926· Στους πάλους ήσα δυο θεριά δεμένα μ’ αλυσίδα (παραλ. 6 στ.) Ο Χάρος τώς εμίλησε κι επάψα τα θερία,| εσύρθησα εις τσι τόπους τως, τα πίσω πόδια εκλίνα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 145· (εδώ σε παροιμ. χρ.): Λυτή καρδιά κι ελεύθερη ’λεύθερα πόδια κάνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [151]· Όλα τα μέλη κρίνουνται, τα πόδια και τα χέρια,| και καθανός η κρίση του, ως βλέπεις, είναι ακέρια Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 514· (συνεκδ. προκ. για το συγκεκριμένο πρόσωπο, άνθρωπο): Άφης με Μυρτίνε μ’ άφησε τα πόδια που σε φεύγουν,| κι ακλούθησε, κι αγκάλιασε αυτά που σε γυρεύγουν Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1095]. 2) (Μεταφ.) καθετί με το οποίο στηρίζεται, πατάει ένα έπιπλο: έκαμεν και έναν κρεβάτι μετά λιθάρια εζωσμένον,| εστέκαν τέσσαρεις αετοί στα πόδια του κρεβάτου Αχιλλ. L 510· έκφρ. τα ποδία των εικόνων = στηρίγματα εικόνων: Ένθεν και ένθεν δε εισί των εικόνων ποδία,| χρυσοβελουδοκόκκινα με τα χρυσά κλαδία Παϊσ., Ιστ. Σινά 453. Έκφρ. ο εκ πόδι κάπ. = (μεταφ. ως έκφρ. φιλοφροσύνης) αυτός που γονατίζει στα πόδια κάπ., υπηρέτης, δούλος: Ακρίτα, μη το λυπηθείς μηδέ καρδιάν πονέσεις,| εγώ γαρ, ο εκ πόδι σου, ο λέων ο Αγκύλας,| εγώ διά σε ελήλυθα, δουλειάν άλλην ουκ είχον Διγ. Z 3001. Φρ. 1) Βάνω κάπ. στα πόδια μου = κατατροπώνω, υποδουλώνω κάπ.: οπού ’γδυνεν όσα ’χε βρει με δίχως φόβον άλλο,| κι ήλεγε: «και τον Ισμαήλ στα πόδια μου θα βάλω» Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 26226. 2) Βάλλω/βάνω το πόδι/τα πόδια μου κάπου = έρχομαι, μπαίνω κάπου: Εις των ανθρώπων τες καρδιές, κι όπου το πόδι (ενν. ο πόθος) βάλει,| ο ουρανός κι η γη μαζί τού κλίνουν το κεφάλι Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [629]· μα μόνο με την πεθυμιά ποτέ κιανείς δε φτάνει| ’ς τόπο μεγάλο και ψηλό τα πόδια του να βάνει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 46. 3) Βγάνω το πόδι μου (από κάπου) = φεύγω: Γιατί από χρόνους περισσούς, ποτέ του δεν εφάνη,| οχ το κελί του τ’ άγιον, το πόδι του να βγάνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [952]. 4) α) Έρχομαι πόδιν = προχωρώ με αργό βήμα, σιγά-σιγά: από τον φόβον τους (ενν. οι Σαρακηνοί) έρκουνταν πόδιν, και ευρίσκασιν τους ανθρώπους αποσταμένους από τ’ άρματα και από την πυράν, και οι Σαρακηνοί δεν τους εσκοτώνναν Μαχ. 66221· β) έρχομαι πόδιν πόδιν = προχωρώ αργά ακολουθώντας κάπ. κατά πόδας: άνταν ήλθεν (ενν. η ρήγαινα) κοντά εις την Ανύχιαν, οι Γενουβίσοι έρχουνταν πόδιν πόδιν και εννοιάζουνταν παίρνοντα το κάστρον πώς να το βλεπήσουν Μαχ. 44415· Οι Σαρακηνοί έρχουνταν πόδιν πόδιν, και επέψαν και επερικυκλώσαν το φουσσάτον μας απέ τ’ ανατολικά μέρη Μαχ. 66022·. 5) Καταλακτίζω κάπ. απουκάτω των ποδιών μου, βλ. Επιτομή, αποκάτω 3α φρ. (δ). 6) Παίρνω τα πόδια μου, βλ. Επιτομή, επαίρνω 7 φρ. 7) Πέφτω εις τα/στα πόδια κάπ., βλ. ά. πέφτω 4α φρ. Η λ. ως επίρρ. (με τη λ. χέρια) = χειροπόδαρα: και αφού τον πήγες στο βουνίν κι έθηκες και τα ξύλα,| εξήπλωσες τον Ισαάκ δεμένον χέρια πόδια,| ίνα τον σφάξεις, Αβραάμ, θυσία να τον κάμεις Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 120. Η λ. στον πληθ.ως τοπων.: Πορτολ. A 1104. — Βλ. και πόδας, πους.ποίος,- αντων., Σπαν. O 199, Ιων. Ι 8, Ασσίζ. 36, 26013, 3414, Διγ. (Trapp) Gr. 3496, 3498, Διγ. A 44, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 88, Βέλθ. 439, Χρον. Μορ. H 139, 728, 1460, Χρον. Μορ. P 100, 671, 2157, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 546, Φλώρ. 1392, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 361, Απολλών. (Κεχ.) 58, Λίβ. Esc. 2725, 3248, Λίβ. (Lamb.) N 601, Λίβ. N 2412, Αχιλλ. (Smith) N 80, Αχιλλ. (Smith) O 38, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 137 τρις, Βεν. 42, Διήγ. Βελ. χ 524, Μαχ. 418, 32036, 55836, Γεωργηλ., Θαν. 548, Βουστρ. (Κεχ.) 1617, 1403‑4, 18013, 2227, Βουστρ. (Κεχ.) Μ 17715, Αλεξ.2 337, Δευτ. Παρουσ. 24, Συναξ. γυν. 488, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3887, Βεντράμ., Γυν. 248, Ρίμ. θαν. 24, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 685, Ιστ. πατρ. 17316, Διγ. Άνδρ. 3721, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3740, Πτωχολ. A 14, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1163 ρβ́ 1, κ.π.α.· μποίος, Μαχ. 11421· πγοιος, Μαχ. 5604, 67817 ,18, 22· ποίγος, Ασσίζ. 3348, Μαχ. 220, 13423, 4269, 57626, Βουστρ. (Κεχ.) Μ 4917, 9918, 10318· ποιος, Ασσίζ. 1316, 7010, 14821, Φλώρ. 650, Σαχλ., Αφήγ. 351, Απολλών. (Κεχ.) 278, Λίβ. P 1236, Αχιλλ. (Smith) N 1224, Αχιλλ. (Smith) O 464, Φαλιέρ., Ιστ.2 99, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 110, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 78, Χούμνου, Κοσμογ. 574, 2088, Σκλέντζα, Ποιήμ. 146, Γεωργηλ., Θαν. 499, Βουστρ. (Κεχ.) 4817, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 7, 176, 3365, Αλεξ.2 294, Δευτ. Παρουσ. 23, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 73 δις, Ιμπ. (Legr.) 7, Πένθ. θαν.2 158, Δεφ., Λόγ. 786, Τριβ., Ταγιαπ. 25, Ξόμπλιν φ. 125v, Πεντ. Δευτ. IV 7, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 351, Κυπρ. ερωτ. 23, 593, 1143, Πανώρ.2 Ά 33, 57, 87, Β́ 555, Γ́ 497, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 387, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 21, Κανον. διατ. Α 15, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 301, Έ 986, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 67, 170, Στάθ. (Martini) Γ́ 269, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 65, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [740], Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 249 δις, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 1, Ά 75, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 40 δις, Λεηλ. Παροικ. 281, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46223, κ.π.α.· πληθ. αρσ. πγοι, Μαχ. 9031, 20618· ποι, Χρον. Μορ. H 668, 4989, 4990, 4994, 5864· θηλ. πγη, Μαχ. 38632.
Η αρχ. αντων. ποίος. Για τον τ. πγοιος βλ. και Συμεων., Ιστ. κυπρ. διαλ. 182-3. Ο τ. ποίγος με ανάπτυξη του γ. Ο τ. ποιος και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. ποίο, Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., λ. ποίο).
Ά Ερωτ.· εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις 1) Γενικ., προκ. να ζητηθούν πληροφορίες (ταυτότητα προσώπου, ενέργεια, τόπος, χρόνος, κλπ.) α) ως ουσ.: Περί ξεν. (Μαυρομ.) 377, Τριβ., Ρε 367· Κι εσύ ποιος είσαι; … Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 372· (έναρθρ.): οι τζάγρες ουκ αφήνασιν άνθρωπον να προσκύψει| έξω εκ τα δόντια του τειχίου να ιδούν το ποίος τοξεύει Χρον. Μορ. H 1483· τούτο και μόνον έλειπε το ποίον να ποίσει αυθέντην,| ποίον να ποίσει στρατηγόν, να ποίσει καπετάνον Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 524· Τους στρατιώτες όρισα να πάσι για να δούσι| μέσα ολίγο στο νησί, να δουν το ποιοι λαλούσι Αλεξ.2 1678· β) ως επίθ.: Πτωχολ. A 192, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1195 ρμ́ 1· Και το πρεπό ’ναι να σας πω και να σας φανερώσω| ποιαν όμορφη ξεφάντωση θέλω να σασε δώσω Πανώρ.2 Πρόλ. 8· «Από ποιο τόπο, ξένε μου, είσαι;» … Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2332. 2) Ως ουσ. ή επίθ., σε ρητορικές ερωτήσεις α) σε καταφ. πρόταση αντιστοιχεί στο κανείς: Τι έν’ τό λέγεις, αφέντη μου, τι μας κατονειδίζεις;| ’Σ ποιον πόλεμον μας έβαλες κι ουδέν επολεμούμαν; Χρον. Μορ. P 5119· τις έπιεν την θάλασσαν λαιμός του κι εγλυκάνθη;| Ή ποίος να έφαγεν ποτέ πέτραν για να χορτάσει,| και ταύτα πάντα και να ζει, να έναι εις τον κόσμον; Περί ξεν. (Μαυρομ.) 173· Όταν δε τρις και δέκατον ήψατο ο μείραξ χρόνον,| και ποία γλώσσα δυνηθεί καταλεπτόν να γράψει| την θέαν, την ηλικίαν του, την ωραιότητάν του; Αχιλλ. (Smith) N 109· β) σε αποφατική πρόταση αντιστοιχεί στο ο καθένας, όλοι (η χρ. ήδη αρχ., L‑S, λ. ποίος 1): Και ποιο σκληρόκαρδο κορμί τότε δεν είχε κλαύσει,| ποια μάτια από τα δάκρυα ήθελαν ποτέ παύσει; Λίμπον. 403, 404· 3) Σε επιφ. προτάσεις: Ω πολυζητημένη μου, ω φως μου και ψυχή μου,| και ποια καρδιά να δηγηθεί την αναγάλλιασή μου! Φαλιέρ., Ιστ.2 410· Αγάπη! Ποια χαρά γροικώ! Πάθη μου περασμένα,| τώρα μου φαίνεστε γλυκιά κι ανάπαψη σ’ εμένα! Πανώρ.2 Δ́ 179· Αλίμονον, ποιόν επάθασιν όσοι τύχουν εν εκείνῃ τῃ ώρᾳ, κατά μέναν, και ουαί τους, κατά τον θείον Εφραίμ, όσοι λάχουν εις την ζαρβήν μεριάν ... Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 695. Β́ Αναφορ. (για τη σημασ. και τη χρ. βλ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 593-7) 1) Έναρθρ. α) (Εισάγει δευτερεύουσες αναφορ. προτάσεις) οποίος: ότε είς άνθρωπος … έχει καμμίαν ασθένειαν, ή κανέναν κακόν απέ το ποίον απεθαίνει αξηγόρευτος … Ασσίζ. 13726· Και εις κοντολογίαν αντροπίασεν (ενν. ο ρήγας) ούλες τες κυράδες της Λευκωσίας, τες ποίες είναι μεγάλη αντροπή να τες ανοματίσομεν Μαχ. 23835· Αλέξιος έτι και Πετρολίφας,| οι ποίοι ηνδραγάθησαν κι επήδησαν κι επήραν| το κάστρον και εστήσασι φλάμουρα βασιλέως Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 337· (σε ανακόλουθο σχ.): Κι αφόν δεν ημπορώ να την κρατήσω,| χρήση ’ναι ν’ ακλουθώ γιον τυφλωμένον| η ποια νιώθω στον άδη με πεσώνει Κυπρ. ερωτ. 1311· β) ισοδυναμεί με δεικτ. αντων., συν. με επανάληψη του ουσ. που προσδιορίζει, και εισάγει κύριες προτάσεις: εστέφθην ο ρήγας ο ρε Πιερ … τῃ Κυριακῄ τῃ ιζ́ Οκτωβρίου ͵ατξ́ Χριστού … Ο ποίος ρε Πιερ αρμάστην μίαν όμορφην κόρην από την Καταλονίαν και εκράζαν την Λιενόραν τ’ Αραγγούν Μαχ. 8834· ο ρήγας αγγρίστην, και έπεψεν και επιάσαν ούλους τους πραματευτάδες τους Γενουβήσους, όπου ευρέθησαν αρματωμένοι και εβάλαν τους εις την φυλακήν, διατί ήλθαν αρματωμένοι εις την αυλήν την ρηγάτικην εις την ημέραν όπου ήτον η εορτή· οι ποίγοι ήσαν ο σιρ Φρατζικής Φρατζεφίνγκο, ο σιρ Τζουλίμ τα Μιλά, και αλλόνας Μαχ. 32013· μακάριοι και παμμακάριστοι, όσους να θρονιάσει ο δεσπότης εκ δεξιών του, να ακούσουν την ευλογημένην φωνήν, το «δεύτε οι ευλογημένοι να κληρονομήσετε την βασιλείαν των ουρανών ...». Την ποιαν να μας αξιώσει ο Θεός να την γροικήσομεν πάντες, όσοι εφύλαξαν την ορθόδοξον πίστιν Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 700. 2) (Αοριστολ., άναρθρ.) όποιος, οποιοσδήποτε: για λόγιασε πως στο θρονί ποιος βούλεται να σώσει| πρέπει να είναι η στόλιση των αρετών, κι ο ίδιος| απ’ όλους να ονομάζεται πως είναι νέος ήλιος Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 336· εβγαίνω να περιπατώ και να κοσμογυρεύγω,| να εύρω το κάστρον το Αργυρόν και την καλήν Ροδάμνην· | και ποίος από τους φίλους μου και απέ τους εδικούς μου| θέλει να έλθει μετά μεν να συγκακοπαθήσει,| ευχαριστώ τον και ας ελθεί και ας βεβαιωθεί από εμένα| ότι να είναι εις τους οδύνας μου πολλή παρηγορία Λίβ. Esc. 721. Γ́ Αόρ. α) (Σε καταφ. προτάσεις) καθένας, όλοι: Ήκουσαν οι πρωτεύοντες, της χώρας μου οι τοπάρχαι,| και ποιος εμπρός συνέριζαν να δώσει το παιδίν του,| να έλθει εις παρηγορίαν μου να μ’ αποθεραπεύσει.| Eβγαίνω από την χώραν μου και από τα γονικά μου| είχον μετ’ εμού εκατόν φίλους τοιούτους όλους Λίβ. P 472· β) (σε αρνητ. προτάσεις) κανένας: Γιατί, κατέχεις το καλά, η γυναίκα τό λογιάσει| θα κάμει, ανέν κι εστέκετο ο κόσμος να χαλάσει.| Το πράμα τούτο έτσι σφιχτά στο νου τση έχει δεμένο,| και να τηνε γυρίσει ποιος δεν έναι μπορεμένο Φορτουν. (Vinc.) Β́ 364· γ) (επιμεριστικώς) ποίος/ποιος ... ποίος/ποιος, ποιος ... κάποιος = άλλος … άλλος, κάποιος … κάποιος, ο ένας … ο άλλος: Την νύχταν πάσα ζον κάπου κοιτάζει,| τίτοια στο δάσος κι άλλα μες στο σπήλιον| πνάζοντα την ημέραν ποιον κοπιάζει| και κάποιον βόσκ’ εις όπου ’χει τον ήλιον Κυπρ. ερωτ. 7821· οι ιστορίες είναι κακές, … διότι ποία λέγει έτσι ποία λέγει αλλέως Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 107r· τα πουλιά χαμοπετού κι αναγαλλιούσιν ούλα| κι έχουν εις τα φτερούγια τως πάχνη από τη δροσούλα| ποιο κάθεται ’ς χλωρό κλαδί, ποιο ’ς δέντρο, ποιο ’ς χαράκι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1253 τρις· Συνήθιν έν’ τω βασιλιώ πολέμους να σηκώνου, (παραλ. 1 στ.) ογιά πολλώ λογιώ αφορμές, ποιος για να μεγαλώσει πλιότερα το βασίλειο, και ποιος για να γδικιώσει| πράμαν απού του θέλασι κάμει άδικο κιανένα Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ́ 3, 4. Δ́ Το ουδ. εν. έναρθρ.: 1) Πράγμα που: Και μοναύτα εμίσευσεν και επήγεν (ενν. η αγία Ελένη) εις την Ιερουσαλήμ, ... και ηύρεν τον Τίμιον Σταυρόν και τους άλλους β́ σταυρούς τους ληστές ...· το ποίον είναι πολλά μακρύν, ας σας ξηγηθώ τα πράματα καταληπτώς, αμμέ ευρίσκεται γραμμένον πολλά πλατεία εις το βιβλίον τό έγραψεν ο άγιος Κυριακός Μαχ. 418· Και απήν επεριτόμησεν (ενν. ο Αβραάμ) αυτήν την φαμελιάν του,| το ποιον ο Κύριος όρισε να κάμει εις οδηγιάν του,| παίρνει τους στου Μελχισεδέκ, διά να τους ευλογήσει Χούμνου, Κοσμογ. 958· Ενίκησες με εσού μ’ ένα σου βλέμμαν,| το ποιον καμι’ άλλη ακόμη δεν καυκάται Κυπρ. ερωτ. 672. 2) (Ως μόρ.· για παρόμοια χρ. αναφ. αντων. βλ. και Κριαρ., Ελλην. 15, 1957, 192-3) λοιπόν· ενώ: εγροίκησεν ο λαός και εστράφησαν εις τας κατοικίας τους· το ποίον μετά τους ήλθαν και πολλοί παροίκοι και εκατοικήσαν εις το νησσίν Μαχ. 810· έναι εκείνο άτοπον και παράλογον, το ποίον πολλάκις αυτοί (ενν. πατέρες) ίδια ακούουσι πολλούς όπου κατηγορούσι την μοχθηρίαν και την απαιδευσίαν των διδασκάλων, αλλ’ όμως δίδουσι τα παιδία τους εις τοιούτους κακούς και αμαθείς διδασκάλους Σοφιαν., Παιδαγ. 102.πολυαγαπώ,- Καλλίμ. 3, Βέλθ. 992, Αχιλλ. L 263, Φαλιέρ., Ιστ.2 521, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 10, Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 89, Παρασπ., Βάρν. C 222, Αργυρ., Βάρν. K 218, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 774, 3648, 3933, Πανώρ.2 Δ́ 316, Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Ά 27, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 327, 484, Ιντ. κρ. θεάτρ. δ́ 2, Πιστ. βοσκ. V 2, 149, Διγ. Άνδρ. 36018, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2947, 40527, 51124, 55114, κ.α.· πολυηγαπώ, Χρον. Τόκκων 1403· μτχ. παρκ. πολυγαπημένος, Θησ. Ζ́́ [496], ΙΆ [912], ΙΒ́ [211] (ή γρ. πολληγαπημένος).
Από το ά συνθ. πολυ‑ και το αγαπώ. Η λ. και σήμ.
Αγαπώ πολύ: ηύρηκε τήν πολυγαπά κρυά και ματωμένη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 717· τη τζόγια εκείνη πιάνοντας η Αρετή στη χέρα| στολίζει τόν πολυαγαπά εκείνη την ημέρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2428. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. (πβ. και πολλαγαπημένος) = πολύ αγαπητός, πολύ προσφιλής: τη μάνα μου την πολυαγαπημένη Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 539· και το παιδίν εκίνησεν, πηδά, καβαλλικεύει| τον έμορφον τον μαύρον του, τον πολυαγαπημένον Αχιλλ. L 53· (προσφών. αγαπημένου προσώπου): Αδέλφι μου γλυκύτατον και πολυαγαπημένον Χρον. Μορ. P 2730· Τέκνο μου πολυέσπλαχνο και πολυαγαπημένο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1330.πολυεύσπλαγχνος,- επίθ., Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1671· πολυέσπλαχνος, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1330· πολυεύσπλαχνος, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1758, Ιστ. Βλαχ. 2293· πολύσπλαχνος, Φαλιέρ., Ιστ.2 299 κριτ. υπ.
Το μτγν. επίθ. πολυεύσπλαχνος. Ο τ. πολύσπλαχνος από το ήδη μτγν. επίθ. πολύσπλαγχνος. Η λ. και σήμ.
α) (Εκκλ., ως επίθ. του Θεού), πολύ φιλεύσπλαχνος, πολυέλεος (πβ. ά.): ο Θεός είναι πολυεύσπλαγχνος και θέλει κάμει έλεος εις εσένα Διον. ρήτ., Ιστ. 252· είναι πολυεύσπλαχνος ο Κύριος και οικτίρμων Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιακ. Καθολ. Επιστ. έ 11· β) (προκ. για άνθρωπο) πολύ σπλαχνικός, συμπονετικός: τέκνα μου πολυέσπλαχνα και πολυαγαπημένα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 774.πολυμανισμένος,- μτχ. επίθ.
Από το ά συνθ. πολυ‑ και τη μτχ. παρκ. του μανίζω ως επίθ.
Πολύ θυμωμένος, πολύ οργισμένος (πβ. μανίζω): Στον Καίσαρη εδιάβηκε (ενν. ο Πιλάτος) τον πολυμανισμένο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4592.πολυπονεμένος,- μτχ.επίθ., Σπαν. A 37, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 521.
Από το ά συνθ. πολυ‑ και τη μτχ. παρκ. του πονώ ως επίθ. Η λ. στο ΑΛΝΕ.
Που υποφέρει από μεγάλο (σωματικό ή ψυχικό) πόνο): Εβγάνω απού το στήθος μου μιαν πέτσα γαριωμένη,| στην κεφαλή την έδεσα την πολυπονεμένη.| Και με το δέμα το σφικτό ο πόνος έπαψέ με Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 288· Μα τι να λέγει η μάννα σου η πολυπονεμένη| θωρώντα να ’ναι κι από σε ίτις απορριμμένη; Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 163.προδότης- o, Διγ. Z 1577, 1579, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 651, Δούκ. 23311, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1124, Byz. Kleinchron. Á 8446b, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3061, Συναξ. γυν. 1038, Αχέλ. 2425, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 212, Θρ. Κύπρ. M 171, Πανώρ.2 Έ́ 12, Διγ. Άνδρ. 34817, 18, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1020, Στάθ. (Martini) Ιντ. Β́ 88, Γ́ 301, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 295, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 336, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 97, 104, Δ́ 392, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21526, 2758, 30322, 4767, 49810· προδοτής, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1116.
Το αρχ. ουσ. προδότης. Ο τ. με καταβιβ. τόνου. Η λ. και σήμ.
1) Προδότης, καταδότης: Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 653, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 666, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2496. 2) Πληροφοριοδότης (για τη σημασ. βλ. Κριαρ., Κρ. Χρ. 12, 1958, 99): κι είχεν τον (ενν. τον Πολύδωρο) ο Ρωτόκριτος πολλά κουρφό προδότη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 800.προθυμία- η, Σπαν. P 257, Ιερακοσ. 5027, Διγ. (Trapp) Gr. 1819, Διγ. Z 1138, Ερμον. Η 263, Μ 117, Ψ 179, Ωροσκ. 4219, 4327, Χρον. Μορ. H 144, 282, 1089, 1216, 4750, 6334, Χρον. Μορ. P 6, 144, 282, 303, 517, 1089, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 272, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 389, Αχιλλ. (Smith) O 97, Χειλά, Χρον. 348, Μαχ. 15016, 16635, Κορων., Μπούας 46, 49, 58, 68, 70, 105, Πένθ. θαν.2 604, Βεντράμ., Φιλ. 99, 150, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 357r, Αχέλ. 709, 710, 899, 1846, Χρον. σουλτ. 13523, Lucar, Sermons 111, Μεταξά, Επιστ. 47, Λίμπον. Αφ. 64, 145, Διγ. O 681, Διακρούσ., Στίχ. ηθ. (Κακλ.) 65, Διακρούσ. (Κακλ.) 339, 982, 1200, κ.α.· προθυμιά, Σαχλ., Αφήγ. 15, Φαλιέρ., Ιστ.2 56, 641, Χούμνου, Κοσμογ. 1024, 1185, 1398, 2303, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 279, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 82, Κορων., Μπούας 15, 23, 35, 49, Κυπρ. ερωτ. 424, Πανώρ.2 Β́ 107, Γ́ 100, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 63, 515, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 62, Πιστ. βοσκ. ΙΙ 4, 19, Βοσκοπ.2 133, Παλαμήδ., Βοηβ. 261, 591, 1278, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 208, 370, 699, 1371, Β́ 622, 1886, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 623, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 415, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [41], Δ́ [1030], Έ [544], [1468], Λίμπον. 69, 326, 501, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 41, Μαρκάδ. Πρόλ. 31, Λεηλ. Παροικ. 58, Διγ. O 524, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 27117, 44526, 48323, 54125, κ.α.
[Το αρχ. ουσ. προθυμία. Ο τ. και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ.]
1) α) Διάθεση, επιθυμία, ζήλος να πραγματοποιηθεί κ., ο οποίος εκδηλώνεται με την επίδειξη ανάλογης δραστηριότητας: Ιερακοσ. 5049, Χούμνου, Κοσμογ. 605· εκφρ. (1) μετά πάσης προθυμίας (ήδη μτγν., TLG)/συν πάσῃ προθυμίᾳ/με πάσης προθυμίας/με όλην προθυμίαν = με πολύ μεγάλη προθυμία· ολόψυχα (βλ. και Κεχαγιόγλου [Πτωχολ. α σ. 427]): εβγάζει το καπάσιν του, πίπτει εν παρρησίᾳ| και προσκυνεί, συντάσσεται συν πάσῃ προθυμίᾳ| τον ορισμόν του άνακτος πληρώσαι μετά έργου Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 42· ο στόλος όρθωνε με πάσης προθυμίας Αχέλ. 1797· είχε λογισμόν (ενν. ο μοναχός) του απελθείν εις πόλιν| της θείας Ιερουσαλήμ με προθυμίαν όλην,| ίνα σεπτώς ασπάσηται τους σεβασμίους τόπους Παϊσ., Ιστ. Σινά 502· Άκουσον, υιέ μου πρώτε,| λόγους ταπεινού πατρός σου,| δέξου τούτους μετά πάσης| της καλής σου προθυμίας Πτωχολ. α 82· (2) με (την) προθυμιά(ν) = πρόθυμα: Κάμετε εσείς με προθυμιά τά σασε θέλω ορίσει Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 249· μπορώ να ειπώ δεν έμεινε φωτι’ άλλη στην κυρά μου,| να κάψει αλλουνού καρδιάν, ...,| γιατί όλην με την προθυμιάν την έχυσε σ’ εμένα,| από την ώραν κείνηνε, που τούτα τα καημένα| τα σωθικά μου εδόξεψε Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [439]· φρ. έχω προθυμίαν (ήδη αρχ.) = δείχνω προθυμία, προθυμοποιούμαι: Χρον. Μορ. P 717· β) (ειδικ.) β1) φιλεργία, φιλοπονία: εκείνα (ενν. τα παιδιά) οπού ’χτάσσουνται καλά ...| ... και πρόθυμα κοπιούσι| ν’ ανέβουσι στη σβίγα μου, αϊδάρω και ψηλώνω (παραλ. 1 στ.). Και πάλι εκείνα απού ’νιαι οκνά και προθυμιά δεν έχου,| μα μόνο με την πεθυμιά κάθουνται και ξετρέχου| με δίχως κόπο στου τροχού τα ύψη ν’ ανεβούσι,| πάντα στο βάθος στέκουσι, το ψήλος δε θωρούσι Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 51· οι προθυμιές κι οι πρόκοψες κι οι κόποι των αθρώπω| πλούσους και μπορεζάμενους τσι κάνει ’ς κάθα τόπο Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 41· (προκ. για πνευματικό έργο): Εν αυτῴ γουν (ενν. τῳ σπηλαίῳ) ησκήτευαν με τόσην κακουχίαν, (παραλ. 1 στ.), δύο κλεινοί αυτάδελφοι, ... (παραλ. 5 στ.). Εύγε της διακρίσεως αυτών και προθυμίας!| ουαί δε αύθις της εμής κακίστης ραθυμίας! Παϊσ., Ιστ. Σινά 185· β2) ζήλος για ανδραγαθήματα· γενναιότητα, ανδρεία: « ... Άρτι ποθώ δοξάσασθαι και το γένος λαμπρύναι (παραλ. 3 στ.)». Και κατένευσεν ο πατήρ τῃ προθυμίᾳ του νέου,| φύσεως γαρ το ευγενές εκπαιδόθεν προφαίνει Διγ. (Trapp) Gr. 1051· εις πολλά βασίλεια έδειξε (ενν. ο Θησέος) την ανδρειάν του·| εις φήμην, δόξαν και τιμήν ήλθε ’κ την προθυμιάν του Θησ. (Foll.) I 6. 2) α) Καλή διάθεση, ευμένεια: αφότου επαρέλαβεν ο πρίγκιπας το Ανάπλιν| με προθυμίαν το εχάρισεν τότε τον Μέγαν Κύρη Χρον. Μορ. P 2876· Κοίταξε τώρα προς εμέν, δέξου με προθυμίαν| την προσευχήν μου, Κύριε· δείξε μου ευσπλαγχνίαν Παλαμήδ., Ψαλμ. 427· β) διάθεση για βοήθεια σε όσους έχουν ανάγκη, φιλευσπλαχνία: Κάλλιο ’ναι το λιγότερον μετά της προθυμίας| παρά χιλιάδες πράγματα μετά περηφανείας Κομν., Διδασκ. Δ 304. 3) Σπουδή, βία, ζέση ερωτική: Στο πράσινον του πόθου το λιβάδιν| πολλοί τραντάφυλλα κι αθθούς θωρούσιν| αμμέ τ’ αγκάθια που ’χουσιν ομάδιν| απού την προθυμιάν δεν τα βιγλούσιν Κυπρ. ερωτ. 422. 4) Βοήθεια, προστασία: Αύτη (ενν. η Παναγία) στους ξένους γνώριμος είναι και προστασία,| απελπισμένων τε ελπίς είναι και βοηθεία.| Αύτη εις χείρας κι ορφανά είναι η προθυμία Διακρούσ. (Κακλ.) 1291· φρ. κάνω/ποιώ προθυμία = βοηθώ πρόθυμα: Το κοντάριν τό εβάσταζεν εγίνη δυο κομμάτια· ευτύς πολλά εγλήγορα έσυρεν το σπαθί του (παραλ. 3 στ.). Κι ως ήβλεπαν οι έτεροι οπού ’σαν μετ’ εκείνον,| ανάρια όλοι εβάλθηκαν και προθυμίαν τού εκάμναν,| τους Αλαμάννους έσφαξαν και εθανάτωσάν τους Χρον. Μορ. P 4031· ου δύναμαι του να κρατώ σπαθίν ουδέ κοντάριν| του να σταθώ εις πόλεμον να έχω πολεμήσει·| αλλά να ποίσω δι’ εσάς τούτην την προθυμίαν·| του πρίγκιπος το φλάμουρον θέλω να το βασταίνω (παραλ. 1 στ.). Την τέντα του δομέστικου θεωρώ την ... ·| ομνύω σας εις τον Χριστόν ολόρθα εκεί να απέλθω Χρον. Μορ. P 4750. 5) (Εδώ) ενθάρρυνση (βλ. Lex. Chron. Mor. 393): ο πάπας ’κ την χαράν όπου είχεν διά τον κόντον| και διά να δώσει προθυμίαν του κόντου, καθώς πρέπει,| ατός του εκαβαλίκεψεν με τους γαρδιναλίους,| ομοίως με τους ευγενείς ανθρώπους εκ την Ρώμην,| κι απήλθεν εις συναπαντήν του κόντου της Προβέντσας Χρον. Μορ. P 6142.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίρρ., Ασσίζ. 721‑22, 817, 3726, 414, 5, 551‑2, 6011, 782, 1042, 10931, 1447, 14819, 1505, 15224, 15426, 1582, 17120, 3109, 10, 32429, 3253, 33411, 34222, 36011, 3865, 4765‑6, Μαχ. 4212, 2582, 43621, 25, 48828, 49035, 55618, 20, 62634, 64213, Βουστρ. (Κεχ.) 1216, 249‑10, 887, χφ Β 28513, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 73, 75 τρις, 80, 81, 86, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) V 779, 1406, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 628, Ανων., Ιστ. σημ. ρμ́, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 67, 361, Κυπρ. ερωτ. 293, 9232, 37, 9318, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4530, Κανον. διατ. Α 351, Β 433, Παλαμήδ., Βοηβ. 544, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 38, κ.α.