Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 252 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πωρικ.

  • Αβράμυλος
    ο, Πωρικ. (Camar.) S 10416.
    Από το μτγν. ουσ. βράβυλον ύστερα από τροπή του β σε μ με ανομοίωση. Στον Πωρικ. (Wagn.) V 19917, τ. βράβουλος. Η λ. και στο Somav. (λ. αβράμηλον) και σήμ. (ΙΛ λ. αβράμυλο).
    Είδος αγριοδαμάσκηνου (προσωποποιία) (βλ. και Heldr.-Μηλιαρ. 30-31 και ΙΛ λ. αβράμυλο): ο πρωτονοτάριος Πιπέριος μετά … Δενδρολιβάνου, Αβραμύλου τε και Κουμάρου Πωρικ. (Camar.) S 10416.
       
  • αγκινάρα
    η, Πωρικ. (Camar.) S 10516, Πωρικ. (Camar.) P 10613, Πωρικ. (Wagn.) V 61, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 169 ͵αξη’, Λέοντ., Αίν. (Legr.) I 135, Χρησμ. (Trapp) I 144, 158, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 309.
    Το ουσ. κινάρα με παρετυμ. προς τα αγκύλη, αγκίστρι (Kalits., Erkl. Eust. 109-110). Κατά Buturas (Glotta 5, 1914, 189) από το προθετ. α‑ και το *γκινάρα. Για τη λ. αγκινάρα βλ. και Λαμπρινός (Ελλην. 33, 1981, 252). Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Το φυτό αγκινάρα (όπως και σήμ., βλ. και Kalits., Erkl. Eust. 109): Την αγκινάρα την ξερή εγώ ’δα να καρπίσει Πανώρ. Γ́́ 309. 2) α) Ο καρπός του φυτού αγκινάρα (βλ. και Κουκ., ΒΒΠ Έ́ 94): Οι κουκούτσοι μαγειρεύουν,| αγκινάρας καθαρίζουν Χρησμ. Ι 144· β) ο καρπός αγκινάρα προσωποποιημένος: Ήσαν δε καθήμενοι και οι αληθείς μάρτυρες: ο γέρων Πέπονος, … Αγκινάρα και Μελιτζάνα και κατεδίκασαν την Στάφυλον Πωρικ. P 10613.
       
  • αδιάντροπος,
    επίθ., Σπαν. (Hanna) V 127 (διορθώσ. από αδιάνθρωπος), Πωρικ. (Winterwerb) I 135 κριτ. υπ., Διγ. (Καλ.) A 1951, Διγ. Z 1922, Ερμον. (Legr.) Γ 111, Πουλολ. (Ζώρ.) Z 237, Πουλολ. (Ζώρ.) Αθ. 281, Πουλολ. (Krawcz.) 221, 329, 442, Θρ. Κων/π. διάλ. (Ζώρ.) 70, Σκλέντζα, Ποιήμ. (Κακ.) 138, Βίος γέρ. (Schick) V 625, Αλφ. (Μπουμπ.) ΙΙ 34, Κατζ. (Πολ. Λ.) Δ́́ 226, Έ́ 286, Πανώρ. (Κριαρ.) Β́́ 247, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 211, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 175, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 35618, Φορτουν. (Ξανθ.) Ά́ 270, Έ́ 62, 240, Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 15 κριτ. υπ.
    Από το επίθ. αδιάτροπος (που απ. στο Νικηφόρο Πρεσβύτερο, Βίος αγ. Ανδρέου, PG 111, 724B και σε κείμ. του 10. αι. (Βλ. ΕΕΦΣΠΚ 5, 1989, 187), παράλληλο του αδιάτρεπτος, που ήδη σε Σχολ. (L‑S) κατά τα αδιάστρεπτος-αδιάστροφος, αδιάσταλτος-αδιάστολος, αδιάτμητος-αδιάτομος. Το ν από επίδρ. του εντρέπομαι. Πβ. το αρχ. διατρέπομαι, Στέφ., Θησ. Κατά Ανδρ., Λεξ. από το στερ. α‑ και το *διεντρέπομαι. Πβ. Κουκ., Αθ. 56, 1952, 314. Για τη λ. βλ. και Georgac., Glotta 36, 1957, 108. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Που δεν ντρέπεται, αναίσχυντος, αναιδής (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Διά τούτο όποιος αγαπά, γονείς του δε φοβάται,| ου συγγενείς εντρέπεται, ου γείτονας αιδείται,| αλλά είναι αδιάντροπος και σκλάβος της αγάπης Διγ. A 1951· Κι ένα σκυλίν αγαρηνόν, αδιάντροπον κοπέλιν,| του Μεχεμέτη απόγονον και του δαιμόνου σπέρμα Θρ. Κων/π. διάλ. 70.
       
  • αιματοδόχος,
    επίθ., Πωρικ. (Wagn.) V 29.
    Η λ. ήδη σε σχόλ. (Δημητράκ.) και σήμ. ως λόγ. στους τ. αιματοδόχος και αιμοδόχος, καθώς και στον τ. ματοδόχος (Πρωίας Λεξ. Συμπλ., λ. αιματοδόχος).
    Που περιέχει αίμα, που συντελεί στη δημιουργία αίματος: Κρόκον τον αιματοδόχον και πνευματόμαχον και Λάθυρον τον ακέφαλον Πωρικ. (Wagn.) V 29. — Πβ. αιματοειδής, αιμοδότης.
       
  • αιματοειδής,
    επίθ., Πωρικ. (Ζώρ.) A 17-18.
    Το μτγν. επίθ. αιματοειδής.
    Που περιέχει αίμα, που έχει την ικανότητα να δημιουργεί αίμα: Κύαμον τον αιματοειδή και πνευματομάχον, φάσουλον τον κοιλιοπρήστην Πωρικ. (Ζώρ.) A 17-18. — Πβ. αιματοδόχος, αιμοδότης.
       
  • αιματώδης,
    επίθ., Πωρικ. (Winterwerb) II 55 κριτ. υπ., III 62, Διήγ. Βελ. (Cant.) 211α.
    Το αρχ. επίθ. αιματώδης. Η λ. και σήμ. με διάφορους τ. στα ιδιώμ. (ΙΛ).
    1) Αιματοβαμμένος, βουτηγμένος στο αίμα (Η σημασ. ήδη στο Χρύσιππ. 4220): και τα σπαθιά δαγκάνουσιν, λούγουνται αιματώδεις,| ανδρών σωμάτων διασκελούν, πηδούσιν εις το κάστρον Διήγ. Βελ. (Cant.) 211α. 2) (Προκ. για φυτό) σαρκώδης: άλλο (ενν. φυτό) έναι πλέον αιματώδες παρά το άλλο, διότι έναι πλέον μέτοχον του αέρος Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 18v. — Πβ. αιματόβαπτος, αιματοφόρος, αιματόφυρτος, αιμόφυρτος.
       
  • αιμοδότης
    ο, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 23.
    Από το ουσ. αίμα και το μτγν. δότης. Η λ. και σήμ. ως νεότ. λόγ. (ή τεχνική λ.) (Πάπ.-Λαρ., Γεν. Εγκυκλοπ., λ. αιμοδότης).
    Αυτός που δίνει αίμα, που συντελεί στη δημιουργία αίματος: Κουκκίον τον αιμοδότην και πνευματομάχον και Λάθυρον τον ακέφαλον Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 23. — Πβ. αιματοδόχος, αιματοειδής.
       
  • ακανθόρραχος,
    επίθ., Πωρικ. (Wagn.) V 62, Πωρικ. (Winterwerb) Ι 109 κριτ. υπ., 110, III 110 κριτ. υπ.· αγκαθόραχος, Πωρικ. (Winterwerb) III 110.
    Από τα ουσ. άκανθα και ράχις.
    Που η ράχη του έχει ακανθώδεις προεξοχές, ακανθώδης: Αγκινάρα και Μελιτσάνα η ακανθόρραχος και κακοθεώρητος Πωρικ. (Wagn.) V 62.
       
  • ακέφαλος,
    επίθ., Πωρικ. (Camar.) S 10424, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 23, Πωρικ. (Wagn.) V 30, Πωρικ. (Winterwerb) I 51, II 56 κριτ. υπ., III 64, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 6935, Θρ. Κων/π. (Ζώρ.) Βαρβ. 10, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 40, Δωρ. Μον. (Buchon) XXX, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2735· ανακέφαλος, Μαχ. (Dawk.) 37633, 3843, 45230.
    Το αρχ. επίθ. ακέφαλος (ΙΛ). Ο τ. από τον τ. ανα‑ του στερ. α‑ και το ουσ. κεφαλή· απ. και σήμ. (Δημητράκ.)· βλ. και Σακ., Κυπρ. B΄ 446. Η λ. και σήμ.
    1) Που δεν έχει κεφάλι (εδώ προκ. για όσπρια): Κουκκίον τον αιμοδότην και πνευματομάχον και Λάθυρον τον ακέφαλον Πωρικ. Απ. 23. 2) α) Που δεν έχει ή δεν παραδέχεται «κεφαλήν», δηλ. άρχοντα, ηγεμόνα (Η σημασ. ήδη στο Θεοφάνη, de Boor, A 38520, βλ. και Steph., Θησ., λ. ακέφαλος 1192Α, και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): αφέντην δεν τιμούν, ουδέ προσκυνούν, μόνον είναι ακέφαλοι, οι οποίοι είναι οι Μανιάτες Δωρ. Μον. ΧΧΧ· ότι οι Αλαμάννοι ευρίσκονται σήμερα εις τον κόσμον| ένας λαός ακέφαλος, όλοι θεληματάροι Χρον. Μορ. H 6935· Σεβήρον τον ακέφαλον και τους αιρεσιάρχας Ιστ. Βλαχ. 2735· Ήλθες να πλανέσεις τον αφέντην μας τον κοντοσταύλην να πάγει εις την Αμόχουστον και να έλθουν οι Γενουβήσοι να μας εύρουν ανακεφάλους, να μας κουρσέψουν Μαχ. 3843· β) που δεν έχει οδηγό, κηδεμόνα, απροστάτευτος (Πβ. την αρχ. σημασ., ό.π.): Τότες επήραν το ρε Πιερ μετά τους ως γιο να είχεν είσταιν σφακτό ... το ορφανόν, το ανακέφαλον Μαχ. 45230. 3) Ασύνετος, ανόητος (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): μάνθανε ιστορίας| Ρωμαίων ακεφάλων τε τας ακαταστασίας Θρ. Κων/π. Βαρβ. 10.
       
  • ακονίζω,
    Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 43, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 585, Σωσ. (Legr.) 55, Φλώρ. (Κριαρ.) 530, Περί ξεν. (Καλιτσ.) A 223, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1950, 1952, Λίβ. (Wagn.) N 1759, 1761, Καναν. (PG 156) 72A, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 99, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 275, Θησ. (Foll.) I 39, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 35, 53, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 117, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 531, Κατζ. (Πολ. Λ.) Β΄ 86, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 179, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ 63, Ζήν. (Σάθ.) Γ΄ 303, Δ΄ 359, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 20412, 50212· ’κονίζω, Αχέλ. (Pern.) 394.
    Από τον αόρ. του αρχ. ακονώ (βλ. Hatzid., Einleit. 396). Η λ. και σήμ. (ΙΛ). Ο τ. ’κονίζω και σε σημερ. ιδιώμ. (ΙΛ).
    Ακονίζω, τροχίζω κάτι, το κάνω οξύ (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): τα σπαθία τα εδικά σας ετσακίστηκαν και των Μακεδόνων ακονίσθησαν απ’ εσάς Διήγ. Αλ. V 15· άλλοι γυμνοί με σουβλωτά σπαθιά κι ακονισμένα| το πώς μαλώνου ας δείχνουσι αλλήλως εις πάσ’ ένα Ροδολ. Γ΄ 63· αργυρομούστακον σπαθίν με ολόχρυσον θηκάριν| εις χάριν επιτήδειον, οξύν ηκονισμένον Φλώρ. 530. Φρ. ακονίζω τη γλώσσα = ετοιμάζομαι να μιλήσω εκτενώς ή και με δριμύτητα (πβ. L‑S, λ. ακονάω: ηκόνησαν ως ρομφαίαν τας γλώσσας αυτών ΠΔ Ψαλμ. 63, 4· βλ. και ΙΛ στη λ.): την γλώσσαν ώσπερ μάχαιραν ηκόνισε και βέλος· εφώνησε τοις άρχουσι κακίστοις Ιουδαίοις Σωσ. 55· καθ’ ημέραν και νύκτα και ώραν την γλώσσαν αυτών καθ’ ημών ως δίστομον ξίφος ηκόνιζαν και φωνάς αγρίους και ανημέρους έλεγον αναιδώς και υβριστικώς Καναν. 72Α· έδε γραφήν οπού εβάσταξεν απέσω ηκονισμένον| οργής μαχαίριν δίστομον, τό εχάλκευσεν ο πόθος Λίβ. N 1759· Ώφου με ποιά σκληρότητα σίδερο ακονισμένο| τέτοιο κεφάλι εθέρισε άξιο, χαριτωμένο! Ζήν. Γ΄ 303.
       
  • Αμανιτάριος
    ο· Μανιτάριος, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 37, Πωρικ. (Wagn.) V 59.
    Προσωποπ. του ουσ. (α)μανιτάριν.
    Προσωποποίηση του φυτού μανιτάρι: παρίστανται και οι μετ’ αυτού βάραγγοι ... Λαγινίδιός τε και ο Μανιτάριος ώσπερ και αληθείς μάρτυρες Πωρικ. V 59.
       
  • Αμύγδαλος
    ο, Πωρικ. (Ζώρ.) A 34.
    Το αρχ. ουσ. αμύγδαλον με αλλαγή γένους για λόγους προσωποποιίας.
    Το αμύγδαλο προσωποποιημένο: ελθέτωσαν οι κηπουροί ημών άπαντες και οι μετ’ αυτών παραμονάριοι Καρύδιός τε και ο Πιστάκιος και ο Φοινίκιος και ο Καστάνιος, Αμύγδαλός τε και Λεφτοκάρυος Πωρικ. (Ζώρ.) A 34.
       
  • Ανακάκαβος
    ο, Πωρικ. (Camar.) S 15, Πωρικ. (Ζώρ.) A 5, Πωρικ. (Wagn.) V 19917.
    Για τη λ. βλ. Langkavel, Bot. sp. Gr. 1962. Πβ. και Du Cange, Add., λ. ανακακαβέα.
    Προσωποποίηση της ανακακαβέας = του λωτού: Τζιτζύφου τε και Ανακακάβων, των γραμματικών αυτού Πωρικ. (Ζώρ.) A 5.
       
  • αναμυτίζω,
    Πωρικ. (Wagn.) V 93.
    Από την προθ. ανά και το μυτίζω <μύτη (Πβ. το σημερ. αναμυταλίζω, ΙΛ).
    (Προκ. για χοίρο) σπρώχνω με το ρύγχος: να κοιμώνται εις τας ρύμνας και να εμπηλώνονται, χοιρίδια να τους αναμυτίζουν και κότες να τους γλείφουν Πωρικ. (Wagn.) V 93.
       
  • ανεμίζω,
    Πωρικ. Z 42, Πεντ. (Hess.) Γεν. XV 11, Στάθ. (Σάθ.) Β΄ 77 (έκδ. ανεμίσει· διορθώσ. ανεμίσεις’νεμίζω, Φορτουν. (Ξανθ.) Ε΄ 59.
    Μαρτυρείται ως μτγν.το μέσ. Η λ. ήδη στον Ησύχ. (λ. αναψύξαι) και σήμ. (ΙΛ).
    Α´ Κυριολ. 1) Διώχνω, διασκορπίζω: και εκατέβην ο αετός ιπί τα κορμιά και ανέμισεν αυτά (ενν. τα όρνεα) ο Αβραάμ Πεντ. Γέν. XV 11. 2) Οσφραίνομαι, μυρίζω (κάποιον) (Πβ. ΙΛ στη λ. 6): σκύλοι και γάτες να τους γλείφουν και χοίροι να τους ανεμίζουν (ενν. τους μεθυσμένους) Πωρικ. Z 42. 3) (Προκ. για έντερα) έχω αέρια, γουργουρίζω: επόμεινε εύκαιρη η κοιλιά κι ενέμιζε Φορτουν. E΄ 59. (Μεταφ.) διαισθάνομαι, «μυρίζομαι» (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 6β): όπου ανεμίσεις τίποτας καλό σιμά αποστρέφου Στάθ. Β΄ 77. Πβ. αγροικίζω, αγροικώ ΙΙ 2, ακούω Α5.
       
  • ανεμπαίζω,
    Πωρικ. Z 42, Χούμνου, Π.Δ. (Πολ. Λ.) σ. 60 [στ. 40]· ’νεμπαίζω, Ριμ. κόρ. (Pern.) 759, Τριβ., Ρε (Irmsch.) 345, Αιτωλ., Μύθ. (Legr.) 2812, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 2812 (έκδ. ενώμπαιζε· διορθώσ.)· αναμπαίζω, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 75 (έκδ. αναπαίζουσι· διορθώσ.), Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 8317, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1592, Σουμμ., Παστ. φίδ. (Βεν.) Β΄ [489, 657, 870], Γ΄ [1237], Δ΄ [13, 1030, 1033]· αόρ. ανέμπαιξα, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 291r· υποτ. αορ. ενεμπαίξει, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 259v.
    Από την προθ. ανά και το εμπαίζω. Η λ. και στα Κείμ. αγ. Δημ. (Λαούρδ.) σ. ιδ. 7 και σήμ., (ΙΛ, λ. ανεμπαίζω). Πβ. και Lampe, Lex., λ. ανέμπαικτος.
    α) Εμπαίζω, κοροϊδεύω, περιγελώ: από της σης οκνίας έφυγαν οι εχθροί μου| και τώρα μ’ αναμπαίζουσι που ’σαν δούλοι δικοί μου Κορων., Μπούας 75· Καθώς θωρώ αναμπαίζεις με, Δορίντα, ή ελωλάθης Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [657]· ουδέ να αναμπαίζεται και να καταφρονιέται Ιστ. Βλαχ. 1592· ... να τους γελούν και να τους ανεμπαίζουν Πωρικ. Z 42· β) εξαπατώ: και δεν ήτανε τα λόγια του αληθινά, μόνε τους τα έστειλε διά να τους αναμπαίξει Χρον. σουλτ. 8317· ... τη γυναίκα του Αδάμ με δόλον τσ’ ερμηνεύει (ενν. ο διάβολος) (παραλ. 2 στ.): «Φάγε και δώσ’ και του Αδάμ...» (παραλ. 2 στ.)· και απλώνει, πιάνει τον καρπόν και σύντομα ανεμπαίχθη Χούμνου, Π.Δ. σ. 60 [στ. 40]. —Συνών.: κομπώνω. Πβ. απεργώνω. Πβ. επίσης και αναμπαιστικός.
       
  • ανεμώδης,
    επίθ., Ωροσκ. (Λάμπρ.) 395, Πωρικ. (Winterwerb) II 55 κριτ. υπ.
    Η λ. στον Αριστοτέλη. Πβ. το σημερ. επίθ. ανεμώδικος (ΙΛ).
    (Προκ. για εποχή του έτους) που σ’ αυτήν επικρατούν άνεμοι (Η σημασ. στον Αριστοτέλη, L‑S): Το μεν έαρ ψυχρόν και υγρόν, το θέρος μέσον, το δε μεθόπωρον ανεμώδες Ωροσκ. (Λάμπρ.) 395.
       
  • Ανήθιος
    ο, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 13.
    Προσωποποίηση του ουσ. ανήθιν: ο πρώτος σεβαστός Πιπέριος μετά ... ανηθίου τε και Μιλάνθρου Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 13. — Πβ. και Άνηθος.
       
  • Ανηθομαλαθρόκουκα
    τα, Πωρικ. (Camar.) S 1055, Ρ 1076, Πωρικ. 10828, Πωρικ. (Wagn.) V 40, Πωρικ. (Winterwerb) I 69, II 71, III 83 κριτ. υπ.· Ανηθομαλανθρόκουκκα, Πωρικ. (Winterwerb) III 83 κριτ. υπ.· Ανηθρομαλαθρόκουκκα, Πωρικ. (Winterwerb) I 69 κριτ. υπ.
    Από τα ουσ. άνηθον και μαλαθρόκουκα (= μάλαθρα και κουκιά).
    Άνηθος, μάλαθρα και κουκιά ή άνηθος και σπόροι του μαλάθρου (όλα μαζί σε προσωποποίηση) (Για το νόημα των συνθ. βλ. Camariano Ar., Čerčetari Literari 3, 1939, 82, 83): μα τα Ανηθομαλαθρόκουκα, ψευδώς ανήγγειλεν η Στάφυλος προς την βασιλείαν σου Πωρικ. S 1055.
       
  • άνηθον
    το, Σταφ., Ιατροσ. (Legr.) 8222, Ιερακοσ. (Hercher) 41318, 42514, Ορνεοσ. αγρ. (Hercher) 53319, Ιατροσ. κώδ. (Άμ.) 163 χν΄, 169 ͵αμα΄, Gesprächb. (Vasm.) 4918, Πωρικ. (Ζώρ.) Απ. 30· άνεθον, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 457.
    Το αρχ. ουσ. άνηθον (Για τη λ.. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 64 κε.). Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. άνηθο).
    Άνηθο (Η σημασ. και σήμ. ΙΛ, λ. άνηθο 1): πότιζε δε τους τοιούτους σελίνου ρίζαν και ανήθου ρίζαν και αγριομάρουλον Σταφ., Ιατροσ. 8222. Ως προσωποπ.: μα τα Άνηθα, Μαλαθρόκουκκα Πωρικ. (Winterwerb) III 83.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης