Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ανεμίζω,
- Πωρικ. Z 42, Πεντ. (Hess.) Γεν. XV 11, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 77 (έκδ. ανεμίσει· διορθώσ. ανεμίσεις)· ’νεμίζω, Φορτουν. (Ξανθ.) Ε΄ 59.
Μαρτυρείται ως μτγν.το μέσ. Η λ. ήδη στον Ησύχ. (λ. αναψύξαι) και σήμ. (ΙΛ).
Α´ Κυριολ. 1) Διώχνω, διασκορπίζω: και εκατέβην ο αετός ιπί τα κορμιά και ανέμισεν αυτά (ενν. τα όρνεα) ο Αβραάμ Πεντ. Γέν. XV 11. 2) Οσφραίνομαι, μυρίζω (κάποιον) (Πβ. ΙΛ στη λ. 6): σκύλοι και γάτες να τους γλείφουν και χοίροι να τους ανεμίζουν (ενν. τους μεθυσμένους) Πωρικ. Z 42. 3) (Προκ. για έντερα) έχω αέρια, γουργουρίζω: επόμεινε εύκαιρη η κοιλιά κι ενέμιζε Φορτουν. E΄ 59. B´ (Μεταφ.) διαισθάνομαι, «μυρίζομαι» (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 6β): όπου ανεμίσεις τίποτας καλό σιμά αποστρέφου Στάθ. Β΄ 77. Πβ. αγροικίζω, αγροικώ ΙΙ 2, ακούω Α5.ανεμπαίζω,- Πωρικ. Z 42, Χούμνου, Π.Δ. (Πολ. Λ.) σ. 60 [στ. 40]· ’νεμπαίζω, Ριμ. κόρ. (Pern.) 759, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 345, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 2812, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 2812 (έκδ. ενώμπαιζε· διορθώσ.)· αναμπαίζω, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 75 (έκδ. αναπαίζουσι· διορθώσ.), Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 8317, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1592, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [489, 657, 870], Γ΄ [1237], Δ΄ [13, 1030, 1033]· αόρ. ανέμπαιξα, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 291r· υποτ. αορ. ενεμπαίξει, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 259v.
Από την προθ. ανά και το εμπαίζω. Η λ. και στα Κείμ. αγ. Δημ. (Λαούρδ.) σ. ιδ. 7 και σήμ., (ΙΛ, λ. ανεμπαίζω). Πβ. και Lampe, Lex., λ. ανέμπαικτος.
α) Εμπαίζω, κοροϊδεύω, περιγελώ: από της σης οκνίας έφυγαν οι εχθροί μου| και τώρα μ’ αναμπαίζουσι που ’σαν δούλοι δικοί μου Κορων., Μπούας 75· Καθώς θωρώ αναμπαίζεις με, Δορίντα, ή ελωλάθης Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [657]· ουδέ να αναμπαίζεται και να καταφρονιέται Ιστ. Βλαχ. 1592· ... να τους γελούν και να τους ανεμπαίζουν Πωρικ. Z 42· β) εξαπατώ: και δεν ήτανε τα λόγια του αληθινά, μόνε τους τα έστειλε διά να τους αναμπαίξει Χρον. σουλτ. 8317· ... τη γυναίκα του Αδάμ με δόλον τσ’ ερμηνεύει (ενν. ο διάβολος) (παραλ. 2 στ.): «Φάγε και δώσ’ και του Αδάμ...» (παραλ. 2 στ.)· και απλώνει, πιάνει τον καρπόν και σύντομα ανεμπαίχθη Χούμνου, Π.Δ. σ. 60 [στ. 40]. —Συνών.: κομπώνω. Πβ. απεργώνω. Πβ. επίσης και αναμπαιστικός.ανθομαλαθρόκουκον,- Πωρικ. Z 32, εσφαλμ. γρ. αντί ανηθομαλαθρόκουκον.
γάτα- η, Πωρικ. Z 41, Rechenb. 84, Διγ. O 2618.
Το ιταλ. gatta. Η λ. στο Du Cange και σήμ. (Δημητράκ.).
Γάτα (Η σημασ. στο Du Cange και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): οι δύο έπεσαν απάνω του σαν λύκοι,| οι άλλοι δυο οπίσω του σαν γάτες με ποντίκι Διγ. O 2618.γελώ,- Προδρ. I 15, II H 68b, III 332c (χφφ HgVCSA) (κριτ. υπ.), Μακρεμβ., Υσμ. 26416, Πωρικ. Z 14, 42, Διγ. Z 318, 323, 1984, Διγ. (Trapp) Esc. 22, 325, 1111, 1112, 1159, 1328, Βέλθ. 861, Εβρ. ελεγ. 162, Ακ. Σπαν. 32138, 33168, 39353, Χρον. Μορ. H 8447, Βίος Αλ. 1825, Περί ξεν. A 206, Αχιλλ. L 967, 1138, 1288, Αχιλλ. N 1193, Χρησμ. IX 5, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 191, Μαχ. 16418‑9, 29, 67817, Θησ. Πρόλ. [29], Γ΄ [57], Ι΄ [227], Ch. pop. 280, 453, Χούμνου, Π.Δ. XI 16, Ριμ. Βελ. 685, Γαδ. διήγ. 406, Αλεξ. 1963, Σαχλ. N 263, Έκθ. χρον. 1216, Συναξ. γυν. 31, 802, Πένθ. θαν.2 476, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 117, 161, 168, Δεφ., Λόγ. 197, 670, Τριβ., Ρε 335, Πεντ. Γέν. XVIII 12, Αχέλ. 101, 117, Αιτωλ., Μύθ. 2720, 393, 10812, Αιτωλ., Βοηβ. 224, Χρον. σουλτ. 6014, 779, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 406, 450, 453, Ερωφ. Α΄ 234, Φαλλίδ. 137, Βοσκοπ. 227, Παλαμήδ., Βοηβ. 325, 1360, Σταυριν. 497, 889, Ιστ. Βλαχ. 507, 596, 1013, 1699, 1983, Διγ. Άνδρ. 3156, 31923, 33013, 3821, 38814, Ερωτόκρ. Α΄ 55, 993, 1081, 1198, Β΄ 122, 132, 134, 570, Γ΄ 131, 485, 1605, Δ΄ 377, 1566, Ε΄ 410, Στάθ. Β΄ 312, Διήγ. ωραιότ. 328, Βακτ. αρχιερ. 135, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [762, 1215], Β΄ [751], Γ΄ [723], Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 14, Α΄ 259, Γ΄ 389, Ζήν. Γ΄ 275, Διγ. O 781, 1754, 2743, Διακρούσ. 11611, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15914, 2224, 2509, κ.π.α.· γελάω, Ιστ. Βλαχ. 1717.
Το αρχ. γελάω. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Γελώ (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. γελάω I1 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Εκείνος δε ο αμιράς χαρούμενος εγέλα Διγ. Z 318· όντα πονούσι στην καρδιά, τα χείλη τως γελούσι Ερωφ. Α΄ 234. 2) α) (Με εμπρόθ. προσδιορ., αιτιατ. ή γεν.) γελώ σε βάρος κάπ., περιγελώ, εμπαίζω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. γελάω II1, 2 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 4): με το γόι σου τον ούριον γελώ Ακ. Σπαν. 39353· Ω αμιρά, μην τον γελάς, μην τον κατονειδίζεις Διγ. Z 323· πάντες γαρ γελούμέν σε και πάντες μαγαρούμέν σε Ακ. Σπαν. 32138· μην τον ονειδίζεις, μηδέ γελάς τον Διγ. Άνδρ. 31923· να μας γελούν οι γείτονες και όλα τα ρηγάτα Ιστ. Βλαχ. 507· β) (μτβ.) ξεγελώ, εξαπατώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 8): Λοιπό αν τον Έρωτα κι αυτή να τη γελάσ’ εφήκε Ερωτόκρ. Γ΄ 1605· παιδεύγει, σιργουλίζει με, τάσσει μου και γελά με Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 389· Οι Τούρκοι τους γελάσανε και μέσα σαν εμπήκαν ... Τζάνε, Κρ. πόλ. 2509· λυγερή, γέλα τους εδικούς σου Ch. pop. 280· (προκ. για γυναίκα) αποπλανώ (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 9): εγελάστηκεν εις τα τασσίματα και εις τα δώρα του Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 450· γ) (προκ. για όρκο) καταπατώ, παραβαίνω: όλον το εξανάστροφον να κάμει, να κερδίσει,| πιστεύει και την αυθεντιάν, τον όρκο να γελάσει Σαχλ., Αφήγ. 357. 3) (Μεταφ.) α) (προκ. για πράγματα) παρουσιάζω ευχάριστη όψη, λάμπω (Η σημασ. αρχ., L‑S, λ. γελάω II2 και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 6): τση χώρας σπίτια και στενά σου φαίνετο γελούσα Ερωτόκρ. Α΄ 55· Ο ουρανός όλος γελά Θησ. Γ΄ [57]· όντ’ άρχισεν η ανατολή κι εγέλασεν η ημέρα Διγ. Z 1984· β) δείχνω ευμένεια σε κάπ. (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 7): Ως τώρα η τύχη μού γελά, τύχη χαριτωμένη Ζήν. Γ΄ 275.γλείφω (I),- Σπαν. (Ζώρ.) V 392, Πωρικ. V 94, Πωρικ. Z 41, Ακ. Σπαν. 36259, Πουλολ. Z 328, Νεκρ. βασιλ. 24, 30, Αλφ. (Μπουμπ.) II 28, Απόκοπ. 50, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 597, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 246, 358, Πένθ. θαν.2 80, 96, Αιτωλ., Μύθ. 813, Αιτωλ., Βοηβ. 295, Ιστ. Βλαχ. 2057, Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 98, Β΄ 292, 399.
Από το αρχ. εκλείχω (Χατζιδ., Αθ. 43, 1931, 189). Η λ. στο Du Cange (λ. γλείφειν) και σήμ. (Δημητράκ.).
1) Γλείφω (Η σημασ. στο Du Cange, λ. γλείφειν και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 1): Το χοιρομεροκόκκαλο, οπού ’χα στη μπουζνάρα,| να γλείψω δεν εμπόρεσα Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 292. 2) Κατατρώγω, καταστρέφω (Πβ. Δημητράκ. στη λ. 4 και λ. γλειμμένος 2): δυο, μ’ εφάνην, ποντικοί το δένδρον εγυρίζαν,| άσπρος και μαύρος, με σπουδήν τού εγλείφασιν την ρίζαν Απόκοπ. 50· τώρα γυμνά κόκκαλα είναι στην γην γλειμμένοι Αλφ. (Μπουμπ.) II 28. 3) (Μεταφ.) βασανίζω, «τριβελίζω»: οι έννοιες και οι μέριμνες τον νουν σου να τον γλείφουν Αιτωλ., Βοηβ. 295. 4) (Προκ. για εκμετάλλευση προσ.) αφαιρώ όλα τα υπάρχοντα κάπ., «απομυζώ»: απήτις φα (ενν. η πολιτική) και γλείψει σε, τότ’ αποκουντουρίζει Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 246.δαιμονίζομαι,- Σπαν. B 370, Σπαν. (Ζώρ.) V 462, Κομν., Διδασκ. Δ 236, Πωρικ. V 89, Πωρικ. Z 40, Ελλην. νόμ. 52618, 55424, Ερωτοπ. 532, Επιστ. του ± 1460 (Μανούσ., Κρ. Χρ. 11, 1957, 307), Ιστ. Βλαχ. 2067, Εγκ. αγ. Δημ. 111214, Συναδ., Χρον. 37, 47, Βακτ. αρχιερ. 139, 147, 149, 183, 187, 189, Διγ. O 100, 146, 328, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 7716.
Το αρχ. δαιμονίζομαι. Η λ. και σήμ. (Δημητράκ.).
1) α) Κατέχομαι από δαίμονα, από πονηρό πνεύμα (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. III. Βλ. και Lampe, Lex.): εκ τον πολύν φόβον του δαρμού οπού αγροίκησε εδαιμονίσθη Εγκ. αγ. Δημ. 111214· φωνάζουσι με άγριες και μεγάλες φωνές ωσάν δαιμονισμένοι Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 7716· β) πάσχω από επιληψία, σεληνιάζομαι (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 2): Περί χωρίσεως ανδρογύνου οπού δαιμονίζεται η γυνή Βακτ. αρχιερ. 187. 2) α) (Συνεκδοχ.) εξοργίζομαι, γίνομαι έξω φρενών (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ. στη λ. 4): πολεμάται πάσχοντα όπως δαιμονισθείη Σπαν. B 370· β) παραφρονώ, τρελαίνομαι, χάνω το μυαλό μου (Η σημασ. και σήμ., Δημητράκ., στη λ. 4): να δαιμονισθείς κι εσύ, κυρά μου, δι’ εμένα Ερωτοπ. 532.Καναβούριος- ο· Καναβόριος, Πωρικ. Z 12.
Προσωποπ. του ουσ. καναβούριν: ο σεβαστός ημών Πέπερος ήλθε μετά των υπηρετών αυτού Ξυλοτζιτζιβέρου τε και Καναβουρίου, Γαρυφάλου τε και Σπέτζας Πωρικ. A 10.κλωθογύριστος,- επίθ., Πωρικ. P 10717, Πωρικ. V 88· κλωθογυριστός (βλ. Μπουμπ., Αθ. 67, 1963/64 <1964>, 136).
Από το κλωθογυρίζω.
Μπερδεμένος, ασυνάρτητος: να λέγουν λόγια κλωθογύριστα ως δαιμονιζόμενοι Πωρικ. Z 40.κουκουβαγιομύτης,- επίθ., Πωρικ. S 10422‑3, Πωρικ. Z 24· κουκοβαγιομύτης, Πωρικ. (Winterwerb) II 53· κουκουβαϊομύτης, Πωρικ. V 28· κουκουβαομύτης, Πωρικ. A 17.
Από τα ουσ. κουκουβάγια και μύτη.
Που έχει μύτη σαν της κουκουβάγιας: έχω ... Ρεβίθην τον κουκουβαγιομύτην Πωρικ. P 10622.Κρομμύδιος- ο, Πωρικ. A 20, Πωρικ. P 1071, Πωρικ. V 31, 69· Κρεμμύδιος.
Προσωποπ. του ουσ. κρομμύδιν με αλλαγή γένους: επήδησεν ο κυρ Κρεμμύδιος μετά κόκκινης στολής Πωρικ. Z 27.Λαθούριος- ο· Λαθούρης, Πωρικ. Z 25.
Προσωποπ. του ουσ. λαθούριον: έχω Ελαίαν την καθηγουμένην, … Κούκκον τον νεφροστάτην και Λαθούριον τους αφθάρτους μάρτυρας Πωρικ. P 10623.Λεμόνιος- ο, Πωρικ. P 1064, Πωρικ. V 199, Πωρικ. Z 6.
Προσωπ. του ουσ. λεμόνι: Λεμονιού τον μεγάλου δρουγγαρίου Πωρικ. S 1047.Λουπινάριος- ο, Πωρικ. Z 8· Λουμπινάριος, Πωρικ. S 14-15, Πωρικ. P 6-7.
Προσωποπ. του ουσ. λουπινάριον: παρίστανται και οι μετ’ αυτών (ενν. των αρχόντων) Βάραγγοι, ο Καρύδιος, … ο Βερίκοκός τε και ο Λουπινάριος Πωρικ. V 58.Μαρούλιος- ο, Πωρικ. A 29, Πωρικ. P 10616, Πωρικ. V 45, Πωρικ. Z 19.
Προσωποπ. του ουσ. μαρούλι(ν): σεβαστέ Μαρούλιε και Αντίδιε προκαθήμενοι του βεστιαρίου Πωρικ. S 1058.μελιτζάνα- η, Πωρικ. A 36, Πωρικ. V 61-2, Πωρικ. Z 16· μελιντζάνα· μελντζάνα.
Από το ουσ. μαντζιτζάνιν (Για την προέλ. της λ. βλ. Kahane, Sprache 400 και Ill. Class. St. 6, 1981, 411· πβ. επίσης Καρολ., ΝΕ 2, 1905, 160). Για άλλη ετυμ. βλ. Ανδρ., Λεξ. Ο τ. μελιντζάνα σε χφ των Προδρομικών (Βλ. Μπουμπ., Αθ. 67, 1963/64, 129) και στο Somav. Η λ. και ο τ. μελντζάνα και σήμ.
Μελιτζάνα: των δειλών τους οφθαλμούς ανδρίζεις ως μελντζάνα Κρασοπ. 86 κριτ. υπ. Ως προσωποπ.: Ήσαν δε καθήμενοι … Τετράγγουρος, Αγκινάρα και Μελιντζάνα Πωρικ. P 10613.Μούσπουλος- ο, Πωρικ. S 1049· Μούσκλος, Πωρικ. P 1065, Πωρικ. Z 7· Μούσκουλος, Πωρικ. A 4-5.
Προσωποπ. του ουσ. μούσπουλον < αρχ. ουσ. μέσπιλον. Για τη μετατροπή του ε σε ου βλ. Θαβώρ., Δωδώνη 9, 1980, 416-7, Δένδ., Αθ. 36, 1924, 135 και Φιλ., Γλωσσογν. Γ΄ 108-9. Επίσης για το σχηματ. των τ. βλ. Φιλ., ό.π. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 209 και 281. Ο πληθ. μούσκλα στο Du Cange και ο τ. μούσκουλον στο Somav. Η λ. μούσπουλον στο Meursius: συνεδριάζοντος ... Ροδίου ... Απιδίου ... Μήλου ... Μουσπούλου Πωρικ. V 7. — Βλ. και ά. μέσπιλον.Νεράντζιος- ο, Πωρικ. A 2, Πωρικ. P 1063 (έκδ. Ρεναντζίου· διορθώσ.), Πωρικ. V 4 (έκδ. Νεραντσίου), Πωρικ. Z 5.
Προσωποπ. του ουσ. νεράντζιον με αλλαγή γένους: Νεραντζίου του Πρωτοβεστιαρίου Πωρικ. S 1046.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- Πωρικ. Z 42, Πεντ. (Hess.) Γεν. XV 11, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 77 (έκδ. ανεμίσει· διορθώσ. ανεμίσεις)· ’νεμίζω, Φορτουν. (Ξανθ.) Ε΄ 59.