Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 14 εγγραφές  [0-14]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πωρικ. Απ.

  • ακέφαλος,
    επίθ., Πωρικ. (Camar.) S 10424, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 23, Πωρικ. (Wagn.) V 30, Πωρικ. (Winterwerb) I 51, II 56 κριτ. υπ., III 64, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6935, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) Βαρβ. 10, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 40, Δωρ. Μον. (Buchon) XXX, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2735· ανακέφαλος, Μαχ. (Dawk.) 37633, 3843, 45230.
    Το αρχ. επίθ. ακέφαλος (ΙΛ). Ο τ. από τον τ. ανα‑ του στερ. α‑ και το ουσ. κεφαλή· απ. και σήμ. (Δημητράκ.)· βλ. και Σακ., Κυπρ. B΄ 446. Η λ. και σήμ.
    1) Που δεν έχει κεφάλι (εδώ προκ. για όσπρια): Κουκκίον τον αιμοδότην και πνευματομάχον και Λάθυρον τον ακέφαλον Πωρικ. Απ. 23. 2) α) Που δεν έχει ή δεν παραδέχεται «κεφαλήν», δηλ. άρχοντα, ηγεμόνα (Η σημασ. ήδη στο Θεοφάνη, de Boor, A 38520, βλ. και Steph., Θησ., λ. ακέφαλος 1192Α, και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): αφέντην δεν τιμούν, ουδέ προσκυνούν, μόνον είναι ακέφαλοι, οι οποίοι είναι οι Μανιάτες Δωρ. Μον. ΧΧΧ· ότι οι Αλαμάννοι ευρίσκονται σήμερα εις τον κόσμον| ένας λαός ακέφαλος, όλοι θεληματάροι Χρον. Μορ. H 6935· Σεβήρον τον ακέφαλον και τους αιρεσιάρχας Ιστ. Βλαχ. 2735· Ήλθες να πλανέσεις τον αφέντην μας τον κοντοσταύλην να πάγει εις την Αμόχουστον και να έλθουν οι Γενουβήσοι να μας εύρουν ανακεφάλους, να μας κουρσέψουν Μαχ. 3843· β) που δεν έχει οδηγό, κηδεμόνα, απροστάτευτος (Πβ. την αρχ. σημασ., ό.π.): Τότες επήραν το ρε Πιερ μετά τους ως γιο να είχεν είσταιν σφακτό ... το ορφανόν, το ανακέφαλον Μαχ. 45230. 3) Ασύνετος, ανόητος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): μάνθανε ιστορίας| Ρωμαίων ακεφάλων τε τας ακαταστασίας Θρ. Κων/π. Βαρβ. 10.
       
  • άτοπος,
    επίθ., Μιχ. ιερομ. 2, Μανασσ., Χρον. 5383, Πωρικ. Απ. 16, Πωρικ. V 19921, Ασσίζ. 320, Βίος οσ. Αθαν. 241, Εις Θεοτ. 66, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 828, Λίμπον. 227.
    Το αρχ. επίθ. άτοπος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Απρεπής, ανάρμοστος (Πβ. L‑S στη λ. 3. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Ώ! πώς αγνώμων γέγονα και δόλιος οικέτης| φενακισθείς, απατηθείς υφ’ ηδονών ατόπων Μιχ. ιερομ. 2. Βλ. και ανόρεκτος 2, άπρεπος 1, άσχημος 2γ, άτακτος 2, ατόπιος. Το ουδ. ως ουσ., τα άτοπα = παράνομες πράξεις: Περί τείντα εντέχεται να ποίσει ο εμπαλής, και ταύτα αξιάζει η βοήθειά του, και τείντα εντέχεται να ζημιωθεί, όταν πιάσει τα άτοπα Ασσίζ. 320.
       
  • Βαζάνα
    η, Πωρικ. Απ. 39 (έκδ. Βουγάνα· διορθώσ. Βαζάνα· βλ. Camariano, Cercetari Literare ΙΙΙ, 1939, 109).
    Προσωποπ. του ουσ. βαζάνα (Βλ. ΙΛ· βλ. και Τζιτζιλή, Ελλην. 34, 1982/3, 104· πβ. Παπαδ. Θ., Δημ. κυπρ. άσμ. 283): Πωρικ. Απ. 39 (έκδ. Βουγάνα· διορθώσ. Βαζάνα· βλ. Camariano, Cercetari Literare ΙΙΙ, 1939, 109). — Βλ. και Βλ. και βαζιζάνι(ον).
       
  • βίβλος
    ο και η, Χφφ του 12. αι. (Atsalos, Term. A΄ 56), Γλυκά, Στ. 2, Πωρικ. Απ. 35, Πωρικ. P 10616, Ασσίζ. 23520, Διήγ. Βελ. 560, Φλώρ. 182, Αχιλλ. N 1777, Ιμπ. 171, Συναξ. γυν. 40, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1358, 1374, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1749, 1939, Διγ. Άνδρ. 35310, Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. 71, Βακτ. αρχιερ. 211.
    Το αρχ. ουσ. βίβλος. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Χειρόγραφο τεύχος (Βλ. Atsalos, Term. A΄ 55 κε.). Βλ. και βιβλιάριον 1. 2) Βιβλίο, σύγγραμμα (οποιουδήποτε χαρακτήρα) (Βλ. L‑S, λ. βύβλος I3): σοφών αρχαίων ήκουσα, πολλάς ανέγνων βίβλους Γλυκά, Στ.ανοίξετε τους βίβλους και κρίνετε αυτούς Πωρικ. Απ. 35· Πάντες οι άλλοι των άλλων νόμων εντέχεται να ομόσουν εις τας βίβλους τους νόμους τους, οι Σαμαρίτες να ομόσουν επάνω εις τας έ βίβλους του Μωσέως Ασσίζ. 23520· ανέγνωσεν, κατέμαθεν, βίβλους διήλθεν Φλώρ. 182· εσυνεγραψάμεθα ταύτην την βίβλον Αχιλλ. N 1777· και ο άγιος ο διδάσκαλος ο Μέγας Αυγουστίνος,| ο βίβλος «Πόλη του Θεού» το μαρτυρεί και εκείνος Συναξ. γυν. 40· συνήγαγε εκ πάντων τα καλλιότερα και εποίησεν αυτός μίαν βίβλον Βακτ. αρχιερ. 211. Βλ. και βιβλίον. 3) Τμήμα συγγράμματος (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. βύβλος I4. Βλ. Atsalos, Term. A΄ 61). Βλ. και βιβλίον.
       
  • Βουγάνα·
    Πωρικ. Απ. 39, εσφαλμ. γρ. αντί Βαζάνα.
       
  • Γλυκάνισος
    ο, Πωρικ. Απ. 2914.
    Προσωποπ. του ουσ. γλυκάνισον: Δέσποτα βασιλεύ Κυδώνιε; ... ο πρώτος σεβαστός Πιπέριος μετά Κυμίνου τού κόμιτος ..., Δενδρολιβάνου και Γλυκανίσου το σον πρόσταγμα καταφρονούσι Πωρικ. Απ. 2914.
       
  • Δενδρολίβανος
    ο, Πωρικ. Απ. 14, Πωρικ. V 19.
    Προσωποπ. του ουσ. δενδρολίβανον: Κολιάνδρου και Δενδρολιβάνου Πωρικ. V 19.
       
  • δισένδυτος,
    επίθ., Πωρικ. Απ. 25· δισέντυτος, Πωρικ. V 32.
    Από το επίρρ. δις και το ενδύω.
    Που είναι ντυμένος διπλά, που φορά πολλά ρούχα: ευθύς ουν εξεπήδησεν ο κυρ Κριμμύδης δισένδυτος Πωρικ. Απ. 25.
       
  • επικέρνης
    ο, Πωρικ. P 1082, Πωρικ. V 3, 7, Οψαρ. 3613, Πανάρ. 6728, Alexanderromanb 1845, 9· επικίρνης, Πωρικ. Απ.ʼπιγκέρνης, Βίος Αλ. 5922, Δούκ. 23524, 40331, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 384, κριτ. υπ.· ’πικέρνης, Διήγ. Αλ. V 83, Πεντ. Γέν. XL 1, 21.
    Η λ. στον Ψευδοκαλισθένη (L‑S). Ο τ. πιγκέρνης από το λατ. pincerna, τον 4. αι. (L‑S. λ. πιγκέρνης). Ο τ. ʼπικέρνης στο Meursius (λ. πιγκέρνης) και σήμ. ως τοπων. (Amantos, Suffixe 74 και Georgac., Glotta 31, 1951, 232).
    Οινοχόος (Βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ 204): Οι επικέρνοι το λοιπόν … ολόγυρα κερνούσασι εκείνους που κάθισαν Αλεξ. 1157. —Στον πληθ. ως επών. (Βλ. και Amantos, Suffixe 74 και Άμ., Γλωσσ. μελετ. 93): Χρον. Τόκκων 351. — Βλ. και Krumbacher [Οψαρ., σ. 367], Psalt., Gramm., 22, 80, 180 και Hess., Préspirituel 82 σημ. 4.
       
  • ηγουμένισσα
    η· ’γουμένισσα, Απολλών. 410, 798, Ιμπ. 688.
    Από το ουσ. ηγουμένη αναλογ. προς τα ουσ. σε ‑ισσα. Ο τ. ’γουμένισσα και σήμ. ως τόπων. Η λ. τον 6. αι. (Du Cange, λ. ηγουμένη).
    Ηγουμένη: ’γούμενοι και ’γουμένισσες Διακρούσ. 9430· έχω ελαία την κυρά ’γουμένισσα, φακή την κυρά ’κονόμισσα Πωρικ. Απ. 20.
       
  • καλοθύμητος,
    επίθ.
    Από το επίρρ. καλά και το θυμούμαι.
    Που ευχάριστα τον θυμάται κάπ.: Εισήλθον δε οι άρχοντες οι κουμμεντάριοι, Αμύγδαλος και Λεπτοκάρυος, ... Αγκινάρα η ταρτάνα και Βουγάνα η καλοθύμητη Πωρικ. Απ. 39.
       
  • Κάρδαμος
    ο, Πωρικ. P 1075, Πωρικ. Απ. 29.
    Προσωποπ. του ουσ. κάρδαμον: θείον μου τον Κάρδαμον, τον δριμύτατον πάνυ Πωρικ. 20038.
       
  • Καρύδιος
    ο, Πωρικ. S 10513, Πωρικ. P 1066, Πωρικ. Απ. 37.
    Προσωποπ. του ουσ. καρύδι(ν): ο Καρύδιός τε και ο Κάστανος και ο Λεπτοκάρυος Πωρικ. V 20056.
       
  • κοιλιοπρήστης
    ο, Πωρικ. P 10622, Πωρικ. Απ. 22.
    Από το ουσ. κοιλιά, το πρήζω και την κατάλ. ‑της.
    Που φέρνει φούσκωμα στην κοιλιά: Φάσουλον τον κοιλιοπρήστην Πωρικ. V 29.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης