Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 27 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πωρικ. S

  • Ανηθομαλαθρόκουκα
    τα, Πωρικ. (Camar.) S 1055, Ρ 1076, Πωρικ. 10828, Πωρικ. (Wagn.) V 40, Πωρικ. (Winterwerb) I 69, II 71, III 83 κριτ. υπ.· Ανηθομαλανθρόκουκκα, Πωρικ. (Winterwerb) III 83 κριτ. υπ.· Ανηθρομαλαθρόκουκκα, Πωρικ. (Winterwerb) I 69 κριτ. υπ.
    Από τα ουσ. άνηθον και μαλαθρόκουκα (= μάλαθρα και κουκιά).
    Άνηθος, μάλαθρα και κουκιά ή άνηθος και σπόροι του μαλάθρου (όλα μαζί σε προσωποποίηση) (Για το νόημα των συνθ. βλ. Camariano Ar., Čerčetari Literari 3, 1939, 82, 83): μα τα Ανηθομαλαθρόκουκα, ψευδώς ανήγγειλεν η Στάφυλος προς την βασιλείαν σου Πωρικ. S 1055.
       
  • Αντίδιος
    ο, Πωρικ. (Ζώρ.) A 29, Πωρικ. (Camar.) S 1058.
    Το ουσ. αντίδιον προσωποποιημένο.
    Προσωποποίηση του αντιδιού: σεβαστέ Μαρούλιε και Αντίδιε, πρωτοκαθήμενοι του βιστιαρίου Πωρικ. S 1058.
       
  • Βάτσινος
    ο, Πωρικ. S 10415, Πωρικ. V 8, 16.
    Προσωποπ. του ουσ. βάτσινον: Σύκου, Βατσίνου, Τζιντζίφου και Κερασίου των γραμματικών Πωρικ. V 8.
       
  • βεστιάριον
    το, Act. Lavr. 5968, 6061, Διγ. Z 2079, Οψαρ. 36118, Χρυσόβ. του 1364 σ. 34, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 75, 195, 270, 465, 681 κριτ. υπ., Χρον. στέψ. Μαν. Β′ 3, 45, 97· βιστάριον, Πωρικ. V 46, Διγ. A 2117· βιστιάριον, Πωρικ. S 1057, Διγ. (Trapp) Gr. 1660.
    Το λατ. vestiarium (Βλ. L‑S Suppl.). Για το πράγμα βλ. Bréhier, Le monde byzantine B΄ 130-1 και 148-9. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. βεστιάριο). Για τον τ. βιστάριν βλ. όμως και Goossens, Byz. 22, 1952, 259-60.
    1) α) Το σύνολο των ενδυμάτων, απαραίτητος ρουχισμός (Η σημασ. τον 9. αι., Lampe, Lex. στη λ. 2): βεστιάρια τιμητά πεντακοσίας λίτρας Διγ. Z 2079· β) είδος ενδύματος: βιστάριν έβαλα τερπνόν, καθάριον βαγδαΐτιν Διγ. (Trapp) Esc. 1422. Βλ. και βέστα. 2) Ιματιοθήκη· το σύνολο των ενδυμάτων: φορούντες επάνω των ιματίων αυτών υφάσματα χρυσά εκ του βασιλικού βεστιαρίου Χρον. στέψ. Μαν. Β′ 45. 3) Βασιλικό ταμείο, θησαυροφυλάκιο (Η σημασ. στον Πορφυρογ., Sophocl. στη λ. 2): πάσαν την αυτού περιουσίαν απήρε και εισήξεν εις το βεστιάριον αυτού Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 681 κριτ. υπ. Βλ. και βιαστήρι. 4) Κεντρική οικονομική υπηρεσία (Βλ. και Zakythinos [Χρυσόβ. του 1364 σ. 74] και Ahrweiler, Byz. et Mer 488): η βασιλεία μου και το θεοφρούρητον αυτής βεστιάριον Χρυσόβ. του 1364 σ. 34.
       
  • Γογγύλιος
    ο, Πωρικ. S 1053· Γογγύλης, Πωρικ. V 39.
    Προσωποπ. του ουσ. γογγύλι(ν): Μα τον αδελφόν μου Σκόρδον ... και υιόν μου τον Ταρκόν και Γογγύλην τον δεύτερόν μου υιόν Πωρικ. V 39. O τ. και ως επών. (Steph., Θησ.).
       
  • Δισυκάμινος
    ο, Πωρικ. S 10414, Πωρικ. V 19915.
    Προσωποπ. του ουσ. δισυκάμινος: δέσποτα, βασιλεύ Κυδώνιε, γνωστόν έστω τῃ βασιλείᾳ σου ότι ο πρωτοσέβαστος Πιπέριος δε μετά … Δισυκαμίνου … των σων προσταγμάτων καταφρονούσιν Πωρικ. S 10414.
       
  • δρουγγάριος
    ο, Μανασσ., Χρον. 5473, Πωρικ. S 1047, Αρμεν., Εξάβ. Ά́ 415 σχόλ., Δούκ. 20117, Ψευδο-Σφρ. 33421, 34031, 39411· δρογγάριος, Πωρικ. V 1996.
    Το λατ. drungarius. Η λ. τον 7. αι. (Lampe, Lex.).
    Βυζαντινό διοικητικό αξίωμα (Για τη σημασ. βλ. Ahrweiler, Byz. et Mer 489 και Ahrweiler, Études VIII 81, 103): του ναυτικού δρουγγάριον Μανασσ., Χρον. 5473.
       
  • Καρύδιος
    ο, Πωρικ. S 10513, Πωρικ. P 1066, Πωρικ. Απ. 37.
    Προσωποπ. του ουσ. καρύδι(ν): ο Καρύδιός τε και ο Κάστανος και ο Λεπτοκάρυος Πωρικ. V 20056.
       
  • κουκουβαγιομύτης,
    επίθ., Πωρικ. S 10422‑3, Πωρικ. Z 24· κουκοβαγιομύτης, Πωρικ. (Winterwerb) II 53· κουκουβαϊομύτης, Πωρικ. V 28· κουκουβαομύτης, Πωρικ. A 17.
    Από τα ουσ. κουκουβάγια και μύτη.
    Που έχει μύτη σαν της κουκουβάγιας: έχω ... Ρεβίθην τον κουκουβαγιομύτην Πωρικ. P 10622.
       
  • Κουκουνάριος
    ο, Πωρικ. S 10515, Πωρικ. P 1067, Πωρικ. V 6, Πωρικ. (Winterwerb) I 10, 104, II 16, ΙΙΙ 104
    Προσωποπ. του ουσ. κουκουνάριον με αλλαγή γένους: Πωρικ. A 34.
       
  • κούμαρος
    ο, Πωρικ. V 19918.
    Το αρχ. ουσ. κόμαρος η.
    Κουμαριά: τους κουμάρους έκοψαν, τους δύσχροους εκείνους Θησ. ΙΑ΄ [244]. Ως προσωποπ.: βασιλεύ Κυδώνιε, ... ο πρωτοσέβαστος Πιπέριος [δε] μετά Κυμίνου ... Αβραμήλου τε και Κουμάρου ... των σων προσταγμάτων καταφρονούσιν Πωρικ. S 10416.
       
  • κρόκος
    ο, Πωρικ. S 10417, Ιατροσ. 24185, Ιερακοσ. 37616, 39718, 3992‑3, 7, 43817, 23, 4397, 4579, 48414, Ορνεοσ. αγρ. 5216, 53216, 5374, 54615, 5666, Ιατροσ. κώδ. ͵αοε΄, Μάρκ., Βουλκ. 34911.
    Το αρχ. ουσ. κρόκος. Τ. κορκός στο Βλάχ. και σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Β΄). Η λ. και σήμ.
    1) α) Βαφική ύλη από το φυτό κρόκος, ζαφορά: τα τέσσαρα ονύχια τού ... ίππου| βαμμένα όλα ήσασιν κίτρινα με τον κρόκον Διγ. A 3738· β) καρύκευμα από το φυτό κρόκος (Βλ. Τσαβαρή [Πουλολ. σ. 359-60]): το στόμα μου από τον κρόκον ένι,| μάλλον από τας σπέτσας έν’ τάς είχα εις το μεσά μου,| τάς είχα και εις το φαγίν μου Πουλολ. (Τσαβαρή) 609. 2) Κρόκος, κιτρινάδι του αβγού: Η δε τροφή αυτού αύτη: φακήν μη τρώγει ... μήτε ... αβγόν ροφητόν, πλην μόνον τον κρόκον Σταφ., Ιατροσ. 498. Ως προσωποπ.: Πωρικ. V 29 (Η λ. στο χωρίο πιθ. εσφαλμ. αντί Κόκκον· πβ. Πωρικ. S 10423).
       
  • κρούω,
    Γλυκά, Στ. 299, Καλλίμ. 1338, Διγ. Z 331, 1605, 2920, 3084, 3088, 3654, 4065, Διγ. (Trapp) Esc. 827, Χρον. Μορ. H 7062, Χρον. Μορ. P 1527, 3863, Λίβ. Sc. 1210, Ιμπ. 127, 424, Διγ. Άνδρ. 32611, 3493·13, 3786, 38032, 40231, 4033, Ερωτόκρ. Α΄ 468, Β΄ 460, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 2462, Τζάνε, Κρ. πόλ. 28412, 3433, 34613· β΄ εν. κρους, Πουλολ. (Τσαβαρή) 297 κριτ. υπ., Αχιλλ. L 1012, 1183, Κυπρ. ερωτ. 306· γ΄ εν. κρου, Προδρ. IV 325, Ασσίζ. 181, 734, 1541, 2651, 3222, 40518, 45123, Συναξ. γαδ. 310, Φλώρ. 1633, Αχιλλ. L 1201, Χούμνου, Κοσμογ. 1866, 2315, Λίβ. Esc. 2543, Λίβ. N 2044, Ερωτόκρ. Β΄ 1606· γ΄ πληθ. κρουν, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 229, Αχιλλ. N 1329, Χρον. Τόκκων 252, Θησ. Η΄ [282], Αρμούρ. 60, Σαχλ., Αφήγ. 104, Τζάνε, Κρ. πόλ. 27615· κρούγω, Τρωικά 53417, Διγ. (Trapp) Esc. 1165, 1166, Αχιλλ. O 572, Φαλιέρ., Ενύπν.2 105, Χρον. Τόκκων 252, Θησ. Β΄ [544], I΄ [78], Ch. pop. 35, Χούμνου, Κοσμογ. 2277, Αγν., Ποιήμ. Β΄ 18, 22, Αχέλ. 1016, 1504, 1994, Πανώρ. Γ΄ 429, Ερωφ. Ε΄ 117, Φαλλίδ. 79, Ιστ. Βλαχ. 896, 2058, Διγ. Άνδρ. 3776, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 428, 830, Β΄ 460, 1096, 1606, Συναδ., Χρον. 44, Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 184, Τζάνε, Κρ. πόλ. 15014 , 26324, 27613, 5232, 53020· κρουώ, Προδρ. III 325r χφφ CSA, Προδρ. κριτ. υπ., IV 87, Ερμον. X 263· κρω, Προδρ. III 325r χφ g, Προδρ. κριτ. υπ., Διγ. (Trapp) Esc. 1270, Γαδ. διήγ. (Wagn.) 447· μτχ. παρκ. κρουσμένος και κρουμένος.
    Το αρχ. κρούω. Οι τ. των β΄ και γ΄ εν. κρους και κρου και του γ΄ πληθ. κρουν από συναίρεση του θεματικού και του καταληκτικού φωνήεντος. Ο τ. κρούγω στο Du Cange (λ. κρούγειν) και σήμ. σε ιδιώμ. (Βλ. Παπαδ. Α., Λεξ., λ. κρούω, Μπόγκα, Γλωσσ. Ηπείρου Β΄ 31 και Andr., Lex., λ. κρούω)·για την ανάπτυξη του γ βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 423. Ο τ. κρουώ από μετρ. αν. Για τον τ. κρω βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Α΄ 215. Η λ. και σήμ. στη Χίο (Άμ., Χιακ. Χρον. 6, 1925, 38). Τ. κρούζω σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 622 και Χατζ., Διασπ. 234) και κρούννω στην Κάτω Ιταλία (Rohlfs, Et. Wört., λ. κρούω).
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Κτυπώ κάπ. ή κ.: Πόλ. Τρωάδ. 576, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 40, Ερωφ. Ε΄ 108· (με είδος σύστ. αντικ. τις λ. κοπανιά, κόρπον) δίνω κτύπημα, κτυπώ (κάπ.): κατέχει εκείνος που κτυπά, την κοπανιά όντε κρούγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 1574· β) (με άμεσο αντικ. τις λ. κλοτσιά, σφονδυλέα, φουσκία) δίνω (σε κάπ.) κλοτσιά, γροθιά, χαστούκι: κρούει κλοτσιά, γκρεμνίζει την κάτω στον καταρράκτην Περί γέρ. 106· τους μεν ραβδέας έκρουε, τους δ’ άλλους σφονδυλέας Διγ. Z 1618· γ) (με άμεσο αντικ. τις λ. κερατέα, κονταρέα, ραβδέα, ρομφαία, σουγλεά, σπαθέα) κτυπώ (κάπ.) με κέρατο, κοντάρι, κλπ., αντίστοιχα: σείει το κεφάλιν του, κρούει τον κερατέα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 1020· είς απ’ εκείνους …| αποτολμά και κρούει τον στο στήθος κονταρέα Αχιλλ. N 1321. 2) (Με αντικ. τη λ. θύρα) κτυπώ την πόρτα: Προδρ. I 183. 3) Ορμώ εναντίον κάπ., επιτίθεμαι: Μη θηρίον σε έκρουσε και ετάραξε φόβος; Διγ. Z 1776. 4) Φονεύω: Ερίχνασίνε λουμπαρδές στην μέσην και των κρούγαν| και ’ποθαμένους έβλεπες κι ήτον εις πάσαν ρούγαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 28313· Τις έτεινε μέρος τόξου … και έκρουσε στρουθία Rechenb. (Vog.) 901. 5) Εκδικούμαι: Α, βρομισμένη …,| επεθύμησές με να σ’ έχω … και εγώ δε. εθέλησα να ποίσω αντροπήν έσσω του αφέντη μου και διά τούτον μου κρούεις τούτον τον πικρόν θάνατον Μαχ. 57416. 6) α) Χτυπώ τις χορδές, παίζω κάπ. έγχορδο μουσικό όργανο: Διγ. (Trapp) Esc. 826, Απολλών. (Wagn.) 755· β) φυσώ, κάνω κάπ. πνευστό όργανο να ηχήσει: κρουν τα (ενν. τα κερατοβούκινα) και φωνάζουσιν Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 608· Κρούοντες γαρ τας του πολέμου σάλπιγγας Έκθ. χρον. 7331· γ) παράγω (συνθηματικό ) ήχο κτυπώντας κ. (μεταλλικό ή ξύλινο): κρούων ευθύς τον κώδωνα άπαντες υπεχώρουν Διγ. Z 4052· Καμπάνες δεν σημαίνομεν μηδέ τα σημαντήρια,| τα ξύλα κάπου κρούουσιν έξω στα μοναστήρια Ιστ. Βλαχ. 2660· δ) (με αντικ. τη λ. ’λάρμα) κτυπώ συναγερμό: Ως δε είδον τις ένι και ήκουσαν ότι «ήλθομεν ή να μας δώσειτε το κάστρον ή να το επάρομεν …» κρούσαντες ’λάρμα συνήχθησαν βίᾳ πάντες οι εκτός εντός Σφρ., Χρον. μ. 3013. 7) Κτυπώ κ. με βολή όπλων, πυροβολώ, κανονιοβολώ: τα καστέλλια αρχίζουνε να κρούνε στο καράβι Τζάνε, Κρ. πόλ. 37220· Είκοσι έστεσε φορτιά και κρούγασίνε πάντα| και κάθα βόλι εζύγιαζεν λίτρες ’κατόν τριάντα Τζάνε, Κρ. πόλ. 47716. 8) Σείω, κινώ κ.: άνεμος ημερούτσικος έκρουσεν τα δένδρα Αχιλλ. L 746· να εγένετον ο ουρανός καράβιν (παραλ. 2 στ.) και να τον έκρουε σεισμός και να ’πεφταν οι πίροι Κρασοπ. 28. 9) Βάζω φωτιά, ανάβω κ. (Βλ. και Ανδρ., Αθ. 51, 1941, 22): αλλ’ ουδέ εγώ ήμουν χωρικός να μη το κρού’ να εξάπτει Προδρ. IΙΙ 325r χφ Η κριτ. υπ. 10) (Προκ. για άνεμο) κτυπώ, προσβάλλω: ο λεβάντες σε κρούει απομπρός Πορτολ. A 513. 11) (Προκ. για αρρώστια) προσβάλλω: κρούσας αυτόν το βουβωνικόν πάθος ετελεύτησεν Έκθ. χρον. 6813. Β´Αμτβ. 1) α) Κτυπώ· φτάνω: η θάλασσα κρούει εις την πόρταν του μοναστηριού Συναδ., Χρον. 43· β) προσκρούω, κτυπώ, πέφτω πάνω σε κ.: έν … εκ των παίδων μου έπεσεν εκ του ύψους| και κρούσαν κάτω έκειτο ώσπερ νεκρόν αυτίκα Προδρ. I 209· Οπού γυναικός ακούει| εις χοντρόν παλούκι κρούει Αιτωλ., Βοηβ. 231· περιπατώ χωρίς το φως και κρούω εις τα τείχη Ριμ. Βελ. 709. 2) Σπάζω: Οι σάρκες και τα αίματα, τα κόκκαλα να κρούνε| κι εις τούτο πλήσιους είδαμε τότες να νεκρωθούνε Τζάνε, Κρ. πόλ. 17227. 3) Κάνω επίθεση, επιτίθεμαι εναντίον κάπ.: το πού να κρούσουν πρότερα συμβούλιον εκάμα Αχέλ. 298. 4) Συγκρούομαι, πολεμώ: εμάχοντο από καρδιάς … και εκρούγασιν ώσπερ λέοντες μέσα εις τας συντάξεις των Ελλήνων Τρωικά 52612· Ο πόλεμος ο φοβερός …| εκράτει από το ταχύ έως το μεσημέρι.| Ολημερίς εκρούγασιν Διακρούσ. 7917. 5) Ηχώ: ανέτειλεν ο ήλιος λαμπρός, ηγλαϊσμένος| και τα παιγνίδια έκρουσαν, όργανα του φουσσάτου Αχιλλ. N 327· To de η καμπάνα σού ’μαθε με δυσκολιά μεγάλη,| μόλο που κρούγει din din don και ξανακρούγει πάλι Στάθ. (Martini) Β΄152. 6) Κείμαι, βρίσκομαι: η αναπά γη ρηγάτικη του Σαν Τεμένικου κρούει προς εκεί Μαχ. 4086. 7) (Προκ. για άνεμο) φυσώ, πνέω κόντρα σε κάπ.: Αν υπάς με άνεμον εις το μέσημέριν, … από ομπρός σου κρούει και θέλεις να βάλεις την πλώρην σου εις τον γαρμπή και δεν ημπορείς, … Πορτολ. A 586. 8) (Προκ. για τον ήλιο) φωτίζω: Θεωρείς τον ήλιον, … αυτός πάντοτε φωτεινός είναι και κρούει εις βρομερά και ευώδη  Πηγά, Χρυσοπ. 260(27)· ολόλαμπρος γαρ ήτονε (ενν. ο οίκος), έλαμπεν ως τον ήλιον,| όταν ο ήλιος έκρουε, άστραπτεν ως το φέγγος Θησ. Ζ΄ [384]. II. Μέσ. (με ενεργ. σημασ.) κτυπώ, επιτίθεμαι: Οί και σφοδρώς την Αφρικήν εκρούοντο κι ερράγη Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 959. Εκφρ. α) το κρούειν και (το) λαμβάνειν ή δέχεσθαι = πόλεμος (Για το πράγμα —Βλ. Κουκ., ΒΒΠ Γ΄ 130 και Jernstedt, Glotta 14, 1925, 205): οι άγουροί σου χωρικοί του κρούειν και λαμβάνειν,| μικρόν αυτούς επαίδευσα του μη λαθείν εκείνους Διγ. Z 2055· στο κρούειν κι εις το δέχεσθαι ηύρηκα τον Γιαννάκην Διγ. (Trapp) Esc. 1250· β) το κρούειν και μη λαμβάνειν = μάχη, πόλεμος δίχως απώλειες (Για τη σημασ. Βλ. Niki Eideneier, Ελλην. 23, 1970, 309-10): ο στρατός σου ήτον χωρικός του κρούειν και μη λαμβάνειν| και διά τούτο οι πλείονες εις τον Άδην απήλθον Διγ. (Trapp) Gr. 1628. Φρ. 1) Κρούω αστράγαλα =παίζω κότσια: αστράγαλά τε παιγνικά κρούσας Βίος Αλ. 1894. 2) Κρούω βουκιές = καταβροχθίζω: να την έκρουγα (ενν. την λαπάραν) βουκιές, ως και το δίκαιον είχεν Προδρ. IV 120 χφ g, Προδρ. κριτ. υπ. 3) Κρούει βρόμος = αναδίδεται άσχημη μυρωδιά: βρόμος έκρουε … ’κ τα κορμία Θησ. Β΄ [501]. 4) Κρούω έξω (το κάτεργο) = προσαράσσω, βγάζω έξω (το πλοίο): Σιμώνει εις τον αιγιαλόν, κρούσιν τα κάτεργα έξω Διήγ. Βελ. 171. 5) Κρούω καλόν καιρόν = καλοπερνώ: τρώγε και χαροκόπα| και πώς να κρους καλόν καιρόν ημέρα-νύκτα σκόπα Σαχλ., Αφήγ. 94. 6) Κρούω κωλοκαθέας = κτυπώ τα οπίσθιά μου καταγής: το αίμα σου (ενν. της Σταφυλής) να το πίνουσι οι άνθρωποι … και κωλοκαθέας να κρούσι … και ως όνοι να κυλιούνται Πωρικ. S 10524. — Πβ. ά. κωλοκαθέα. 7) Κρούω κοπετόν: βλ. ά. κοπετός Φρ. 8) Κρούω και λαμβάνω = προσπαθώ, πασχίζω (Για τη σημασ. Βλ. Τσολάκη [Γλυκά, Στ. σ. 31]): Όσα και αν λέγεις ο πονών και κρούεις και λαμβάνεις| πάντα δοκούσιν όνειρος εις άθλιβον καρδίαν Γλυκά, Στ. 252. 9) Κρούω πόλεμον = διεξάγω πόλεμο: τα φουσσάτα σμίξασι πόλεμον για να κρούξουν Αλεξ. 1857· Κρούουσιν και τον πόλεμον οι Τούρκοι με τους Ούγγρους Αργυρ., Βάρν. K 244. 10) Κρούω το χείλος = τρέμω από φόβο (Για τη σημασ. βλ. Τσολάκη [Γλυκά, Στ. σ. 40]): τώρα προκόπτει, χαίρεται κι εσύ το χείλος κρούεις Γλυκά, Στ. 367. 11) Με κρούσι πόνοι = πονώ: Όλοι οι φίλοι μου μ’ εφήκα| κι οι δικοί (έκδ. δικοί μου διορθώσ.) μ’ απαρνηθήκα,| μπλιο κανείς δε μου σιμώνει,| ογιαυτός με κρούσι πόνοι Φαλλίδ. 51. Η μτχ. παρκ. ως επίθ.: α) έκπληκτος, εμβρόντητος: φοβερά σημάδια εγεννηθήκαν κι εις ολωνών τα μάτια| … φανήκαν (παραλ. 2 στ.) … και όλοι εμείναμε κρουμένοι Πιστ. βοσκ. IV 3, 167· β) απατημένος (σύζυγος): ο κρουσμένος, όταν κοιμάται,| ως το ξύλον δεν γροικάται Συναξ. γυν. 759· όταν έλθει ο κακομοίρης,| ο κρουσμένος νοικοκύρης| έξω απέ το σπίτι να έβγει| και αυτή διά καύχον πέμπει Συναξ. γυν. 806.
       
  • Κυδώνιος
    ο, Πωρικ. S 10412, 19, Πωρικ. P 1078, 22, Πωρικ. V 22, 80.
    Προσωποπ. του ουσ. κυδώνιον με αλλαγή γένους: Βασιλεύοντος του πανενδοξοτάτου Κυδωνίου και ηγεμονεύοντος του …Κίτρου Πωρικ. V 1.
       
  • κυλίω,
    Προδρ. I 166 (προστ. κύλισον αντί απόλυσον του χφ κατά Hesseling-Pernot [Προδρ. σ. 190]), Πωρικ. P 10716, Διγ. Άνδρ. 3918· κυλ(ι)ώ, Κομν., Διδασκ. I 7, Πωρικ. S 10526, Συναξ. γαδ. 131, Φυσιολ. (Legr.) 334, Γαδ. διήγ. 200, 456, Πηγά, Χρυσοπ. 321(1), Κατζ. Β΄ 27, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1864, 22223, 49114· κυλιώ, Σαχλ. N 138, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 150, 152, 161, 170, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 109, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 232, Τζάνε, Κρ. πόλ. 28810· κυλώ, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 109 κριτ. υπ., 232 κριτ. υπ., Άνθ. χαρ. 3012, Πανώρ. Α΄ 254, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2838, 51625· ενεργ. αόρ. εκύλισα ή εκύλησα, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 477, Αιτωλ., Μύθ. 213· μέσ. αόρ. εκυλίστ(-σθ)ηκα, Γαδ. διήγ. 29, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 1140, Διακρούσ. 7910, Τζάνε, Κρ. πόλ. 13625· μτχ. παρκ. κυλισμένος, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 584, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 297v.
    Η λ. στον Αριστ. Για τον τ. κυλιώ, που απ. στο Βλάχ. και σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ΄), βλ. Jannacone, BSl 11, 1950, 164 και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Α΄ 344-5 και 352. Ο τ. κυλώ από τον αόρ. του κυλίω (Ανδρ., Λεξ.)· απ. στο Somav. (λ. κοιλώ) και σήμ.
    I.Ενεργ. Α´ Μτβ. α) μετακινώ κ. με περιστροφή, κυλώ: κυλούσαν την πέτρα αποπάνου το στόμα του πηγαδιού Πεντ. Γέν. XXIX 3· β) κάνω κ. να κινηθεί περιστροφικά προς τα κάτω: Κυλεί τα ζάρια ο ζαριστής Σαχλ. N 140. Β´ Αμτβ. 1) Ρίχνομαι προς τα κάτω: κυλιώ και πέφτω κάτω Ερωτοπ. 402. 2) Περιστρέφομαι: η κλώστρεα η μυριόκλωστος εκύλησε του χρόνου Λίβ. Sc. 1379. 3) Περνώ, διαβαίνω: οι χρόνοι πώς μας φεύγουσιν και πώς κυλιούν και πάσι Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 109. IΙ. (Μέσ.) κυλιέμαι κάτω: εκείνος που ’το φοβερός …| σήμερον εκυλίστηκε ’ς τση σάρκας του το αίμα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 1168· Δεν θέλει να υψώνεται τινάς και να κρατείται,| ότ’ ύστερα τον βλέπετε στην γην οπού κυλείται Αιτωλ., Βοηβ. 38L.
       
  • κωλοκαθέα
    η· κωλοκαθία, Πωρικ. (Winterwerb) ΙΙΙ 128.
    Από το ουσ. κώλος και το κάθομαι. Τ. κωλοκαθία ή κωλοκαθιά και σήμ. ιδίωμ. (Βλ. Camariano [Πωρικ. σ. 111] και Μέγ., ΕΛΑ 3-4, 1941/2, 194) (Πβ. και Παπαδ. Α., Λεξ., λ. κολοκαθεσία).
    Απότομο κάθισμα καταγής με τα οπίσθια (Για τη σημασ. βλ. Σβορ., ΕΜΑ 1, 1939, 139): το αίμα σου (ενν. της Σταφυλής) να το πίνουσι οι άνθρωποι να λέγουσιν … λόγια κλωθογυριστά και κωλοκαθέας να κρούσι Πωρικ. S 10524.
       
  • Λεμόνιος
    ο, Πωρικ. P 1064, Πωρικ. V 199, Πωρικ. Z 6.
    Προσωπ. του ουσ. λεμόνι: Λεμονιού τον μεγάλου δρουγγαρίου Πωρικ. S 1047.
       
  • Λουπινάριος
    ο, Πωρικ. ZΛουμπινάριος, Πωρικ. S 14-15, Πωρικ. P 6-7.
    Προσωποπ. του ουσ. λουπινάριον: παρίστανται και οι μετ’ αυτών (ενν. των αρχόντων) Βάραγγοι, ο Καρύδιος, … ο Βερίκοκός τε και ο Λουπινάριος Πωρικ. V 58.
       
  • μακρογένης,
    επίθ.· μακρυγένης, Πωρικ. S 1053, Πωρικ. V 38, Συναδ., Χρον. 30, 32.
    Από το επίθ. μακρός και το ουσ. γένι(ν). Ο τ. με επίδραση του επιθ. μακρύς <μακρός. Για τον τ. ως παρων. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Ϛ΄ 474. Η λ. στο Somav. και ως επών. σε έγγρ. του 14. αι. (Act. Lavr. 1105, 16-7, 13636, 84, 13993).
    Που έχει μακρύ γένι: άνδρας θεωρητικός … πολυγένης, μακρυγένης έως την ζώση Συναδ., Χρον. (Καφταντζή) 24 φ 15α· Πράσον τον μακρογένη Πωρικ. A 25.
       
  • Μαρούλιος
    ο, Πωρικ. A 29, Πωρικ. P 10616, Πωρικ. V 45, Πωρικ. Z 19.
    Προσωποπ. του ουσ. μαρούλι(ν): σεβαστέ Μαρούλιε και Αντίδιε προκαθήμενοι του βεστιαρίου Πωρικ. S 1058.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης