Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- αφροντιστικός,
- επίθ.
Από το στερ. α‑ και το επίθ. φροντιστικός. Πβ. το μτγν. επίθ. αχρήσιμος = άχρηστος (βλ. και ά. αχρήσιμος (I)).
Επιπόλαιος: ήτον αφροντιστικός (ενν. ο Αίας), ελαφρός από λόγια| και πολλά πάντα επαίζετον μετά χαράς εκείνος Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 2106 (Δωδώνη 8, 1979, 366).γαρνίζω,- Πόλ. Τρωάδ. 430, 701, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 2269, 2270, 2272, 2275, 3219, κ.α., Χρον. Μορ. H 4608, Χρον. Μορ. P 6512· σγαρνίζω, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 1134, 2275 κριτ. υπ., 2289 κριτ. υπ.
Από το γαλλ. garnir. Ο τ. με προσθήκη του σ (Για το φαινόμενο βλ. Παντ., B-NJ 6, 1927/28 <1928>, 401 κε.).
1) Εφοδιάζω με ό,τι απαραίτητο, εξοπλίζω· (εδώ προκ. για καράβι): Οΐλεος και ο Αίας| τριάκοντα επτά (ενν. κάτεργα) ηφέρασιν· καλά ήσαν γαρνισμένα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 2289. 2) α) (Προκ. για κάστρο) οχυρώνω, ενισχύω: βουλήν του εδώκασιν τα κάστρη να γαρνίσει Χρον. Μορ. H 4608· β) (προκ. για πόρτα) ασφαλίζω, αμπαρώνω: τας πόρτας να γαρνίσομεν Πόλ. Τρωάδ. 430. 3) Κοσμώ, στολίζω: από πανίν ευγενικόν, ολόχρυσον καθόλου,| γαρνισμένον, πανέμνοστον μετά λιθομαργάρων Πόλ. Τρωάδ. 701.δακτυλοδείχνω,- Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 3574, Λίβ. P 658, Λίβ. Esc. 946, Λίβ. N 808, Θησ. (Foll.) I 3, Πηγά, Χρυσοπ. 114.
Από το ουσ. δάκτυλον και το δείχνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. στη λογοτ. (Δημητράκ., λ. δαχτυλοδείχνω).
Δείχνω με το δάκτυλο (Η σημασ. στο Βλάχ. και σήμ. στη λογοτ., Δημητράκ., λ. δαχτυλοδείχνω): το έναν της το χέριν| κλιτόν είχεν εις μέτωπον και να δακτυλοδείχνει Λίβ. N 808.εβγόντα,- άκλιτη μτχ., Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 9315, Κυπρ. ερωτ. 1062.
Από τον αόρ. του εβγαίνω - έβγη - εβγεί και την κατάλ. ‑όντα.
1) Βγαίνοντας: Είδες το τί εκέρδισες εβγόντα από τον όρκον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 9315. 2) (Επιρρ.) εκτός από: Πάσα χτηνόν που θρέφεται στο χώμαν,| εβγόντα κείνα που μισούν τον ήλιον,| έχει να παραδέρνει την ημέραν Κυπρ. ερωτ. 1062.εγλύτωσις- η, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 9206.
Από τον αόρ. του εγλυτώνω και την κατάλ. ‑ις.
Σωτηρία: Εις τούτην την εγλύτωσιν είς νόθος εσκοτώθη Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 9206.εκδίκησις ‑ση- η, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 264, Προδρ. III 248, Μανασσ., Χρον. 3346, 3706, 3811, Καλλίμ. 2317, Διγ. Z 3890, Πόλ. Τρωάδ. 381, 786, Ερμον. Σ 216, Ω 47, Βίος Αλ. 5905, Αρμεν., Εξάβ. Δ́́ 1050, Έ́ 822, 102β, 6, Απολλών. 817, Μαχ. 44230, 54429, Θησ. Β́́ [317, 326], Συναξ. γυν. 1074, Κορων., Μπούας 13518, Αιτωλ., Μύθ. 122, 2612, Σταυριν. 866, Ιστ. Βλαχ. 645, Διγ. Άνδρ. 33032, 39935, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ [581], Δ́́ [1071], Ζήν. Β́́ 198· ’γδίκηση, Κατζ. Έ́ 482, Ζήν. Β́́ 254, Τζάνε, Κρ. πόλ. 42722· εγδίκησις ‑ση, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 269, 338, 384, 389, 587, 636, Ζήν. Ά́ 21, Β́́ 393· εξεδίκησις ‑ση, Χρον. σουλτ. 838, Σταυριν. 838· εξεκδίκηση, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 13465, Αλεξ. 1530· ’κδίκησις, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́́ [1038, 1420]· ξεδίκηση, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́́ [1360]· ξεκδίκησις, Χριστ. διδασκ. 311.
Το μτγν. ουσ. εκδίκησις. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.). Ο τ. εγδίκησις ‑ση στον Κατσαΐτ., Θυ. Πρόλ. 166, Έ́ 731, Επίλ. 11, Κατσαΐτ., Ιφ. Β́́ 473, Δ́́ 199 και σήμ. στα τσακών. (Andr., Lex.). Ο τ. ’γδίκησις ‑ση στον Κατσαΐτ., Θυ. Β́́ 144, Γ́́ 255, Έ́ 46, 340, 644.
1) α) Εκδίκηση, τιμωρία (Η σημασ. μτγν., L‑S και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Με την πιστόλα του ’συρε κι είχε τονε σκοτώσει| κι όλοι τον επαινέσανε στη ’γδίκηση την τόσην Τζάνε, Κρ. πόλ. 42722· εμοί της εκδικήσεως εγχείρισαι το ξίφος Μανασσ., Χρον. 3346· Θεού τας εκδικήσεις Διγ. Z 3890· β) φρ. ποιώ, ποιούμαι, κάμνω εκδίκησιν = απονέμω δικαιοσύνη, τιμωρώ (Πβ. L‑S): ο Θεός να ποιήσει εκδίκησιν ανάμεσόν μας Διγ. Άνδρ. 33032· κατάφοβος προσγεγονώς, μήπως ελθών εκείνος| εκδίκησιν ποιήσηται πάντων των τολμηθέντων Βίος Αλ. 5905· εγδίκηση, γονή μου, ζητώ να κάμεις, κάτεχε, μη χάσω τη ζωή μου! Ζήν. Β́́ 393· γ) φρ. παίρνω εκδίκησιν = εκδικούμαι: το πρώτον ένι εκδίκησιν να επάρει απέ την ύβριν Πόλ. Τρωάδ. 381. 2) (Νομ.) ποινή: το μεν τοιούτον έγκλημα … νομίμης εκδικήσεως αξιούσθαι θεσπίζομεν Αρμεν., Εξάβ. Έ́ 102β. 3) α) Βοήθεια, υπεράσπιση (Βλ. Lampe, Lex. και Δημητράκ. στη λ. 1): δράμε εις εγδίκησιν της Κωνσταντίνου πόλης·| ομού με άλλους Χριστιανούς Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 384· Να σας ειπώ την εκδίκησιν οπού εκδικά ο Θεός τους αδυνάτους Μαχ. 54429· β) (νομ.) υπεράσπιση, υποστήριξη (Η σημασ. τον 6. αι., L‑S): ο τελείαν άγων ηλικίαν μη δύνηται τον συγγενή αυτού εξ αδιαθέτου κληρονομείν, παρ’ ου προσκληθείς επί εκδικήσει ιδίου πράγματος κατημέλησε χωρίς ευλόγου προφάσεως Αρμεν., Εξάβ. Έ́ 106· γ) τιμωρία: αν ουκ είχεν η πουτάνα| την εκδίκησιν εκ την μάνα Συναξ. γυν. 1074. 4) (Νομ.) διεκδίκηση (Βλ. Δημητράκ. στη λ. 3): εκδικουμένου προικιμαίου αγρού η γυνή κινεί περί εκδικήσεως Αρμεν., Εξάβ. Δ́́ 1050.έλμο(ν)- το, Ζήν. Πρόλ. 78, Θησ. Β΄[597], Ε΄ [662], Πόλ. Τρωάδ. 323, 460, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 12662, Πόλ. Τρωάδ. (Πολ. Λ.) 18· έρμο, Αχιλλ. O 285.
Το ιταλ. elmo.
Κράνος, περικεφαλαία: το έλμον στο κεφάλιν του έμορφα φορεμένο Θησ. Ζ΄ [1228].έμπαιγμα- το, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 12613.
Τό μτγν. ουσ. έμπαιγμα. Η λ. και στο Βλάχ.
Αντικείμενο εμπαιγμού (Η σημασ. μτγν., L‑S και στο Βλάχ.): διά τούτο έμπαιγμα ημών η συνάφεια| ου θέλει ένι Πόλ. Τρωάδ. 233.εμπλάζω (I),- Ασσίζ. 708, 29818, 31829, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 13784, Χρον. Τόκκων 2655, 2663, Μαχ. 19424, 34627, 50218,27· εμπλάζω ή ʼμπλάζω, Χρον. Τόκκων 2844, 3817, Μαχ. 3623 (κριτ. υπ.), 9617, 24217, 27012-3, 27236-7, 36618, 4205, 56631, 60035, 63216, 63423, 6542, 4, 6625, Βουστρ. 414, 418, 488, 491, 492, 506, 539, Κυπρ. ερωτ. 892· επλάζω, Ασσίζ. 502, 22917, Μαχ. 43033, 66034· ʼμπλάζω, Βουστρ. 509.
Το μτγν. εμπλάζω. Ο τ. ʼμπλάζω και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex., λ. εμπελάζω). Η λ. και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 540).
Ά́ (Ενεργ.) συναντώ, ανταμώνω (Βλ. L‑S, λ. εμπελάζω II. Η σημασ. και σήμ. σε ιδιώμ., Andr., Lex., λ. εμπελάζω 1): μοναύτα έμπλασεν η ρήγαινα τον φουσσάτου και επροσδέκτησάν την πολλά τιμημένα Μαχ. 44422· αν μου ʼμπλάσουν εις την στράταν, θέλουν με σκοτώσειν Βουστρ. 509. Β́́ (Μέσ.) συμπλέκομαι (Βλ. Steph., Θησ., λ. εμπελάζω 867 Α): πολλά αγγρίστην ο αμιράλλης και εφοβήθην μήπως και εμπλαστούν τα κάτεργα με τα μαγραπίτικα και έχουν δισπλαζέριν Μαχ. 20237.ενοπτρίζομαι.- Το μτγν. ενοπτρίζω.
1) Κοιτάζω, αντικρίζω: Όταν τον ενοπτρίζεται, βλέπει το πρόσωπόν του·| φαίνεταί της τον Αχιλλέα εβλέπει τον υιόν της Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 14292. 2) (Μεταφ.) οραματίζομαι (Η σημασ. μτγν., L‑S): Εγώ δ᾽ ουδέν ειπών ευθύς απεπήδησα και μόνης Υσμίνης ετίμων τον έρωτα και όλην ενοπτριζόμην αυτήν Μακρεμβ., Υσμ. 2481-2· εγώ δε προς αυτήν: «Συ τα περί τον εμόν ενοπτρίζου γάμον και κόρην ετέραν κατεμνηστεύου μοι …» Μακρεμβ., Υσμ. 2176-7.εξαποθνήσκω·- μτχ. εξαποθαμένος, Πόλ. Τρωάδ. 649, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 14142.
Το αρχ. εξαποθνήσκω (Steph., Θησ.).
Λιποθυμώ (Για τη σημασ. βλ. Μαυρ., Εκλ. Α′ 476): άλλοι πάλε εξαπόθνησκαν, ως νεκρούς τους εστρέφαν Πόλ. Τρωάδ. 761. Η μτχ. ως επίθ. = λιπόθυμος (Για τη σημασ. βλ. Μαυρ., Εκλ. Α′ 476): απάνω εις τον Έκτοραν πίπτει εξαποθαμένος Πόλ. Τρωάδ. 626.εξόπι,- επίρρ.,
Το αρχ. επίρρ. εξόπιν.
(Με το άρθρ. ως επίθ.) ο μετέπειτα, κατοπινός: Η Μινερούα το έστειλε διά δύναμιν της χώρας| να μηδέν είναι πώποτε εις φόβον οι εξόπι| κληρονομούντες βασιλείς Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 11671.επαίρνω,- Διδ. Σολ. Ρ 16, Διγ. (Trapp) Esc. 1854, Χρον. Μορ. H 391, 564, 6307, Περί ξεν. A 31, Λίβ. P 2367, 2441, Λίβ. Sc. 2490, 3224, Λίβ. N 2929, Αχιλλ. L 235, Αχιλλ. N 164, Αχιλλ. O 248, Χρον. Τόκκων 1276, Χούμνου, Κοσμογ. 639, 640, 1252, 1603, 1839, Αλεξ. 2347, Σαχλ. N 285, Σαχλ., Αφήγ. 398, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 174, Δεφ., Σωσ. 109, Πτωχολ. α 255, Ιστ. πατρ. 1884, Βακτ. αρχιερ. 135, 147, 163, 170 κ.π.α.· απαίρνω, Παράφρ. Μανασσ. (Tièche) 344, Πόλ. Τρωάδ. 585, Χρον. Μορ. H 129, 138, 205, 397, 738, 1036, 1370, 1416, 1424, 5012, 5145, 6119, 7612, 7865, 9093, Σφρ., Χρον. μ. 429, 615-6, 8011, 12619, 12814, 32, 13213, 1404, 14226, Γεωργηλ., Βελ. 114, Ψευδο-Σφρ. 56420, 56635, κ.π.α.· απαίρω, Προδρ. I 173· επαίρω, Προδρ. II 19i (κριτ. υπ.), Λίβ. Sc. 149, Καλλίμ. 1763, Βυζ. Ιλιάδ. 28· παίρνω, Ασσίζ. 7826, 4284, Χρον. Μορ. H 8902, Αχιλλ. (Haag) L 1280, Πικατ. 352, ] Αιτωλ., Μύθ. 597, Θρ. Κύπρ. M 451, Χρον. σουλτ. 1107, Ερωφ. Δ΄ 561, Βοσκοπ. 260, Φαλλίδ. 119, Παλαμήδ., Βοηβ. 504, 746, Ερωτόκρ. Α΄ 1210, Β΄ 2273, Δ΄ 248, 500, 520, Ε΄ 387, Τζάνε, Κρ. πόλ. 18622, 22019, 24226, 38810, 5051, Αποκ. Θεοτ. II 84, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [49, 1218], Δ΄ [592], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 182, Ε΄ 84, Ζήν. Α΄ 300 κ.π.α.· ’παίρω, Χρον. σουλτ. 6412, Έγγρ. του 1634 (Βισβίζη, ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 7831)· προστ. ενεστ. έπαιρνε, Δεφ., Λόγ. 63· αόρ. ηπήρεν, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 59r.
Από το αρχ. επαίρω (Κοραή, Άτ. Α΄ 115 και Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 426 σημ. 1). Ο τ. παίρνω και σήμ. (Δημητράκ.). Για την παλαιότ. χρ. των τ. βλ. Psalt., Gramm. 246, Pern., Ét. linguist. B΄ 345, Χατζιδ., ΜΝΕ A΄ 295 και Καλιτσ., BZ 44, 1951, 308· για τη σημερ. χρ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 444, Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 649], Κριαρ., Ν. Εστ. 94, Χριστούγ. 1973, σ. 20 και [Ανακάλ. σ. 14, 38] και Andr., Lex., λ. επαίρω. Ο τ. ’παίρω και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex.).
1) α) Παίρνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): ήπαιρνε το λαγούτον του και σιγανά επορπάτει Ερωτόκρ. Α΄ 391· εμείς το δίκαιο ας πάρομεν με τ’ άρματα απατές μας Θησ. (Foll.) I 35· (φρ.) (1) (ε)παίρνω απάνω ή επάνω μου = (α) αναλαμβάνω την ευθύνη (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 12): ει μεν τό ποιήσεις ως λαλώ, απάνω μου το επαίρνω Χρον. Μορ. H 6333· (β) αλαζονεύομαι (Η σημασ. και σήμ.): περίσσια το επήρε απάνου τους, διότι η δικαιοσύνη δεν τους επαίδευε και την κατεφρονούσαν και φόβον κανένα δεν είχαν από τινάν Σουμμ., Ρεμπελ. 147· (2) παίρνω απόφαση = αποφασίζω (Η σημασ. και σήμ.)· (3) παίρνω βεντέτταν, εκδίκησιν, σοτισφατσιόν =εκδικούμαι (Η φρ. παίρνω εκδίκησιν και σήμ.)· (4) παίρνω την βουλήν (μου, σου, κλπ.) =συσκέπτομαι, κάνω συμβούλιο: είχαν ποιήσει σώρεψην να επάρουν την βουλήν τους| διά τα μαντάτα οπού ήκουσαν Χρον. Μορ. H 4394· (5) δίδω και παίρνω βλ. ά. δίδω I Α΄ 1α φρ.· (6) παίρνω εγγράφως = καταγράφω: Γαδάρου τ᾽ αμαρτήματα εγγράφως να τα πάρει Γαδ. διήγ. 324· (8) παίρνω τα μάτια μου και … = φεύγω (από απογοήτευση, ανάγκη κλπ.) (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): επάρε τα μάτια σου και πήγαινε αλλού ποθές εις μακρινόν τόπον Συναδ., Χρον. 58· (9) επαίρνω οπίσω = (νομ.) ακυρώνω: Περί αρραβώνος, ότι τον επαίρνουν οπίσω οι γονείς, αν ευρεθεί αιτία χωρίσεως Βακτ. αρχιερ. 136· (10) παίρνω όρκον = ορκίζομαι (Η σημασ. και σήμ.)· (11) παίρνω τον όρκον κάπ. = ορκίζω κάπ.: έπεψεν α΄ καβαλάρην να πάρει τον όρκον τους εις την Κερυνείαν Μαχ. 524· (12) παίρνω τον σκοπόν μου = (α) παρατηρώ: ο φοβερός ο λέων (παραλ. 2 στ.) … το κεφάλιν του ψηλά σηκώνει και γυρίζει| εδώ κι εκεί τα μάτια του και παίρνει τον σκοπόν του Θησ. Ζ΄ [1216]· (β) προσέχω: να το μηνύσουν του αφέντη μου να παίρνει σκοπόν είντα ανθρούπους πέμπει μαντατοφόρους Μαχ. 1845· (γ) φυλάγομαι από κάπ.: Ηγαπημένε μας αδελφέ, έπαρε σκοπόν απέ τους Βουλγάρους, ότι συμβουλεύγουνται να σε σκοτώσουν Μαχ. 54626· β) παίρνω κοντά μου, μαζί μου (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): Έπαρ᾽ και τον Αλέξανδρον την τέχνη ν᾽ αρμηνεύσεις·| πάντα κοντά σου σύρνε τον να τονε μαθητεύσεις Αλεξ. 257· (φρ.) (1) με παίρνει ο άγγελος, ο θάνατος, ο Θεός, ο Χάρος = πεθαίνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1)· (2) διάολ’ έπαρέ τονε (ως κατάρα): Χύσου διάολ’ έπαρέ τονε! και δε μπορά ᾽φουκρούμαι Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 222· γ) παίρνω μαζί μου βίαια, συλλαμβάνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): φοβούμεθα μηδέν έλθουν οι εχθροί σου και πάρουν σε, και δεν μας φαίνεται δίκαιο να σε πάρουν απέ τα χέρια μας Μαχ. 52629-30· δ) παρασύρω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 1): εκατέβην ο ποταμός της Λεμεσού της βαθείας και επήρεν τα σπίτια Ανων., Ιστ. σημ. ρμα΄· μία βάρκα είδαμε κι η θάλασσα την παίρνει Διήγ. ωραιότ. 371· ε) παίρνω μακριά, απομακρύνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 2): όρισεν δε ο βασιλεύς … τον κλέπτην να μην πάρουσιν απάνω από την φούρκαν Συναξ. γυν. 383· Επάρετε τους φονιάδες και τους παράβουλους αππώδε! Μαχ. 57411· ϛ΄) αφαιρώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 2): οι χρόνοι και τα γερατειά την όρεξη μας παίρνου Πανώρ. Γ΄ 289· (φρ) (1) παίρνω τη ζωή κάπ. = σκοτώνω κάπ.: να τονε κατασφάξουσι, να πάρου τη ζωή του Τζάνε, Κρ. πόλ. 21921· (2) απαίρνω την κεφαλή = αποκεφαλίζω, σκοτώνω: πηδήσας κατά του θηρός, την κεφαλήν απήρα Διγ. Z 2839· (3) παίρνομαι από το νου μου = παραλογίζομαι, τρελαίνομαι: μιλώντας σαν μιλείς, από τον νου σου επάρθης.| Τ’ αλάφι να ’ναι ζωντανόν, πώς είναι μπορεμένον,| ανέν κι, ως λέγεις, στην καρδιάν βρίσκεται λαβωμένον; Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [658]· ζ) αναλαμβάνω: το επισκοπάτον του να το επάρει άλλος Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. 51· παίρνοντας την βασιλείαν ο Δαβίδ ... ελόγιασε να φέρει την κιβωτόν του Κυρίου στη Βηθλεέμ Ροδινός (Βαλ.) 96· η) οδηγώ, μεταφέρω κάπ. κάπου: αυτόν (ενν. τον Ισαάκ) διά αγάπην μου εις όρος έπαρέ τον Περί Ιωσήφ 25· παίρνοντάς τον μέσα στην θάλασσαν, να τον καταποντίσουν εις το πέλαγος Ροδινός (Βαλ.) 213. 2) α) Αποκτώ (Η σημασ. και σήμ.): να τον θαυμάσουσι πολλοί και όνομα να πάρει Αιτωλ., Μύθ. 964· Άμποτε, τέκνον μου καλόν, να πάρεις ευτυχίαν Αχιλλ. (Haag) L 258· (φρ.) (1) (ε)παίρνω καρδία(ν), ψυχή = ενθαρρύνομαι: επήραν καρδίαν και εστάθησαν και πολεμίζαν Μαχ. 13230· (2) παίρνω κακήν καρδία = στενοχωρούμαι: μεν πάρεις καμμίαν κακήν καρδία και εγώ να ποίσω πάσα πράμαν Βουστρ. 419· (3) παίρνω καλή καρδιά =ευχαριστούμαι: γιατ᾽ έρχουνται για λόγου τση μεγάλοι καβαλάροι| να κονταροχτυπήσουσι, καλήν καρδιά να πάρει Ερωτόκρ. Α΄ 1390· (4) παίρνω την πράξη = αποκτώ πείρα: είσαι| ακάτεχος στην αρχοντιά κι αμάθητος στην τάξη| και σήμερ’ από λόγου μου θέλω να πάρεις πράξη Ερωτόκρ. Β΄ 2122· β) (μεταφ.) μαθαίνω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 14): Ω Παναγιά, πού τα ᾽μαθές και ᾽ς ποιο σκολειόν εμπήκες| κι εξόμπλιασες κι επήρες τα, τιβοτες δεν εφήκες Ριμ. κόρ. 689 (κριτ. υπ.)· γ) κερδίζω (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 10): εστάθηκε αδύνατά τον πόλεμον να πάρει Τζάνε, Κρ. πόλ. 16920· (φρ.) παίρνω καλόν = κερδίζω, ωφελούμαι: εσκοτωθήκανε πολλοί, και τι καλόν επήραν; Τζάνε, Κρ. πόλ. 45112· δ) κληρονομώ (Η σημασ. και σήμ.): Περί ανηλίκου, ότι είτι πουλήσει και απεθάνει, το επαίρνουν τα παιδιά του ύστερα Βακτ. αρχιερ. 135· ε) αποκτώ σύζυγο, παντρεύομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 3): θέλει λάχει ως το ᾽στερο καμιά ʼλλη να τον (ενν. το Γύπαρη) πάρει Πανώρ. Γ΄ 371· παίρνοντας τον Πανάρετο κι όχι απ’ αυτούς κιανένα Ερωφ. Δ΄ 973· (φρ.) (1) (ε)παίρνω εις άντρα, εις γυναίκα, (για) γαμπρόν ή νύφην, εις δέσποιναν, συμβίαν = παντρεύομαι: απήρεν εις άντρα ευλογητικόν τον … Χρον. Μορ. H 3273· να επάρει εις γυναίκαν του του βασιλέως θυγάτηρ Χρον. Μορ. H 2477· μήνυμα τον εμήνυσεν γαμπρόν να τονε πάρει Λίβ. N 2476· να έπαιρνε διά νύφην του αυτός ο ρήγας Κάρλος Χρον. Μορ. H 6288· ει μη την κόρην την καλήν εις δέσποιναν επάρεις Καλλίμ. 1123· μετά παίρνει έτερην συμβίαν Ασσίζ. 14028· (2) επαίρνομαι εις ορμασίαν = παντρεύομαι: επάρθησαν εις ορμασίαν Ασσίζ. 3662· ϛ΄) ανακτώ: πάλιν η αυθεντιά της Βενετιάς επαίρνε τους τόπους οπού έχασε Κορων., Μπούας 102· ζ΄) καταλαμβάνω, κυριεύω (Η σημασ. σε δημ. τραγ., Δημητράκ., λ. παίρνω 2): επήρεν ο άνομος Τούρκος την Πόλην Μαχ. 68221· (μεταφ.) καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από κάπ. συναίσθημα: το τόσον μανικόν επήρεν η ψυχή σου| και ήθελες να είδες άνθρωπον άδικα νεκρωμένον Λίβ. Esc. 1959· (φρ.) με παίρνουν τα δάκρυα, το κλάμα = ξεσπώ σε δάκρυα, κλάμα (Η σημασ. και σήμ.): τότε πάλι η λυγερή τα δάκρυα την επήραν Ερωτοπ. 320· γροικώντα τούτα τα λογία, επήρεν τους το κλάμαν Μαχ. 65027· η) αρπάζω, κλέβω (Η σημασ. σε δημ. τραγ., Δημητράκ., λ. παίρνω 2): τους παίρνει το βασίλειον κι εις άλλους το χαρίζει Διακρούσ. 1024· μισέρη, κλέπτης, πιάσε τον, ’τι παίρνει τα καλίγια Πουλολ. 358. 3) Δέχομαι: σαϊτιά πάσα καρδιά ζητά από σε να πάρει Ερωφ. Ιντ. γ΄ 48· λουμπαρδιά δεύτερη παίρνει και εθανατώθη Τζάνε, Κρ. πόλ. 34622· εκ τες ξυλιές οπού ᾽παιρνε ώστε να ξεφορτώσει Γαδ. διήγ. (Wagn.) 20. 4) Θεωρώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 11 ): εσού οπού είσαι σοφός, γεμάτος σοφίαν, έπαρ’ τα ως γιο να ’χε σου πειν ο Αριστοτέλης Μαχ. 4726· (φρ.) (1) παίρνω βάρος ή σε βάρος ή σε βαρύ = (α) στενοχωριέμαι: αν είπαμε και τίποτες μηδέν το πάρεις βάρος Ch. pop. 846· αν δεν έρτεις, ξέρε το, πως το παίρνω σε βάρος Διγ. O 2004· (β) βαριέμαι: μη το πάρεις σε βαρύ να μου γράψεις κι εμένα δύο λόγια Μανολ., Επιστ. 173· (2) (ε)παίρνω κ. εις γέλιο = θεωρώ κ. γελοίο, κοροϊδεύω κ.: όρισεν ο βασιλεύς να το έχει εις άπαντας αιώνας και επήραν το ο κόσμος εις γέλιον Διήγ. Αγ. Σοφ. 1509· (3) (ε)παίρνω κάπ. σ’ έχθρητα ή από κακού = αντιμετωπίζω κάπ. εχθρικά, εχθρεύομαι κάπ.: γυναίκα πονηρά σ᾽ έχθρητα να σε πάρει Βεντράμ., Γυν. 10· επήρασί με από κακού Χειλά, Χρον. 356. 5) Χωρώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 13): οι κάμποι δεν τ’ αρέσουσι κι ο τόπος δεν τον παίρνει Ερωτόκρ. Β΄ 347. 6) Αρχίζω να …, ξεκινώ να … (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., λ. παίρνω 17): όταν έπαιρνεν η ημέρα να βραδιάσει Διγ. Άνδρ. 39415· (φρ.) παίρνω γλώσσα = αρχίζω να μιλώ: Οι σανιτάδες ήσαν κει, κι απής επήρα γλώσσα,| σε λίγο τότες παρευθύς την πράτικα μας δώσα Στάθ. (Martini) Γ΄ 81. 7) Προχωρώ, κατευθύνομαι: γυρεύει τόπον για φορτί και προς τη ρούγα παίρνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 1899· στα ξένα εδιάβηκεν, την ξενιτειάν επήρε Σπαν. O 5· (φρ.) (1) παίρνω αποπάνω κάτω = κατηφορίζω: αμεριμνήσαν κι εκάθουνταν κάτω χαμηλά· και τότε (ενν. οι Γενουβήσοι) επήραν απουπάνω κάτω Μαχ. 45213· (2) παίρνω τα βουνία = από φόβο ή παραφροσύνη κατευθύνομαι προς τα βουνά (Η σημασ. και σήμ.): ως είδαν δε ότι έφυγαν κι επήραν τα βουνία Χρον. Μορ. P 4852· (3) δεν παίρνω ζάλο = δεν κάνω βήμα από τη θέση μου: πήγαινε εσύ κι αποδεκεί ποτέ μην πάρεις ζάλο Στάθ. (Martini) Γ΄ 63· (4) (ε)παίρνω τα ζάλα, το πάτημά μου = περπατώ, προχωρώ: πλια βια ’χα ογιά το δάσκαλο και πλια ήπαιρνα τα ζάλα| παρά η γαϊδάρα όντας γλακά Στάθ. (Martini) Β΄ 79· θωρείς τηνε το πώς κλεφτά παίρνει το πάτημά της Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1179]· (5) παίρνω την οδόν (μου, κλπ.) = φεύγω: ως το είπεν ο μισέρ Τζεφρές …,| ούτως και το επλήρωσεν κι επήρε την οδόν του Χρον. Μορ. P 1608· (6) παίρνω τα πόδια μου = περπατώ (Η σημασ. και σήμ.): Να μην δύναται ουδεποσώς να πάρει τα πόδια του Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 461. Φρ. 1) Παίρνω (σαν) αέρα = ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι: Ας πούμε άλλο τίποτες να πάρω σαν αέρα,| διατί σε τέτοιον λογισμόν αν ήμουν όλη μέρα,| ήθελα σκάσει ... ωσάν σύκο ή πεπόνι Δεφ., Λόγ. 509· Τώρα λοιπόν ανάσανα κι επήρα λίγο αέρα| από τα τόσα βάσανα τα έχω νύχτα μέρα Φαλιέρ., Ενύπν.2 7. 2) Παίρνω ανάπαψη = βρίσκω ησυχία: τ’ αλάφι ...| λογιάζοντας ανάπαψη στον πόνον του να πάρει| ώρες ʼς τσι κάμπους πορπατεί κι ώρες στα δάση μπαίνει Πανώρ. Β́ 150· τα μέλη μου είντ’ ανάπαψη να πάρουσι μπορούσα ...; Πανώρ. Α΄ 162· ήρθεν η γι-ώρα, Γύπαρη, να σμίξεις μετά κείνη| απού ’λεγες ανάπαψη να πάρεις δε σ’ αφήνει Πανώρ. Ε΄ 332. 3) Παίρνω βουλή = αποφασίζω: τινάς ουδέν επιάνε τον εις φρόνα και εις γνώσιν.| Εκείνος τες καλύτερες πάντα βουλές επαίρνε Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 4348. 4) Παίρνω εξουσιά μου = έχω υπό τον έλεγχό μου, εξουσιάζω: Όρισε τι έν’ τό ʼρέγεσαι. Τον πήρα εξουσιά μου| αυτόν που μέλλει ν’ αγρυπνά πλια παρά σεν, κυρά μου Φαλιέρ., Ενύπν.2 23. 5) Παίρνω θάνατο = πεθαίνω: να πάρεις θάνατο δε θέλω να σ’ αφήσω Πανώρ. Β́ 580· για τούτη θάνατους πικρούς χίλιους την ώρα παίρνω Πανώρ. Α΄ 110. 6) Παίρνω καλόν καιρόν = τυχαίνω σε καλοκαιρία: στο κάτεργον εμπήκασι …,| καλόν καιρόν επήρασι και μετ’ αυτόν επηαίναν,| νύκτα και μέρα περπατούν Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [881]. 7) Παίρνομαι κάτω = απογοητεύομαι, πέφτει το ηθικό μου: σαν τη λυγερήν ιδού κι είν’ πάντα ξεγνοιασμένη (παραλ. 2 στ.), παίρνουνται κάτω το ζιμιό σκολάζουσι τον κόπο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1130. 8) Παίρνω κρίση = ενημερώνομαι σε απόφαση: το πουρνό να έλθετε να πάρετε την κρίσιν Βυζ. Ιλιάδ. 217. 9) Παίρνω λόγο (από το στόμα κάπ.) = επιδιώκω να ακούσω κ.: εγύρευαν να πάρουν από το στόμα του λόγον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ια΄ 54. 10) Παίρνω το νου κάπ. = αιχμαλωτίζω τη σκέψη κάπ.: την καρδιά μου εξέσκισε κι επάρε μου το νου μου Πανώρ. Α΄ 164. 11) Παίρνω ξόμπλι = παραδειγματίζομαι: όποιοι άλλοι τα διαβάσουσι να παίρνουσι από μένα| ξόμπλι να φεύγου τα μαλλιά τα παραχρουσωμένα Πανώρ. Β΄ 461· ιδές τα έργα των γονεών ...,| έπαρε ξόμπλι απ’ αυτούς ως για την κορασίαν Δεφ., Λόγ. 292. 12) Παίρνω (τ’) όνομα(ν), βλ. ά. όνομα Φρ. 8α. 13) Παίρνω την παραγωγή μου (προκ. για λέξη) = παράγομαι, ετυμολογούμαι: η πατρίδα ... εκράχτηκε μ’ αυτό το γλυκύ όνομα ... παίροντας την παραγωγήν του από όνομα οπού περισσότερον ... αγαπιέται Ροδινός (Βαλ.) 161. 14) Παίρνω παρηγοριά = παρηγορούμαι: πάντα παρηγοριά πολλή παίρνουν όσοι μπορούσι| την απονιά τση κόρη τως κλαίγοντας να μιλούσι Πανώρ. Α΄ 223· έπαρ’ κι εσύ παρηγοριά, ως έκαμεν κι εκείνος Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1516]. 15) Παίρνω πρίκα = πικραίνομαι, στενοχωρούμαι: αντίς χαρά π’ ανίμενα πολλήν επήρα πρίκα Πανώρ. Δ́ 246. 16) Παίρνω την τιμή κάπ. = ατιμάζω: όλοι τους θέλουν την εντροπή μας| κι ολημερνίς γυρεύγουσι να πάρουν την τιμή μας Πανώρ. Δ́ 26· φοβούμαι μήπως και κιανείς βοσκός την απαντήξει (παραλ. 1 στ.) κι οϊμέ χαλάσει μού τηνε και την τιμή τση πάρει Πανώρ. Β΄ 55. 17) Παίρνω χαρά = χαίρομαι: δε μπορεί κιανείς σωστή χαρά να πάρει| δίχως να γνώσει παραμπρός πρίκες πολλές και βάρη Πανώρ. Πρόλ. 85. — Βλ. και επαίρω.ευμορφάδα- η, Διήγ. εις τους κρασοπατέρας 163, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 13650, Δεφ., Λόγ. 620, Περί γέρ. 147, Αιτωλ., Μύθ. 762, Διγ. Άνδρ. 37417· εμορφάδα Σπαν. O 182, Χρον. Τόκκων 1920, Διήγ. Αλ. V 23, Δεφ., Λόγ. 429· ’μορφάδα, Δεφ., Λόγ. 425· ομορφάδα, Αλεξ. 2309, Συναδ., Χρον. 32, Αποκ. Θεοτ. I 130, Ροδινός Νεόφ. 229.
Από το επίθ. εύμορφος και την κατάλ. ‑άδα. Ο τ. ομορφάδα στο Du Cange (λ. έμορφος). Οι τ. εμορφάδα και ομορφάδα και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. εμορφάδα) και στη λογοτ. (Δημητράκ. λ. εμορφάδα).
Ομορφιά (Η σημασ. και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμα, Παπαδ. Α., Λεξ., λ. εμορφάδα και στη λογοτ., Δημητράκ. λ. εμορφάδα): Χάνεται η ομορφάδα μας τα χέρια μας χαλούσι Αλφ. (Μπουμπ.) II 43· Υιέ μου, μη περιπλακείς γυνήν δι’ ευμορφάδα Σπαν. A 539.ευμορφοπλασμένος,- μτχ. επίθ., Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 12690· ’μορφοπλασμένος.
Από το επίρρ. εύμορφα και τη μτχ. παρκ. του πλάθω.
Που είναι ωραία πλασμένος: Ποτέ ουκ οίδα πρόσοψιν, έτσι ’μορφοπλασμένη Θησ. Γ΄ [147].κατακόπτω ‑όβω,- Σπαν. A 21, Καλλίμ. 1716, Χρον. Μορ. H 5683, Χρον. Μορ. P 619, Λίβ. P 431, Λίβ. Sc. 39, 870, 2193, Λίβ. Esc. 1953, 1996, Λίβ. (Lamb.) N 557, Αχιλλ. L 456, Αχιλλ. N 180, 570, 639, Αχιλλ. O 234, Μαχ. 3229‑10, 42417, 46010, 49815, Δούκ. 3599, 43317, Βουστρ. 441, 474, 483, 535, Κορων., Μπούας 79, 80, 97, 99, 103, 127, 132, Τζάνε, Κρ. πόλ. 29225, 34823, 34911, 4786, 5425, κ.π.α.· κατακόβγω, Αχιλλ. L 443, Μαχ. 12814, Αχέλ. 2079, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 429· κατακόβω, Χρον. Μορ. H 5400, Αλεξ. 1522, Χρον. σουλτ. 11114· κατακόφτω, Χρον. Μορ. H 4029, Αχιλλ. L 445, 995.
Το αρχ. κατακόπτω. Οι τ. κατακόβγω και κατακόφτω και σήμ. σε ιδιώμ. (Andr., Lex., λ. κατακόπτω). Ο τ. κατακόβω και σήμ.
I. Ενεργ. 1) α) Κόβω κ., κομματιάζω: κατάκοπτε δε κρέας Ιερακοσ. 4915· κατέκοψαν, ηφάνισαν δένδρα μετά οπώρας Ριμ. Βελ. 126· (μεταφ.): οι πόνοι σου κρατούσι την καρδιάν μου| και κατακόπτουσιν αυτήν Κομν., Διδασκ. Δ 29· β) σπάζω κ.: ο βορράς με μάνητα φουσκώνει| και κατακόβγει τσι κορφές (ενν. των δένδρων), τσι ρίζες ξεριζώνει Ερωτόκρ. Γ΄ 1804. 2) Κατασφάζω, διαμελίζω: εκατακόψανε τους ελεεινούς χριστιανούς Χρον. σουλτ. 13312· αυτούς να κατακόψουν,| τον βασιλέα Πρίαμον με όλους τους υιούς του Βυζ. Ιλιάδ. 1129· θέλομεν σας κατακόψειν ως παραβούλοι του ρηγός Μαχ. 45610· κατεκόπης μεληδόν υπό βαρβάρων χείρας; Διγ. Z 425· (παθητ.): να πολεμίζουν δυνατά ...| μετ’ αύτους να κατακοπούν εις συμπλοκάς πολέμου Γεωργηλ., Βελ. 268. 3) Καταστρέφω: είς άνθρωπος ... να σκοτώσει τον εχθρόν του ή τον γείτονάν του ή κατακόψει τον αμπελώναν του Ασσίζ. 8518· (μεταφ.): ο θάνατος ... έκοψεν αυτού νεότητος το κάλλος| και την ανδρείαν την καλήν κατέκοψεν ο άδης Διγ. Z 4477. 4) Δέρνω, χτυπώ: αν από τα αναστενάγματα εσώπαζεν η κόρη,| πάλιν εκατακόβγασι τα χέρια της το στήθος Λίβ. N 3085· (μεταφ.): φυσιωμένοι άνεμοι και κατακόπτουσίν την (ενν. τη θάλασσα) Θησ. Η΄ [33]. 5) Βασανίζω: εκείνου εκατεκόπτετον ο νους του από τους πόνους Λίβ. (Lamb.) N 59. II. Μέσ. 1) Θρηνώ· υποφέρω, βασανίζομαι: ηρξάμην κατακόπτεσθαι, γίνεται θρήνος μέγας Λίβ. Sc. 1414· πόσα εκατεκόπην| και πόσον έπαθα κακόν ώστε να δω γραφήν της Λίβ. Sc. 913· κατακόπτεται πικρώς και παρηγόρων δίχα Καλλίμ. 2188. 2) Διαφωνώ (?): εάν καθίσωσιν τρεις ή τέσσαρες άνθρωποι ποιήσαι παράκλησιν μετά αγάπης ει μη σκανδαλισθώσιν (έκδ. σκανδαλίσθωσιν) και κατακοπτώσιν (έκδ. κατακόπτωσιν) Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IX 117. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Κομμένος, κομματιασμένος: Αν ου ποιήσω το έλμο σου όλον κατακομμένον,| ποτέ μου να μη εφόρεσα άρματα εις το κορμίν μου Πόλ. Τρωάδ. (Πολ. Λ.) 18· β) οδοντωτός: την Αστουπαλίαν, νησίν μεγάλον, και απομακρέα δείχνει ωσάν κατακομμένον Πορτολ. A 898· Η Σίφουνος, αν την ιδείς εις την μερέαν του λεβάντε, όλα τα βουνία είναι κατακομμένα και το νησίν κοντό Πορτολ. A 999· θωρείς ακρωτήριν κατακομμένον ωσάν νησία και λέγουν το Κίτι Πορτολ. A 12313. 2) Πληγωμένος: ήτανε κατακομμένοι ανθρώποι,| τους πάντας γαρ ιάτρευε (ενν. ο Ασκληπιός) Θησ. Γ΄ [253]· οι Παμφλαγόνιοι ήλθαν κατακομμένοι| και λαβωμένοι εις θάνατον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 10911. 3) Θλιμμένος· βασανισμένος, ταλαιπωρημένος: Τόσο θλιμμένες, άθλιες, όλο κατακομμένες (ενν. οι αρχόντισσες) Θησ. Β΄ [155]· Όλους εθώριες κι ήτανε τα δάκρυα φορτωμένοι| κι από φωνές και δάρματα όλοι κατακομμένοι Θησ. ΙΑ΄ [82].κηδεία- η, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 11943.
Το αρχ. ουσ. κηδεία. Η λ. και σήμ.
Εκφορά νεκρού, κηδεία: τούτον μέλλω θανατώσαι·| και κηδείαν ου ποιήσουν| οι προσήκοντες εκείνου Ερμον. Ρ 175.κλύδων- ο, Χρον. Τόκκων 31, Φυσιολ. (Offerm.) M 15315· κλυδών, Πουλολ. (Τσαβαρή) 539· κλύδωνας, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 12337, Χρον. Τόκκων 29· κλύδων(ας), Τρωικά 52216, Απολλών. 381· θηλ. κλύδων, Βυζ. Ιλιάδ. 446.
Το αρχ. ουσ. κλύδων. Ο τ. κλυδών από μετρ. αν.κουρσεύω (I),- Τρωικά 5286, Ασσίζ. 25220, 47323, Διγ. Z 283, 608, Διγ. (Trapp) Esc. 249, 634, Χρον. Μορ. H 1622, 6705, 8790, 9108, Χρον. Μορ. P 89, 3304, 9108, Φλώρ. 413, Αχιλλ. L 102, Αχιλλ. N 643, Φαλιέρ., Ιστ.2 117, Χρον. Τόκκων 1449, 1663, 1664, 3894, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 127, Δούκ. 5311, 23910, Θησ. (Foll.) I 83, Χούμνου, Κοσμογ. 987, Γεωργηλ., Βελ. 516, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 446, κριτ. υπ., Αλεξ. 1275, 1774, Πικατ. 120, Πεντ. Αρ. XXXI 32, Δευτ. XX 14, Πιστ. βοσκ. IV 3, 54, Διγ. Άνδρ. 31823, 3247, 3428, κ.π.α.· κορσεύω, Παλαμήδ., Βοηβ. 419· κουρτζεύ(γ)ω, Μαχ. 30416, 43433, 67215, Βουστρ. 420, 456 και κριτ. υπ., 460· κουσεύω, Μαχ. 12023, 1223· κρουσεύ(γ)ω, Εβρ. ελεγ. 160, Byz. Kleinchron. Α΄ 9844, Αχιλλ. O 120, Σφρ., Χρον. μ. 7817‑8, Έκθ. χρον. 533, 8014, 8329, Αχέλ. 1565, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 398, 399, 402, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16241, Ροδολ. Α΄ [126, 170], Ε΄ [536], Διακρούσ. 6816, 7415, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1878, 30711, 3124, 34719, 35225, 36023, 4199, 4404, 44520· κουρσεύγω.
Από το ουσ. κούρσος και την κατάλ. ‑εύω. Η λ. τον 9. αι. (Lampe, Lex.) και σε σχόλ. (L‑S). Τ. κουρσεύγω στο Somav. και σήμ. στην Κρήτη (Βλ. Ξανθουδίδη [Ερωτόκρ. σ. 587]). Για τον τ. κουσεύω βλ. Meyer, Γλωσσ. πραγμ. Κύπρ. 115. Ο τ. κρουσεύγω στο Βλάχ. και τ. κρουσεύγου σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 82). Ο τ. κρουσεύω στο Somav. Η λ. και σήμ.
1) (Μτβ. και αμτβ.) α) κάνω ληστρική ή πειρατική επιδρομή, ρημάζω, λεηλατώ, λαφυραγωγώ: κάστρη πολλά επαρέλαβαν και χώρας εκουρσεύσαν Διήγ. Βελ. (Neap.) 161· οι Τούρκοι κουρσεύοντες, σφάττοντες, αιχμαλωτίζοντες έφθασαν εν τῳ ναῴ Δούκ. 36531· τη Σίφινο να πάγεις να κουρσέψεις Λεηλ. Παροικ. 122· εστράφησαν τα άνωθεν β΄ ξύλα ... εις την Κύπρον να κουρσέψουν Μαχ. 20214· κουρσεύγουν τους Σαρακηνούς οι κουρσάρηδες και αγοράζουν τα οι Κυπριώτες Μαχ. 63017· β) ληστεύω· κλέβω, αρπάζω: εκουρσεύσαν τον και εδέραν τον και εποίκαν του πολλήν μεγάλην αντροπήν Μαχ. 67229· Ήτονε δούλος του Θεού ο Ιακώβ ...| και ο Ησαύ εκρούσευε κι ήτονε παλληκάριν Χούμνου, Κοσμογ. 1514· εκούρσευσεν από τα χωρία σιτάρι, ζώα Κώδ. Χρονογρ. 6115· εις τον κριόν εδιέβηκεν, εκούρσευσε την τρίχαν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 690· (με σύστ. αντικ.): εφορτώσαν τα άρματα ... και τα κούρση οπού εκουρτζέψαν Βουστρ. 424. 2) α) Κυριεύω, κατακτώ: εκούρσεψ(εν) ο σουλτάν Κυρίτσης τ(ην) Βλαχίαν κ(αι) από τότε εκλήθηκαν οι Βλάχοι να δίδουν το χαράτσιν των Τουρκ(ών) Μικρ. χρον. Yale 73r· Εγώ τα κάστρη πολεμώ και μόνος τα κουρσεύω Πικατ. 320· β) συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω, δουλώνω: επήρα με μένα μια σκλάβα όμορφη, οπού την εκρούσεψα στο Ιερουσαλάιμ Εβρ. ελεγ. 170· εκούρσευσεν αιχμαλωσίαν πολλήν Πανάρ. 7221‑2. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) α) Λεηλατημένος, ληστεμένος: κουρσεμένη κι έρημη τη χώρα τως ν’ αφήσου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 328· ηύρεν το σπίτιν του κουρσεμένον Βουστρ. 439· (προκ. για καράβι) λεηλατημένος από πειρατές: βρέσκει ξύλο κουρσεμένο,| το κατάρτι του παρμένο Τριβ., Ταγιαπ. 59· β) (μεταφ.) κλεφτός, παράνομος: Ευλόγησεν ο Έρωτας τον κουρσεμένον πόθο Ριμ. κόρ. 666. 2) Καταπονημένος, εξαντλημένος: τους ηύρε (ενν. ο Σάρβαρος) πολλά ταπεινωμένους και κρουσεμένους από τα βάσανα και τες τυραννίες απού τως είχεν καμωμένα ο βασιλέας ... ο Φουκάς Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 398. Το ουδ. της μτχ. ως ουσ. = λάφυρο: άλλοι δε των περιχώρων| των Τρωών γαρ εξεπόρθουν| θέμενοι φρικώδους όρκους·| μηδέ το τυχόν γαρ κρύπτει| εξ αυτών των κουρσεμένων Ερμον. Ε 216.λαμπροφορώ,- Βέλθ. 223, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 1395, Διήγ. Βελ. 502, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1807, Ιμπ. 289.
Από το επίθ. λαμπροφόρος. Η λ. τον 5. αι. (Lampe, Lex., λ. λαμπροφορέω) και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
Α´ (Μτβ.) διακοσμώ με πολυτέλεια: ορδινιάζαμεν να λαμπροφορήσομεν τον θρόνον του αρχιερέως μας Χίκα, Μονωδ. 164. Β´ (Αμτβ.) φορώ γιορτινά, πολυτελή ή άσπρα λαμπρά ενδύματα: ορίζει ο μέγας βασιλεύς …(παραλ. 1 στ.) να μαζωθούν οι άρχοντες, …| … να σταθούν τιμητικά και να λαμπροφορέσουν Διήγ. Βελ. 494· ας εγδυθεί τα πενθικά, τώρα ας λαμπροφορέσει (ενν. η Παναγία) Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 665· χθες ελαμπροφόρει (ενν. το πτωχόν μας γένος) διατί είχε την ευκοσμίαν του και σήμερον μελανοφορεί Χίκα, Μονωδ. 36-7· (μεταφ.) Μια Πέμπτη λοιπόν ξημέρωμα που ήλιος λαμπροφόρα Μαρκάδ. 665. Η μτχ. ενεστ. λαμπροφορούσα ως επίθ. = λαμπερή, φωτεινή: Αστεροστόλιστοι ουρανοί, λαμπροφορούσα ημέρα Τζάνε, Κρ. πόλ. 1425. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που φορά άσπρα, λαμπρά φορέματα: Εσίμωσαν προς το μνημείον (ενν. τον Χριστού), βλέπουσιν νεανίσκον| … καθήμενον και λαμπροφορεμένον Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 586.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- επίθ.