Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 37 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πωρικ. P

  • αγκινάρα
    η, Πωρικ. (Camar.) S 10516, Πωρικ. (Camar.) P 10613, Πωρικ. (Wagn.) V 61, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 169 ͵αξη’, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 135, Χρησμ. (Trapp) I 144, 158, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 309.
    Το ουσ. κινάρα με παρετυμ. προς τα αγκύλη, αγκίστρι (Kalits., Erkl. Eust. 109-110). Κατά Buturas (Glotta 5, 1914, 189) από το προθετ. α‑ και το *γκινάρα. Για τη λ. αγκινάρα βλ. και Λαμπρινός (Ελλην. 33, 1981, 252). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Το φυτό αγκινάρα (όπως και σήμ., βλ. και Kalits., Erkl. Eust. 109): Την αγκινάρα την ξερή εγώ ’δα να καρπίσει Πανώρ. Γ́́ 309. 2) α) Ο καρπός του φυτού αγκινάρα (βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Έ́ 94): Οι κουκούτσοι μαγειρεύουν,| αγκινάρας καθαρίζουν Χρησμ. Ι 144· β) ο καρπός αγκινάρα προσωποποιημένος: Ήσαν δε καθήμενοι και οι αληθείς μάρτυρες: ο γέρων Πέπονος, … Αγκινάρα και Μελιτζάνα και κατεδίκασαν την Στάφυλον Πωρικ. P 10613.
       
  • αστείος,
    επίθ., Μανασσ., Χρον. 1131, 3846, Πωρικ. P 42, Διήγ. παιδ. 65.
    Το αρχ. επίθ. αστείος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Χαριτωμένος (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S στη λ. ΙΙ4): χαρίεν βρέφος, ευπρεπές, αστείον τῳ προσώπῳ Μανασσ., Χρον. 1131. Βλ. και αγγελικάτος, διωματάρης, μυριοχάριτος, νόστιμος. 2) Ευτράπελος (Βλ. L‑S στη λ. ΙΙ2 και ΙΛ στη λ. 1α): και λόγους να συναίρωμεν τινάς εκ των αστείων Διήγ. παιδ. 65.
       
  • άφθαρτος,
    επίθ., Στ. Αδάμ 8, Πωρικ. P 10623, Σκλέντζα, Ποιήμ. 56, Νεκρ. βασιλ. 124, Κορων., Μπούας 78, 123, Παϊσ., Ιστ. Σινά 93.
    Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ. (Δημητράκ.).
    1) Που δε φθείρεται (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. I): Εκ του Ηφαίστου τ’ άρματα τα άφθαρτα ντυμένος Κορων., Μπούας 123. 2) Ακατάλυτος, αιώνιος (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S στη λ. II2): Εγώ μεν άφθαρτος Θεός, συ δε φθαρτός τυγχάνεις Παϊσ., Ιστ. Σινά 93. Βλ. και αδιάδοχος, ακατάλυτος, άλυτος 2, αμάραντος 2, ατελεύτητος α.
       
  • βίβλος
    ο και η, Χφφ του 12. αι. (Atsalos, Term. A΄ 56), Γλυκά, Στ. 2, Πωρικ. Απ. 35, Πωρικ. P 10616, Ασσίζ. 23520, Διήγ. Βελ. 560, Φλώρ. 182, Αχιλλ. N 1777, Ιμπ. 171, Συναξ. γυν. 40, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1358, 1374, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1749, 1939, Διγ. Άνδρ. 35310, Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. 71, Βακτ. αρχιερ. 211.
    Το αρχ. ουσ. βίβλος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Χειρόγραφο τεύχος (Βλ. Atsalos, Term. A΄ 55 κε.). Βλ. και βιβλιάριον 1. 2) Βιβλίο, σύγγραμμα (οποιουδήποτε χαρακτήρα) (Βλ. L‑S, λ. βύβλος I3): σοφών αρχαίων ήκουσα, πολλάς ανέγνων βίβλους Γλυκά, Στ.ανοίξετε τους βίβλους και κρίνετε αυτούς Πωρικ. Απ. 35· Πάντες οι άλλοι των άλλων νόμων εντέχεται να ομόσουν εις τας βίβλους τους νόμους τους, οι Σαμαρίτες να ομόσουν επάνω εις τας έ βίβλους του Μωσέως Ασσίζ. 23520· ανέγνωσεν, κατέμαθεν, βίβλους διήλθεν Φλώρ. 182· εσυνεγραψάμεθα ταύτην την βίβλον Αχιλλ. N 1777· και ο άγιος ο διδάσκαλος ο Μέγας Αυγουστίνος,| ο βίβλος «Πόλη του Θεού» το μαρτυρεί και εκείνος Συναξ. γυν. 40· συνήγαγε εκ πάντων τα καλλιότερα και εποίησεν αυτός μίαν βίβλον Βακτ. αρχιερ. 211. Βλ. και βιβλίον. 3) Τμήμα συγγράμματος (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. βύβλος I4. Βλ. Atsalos, Term. A΄ 61). Βλ. και βιβλίον.
       
  • γαστέρα
    η, Πωρικ. P 10712, Διγ. A 39, Ερμον. Β 265, Ιατροσ. κώδ. χιη΄, ϡμη΄, Φλώρ. 130, Ιμπ. 48, 51, Μάρκ., Βουλκ. 3491, Ιμπ. (Legr.) 46, 49, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 391, Ευγέν. 415, 530· αγαστέρα, Αγαπ., Γεωπον. 142, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 290.
    Από το αρχ. ουσ. γαστήρ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ και Andr., Lex., λ. γαστήρ).
    1) Κοιλιά (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S, λ. γαστήρ 1. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): Αβγόν να βάλεις εις την γαστέραν Ιατροσ. κώδ. χιή· Άμα το βρέφος έπεσεν εκ την αυτής γαστέρα Φλώρ. 130. 2) Δοχείο πήλινο για κρασί (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 4. Βλ. και Ξανθουδίδη [Φορτουν. σ. 219]): εκεί γαστέρες ήσασιν μείζονες εκ τες άλλες, την μίαν δεν εσήκωσαν ως δυοδέκα άνδρες Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 391· μίαν γαστέρα με κρασίν επάρτε την να πιείτε Ευγέν. 530.
       
  • έπαρχος
    ο, Προδρ. III 216 ίί (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. 2168, 2868, 3355, Πωρικ. P 1092, Ελλην. νόμ. 55419, Αρμεν., Εξάβ. Γ΄ 840, Ε΄ 1216, Ϛ΄ 1412, Παράρτ. 16, 7, Σημ. Δωρ. Τζυκ. 4563, 65, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 915.
    Το αρχ. ουσ. έπαρχος. Βλ. και Τωμ., Αθ. 62, 1958, 3.
    1) α) Διοικητής, κυβερνήτης επαρχίας: ο Ισμαήλ αντεισήχθη κονοσταύλος και έπαρχος εν Χερρονήσῳ Δούκ. 41932· τῃ πίστει ταύτη επολέμησαν διά πολλών τιμωριών και φόνων οι βασιλείς τότε και οι έπαρχοι αυτών εν τῃ οικουμένῃ Ιστ. πατρ. 936· περί επάρχων του κάστρου Βακτ. αρχιερ. 152· β) αξιωματούχος με διάφορες αρμοδιότητες: Προστάσσω σε τον έπαρχον θαλάσσης συν τους πάντας κυβερνητάς Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 923· κρίσει του επάρχου της πόλεως Αρμεν., Εξάβ. Δ΄ 122. 2) (Ως επίθ.) έκφρ. έπαρχος αρχή = το αξίωμα του επάρχου, του πραίτωρα: εμοί την έπαρχον αρχήν ταύτην παρεσχηκότι Μανασσ., Χρον. 3385.
       
  • επικέρνης
    ο, Πωρικ. P 1082, Πωρικ. V 3, 7, Οψαρ. 3613, Πανάρ. 6728, Alexanderromanb 1845, 9· επικίρνης, Πωρικ. Απ.ʼπιγκέρνης, Βίος Αλ. 5922, Δούκ. 23524, 40331, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 384, κριτ. υπ.· ’πικέρνης, Διήγ. Αλ. V 83, Πεντ. Γέν. XL 1, 21.
    Η λ. στον Ψευδοκαλισθένη (L‑S). Ο τ. πιγκέρνης από το λατ. pincerna, τον 4. αι. (L‑S. λ. πιγκέρνης). Ο τ. ʼπικέρνης στο Meursius (λ. πιγκέρνης) και σήμ. ως τοπων. (Amantos, Suffixe 74 και Georgac., Glotta 31, 1951, 232).
    Οινοχόος (Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ 204): Οι επικέρνοι το λοιπόν … ολόγυρα κερνούσασι εκείνους που κάθισαν Αλεξ. 1157. —Στον πληθ. ως επών. (Βλ. και Amantos, Suffixe 74 και Άμ., Γλωσσ. μελετ. 93): Χρον. Τόκκων 351. — Βλ. και Krumbacher [Οψαρ., σ. 367], Psalt., Gramm., 22, 80, 180 και Hess., Préspirituel 82 σημ. 4.
       
  • καλοκαρδιστής
    ο.
    Από το καλοκαρδίζω.
    Ανοιχτόκαρδος, που φέρνει ευφροσύνη: ότι ο πρωτοσέβαστος ο Πιπέριος μετά ... Κρασίου του καλοκαρδιστή, καταφρονούσι ... και γελούσι την βασιλείαν σου Πωρικ. P 10610.
       
  • Κάρδαμος
    ο, Πωρικ. P 1075, Πωρικ. Απ. 29.
    Προσωποπ. του ουσ. κάρδαμον: θείον μου τον Κάρδαμον, τον δριμύτατον πάνυ Πωρικ. 20038.
       
  • Καρύδιος
    ο, Πωρικ. S 10513, Πωρικ. P 1066, Πωρικ. Απ. 37.
    Προσωποπ. του ουσ. καρύδι(ν): ο Καρύδιός τε και ο Κάστανος και ο Λεπτοκάρυος Πωρικ. V 20056.
       
  • Κάστανος
    ο, Πωρικ. P 1066.
    Προσωποπ. του ουσ. κάστανο(ν): παριστανται ... ο Καρύδιός τε και ο Κάστανος και ο Λεπτοκάρυος Πωρικ. V 57.
       
  • Κεράσιος
    ο, Πωρικ. P 10410, 1064.
    Προσωποπ. του ουσ. κεράσι: συνεδριάζοντος δε ... Τζιντζίφου και Κερασίου των γραμματικών Πωρικ. V 8.
       
  • κλωθογύριστος,
    επίθ., Πωρικ. P 10717, Πωρικ. V 88· κλωθογυριστός (βλ. Μπουμπ., Αθ. 67, 1963/64 <1964>, 136).
    Από το κλωθογυρίζω.
    Μπερδεμένος, ασυνάρτητος: να λέγουν λόγια κλωθογύριστα ως δαιμονιζόμενοι Πωρικ. Z 40.
       
  • κοιλιοπρήστης
    ο, Πωρικ. P 10622, Πωρικ. Απ. 22.
    Από το ουσ. κοιλιά, το πρήζω και την κατάλ. ‑της.
    Που φέρνει φούσκωμα στην κοιλιά: Φάσουλον τον κοιλιοπρήστην Πωρικ. V 29.
       
  • κουκουβαγιομύτης,
    επίθ., Πωρικ. S 10422‑3, Πωρικ. Z 24· κουκοβαγιομύτης, Πωρικ. (Winterwerb) II 53· κουκουβαϊομύτης, Πωρικ. V 28· κουκουβαομύτης, Πωρικ. A 17.
    Από τα ουσ. κουκουβάγια και μύτη.
    Που έχει μύτη σαν της κουκουβάγιας: έχω ... Ρεβίθην τον κουκουβαγιομύτην Πωρικ. P 10622.
       
  • Κουκουνάριος
    ο, Πωρικ. S 10515, Πωρικ. P 1067, Πωρικ. V 6, Πωρικ. (Winterwerb) I 10, 104, II 16, ΙΙΙ 104
    Προσωποπ. του ουσ. κουκουνάριον με αλλαγή γένους: Πωρικ. A 34.
       
  • Κουμάριος
    ο.
    Προσωποπ. του ουσ. κούμαρος: πρωτοσέβαστος ο Πιπέριος μετά ... Κουμαρίου ... γελούσι την βασιλείαν σου Πωρικ. P 10610‑11.
       
  • Κραμπολάχανος
    ο.
    Προσωποπ. του ουσ. κραμπολάχανο(ν) (Βλ. Ανδρ., Λεξ.) με αλλαγή γένους: ο βασιλεύς απεκρίθη προς τους περιεστώτας και είπεν: Σεύκλε, Μαρούλιε, Κραμπολάχανε, Σπανάκι, Χλιμίντζα ... κρίνατε αναμέσον τής Στάφυλος και των μετ’ αυτής Πωρικ. P 10616.
       
  • Κρασίος
    ο.
    Προσωποπ. του ουσ. κρασίον: Κρασίου του καλοκαρδιστή Πωρικ. P 10610.
       
  • Κρομμύδιος
    ο, Πωρικ. A 20, Πωρικ. P 1071, Πωρικ. V 31, 69· Κρεμμύδιος.
    Προσωποπ. του ουσ. κρομμύδιν με αλλαγή γένους: επήδησεν ο κυρ Κρεμμύδιος μετά κόκκινης στολής Πωρικ. Z 27.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης