Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 7 εγγραφές  [0-7]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πωρικ. (Ζώρ.) Απ.

  • αιμοδότης
    ο, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 23.
    Από το ουσ. αίμα και το μτγν. δότης. Η λ. και σήμ. ως νεότ. λόγ. (ή τεχνική λ.) (Πάπ.-Λαρ., Γεν. Εγκυκλοπ., λ. αιμοδότης).
    Αυτός που δίνει αίμα, που συντελεί στη δημιουργία αίματος: Κουκκίον τον αιμοδότην και πνευματομάχον και Λάθυρον τον ακέφαλον Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 23. — Πβ. αιματοδόχος, αιματοειδής.
       
  • ακέφαλος,
    επίθ., Πωρικ. (Camar.) S 10424, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 23, Πωρικ. (Wagn.) V 30, Πωρικ. (Winterwerb) I 51, II 56 κριτ. υπ., III 64, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6935, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) Βαρβ. 10, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 40, Δωρ. Μον. (Buchon) XXX, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2735· ανακέφαλος, Μαχ. (Dawk.) 37633, 3843, 45230.
    Το αρχ. επίθ. ακέφαλος (ΙΛ). Ο τ. από τον τ. ανα‑ του στερ. α‑ και το ουσ. κεφαλή· απ. και σήμ. (Δημητράκ.)· βλ. και Σακ., Κυπρ. B΄ 446. Η λ. και σήμ.
    1) Που δεν έχει κεφάλι (εδώ προκ. για όσπρια): Κουκκίον τον αιμοδότην και πνευματομάχον και Λάθυρον τον ακέφαλον Πωρικ. Απ. 23. 2) α) Που δεν έχει ή δεν παραδέχεται «κεφαλήν», δηλ. άρχοντα, ηγεμόνα (Η σημασ. ήδη στο Θεοφάνη, de Boor, A 38520, βλ. και Steph., Θησ., λ. ακέφαλος 1192Α, και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): αφέντην δεν τιμούν, ουδέ προσκυνούν, μόνον είναι ακέφαλοι, οι οποίοι είναι οι Μανιάτες Δωρ. Μον. ΧΧΧ· ότι οι Αλαμάννοι ευρίσκονται σήμερα εις τον κόσμον| ένας λαός ακέφαλος, όλοι θεληματάροι Χρον. Μορ. H 6935· Σεβήρον τον ακέφαλον και τους αιρεσιάρχας Ιστ. Βλαχ. 2735· Ήλθες να πλανέσεις τον αφέντην μας τον κοντοσταύλην να πάγει εις την Αμόχουστον και να έλθουν οι Γενουβήσοι να μας εύρουν ανακεφάλους, να μας κουρσέψουν Μαχ. 3843· β) που δεν έχει οδηγό, κηδεμόνα, απροστάτευτος (Πβ. την αρχ. σημασ., ό.π.): Τότες επήραν το ρε Πιερ μετά τους ως γιο να είχεν είσταιν σφακτό ... το ορφανόν, το ανακέφαλον Μαχ. 45230. 3) Ασύνετος, ανόητος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): μάνθανε ιστορίας| Ρωμαίων ακεφάλων τε τας ακαταστασίας Θρ. Κων/π. Βαρβ. 10.
       
  • ακονίζω,
    Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 43, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 585, Σωσ. (Legr.) 55, Φλώρ. (Κριαρ.) 530, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 223, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1950, 1952, Λίβ. (Wagn.) N 1759, 1761, Καναν. (PG 156) 72A, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 99, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 275, Θησ. (Foll.) I 39, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 35, 53, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 117, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 531, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 86, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 179, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ 63, Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 303, Δ΄ 359, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 20412, 50212· ’κονίζω, Αχέλ. (Pern.) 394.
    Από τον αόρ. του αρχ. ακονώ (βλ. Hatzid., Einleit. 396). Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Ο τ. ’κονίζω και σε σημερ. ιδιώμ. (ΙΛ).
    Ακονίζω, τροχίζω κάτι, το κάνω οξύ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): τα σπαθία τα εδικά σας ετσακίστηκαν και των Μακεδόνων ακονίσθησαν απ’ εσάς Διήγ. Αλ. V 15· άλλοι γυμνοί με σουβλωτά σπαθιά κι ακονισμένα| το πώς μαλώνου ας δείχνουσι αλλήλως εις πάσ’ ένα Ροδολ. Γ΄ 63· αργυρομούστακον σπαθίν με ολόχρυσον θηκάριν| εις χάριν επιτήδειον, οξύν ηκονισμένον Φλώρ. 530. Φρ. ακονίζω τη γλώσσα = ετοιμάζομαι να μιλήσω εκτενώς ή και με δριμύτητα (πβ. L‑S, λ. ακονάω: ηκόνησαν ως ρομφαίαν τας γλώσσας αυτών ΠΔ Ψαλμ. 63, 4· βλ. και ΙΛ στη λ.): την γλώσσαν ώσπερ μάχαιραν ηκόνισε και βέλος· εφώνησε τοις άρχουσι κακίστοις Ιουδαίοις Σωσ. 55· καθ’ ημέραν και νύκτα και ώραν την γλώσσαν αυτών καθ’ ημών ως δίστομον ξίφος ηκόνιζαν και φωνάς αγρίους και ανημέρους έλεγον αναιδώς και υβριστικώς Καναν. 72Α· έδε γραφήν οπού εβάσταξεν απέσω ηκονισμένον| οργής μαχαίριν δίστομον, τό εχάλκευσεν ο πόθος Λίβ. N 1759· Ώφου με ποιά σκληρότητα σίδερο ακονισμένο| τέτοιο κεφάλι εθέρισε άξιο, χαριτωμένο! Ζήν. Γ΄ 303.
       
  • Αμανιτάριος
    ο· Μανιτάριος, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 37, Πωρικ. (Wagn.) V 59.
    Προσωποπ. του ουσ. (α)μανιτάριν.
    Προσωποποίηση του φυτού μανιτάρι: παρίστανται και οι μετ’ αυτού βάραγγοι ... Λαγινίδιός τε και ο Μανιτάριος ώσπερ και αληθείς μάρτυρες Πωρικ. V 59.
       
  • Ανήθιος
    ο, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 13.
    Προσωποποίηση του ουσ. ανήθιν: ο πρώτος σεβαστός Πιπέριος μετά ... ανηθίου τε και Μιλάνθρου Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 13. — Πβ. και Άνηθος.
       
  • άνηθον
    το, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 8222, Ιερακοσ. (Hercher) 41318, 42514, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 53319, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 163 χν΄, 169 ͵αμα΄, Gesprächb. (Vasm.) 4918, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 30· άνεθον, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 457.
    Το αρχ. ουσ. άνηθον (Για τη λ.. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 64 κε.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. άνηθο).
    Άνηθο (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. άνηθο 1): πότιζε δε τους τοιούτους σελίνου ρίζαν και ανήθου ρίζαν και αγριομάρουλον Σταφ., Ιατροσ. 8222. Ως προσωποπ.: μα τα Άνηθα, Μαλαθρόκουκκα Πωρικ. (Winterwerb) III 83.
       
  • Άνηθος
    ο, Πωρικ. 10814, Πωρικ. (Wagn.) V 19918, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 34.
    Το ουσ. άνηθον ως αρσ. σε προσωποποίηση.
    Άνηθο (σε προσωποποίηση): ο πρωτοσέβαστος Πιπέριος μετά Κυμίνου του κόμητος ... Ανήθου τε και Μαράθου Πωρικ. 19918. — Πβ. και Ανήθιος.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης