Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 126 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πωρικ. (Winterwerb)

  • αδιάντροπος,
    επίθ., Σπαν. (Hanna) V 127 (διορθώσ. από αδιάνθρωπος), Πωρικ. (Winterwerb) I 135 κριτ. υπ., Διγ. (Καλ.) A 1951, Διγ. Z 1922, Ερμον. (Legr.) Γ 111, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 237, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 281, Πουλολ. (Krawcz.) 221, 329, 442, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 70, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 138, Βίος γέρ. (Schick) V 625, Αλφ. (Μπουμπ.) ΙΙ 34, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́́ 226, Έ́ 286, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 247, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 211, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 175, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35618, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 270, Έ́ 62, 240, Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 15 κριτ. υπ.
    Από το επίθ. αδιάτροπος (που απ. στο Νικηφόρο Πρεσβύτερο, Βίος αγ. Ανδρέου, PG 111, 724B και σε κείμ. του 10. αι. (Βλ. ΕΕΦΣΠΚ 5, 1989, 187), παράλληλο του αδιάτρεπτος, που ήδη σε Σχολ. (L‑S) κατά τα αδιάστρεπτος-αδιάστροφος, αδιάσταλτος-αδιάστολος, αδιάτμητος-αδιάτομος. Το ν από επίδρ. του εντρέπομαι. Πβ. το αρχ. διατρέπομαι, Στέφ., Θησ. Κατά Ανδρ., Λεξ. από το στερ. α‑ και το *διεντρέπομαι. Πβ. Κουκ., Αθ. 56, 1952, 314. Για τη λ. βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 108. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Που δεν ντρέπεται, αναίσχυντος, αναιδής (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Διά τούτο όποιος αγαπά, γονείς του δε φοβάται,| ου συγγενείς εντρέπεται, ου γείτονας αιδείται,| αλλά είναι αδιάντροπος και σκλάβος της αγάπης Διγ. A 1951· Κι ένα σκυλίν αγαρηνόν, αδιάντροπον κοπέλιν,| του Μεχεμέτη απόγονον και του δαιμόνου σπέρμα Θρ. Κων/π. διάλ. 70.
       
  • αιματώδης,
    επίθ., Πωρικ. (Winterwerb) II 55 κριτ. υπ., III 62, Διήγ. Βελ. (Cant.) 211α.
    Το αρχ. επίθ. αιματώδης. Η λ. και σήμ. με διάφορους τ. στα ιδιώμ. (ΙΛ).
    1) Αιματοβαμμένος, βουτηγμένος στο αίμα (Η σημασ. ήδη στο Χρύσιππ. 4220): και τα σπαθιά δαγκάνουσιν, λούγουνται αιματώδεις,| ανδρών σωμάτων διασκελούν, πηδούσιν εις το κάστρον Διήγ. Βελ. (Cant.) 211α. 2) (Προκ. για φυτό) σαρκώδης: άλλο (ενν. φυτό) έναι πλέον αιματώδες παρά το άλλο, διότι έναι πλέον μέτοχον του αέρος Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 18v. — Πβ. αιματόβαπτος, αιματοφόρος, αιματόφυρτος, αιμόφυρτος.
       
  • ακανθόρραχος,
    επίθ., Πωρικ. (Wagn.) V 62, Πωρικ. (Winterwerb) Ι 109 κριτ. υπ., 110, III 110 κριτ. υπ.· αγκαθόραχος, Πωρικ. (Winterwerb) III 110.
    Από τα ουσ. άκανθα και ράχις.
    Που η ράχη του έχει ακανθώδεις προεξοχές, ακανθώδης: Αγκινάρα και Μελιτσάνα η ακανθόρραχος και κακοθεώρητος Πωρικ. (Wagn.) V 62.
       
  • ακέφαλος,
    επίθ., Πωρικ. (Camar.) S 10424, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 23, Πωρικ. (Wagn.) V 30, Πωρικ. (Winterwerb) I 51, II 56 κριτ. υπ., III 64, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6935, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) Βαρβ. 10, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 40, Δωρ. Μον. (Buchon) XXX, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2735· ανακέφαλος, Μαχ. (Dawk.) 37633, 3843, 45230.
    Το αρχ. επίθ. ακέφαλος (ΙΛ). Ο τ. από τον τ. ανα‑ του στερ. α‑ και το ουσ. κεφαλή· απ. και σήμ. (Δημητράκ.)· βλ. και Σακ., Κυπρ. B΄ 446. Η λ. και σήμ.
    1) Που δεν έχει κεφάλι (εδώ προκ. για όσπρια): Κουκκίον τον αιμοδότην και πνευματομάχον και Λάθυρον τον ακέφαλον Πωρικ. Απ. 23. 2) α) Που δεν έχει ή δεν παραδέχεται «κεφαλήν», δηλ. άρχοντα, ηγεμόνα (Η σημασ. ήδη στο Θεοφάνη, de Boor, A 38520, βλ. και Steph., Θησ., λ. ακέφαλος 1192Α, και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): αφέντην δεν τιμούν, ουδέ προσκυνούν, μόνον είναι ακέφαλοι, οι οποίοι είναι οι Μανιάτες Δωρ. Μον. ΧΧΧ· ότι οι Αλαμάννοι ευρίσκονται σήμερα εις τον κόσμον| ένας λαός ακέφαλος, όλοι θεληματάροι Χρον. Μορ. H 6935· Σεβήρον τον ακέφαλον και τους αιρεσιάρχας Ιστ. Βλαχ. 2735· Ήλθες να πλανέσεις τον αφέντην μας τον κοντοσταύλην να πάγει εις την Αμόχουστον και να έλθουν οι Γενουβήσοι να μας εύρουν ανακεφάλους, να μας κουρσέψουν Μαχ. 3843· β) που δεν έχει οδηγό, κηδεμόνα, απροστάτευτος (Πβ. την αρχ. σημασ., ό.π.): Τότες επήραν το ρε Πιερ μετά τους ως γιο να είχεν είσταιν σφακτό ... το ορφανόν, το ανακέφαλον Μαχ. 45230. 3) Ασύνετος, ανόητος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): μάνθανε ιστορίας| Ρωμαίων ακεφάλων τε τας ακαταστασίας Θρ. Κων/π. Βαρβ. 10.
       
  • ανεμώδης,
    επίθ., Ωροσκ. (Λάμπρ.) 395, Πωρικ. (Winterwerb) II 55 κριτ. υπ.
    Η λ. στον Αριστοτέλη. Πβ. το σημερ. επίθ. ανεμώδικος (ΙΛ).
    (Προκ. για εποχή του έτους) που σ’ αυτήν επικρατούν άνεμοι (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S): Το μεν έαρ ψυχρόν και υγρόν, το θέρος μέσον, το δε μεθόπωρον ανεμώδες Ωροσκ. (Λάμπρ.) 395.
       
  • Ανηθομαλαθρόκουκα
    τα, Πωρικ. (Camar.) S 1055, Ρ 1076, Πωρικ. 10828, Πωρικ. (Wagn.) V 40, Πωρικ. (Winterwerb) I 69, II 71, III 83 κριτ. υπ.· Ανηθομαλανθρόκουκκα, Πωρικ. (Winterwerb) III 83 κριτ. υπ.· Ανηθρομαλαθρόκουκκα, Πωρικ. (Winterwerb) I 69 κριτ. υπ.
    Από τα ουσ. άνηθον και μαλαθρόκουκα (= μάλαθρα και κουκιά).
    Άνηθος, μάλαθρα και κουκιά ή άνηθος και σπόροι του μαλάθρου (όλα μαζί σε προσωποποίηση) (Για το νόημα των συνθ. βλ. Camariano Ar., Čerčetari Literari 3, 1939, 82, 83): μα τα Ανηθομαλαθρόκουκα, ψευδώς ανήγγειλεν η Στάφυλος προς την βασιλείαν σου Πωρικ. S 1055.
       
  • άνηθον
    το, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 8222, Ιερακοσ. (Hercher) 41318, 42514, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 53319, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 163 χν΄, 169 ͵αμα΄, Gesprächb. (Vasm.) 4918, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 30· άνεθον, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 457.
    Το αρχ. ουσ. άνηθον (Για τη λ.. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 64 κε.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. άνηθο).
    Άνηθο (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. άνηθο 1): πότιζε δε τους τοιούτους σελίνου ρίζαν και ανήθου ρίζαν και αγριομάρουλον Σταφ., Ιατροσ. 8222. Ως προσωποπ.: μα τα Άνηθα, Μαλαθρόκουκκα Πωρικ. (Winterwerb) III 83.
       
  • Αγκινάρα
    η, Πωρικ. (Winterwerb) I 108, III 108.
    Προσωποπ. του ουσ. αγκινάρα με αλλαγή γένους: Ήσαν δε καθήμενοι και οι αληθείς μάρτυρες· ο γέρων Πέπονος και ο Τετράγγουρος, Αγκινάρα Πωρικ. (Winterwerb) II 32.
       
  • άταλα,
    επίρρ.
    Από πιθ. διεύρυνση της ονοματοπ. έκφρ. σάταλα πάταλα (Βλ. Winterwerb [Πωρικ. σ. 217]).
    Στην έκφρ. άταλα σάταλα πάταλα (προκ. για λόγια τραυλά και ασαφή) = ασυνάρτητα, συγκεχυμένα: το αίμα σου να το πίνουσι οι άνθρωποι να μηδέν ηξεύρουσιν το τι ποιούσιν, να λέγουσιν λόγια κλωθογυριστά από το αίμα σου, Στάφυλε, άταλα πάταλα σάταλα Πωρικ. (Winterwerb) I 160. — Βλ. και πάταλα, σάταλα.
       
  • ηδύοσμος
    ο, Σταφ., Ιατροσ. 231, Ιερακοσ. 3895, 46028, Ορνεοσ. αγρ. 53821· ηδυόσμος, Κρασοπ. (Eideneier) Β 50 (15pΒ).
    Το αρχ. ουσ. ηδύοσμος (L‑S, λ. ηδύοσμος). Ο τ. από μετρ. αν.
    Δυόσμος: σκόροδον ολίγον, κύμινον, ζωμόν ηδυόσμου Ιερακοσ. 3858. Ως προσωποπ.: Σεύκλε κοντόσταυλε, Γλυστρίδα, Ηδύοσμε ... οι και τας βίβλους κρατείτε, κρίνατε Πωρικ. (Winterwerb) I 81.
       
  • θρύμβος
    ο, Πωρικ. (Winterwerb) I 24 κριτ. υπ.· θρούμπος· θρύμπος, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 3721, Πωρικ. (Winterwerb) I 24, 35 κριτ. υπ., ΙΙΙ 31.
    Από το ουσ. θύμβρα (Για την ετυμολ. βλ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β΄ 300-1 και Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 60). Ο τ. θρύμπος στο Du Cange, Appendix.
    Είδος φυτού αρωματικού: Περί θρύμπων ή θρύμπη Ιατροσ. κώδ. ανη΄. Ως προσωποπ.: μετά Κυμίνου του κόμιτος, Θρούμπου του πρωτοσπαθαρίου Πωρικ. (Winterwerb) ΙΙΙ 31 κριτ. υπ.
       
  • κανέλα
    η, Ασσίζ. 23920, 49017, Rechenb. 141, 641, Σεβήρ., Σημειώμ. 38.
    Το ιταλ. cannella (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
    Κανέλα: έπαρε εσέν μυρωδικά μόσκο άκρατο πεντακόσια και κανέλα Πεντ. Έξ. XXX 23· βράσε το εντάμα με το μέλι και κανέλα φίνα Σταφ., Ιατροσ. 12349. Ως προσωποπ.: Κρόκου και Κανέλης Πωρικ. (Winterwerb) III 38.
       
  • καταρώμαι, καταρούμαι ή καταριέμαι.
    Γλυκά, Στ. 246, Διγ. Z 2651, Διγ. (Trapp) Esc. 239, 530, Μαχ. 51023, 6247, Θησ. Θ΄ [186], Έκθ. χρον. 553, Πεντ. Γέν. XII 3, Αρ. XXIII 13, XXIV 9, Αιτωλ., Μύθ. 4722, 859, Κυπρ. ερωτ. 10617, Διγ. Άνδρ. 37131, Συναδ., Χρον. 72, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 102, 110, Διγ. O 658, 1048, 2518, Τζάνε, Κρ. πόλ. 22724, 22828, κ.α.· κατηρούμαι, Πωρικ. (Winterwerb) I 149· αόρ. εκαταράθην, Μαχ. 6248· (ε)καταρίστην και (ε)καταρίστηκα, Αγν., Ποιήμ. A 32, Πεντ. Γέν. V 29, XII 3, Έξ. XXII 27, Λευιτ. XIX 14, XX 9, XXIV 11, Αρ. XXIII 8, 11, Δευτ. XXIII 5, Αιτωλ., Μύθ. 474, 1078.
    Το αρχ. καταρώμαι. Οι λ. καταριέμαι και καταρούμαι και σήμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ε΄ και Παπαδ. Α., Λεξ., λ. καταρώ).
    (Μτβ. και αμτβ.) α) Δίνω κατάρα, εύχομαι να συμβεί κακό σε κάπ. ή κ.: ο Θεός την κατηράθη (ενν. την γυνήν)| ότι με πόνους να γεννά και με μεγάλα πάθη Συναξ. γυν. 113· πολλές βολές είχεν δείρει τον πατέρα του και ο πατέρας του ολονένα τον εκαταρούνταν Συναδ., Χρον. 32· Απ’ τ’ ένα μέρος στέναζαν, ’πού τ’ άλλο καταρώνται Διακρούσ. 941· β) βλαστημώ, αναθεματίζω: Πολλοί εξ αύτους απέθαναν εκ την μεγάλην θλίψιν,| την ημέραν οπού εγεννήθησαν πάντες εκατηρώντο Πόλ. Τρωάδ. 760. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = κολασμένος, καταδικασμένος: οι μεν άπιστοι και αμαρτωλοί θέλουν ακούσει: «υπάγετε εις το πυρ το εξώτερον, εις τον σκώληκα με τους καταραμένους» Διγ. Άνδρ. 3383· Καταραμένος οπού εμπαίνει εις το σύνορο του σύντροφού του Πεντ. Δευτ. XXVII 17· να ορκίσει αυτήν ο γεριάς και να πει προς την γεναίκα: «αν δεν επλάγιασεν ανήρ εσέν, ... καθερίσου από τα νερά τα πικρά, τα καταραμένα ετούτα» Πεντ. Αρ. V 19.
       
  • κατουρώ,
    Σταφ., Ιατροσ. 252, 362, Σπανός (Eideneier) A 272, 529, Ασσίζ. 37524, Ιατροσ. κώδ. υλα΄, Συναξ. γυν. 610, 717.
    Το αρχ. κατουρέω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ (Αμτβ. ) ουρώ: Εις άνθρωπον οπού δεν δύναται να κατουρήσει από οδύνην Ιατροσ. κώδ. σλα΄. Β´ Μτβ. 1) Ουρώ: Εις άνθρωπον οπού κατουρεί αίμα Ιατροσ. κώδ. υπϛ΄· (με σύστ. αντικ.) Το κατούρημαν του αρρώστου ... έπαρον αυτό, ηνίκα το κατουρήσει ούτος Σταφ., Ιατροσ. 5135. 2) Βρέχω κάπ. ή κ. με τα ούρα μου: εκατούρησέν τον εις το αφτίν Σπανός (Eideneier) B 94· Περί ανθρώπου όταν κατουρεί την κοίτην αυτού Σταφ., Ιατροσ. 15432. II. (Μέσ.) κατουριέμαι: Πωρικ. (Winterwerb) III 130b.
       
  • κλωθογυρίζω,
    Σπαν. (Ζώρ.) V 151, Περί ξεν. A 428, Αλφ. 148, Αλφ. καταν. 8, Πωρικ. (Winterwerb) III 126.
    Από τα κλώθω και γυρίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Στριφογυρίζω, μεταστρέφω, αλλάζω: τροχός έν’ και γυρίζει,| τούς ανεβάζει σήμερον αύριον κλωθογυρίζει Ντελλαπ., Ερωτήμ. 103· που το εκλωθογύρισεν (ενν. η τύχη) το πράγμα που το φέρνει Χρον. Τόκκων 1080. 2) Περικυκλώνω: μ’ εκλωθογυρίσασιν θλίψες πολλές και πόνοι Ντελλαπ., Ερωτήμ. 12· γροικώντα οι Γενουβήσοι πως ήτον απεζοί με ολλίγους λας εκλωθογυρίσαν τους· κι εστάθησαν εις τον πόλεμον Μαχ. 5004. Β´ Αμτβ. 1) Μεταστρέφομαι, αλλάζω: είδες του χρόνου το άστατον, το πώς κλωθογυρίζει Ντελλαπ., Ερωτήμ. 626. 2) Τριγυρίζω, περιφέρομαι: Ήλθε ως δράκος φοβερός κι εκεί κλωθογυρίζει Αλεξ. 189. 3) Ελίσσομαι, χειρίζομαι: καθάρια εξεπλήττω| το πώς εκλωθογύρισαν και κάτω και απάνω Χρον. Τόκκων 3042. II. (Μέσ.) στρέφομαι, περιστρέφομαι: όταν κλωθογυριστώ και ιδώ σε, περιστέριν Πουλολ. (Τσαβαρή) 521.
       
  • κουκουβαγιομύτης,
    επίθ., Πωρικ. S 10422‑3, Πωρικ. Z 24· κουκοβαγιομύτης, Πωρικ. (Winterwerb) II 53· κουκουβαϊομύτης, Πωρικ. V 28· κουκουβαομύτης, Πωρικ. A 17.
    Από τα ουσ. κουκουβάγια και μύτη.
    Που έχει μύτη σαν της κουκουβάγιας: έχω ... Ρεβίθην τον κουκουβαγιομύτην Πωρικ. P 10622.
       
  • Κουκουνάριος
    ο, Πωρικ. S 10515, Πωρικ. P 1067, Πωρικ. V 6, Πωρικ. (Winterwerb) I 10, 104, II 16, ΙΙΙ 104
    Προσωποπ. του ουσ. κουκουνάριον με αλλαγή γένους: Πωρικ. A 34.
       
  • Κράνιος
    ο· Κράνος, Πωρικ. (Winterwerb) I 26.
    Προσωποπ. του ουσ. κράνιον με αλλαγή γένους: Κρανίου τε και Βαλανίου των ανυμνητέων, Ανήθου τε και Μαράθου Πωρικ. V 18.
       
  • κρόμμυδος
    το.
    Από το ουσ. κρομμύδιν και τη μεγεθ. κατάλ. ‑ος. Η λ. και σήμ. στην Κύπρο. (Σακ., Κυπρ. Β΄ 622).
    Μεγάλο κρεμμύδι: των γαρ κρομμύδων δάκνει με συντόμως η δριμύτης Προδρ. III 305 χφφ VSA κριτ. υπ. Η λ. και ως προσωποπ.: εξεπήδησεν και ο κυρ Κρόμμυδος μετά κοκκίνης στολής Πωρικ. (Winterwerb) I 53 κριτ. υπ.
       
  • κύνας
    ο, Φλώρ. 386, Θησ. Β΄ [138], Πωρικ. (Winterwerb) I 171 κριτ. υπ.
    Από το ουσ. κύων. Η λ. και σήμ. ως τοπων. (Andr., Lex., λ. κύων).
    Σκύλος: Μηδέν μουγκρίσεις προς αυτόν (ενν. τον πτωχόν) και διώξεις τον ως κύναν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2394· ας ουρήσει ο πάσχων εις την κοίτην τον κυνός και υγιαίνει και ο κύνας (έκδ. κύνος· διορθώσ.) ψοφά Ιατροσόφ. (Oikonomu) 10018.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης