Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 22 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πωρικ. A

  • αποκρισιάριος
    ο, Πωρικ. A 32, Ελλην. νόμ. 55129, Διάτ. Κυπρ. 5073, Καναν. 68C Δούκ. 759, 1338, 22916, 43111, Σφρ., Χρον. μ. 1023, 489, 5031, 8229, 9830, Γεωργηλ., Βελ. 644, 655, Κώδ. Χρονογρ. 6225, Δωρ. Μον. XXXI κ.π.α.· απεκλισιάρης, Διήγ. Αλ. G 26310· αποκλισιάρης, Ασσίζ. 4149, Μαχ. 15619, 29031, 47228, Διήγ. Αλ. G 26322, 24, 26422, 2651, 27512, 27635, 2783, 28716· αποκουρσάρης, Πεντ. Αρ. XX 14, XXII 5, XXIV 12, Δευτ. ΙΙ 26· αποκρισάρης, Χρον. Μορ. H 568, 1171, 1793, 6385, 6401, 6412, 6459, 6466, 8700, 8714, 8824, Πτωχολ. Z 205, Θησ. (Foll.) I μετά στροφή 44, Διήγ. Αλ. V 39, Βεντράμ., Φιλ. 30136, 30291, Αχέλ. 578, Κώδ. Χρονογρ. 62, Χρον. σουλτ. 2734, 3725, 13116, Αρσ., Κόπ. διατρ. σ. 391, Σταυριν. 437, Ιστ. Βλαχ. 121 κ.π.α. αποκρισάριος, Ωροσκ. 4023, Χρον. Μορ. H 1632, 8757, Δωρ. Μον. XXXVII, Τζάνε, Κρ. πόλ. 51319, 5368, 53810, κ.π.α.· αποκρισιάρης, Ασσίζ. 1684, Χρον. Μορ. P 568, Διήγ. παιδ. 46, 87, Συναξ. γαδ. 76, Φλώρ. 862, Πανάρ. 7225, 7317, Σφρ., Χρον. μ. 608, 6415, 664, 10631, 1105, 23, Ριμ. Βελ. 826, Διήγ. Αλ. V 38, 40, 46, 63 κ.π.α.· αποκρουσάρης, Πεντ. Γέν. ΧΧΧΠ 4· αποκρουσιάριος, Έκθ. χρον. 4121, 8418· αυτοκρισιάρης, Αργυρ., Βάρν. K 106· υποκρισάρης, Τζάνε, Κρ. πόλ. 5329· υποκρισάριος, Τζάνε, Κρ. πόλ. 5445.
    Από το ουσ. απόκρισις και την κατάλ. ‑άριος <λατ. ‑arius. Η λ. ήδη σε παπυρ. του 6. αι. (L‑S) και σήμ. (ΙΛ, λ. αποκρισιάρις).
    1) Απεσταλμένος, πληρεξούσιος (Βλ. Brehier, Le monde byz. B΄ 302 και Κριαρ., Ελλην. 15, 1957, 199-201. Πβ. ΙΛ, λ. αποκρισιάρις 1): Ο γενεράλες είπε ντως, πρίχου οι Φραντσέζοι φτάσουν,| ήρθαν αποκρισάριοι για τουτο να το σιάσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 53810 (βλ. και αμπασσαδόρος, αποστολάτορας, αποσωστής, αράλντος, μαντατοφόρος). 2) Προξενητής (Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Δ΄ 124-5. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αποκρισιάρις 2): ορέγεται και θέλει (ενν. ο ρήγας) να πληρωθεί η συμπεθεριά στας συμφωνίας εκείνας, όπου είπασιν γαρ του ρηγός εκείνοι οι αποκρισάροι Χρον. Μορ. H 6401.
       
  • βεστιάριος
    ο, Πωρικ. A 30, Θεολ., Τζίρ. 35614· βεστιάρης, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1444, 1467]· βιστιάρης, Στ. Βοεβ. 17, 29, Σταυριν. 174, 281, Poèm. hist. 220305.
    Το λατ. vestiarius (Βλ. Lampe, Lex. και Ahrweiler, Byz. et Mer 488). Ο τ. βιστιάρης πιθ. από το ρουμαν. vistier. Η λ. και στο Meursius.
    α) Θησαυροφύλακας του κράτους (Βλ. Poèm. hist. 330): τότες επροβόδησεν στον Τάνον τον βιστιάρη Σταυριν. 281· β) βιστιάρης δεύτερος = αξίωμα σχετικό με τα οικονομικά (Βλ. Poèm. hist. 331): βιστιάριν τον ετίμησε δεύτερον στην Βλαχίαν Poèm. hist. 220305. Η λ. ως κύρ. όν.: Σταυριν. 1305.
       
  • Γαρύφαλος
    ο, Πωρικ. A 10.
    Προσωποπ. του ουσ. γαρύφαλο(ν): Γνωστόν έστω τῃ βασιλείᾳ σου, βασιλεύ Κυδώνιε, ότι ο σεβαστός ημών Πέπερος ήλθε μετά των υπηρετών αυτού Κυμίνου, Θρύμβου και Κολιάνδρου ... Γαρυφάλου τε και Σπέτζας Πωρικ. A 10.
       
  • Γόγγυλος
    ο, Πωρικ. A 23.
    Προσωποπ. του ουσ. γογγύλι(ν): «Μα τον αδελφόν μου τον Σκόρδον και ανεψιόν μου τον Ρέφανον και θείον μου τον Γόγγυλον ...» Πωρικ. A 23.
       
  • επικέρνιος
    ο.
    Από το ουσ. επικέρνης με επίδρ. ουσ. σε ‑ιος.
    Οινοχόος: Βασιλεύοντος του πανενδοξοτάτου Κυδωνίου …, συνεδριάζοντος Ρωιδίου τε επικερνίου, Νεραντζίου του πρωτοβεστιαρίου Πωρικ. A 2.
       
  • Καναβούριος
    ο· Καναβόριος, Πωρικ. Z 12.
    Προσωποπ. του ουσ. καναβούριν: ο σεβαστός ημών Πέπερος ήλθε μετά των υπηρετών αυτού Ξυλοτζιτζιβέρου τε και Καναβουρίου, Γαρυφάλου τε και Σπέτζας Πωρικ. A 10.
       
  • κηπουρός
    ο, Προδρ. IV 129e (χφ g) (κριτ. υπ.), Καλλίμ. 926, Πωρικ. A 32, Σπανός (Eideneier) D 1711, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1157, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 76· κηπωρός, Αιτωλ., Μύθ. 441.
    Το αρχ. ουσ. κηπουρός. Η λ. και σήμ.
    Αυτός που φροντίζει τον κήπο, περιβολάρης: Ωσάν ρίπτει ο κηπουρός το κίτρινον αγγούριν Ερωτοπ. 528· Μόνον ουκ είχεν κηπουρόν ο τηλικούτος κήπος Καλλίμ. 286.
       
  • κουκουβαγιομύτης,
    επίθ., Πωρικ. S 10422‑3, Πωρικ. Z 24· κουκοβαγιομύτης, Πωρικ. (Winterwerb) II 53· κουκουβαϊομύτης, Πωρικ. V 28· κουκουβαομύτης, Πωρικ. A 17.
    Από τα ουσ. κουκουβάγια και μύτη.
    Που έχει μύτη σαν της κουκουβάγιας: έχω ... Ρεβίθην τον κουκουβαγιομύτην Πωρικ. P 10622.
       
  • Κουκουνάριος
    ο, Πωρικ. S 10515, Πωρικ. P 1067, Πωρικ. V 6, Πωρικ. (Winterwerb) I 10, 104, II 16, ΙΙΙ 104
    Προσωποπ. του ουσ. κουκουνάριον με αλλαγή γένους: Πωρικ. A 34.
       
  • κουροπαλάτης
    ο, Προδρ. III 92· Byz. Kleinchron. Α΄ 13320· κουραπελάτης, Προδρ. III 92 κριτ. υπ.· κουροπαλάδιος, Πωρικ. A 31· κουροπαλάτος, Ηπειρ. 2755.
    Από τα ουσ. cura και palatium (Βλ. Kahane, Sprache II b 1β). Ο τ. κουραπελάτης από παρετυμ. προς το απελάτης (Βλ. Τριαντ. Α΄ 413). Η λ. τον 7. αι. (Lampe, Lex.) και σήμ. ιδιωμ. ως επών. (Andr., Lex.).
    Υψηλός αξιωματούχος, ο διαχειριστής του παλατιού: Σπάνιε κουροπαλάτη και Σεύκλε κοντόσταβλε Πωρικ. V 47.
       
  • κριτής
    ο, Σπαν. A 646, Σπαν. (Μαυρ.) P 338, Γλυκά, Στ. 269, Ασσίζ. 236, 305, 2369, 37717, 48317, Βέλθ. 568, 582, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 60, Μαχ. 2411, Αλεξ. 1477, Έκθ. χρον. 193, 595, Πένθ. θαν.2 115, 439, Πεντ. Έξ. XXII 7, 27, XXXVIII 23, Αρ. XXV 5, Δευτ. XIX 18, Κυπρ. ερωτ. 109, Διγ. Άνδρ. 40815, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1659, Στάθ. (Martini) Β΄ 305, Λίμπον. 258, 269, 433, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 147, β΄ 130, Διακρούσ. 8826, Τζάνε, Κρ. πόλ. 56525.
    Το αρχ. ουσ. κριτής. Η λ. και σήμ.
    1) Αυτός που κρίνει και διαπιστώνει κ., κριτής: Φλώρ. 1402· Πεντ. Δευτ. XXXII 31. 2) α) Δικαστής: οι κριτάδες ... αγνωρίζουν ότι επεσαύτον δίκαιον έχει ο είς ώσπερ τον άλλον Ασσίζ. 16414‑5· Ιδόντα ο δολερός κριτής πως δεν του πέμπει δώρα,| αργεί να ποίσει απόφασιν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1072· Υπηρέται και κριτάδες, ηγεμόνες και πτωχοί| ίσια θέλουν τούς κολάζουν δαίμονες οι τρομεροί Αλφ. (Μπουμπ.) III 39· (προκ. για το Θεό): εις κρίσιν την παγκόσμιον να περισυναχθούσιν| και εις τον Κριτήν τον φοβερόν έμπροσθεν να κριθούσιν Πένθ. θαν.2 488· β) αξιωματούχος με δικαστική εξουσία: πρεσβύτεροι κατώκησαν δύο των Ιουδαίων,| οίτινες προεκρίθησαν κριταί της γερουσίας Σωσ. 9. Εκφρ. (1) κριτής της αλύσεως ή της τζαΐάνας: βλ. ά. άλυσις Α΄β Φρ.· (2) κριτής άλπιτρος = διαιτητής: ο εκλαμπρότατος αφέντης ... ωσάν κριτής άλπιτρος να έκαμε μία σεντέντσια εις ημέρα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 333· (3) κριτής της βασιλικής κρίσεως: βλ. κρίσις έκφρ. 2· (4) κριτής του φουσσάτου = δικαστής του στρατεύματος (Βλ. Du Cange, λ. κριτής): ο του φουσσάτου κριτής ιλαρότατος Πέπων Πωρικ. A 35. 3) Κυβερνήτης (που ασκεί και τη δικαστική εξουσία): τον έκαμαν αφέντη τους, αμιρά και σουλτάνο| κριτήν και αξουσιαστήν εις την Συριά απάνω Διγ. O 152· Ως παρων.: Διαθ. Νίκων. 223.
       
  • Κρομμύδιος
    ο, Πωρικ. A 20, Πωρικ. P 1071, Πωρικ. V 31, 69· Κρεμμύδιος.
    Προσωποπ. του ουσ. κρομμύδιν με αλλαγή γένους: επήδησεν ο κυρ Κρεμμύδιος μετά κόκκινης στολής Πωρικ. Z 27.
       
  • κύρης
    ο, Σπαν. A 132, Ελλην. νόμ. 51618, Ασσίζ. 1833 , 44727 , 4459,10, Διγ. (Trapp) Esc. 1039, Πόλ. Τρωάδ. (Πολ. Λ.) 1, Χρον. Μορ. H 2595, Φλώρ. 1484, Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 232, Απολλών. 484, Λίβ. N 1230, Αχιλλ. L 717, Μαχ. 4836, 5430, 948, 39621, Χούμνου, Κοσμογ. 583, Βουστρ. 448, Συναξ. γυν. 636, Ριμ. κόρ. 652, Δεφ., Λόγ. 121, Θρ. Κύπρ. M 127, Ιστ. πατρ. 949, Πανώρ. Γ΄ 263, Ε΄ 253, Βοσκοπ.2 409, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 69, 228, 679, Γ΄ 485, Δ΄ 878, Ε΄ 998, Θυσ.2 80, 349, Στάθ. (Martini) Α΄ 157, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [811], Ε΄ [135, 1040], Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 121, 141, 153, Ζήν. Δ΄ 33, Λεηλ. Παροικ. 441, κ.π.α.· (άκλ.) κυρ, Ελλην. νόμ. 54423, 55810, 5725, Διγ. Z 458, Διγ. (Trapp) Esc. 133, 761, Χρον. Μορ. H 882, 1211, Ιστ. Ηπείρ. XXXI2, Χρον. Τόκκων 54, Μαχ. 4010, Χρον. σουλτ. 2521, 303, Κατζ. Α΄ 48, Συναδ., Χρον. 62, κ.α.· κύρη, Έκθ. χρον. 119, 2019,23, 211· κυρός, Αρσ., Κόπ. διατρ. [882, 1374], κ.α.· (γεν.) κυρού, Προδρ. I τίτλ., Ελλην. νόμ. 55321, Ασσίζ. 716, 1595, 1613, Ιμπ. (Legr.) 564, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 294, Μαχ. 3621, 32438, 5489, Σφρ., Χρον. μ. 47, 208, Πανώρ. Ε΄ 252, Ερωφ. Β΄ 449, Δ'΄ 388, Πιστ. βοσκ. III 5, 259, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 194, 499, Δ΄ 272, Θυσ.2 412, 436, Στάθ. (Martini) Γ΄ 78, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 138, κ.π.α.· (δοτ.) κυρῴ, Γράμματα Μετεώρ. 3220· (πληθ.) κυρούδες, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 198, 257, Πιστ. βοσκ. IV 3, 158, V 5, 346· 6, 372, Ροδολ. Α΄ [129], Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 154, 286.
    Το μτγν. ουσ. κύρις (L‑S Suppl., λ. κύριος Β). Η γεν. κυρού τον 4. αι. (Lampe, Lex., λ. κύρις). Για τον σχηματ. των τ. κυρ, που απ. τον 6. αι. (Lampe, Lex.), και κύρη βλ. Άμ., BZ 28, 1928, 14-24 και Γεωργακ., ΛΔ 1, 1939, 73-4. Για τον τ. κυρός (Βλ. Du Cange, λ. κυρ) και τον πληθ. κυρούδες βλ. Γεωργακ., ΛΔ και Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 18. Ο τ. κυρός στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 625) και ο πληθ. κυρούδες στο ποντιακό ιδίωμ. (Φιλ., Γλωσσογν. Γ΄ 47). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ΄, λ. κύρις, Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β΄ 624, κ.α.).
    1) α) Κυρίαρχος, εξουσιαστής·,ηγεμόνας, άρχοντας: άρχων, τοπάρχης μέγας,| πολλών πραγμάτων άνθρωπος, κύρης πολλών ανθρώπων Λίβ. Esc. 541· εις κορμίν τεθνηκού εντέχεται ο κύρης του τόπου να ποιήσει εκδίκησιν Ασσίζ. 46610· εδώ το στερεώνω| να μείνεις κύρης απ’ εμέν, αφέντης κληρονόμος Χρον. Μορ. P 1886· έππεσεν εις αμαρτίαν με μίαν ζιτίλ αρχόντισσα … γυναίκαν … του κυρού της Χούλου Μαχ. 21423· ο κύρης ο πρίντζης Μαχ. 3143· έκφρ. Μέγας κύρης = τίτλος του ηγεμόνα της Αθήνας στη φραγκοκρατία: Μέγαν κύρην τον έλεγαν …| εκείνον όπου αφέντευεν ετότε την Αθήναν Χρον. Μορ. H 1555· β) αφεντικό, κύριος: Εάν γίνεται ότι … ο σεργέντης ή η τσαμπερλάνα παίρνουν κανέναν πράγμαν απέ το σπίτιν ή απέ τον κύρην … κρυφά Ασσίζ. 728· ο κύρης του ή η κυρά του ουδέν ηθέλησεν παντελώς να λάβει απ’ αυτήν την κλεψίαν, αμμέ ο δούλος … εποίησεν το θέλημάν του Ασσίζ. 15322· γ) κάτοχος, ιδιοκτήτης: ο κύρης του βίου Ασσίζ. 29513· ο κύρης της οικίας Ασσίζ. 3233· ο κύρης του πραγμάτου Ασσίζ. 32729· ο κύρης του κτηνού Ασσίζ. 3252· δ) κυβερνήτης (πλοίου): τον κόμιτα, του κατέργου τον κύρην Χρον. Μορ. H 2190. 2) α) Ως τιμητική προσηγορία ή προσφών. αυτοκρατόρων, εκκλησιαστικών ή κοσμικών αρχόντων, καθώς και ιερωμένων: Βασιλεύων γαρ κύρη Μανουήλ ο Παλαιολόγος Έκθ. χρον. 15· Εκεί ’λάχε ο βασιλεύς, ο κύρης Κωνσταντίνος Ανακάλ. 17· ο πορφυρογέννητος κυρ Ανδρόνικος Byz. Kleinchron. Α΄ 555· ο δεσπότης κύρης Θεόδωρος ο Λάσκαρης Chron. brève (Loen.)ο πατριάρχης κύρης Ησαΐας Chron. brève (Loen.) 94· Εύχου με, κύρη στρατηγέ, μετά της θνγατρός σου Διγ. Z 2053· ο κύρης Χαρίν τε Λουζουνίας ο πρίντζης της Γαλιλαίας Μαχ. 62414· στα χέρια του Μολή ο κυρ μπασάς εδόθη Τζάνε, Κρ. πόλ. 4627· απέθανεν ο παπά κυρ Κούζος Συναδ., Χρον. 42· β) ως προσφών. μπροστά από κύρ. ή προσηγορικά ονόμ. (ιδίως στον τ. κυρ): ο κυρ Γιαννάκης Διγ. (Trapp) Esc. 1592· Να ζήσεις, κυρ Γιαννούλη Πανώρ. Γ΄ 378· ο κύρης δείνα Ελλην. νόμ. 5307· Κυρ ήλιε Διγ. (Trapp) Esc. 86· ο κυρ Κρομμύδιος Πωρικ. A 20· μη μας λες, κυρ Γάδαρε, αυτά τα παραμύθια Γαδ. διήγ. 348· κυρ κόρακα Πουλολ. (Τσαβαρή) 533· η αγάπη σου, κυρ φίλε,| έφερέ μοι τον να γράψω Πτωχολ. α 22· ο κυρ γέρων,| ο πτωχός ο Πτωχολέων Πτωχολ. (Κεχ.) P 17. 3) Πατέρας (Για τη σημασ. βλ. Κριαρ. [Πανώρ., σ. 251]): Ο κύρης και η μάννα μου, εκείνοι οπού με εκάμαν Σαχλ., Αφήγ. 30· Μάνν’ ακριβή και κύρη μου κι αδέρφι’ αγαπημένα Πανώρ. Β΄ 507· πέσε εις το θέλημα, κύρη μου, του υιού σου Τριβ., Ρε 88· ο πρωτόπλαστος ο Αδάμ, ο πρώτος κύρης Ντελλαπ., Ερωτήμ. 341· όλοι γεννηθήκαμε στη γη από κύρην ένα Ερωφ. Δ΄ 278. 4) Αγαπημένος: εσέναν θέλω, κύρης μου, εσέναν θέλω άνδρα Απολλών. 305· φυτόν εις την καρδούλαν μου, κύρης μου, ευγενικέ μου Αχιλλ. L 1215.
       
  • Λάθυρος
    ο, Πωρικ. V 30.
    Προσωποπ. του ουσ. λάθυρος: Φάσουλον τον κοιλιοπρήστην και Λάθυρον τον ακέφαλον Πωρικ. A 18.
       
  • Λεπτοκάρυος
    ο, Πωρικ. V 20057· λεφτοκάρυος, Πωρικ. A 34.
    Προσωποπ. του ουσ. λεπτοκάρυον: παρέστησαν οι Βάραγγοι, ο τε Καρύδιος, Αμύγδαλος, … Λεπτοκάρυος Πωρικ. P 1066.
       
  • μακρογένειος,
    επίθ.
    Το μτγν. επίθ. μακρογένειος.
    Μακρογένης: Ο δε βασιλεύς Κυδώνιος προς τον μακρογένειον και πολυένδυτον Κρομμύδιον έφη: Πωρικ. A 27.
       
  • μακρογένης,
    επίθ.· μακρυγένης, Πωρικ. S 1053, Πωρικ. V 38, Συναδ., Χρον. 30, 32.
    Από το επίθ. μακρός και το ουσ. γένι(ν). Ο τ. με επίδραση του επιθ. μακρύς <μακρός. Για τον τ. ως παρων. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Ϛ΄ 474. Η λ. στο Somav. και ως επών. σε έγγρ. του 14. αι. (Act. Lavr. 1105, 16-7, 13636, 84, 13993).
    Που έχει μακρύ γένι: άνδρας θεωρητικός … πολυγένης, μακρυγένης έως την ζώση Συναδ., Χρον. (Καφταντζή) 24 φ 15α· Πράσον τον μακρογένη Πωρικ. A 25.
       
  • Μαρούλιος
    ο, Πωρικ. A 29, Πωρικ. P 10616, Πωρικ. V 45, Πωρικ. Z 19.
    Προσωποπ. του ουσ. μαρούλι(ν): σεβαστέ Μαρούλιε και Αντίδιε προκαθήμενοι του βεστιαρίου Πωρικ. S 1058.
       
  • μελιτζάνα
    η, Πωρικ. A 36, Πωρικ. V 61-2, Πωρικ. Z 16· μελιντζάνα· μελντζάνα.
    Από το ουσ. μαντζιτζάνιν (Για την προέλ. της λ. βλ. Kahane, Sprache 400 και Ill. Class. St. 6, 1981, 411· πβ. επίσης Καρολ., ΝΕ 2, 1905, 160). Για άλλη ετυμ. βλ. Ανδρ., Λεξ. Ο τ. μελιντζάνα σε χφ των Προδρομικών (Βλ. Μπουμπ., Αθ. 67, 1963/64, 129) και στο Somav. Η λ. και ο τ. μελντζάνα και σήμ.
    Μελιτζάνα: των δειλών τους οφθαλμούς ανδρίζεις ως μελντζάνα Κρασοπ. 86 κριτ. υπ. Ως προσωποπ.: Ήσαν δε καθήμενοι … Τετράγγουρος, Αγκινάρα και Μελιντζάνα Πωρικ. P 10613.
       
  • Μούσπουλος
    ο, Πωρικ. S 1049· Μούσκλος, Πωρικ. P 1065, Πωρικ. ZΜούσκουλος, Πωρικ. A 4-5.
    Προσωποπ. του ουσ. μούσπουλον < αρχ. ουσ. μέσπιλον. Για τη μετατροπή του ε σε ου βλ. Θαβώρ., Δωδώνη 9, 1980, 416-7, Δένδ., Αθ. 36, 1924, 135 και Φιλ., Γλωσσογν. Γ΄ 108-9. Επίσης για το σχηματ. των τ. βλ. Φιλ., ό.π. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 209 και 281. Ο πληθ. μούσκλα στο Du Cange και ο τ. μούσκουλον στο Somav. Η λ. μούσπουλον στο Meursius: συνεδριάζοντος ... Ροδίου ... Απιδίου ... Μήλου ... Μουσπούλου Πωρικ. V 7. — Βλ. και ά. μέσπιλον.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης