Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 67 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πτωχολ. B

  • αλοφάς
    ο, Τάξ. Πόρτ. (Baştav) 34· λουφές, Πτωχολ. B 178, 232· λοφάς, Byz. Kleinchron. Α΄ 259, 849, Χρον. σουλτ. (Ζώρ.) 12514, 14110, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1102, 1103· λοφές, Πτωχολ. (Ζώρ.) Z 128, Πτωχολ. A 128, 181.
    Από το αραβοτουρκ. ‘ulūfe (Mor., Byzantinot. B΄, λ. αλοφάς). Λ. λοφά στο Du Cange και λ. λουφές στο Somav.· ο τ. λουφές και σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Ϛ΄). Βλ. και Ανδρ., Λεξ., λ. λουφές.
    1) α) Μισθός: Οι σπαόγλανοι έχουν την ημέραν αλοφάν από δέκα άσπρα έως πενήντα Τάξ. Πόρτ. 34· κι ετιμήθηκεν ο γέρων| και αβγατίσθην ο λοφές του Πτωχολ. Z 128· β) ανταμοιβή: έφη ο σουλτάν Σουλαϊμάνης ότι, αν βασιλεύσω, δώσω σοι λοφάν όσον θέλεις Byz. Kleinchron. Α΄ 259, 846. 2) Φιλοδώρημα: αν φιλεύσει (ενν. ο βδελυρός) τινές άρχοντες, ύστερον να τους παρακαλέσει διά να κάμουσι λοφέ των παιδίων του Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 126.
       
  • θαρρεύ(γ)ω,
    Χρον. Μορ. P 728, Λίβ. Esc. 2999, Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 419, Κάτης 7, 55, 114, Βεντράμ., Γυν. 144, 146, Δεφ., Λόγ. 187, 195, 405, 461, 464, Αιτωλ., Μύθ. 889, 1289, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 400, Θυσ.2 148, Ροδολ. Α΄ [53], Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1207], Ε΄ [1604], Φορτουν. Β΄ 137, Χριστ. διδασκ. 107, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 75· μτχ. θαρρευθείς, Πτωχολ. B 320.
    Απο το αρχ. ουσ. θάρρος και την κατάλ. ‑εύω. Η λ. και σήμ. στην Κρήτη (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Β΄).
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) έχω εμπιστοσύνη σε κάπ. ή σε κ.: αυθέντ’, ας είσαι έτοιμος και μη πολλά θαρρεύεις| τον Μπάσταν, αν και φίλος σου δείχνει, μη τον πιστεύεις Παλαμήδ., Βοηβ. 1303· η αφεντία σου εθάρρεψε στα πλήθη του φουσσάτου Χρον. Μορ. P 4926· β) εμπιστεύομαι κ. σε κάπ.: θάρρεψέ μου το να ζεις| αν είν’ καταστεμένα| του Χρύσιππου τα πράματα σαν είναι μιλημένα Στάθ. (Martini) Α΄ 227· Συχνιά συχνιά τση Νένας τση ήλεγε τον καημό τση| και τα κρουφά τση θάρρεψε κι όλο το λογισμό τση Ερωτόκρ. Γ΄ 38. 2) ενθαρρύνω, δίνω θάρρος σε κάπ.: να μας θαρρεύσει (ενν. ο Απόστολος) περισσότερον να σιμώνομάσθεν εις τον Θεόν Χριστ. διδασκ. 107. 3) Νομίζω, πιστεύω κ.: καράβι το εθάρρεψαν, όλοι ελαθαστήκαν Αιτωλ., Μύθ. 1094· εθάρρεψεν, αληθινόν νερό ’ταν στο πινάκι Αιτωλ., Μύθ. 1193. Β´ (Αμτβ.) παίρνω θάρρος: τότε εθαρρέψανε οι επίλοιποι χριστιανοί Χρον. σουλτ. προσθ. 205600· απάνω ’ς τέτοιον λογισμόν εθάρρευσεν ατός του Θησ. Δ΄ [395]. II. Μέσ. 1) α) (Μτβ.) εμπιστεύομαι κ. ή κάπ.: πε το λοιπόν και μη δειλιάς, θαρρέψου το κι εμένα Θυσ.2 122· β) εμπιστεύομαι κάπ.: γυναίκα μηδέν θαρρευτείς, μ’ αύτη μηδέν κοιμάσαι Δεφ., Λόγ. 704. 2) (Αμτβ.) παίρνω ή έχω θάρρος: μη θελήσεις φαητά, πολλών λογιών μπουκούνια| και βλέπεσαι, μη θαρρευτείς και βάλου σε στην κούνια Δεφ., Λόγ. 438. Η μτχ. παρκ. θαρρεμένος ως επίθ. = 1) Άφοβος: Ανάμεσα σ’ αρχοντικά κοράσια τιμημένα| π’ από καμιάν επιβουλιάν έστεκαν (ενν. τα κοράσια) θαρρεμένα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ 424· Διά να πηγαίνομεν θαρρεμένοι έμπροσθεν του Θεού Χριστ. διδασκ. 94. 2) Σίγουρος: τούτο ας είσαι θαρρεμένη κι έχε πληροφορία·| σ’ εμέναν η αγάπη σου πάντα στεριά να έναι Ch. pop. 245.
       
  • καλημέρα
    η, Βεν. 70, Πτωχολ. B 254.
    Από την έκφρ. καλήν ημέραν (Ανδρ., Λεξ.).
    Ο χαιρετισμός «καλημέρα»: ο ρήγας είπεν του: «Καλημέρα να ’χεις, καλέ μου αδελφέ» Μαχ. 2669· το «καλημέρα» λέγει γαρ, το «καλημέρα» λάλει Βεν. 69.
       
  • καλοσύνη
    η, Ασσίζ. 30019, Χρον. Μορ. P 4190, Λίβ. N 2670, Μαχ. 63825, Πεντ. Δευτ. XXIII 7, Χρον. σουλτ. 9326, Ερωφ. Α΄ 83, Ιντ. α΄ 157, Δ΄ 597, 667, Διγ. Άνδρ. 3705, Ερωτόκρ. Γ΄ 169, Δ΄ 38, Στάθ. (Martini) Β΄ 165, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ΄ 17, Ε΄ 114, 131, Ζήν. Β΄ 343, Διγ. O 396, Τζάνε, Κρ. πόλ. 13925 175l5, 2265, 24125, 3251, 40522, 40723, 41616, 5661, κ.π.α.
    Από το επίθ. καλός και την κατάλ. ‑σύνη. Η λ. και σήμ.
    1) α) Καλοσύνη, αγαθότητα, πραότητα: πτωχοί και πλούσιοι χριστιανοί να ’χομεν καλοσύνη Σκλάβ. 166· πρώτον μεν εκ φύσεως έχεις την καλοσύνην,| δεύτερον εκ παιδεύσεως τιμήν και σωφροσύνην Ιστ. Βλαχ. 39· όλοι ’παινού τες πράξες σου, την πλήσα καλοσύνη Στάθ. (Martini) Ιντ. β΄ 7· γείς βασιλιάς πάντα με καλοσύνη| κι όχι ποτέ με μάνητα πάσα δουλειά να κρίνει Ερωφ. Ε΄ 239· Τα φύλλα τότε έτρωγε εκεί που εκρυβήθη,| την καλοσύνη του αμπελιού ποσώς δεν εθυμήθη Αιτωλ., Μύθ. 646· δεν το λόγιαζα ποτέ, κερά Φροσύνη, να μη θυμάσαι μπλιο κι εμέ μιας ώρας καλοσύνη Πανώρ. Γ΄ 356· β) αγάπη· έλεος, ευσπλαχνία: να κάμω την ευκαριστιά την άμετρη τήν έχω| στην καλοσύνη την πολλή, στο σπλάχνος το μεγάλο| που ’δειξες ’ς τούτο το παιδί Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 91· γυρίζ’ ο πόθος σ’ όργητα κι η μάχη ’ς καλοσύνη Ερωτόκρ. Γ΄ 1298· αν θέλεις από τον Θεόν να έχεις καλοσύνη,| να μη σου λείψει πώποτε η ελεημοσύνη Ιστ. Βλαχ. 1889. 2) α) Καλή πράξη, ευεργεσία: να είν’ απλόν το χέρι σου στην ελεημοσύνην| και όστις κάμνει του πτωχού τοιαύτην καλοσύνην ... Ιστ. Βλαχ. 1920· Ζύγι κρατώ στο χέρι μου όλες να τες ζυγιάσω| τες καλοσύνες που ’καμες Αλφ. (Mor.) IV 24· είπε της τες καλοσύνες του μισέρ Τζεντεφρέ και είπε της και τους κινδύνους της θαλάσσης Δωρ. Μον. XXV· β) καλό, όφελος: όσην ώραν ήβλεπε εκείνο που την κρίνει,| οι λογισμοί κι οι πόνοι της τση κάναν καλοσύνη Ερωτόκρ. Γ΄ 20· όταν σ’ ετίμουν εύκαιρα, δεν είδα καλοσύνη Αιτωλ., Μύθ. 1279· Αφήκα πάσα χάρητα και πάσα καλοσύνη Σαχλ., Αφήγ. 81· γ) εξυπηρέτηση, καλό: εντέχεται να διπλάσει την αρραβώναν του διπλά του αγοραστή ανίσως ότι άλλην καλοσύνην δεν θελήσει να του ποίσει Ασσίζ. 3723· διά τες πολλές τες χάρες| και μεγάλες καλοσύνες| που προξένησα σ’ εσένα Πτωχολ. B 378· ό,τι χάρη και τιμήν κάνουν των χοντρών ανθρώπων δεν το γνωρίζουνε, ομοίως και πάσαν άλλην καλοσύνην Σουμμ., Ρεμπελ. 174. 3) Καλυτέρευση· συμμόρφωση: εκείνον οπού φαίνεται και μάχει και αντιτείνει| ν’ αλλάξει και πολλά γοργό να στρέψει εις καλοσύνη Φαλιέρ., Ιστ. (v. Gem.) 294· λέγω όσα έπαθα μετά δικαιοσύνην| να είναι εις σωφρονισμόν, πολλήν μου καλοσύνην Αιτωλ., Βοηβ. 89. 4) Φιλία, ομόνοια, καλές σχέσεις: Οι σκοτωμοί που γίνουνται βαριούνταί τζι κι εκείνοι| τσ’ έξοδες και τσι κούρασες και κάνουν καλοσύνη Ερωτόκρ. Γ΄ 180· Με την καρδιά αγαπιούντανε ετούτοι οι δυο φίλοι| Περούλης και ο Λίμπονας σαν καλοσύνης στύλοι Λίμπον. 480· επεί δεν πολεμίζετε με τινάν συγγενή σας (παραλ. 1 στ.) μόνον μ’ εχθρούς σας που μ’ εσάς δεν έχουν καλοσύνην Θησ. (Foll.) I 33. 5) Καλά λόγια, φιλοφροσύνες: ως ήκουσεν ο Αχιλλεύς τούτας τας καλοσύνας,| τότε η ψυχή του μέρωσεν Αχιλλ. L 1042· ειπέ τες καλοσύνες μου και πε την ελικιάν μου Ερωτοπ. 376. 6) Ευτυχία: ευχαριστιά σαν ήπρεπε σε καλοσύνη τόση Στάθ. (Martini) Γ΄ 568. 7) Ευημερία: τότε θέλουν λυτρωθεί από την δουλοσύνη,| θέλουν ιδεί ελευθεριά να έχουν καλοσύνη Αιτωλ., Μύθ. 11112. 8) Γαλήνη, ευδία: η θάλασσα την πρώτην καλοσύνην| και την πολλήν ανάπαψιν σε μια μεριά αφήνειν Τζάνε, Κρ. πόλ. 4483. 9) Καλή ποιότητα: να δώσει τοιούτον σιτάριν ού τοιούτον πράγμα ως γιον τού έδειξεν και εστοιχημάτισεν ού τοιούτης καλοσύνης καθάπερ εκείνον το σιτάριν τό του έδειξεν Ασσίζ. 29323.
       
  • κάμαρα
    η, Θησ. Γ΄ [835], ΙΑ΄ [418], Διήγ. Αγ. Σοφ. 153, 154, Κορων., Μπούας 3, 32, 35, 40, 54, 55, Δεφ., Λόγ. 614, Παλαμήδ., Βοηβ. 1375, Ευγέν. 961, Λεηλ. Παροικ. 537· καμάρα, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 96r· κάμαρη, Εβρ. ελεγ. 172, Χρον. Τόκκων 322, Λεηλ. Παροικ. 555· κάμερα, Ιμπ. (Legr.) 58, Βεντράμ., Φιλ. 126, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 418, Ερωφ. Α΄ 307, Β΄ 182, 283, Γ΄ 70, 186, Δ΄ 83, 194, Ε΄ 660, Ερωτόκρ. Α΄ 685, 1465, 1487, 1830, Γ΄ 385, 632, Δ΄ 261, Ε΄ 51, 93, 1493, Θυσ.2 514, Ζήν. Α΄ 22, Διγ. O 905, 2073.
    Το λατ. camara <αρχ. καμάρα (Βλ. Ανδρ., Λεξ. και Χατζιδ., ΜΝΕ Β΄ 157). Για τη λ. βλ. Kahane-Tietze, Lingua Franca, σ. 134 κε. Ο τ. καμάρα από μετρ. αν. Ο τ. κάμερα στον Κεδρηνό (Psalt., Gramm. σ. 3) και σε Διαθ. του 1496 (έκφρ. κάμερα του κουμουνίου Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 66314). Η λ. καθώς και ο τ. κάμαρη και σήμ.
    1) α) Δωμάτιο: είχε παλάτι ... με κάμερες διάφορες Δωρ. Μον. (Βαλ.) 44· επρόσταξεν ευθέως| να τον δώκουνε καμάρα (παράλ. 3 στίχ.) να περνάει την ζωήν του Πτωχολ. B 120· β) υπνοδωμάτιο: Η κάμερα τσ’ αφέντρας του και της κεράς του η κλίνη Ερωτόκρ. Ε΄ 147. 2) Διοικητικό σώμα: η τέχνη αυτή ... εστοίχισε δεκαπέντε χρονών τραμπούκο, ... ήγουν το τέλος, ... το οποίο το επλέρωναν της κάμαρης της Ρώμης Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 224r. 3) Κάμερα της Αφεντίας = δημόσιο ταμείο: του δίδουσιν δύναμιν, άδειαν ... να σηκώσει απού την κάμεραν τσ’ Αφανετίας ... ντεποζιτάδα υπέρπυρα Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 17327. Η λ. στον πληθ. και ως τοπων.: Πορτολ. A 2269.
       
  • κάμνω,
    Θησ. (Foll.) I 21, 27, 94, Κορων., Μπούας 42, 44, 50, 54, 74, Κυπρ. ερωτ. 418, 1611, Ιστ. Βλαχ. 446, 745, 806, 1670, 1727, Τζάνε, Κρ. πόλ. 17119, 23123, 2531, 25513, 2764, κ.π.α. αόρ. έκαμα, Κορων., Μπούας 4, 65, Πανώρ. Β΄ 456, 501, Γ΄ 13 477, Δ΄ 310, Ερωφ. Α΄ 633, Δ΄ 185, 252, 279, 366, 451, Ερωτόκρ. Β΄ 1564, Γ΄ 64, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1841, 19216, 19914, 2356, 23725, 2441· αόρ. έκανα, Αχέλ. 708, 1008, Ζήν. Β΄ 33, Ερωτόκρ. Α΄ 131, 623, 876, 894, 1068, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1196], Τζάνε, Κρ. πόλ. 15513, 23425, 49013, 51815, 5308· κάνω, Πανώρ. Α΄ 180, 273, Γ΄ 26, 35, 369, Ερωφ. Α΄ 40, 106, Β΄ 413, Δ΄ 100, 371, Ερωτόκρ. Β΄ 676, Γ΄ 1118, 1122, 1182, 1677, Θυσ.2, 262, 678, 747, 1024, μτχ. παρκ. καμωμένος, Πανώρ. Β΄ 302, Γ΄ 63, 72, Ε΄ 64, 86, Ερωφ. Α΄ 471, 530, Β΄ 47, Δ΄ 11, 158, 186, Ερωτόκρ. Α΄ 1384, Β΄ 259, 1589, Γ΄ 391, Ε΄ 1012, Φορτουν. Δ΄ 116, 271, 485, Ε΄ 192, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2043, 42129, 43712, 45314, 45910, 49511.
    Το αρχ. κάμνω. Οι τ. κάνω και καμωμένος και σήμ.
    1) Πράττω, ενεργώ, δρω: Δάση, βουλή μού δώσετε, βρύση, λαγκά κι αόρη,| το τι να κάμω σήμερο με τη δική μου κόρη Πανώρ. Β΄ 236· οι άρχοντες που μάχονταν, εκάμαν σαν λιοντάρια Αχέλ. 1484· με τούτους εσυντύχαινε νύκτας και τας ημέρας,| ωσάν κάμνουν οι φίλοι οι καλοί και οι σπλαχνικοί πατέρες Συναξ. γυν. 120· Πάλιν έρχισαν οι σεισμοί κι εκάναν καθ’ ημέραν,| ούτε την νύκτα επαύασι, ούδε όλην την ημέραν Διήγ. ωραιότ. 887. 2) Εκτελώ, πραγματοποιώ: αγάπα τους ως φίλους σου, κάμνε το θέλημά ντους Σπαν. A 111· Να κάμομεν ταξίδια όπου και αν μας ορίσεις Διγ. (Trapp) Esc. 1286· Εδά να μη τζ’ εκάμασι το πράμ’ απού φοβούμου Πανώρ. Β΄ 64. 3) Καλλιεργώ: άνθρωπον εύρε κάμνοντα την γην με το ζευγάριν Καλλίμ. 1486· να υπάγει ... να κάμει τα αμπέλια μου Ασσίζ. 1568. 4) Φροντίζω να γίνει κ.: Κάμε, αφέντη, μην αργείς να ’ρθείς να τση μιλήσεις Θυσ.2 297· κάμε περίσσα να χαρείς, σα δεις το σκοτωμό μου Πανώρ. Β΄ 445· Έτσ’ έκαμα κι επιάσασι τον άπιστο αυτόνο και σφαλισμένο τον κρατώ Ερωφ. Δ΄ 219· γονάτισε να τονε προσκυνήσεις| και ταπεινά τα πόδια του κάμε να του φιλήσεις Πανώρ. Αφ. 24. 5) Κατασκευάζω: Να σας θωρούν οι κορασές κι οι νιοι να σας τιμούσι,| τζόγιες να κάνου μετά σας όμορφες να φορούσι Πανώρ. Ε΄ 400· όταν εγύρισαν τους τοίχους απάνω να κάμουν τον πρώτον πάτον Διήγ. Αγ. Σοφ. 152. 6) Επεξεργάζομαι: όλο το μάλαμα το καμωμένο εις τη δουλειά εις όλη τη δούλεψη του άγιου Πεντ. Έξ. XXXVIII 24. 7) Σχηματίζω: Κι οπίσω φτάνου τα χοντρά και τα λιγνά (ενν. καράβια) και μπαίνου κι ένα κουλούρι εκάμανε στο πέλαγος και δένου Τζάνε, Κρ. πόλ. 4448. 8) Χτίζω: κάνουσιν εκεί μίαν εκκλησίαν της Θεοτόκου Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 409· οι Φράγκοι κάνουσι φορτί εκεί Τζάνε, Κρ. πόλ. 4201. 9) (Προκ. για γραπτό κείμενο) συντάσσω: όταν θέλουν να κάμουν διαθήκην Βακτ. αρχιερ. 144· να κάμνουν επικήδεια διά τον καλόν μου φίλον Λίμπον. 64· Ήτονε η επιστολή ρωμαίικα καμωμένη Τζάνε, Κρ. πόλ. 19817. 10) Δημιουργώ: Το φως το πρώτον έκαμεν (ενν. το πνεύμα τον Θεού) κι ονόμασέν το ημέραν Χούμνου, Κοσμογ. 17· είπαν (ενν. ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα) να κάμουν άνθρωπον να ’χει ψυχήν και σώμα Πικατ. 418· Ωσάν εκείνο πελελό δεν έκαμεν η φύση Πανώρ. Γ΄ 446· Διαμάντε και ρουμπιά, μαργαριτάρια| κι όλες τσι πέτρες τσ’ άλλες μοναχός σου| πως κάνεις όλοι βλέπομε καθάρια Ερωφ. Δ΄ 728· πολλά πρικοί αναστεναμοί εσμίγασιν ομάδι,| συχνιά βροχούλα κάμασι κι ήβρεχε στο λαγκάδι Ερωτόκρ. Γ΄ 1738· μια κάποια λίγη πεθυμιά εσήκωσε το νου μου| και δυο φτερούγες ήκαμε μέσα στου λογισμού μου.| Τούτες στον ουρανό πετού Ερωτόκρ. Α΄ 332· Έκαμε (ενν. ο πόθος) κλώνους τρυφερούς και ρίζες στην καρδιά μου Πανώρ. Γ΄ 609· (τριτοπρόσ.) κάνει άνεμο (γαρμπίνο), σεισμό = φυσά, κάνει σεισμό: εκεί οπού ελειτουργούσα έκαμε έναν σεισμόν φοβερόν Διήγ. πανωφ. 55· τους σεισμούς οπού ήκανε Διήγ. πανωφ. 56· ολίγον άνεμο ’καμε κι η θάλασσα φουσκώνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 2021· αρχίζει κάμνει και άνεμο και οι σεισμοί κρεσέρου Διήγ. ωραιότ. 191· όλο γαρμπίνους ήκανε και λίγο (έκδ. καλίγο· διορθώσ.) και δαμάκι Διήγ. ωραιότ. 875· κάνει θάλασσα = φουρτουνιάζει: η ξέρη ... έναι ρέτζια ρέτζια με την θάλασσαν και ωσάν φύγει η θάλασσα, φαίνεται και ως διά ολίγην θάλασσαν οπού να κάμνει, γελά Πορτολ. A 427. 11) Προορίζω: Τα κάλλη σου είναι μοναχάς γι’ αγγέλους καμωμένα Πανώρ. Β΄ 302· Πονεί μου μέσα στην καρδιά σαν να ’ναι καμωμένη| να βρίσκεται αιχμάλωτη και παραπονεμένη Διακρούσ. 11126. 12) Αποκτώ: λογιάζετε κι αγαφτικό κάνετε μπλιο κανένα; Πανώρ. Δ΄ 60· ούτως κάμνουσιν πτερόν, μανθάνουν να πετούσιν (ενν. τα πουλία) Φυσιολ. (Legr.) 663. 13) (Προκ. για απογόνους) γεννώ: παιδιά να κάμεις όμορφα, να δεις κλερονομιά σου Πανώρ. Γ΄ 159· είχε δε λύπην εις όλην του την ζωήν, πως δεν έκαμνε παιδίον Διγ. Άνδρ. 3664. 14) (Προκ. για καρπό) παράγω: Ο πεύκος μέγα δένδρο έν’, αλλά καρπόν ου κάμνει·| το στάχυ έν’ μικρούτσικον, είδες καρπόν τόν κάμνει Ερωτοπ. 181, 182. 15) Καθιστώ: άλλους φονεύουν στην αυλήν κι άλλους εκάμαν σκλάβους Τζάνε, Κρ. πόλ. 23921· φίλους κάμνει τους εχθρούς, την μάχη κάμνει ειρήνην Ιστ. Βλαχ. 1434· ευθύς τον κάμνει πελελόν, την φρόνεσίν του χάνει Περί ξεν. A 68· ήκαμες άθη κόκκινα το αίμα τση καρδιάς μου Πανώρ. Δ΄ 336. 16) Διαμορφώνω (σωματικά): ως τη σήμερο δεν έχει παντρεμένη| μ’ όλον οπού ’ναι δότομη γυναίκα καμωμένη Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 285· οι χρόνοι αυτόνο| δότομο τον εκάμασι Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 606. 17) Καταντώ κάπ.: υπήγε στο Βυζάντιον μαζίλης καμωμένος,| ωσάν αυτός δεν ήθελε, ήτον ονειδισμένος Ιστ. Βλαχ. 757· Θωρείς με απού τα βάσανα πώς είμαι καμωμένος Πανώρ. Α΄ 398. 18) Προσποιούμαι: αν πει και τίποτας, κάμε πως δε γροικούμε Στάθ. (Martini) Β΄ 123· τον αρρωστάρην ήκαμε κι ο κύρης το πιστεύγει Ερωτόκρ. Α΄ 2047· ο πασάς με πονηριά μεγάλη έκανε πως μισσεύει αγάλι αγάλι Λεηλ. Παροικ. 270· ήκανε πως στη Σίφνο οδεύγει Λεηλ. Παροικ. 212. 19) Συγκροτώ, οργανώνω· (προκ. για γάμο τελώ): ως έμαθεν ο βασιλέας ότι φουσσάτα κάμνεις ... Χρον. Μορ. H 3755· Μίαν συντροφιά εκάμανε παπαδοκαλογέροι Τζάνε, Κρ. πόλ. 15411· έκαμεν αρμάδα μεγάλη Ιστ. πατρ. 1255· εκάμνασιν τον παρλαμά κι επαίρναν την βουλήν τους Χρον. Μορ. H 4402. 20) Τακτοποιώ, διευθετώ: ύστερα τσ’ άλλες σου δουλειές και τα χαρτιά σου κάμε Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 394. 21) Κατορθώνω: Μα ’δά δεν κάνεις τίβοτας, αν ήπιες και φαρμάκι Πανώρ. Ε΄ 202· τα κλάηματά σου| δε σου λιγαίνου τσι καημούς και δώρος τση καρδιάς σου| δεν κάνουσι Πανώρ. Α΄ 233. 22) Πετυχαίνω: Στην κόλασην το βλέμμασ σου με λάμνει| και σύρνει με το δειν να με κρεμμίσουν,| άλλον η πίστη μ’ από σεν δεν κάμνει Κυπρ. ερωτ. 10045. 23) Εφευρίσκω: τον πτωχόν τον νοικοκύρην| κάμνουν τρόπον να τον δείρουν Συναξ. γυν. 982· κάμε τρόπο, λυγερή, γέλα τους εδικούς σου Ch. pop. 280. 24) Γίνομαι αιτία (να ...): εκείνα που τον κάνουσι συχνιά ν’ αναγαλλιάσει Ερωτόκρ. Δ΄ 611· τση νιότης τσι ξεφάντωσες ποτέ σου μη θυμάσαι,| γιατί με πρίκα μοναχάς σε κάνου πάντα να ’σαι Πανώρ. Γ΄ 342· οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο| κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των αθρώπω Ερωτόκρ. Α΄ 930. 25) Συντελώ: Η αγάπη με την ζήλεια αντάμα συμπλεγμένα,| σ’ όποια καρδιά ριζώσουσι, κάμνουν και τιμωρείται Δεφ., Λόγ. 372. 26) Παρακινώ, ωθώ: συχνιά μου παραμάνιζες κι ήλεγες πως σε κάνω| να βάλεις τα βιβλία μου εις την φωτιάν απάνου Ερωτόκρ. Α΄ 1037· λέγοντας μοιρολόγια οπού κάνα τσ’ ανθρώπους μαύρα δάκρυα κι εβγάνα Λεηλ. Παροικ. 245. 27) Αναγκάζω: Η αγάπη το Ρωτόκριτο κάνει να πολεμήσει Ερωτόκρ. Α΄ 591· η αγάπη της πατρίδος του τον κάμνει ν’ αποθάνει Λίμπον. 335· Θέλω την κάμει να το πει κι εκείνη μοναχή τση Ερωφ. Δ΄ 447· Θεός απ’ όλους τσι θεούς κάνω συχνιά και τρέμου Πανώρ. Ε΄ 19· Πολλές φορές μ’ εκάμασι τα κοπελίστικά σου| και ήπια φαρμάκι και χολές για τα κουτσουνικά σου Ερωτόκρ. Γ΄ 97. 28) Προκαλώ: αλάφρωσην εις το κακό οπού ’χε δεν τσ’ εκάμα Ερωτόκρ. Α΄ 678· ήκουσαν τον θόρυβον που εκάμναν οι Ρωμαίοι Χρον. Μορ. H 5404· Γιατί θα κάμεις ταραχή, σα σου το μολογήσω Θυσ.2 123. 29) Προξενώ: μια κόρη σαν εμένα| μικρή, οπού δεν σας έκαμε ποτέ κακό κανένα Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 108· η ντροπή που μου ’καμε Ερωφ. Δ΄ 627· όταν δεν μπορούν να κάμουσι ζημίαν ... Παλαμήδ., Βοηβ. 32. 30) Συνευρίσκομαι ερωτικά: ένας από τους εδικούς μας άρχοντες εμπήκε εισέ μιας φτωχής σπίτι και επροσπάθησε να κάμει με δαύτηνε με δυναστικόν τρόπον Σουμμ., Ρεμπελ. 169. 31) Ταιριάζω, είμαι κατάλληλος: Στην ευλαβούμενην καρδιάν ο κάθε τόπος κάνει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [847]. 32) α) Ζω, διάγω: Έτσι κι οι γιάντρες διχωστάς γυναίκες δε φελούσι| κι εκείνες δίχως των αντρώ να κάμου δε μπορούσι Πανώρ. Γ΄ 126· Να δεις στα ξένα, στα μακρά πώς κάνου, πώς περνούσι Ερωτόκρ. Α΄ 1277· τι κάμνει| το αηδόνι μου, τι κάμνει το πουλί μου; Ερωτοπ. 373· β) παραμένω (σε αξίωμα): έκαμε δε ολίγον καιρόν εις τον πατριαρχικόν θρόνον Ιστ. πατρ. 10116· γ) διανύω χρονικό διάστημα (με πρόθεση να κάμω κ.): Μέρες ο δούκας έκαμε οκτώ σωστές να κρίνει Στάθ. (Martini) Γ΄ 56. 33) Δίνω εξαγόμενο, συμποσούμαι: Οκτώ και τέσσερεις και εφτά και δώδεκα, α δε σφάνω,| κάνουσιν όλοι δεκατρείς και πούρι δεν ξεχάνω.| Αφέντης μου μου μήνυσε για τόσους ν’ αρδινιάσω| το δείπνο Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 50. 34) Προσφέρω (ως θυσία) κ.: το πρόβατο το ένα να κάμεις το πουρνό και το πρόβατο το δεύτερο να κάμεις ανάμεσα τα ισπερνά Πεντ. Αρ. XXVIII 4. 35) (Με σύστ. αντικ.) κάνω κάμωμα = (α) κάνω κακή ενέργεια: τι το κάμωμα ετούτο ος εκάμετε; Πεντ. Γέν. XLIV 15· (β) συνευρίσκομαι (ερωτικά): βουρλίζω τους και θέτουν μετά μένα και κάμνω το το κάμωμα και χαίρεται η καρδιά μου Σαχλ., Αφήγ. 847. 36) (Προκ. για αξία πράγματος) υπολογίζω: ό,τι πρέζιον το ’θελε κάμει οπλεγάρεται η ... κερα-Μαρκεζίνα να το πλερώσει Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 1948. 37) Ξεπερνώ (κάπ.): Άφησε να σε κάμει ο φίλος σου από λόγια, με όλον ότι εσού να ημπορείς να τον κάμεις Ξόμπλιν φ. 133r. Φρ. 1) Κάνω αγάπη = συμφιλιώνομαι (συμφωνώ): μόνο αγάπη, αν μπορεις, κάμε μ’ αυτόν (ενν. τον Κωνσταντή) για να ’χεις| ανάπαψιν Διγ. O 275· έκαμε αγάπη με τον βασιλέα της Πόλης Χρον. σουλτ. 5115· αγάπη εκάναμε, φίλους μου θε να τσ’ έχω Τζάνε, Κρ. πόλ. 5795. 2) Κάνω άδεια = επιτρέπω: όρισε τους κιαούσηδες καπικήδες και του εκάμανε άδεια και εδιάβη Χρον. σουλτ. 2728. 3) Κάνω αίματα = σκοτώνω πολλούς, σκορπώ το θάνατο: να κάμω βρύσες αίματα, σωρούς τα σκοτωμένα| κορμιά Στάθ. (Martini) Α΄ 95. 4) Κάνω αλλαξία = αλλάζω: ω χρόνε κακότατε, πόσες αλλαξίες κάμνεις με τους χρόνους σου! Χίκα, Μονωδ. 87. 5) Κάνω αναφορά = καταγγέλλω: Η αιτία της συμφοράς ... ήτον διατί έκαμα ... την αναφοράν διά τον κυρ-Δανιήλ Συναδ., Χρον. 61. 6) Κάνω ανεγάλλιαση = αναγαλλιάζω, χαίρομαι: Δε γράφω τσ’ ανεγάλλιασες της χώρας οπού κάναν,| οπού στολίσαν τρίγυρα και πεύκια χάμαι βάναν| ο γενεράλες να πατεί Τζάνε, Κρ. πόλ. 3447. 7) Κάνω απόκρισιν = απαντώ: Ούτε της βασιλείας σου απόκρισιν να κάμω Κορων., Μπούας 59. 8) Κάνω απόλυση = απολύω, τελειώνω: έκαμε την απόλυση (ενν. ο παπάς) και βγαίνομεν να δούμεν Διήγ. ωραιότ. 393. 9) Κάνω απόφαση = αποφασίζω, κρίνω: Α σου ’φταιξα καμιά φορά, απόφαση άλλη κάμε Θυσ.2 815. 10) Κάνω άρμενα = αποπλέω, κάνω πανιά: προς το λιμιώνα, στρατηγοί, τυχαίνει να συρθούμε, ογιά να κάμομ’ άρμενα Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ΄ 88· έκαμαν άρμενα από την Βενετίαν Δωρ. Μον. XVIII· εκάμαν άρμενα, στο πέλαγος εβγήκαν Γαδ. διήγ. 141. 11) Κάνω αρώματα = αρωματίζω, μυρώνω: τα σωθικά εξήβαλαν και αρώματα του κάνουν Πόλ. Τρωάδ. 697. 12) Κάνω ασκημάδι = ατιμάζω: Θε να κάμεις του κυρού εις την τιμή ασκημάδι Ερωτόκρ. Β΄ 183. 13) κάνω βίγλα = βιγλίζω, φρουρώ: απάνω στο νησί ... έχει σημάδι ένα κεφάλι άπου κάμνουν οι κουρσάροι τη βίγλα Πορτολ. A 18315. 14) Κάνω βοήθεια = βοηθώ: ήρθανε και άλλοι αφεντάδες από την Ανατολή και του εκάμανε βοήθεια και συντροφίαν Χρον. σουλτ. 4832. 15) Κάνω βουλή ή βουλ(η)τά = συσκέπτομαι, αποφασίζω: εκεί βουλτά εκάμασι να ρίξουσι μπαλλόττα Γαδ. διήγ. (Wagn.) 143· εκάμασι βουλήν και τον εθανατώσαν Ιστ. Βλαχ. 513· Είντα βουλή να κάμομε, τι στράτα να κρατούμε Γαδ. διήγ. 33. 16) Κάνω βρούχος = βρυχιέμαι: μέγα βρούχος έκαμεν, ως λέοντας εμουγκάτο Πικατ. 539. 17) Κάνω γογγυσιές = γογγύζω, παραπονιέμαι: γογγυσιές μην κάνουν για όνομά τως Τζάνε, Κρ. πόλ. 13917. 18) Κάνω γράμματα = γράφω: Α δε διαβάζω στο χαρτί, γράμματα κάνω πάλι,| που να τα συντηρά κιανείς, να ’χει χαρά μεγάλη Στάθ. (Martini) Α΄ 209. 19) Κάνω δαρμό = δέρνω: άσ’ τη και αυτείνη την κακή μαριόλα κι ήκαμά τση| δαρμό ωσάν τση ετύχαινε Στάθ. (Martini) Β΄ 295. 20) Κάνω δίκαιο = ασκώ, απονέμω δικαιοσύνη: βλέπετε οι άρχοντες να κάμνετε το δίκαιον Γεωργηλ., Βελ. 711. Να κάμνουσι το δίκαιον κι ουχί κανένα φαύλον Κορων., Μπούας 14. 21) Κάνω δικαιοσύνη (και δικιοσύνη) = απονέμω δικαιοσύνη: έχει τον φόβον του Θεού, δικαιοσύνη κάνει Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 55· Καλά περίσσια γροίκησες και κάμε δικιοσύνη Ερωφ. Γ΄ 363· με του Τούρκου το σπαθί να κάμει δικαιοσύνη Αχέλ. 542. 22) Κάνω κάπ. δικό μου = κάνω οικείο: γιατί εδικούς δεν τσ’ έκαμες βάνοντας το παιδί σου| σε χέρια ανθρώπω που ’σανε πάσα καιρόν εχθροί σου; (ενν. οι δυο βασιλιάδες) Ερωφ. Δ΄ 497. 23) Κάνω δόλον = συμπεριφέρομαι δόλια: εφοβήθηκα δε πάλιν| μήπως κείνος κάμει δόλον (παραλ. 1 στ.) και πάρει την βασιλείαν Πτωχολ. P 330. 24) Κάνω δρόμο, οδό = προχωρώ, περπατώ: μεγάλον δρόμον έκαμα, πολλά μακράν επήγα Διγ. A 2514· μέσα σε κάμπους, σε βουνά έκαμνα την οδό μου Διγ. O 2496. 25) Κάνω δύση = δύω: φως άξο απού ποτέ δεν κάμνει δύση Ροδολ. (Μανούσ.) Χορ. γ΄ [6]. 26) Κάνω εκδίκηση = εκδικούμαι: να μπει στην Ερδελίαν, εκδίκησιν να κάνει Σταυριν. 866. 27) Κάνω ελεημοσύνη = λυπούμαι (κάπ.): Ορπίζω, σαν τση δηγηθώ το πως κι εγώ γι’ αυτείνη| σε τέτοια πάθη βρίσκομαι, να κάμ’ ελεημοσύνη Πανώρ. Γ΄ 464. 28) Κάνω εξοδιά = ξοδεύω: σε βίον οπού είχανε, στην εξοδιά που κάναν Τζάνε, Κρ. πόλ. 5211. 29) Κάνω έξοδο = βγαίνω έξω σε «ζητεία»: ζητεί και κάμνει έξοδον να κτίσει μοναστήρι Ιμπ. 515. 30) Κάνω επανέβαση = αυξαίνω: υπήγαν κι έκαμαν επανέβασιν εις το χαράτσιον, φλωρία πεντακόσια Ιστ. πατρ. 1549· 31) Κάνω ευλογητόν = αρχίζω ακολουθία: Ώρα δε του εσπερινού έκαμαν ευλογητόν κατά την τάξιν Ιστ. πατρ. 19111. Περί καθῃρημένων ότι ευλογητόν δεν κάμνουν Βακτ. αρχιερ. 158. 32) Κάνω επιβουλή = επιβουλεύομαι: τότ’ ελόγιασεν επιβουλήν να κάμει| τον Μιχαήλ τον ακουστόν διά να αποκάμει Παλαμήδ., Βοηβ. 1193·. 33) Κάνω ερημία = ερημώνω: ηύρεν ο Τάταρης καιρόν και κάμνει ερημιάν Σταυριν. 1134. 34) Κάνω ευχή = προσεύχομαι: πατριάρχα Αβραάμ, ίσα κάμε την ευχήν σου Συναξ. γυν. 143. 35) (Αμτβ. σε υποτ. με προηγ. το έχω) = έχω δοσοληψίες: όλοι είχασι να κάμουσι με του λόγου της Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 415. 36) Κάνω ζευγάρι = αροτριώ: βόδια οπού είχαν ζεμέναν και έκαναν ζευγάρι και αυτά εξέψυξαν Διήγ. πανωφ. 60. 37) Κάνω θάρρος = ενθαρρύνομαι: εποφάσισα την κοπελιά να πάρω| ετούτη τση κερά-Μηλιάς ογιά να κάμω θάρρος Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 308. 38) Κάνω θλίψη = θλίβομαι: όταν αποχωριστούν, κάμνουν μεγάλην θλίψιν Φυσιολ. (Legr.) 647. 39) Κάνω θνήσιν (μεγάλην) = προκαλώ (πολλούς) φόνους: οι Ούγγροι κατατρέχουν τους, μεγάλην θνήσιν κάμνουν Αργυρ., Βάρν. K 250. 40) Κάνω θρήνο = θρηνώ: τι να πω εκ τους φίλους του, τον θρήνον οπού κάμνουν; Πόλ. Τρωάδ. 655. 41) Κάνω θρόνο = εγκαθίσταμαι επίσκοπος: υπήγεν εις μίαν επισκοπήν αυτού, η οποία ήτον η Κορώνης και εκεί έκαμε θρόνον Ιστ. πατρ. 1438. 42) Κάνω καλή καρδιά = ευχαριστιέμαι: Κάμε λοιπό καλήν καρδιά και μετά μας το χαίρου Ερωτόκρ. Δ΄ 293. με το φαγητόν καλήν καρδιάν εκάμα Αχέλ. 987. 43) Κάνω καλοσύνη = συμφιλιώνομαι: Οι σκοτωμοί που γίνουνται, βαριούνται τσι κι εκείνοι,| τσ’ έξοδες και τσι κούρασες και κάνουν καλοσύνη Ερωτόκρ. Γ΄ 180. 44) Κάνω κανάκια = κανακεύω: όταν σου δείχνει και αγαπά και κάμνει σου κανάκια,| αυτείνη γέμει μέσα της χίλιων λογιών φαρμάκια Δεφ., Λόγ. 407. 45) Κάνω καρδιά = δείχνω θάρρος: αφήνεις το φουσσάτο σου και θες να φύγεις; Αμή κάμε καρδία και σταμάτησε Χρον. σουλτ. 731. 46) Κάνω καρπό = καρποφορώ: να ’σωνα εις τον αθό σου,| όντε κάμνεις τον καρπό σου Αγν., Ποιήμ. Β΄ 24. 47) Κάνω κατασκευή = μηχανεύομαι: τον πασά Καμούτζα, να κάμουνε κατασκευή να τονε πιάσουνε Χρον. σουλτ. 11014. 48) Κάνω κατοικιά = διαμένω, εγκαθίσταμαι: εκάμασίνε κατοικιά πολλήν στο Βενεράτο Τζάνε, Κρ. πόλ. 25812. 49) Κάνω κέρδος = κερδίζω: εδιαγούμεψε και πολύν κέρδος έκαμε και πολλήν σκλαβίαν επήρε Χρον. σουλτ. 2921. 50) Κάνω κεφάλι = επαναστατώ, ξεσηκώνομαι: επήγαν (ενν. οι φυλακωμένοι) και εστάθηκαν έξω, εις την μέση του Άμμου ... και εκεί έκαμαν κεφάλι και εδυναμώθηκαν και επεριπατούσαν φανερά Σουμμ., Ρεμπελ. 190.· 51) Κάνω κλάψιμο = κλαίω, θρηνώ: έκαμαν πολύν κλάψιμον του οσπιτίου τους οι άνθρωποι Διγ. Άνδρ. 41023. 52) Κάνω κομμάτια = κομματιάζω: κομμάτια να με κάμετε εμπρός εις το ντιβάνι Στ. Βοεβ. 41713. 53) Κάνω κόντο = λογαριάζω: κάνω κόντο, κατά πώς ποθές τα ’χω γραμμένα,| πως μου χρωστείς αληθινά τορνέσα ακόμη εμένα Στάθ. (Martini) Α΄ 203. 54) Κάνω κόπο = κοπιάζω: κόπον εκάμασιν πολύν νύκτες και τες ημέρες Θρ. Κύπρ. M 294. 55) Κάνω κουκορέξα = φέρνω δήθεν δυσκολίες: κουκορέξα κάνετε για να σας ξαναπούσι| τούτ’ οι φτωχοί για λόγου σας πως δε μπορού να ζιούσι Πανώρ. Δ΄ 91.· 56) Κάνω κούρσο = κουρσεύω, λεηλατώ: Αμέ το κούρσο που ’καμες εις το Τριβίζο πάλι Κορων., Μπούας 150. 57) Κάνω κρίση = (α) κρίνω· αποφασίζω: Ωσάν με σφάξεις, μην καγώ, μην κάμεις τέτοια κρίση Θυσ.2 891· αυθέντης ο καλός κάμνει δικαίαν κρίση Σταυριν. 691· και σε κολάσει ο Θεός, οπόταν κάμει κρίση Ιστ. Βλαχ. 1878· (β) καταδικάζω: να τον ευρεί| κι απάνω ντου κρίση πρικιά να κάμει Ερωτόκρ. Γ΄ 1172. 58) Κάνω κρισίματα = τιμωρώ: εις τα είδωλά τους έκαμεν ο Κύριος κρισίματα Πεντ. Aρ. XXXIII 4. 59) Κάνω κυνήγι = κυνηγώ: ογιά νά βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι Ερωτόκρ. Β΄ 698. 60) Κάνω λεβάδα = αποπλέω: ο πασάς κάνει λεβάδα.| Σηκώνεται οξοπίσω όλ’ η αρμάδα| και φεύγει από το πόρτο Λεηλ. Παροικ. 609. 61) Κάνω λιμιώνα = πιάνω λιμάνι, αγκυροβολώ: απέσω εις τον κόρφον κάνουν τον λιμιώναν Πορτολ. A 17910. 62) Κάνω λύπη = λυπάμαι: Η μήτηρ του εμαδίζετον, λύπες μεγάλες κάμνει Ιμπ. 186. 63) Κάνω κ. μακελείο = κατασπαράζω: εφάνηκε ένα μέγα θηρίο,| καταπάνω της έτρεχεν να κάμει μακελείο Διγ. O 2412. 64) Κάνω μαλιά = πολεμώ: Πόσους πολέμους και μαλιές με τον Πέρσο ’χα κάμει Ερωφ. Β΄ 383. 65) Κάνω μάτια = γνέφω, κάνω νόημα: των νέων κάμνουν μάτια| και χορεύοντας μιλούσι| με τους άνδρας και γελούσι Συναξ. γυν. 619. 66) Κάνω μαυλισίες = κάνω έκτροπα: διά να μου φέρνουσιν κρασίν, να κάμω μαυλισίες Σαχλ., Αφήγ. 845. 67) Κάνω μάχη = μάχομαι: γίνωσκε, ο δούκας σοι μηνύει| πως κάμνει μάχην κατά σου και σαφώς σοι δεικνύει Κορων., Μπούας 22. 68) Κάνω μάχη για να ... = προσπαθώ πολύ: για να βρουν βοϊδόνευρον έκαμαν πολλήν μάχη Αιτωλ., Μύθ. 382. 69) Κάνω μάχη = αντιμάχομαι, εναντιώνομαι: πάντα του να σε προσκυνά, να μη σου κάνει μάχη Ερωτόκρ. Ε΄ 1268· αδυνατά εντιστένουμου και μάχην ήκανά του Στάθ. (Martini) Β΄ 212· να μη τους έχει έχθρηταν, μηδέ να κάμν’ αμάχη Παλαμήδ., Βοηβ. 416. 70) Κάνω μερτικά = κόβω κ. σε μερίδες: μερτικά τούς κάνασι κι εμαγειρεύγασί τσι Τζάνε, Κρ. πόλ. 44114. 71) Κάνω μετάνοια = γονυπετώ: ο γέροντας ήκαμε μετάνοια του αγγέλου και λέγει Αποκ. Θεοτ. II 5. 72) Κάνω μέτρος = ενεργώ με προσοχή, παίρνω μέτρα: εσύ, είντα μέτρος ήκαμες σ’ ετούτα που μου λέγεις; Ερωτόκρ. Α΄ 201. 73) Κάνω μίνα = βάζω φουρνέλο: ήτο πέτρες ριζιμιές και δεν εκάναν μίνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 48020. 74) Κάνω ναβάλα = ναυμαχώ: σαν εκόντεψαν, εκάμασι ναβάλα| κι εχύθηκεν απάνω τους πεζούρα και καβάλα Ιστ. Βλαχ. 187. 75) Κάνω νάτο = ειδοποιώ: ο Σολιμάνος τωνε κάνει νάτο με το χέρι ντου Ερωφ. Ιντ. γ΄ 64. 76) Κάνω νεκρανάσταση = «κάνω θαύμα»· πραγματοποιώ κ. ανέφικτο: Ήρθεν κι ο φίλος και θωρεί το φίλο σ’ άλλα φύλλα| κι εκάμα νεκρανάσταση της Αρετής τα μήλα Ερωτόκρ. Α΄ 2102. 77) Κάνω νερό = προμηθεύομαι νερό, υδρεύομαι: νερό πάει να κάμει| κι εμπαίνασι στο Κέφαλο να ’βρωσι το ποτάμι.| Κι εμπαίνασι τα κάτεργα εκεί για να γεμίσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33823· Τζάνε, Κρ. πόλ. 3376. 78) Κάνω νίκη = νικώ: Ο Σαν-μπασας ελόγιαζεν τότες πως νίκη κάνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 3471. 79) Κάνω κάπ. ντροπή = προξενώ ντροπή, ντροπιάζω: Όντε γυρέψειν ήθελα να πάρω την τιμή σου| γή σκιάς ελίγην εντροπή να κάμω στο κορμί σου ... Πανώρ. Β΄ 326. 80) Κάνω ομάτζια = τιμώ: αρχάζουν οι άπαντες λίζοι του πριγκιπάτου και κάμνουσιν ομάτζια στον πρίγκιπαν εκείνον Χρον. Μορ. H 7890. 81) Κάνω ομολογία = δίνω μαρτυρία: Περί ανηλίκου αν κάμει ομολογίαν, δεν στέργεται Βακτ. αρχιερ. 135. 82) Κάνω ομόνοια = συμφιλιώνομαι, ομονοώ: εις το καστέλι ο αγάς κι οι άλλοι Τούρκοι εμπήκαν| κι εκάμασι ομόνοια ογιά να πολεμήσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 35013. 83) Κάνω όξω τον νου = αδιαφορώ: φέρνει (ενν. ο πτωχός) τσι μαρτύρους και δε θέλουσίνε να τσι ’ζαμινάρει ο νοδάρος, γιατί έχει φαβόρε και μιλούσινε του νοδάρο και κάνει όξω του νου Κατά ζουράρη 121. 84) Κάνω οπίσω= υποχωρώ: είπασι των αλλωνών οπίσω για να κάμουν,| Νικόλαος κι Αλέξανδρος ομπρός διά να δράμουν Αλεξ. 347. 85) Κάνω ορδινία = δίνω διαταγή: σηκώσου, φρόντισε και κάμε ορδινίαν,| μάζωξε τα φουσσάτα σου από την επαρχίαν Ιστ. Βλαχ. 975. 86) Κάνω ορισμό = ορίζω: ορισμόν έκαμαν ότι παιδί χριστιανού γράμματα να μηδέν μανθάνει Χρον. 307. 87) Κάνω όρκο = ορκίζομαι: όρκον αν έκαμες τινός, να μη τον αθετήσεις Ιστ. Βλαχ. 1430. 88) Κάνω ορμή = ορμώ: Βουλήν επήρασιν ομοιώς το γένος το αλβάνι,| να κάμουν πράξιν και ορμήν να μπουν εις την Λευχάδα Χρον. Τόκκων 58. 89) Κάνω όφελος = ωφελώ: ογιά λόγου σας όφελος ... (θέλετε) κάμει Ερωφ. Ιντ. γ΄ 74. 90) Κάνω παντρειά = παντρεύομαι: παρά να πω ποτέ το ναι και παντρειά να κάμω Ερωτόκρ. Ε΄ 490. 91) Κάνω παραίτηση = παραιτούμαι: ο πατριάρχης ... έκαμεν παραίτησιν Μ. Χρονογρ. 3637. 92) Κάνω παράκληση = παρακαλώ, δέομαι: κάμνοντας παράκλησες έγιν’ ιατρεμένη Θρ. Κύπρ. K 486. 93) Κάνω παρανομίας = παρανομώ: πολλάς αδικίας και παρανομίας έκαμεν Χρον. 307. 94) Κάνω παρατήρημα = κάνω διαπιστώσεις: τέτοια παρατηρήματα μην κάνεις απατή σου Ερωφ. Ε΄ 294. 95) Κάνω Πάσχα = γιορτάζω το Πάσχα: να κατοικήσει μετά σεν ξένος και να κάμει Πάσχα του Κύριου Πεντ. Έξ. XII 48. 96) Κάνω πέτρα την καρδιά = υπομένω, είμαι καρτερικός: να κάμει πέτρα την καρδιά, να μη του δώσει πόνους Διακρούσ. 1035. 97) Κάνω πιλάλα = μετέχω σε ιπποδρομίες: έγινε μέγας φόνος εις τους χριστιανούς ένας από τον άλλον εις το Ιπποδρόμιον ... εις την ημέραν οπού είχαν συνήθειαν οι χριστιανοί και έκαμαν πιλάλα Διήγ. Αγ. Σοφ. 14716. 989) Κάνω πόλεμο = πολεμώ: κάμνουσι πόλεμον φρικτόν αμφότερα τα μέρη Γεωργηλ., Βελ. 319. 99) Κάνω πράξη = ενεργώ: Βουλήν επήρασιν ...| να κάμουν πράξιν και ορμήν να μπουν εις την Λευχάδα Χρον. Τόκκων 58. 100) Κάνω προκοπή = φροντίζω, προσπαθώ: δεν εκάμαν προκοπήν να τρέξουν να τους πιάσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 50711. 101) Κάνω προφητεία = προφητεύω: Μία γυναίκα μάγισσα ...| ... έλεγε πως κάμνει προφητείες Αιτωλ., Μύθ. 802. 102) Κάνω σημάδι = (α) δίνω σήμα, ειδοποιώ: περίσσες σάλπιγγες σημάδιν τούς εκάμαν Αχέλ. 1007· Με την καρδιά της ήκαμεν σημάδι του δεξιώτη Απόκοπ. 417· (β) φέρνω απόδειξη, τεκμήριο: τ’ αμμάτια του τους όρισε κι εβγάλα (παραλ. 3 στίχ.) και πλια άγριος μέσα στη χαρά των έκαμε σημάδι Ερωφ. Ε΄ 155· 103) Κάνω σκόλη = ησυχάζω: τούτος με την ρήγισσα ουδέν εκάμναν σκόλη Τριβ., Ρε 254. 104) Κάνω τον σταυρόν μου = σταυροκοπιέμαι: έτρεξε καταπάνω του και κάνει τον σταυρόν του| και το θηρίον είδεν τον και τρέχει εις αυτόν του Δαρκές, Προσκυν. 89. 105) Κάνω στοίχημα = στοιχηματίζω: τούτο σε κάμνω στοίχημαν Αχιλλ. L 118. 106) Κάνω στράτα = (α) προχωρώ, βαδίζω: Ω πόσην στράταν έκαμα στ’ όρος ή στο λιβάδι Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1]· (β) (Ππροκ. για άστρα) ακολουθώ τροχιά: Ποια στράτα τ’ άστρη κάνουσιν, ποιον κύκλον το φεγγάρι Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 35. 107) Κάνω σύβαση = συμβιβάζομαι, συμφωνώ: Σύβασες να μας κάμουνε, καράβια να μας δώσου Τζάνε, Κρ. πόλ. 3853· 108) Κάνω συμβουλήν = αποφασίζω: παρευθύς επρόσταξε να δράμουν να τους βρούσι,| δεμένους να τους φέρουσι και πλιο να μην αργούσι,| εκείνους οπού εκάμασι την συμβουλήν του φόνου Λίμπον. 443. 109) Κάνω συμβούλιο = συσκέπτομαι, συνεδριάζω: το πού να κρούσουν πρότερα συμβούλιον εκάμα Αχέλ. 298. να κάμουνε συμβούλιο πώς έχουνε να διάξουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33523. 110) Κάνω συμπεθεριό = συμπεθεριάζω: να βουληθεί με βασιλιό συμπεθεριό να κάμει Ερωτόκρ. Γ΄ 1032. 111) Κάνω συντροφία = συντροφεύω: ήρθανε και άλλοι αφεντάδες από την Ανατολή και του εκάμανε βοήθεια και συντροφίαν Χρον. σουλτ. 4832. 112) Κάνω ταΐνι = ταΐζω: να τον κάμουν και ταΐνι| έν’ αφράτο παξιμάδι| και κρασάκι μίαν κούπα Πτωχολ. B 121. 113) Κάνω (κάπ.) ταίρι (μου) = παντρεύομαι κάπ.: να τη ζητήξ’ ο δουλευτής για να την κάμει ταίρι Ερωτόκρ. Γ΄ 799. 114) Κάνω τάξιν = επιβάλλω την τάξη: του τόπου προς κυβέρνησιν τάξιν να κάμν’ αρχίζει (ενν. ο Σινάν μπασιάς) Παλαμήδ., Βοηβ. 340. 115) Κάνω τελειοσύνη = φτάνω ως τα άκρα: να διω αν σαν την κραυγή της, οπού ήρτεν προς εμέν, έκαμαν τελειοσύνη Πεντ. Γέν. XVIII 21. 116) Κάνω τέλος στην ζωή μου = αυτοκτονώ: μετ’ αυτείνον έκαμε τέλος εις την ζωή της (ενν. η νένα) Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1165]. 117) Κάνω τιμή = (α) τιμώ: πολλήν τιμήν τον κάμνεις Πτωχολ. B 93. (β) λογαριάζω (προκ. για απόσταση): κάμε τιμή της πούντας πλωρήσια γ΄ Πορτολ. A 21322. 118) Το κάνω = συνουσιάζομαι: ύστερα, σαν της το κάμει| και το αίμα της να δράμει,| τότε με τα ψέματά της| δείχνει τον την παρθενιά της Συναξ. γυν. 675· τό επεθύμα η Μαξιμού, γοργόν τής το εποίκα·| κι απήτις της το έκαμα εγώ της Μαξιμούς της κούρβας ..., Διγ. (Trapp) Esc. 1567. 119) Κάνω τόνο = ρυμουλκώ: αν είσαι καταβολάρης, εγνώριζε ότι με την τρεμουντάνα δεν ημπορείς να σηκωθείς, αμή τυχαίνει να κάνεις τόνον έσω εις το ακρωτήρι Πορτολ. A 19513. 120) Κάνω φιλία = (α) γίνομαι φίλος: έκαμεν ένας αετός με αλεπού φιλίαν Αιτωλ., Μύθ. 11· (β) αγαπιέμαι (ερωτικά): αν το θέλεις, λυγερή και κάμομεν φιλίαν Ερωτοπ. 290. 121) Κάνω φοβέρες = φοβερίζω: έκαμε και μεγάλας φοβέρας εις εκείνους οπού να πειράζουν Μ. Χρονογρ. 3711. 122) Κάνω φόνο (πολύ ή περισσόν) = σκοτώνω πολλούς: φόνο πολύ και αμέτρητο εκάμανε Τζάνε, Κρ. πόλ. 3493· να κάμει φόνον περισσόν και αιματοχυσίαν Παλαμήδ., Βοηβ. 49. 123) Κάνω χά(ι)δια = κάνω νάζια, φέρνω δήθεν δυσκολίες: Γιαύτος πως δεν παντρεύεται λέγει και χάιδια κάνει Πανώρ. Γ΄ 259. 124) Κάνω χαρές = χαίρομαι: η χώρα ήκανε χαρές,| άφτε φωτοφανίες Τζάνε, Κρ. πόλ. 3829. 125) Κάνω χάρη = χαρίζομαι σε κάποιον: Λιποψυχά ο Ρωτόκριτος κι εκάμασί ντου χάρη| να ’ν’ πρώτος για τον κύρη ντου να τρέξει το κοντάρι Ερωτόκρ. Β΄ 1369. 126) Κάνω χάρισμα = δωρίζω, χαρίζω: ετάξαμε χαρίσματα να κάμομε μεγάλα Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. δ΄ 98. 127) Κάνω χειρότερό μου = οδηγώ τον εαυτό μου σε χειρότερη κατάσταση: σ’ όποια μέρη κι α διαβώ, κάνω χειρότερό μου| κι εκεί π’ ολπίζω γιατρικό, πληθαίνω τον καημό μου Πανώρ. Β΄ 1. 128) Κάνω χουγιατά = φωνάζω δυνατά: ν’ αγροικούν τ’ Αγαρηνού τα χουγιατά να κάμνει Τζάνε, Κρ. πόλ. 27111. 129) Κάνω χρεία (σε κάπ.) = χρειάζομαι: Πεντήκοντά ’χε διαλεκτά κομμάτι’ αρτιλαρία,| γιατί πολλά στον πόλεμον εκάμασί του χρεία Κορων., Μπούας 128· άλογα απήρεν (ενν. ο κιβιτάνος) μετ’ αυτόν, όσα του έκαμναν χρεία,| κι εκείσε ολόρθα εδιάβηκεν στον Άγιον Ζαχαρίαν Χρον. Μορ. H 2257. 130) Κά(μ)νει χρεία ή χρήση = χρειάζεται, είναι ανάγκη, είναι απαραίτητο: Απόψε κάνει χρεία| να δείξομε τη δύναμη κι όλη μας την αντρεία Ερωτόκρ. Α΄ 570· δίδει σου (ενν. ο Κύριος) βοήθειαν, όταν σου κάμνει χρεία Ιστ. Βλαχ. 1635· κάμνει χρήσιν να έχει (ενν. ο Σαμαρείτης) Σαρακηνούς μάρτυρας, διότι άλλη μαρτυρία ουδέν αξιάζει Ασσίζ. 5731-581. 131) Κάνω κ. εις χρήσιν = χρησιμοποιώ, αξιοποιώ: στον τόπον που ’τονε το μάλαμα βαλμένο κι εις χρήσιν δεν το έκαμες Αιτωλ., Μύθ. 5818. 132) Κάνω χρησμούς = χρησμοδοτώ: Υπάρχει μάρμαρον γλυπτόν, λευκόν, ωραιότατο| και έχει πάντας τους χρησμούς ους έκαμεν εκείσε Χρησμ. (Βέης) 341. 133) Κάνω χύσιν = ρέω: ευθύς το αίμαν έβρασεν, κάμνει μεγάλην χύσιν Απολλών. 408. 134) Κάνω ψήφος = λαμβάνω υπόψη: και πλάσιν ψήφος δεν κάμνει η κυρά μου Κυπρ. ερωτ. 10921. 135) Κάνω ψήφους = ψηφίζω: τους υπήγαν μέσα ... και έκαμαν τους ψήφους Ιστ. πατρ. 1745. 136) Κάνω τα λόγια κάπ. ψόματα = αποδεικνύω (κάπ.) ψεύτη: Ο Θεός ας κάμει ψόματα τα λόγια τα δικά μου| και να μην έχουν έφελος τα προμηνύματα μου Πανώρ. Ε΄ 281. 137) Κάνω ψυχικό = ελεώ: εγώ ... κάμνω ψυχικόν εις τον βασιλέαν Ιστ. πατρ. 16716. 138) Κάνω μάκρος = μακρηγορώ: διά να μην κάνω μάκρος ..., διατούτο σιωπώ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 56r. Το ουδ. της μτχ. του ενεστ. σε θέση ουσιαστικού = ενέργειες, πράξεις: πάσα είς τό θέλει ευρεί κατά τα κάμνοντά του Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 334.
       
  • κοιμούμαι,
    Διγ. (Trapp) Esc. 840, Φλώρ. 486, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 530, Ερωτοπ. 474, Λίβ. N 2633, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 495, Αχιλλ. O 521, Ιμπ. 796, Μαχ. 386, 6504, Θησ. Β΄ [35], Ch. pop. 383, Κορων., Μπούας 60, 102, Δεφ., Λόγ. 704, Κυπρ. ερωτ. 12660, Πανώρ. Β΄ 98, Ε΄ 363, Ερωφ. Ιντ. β΄ 73, Διγ. Άνδρ. 31613, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 94, 775, Β΄ 687, Δ΄ 990, Θυσ.2 485, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1193], Διακρούσ. 791, Τζάνε, Κρ. πόλ. 35518, 50317, 5254, κ.π.α.· κοιμούμαι ή κοιμώμαι, Προδρ. I 223, III 79, Ελλην. νόμ. 53020, 54118, Ασσίζ. 1344, 1386, 1464‑5, 16224, Βέλθ. 1040, Πανάρ. 621, 7416, Φυσιολ. (Offerm.) G 1083, Βουστρ. 443, Βακτ. αρχιερ. 181· κοιμώμαι, Προδρ. I 71, II G 90, Βέλθ. 1054, Σκλέντζα, Ποιήμ. 726·· μτχ. ενεστ. κοιμώντα και κοιμώντας, Κυπρ. ερωτ. 111, 7816, Πιστ. βοσκ. I 4, 158, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 670 (κριτ. υπ.), Δ΄ 64, Ε΄ 993.
    Το αρχ. κοιμάομαι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    Α´ Αμτβ. 1) Πλαγιάζω, κοιμούμαι: Εσύ έμαθες από νωρίς να πέφτεις να κοιμάσαι Ch. pop. 821· η κόρη στο κουβούκλι της εμβαίνει και κοιμάται Διγ. Z 195· Σαν ξεχαημένος πορπατεί, δεν τρώγει, δεν κοιμάται Πανώρ. Γ΄ 507· (με σύστ. αντικ.): ύπνον γλυκύν, γλυκύτατον Ιμπέριος εκοιμήθην Ιμπ. 659. 2) Πεθαίνω, κείτομαι νεκρός: εκοιμήθην εκεί ο άγιος και εθάψαν τον Μαχ. 3431· Αιωνία του η μνήμη, διότι εν μετανοίᾳ και εξομολογήσει εκοιμήθην Συναδ., Χρον. 48· εμακαρίζαν το νεκρό, πολλά τον επαινούσα·| κι αυτός κρυγιός κι ανέγνωρος παντοτινά κοιμάται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 1987· (με σύστ. αντικ.): πατριαρχεύσας ολίγον εκοιμήθη τον μακάριον ύπνον Ιστ. πολιτ. 3121· φρ. κοιμούμαι θάνατον = πεθαίνω: πόσοι ... εκοιμήθησαν θάνατον αιώνιον; Διήγ. πανωφ. 61. 3) Πλαγιάζω· έρχομαι σε ερωτική επαφή: αφότις εκοιμήθηκεν την †ηλιογεννημένην†, έτεκαν παίδα θαυμαστόν Διγ. (Trapp) Esc. 210· ως ουν είδα τον φουρνάρη (παραλ. 1 στ.), εκοιμήθηκα μαζί του| και εγέννησα εσένα Πτωχολ. B 354. 4) Αδιαφορώ, εφησυχάζω, αδρανώ: Όμως, φιλανθρωπότατε, θαρρώ ότι κοιμάσαι| και μας απαλησμόνησες και δεν μας ενθυμάσαι Ιστ. Βλαχ. 2541 [= Γέν. Ρωμ. 131]· ο πρίντζης ... και ο κοντοστάβλης ... δεν κοιμούνται, αμμέ εννοιάζουνται πώς να μα(ς) σκοτώσουν Μαχ. 43422· ας φυλάσσομεν μήπως και μας γελάσει (ενν. ο κλέπτης) (παραλ. 1 στ.) και ανοίξετε τα μάτια σας καμπόσον, μη κοιμάστε Πένθ. θαν.2 518. Β´ (Μτβ.) έρχομαι σε ερωτική επαφή, συνευρίσκομαι: εκοιμήθην την κι εξεπαρθένευσέν την Βέλθ. 1046· άφησα και την έχασα κι άλλος τηνε κοιμάται (ενν. την κοπελιά) Ευγέν. 839· εάν ετελείωσαν τον γάμον και εκοιμήθην ο γαμβρός της νύφης, ουδέν ημπορούν να χωριστούν Ασσίζ. 11325.
       
  • κοράσιον
    το, Σταφ., Ιατροσ. 16468, Διγ. Z 531, 799, Διγ. (Trapp) Esc. 69, 169, 611, 1568, Πόλ. Τρωάδ. 5, 332, Θησ. Θ΄ [782], Ch. pop. 352, Πτωχολ. (Κεχ.) P 214, Ερωφ. Ιντ. β΄ 78, Διγ. Άνδρ. 3325, Ψευδο-Σφρ. 15411· κοράσι, Ch. pop. 476, 567, Ριμ. κόρ. 751, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [286], Πτωχολ. B 237, Τζάνε, Κρ. πόλ. 1824, 20718·· κοράσιν, Ελλην. νόμ. 51614, 53021, 5365, 54112, Διγ. (Trapp) Esc. 66, Λίβ. P 411, Θρ. Κύπρ. K 327 (έκδ. τα κοράχια), Θρ. Κύπρ. M 285· κοράσιο, Θησ. Δ΄ [56], Ϛ΄ [312], Θησ. (Schmitt) 337 VII 12, Εκατόλ. M 3, Ερωφ. Ιντ. β΄ 82, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 30, Δ΄ 123· κοράσι(ο)ν, Φλώρ. 771, Αχιλλ. L 204, Αχιλλ. N 285, 296, Rechenb. 461, Βακτ. αρχιερ. 141· κοράσιο(ν), Θησ. Β΄ [35], Ε΄ [1023], Ζ΄ [866], Ερωφ. Ιντ. α΄ 127, β΄ 112, Δ΄ 421, Ε΄ 26, 207· κοράσο, Γύπ. Πρόλ. Διός 26, Πανώρ. Β΄ 495, Βοσκοπ.2 61, 113, 151, Ροδολ. Α΄ [633], Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 270, Πρόλ. άγν. κωμ. 19.
    Το μτγν. ουσ. κοράσιον. Ο τ. κοράσι στο Somav. Ο τ. κοράσιν στην Κύπρο (Λουκά, Γλωσσάρ. 231). Τ. κοράσον στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) Κορίτσι· παρθένα, ανύπαντρη γυναίκα: να δεις κοράσια πλια όμορφα παρά την Αρετούσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) A΄ 1245· μάθε αν ένι καλή, καλόγνωμον κοράσιον Σπαν. O 195· εχωρίσαν απέ τους εισσόδους τής ρηγάδας ... διά τες δύο του αδελφάδες (ενν. του ρηγός) τα κοράσια χιλιάδες η΄ τον χρόνον Μαχ. 5227. 2) Κόρη, θυγατέρα: Είχεν δε ο Αρχίστρατος κοράσιον ωραίον (παραλ. 6 στ.), ... πέμπει και φέρνει την αυτήν την θυγατέραν Απολλών. 183. 3) α) Σύζυγος: εγώ και το κοράσιον μου να είμεθεν αντάμα,| ότι ούς έσμιξεν ο Θεός άνθρωποι ου χωρίζουν Διγ. (Trapp) Esc. 1295· β) ερωμένη: τα τερπνά σου κοράσια να παραδώσουν (ενν. οι αμιράδες) άλλοις,| ά και στενάζουν διά σε Διγ. (Trapp) Gr. 395. 4) Θεραπαινίδα, ακόλουθος: άλλοι (ενν. Δαίμονες) κοράσια ας γενού και τακτικά ας γυρεύγου| σ’ εκείνο απού δύνουνται πάντα να τως δουλεύγου Ερωφ. Ιντ. α΄ 63· ακούμπησε (ενν. η Εμίλια) τα στήθη της άνω εις παρεθύριν| με μια ’πέ τα κοράσια της που ’χε στην κάμαράν της Θησ. Γ΄ [835].
       
  • κούπα
    η, Κρασοπ. 29, Διήγ. εις τους κρασοπατέρας 85, Φλώρ. 1295, 1489, Θησ. ΙΑ΄ [511], Χούμνου, Κοσμογ. 1693, 1865, Αλεξ. 369, 1164, Έκθ. χρον. 7028, Συναξ. γυν. 388, 392, Πεντ. Γέν. XLIV 2 δις, 16, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1283], Πανώρ. Δ΄ 62, Ερωφ. Ε΄ 152, Ευγέν. 1078, Στάθ. (Martini) Γ΄ 431, Διήγ. ωραιότ. 681, Πτωχολ. A 89, Πτωχολ. B 123, κ.π.α.
    Το λατ. cupacuppa, coppa, copa, coupa) (Ανδρ., Λεξ. και Niermeyer, Med. Lat. Lex., λ. cuppa) ή από το ιταλ. coppa (Βλ. και Pern., Ét. linguist. Γ΄ 438). Για την επιρρ. χρ. της λ. βλ. Dawk., Αφ. Χατζιδ., 1921, 49 και Κουκ., Αθ. 57, 1953, 218. Η λ. τον 7. αι. (Sophocl.), σε Διαθ. του 15. αι. (Βλ. Σάθ., ΜΒ Ϛ΄ 6555, 66426 και 66511), σε έγγρ. του 17. αι. (Βλ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 86 και Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 78) και σήμ.· για τη σημασ. της λ. στην Τήλο βλ. Παπαμανώλη, Παραδ. Κόσμημα, σ. 41. Η λ. με επιρρ. χρ. σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) α) Ποτήρι, κύπελλο: κούπαν εκράτει με κρασί Λίβ. Esc. 1062 κριτ. υπ.· κερνούν και τον Αλέξανδρον, την κούπαν γαρ λαμβάνει·| απήτις έπιε το κρασί, στον κόλφον του την βάνει Αλεξ. 1159· β) το περιεχόμενο του ποτηριού: στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν (ενν. οι άνομοι) Ανακάλ. 70. 2) Αγγείο, μεγάλο δοχείο: δέδωκε τούτῳ κούπας αργυράς τρεις ... Είλκεν ουν η μεν (πρώτη) λίτραν α΄, η δευτέρα λίτρας β΄,η δε τρίτη (λίτρας) δ΄ Rechenb. (Vog.) 936· Κούπαν εποιησάμην εξαγίων ν΄ Rechenb. (Vog.) 51. 3) α) Πήλινο πιάτο: Κυπρ. χφ. 159· β) πιατέλα (Για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Ε΄ 154): θέτουν με (ενν. τον λαγωό) εις τα χρυσά και αργυρά σκουτέλια| και βάνουν με εις έμορφας κούπας με πιπεράδες Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 300. 4) Λύχνος, «ποτήρι» καντήλας: να κάμεις λυχνιά μάλαμα καθάριο· σφυριστή να γενεί η λυχνιά· το μερί της και το καλάμι της· οι κούπες της, τα μήλα της και τα άθια της Πεντ. Έξ. XXV 31.
       
  • κουτί
    το.
    Από το αρχ. κύτος> κυτίον (Ανδρ., Λεξ.). Η λ. στο Somav. και σήμ.
    Κουτί: πολυτίμητο λιθάρι (παραλ. 1 στ.) σε χρυσό κουτί βαλμένο Πτωχολ. B 189.
       
  • κρασάκι
    το, Συναδ., Χρον. 42, Διήγ. ωραιότ. 803, 913, Πτωχολ. A 89,179, Πτωχολ. B 123, 179, 233, 382.
    Από το ουσ. κρασί και την κατάλ. ‑άκι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    Κρασί: έδωκέ τον ο αφέντης| άλλο ένα παξιμάδι| και δύο κούπες κρασάκι Πτωχολ. A 127.
       
  • κτίζω,
    Βίος Αλ. 2441, 5424, Λίβ. P 2041, 2109, 2278, Λίβ. Sc. 2212, Ιμπ. 590, 594, 604, 605, 704, Αλεξ. 530, Ιμπ. (Legr.) 35, Ιστ. πατρ. 16921, Ερωφ. Αφ. 75, Πρόλ. 51, 132, Ιντ. α΄ 57, β΄ 164, Γ΄ 34, Ιστ. Βλαχ. 2657, Διγ. Άνδρ. 31411, 35632, 36033, 39822, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 156, Στάθ. (Martini) Ιντ. α΄ 35, Ροδολ. Β΄ [7], Τζάνε, Κρ. πόλ. 15211, 1797, 18414, 21114, 2158, 2504, 30218, 3305, 45126, 45313, 46010, 46623, 4793, 4892, 5004· χθίζω, Χρον. Τόκκων 119· χτίζω, Χρον. Μορ. H 1402, 1920, 7997, Χρον. Μορ. P 2989, 5618, Πεντ. Γέν. X 11, XI 4, XIII 18, XXXIII 17, Αρ. XXIII 14, 29, XXXII 24, 34, Δευτ. VI 10, XX 5, 20, XXII 8, XXV 9, XXVII 5, XXVIII 30, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Νενεδ.) 6312.
    Το αρχ. κτίζω. Ο τ. χτίζω και σήμ.
    1) α) Οικοδομώ, χτίζω: Εκτίσασίν την και λουτρόν μέσα στο μεσοκήπιν Διγ. Z 111· Οίκον δε έκτισε λαμπρόν μέσον του παραδείσου Διγ. Z 3807· ύστερον δε κτίζει κάστρον ισχυρότατον Έκθ. χρον. 8131· (μεταφ.) η πίστη: οπὄδωσε την δύναμη του πόθου σου κι εκτίστη Φαλιέρ., Ιστ.2 196· νιαν αγάπη κτίζουνε| και την παλιά χαλούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1270· β) ιδρύω: ουδέ διά σε το εκτίσασι τούτο το μοναστήριν,| του να το τρώγεις μοναχός μετά των συγγενών σου Προδρ. III 378· έθαψέν το (ενν. το σώμα τον πατρός του) με παρρησίαν πολλήν εις τον ναόν οπού έκτισεν Διγ. Άνδρ. 40136· εις την ξακουσμένην Πόλην (παραλ. 1 στ.) πὄκτισεν ο Κωνσταντίνος Πτωχολ. B 27· γ) ανοικοδομώ, ανακαινίζω: έκτισεν, εστερέωσεν τα κάστρη και τους πύργους Χρον. Τόκκων 131· δ) κλείνω με τοίχο, φράζω: απού μίαν τρύπαν όπου ήτον … εις το κάστρον και δεν ήτον κτισμένη αππέσσω … εμπάσαν τους (ενν. τους Σαρακηνούς) και επήραν το αυτόν κάστρον Μαχ. 63436· ηύραν τες πόρτες που ’χασι κτισμένες Τζάνε, Κρ. πόλ. 2793. 2) Φτιάχνω, κατασκευάζω: να 'ρθουνε στον αρσανά …|  να κτίσου άλλα κάτεργα Τζάνε, Κρ. πόλ. 3807· το κουβούκλιν| ... εξ αδάμαντος λίθου ήτον κτισμένον Βέλθ. 443. 3) α) Δημιουργώ, πλάθω: εκτίστην ο παρών και δόλιος κόσμος ούτος Διγ. (Trapp) Esc. 1690· ηξεύρεις, ω ψυχή, μόνη σου ουδέν εκτίστης Ντελλαπ., Ερωτήμ. 133· δέσποτα Θεέ, ο κτίσας τους αιώνας Διγ. (Trapp) Gr. 3520· τα πάθη τα καημένα,| τα οποία για μένα εκτίστησα Π. Ν. Διαθ. (Λαμπάκης) φ. 253v, στ. 2· β) αποκτώ: ο έχων την αγάπην … κτίζει φίλους Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι X 118· Άλλον δεν εκαυχάτονε, μόνον πως θα νικήσει| κι όνομα εις την Βενετιά αθάνατον να κτίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 50914· κτίζε πάντοτε φιλίαν εις τους πάντας Σπαν. (Μαυρ.) P 396· γ) χαράζω (προκ. για δρόμο) ακολουθώ: τώρα την απόλυσιν του σαρμουνιού να ποίσεις| κι εσύ την στράταν έφηκες και άλλην θες να κτίσεις Γεωργηλ., Θαν. 451. 4) Αναγορεύω κάπ.: ο μισέρ Τζονάν Μουστρής, τόν εψήλωσεν ο ρήγας και αμιράλλην (έκδ. ο αμιράλλης· διόρθ. Dawkins [Μαχ. Β΄ σ. 135]) τον έκτισεν … ήτον φρόνιμος καβαλλάρης Μαχ. 25235. 5) Φυλακίζω κάπ.: εβγάλαν τους ανθρώπους απέ τα κάτεργα και τους άρχοντες απού είχεν κτισμένους Βουστρ. 476. Φρ. α) κτίζω στον άμμον, βλ. άμμος φρ. β΄· β) κτίζω εις το νερόν, στα νέφαλα = ματαιοπονώ: Στα χιόνια εθεμελιώσασιν κι εις το νερόν έκτισαν Απόκοπ.2 411· οι ολπίδες οι πολλές τον άνθρωπο κομπώνου,| εκείνες που στα νέφαλα κτίζου και θεμελιώνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 682.
       
  • κυβερνώ,
    Hist. imp. II 44 Πόλ. Τρωάδ. 166, 612, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 40, 70, Περί ξεν. V 439, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2287, Αχιλλ. L 128, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 24, Γεωργηλ., Θαν. 390, Αλεξ. 2173, Σοφιαν., Παιδαγ. 269 δις, Τριβ., Ρε 204, Πεντ. Γέν. XLI 40, XLV 11, XLVII 12, XLVIII 15, Αιτωλ., Ρίμ. Μ. Καντ. 64, Ιστ. πατρ. 853, Πανώρ. Δ΄ 292, Ερωφ. Γ΄ 54, Παλαμήδ., Βοηβ. 337, Ιστ. Βλαχ. 27, 92, 509, 1466, 1489, 1511, Σουμμ., Ρεμπελ. 159, 160 δις, 183, Ιερόθ. Αββ. 334, Βελλερ., Επιστ. 62, Βακτ. αρχιερ. 152, Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [1275], Χορ. α΄ [17], Β΄ [1036], Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 23, Ιντ. α΄ 37, 71, Ζήν. Α΄ 335, 340, 351, Γ΄ 36, Ροδινός (Βαλ.) 93, Διακρούσ. 1021, Τζάνε, Κρ. πόλ. 29416, 39113, 58530· μτχ. παρκ. κυβερνισμένος, Αλεξ. 1039, Ροδολ. Ε΄ [11], Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1496],
    Το αρχ. κυβερνάω. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) (Με αντικ. τη λ. πλοίο, κλπ.) πηδαλιουχώ, κυβερνώ: Πουλολ. (Τσαβαρή) 540. 2) α) Διοικώ, διακυβερνώ, εξουσιάζω: Αχιλλ. N 683, Ιστ. Βλαχ. 4, Χρον. σουλτ. 5513, Χρον. Μορ. H 7777, Έκθ. χρον. 753, Ζήν. Β΄ 354· β) ορίζω, διευθύνω: κυβερνά (ενν. ο Θεός) και κινεί πάσαν φύσιν Ιστ. πατρ. 8616· κυβερνά η γι-αγάπη σας με σπλάγχνος τα κορμιά σας Ροδολ. Β΄ [116]· ποιος να ’ναι απού τα κυβερνά (ενν. τ’ άστρη και το φεγγάρι) κι έχουν την τόσην χάρην; Χούμνου, Κοσμογ. 602· ας είν’ η παίδευσις κατά την δύναμίν μας| διά να κυβερνήσομεν την πρόσκαιρον ζωήν μας Ιστ. Βλαχ. 2620· γ) χειρίζομαι· τακτοποιώ: κυβερνούσι τα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα Βακτ. αρχιερ. 209· Κυβέρνησε τα πράγματα, μη αποκαραδοκήσεις Γλυκά, Στ. 328· είσαι άξιος τιμής και γνώσεως τελείας| και κυβερνάς με φρόνησιν πολλάς υπηρεσίας Ιστ. Βλαχ. 20· δ) πετυχαίνω, κατορθώνω: αφέντη μου, κάμε να κυβερνήσεις| όλον σου το παλάτιον να το ξεπροβοδήσεις| μέσα εις τον παράδεισον Ιστ. Βλαχ. 2043· ε) κατευθύνω με γνώση: να ’δες μικρού φιλήματα, μικρού ’πιδεξιοσύνες,| πώς κολακεύει το φιλίν, πώς κυβερνά τον πόθον Ερωτοπ. 180· Ϛ) βοηθώ, περιποιούμαι: όλα τα λίμπρα μου ήπιασα να τα φυλλολοήσω,| τον πόνο τση κερα Μηλιάς να δω να κυβερνήσω Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 209. 3) Οδηγώ, καθοδηγώ: Τώρα λοιπόν τα μάτια μου, πιστότατοι οδηγοί μου,| τα κλειώ κι εσύ κυβέρνα με, σαν θέλεις, αδελφή μου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [840]· Με χείρα ψυχοπόνεσης σήκωσε (ενν. συ, παρθένε Μαρία) τους πεσμένους (παραλ. 1 στ.). Εις την οδόν της αλήθειας κυβέρνα, πάγαινέ τους Σκλέντζα, Ποιήμ. 727. 4) α) Μεταχειρίζομαι κάπ., αντιμετωπίζω κάπ., συμπεριφέρομαι: εκεί διαμοιράζει τους (ενν. ο Χάρος), καθέναν εις την τάξιν| καθώς τα έργα έπραττεν, ούτως τον κνβερνούσιν (ενν. οι δαίμονες) Περί ξεν. A 486· εκυβέρνα (ενν. ο κυρ Δανιήλ) τους χρεώστας με πολλήν σοφίαν και πολλήν γνώσιν Συναδ., Χρον. 41· β) συντρέχω: πολλές βολές εις το τουμπρούκι και εις την άλυσο εσέβην διά την χώραν και διά τους επτωχούς. Και πολλά τους εκυβέρναν Συναδ., Χρον. 50· πολλά εκόπιασε Πέρδικας για τ’ εμένα| και πάντα στην ανάγκη μου αυτείνος μ’ εκυβέρνα Αλεξ. 2864· αν ελθεί εις την θύραν σου πτωχός διά να ζητήσει,| αν έχεις …, δώσ’ του, κυβέρνησέ τον Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2390· γ) φροντίζω, περιποιούμαι: εάν κυβερνηθώσιν (ενν. τα δένδρα) ως πρέπει, γίνονται εύμορφα και καρπερά Σοφιαν., Παιδαγ. 266. 5) (Με αντικ. τη λ. παιδιά) ανατρέφω, (δια)παιδαγωγώ: αι μητέρες αυταί ίδια να τα γαλακτοθρέψουν (ενν. τα παιδία) και να τα κυβερνήσουν Σοφιαν., Παιδαγ. 267· ουδέν λέγεις το πώς να κυβερνούνται τα παιδία των πτωχών ανθρώπων Σοφιαν., Παιδαγ. 279. 6) Κατασκευάζω· φιλοτεχνώ: Όταν το εκυβέρνησεν (ενν. το λουτρόν) και εξετέλεψέν το,| το καμίνιν εκαίγασιν με τους ξυλαλάδες Αχιλλ. L 522. Φρ. 1) Κυβερνώ τον καιρόν = παρακολουθώ, προσέχω την κατάσταση: εκυβερνούσαν τον καιρόν να μη συνέβει μάχη Ιστ. Βλαχ. 1181. 2) Η χέρα(μου) κυβερνά το σκήπτρο = είμαι άρχοντας, βασιλεύω, εξουσιάζω: Ετούτη η| χέρα …| το σκήπτρο … ας κυβερνά και το σπαθί ας βασταίνει Ζήν. Γ́ 22. Β´ Αμτβ. 1) Οδηγώ πλοίο, πηδαλιουχώ: ο ναύτης στη χιονιά και στην πολλήν αντάρα| … κυβερνά με φόβο και τρομάρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 556· (μεταφ.): εγώ που στέκω ανάμεσα στην ταραχή την τόση,| η χέρα μου να κυβερνά δεν δύνεται να σώσει Ζήν. Α΄ 332. 2) Διοικώ, εξουσιάζω: Τούτη (ενν. η Αρετή) εις όσα ’πιθυμά πάντα τον ανεβάζει (ενν. τον άνθρωπο),| να κυβερνά τον οδηγά και να εξονσιάζει Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 36· κριτής που κυβερνά με την δικαιοσύνην Λίμπον. 258· καλά κυβέρνησε να ’χεις την αφεντιάν Ιστ. Βλαχ. 1517. 3) Διευθύνω, καθοδηγώ, εποπτεύω: ο Κορνάρος σαν καλός στρατιώτης εκυβέρνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 4949· ο Μορεζίνης όριζεν, Κορνάρος εκυβέρνα| και με τες συμβουλές τωνε το Κάστρο όλοι επαίρνα Τζάνε, Κρ. πόλ. 50917. 4) Πετυχαίνω, καταφέρνω: έπαρε παράδειγμα από τους πρότερούς σου,| εκείνους οπ’ εκάθουνταν κάποτε στο θρονί σου,| πώς δεν εκυβερνήσασι να έχουν την ειρήνην και έξω τους εδίωξαν Ιστ. Βλαχ. 1507. ΙI. Μέσ. 1) α) Ορίζω τον εαυτό μου, τη ζωή μου: Απής ετούτος ο φθαρτός επλάστηκεν ο κόσμος,| να κυβερνάται (ενν. ο άνθρωπος) μ’ αρετές του δόθηκε κι ο νόμος Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην.Το τεμόνι ήτον η φρονιμάδα με το οποίον εκυβερνάτον (ενν. η Παρθένος Μαρία) Ροδινός (Βαλ.) 125· όποιος μετά τση (ενν. της αρετής) στέκεται φρόνιμα κυβερνάται Ροδολ. Α΄ [390]· β) φροντίζομαι, τακτοποιούμαι: να υπάς, κυρά, εις το σπίτι σου και ημείς ν’ ακολουθούμεν· κι εμείς τότε εις τα σπίτια μας διά να κυβερνηθούμεν| και αύριον … εις το σπίτιν σου πάλιν να μαζωθούμεν Σαχλ., Αφήγ. 770· γ) αντεπεξέρχομαι στις ανάγκες της ζωής, «τα φέρνω βόλτα», συντηρούμαι: εχήρευσεν ο άθλιος νέος ως λ΄ χρονών. Κρίμα εις αυτόν και πώς να κυβερνηθεί Συναδ., Χρον. 68· δύο χέρια το κορμί έχει και κυβερνάται,| οπού δουλεύουν μπιστικά, μ’ εκείνα και τιμάται Τζάνε, Κατάν. Αφ. 21· σύρτε και πουλήσετέ με (παραλ. 4 στ.) να κυβερνηθείτε τούτον| τον δυστυχισμένον χρόνον Πτωχολ. B 29. 2) Συμπεριφέρομαι: ιστορικώς τα γράφομεν …| το πώς επολιτεύθηκε πασάνας στο σκαμνί του| και πώς εκυβερνήθηκε εν όλῃ τῃ ζωῄ του Ιστ. Βλαχ. 84· όλα τα κάνεις σαν Αρχή κι ως Πλάστης κυβερνάσαι Τζάνε, Κρ. πόλ. 37024. 3) Υπερέχω, διαπρέπω: Στην πλήσιαν του ταπείνωσιν, στην ευγενειά τιμάται| και στην σοφίαν την πολλήν οπού ’χει κυβερνάται Τζάνε, Κατάν. Αφ. 56. 4) Χειρίζομαι μια κατάσταση, «παίρνω τα μέτρα μου», αντιμετωπίζω μια δυσκολία: Μ’ απήτις το φουσσάτον του κοιτάζει πως νικάται,| εμέτρησεν τον λογισμόν τότες και κυβερνάται Τζάνε, Κρ. πόλ. 5048· εις τούτον τον τρόπον κυβερνούνται διά κάθε κουρσάρον και επίλοιπον εχθρόν Σουμμ., Ρεμπελ. 159· διά να ηξεύρουν να κυβερνηθούν εκείνοι οπού έχουν το βάρος του πολέμου Σουμμ., Ρεμπελ. 161· εσυμβουλευτήκανε … εναντίον των αρχόντων με τι τρόπον έχουν να κυβερνηθούν διά να εύρουν αιτία διά να ρίξουν όλα τα κατάβαρα εις του λόγου τους Σουμμ., Ρεμπελ. 169· έναι (ενν. ο Καντακουζηνός) άρχων γνωστικός κ’ οίδεν να κυβερνάται Αιτωλ., Βοηβ. 113· οι φρόνιμοι τα άσπρα δεν λυπούνται,| διά την σωτηρία τους ξέρουν και κυβερνούνται Αιτωλ., Μύθ. 3212. 5) Απασχολούμαι: Δοσμένον έναι καθανός αθρώπου απὄχει γνώση,| απήτις φτάξει σε καιρό παιδιά και φανερώσει (παραλ. 1 στ.) … με καινούργιους λογισμούς και έγνοιες να κυβερνάται Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 4. 6) Επιτυγχάνομαι: του κακού την αφορμή βρίσκω από πού κινάται,| και το ρεμέντιο ντου ζιμιό πώς θε να κυβερνάται Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 166. 7) Ετοιμάζομαι για πόλεμο, οπλίζομαι: το παιδίν επέρασεν άυπνον όλην νύκτα,| όλους ορδινίαζεν διά να κυβερνηθούσι Αχιλλ. L 222.
       
  • λέγω (I),
    Σπαν. O 63, Λόγ. παρηγ. L 615, Καλλίμ. 1171, Βέλθ. 1255, Χρον. Μορ. H 1618, Πουλολ. (Τσαβαρή) 426, Φλώρ. 215, Ιμπ. 487, Θησ. Δ΄ [126], Απόκοπ.2 139, Χρον. σουλτ. 1152, Κυπρ. ερωτ. 10425, Πανώρ. Γ΄ 10, Ερωφ. Α΄ 119, Ε΄ 16, Βοσκοπ.2 201, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 147, Β΄ 55, Θυσ.2 105, Ψευδο-Σφρ. 51620, Ευγέν. 1048, Στάθ. (Martini) Β΄ 230, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 482 κ.π.α.· ελέγω, Χρον. Μορ. H 765· λέ(γ)ω, Ασσίζ. 33031, Πόλ. Τρωάδ. 382, Περί ξεν. V 56, Ερωτοπ. 392, Φαλιέρ., Ιστ.2 123, Χρον. Τόκκων 518, Θρ. Κων/π. (Mich.) 93, Μαχ. 25625, 56612, Διήγ. Αλ. V 22, Πένθ. θαν.2 301, Πεντ. Γέν. XVIII 3,'Εξ. VIII 1, Ρίμ. θαν. 52, Βυζ. Ιλιάδ. 94, Αχέλ. 124, Αλφ. 1453, Πιστ. βοσκ. IV 2, 85, Σουμμ., Ρεμπελ. 163, Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ΄ 43, Ροδολ. Α΄ 338, Διήγ. πανωφ. 55, κ.π.α.· λέω, Λίβ. P 2519 (έκδ. ελεώ· διορθώσ.), Πικατ. 548, Ερωφ. Γ΄ 211, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 566, 1118, 1602, Γ΄ 131, κ.α.· γ΄ εν. λε, Διγ. (Trapp) Esc. 44 κριτ. υπ.· γ΄ πληθ. λέσι, Περί ξεν. V 63, Αχιλλ. O 20, Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1821], Κορων., Μπούας 55, Βεντράμ., Γυν. 296, Πανώρ. Αφ. 29, Α΄ 406, Β΄ 237, Δ΄ μετά στ. 390, Ερωφ. Αφ. 10, Α΄ 626, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 325, 605, Β΄ 202, 942, Γ΄ 173, 556, Δ΄ 967, Στάθ. (Martini) Β΄ 260, Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 271, Ζήν. Α΄ 13, Διακρούσ. 8722, Τζάνε, Κρ. πόλ. 20820, κ.α.· γ΄ πληθ. λέσινε, Πανώρ. Αφ. 36, Ερωφ. Ε΄ 241, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 218, Τζάνε, Κρ. πόλ. 2591· αόρ. είπουν, Μαχ. 20830, 4705· μτχ. ενεστ. λέγας, Χρον. Μορ. H 109, 6005· μτχ. ενεστ. λεγάμενος, Chron. brève (Loen.) 75.
    Το αρχ. λέγω. Το γ΄ πληθ. λέσι στο Du Cange, λ. λέσειν και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 634). Για το σχηματ. της μτχ. λεγάμενος, που απ. στο Somav. και σήμ., βλ. Ανδρ., Λεξ., λ. λεγάμενος. Η λ. και ο τ. λέω και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Μιλώ, λέω: Ερωφ. Δ΄ 470, Πανώρ. Α΄ 58· (με σύστ. αντικ.) Γεωργηλ., Βελ. 294, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 811· λόγια καρδιοφλόγιστα λέγει προς τον υιόν της Ιμπ. 218· (για έμφαση μαζί με το λαλώ· βλ. Ανδρ., Αθ. 51, 1941 (1947), 42): έχω να ειπώ και να λαλήσω ρήμα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 631· β) αναφέρω, κάνω λόγο για κ.: πίνω και το γάρισμα το υδροκοπημένον| και πρήσκεται η κοιλία μου, τα δ’ άλλα μη τα λέγω Προδρ. III 216· τ’ όνομά μου το γλυκύ κιαμιά φορά να λέγεις Ερωφ. Ε΄ 289· Σφρ., Χρον. μ. 16624. γ) συνηθίζω να λέω, χρησιμοποιώ μια κοινή έκφραση: εις μια κλωστή μπαμπακερή κρέμομαι σαν το λέσι Ερωφ. Β΄ 446· ιπί έτσι να ειπωθεί σαν τον Νιμερόδ, αντρειωμένος κυνηγιού όμπροοτε στον Κύριο Πεντ. Γέν. X 9. 2) (Με είδος σύστ. αντικ.) άρχισε πάλιν να λαλεί Δεμέστικος ο Μέγας| και λέγει προς τον πρίγκιπα απόκρισιν ετέτοιαν Χρον. Μορ. H 5514. 3) Συζητώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω: σιμώνει και μιλεί με τους συμβούλους του κοντά, αγάλια, να μην γροικούσι τι λέγει με δαύτους Στάθ. (Martini) Ιντ. β΄ μετά στ. 32· σύρσου κάμποσο ’ς μια μεριά ν’ ακούσομε είντα λέσι Φορτουν. (Vinc.) Δ΄453· 4) Προφέρω: ψωμί μουδ’ άλλο φαητό στο στόμα μου δε μπαίνει,| μα τ’ όνομά σου το γλυκύ λέγοντας με χορταίνει Πανώρ. Γ΄ 560· τα πρικιά του χείλη| δυο τρεις φορές ανοίξασι να πούσιν: «Ερωφίλη» Ερωφ. Ε΄ 162· αν έχω κι άλλο τίβοτσι στον κόσμο και σ’ αρέσει,| πε το και τάσσω να γενεί τα χείλη σου ό,τι λέσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 122· 5) Διηγούμαι, εξιστορώ: πολλές … ηθέλανε το λέγει για παραμύθι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 973· τα μεν γαρ άπαντα γεγενημένα της του κόσμου γενέσεως πολλούς τε και πολλάκις εξιστορήθη, ουχί λέγειν με Ψευδο-Σφρ. 15019· έλεγά την τον πόλεμον της Μαξιμούς, πώς επλήγωσα την χείρα της Διγ. Άνδρ. 3974· (με είδος σύστ. αντικ.·βλ. Ανδρ., Αθ. 47, 1937, 200) να σας ειπώ αφήγησιν, καταλογήν μεγάλην Χρον. Μορ. H 1201· διήγησιν θέλω ειπείν αληθινόν πραγμάτων Ριμ. Βελ. 979· το αφήγημα καλόν είναι και λέγε μας το Λίβ. Esc. 2807· η Μαργαρώνα το ’δειξεν το γκόλφιν οπού εχάθη·| είπεν και την αθιβολήν πώς το ’βρεν Ιμπ. 986. 6) Μνημονεύω, προαναφέρω: μετά γουν την παράθεσιν ων είρηκα βρωμάτων| εισήλθεν … και το μονοκυθρίτσιν Προδρ. III 174· εμήνυσεν ο ρήγας του ρηθέντος Καρλούν Τζε να σταθεί … εις τον λιμνιώναν της Αμοχούστου Μαχ. 5825· τας γαρ ημέρας πάντοτε τας θείας τας ρηθείσας (ενν. Τετράδα και Παρασκευήν) Προδρ. III 283 c. 7) Σημειώνω, τονίζω: να γυρίσετε στην εδική σας Χώρα·| λέγω στη Χώρα σας, γιατί δεν είστε …| στην Κρήτη πλιο Ερωφ. Πρόλ. 111· θρήνος πολύς εγίνηκεν από μικρούς μεγάλους (παραλ. 1 στ.)· ειπέτε τον πολύν κλαυθμόν και του καλού ποιμένος Ιακώβου Λίμπον. 463. 8) Παριστάνω, παρουσιάζω: ό,τι γροικούν τ’ αθρώπου πως τ’ αρέσει,| αν έχει βλάβη και κακό, κείνοι καλό το λέσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 146. 9) Ανακοινώνω, γνωστοποιώ: τούτη τση την απόφαση σήμερον είπε μου τη Ερωφ. Ε΄ 558· βαστάς μαντάτα και χαρτιά, παραγγελιές θλιμμένων (παραλ. 1 στ.)· ανάγνωσέ μας τα χαρτιά και πε μας τα μαντάτα Απόκοπ.2 107. 10) α) Ρωτώ: με γλυκότη του ρηγός στά του ’πε απιλογήθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1948· Τρώγοντας λέγουν τ’ Αβραάμ υιόν αυτός αν έχει Χούμνου, Κοσμογ. 1031· είδε νησί Αλέξανδρος κι είπε το πώς το κράζουν Αλεξ. 575· β) αναρωτιέμαι: εκλαίγανε κι ηλέγανε ποιοι να ’ναι σκλαβωμένοι| και φίλοι τως εμπιστικοί να μείνασι πνιμένοι; Τζάνε, Κρ. πόλ. 44013. 11) Ζητώ, αξιώνω: δεν σώνει που μας έσυρνε εκεί στην ερημιάν,| μα λε να πολεμήσομε του Πώρου βασιλείαν Αλεξ. 1744. 12) Απαντώ: είπα σε τά μ’ ερώτησες και όλα κατέμαθές τα Απόκοπ.2 446· ειπέ με, κύκνε ασύσσουμε …(παραλ. 1 στ.), … τι θέλεις εις τον γάμον; Πουλολ. (Τσαβαρή) 7. 13) α) Παρακαλώ, ικετεύω: ήλεγε (ενν. το παιδί) των Τουρκώ να μην το πάρου| στο κάτεργο να μην το ημπαρκάρου Λεηλ. Παροικ. 433· « … μην με αφήσεις εδώ εις την έρημον ετούτην να με φαν τα θηρία». Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγα κλαίουσα Διγ. Άνδρ. 37010· όταν λάμψει το φεγγάριν, με τα δάκρυα του το λέγει| να του είπει την ωραίαν να μη τυραννείται αδίκως Λίβ. Sc. 834· β) επικαλούμαι τη βοήθεια κάπ.: ει γαρ εν γνώσει γέγονας εμών κατορθωμάτων,| δεν έλεγες … ποτέ τους αδελφούς σου (παραλ. 1 στ.), αλλά και πλήθος του λαού …| τον φτάσειν και κρημνίσειν με Διγ. Z 1870. 14) Αναφωνώ, κραυγάζω: « … βαβαί! πού το λαμπρόν μου γένος;»| Και ταύτ’ ειπών εξήπλωσεν χαμαί νενεκρωμένη Βέλθ. 1182· (με είδος σύστ. αντικ.) οι δύστυχοι Πολίτες| εστέκασιν και έκλαιον …| στριγγή φωνήν ελέγασιν, όσην και αν εδυνόνταν Θρ. Κων/π. (Mich.) 110. 15) α) Αποκαλύπτω , φανερώνω: εάν … είπω τον βασιλέα τας βονλάς άς έχετε και τα χαρτία άπερ ρίπτετε ου μη ειμί άνθρωπος Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 310· πρόσεξε δε μη τα ειπείς εξ ων σε εμπιστεύθην Βέλθ. 984· όταν του ήλθεν η φωνή, τότες του είπεν πως είναι χάρισμα τηςΠαρθένου Μαρίας Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 397· πως είναι του Θρασύμαχου παιδί τον βασιλέα| μου ’πε Ερωφ. Ε΄ 349· β) εξομολογούμαι, εκμυστηρεύομαι, λέω κ. εμπιστευτικά: κράζει τη νένα τση χωστά μέσα στην κάμερά τση,| με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 646· τίναν να πω μυστήριον μου Σπαν. O 252· πριν έβγει απού τα χείλη μου …| τό θες να πεις … παρακαλώ να χάσω|  τη γλώσσα και την εμιλιά Ερωφ. Α΄ 122. 16) Πληροφορώ, ενημερώνω: ο κόσμος πώς πορεύεται να τους ειπώ μ’ εβιάζαν Απόκοπ.2 128· ταραχή περίσσια| μου ’πασι πως στου Βασιλιού το σπίτιν εγροικήσα Ερωφ. Δ΄ 10. 17) α) Διαβιβάζω: θες τσ’ ειπεί από λόγου μου πως το θυμόν αυτείνο| του βασιλιού … λογιάζω πως του σβήνω Ερωφ. Δ΄ 95· αν δεις κείνην που μ’ έκαψεν το ξένον,| πε της αχ την μεριάμ μου «προσκυνώ σε» Κυπρ. ερωτ. 214· δεν έχω πλέον να σου πω να πεις των πονεμένων| ειμή χαιρετισμούς πολλούς Απόκοπ. 555· β) ειδοποιώ, στέλνω μήνυμα, παραγγέλλω: το γράμμα της εκλαμπρότητός σας έλαβον, διά του οποίου μοι ελέγετε να έλθω προ της μεταθέσεώς μου Βελλερ., Επιστ. 62· γύρεψε τον Πανάρετο λοιπό κι απ’ όνομά μου| του ’πέ πως τονε καρτερώ μέσα στην κάμερά μου Ερωφ. Β΄ 182· γύρισε το γοργότερο και πε στο βασιλιά σου| να στείλει τσι στρατιώτες του γλήγορα να μαλώσου Ερωφ. Ιντ. δ΄ 55. 18) α) Βεβαιώνω: Νένα, ’ποθαίνω, λέγω σου Ερωφ. Ε΄ 295· ανέν κι εσύ το θέλησες, πες με το να το γνώθω,| να μην πρικαίνω το κορμί Φαλιέρ., Ενύπν.2 78· β) αποδεικνύω: αυτός δεν είναι ουδέ στραβός ουδέ ζουγλός, Φροσύνη,| και μαρτυρά και λέγει το το πράμαν οπού γίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1024. 19) Απαγγέλλω: Εκατόλ. M 18· Αχιλλ. O 518· Ερωφ. μετά στ. 666. 20) Διακηρύσσω, διαλαλώ: είν’ καλύτερο γαμπρό να πάρεις ένα| να λέγει πως τη βασίλειάν επήρεν από σένα Ερωφ. Δ΄ 524· στρίγγιζα εις τον ουρανόν, ελάλουν εις τα νέφη,| εις γην κατεμαρτύρουν το και εις αέραν έλεγά το Λίβ. Esc. 1691. 21) Προλέγω, προφητεύω: ένας του άλλου ηλέγαμεν τό έχομεν να γενούμεν Διήγ. ωραιότ. 429· έκραξεν το όνομα του Νόαχ του ειπεί: «Ετούτος να μας παρηγορήσει … από την πείραξη των χεριών μας, από την ηγή ος εκαταρίστη την ο Κύριος Πεντ. Γέν. V 29. 22) Υπερασπίζομαι: ως εγνώρισε ο αφέντης πως ορίζει| να πει κι αυτός το δίκιο του, έτοιας λογής αρχίζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 850. 23) α) Υποστηρίζω, πρεσβεύω, φρονώ: σφαίνει οπού πει κι οι λογισμοί τ’ αθρώπου δε γροικούνται,| γιατί με δίχως εμιλιά στο πρόσωπο θωρούνται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1953· άλλη γυναίκα ουδέν έναι δυνατόν να έχει τέτοιο πράμα,| ωσάν το λέσι μερικοί φρόνιμοι και προφήτες Συναξ. γυν. 70· απ’ το φόβο λέγουσι το ψόμα πως κινάται Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 887· β) ισχυρίζομαι: τώρα λογούμαι βασιλιός, τώρα την εντροπή μου| μπορώ να πω πως έλιωσεν η χέρα η εδική μου Ερωφ. Ε΄ 232· ποιος, αφέντη μου, άκουσε στον ένα τως μια χάρη,| για να μπορεί να πει ποτέ κι ειν’ άξος να με πάρει; Ερωφ. Δ΄ 322· σ’ όλα τα πράματ’ ακριβειά παντόθ’ οτ’ είναι λέσι| και πάσα ολίγο οπού πουλού πιάνου πολύ τορνέσι Στάθ. (Martini) Α΄ 71. 24) Καταθέτω: ποτέ να μη τους πιστεύσου εις καμμίαν μαρτυρίαν κανενού πραγμάτου τό να πούσιν Ασσίζ. 35120· να τους βάλλουν να ομόσουν επάνω εις τα άγια να πουν αλήθειαν Ασσίζ. 29625. 25) Προβάλλω κάπ. δικαιολογία, προφασίζομαι: το στέμμα … ουδέν το επαραδέχτη (παραλ. 1 στ.) λέγων: «Ουκ είμαι άξιος …» Χρον. Μορ. P 109· τούτη την προξενιά την πρικαμένη| φοβούμαι …(παραλ. 4 στ.) μη την αποδεχτεί, μην πει φοβάται| το βασιλιό πως θε να την παντρέψει Ερωφ. Α΄ 645. 26) Παραδέχομαι, ομολογώ: σα μου το δείξεις θέλω πει, σύμβουλε, πως μπορούσι| τα λάφια απάνω ’ς τσ’ ουρανούς τα ύψη να πετούσι Ερωφ. Δ΄ 477· α σταθεί λίγο να μου γροικήσει,| θέλω την κάμει να το πει κι εκείνη μοναχή τση Ερωφ. Δ΄ 447· ποτέ μου, κρίνω,| δε θέλω πει κακά ’καμα να σμίξω μετά κείνο Ερωφ. Β΄ 106. 27) α) Εννοώ: Ψευδο-Σφρ. 56233· β) σημαίνω, δηλώνω: δε γνώθει είντα θα πει πέλαγο και κολόνες Στάθ. (Martini) Β΄ 284· δεκάκις πέφυκε χείρων ο φθόνος φόνου (έκδ. φθόνου· διορθώσ.),| ως λέγουσι τα γράμματα μόνης μιας λειπούσης Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 159· γ) ερμηνεύω, εξηγώ: μα δεν κατέχω να σου πω το πώς και μ’ είντα τρόπο| τα μέλη εκομπωθήκασι κι εμπήκα σ’ έτοιο κόπο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 945· είπον σοι, μάθε, βασιλεύ, δι’ αύτην την αιτίαν| εισήλθον κι εις το κάστρον σου Βέλθ. 521· ηφέραν το βιβλίον| όπου έγραφαν κι ελέγασι του τόπου τα συνήθια Χρον. Μορ. H 7568· δ) επεξηγώ, διευκρινίζω: ένα γεράκι ζωντανό στο δίκτυ μπερδεμένο| με γράμματα που λέγασι πως είναι σκλαβωμένο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 226· ελέγασι τα γράμματα σ’ όποιον κι αν τα διαβάζει| πως η φωτιά που τον κεντά δροσίζει, όχι να βράζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 255. 28) α) Πιστεύω, νομίζω, έχω την εντύπωση: με τόση γλύκα και δροσιά μαζί ανακατωμένο| που ’λεγα τ’ Ουρανού πιοτό πίνω χαριτωμένο Ερωφ. Γ΄ 234· απής εσηκωθήκαν,| άνεμοι εφυσήξανε κι ήλεγαν κι εχαθήκαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 4482· ήλεγα πως η μοίρα μου τούτά ’χε μου χαρίσει Ερωφ. Α΄ 377· (εδώ χρ. της δυνητικής οριστ. να είπες): εκ τα πολλά φιλήματα και τας περιπλοκάς των| τα δένδρα τα αμίλητα να είπες και αδονούσαν Αχιλλ. L 780· εκρέμαντο οι τέσσαρις τοίχοι του κουβουκλίου·| να είπες και απείκαζες τας ουρανίους σφαίρας Βέλθ. 453· β) φαντάζομαι, υποθέτω: ώφου τις το ’θελεν ειπεί ’ς τόση ταπεινοσύνη (παραλ. 1 στ.) τσ’ αγάπης πάθη και φωτιές πόθου να κατοικούσι Ερωφ. Δ΄ 59· οπού σε βλέπει, αφασιανέ, ότι φορείς το ρούχον (παραλ. 3 στ.) να ειπεί ότι είσαι αρχοντόπουλον Πουλολ. (Τσαβαρή) 275· ολόγδυμνο στη γη τον εξαπλώσα| κι όση τυράννηση μπορεί να πει κιανείς του δώσα Ερωφ. Ε΄ 110. 29) α) Εκφράζω, διατυπώνω: τη βουλή μου| μ’ ορίζεις ποιά ’ναι να την πω Στάθ. (Martini) Ιντ. β΄ 82· ω έπαινος, οπού δεν διεβάζομεν εις τα ιερά γράμματα να ειπώθηκε διά κανένα άλλο έθνος, έξω από των Κυπριωτών Ροδινός (Βαλ.) 175· β) αποφαίνομαι, γνωματεύω: Μην βαρεθείτε το ζιμιό ώστε να ιδείτε τέλος| και ύστερα με τον λόγον σας πέτε αν έχει οφέλος Ευγέν. Πρόλ. 154· έχει δυο λαβωματιές και στέκει ν’ αποθάνει| κι όλοι οι γιατροί είπασιν οψές πως δε μπορεί να γιάνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 1360. 30) α) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι: όσοι τον είδαν είπασιν άγγελον ομοιάζει Ιμπ. 399· λύπη τονε πιάνει| λέγοντας ότ’ «εγώ αυτήν την Τρανσυλιβανίαν| την έπηρα με το σπαθίν» Παλαμήδ., Βοηβ. 683· είπουν ο κόσμος δεν έχει μεσά μου| να ξαναποίσει πιον καμιά μοιαστήσ σου Κυπρ. ερωτ. 7611· β) σκοπεύω (να κάνω κ.): λέγω ν’ αφήσω τα πολλά, να παραβλέψω πάντας,| να σύρω το δερμάτιν σου, να χάψω την ουράν σου Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 209· ευθύς ο Μεριδάρπαγας έφθασε στο ποτάμι,| των βορθακάδων έλεγε πολύ κακό να κάμει Ζήνου, Βατραχ. 416· θέλω ν’ αρχίσω| διά τον γαμπρόν οπού έλεγες να κάμεις να μιλήσω Ευγέν. 236· γ) παίρνω την απόφαση, αποφασίζω κ.: εάν ευρείτε και σφαλτόν να μη με βλασφημάτε,| ότι εγώ ως αμαθής είπα να γράψω ρίμα Σταυριν. 1293· από μαυλίστριες και πολιτικές είπα ποτέ να μην έβγω| και άλλους εκεί μη εμπορούν ήξευρα να παιδεύγω Σαχλ., Αφήγ. 65. 31) Εκφωνώ: να λέγει και να γράφει| πολιτικά μετριάσματα και πολιτογραφίας Προδρ. II 7. 32) Τραγουδώ: να ’ρθει κι ο τραγουδιστής …| οπού τη νύκτα έτσι γλυκιά τα βάσανά του λέγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 475· (με είδος σύστ. αντικ.) μουσικήν καθήμένος εκράτει κι έπαιζέν την| και μοιριολόγιν έλεγε στεναγμογεμισμένον Βέλθ. 128· αναστενάξαν κι είπασιν οκάτι καταλόγιν| … κι έμοιαζεν μοιρολόγιν Απόκοπ.2 239· τίτοιον έλεγεν σκοπόν εις το καλάμιν Λόγ. παρηγ. L 205. 33) Προστάζω, διατάζω: Συναξ. γυν. 889· Καλλίμ. 1280. 34) α) Συμβουλεύω, νουθετώ: το γιατρικό που του ’δωκεν ο φίλος δεν τον γιάνει·| εύκαιρα του ’πε ν’ αρνηθεί του παλατιού τη στράτα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 845· όσο η Φροσύνη τση ’λεγε το μίλημα ν’ αφήσει| τόσο την εξαγρίευγε Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 529· αγάπην με τον σκάνθαρον τους έλεγε (ενν. ο Ζευς τους αετούς) να ποίσουν,| την μάχην και την έχθρητα … ν’ αφήσουν Αιτωλ., Μύθ. 249· β) παρακινώ, προτρέπω: ο πόθος και η αγάπη μου …| … ελπίδες με γεμώνουσι …| και λέσι μου να χαίρομαι, ’ντήρηση να μην έχω Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 421· γ) υποδεικνύω, καθοδηγώ: τινές από των χωρίων τον Αρβάνου … τας του Αρβάνου στράτας καλώς γινώσκοντες … είπον τῳ Βαϊμούντῳ την θέσιν την Δεύρης Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 352· μαζώνει τα (ενν. τα χορτάρια) καταπώς της ειπώθηκε (ενν. από την Παναγία) Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 422· δ) διδάσκω: ο μύθος λέγει μας εδώ πως φίλοι δεν λογούνται| οι δίγνωμοι οι άνθρωποι Αιτωλ., Μύθ. 12525· ποιος μου ’λεγε δεν πρέπουσι να στέκου στολισμένοι| τοίχοι άσκημοι και χαμηλοί Ερωφ. Αφ. 33· ε) προτείνω· συνιστώ: αμή λέγω … να βρούμεν| αληθή πούπετε μάντην Ερμον. Η 230· ελέγαν ’ξ εκεινούς ευθύς να παν να σώσουν| εις το φουσσάτον των εχθρών κι όλους να τους σκοτώσουν Κορων., Μπούας 19· έρχονται (ενν. οι ιατροί), βλέπουσιν ευθύς, κρατούσιν τον σφυγμόν του,| λέγουσιν: «ποίησε τά και τά και ας γίνεται και τάδε» Προδρ. III 404. 35) α) Ονομάζω, αποκαλώ: Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1886, Β΄ 411, Προδρ. III 124, Πανώρ. Ε΄ 25, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 305· β) χαρακτηρίζω: καλά και φταίσιμο ποτέ γή κρίμα δε μπορούσι,| όσοι κι αν το γροικήσουσι, με δίκιο να το πούσι Ερωφ. Β΄ 262· αν στοχαστείς, υιούτσικε, πλέον ου μη γαρ μ’ είπες| ειμή ψυχρόν κι αναίσθητον, κρύσταλλον παγωμένον Σπαν. A 24· εμείς λύκοι λεγόμεσθεν, πρόβατ’ αυτοί λογούνται Αλεξ. 861. 36) α) Σχολιάζω: το δε να λέουν οκάποιος φτωχός και ρεματιάρης| ενίκησεν του βασιλέως τον αδελφόν …| … χείρον των χειροτέρων Χρον. Μορ. H 5008· συκοφαντούν και λέγουν με ότι αγαπώ σε, αφέντρα Ch. pop. 224· (με σύστ.αντικ.) να κρατεί δεμένα| τα χείλη των κακόγλωσσω, τά σφάνω να σωπούσι| κι ουδέναν εισέ ψέγωση λόγο ποτέ να πούσι Ερωφ. Αφ. 20· β) διαδίδω, μεταφέρω φήμη: λέγουσι και τούτο, πως ο Καρμουρίδας των αφήκε δ΄ χιλιάδες υπέρπυρα να κάμουν στέρνα εις το μοναστήρι Επιστ. Ηγουμ. 175· δυο προξενειές για λόγου τση δυο βασιλιώ μεγάλω| … ήρθασι κι ως λέσι …| του ’νούς τως θέλ’ ο βασιλιός γυναίκα να τη δώσει Ερωφ. Β΄ 252. 37) α) Προσάπτω, καταλογίζω· κατηγορώ κάπ. για κ.: τσ’ Ερωφίλης άρχισε περίσσια θυμωμένος| να λέγει χίλιες εντροπές Ερωφ. Δ΄ 86· λέγεις γαρ ως ληστρικώς έχων …| την σύζυγον αφήρπασα Βέλθ. 1240· β) επιπλήττω: πλήσια να λυπηθείτε| κι ογιάντα να το διηγηθώ στο ’στερο να μου πείτε Ερωφ. Ε΄ 34· γ) απειλώ: έρωτας στέκει ανάδια μου κι άδικα τυραννά με (παραλ. 1 στ.)· με το ξιφάρι μού μιλει, με τη σαΐτα λέγει,| το δίκιο του μ’ αναλαμπή και φλόγα το γυρεύγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1669. 38) Ανακηρύσσω, αναγορεύω: διά την ανδρείαν του την πολλήν, την περισσήν την φρόνεσιν (παραλ. 1 στ.) και σουλτάνον τον είπασιν κι αμιράν τον εποίκαν Διγ. (Trapp) Esc. 629. 39) Επιθυμώ: ορίζει προς με μίαν των ημερών: «Πρώτοβεστιαρίτα, … συ λέγω να απέλθεις εις τον Μορέαν …» Σφρ., Χρον. μ. 8614· διά τούτο λέγω απάνω εις βάρος αφορισμού να ομολογήσει το χρέος του και τα ιντερέσσα τα εύλογα Σεβήρ., Διαθ. 190. 40) Υπολογίζω την αξία κάπ.: Σαν πολλά τον λες τον γέρο,| σαν πολλήν τιμήν τον κάμνεις·| μόν’ κατέβασ’ τον ολίγον Πτωχολ. B 92. 41) Διαλέγω, προτιμώ: με περίσσιο κόπο| χειρότερος απ’ ολωνώ των αλλωνών ανθρώπω| ’πείν ήθελε να πορπατει να βγάνει το ψωμίν του Ερωφ. Β΄ 215. Β´ Αμτβ. 1) Μιλώ: πολλάκις οι απρόσεκτοι λέγουν απερισκέπτως Σπαν. A 345· η όψη του άψε κι έσβησε, να λέγει ’ς τέτοιον τρόπο| προς τον Πανάρετο άρχισε Ερωφ. Ε΄ 66. 2) Αναφέρομαι σε κ., κάνω λόγο για κ.: εγώ θωρώ τα χρονικά, λέγουν δι’ ανδρειωμένους Θρ. πατρ. 93· να πούμεν διά τα νήπια, οπού ’ναι σκλαβωμένα· με κλάματα ευρίσκονται νύκταν και την ημέραν Θρ. Κύπρ. M 478· πλιο δε μιλεί για μισσεμούς, για ξενιτιά δε λέγει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 888. 3) Προαναφέρω: κείνος οπ’ ολοτενιάς δεν ήτο αποθαμένος,| μ’ απού τσι πόνους τσι πολλούς, σαν είπα, λιγωμένος| … εσυνήφερε Ερωφ. Ε΄ 142· για τούτο, ως είπα, δεν παινώ του βασιλιού τα πλούτη (παραλ. 1 στ.), μα το θεό παρακαλώ την τύχη του να ’ρίσει Ερωφ. Α΄ 577. 4) Συζητώ: δεν εντρέπεστε (έκδ. ετρέπεστε) …| διά τα μαλλιά (έκδ. μαλλία) να λέετε; Συναξ. γυν. 591. 5) α) Γνωμοδοτώ: τσ’άρχοντες …| έκραξε για να πούσι (παραλ. 1 στ.), να κάμουνε συμβούλιον πώς έχουνε να διάξουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 33521· β) συγκατατίθεμαι, συμφωνώ: άραντες ουν αυτόν και μη θέλοντα ειπείν εποιήσαντο και ανηγόρευσαν πατριάρχην Ιστ. πολιτ. 109. 6) Θρηνολογώ: θάμπηναν τα μάτια μου από το πε και κλάψε Γεωργηλ., Θαν. 84. 7) (Προκ. για μουσικά όργανα) ηχώ: όρισεν, ελαλήσασιν και είπαν τα σαλπίγγια Χρον. Μορ. H 1136. 8) (Παρενθετικά) επαναλαμβάνω: ο τόπος όπου επέζευσα, λέγω, εκεί όπου εστάθην| ήτον του λιβαδιού οφαλός κι ήτον γεμάτος τ’ άνθη Απόκοπ.2 23· τ’ όνομα που την καρδιά μιλώντας το δροσίζει (παραλ. 1 στ.), τ’ όνομα κείνο του παιδιού, λέγω, το ποιο ’χει χάρη| ζήση να δώσει του κυρού και να του τηνε πάρει Ερωφ. Δ΄ 387. 9) (Μεταβατικά) λοιπόν: άκο τοίνυν, δέσποτά μου,| τό σε θέλω αναφέρει:| «Όταν την απήρα, λέγω,| εκ το χέριν, όπερ οίδας …» Πτωχολ. α 630· μαντάτα του ηφέρασι το πώς δημεγερσία| το Φέλτρι τότε έποικε, λέγω, και προδοσία Κορων., Μπούας 94. IΙ. Μέσ. 1) Διαδίδομαι: τα λόγια όπου ειπήθησαν ενταύτα εις τα φουσσάτα| μη τα πιστέψει γαρ κανείς, ψέματα είναι μεγάλα Χρον. Μορ. H 3896. 2) Είμαι: του Λαρδοφάγου τον ρηγός λέγεται θυγατέρα Ζήνου, Βατραχ. 49. 3) (Με ενεργ. σημασ.) α) διηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: από τα πολλά τα αρίθμητα εκείνα| τίποτ’ ελέξομαι μικρόν τινάς εις νεωτέρους| και να εγνωρίζουν άπαντες τον πλανημένον κόσμον Βυζ. Ιλιάδ. 494· ή γλώσσα να ελέξεται και χείρα να συγγράψει| τα ξένα, τα παράδοξα, τά γέγονεν εις Τροίαν Βυζ. Ιλιάδ. 12· β) συζητώ: ο βασιλεύς δε με χαράς τότε πολλάς τον δέχθη| και εις το σπίτι μετ’ αυτού πολλήν ώραν ελέχθη Κορων., Μπούας 86. Φρ. 1) Είπα, ειπέτε = είδος παιδικού παιχνιδιού (Για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Α1΄ 172-3): παίζουσιν τό λέγουσιν οι παίδες: «Είπα, ειπέτε» Προδρ. ΙΙΙ 295e χφφ gSA (κριτ. υπ.). 2) Λέγει ο λογισμός (μου) = α) έχω τη διαίσθηση: μέσα μου λέγει ο λογισμός πως τούτος ο αντρειωμένος| εισέ φωλιάν αρχοντική θε να ’ναι αναθρεμμένος Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 661· β) σκέφτομαι, συλλογίζομαι: στέκω και συλλογίζομαι, λέγει ο λογισμός μου:| «Ψέματα γράφαν τα χαρτιά …» Θρ. πατρ. Ο 90. 3) Λέγει ο νους μου, η όρεξή μου = προαίσθάνομαι: ο νους μου χωρίς άλλο| μου λέγει τίβοτας κακο πως θα με βρει μεγάλο Ερωφ. Β΄ 86· μέσα η καρδιά μου το γροικά, λέγει το η όρεξή μου| … το πως η παιδωμή μου| έχει να πάψει γλήγορα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1361. 4) Λέγεται κ. βεβαίως = αποδεικνύεται, είναι βέβαιο: πιστεύετε ότι αληθής υπάρχει (ενν. ο τάφος),| ότι βεβαίως είρηται εις πάντας αληθεύειν Διγ. (Trapp) Esc. 1663. 5) Λέγεται κ. εν τοις ωσί μου = πληροφορούμαι, μαθαίνω: Ως δε τούτο εν τοις ωσί του βασιλέως ερρέθη, στενάξας εκ καρδίας και ουδέν έτερον εποίησεν Ψευδο-Σφρ. 38620. 6) Λέγεται λόγος παλαιός = αναφέρεται από την παράδοση: λέγεται γαρ λόγος παλαιός ότι τούτο το μοναστήριον είχεν εισόδημα το τρίτον του νησιού Χειλά, Χρον. 353. 7) Λέγουν με ονόματι, λένε το όνομά μου = έχω το όνομα, ονομάζομαι (Βλ. Κριαρά [Πανώρ. σ. 252]): άλλον θηρίον σάτυρον ονόματι το λέγουν Φυσιολ. 37137· τ’ όνομά του το γλυκύ το λέγαν Νικοστράτη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 221· ο … βασιλεύς … αλησμόνησε να τον ερωτήσει πώς λέγουν το όνομά του Διήγ. Αγ. Σοφ. 15327. 8) Λέγω (απο)μέσα μου, εις νουν, εις την ψυχήν μου, μέσα στο νου μου, μόνος μου, τον εαυτόν μου = σκέφτομαι, συλλογίζομαι: Τούτα ’λεγε απομέσα τση (ενν. η νένα) κι εβάλθη να βουηθήσει| της Αρετής Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ 1301· μέσα του λέγει (ενν. ο ρήγας): «Ωσά θωρώ, οπίσω τον αφήκα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 494· εσίγησαν οι πάντες «αν τύχει, λέγοντες εις νουν, ο βασιλεύς διστάζει» Καλλίμ. 1042· Διγ. (Trapp) Esc. 1420, Παλαμήδ., Βοηβ. 655, Βέλθ. 725, 733. 9) Λέγω βουλήν = αποφασίζω (Πβ. φρ. δίνω βουλή, ά. βουλή 2δ): κοινήν βουλήν ας είπομεν, αν έναι θελητόν σου,| πώς και γενούμεν εγκρατείς του κάστρου και της κόρης Καλλίμ. 1032. 10) Λέγω (εις) πληροφορίαν = πληροφορώ, γνωστοποιώ, θέτω υπόψη κάπ. (Βλ. και Ανδρ., Αθ. 47, 1937, 200): άλλο πάλιν ηξεύρετε, πληροφορίαν σας λέγω,| εις άλλον πάλιν λογισμόν κείτονται οι Ρωμαίοι Χρον. Μορ. P 715· Διά τούτο απέστειλεν εδώ τον καβαλάρη ετούτον| … , πληροφορίαν σε λέγω,| να σε πληροφορέσομεν …| εις τόπον όπου ορέγεσαι να εσμίξετε οι δύο Χρον. Μορ. H 193· λέγω σε εις πληροφορίαν και μη το απιστήσεις·| αν ήσουν γαρ εις τον Μορέαν …(παραλ. 1 στ.), ουδέν ημπόρεις στα μακρέα μετ’ εμέ να υπομένεις Χρον. Μορ. H 4225. 11) Λέγω κ. εκ στόματος = διηγούμαι λεπτομερώς (Η φρ. στο Somav.): όλα του τ’ αφηγήθησαν, εκ στόματος τον είπαν,| το πώς εκαταστήσασιν την υπαντρείαν εκείνην Χρον. Μορ. H 3125. 12) Λέγω κακό, βλ. κακόν Φρ. 1. 13) Λέγω καλλιά = προτιμώ: αν έναι και κιανείς καλά στο λογισμόν του βάλει| τσ’ έγνοιες απού τσι τυραννού, καλλιά ’χε πει πάσ’ άλλη| τύχη παρά την τύχη τως Ερωφ. Β΄ 212. 14) Λέγω καλόν, καλά, βλ. καλόν Φρ. 3. 15) Λέγω κατά της διαθήκης = προσβάλλω τη διαθήκη: εάν … ο υιός … ουδέν αφήσει και της μάννας του δίκαιον μέρος, ώσπερ και τους άλλους, δύναται η μάννα να πει κατά της διαθήκης Ελλην. νόμ. 57913. 16) Λέγω (την) λειτουργίαν = λειτουργώ (Η φρ. και στο Somav.): ο παπα-Μακάριος είπεν την λειτουργίαν Διήγ. ωραιότ. 363· επήραν τα ’κονίσματα κι είπανε να διαβούσι| … στον Αρχάγγελον και λειτουργίαν να πούσι Διήγ. ωραιότ. 862. 17) Λέγω κ. μεγάλως = μεγαλοποιώ: Τάχατε προφητεύομαι και λέγω τα μεγάλως Προδρ. III 246. 18) Λέγω το ναι = συγκατατίθεμαι: τούτος αγάπα από καιρό μια πλουμισμένη κόρη| κι εκόπιαζε … να τηνε κάμει| να πει το ναι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 464. 19) Λέγω την ομιλίαν = συζητώ, συνομιλώ: ωσάν αρχίζουσιν να πουν … την ομιλίαν,| αρχίζουσιν να κάμνουσιν εισμίαν την πελελίαν Σαχλ., Αφήγ. 224. 20) Λέγω όρκους κάπ. = α) δίνω ένορκες διαβεβαιώσεις: να ’δαμεν …(παραλ. 1 στ.) αν κατ' αλήθειαν εύραμεν όρκους τούς μας ελέγαν Απόκοπ.2 253· β) εξορκίζω: φεγγάριν μου, μυριοπαρακαλώ σε,| … να υπάγεις την φεδούλαν (παραλ. 1 στ.) όρκους φρικτούς να την ειπείς, να την παρακαλέσεις| σημάδιν με το άλλον της πιττάκιν να με στείλει Λίβ. N 1557. 21) Λέγω όχι σε κάπ. = αρνούμαι, αποκρούω: συνήθιν είν’ των κορασιώ … να κλαίσι,| όντα τσι προξενεύγουσι, κι όχι αλλωνώ να λέσι Ερωφ. Β΄ 300. 22) Λέγω σε κάπ. τα παστικά του = βρίζω κάπ. (Βλ. Κριαρ., Αθ. 50, 1940, 179 και Vincent [Φορτουν. σ. 169]): Γεια σου, στην πίστη μου, μωρή! Ήφαες το τσικίνι| κι εδά του λες τα παστικά Φορτουν. (Vinc.) Δ΄ 362. 23) Λέγω την προσευχή μου = προσεύχομαι: αναβαίνω στο βουνί να πω την προσευχή μου,| προς τα κακά τα έποικα να σώσω την ψυχή μου Γαδ. διήγ. 297· Κάμε, παιδί μου, μην αργείς· την προσευκή σου πέ την Θυσ.2 865 (κριτ. υπ.). 24) Λέγω τα συγχαρίκια = ανακοινώνω ένα χαρμόσυνο γεγονός: έλευσιν δε την εαυτού πάντες αναμαθόντες| εις τους οίκους απέτρεχον ειπείν τα συγχαρίκια Διγ. (Trapp) Gr. 919· υπάσι δε μετά σπουδής, λέγουν τα συγχαρίκια Αχιλλ. N 441. 25) Υπάγω λέγοντας, (υ)παγαίνω λέγοντας = συνεχίζω, συνεχίζω να λέω (πβ. το σημερ. «πάει λέ(γ)οντας»): Ημείς ηφέραμεν τον Ιησούν οποίος υπάγει λέγοντας ότι έναι Υιός του Θεού' Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 267v· Υπαγαίνοντας έτσι λέγοντας την ιστορίαν του Κάιν και την γενεαλογίαν του ... θέλετε μάθει το παν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 85v· Παγαίνοντας λέγοντας την υπόθεσιν τουτουνών των δύο παιδιών του Ισαάκ, ο Αβραάμ είχεν τότες διακοσίους χρόνους απεθαμένος Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 136r. Το απαρ. αορ. ’πείν ως ουσ.= 1) Λόγος· ρητό, απόφθεγμα: μεγάλη διαφορά είναι από το ’πείν ως το να ποίσει Μαχ. 47627· ελησμόνησεν το ’πείν τους φιλοσόφους, όπου λαλούσιν: «Μεν πιστεύσεις πάσα λόγον τό να γροικήσεις …» Μαχ. 39025. 2) Πληροφορία, μαρτυρία: Ο Περότ … ήτον πολλά ηγαπημένος της ρήγαινας της Βαλιαντίνας κατά το ’πείν τους λας Μαχ. 59433. Το γ΄ εν. ενεργ. απρόσ. = αναγράφεται, αναφέρεται: ακούσατε τι λέγει εις τας Πράξεις των αγίων Αποστόλων Ιστ. πατρ. 18813. Το γ΄ εν. μέσ.απρόσ. = φημολογείται: τον πλούτον αυτού δημοσίᾳ επώλησεν, ίνα λάβει ο βασιλεύς το χρέος ό αυτός εχρεώστει, ως λέγεται Ιστ. πολιτ. 7716. Το απαρ. ενεστ. ως ουσ. = η ρητορική: ένας ασκητής … ευρίσκετον εις τους καιρούς εκείνους θαυμαστός εις την μοναχικήν πολιτείαν και άξιος εις το λέγειν Εγκ. αγ. Δημ. 110179.
       
  • λιθάριον
    το, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15027, 15131, 15734· λιθάρι, Ερωτοπ. 417, Ιμπ. (Lambr.) 275, Φαλιέρ., Ιστ.2 26, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 243, Θησ. Θ΄ [494], I΄ [84], Πικατ. 339, Δεφ., Λόγ. 419, Πεντ. Γέν. II 12, Έξ. XX 25, XXXI 5, Δευτ. XXII 24, Γύπ. Πρόλ. Διός 23, Ερωφ. Δ΄ 724, Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 36, Ιστ. Βλαχ. 44, 2663, Ευγέν. 974, Πτωχολ. A 135, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [173], Ροδινός (Βαλ.) 188, Πτωχολ. B 402, Διγ. O Πρόλ. 24, 2864· λιθάρι(ν), Βέλθ. 333, Ανακάλ. 69, Διήγ. Αλ. G 2819, Αιτωλ., Μύθ. 1447, Χρον. σουλτ. 8526, Ιστ. πατρ. 1803, Διγ. Άνδρ. 34712, Στάθ. (Martini) Γ΄ 514, Πτωχολ. A 57, Τζάνε, Κρ. πόλ. 18125, 28618· λιθάριν, Φλώρ. 497, 958, Διγ. Z 1520, Διγ. (Trapp) Esc. 1473, Λίβ. P 1001, Λίβ. Sc. 1703, Λίβ. Esc. 756, 936, 1701, 2881, Αχιλλ. L 256, 494, 509, Αχιλλ. N 727, 1584, Ιμπ. 296, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 8921, κ.π.α.
    Η λ. στο Θεόφραστο. Ο τ. λιθάρι στο Somav. και σήμ. και ο τ. λιθάριν στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    1) α) Πέτρα: έδερνεν το κεφάλι του με πέτρα, με λιθάρι Διγ. O 2943· με τα δάκρυα έβρεχεν της ηγής τα λιθάρια Διγ. O 2834· (μεταφ.): τα αφτιά μου εστούπωσα με του κέρδους το λιθάριν Σαχλ., Αφήγ. 338· β) φρ. κάνω ή ποιώ λιθάρι κάπ. = πετρώνω, απολιθώνω κάπ.: ότις για κείνα να σκαλέψει χνάριν| βουργά τα μάτια κάμνουν τολ λιθάριν Κυπρ. ερωτ. 418· τον έρωταν απού ’καμεν να νώσει| ο πασανείς …| λιθάριν τον εποίκεν η κυρά μου Κυπρ. ερωτ. 193· γ) φρ. γίνομαι υπομονής λίθάρι = υπομένω, γίνομαι καρτερικός: γίνου προς το δίκαιόν σου υπομονής λιθάρι Σαχλ., Αφήγ. 6. 2) Πέτρινος όγκος, βράχος: Αρχίνησαν τον πόλεμον …(παραλ. 4 στ.) εκεί σ’ εκείνο το βουνόν και το σκληρόν λιθάρι Ιστ. Βλαχ. 900· εις έναν βράχος φοβερόν …| θωρώ καλύβιν χόρτινον απάνω εις το λιθάριν Λίβ. N 2436· (μεταφ.): βοσκοί, λιθάρι του Ισραέλ Πεντ. Γέν. XLIX 24. 3) Οικοδομικός λίθος: όταν ανέβη από το θεμέλιον πήχες δύο (ενν. η εκκλησία), … όσοι ανέβαζαν λιθάριον έπαιρναν από ένα άσπρον Διήγ. Αγ. Σοφ. 15121· οι κολόνες του ναού και τα ξερά λιθάρια,| οπού δεν έχουν αίσθησιν, εβγάνασι καθάρια| δάκρυα πικρά Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [173]. 4) Πολύτιμος λίθος: εβγάνει δακτυλίδιον με ατίμητον λιθάριν Φλώρ. 1187· στεφάνιν εφόριε ολόχρυσον με λιθάρια και με μαργαριτάρια Αχιλλ. L 36· αν ο πατέρας τους ού η μητέρα τους αφήκαν τους πράγματα κινητά ώσπερ βίον ού λιθάρια βαρύτιμα Ασσίζ. 38117· (μεταφ.): ο λόγος τ’ αφεντός είν’ ακριβόν λιθάρι Ιστ. Βλαχ. 1563· Πέρδικα χρυσοπλούμιστη, λιθάριν λυχνιτάριν Ιμπ. (Lambr.) 250. 5) φρ. ρίχνω το λιθάρι = συμμετέχω σε αγώνισμα λιθοβολίας (Για τη σημασ. βλ. και Κουκ., ΒΒΠ 3, 113): εκείνοι πάλι ορέγονται να ρίχνουν το λιθάρι| και πάλι άλλοι στο πάλεμα συμπολεμούν ομάδι Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [70]. 6) φρ. κινώ άλλο λιθάρι = ενεργώ αλλιώς, ακολουθώ άλλο δρόμο, βρίσκω άλλο τρόπο για να πετύχω κ.: επειδή «ουκ εν τῳ ανθρώπῳ η οδός αυτού», … χρεία να κινήσομεν, ως λέγει ο λόγος, άλλο λιθάρι Ροδινός (Βαλ.) 142. — Πβ. και κινώ III Φρ. 6.
       
  • λιθογνώστης
    ο, Πτωχολ. A 11.
    Από τα ουσ. λίθος και γνώστης.
    Γνώστης, ειδικός στους πολύτιμους λίθους: είμαι λιθογνώστης| και γνωρίζω τα λιθάρια,| τα πολύτιμα πετράδια Πτωχολ. B 61.
       
  • λογιάζω,
    Διγ. A 793, 1715, Χρον. Μορ. H 736, 1150, Αχέλ. 166, 1133, Πανώρ. Β΄ 150, 372, Γ΄ 47, Ερωφ. Α΄ 70, Ιντ. γ΄ 46, Δ΄ 460, Κατζ. Α΄ 171, Ε΄ 137, Βοσκοπ.2 40, 93, Σουμμ., Ρεμπελ. 167, 175, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 299, Γ΄ 616, Δ΄ 30, 260, Ε΄ 695, Θυσ.2 600, 677, Στάθ. (Martini) Α΄ 134, 281, 332, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [761], Ε΄ [559], Φορτουν. (Vinc.) Α΄ 294, Γ΄ 259, Ζήν. Α΄ 123, 197, Γ΄ 202, Διγ. O 2395, Τζάνε, Κρ. πόλ. 33914, 54519, κ.π.α.· λοϊάζω, Π. Ν. Διαθ. φ. 245α 9, φ. 245α 11.
    Από το λογίζω ‑ομαι κατά τα ρ. σε ‑ιάζω (Αντιχάρ. Ανδρ. 92). Η λ. στο Βλάχ. και σε έγγρ. του 1643 (Βλ. Vinc., Θησαυρ. 4, 1967, 64). Η λ. και ο τ. και σήμ. σε ιδιώμ. (Βλ. Άμ., Χιακ. Χρον. 6, 1925, 42, Andr., Lex., Λουκά, Γλωσσάρ. 283, Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Γ΄, Παπαδ. Α., Λεξ. και Πουλιανό, Αθ. 6, 1894, 455).
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. (συν. με εκφρ. όπως: μέσα μου, στο λογισμό,μου, στο νου μου, κ.λ.π.). 1) α) Σκέφτομαι, έχω κ. στο νου μου: λογιαζοντάς το (ενν. το φταίσιμον) μοναχάς θαμπώνεται το φως μου Ερωφ. Α΄ 98· μη θαρρείς …| … άφαντα κι άσκημα ποτέ ο νους μου να λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1008· παρέτρεχον τον λόγον,| ίνα μη σκάνδαλον αυτόν (ενν. τον νέον) εις νουν του να λογιάσει Διγ. A 2790· Κράζει (ενν. η Αρετή) τη νένα της σιμά κι είπε της τό λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 207· β) συλλογίζομαι, στοχάζομαι: πράματα πολλώ λογιών εστέκαν κι ελογιάζα (ενν. η Αρετούσα και η νένα) Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1698· οπού ’χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τα λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1164· γ) αναλογίζομαι: Λογιάσετε τον πόλεμον και σκοτωμόν που γίνη Τζάνε, Κρ. πόλ. 33122· λόγιασε εδά την πρίκα μου και την πολλή μου ζάλη! Στάθ. (Martini) Β΄ 58· λόγιασε τέχνη κι αρετή και μαστοριά μεγάλη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1528· δ) «βάζω» στο νου μου· υποψιάζομαι: εις το γνοιανό που εγροίκησε χίλια κακά λογιάζει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 1306· Ο Σίλβιος σ’ εθανάτωσε κι’ άλλονε μην λογιάζεις Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [1291]· α …| … δείξεις αντρειά πολλή, …| ο ρήγας είναι φρόνιμος και θέλει το λογιάσει| πως ήσουν … οπού ’βαλε να πιάσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 25· ε) φαντάζομαι: δεν το λόγιαζα ποτέ πως είμαι ξένη γέννα Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 127· πράμά ’καμε (ενν. ο Ρωτόκριτος) οπού δεν μπορούν άλλοι να το λογιάσου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 894· Μέσα της τον ελόγιαζε (ενν. η Αρετή το Ρωτόκριτο) τα αίματα γεμάτο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 569. 2) Λογαριάζω· σχεδιάζω· σκοπεύω: ένας θε να ’ναι ο νικητής κι ο άλλος θε να χάσει,| μα καθεείς ελόγιαζε το πως το νίκος παίρνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 2279· βασιλέας της Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα’τάκο τη νύκτα στο φουσσάτο της Αθήνας Ευρετ. Ερωτοκρ. 766366· μετ’ αυτόν (ενν. το ρήγα) ελόγιασα γάμο να ξετελειώσω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1043· στον νουν μου μέσα λόγιαζα την όρνιθα να πάρω (ενν. η Αλουπού) Γαδ. διήγ. 258· την αιώνιον κόλασιν λογιάζουν (ενν. τα γλυκά λόγια της γυναίκας) να σας δώσουν Βεντράμ., Γυν. 39. 3) α) Υπολογίζω·μετρώ: πόσοι λογιάζεις αποκεί να διάβησαν στον Άδη: Αχέλ. 2053· τ’ αφέντη μου το Νένο| δώδεκα χρόνοι σήμερο λογιάζω αποθαμένο Ροδολ. Α΄ [538]· παίρνασι αμέτρητα (ενν. τα καλά) δίχως να τα λογιάζουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 3435 β) (μεταφ.) υπολογίζω· εκτιμώ: Εσέναν το φουσσάτον σου κανείς δεν το λογιάζει,| ούτε ολίγον ή πολύ κανείς το λογαριάζει Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 251 εις ουδέν λογιάζοντας του βασιλέως τες νουθεσίες αρματώθη Εγκ. αγ. Δημ. 108130-1· Σκόλασε, μην πρικαίνεσαι, τ’ όνειρο μη λογιάζεις Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 179· Θεό δεν ελογιάζανε Τζάνε, Κρ. πόλ. 4429. 4) α) Θεωρώ, νομίζω: όταν … σ’ ελόγιαζα νεκρόν Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [838]· εις ομορφιά κιαμιά κάλλια μου δε λογιάζω Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 62· παράδεισο τον πόθο να λογιάζεις Ερωφ. Β΄ 278· (με την πρόθεση για): για ’πίβουλο και άπονο πάντα θα σε λογιάζω Ερωτόκρ. A΄ 405· λογιάζου| τα ψόματα γι’ απαρθινά Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 1443· ελογίαζε την αϋπνίαν διά ύπνον Χίκα, Μονωδ. 66· β) υποθέτω: καθώς το λόγιασα, την ηύρα κι εκοιμάτο (ενν. η κόρη) Πανώρ. Δ΄ 244· θωρώ μιαν κορασιά, λογιάζω πως αυτείνη| να ξεύρει να μου πει ο σκύλος μου τι εγίνη Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [455]· Δάσκαλε, εγροίκησά σου …| και αληθινά λογιάζω εσύ να βγήκες απ’ το νου σου Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 162. 5) Αναρωτιέμαι: οληνυκτίς ανάπαψη δεν είχε να λογιάζει (ενν. η Αρετούσα)| ποιος είναι αυτός που τραγουδεί Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 425· βλέποντας ελόγιαζε (ενν. ο Αρκίτας) το πρόσωπον της τι έναι Θησ. Γ΄ [127]. 6) Εξετάζω, «ζυγιάζω» με το νου: τά θε να πω, πρωτύτερα πρέπει να τα λογιάσω Θυσ.2 578· να λογιάσει (ενν. ο Αμιργιαλής) … να μην τονε γελάσει (ενν. ο εχθρός) Τζάνε, Κρ. πόλ. 33613. 7) Κρίνω· συμπεραίνω: αν του τυχαίνει (ενν. του φταίστη) θάνατος λογιάσετε και πέτε Ζήν. Γ΄ 108· ο χρυσός ο αετός ο γαμπρός μας λογιάζω| να είναι, γιατί εις ατό τονε παρομοιάζω Διγ. O 749· Λογιάζω να ’ναι ζωντανή, ότι κτυπά η καρδιά της Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [870]· πιστεύω ότι … εσείς … να ελογιάσετε ότι αντή η … γυναίκα σημαίνει την Παρθένον Μαρίαν Ροδινός (Βαλ.) 124. 8) Αποφασίζω: ελόγιασα το Γύπαρη να πάρω, σαν ορίζεις,| άντρα μου Πανώρ. Ε΄ 255· ξεύροντας το πως ποτέ από σένα| άλλος τινάς τά θέλω πει δε θέλει έχει ακουσμένα,| ελόγιασα τη σήμερο να σου τα μολοήσω Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 159. 9) α) Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι: πως με γελάς και παίζεις με το λόγιασα περισσά Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [72]· έρχουνταν συχνές μπομπαρδιές ’κεί πού ’ταν τεντωμένος| … κι ευθύς ελόγιασεν πως είν’ ’πιβουλεμένος Παλαμήδ., Βοηβ. 1056· β) συλλαμβάνω· κατανοώ (και με υποκ. ο νους): να έχει (ενν. ένας ζωγράφος) ζωντανόν και έξυπνον νουν διά να λογιάσει καμμίαν όμορφην εικόνα Ροδινός (Βαλ.) 55· να ηξεύρει (ενν. ένας ζωγράφος) να χρωματίζει με το κονδνλιν εκείνο οπού ελόγιασε με τον νουν του Ροδινός (Βαλ.) 55· η αγιοτάτη Παρθένος, λογιασμένη, πλασμένη και κτισμένη από τον άκρον εκείνον ζωγράφον (ενν. τον Θεόν) Ροδινός (Βαλ.) 55· ποία γλώσσα να είπει ή νους να λογιάσει την άπειρόν σου καλοσύνην, … Κύριε; Διήγ. πανωφ. 57. 10) Εμπνέω: τον τύραννο θες πιάσεις,| το φόβο τον θεού να του λογιάσεις Ζήν. Δ΄ 80. 11) Θυμούμαι, «φέρνω» τι στο νου μου: την βλάβη … να τηνε γιατρεύσω (παραλ. 2 στ.) ένα χορτάρι ελόγιασα, περίσσια γνωρισμένον Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1324]. 12) Αντικρίζω: οϊμέ, τρομάσσω,| το Δία βλέπω προσκυνά … Τι άλλο θα λογιάσω ; Ζήν. Δ΄ 168. Β´ Αμτβ. 1) α) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι: αφού ’λίγον ελόγιασεν (ενν. ο χαχάμης), τέτοιον λόγον εβγάνει Μαρκάδ. 462· Κερά μου, λόγιασε να μας αποφασίσεις Ερωτόκρ. Ε΄ 423· β) έχω στο νου μου, λογαριάζω, σκοπεύω: ο καιρός δε σάζει| να κυνηγήσει να χαρεί, σαν καταπώς λογιάζει (ενν. ο ψαράς) Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄476· είναι εδική σου (ενν. η κόρη),| ως ήθελες κι ελόγιαζες κι ήτον η όρεξίς σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1557]· γ) αναλογίζομαι: αν το ’χε κάμει (ενν. ο Γύπαρης), λόγιασε, άπονη κορασίδα,| το πως δεν ήθελε βρεθεί κιανείς βοσκός …|  το σκοτωμό ντου … να μηδέν είχε κλαίγει Πανώρ. Γ΄ 7· δ) βάζω στο νου μου, φαυτἀζομαι: πως θ’ αλλάξει η σκηνή τούτη και δε λογιάζει (ενν. ο αντοκράτορας) Ζήν. Ε΄ 76· ως δεν ελόγιαζες, μηδ’  έβανέν το ο νους σου| … παντρεύγεις το παιδί σου Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 276. 2) Υποθέτω, νομίζω, θαρρώ: δεν το ’ πνίξε (ενν. ο σκύλος ’ αλάφι), καθώς εσύ λογιάζεις: Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [650]· ζει (ενν. η κόρη), λογιάζω, ακόμη Πιστ. βοσκ. IV 5, 330· από τες τόσες τως φωνές τα όρη αντιλαλούσαν| και από τους τάφους οι νεκροί, λογιάζω, το ’γροικούσαν Τζάνε, Κρ. πόλ. 2184 3) Εξετάζω, «ζυγιάζω» με το νου: αν του Αγίου δώσουν καιρόν να λογιάσει, θέλει στοχάσει του λόγου του και θέλει κάμειν το θέλημα του τυράννου Ροδινός (Βαλ.) 216. 4) Κατανοώ, καταλαβαίνω: Αυτό που δεν γροικάς εσύ καλότατα λογιάζω,| τ’ αγροίκησα ο ταλαίπωρος, γιατί το δοκιμάζω Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1008]. 5) Κρίνω· συμπεραίνω: Τούτο (ενν. το άτι), ’γώ καθώς λογιάζω,| πουλαράκι είχε μείνει (παραλ. 2 στ.) κι έφαγε βουβάλας γάλα| και βουβάλας τάξην έχει Πτωχολ. B 169· σα λογιάζω, εις φρόνεψη ταίρι ποθές δεν έχει (ενν. ο τραγουδιστής) Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 868. 6) Αποφασίζω: Ο Χουσσεΐν ελόγιασε και με τα μάγια εντύθη| κι έδραμε δίχως τήρησιν την χώραν να γυρίσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Νενεδ.) 26913. 7) Σκέφτομαι λογικά: Κερά, συνήφερε, λόγιασε, καλοδέ το Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 273. 8) Είμαι σκεφτικός, έχω έγνοια: Ποτέ του δεν εγέλασε, μα πάντα του λογιάζει (ενν. ο Σπιθόλιοντας) Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 331· συχναναστενάζει| και βαρεμένη κάθεται και μοναχάς λογιάζει (ενν. η Ερωφίλη) Ερωφ. Β΄ 296. 9) Διστάζω: στο σπηλιό είναι το θεριό, έλα και μη λογιάσεις Ζήν. Δ΄ 120. 10) Με τις προθ. για και ογιά = α) είμαι σκεφτικός, έχω έγνοια για κάπ.: για λόγου του παντοτινά λογιάζει (ενν. η Αρετή) Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 452· όταν λογιάζω γιατ’ εσέ, τίβοτες δεν θυμούμαι Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1194]· β) μεριμνώ, φροντίζω, νοιάζομαι για κ. ή για κάπ.: για τη ζωή να μη λογιάζω Βοσκοπ.2 408· Λογιάζει για τη φορεσά, πώς να του τηνε κάμει (ενν. ο Πολύδωρος) Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 89· ογιά το φίλο ελόγιαζε πού να ’ναι κι είντα εγίνη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 1172. 11) Με την πρόθ. εις = α) Σκέφτομαι, έχω στο νου μου: τους ήρθαν όλα ενάντια εις όσα ελόγιαζαν εις τον λογισμόν τους Σουμμ., Ρεμπελ. 189· εις άλλο δε λογιάζου| κι απόκεις το τορνέσι τους μετά χαράς ξοδιάζου Κατζ. Γ΄ 327· β) αναλογίζομαι: συγκερνά (ενν. ο Ρωτόκριτος) τσι πόνους του λογιάζοντας με γνώση| εις τά ’διαξεν η Αρετή Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 813· γ) (προκ. για το νου) συλλαμβάνω· κατανοώ: Ποιος νους ή γλώσσα δύναται … να λογιάσει| εις τα μυστήρια του Θεού; Διακρούσ. 10125· 6) υπολογίζω, βασίζομαι σε κ.: ο πρίγκιπας ελόγιαζεν εις τα φουσσάτα όπου έχει| κι εις την ελπίδα του Θεού βοήθειαν να του δόσει Χρον. Μορ. H 6608. IΙ. Μέσ. (με ενεργ. σημασ.) 1) Σκέφτομαι, συλλογίζομαι: μόνον κακά λογιάζεται (ενν. η εξανέντροπη γυναίκα), ξυπνή κι όντα κοιμάται Βεντράμ., Γυν. 56. 2) Λογαριάζω, υπολογίζω: Τις είναι αυτός και έχει τόσην τόλμην και τες σπαθιές μας δεν τες λογιάζεται διά ουδετίποτες; Διγ. Άνδρ. 37120.
       
  • λόγος (I),
    ο, Γλυκά, Στ. 116, Προδρ. III 419α, Διγ. Z 516, 586, 858, Διγ. (Trapp) Esc. 1813, Βέλθ. 2, 68, Πόλ. Τρωάδ. 381, Χρον. Μορ. H 5184, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 423, Λίβ. (Lamb.) Esc. 712, 1234, Αχιλλ. O 236, Πτωχολ. α 3, Πανώρ. Γ΄ 215, Ε΄ 173, Ερωφ. Α' 390, 470, Ιστ. Βλαχ. 446, 1032, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 80, 768, 1277, Β΄ 452, Θυσ.2 254, 608, Στάθ. (Martini) Ιντ. Β΄ 131, Β΄ 193, Φορτουν. (Vinc.) Β΄ 240, Γ΄ 663, κ.π.α.· ’λλόγος, Μαχ. 5034, 31834, 64617, Κυπρ. ερωτ. 9475, 9526, 10417· πληθ. λόγια, Χρον. Μορ. H 928, 3836, Απόκοπ.2 212, Πανώρ. Α΄ 369, 371, Γ΄ 252, Ερωφ. Α΄ 385, Δ΄ 394, 603, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1862, 1904, Γ΄ 134, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [1220], Ε΄ [640], Τζάνε, Κρ. πόλ. 37911, 40315, κ.π.α.· λογία, Μαχ. 5021, 14821, 25422, 47814, Βουστρ. 413, 496, 525, κ.α.· λογιά, Πεντ. Δευτ. II 26 (αν δεν πρόκ. για εσφαλμ. γρ. αντί λόγιαλογίατα, Βουστρ. 526· γεν. εν. ολόγου, Χρον. Μορ. H 1380, 3164, 3166, 7106, 8394.
    Το αρχ. ουσ. λόγος. Ως β΄ πληθ. λόγια ο πληθ. του ουσ. λόγιον (βλ. ά.· για τις παλαιότ. χρ. βλ. κυρίως Lampe, Lex., λ. λόγιον). Για το σχηματ. του τ. λόγιατα βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 179. Για τη γεν. ολόγου βλ. Pernot, Neophilologus 8, 1923, 66· πβ. όμως και Σπυριδ., ΕΜΑ 1, 1939, 49-51. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ.
    1) α) Ό,τι λέει κάπ., κουβέντα: Διγ. (Trapp) Gr. 429, Απολλών. 325, Προδρ. I 231· Ποιος να ’ναι απ’ αφουκράται| τα λόγια μου των αλλωνώ βοσκώ να τα δηγάται; Πανώρ. Α΄ 294· πότε να ιδώ κοιτώναν της και λόγια της ακούσω; Λίβ. Esc. 1557· μην πιστεύετε … εις τα γλυκά της λόγια (ενν. της γυναίκας) Βεντράμ., Γυν. 37· Αυτά ’ναι λόγια των κλεπτών και ψεματολογίες,| ου στέργομεν, ου θέλομεν τέτοιες μυθολογίες Γαδ. διήγ. 349· (ως σύστ. αντικ. ή είδος σύστ. αντικ.· βλ. και Ανδρ., Αθ. 47, 1937, 191, 199): Καλλίμ. 1670, Περί ξεν. A 300, Κορων., Μπούας 23· λάλησε λόγον, τι σιγάς; Καλλίμ. 488· Πόσα εβαττολόγησας ληρήματα και λόγους Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 541· «Δεν τρώγω ωσάν εσύντυχα τα λόγια μου». Και είπεν: «Σύντυχε» Πεντ. Γέν. XXIV 33· β) λέξη: ήτον όλη η γης γλώσσα μια και λόγια μόνα Πεντ. Γέν. XI 1· γ) Πρόταση, φράση· ρητό, ρήση: να γράφει ορθά και να συντάσσει τα λόγια του με τέχνην γραμματικήν κατά την κοινήν συνήθειαν Σοφιαν., Γραμμ. 252· το «δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου» και τα εξής του λόγου Περί ξεν. A 459· δ) νόημα, σημασία: Audi, ascolta, γροίκησε, τρία σε λόγον ένα Φορτουν. (Vinc.) Ε΄ 242. 2) α) Ομιλία: Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 298, Χούμνου, Κοσμογ. 596· έκφρ. από λόγου = προφορικά: τα οποία (ενν. υπέρπυρα) λέσι πως τα ’χεν και ο ποτέ Μιχάλης ταμένα ζώντας του από λόγου και ... δεν τα ’γραψεν Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 7014· β) λεκτική ικανότητα· αφηγηματική ευχέρεια: ο ασθενής … χάνει τον λόγον του ή στεγνώνει το στήθος Ασσίζ. 1838· ελπίζω και παρακαλώ να λάβω την σοφίαν,| μνήμην και λόγον και σπουδήν ορθώς να ερμηνέψω Συναξ. γυν. 3. 3) Γλώσσα: Ρωμογενής είσαι, φαίνεσαι εκ του λόγου Βέλθ. 1248. 4) α) Πρόταση: δεν εδέχθη τους λόγους τους διά να παντρευθεί Δωρ. Μον. (Hopf) 238· όσοι ελαλήσετε διά εμέν να γενώ βασιλέας,| επαίρνω εγώ τους λόγους τους και τες φωνές οπού είπαν| και θέτω απάνω εις αυτάς κι εγω τον εδικόν μου Χρον. Μορ. H 957· β) συμβουλή: πείσθητι γεροντικοίς και πατρικοίς μου λόγοις| και μάθε τα γραμματικά Προδρ. IV 13· τα λόγια, τα διατάματα πόσον κακόν εκάμα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 1240· όποιες δεν αφουκρούνται| τα λόγια τω γονέω ντως ογλήγορα χαλούνται Πανώρ. Ε΄ 254· γ) διδασκαλία, κήρυγμα: βλάπτοντ’ οι μη ακούσαντες τον λόγον του Κυρίου Σπαν. A 187· επροσμένασι (ενν. οι Ιουδαίοι) …  τρεις ημέρες νηστικοί να ακούσουσι τον λόγον Πηγά, Χρυσοπ. 58 (17)· τ’ αφτιά τως λόγια του Θεού ποτέ τως δε γροικούσι Ζήν. Δ΄ 323. 5) α) Γνώμη, κρίση, άποψη: είχεν αγάπην περισσήν εκ το κοινό της χώρας.| Όλοι τον ετιμούσασιν, τον λόγον του εστέργαν Χρον. Τόκκων 1314· επερπάτησεν απέ την χώραν όλην| εις άρχοντες οπού ήξευρεν ο λόγος του να αξιάζει Χρον. Τόκκων 1356· ευλαβής (ενν. ο κυρ Θεοφάνης) φιλοκκλήσιος και εις τον λόγον του στερεός Συναδ., Χρον. 28· β) σκέψη, υπόθεση: πλησίον είναι οι εχθροί και θέλουν μας κουρσεύειν·| αλλά μη τούτο γένειται, καν τολμηρός ο λόγος,| όρισε …| … τινάν πιστόν …| να προμηθεύειται καλώς την σύστασιν του τόπου Αχιλλ. N 644· γ) ερώτηση: ρωτημό ερώτησεν ο ανήρ …: «Αν … ο πατέρας σας ζωντανός; αν είναι εσάς αδερφός;». Και αναγγείλαμε αυτουνού διά στόμα τα λόγια ετούτα Πεντ. Γέν. XLIII 7. 6) Επιχείρημα: παραστήσαι διά λόγων πιθανών ότι τα συμβάντα τῳ Μουράτ ουκ ην αιτία ο βασιλεύς, αλλ’ ο Παγιαζίτ Δούκ. 2317· γράμματα έγραψεν σ’ αυτόν τον βασιλέα| δείχνοντας πως δεν έπταιεν με λόγια ωραία| και με πολλές απόδειξες πως τον συκοφαντούσαν Παλαμήδ., Βοηβ. 1088. 7) α) Εντολή, διαταγή: Πανώρ. Α΄ 376, Πικατ. 505, Διγ. Z 392, Πτωχολ. α 949· έκφρ.: (1) τα δέκα λόγια = οι δέκα εντολές: επαράγγειλεν (ενν. ο Θεός) εσάς να κάμετε τα δέκα λόγια Πεντ. Δευτ. IV 13· (1) χρυσόβουλλος λόγος = είδος αυτοκρατορικού προνομιακού ορισμού (Για το πράγμα βλ. Καραγ., Βυζ. διπλ.2 233 κε.): Τῃ ισχύι και δυνάμει του παρόντος χρυσοβούλλου λόγου της βασιλείας μου καθέξει και νεμηθήσεται η δηλωθείσα σεβασμία μονή τα ανωτέρω Γράμματα Μετεώρ. 58· β) απόφαση: ου παρασάλευσεν εκ την βουλήν τήν είπεν| τον λόγον της τον πρωτινόν ποσώς να μεταθέσει Ιμπ. 321· πολλούς εκρέμασεν (ενν. ο Κούλογλης) άκριτα χωρίς του κατή τον λόγον Συναδ., Χρον. 40. 8) Απειλή, εκφοβισμός: Εμέ δε μόνον βλέποντες (ενν. οι στρατώται) λόγοις ήλπιζον τρώσαι:| «Άφες την κόρην» λέγοντες «και σώσον εαυτόν σου· ειδ’ ου, κερδίσεις θάνατον απείθειαν ως έχων» Διγ. (Trapp) Gr. 2463. 9) α) Μήνυμα,παραγγελία: Του έστειλε λόγον ότι: «ο πατέρας σου σε θέλει να σου ομιλήσει» Χρον. σουλτ. 294· εξαπέστειλεν ο βασιλεύς ο μέγας| … τους δύο λογοθέτας·| κι εκείνοι … του βασιλέως λόγια τον πατριάρχην είπαν Αρσ., Κόπ. διατρ. [141]· (προκ. για επιστολή) Δάκρυα έχυνεν πολλά, παρηγοριάν ουκ είχεν,| στα λόγια τά έπεμπεν σ’ εκείνα ευφραινέτο (έκδ. ευφραίνετο) Σπαν. V 15· β) επιθυμία: της μητρός της ζήτησεν να έβγει από το σπίτι| και προς παραδιάβασιν ελθείν η κόρη είπεν.| Η μήτηρ δεν παρήκουσεν τον λόγον της φιλτάτης Διγ. Z 261· « … να πλαγιάσω με τους γονείς μου και να με θάψεις εις το θαφειό τους». Και είπεν: «Εγώ να κάμω σαν το λόγο σου» Πεντ. Γέν. XLVII 30. 10) Αγόρευση, ρητορεία: Ιστ. πατρ. 1172, Προδρ. III 14· έκφρ. ανήρ λογιών = εύγλωττος: είπε ο Μοσέ προς τον Κύριο: «Παρακαλώ, Κύριε, όχι ανήρ λογιών … ότι βαρύστομος και βαρύγλωσσος εγώ» Πεντ. Έξ. IV 10. 11) α) Διήγηση, εξιστόρηση, αφήγηση γεγονότων: Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 21, 845, Μάρκ., Βουλκ. 3447, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11089, Ηπειρ. 2241· β) πλαστή διήγηση, μήθος: Λόγ. παρηγ. L 748. 12) α) Τμήμα συγγραφής, κεφάλαιο, ενότητα: Διγ. Z 247, 1630· β) (προκ. για νόμο) διάταξη, όρος: να φυλάξετε τα λόγια της διαθήκης ετουτηνής και να κάμετε, για να γνώθετε το όλο ος να κάμετε Πεντ. Δευτ. XXIX 8. 13) (Στον πληθ.) στίχοι τραγουδιών: Τα λόγια του (ενν. του τραγουδιστή) τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω,| γραμμένα τα ’χω και συχνιά κλαίγοντας τα διαβάζω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 875· Καλά και δεν τον είδαμε, δεν ξεύρομε ποιος είναι,| μ’ από τα λόγια τα ’μορφα κορμίν μεγάλον είναι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 886. 14) α) Υπόσχεση, ένορκη διαβεβαίωση: όρκον δεν κρατούσι,| δεν στέκονται στον λόγον τους, σ’ εκείνο που μιλούσι Σταυριν. 1258· είχε λόγον από τον πατέρα του· του είχε ταμένα ότι αυτουνού να δώσει την βασιλείαν … Χρον. σουλτ. 1373· «Μα τον ουράνιον βασιλιά …(παραλ. 1 στ.), ψυχήν, σώμα για λόγου σας να δώκαμεν με θάρρος». (παραλ. 6 στ.) Και οπού τα δάκρυα τους φηφά, τα λόγια τους πιστεύγει,| τ’ αγρίμια ’ς λίμνην κυνηγά κι εις τα βουνιά ψαρεύγει Απόκοπ.2 263· β) προφορική συμφωνία: λαλεί το δίκαιον ότι ουδέν ένι κρατημένος ο είς του άλλου διά λόγια κατά το κείμενον και κατά την ασσίζαν Ασσίζ. 15810· με τον Κα(ζά) Τσικάλε … δεν εποίκα(μεν) τίποτες σασμούς, λόγον είχαμεν μόνον, και ουδέ κείνος εκράτησεν τον λόγον του ουδέ εμείς Μαχ. 28034· γ) όρος: Δούκ. 41728, Διγ. (Trapp) Gr. 93. 15) α) Συζήτηση, συνομιλία: αφότου είπασιν πολλά κι επλήθυναν τα λόγια,| όρισεν ο πρίγκιπας κι ηφέραν το βιβλίον Χρον. Μορ. H 7566· Τούτα τα λόγι’ ας πάψομε κι ας έρθομεν εις άλλο Πανώρ. Γ΄ 327· β) (συν. στον πληθ.) διαπραγματεύσεις, συνεννοήσεις: Διεμηνύσατο … ο βασιλεύς τοις αρχιερεύσι … και τους μετέχοντας εν λόγοις (ενν. της ενώσεως) και ήλθον άπαντες εν Κωνσταντινουπόλει Έκθ. χρον. 610· Οι Γενουβήσοι … δεν εβγατίζουν … ουδέ με τους πολέμους ουδέ με τα λόγια τους Μαχ. 49027· είχαν συχνομηνύματα και λόγους καθεκάστην,| συνεβιβάστην ο Χρυσός μετά του Φερδερίχου Λίβ. Esc. 2255. 16) α) Μάθηση, παιδεία, επιστήμη: Γλυκά, Στ. 12, Θεματογραφία 20· έκφρ. μέτοχος λόγου = κάτοχος γνώσεων, μορφωμένος, επιστήμων: Ανήλθε δε εις τον πατριαρχικόν θρόνον ο κυρ Μάρκος ο Ξυλοκαράβης, Κωνσταντινουπολίτης και μέτοχος λόγου Έκθ. χρον. 288 (πβ. και αυτ. A 520 μέτοχος φιλοσοφίαςβ) ο νους, η λογική: θέλω σου ’μόσει με ψυχήν καθάρια …| το πως με λόγον και καρδιά … ουδέποτέ μου μετά με, ψυχή μου, να σ’ αρνήθη Φαλιέρ., Ιστ.2 719· τα γράμματα σπουδάζουσι …| να ’ναι εις λόγον φρόνιμοι και εις αξίαν μεγάλοι Φλώρ. 161· γ) (πληθ.) ασκήσεις λογικής (ή και ρητορικής· πβ. και σημασ. 10): Εις λόγους και μαθήματα γύμναζε τον εαυτόν σου| και προκοπή σοι γένηται από των μαθημάτων| και μετά πάντων θαρρικώς δύνασαι συντυχαίνειν Σπαν. B 172. 17) α) Πληροφορία, είδηση: Χειλά, Χρον. 349, Χρον. Μορ. P 3876· Σαρακηνόν ηπάντησαν απέξωθεν τας τέντας| και λόγια τούς ελάλησε μετά πολλής οδύνης Διγ. (Trapp) Esc. 65· β) μαρτυρία: Περί κριτού ότι να είναι εις πάντας συμπαθής και να μην πιστεύει λόγους τινός χωρίς να εξετάζει Βακτ. αρχιερ. 157· ταύτα τα λόγια οπού είπες έχεις μάρτυρες …; Ιστ. πατρ. 16123· γ) μυστικό: όπου εμπιστευθεί σε λόγον,| μη το φαυλίσεις πρόσεχε και μη το φανερώσεις Σπαν. A 391· εκφρ. απόκρυφος, μυστικός λόγος = μυστικό: λόγον τινά απόκρυφον βούλομαι σοι θαρρήσαι Διγ. (Trapp) Gr. 422· κόρη μου, μυστικόν τινά λόγον θέλιο ειπείν σου Διγ. Z 665· δ) κατηγορία, μομφή: υπήγεν εις τον πάπαν και ανήφερεν εις αυτόν λόγους σκληρούς και φοβερούς …, ως ότι οι Ρωμαίοι τον πάπαν έχουν διά αιρετικόν Ιστ. πατρ. 14813. 18) Φήμη: Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 61. 19) Προφητεία, πρόβλεψη: έφθασεν η κόρη εις τον δωδέκατον χρόνον κατά τον λόγον οπού προείπεν ο μάντης Διγ. Άνδρ. 3152. 20) Λογοδοσία, απολογία: όταν υπάγει εις τον κριτήν, τι λόγον να λαλήσει; Αλφ. (Μπουμπ.) I 56. 21) Αιτία: Είπον σοι, μάθε, βασιλεύ, τον λόγον και τον τρόπον,| ότι διά θλίψιν έφυγον από τα γονικά μου Βέλθ. 510· Όταν λυπείται άνθρωπος και φανερώνει λόγον,| τότε και το λυπούμενον φεύγει από τ’ εκείνον Διγ. A 2538. 22) Παροιμία: ο λόγος λαλεί: «Κρατεί με ο δυνατός και δέρνει με ο αδύνατος» Μαχ. 25619· εκφρ. δημοτικός, δημώδης, επιχώριος, παλαιός, παροιμιακός, χωρικός λόγος = παροιμία ή παροιμιώδης έκφραση (Βλ. Κουκ., ΒΒΠ Α2 47 και ά. δημοτικός 1 και δημώδης): μία βολά, λέγει ο χωρικός λόγος, επήρε το κουπί τους νερό Σουμμ., Ρεμπελ. 181· Είς λόγος είναι παλαιός κι αληθινό τον κρίνω: «οπ’ αφουκράται κοπελιού γίνεται σαν κι εκείνο» Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ΄ 967· Η δε των τριών μέθοδος ο της λογιστικής μάντις εστί, καθώς φησίν ο παλαιός λόγος (έκδ. παλαιολόγος· διόρθ. Kriar., BF 3, 1968, 144) Rechenb. 11· επληρώθη … λόγος ο παροιμιακός ον παλαιοί προείπον,| ως έγγιστα του κρείττονος και το κακόν εφύη Βίος Αλ. 608. 23) Παράκληση, δέηση: εζήτησαν βοήθειαν …(παραλ. 1 στ.).Κι η αυθεντιά των Βενετιών …| εδέχθηκε τους λόγους των Κορων., Μπούας 18· εις τον Θεόν εστείλασι λόγον να τους γλυτώσει,| από τα τόσα βάσανα να τους ελευθερώσει Αιτωλ., Μύθ. 1115. 24) Συγκατάθεση: Ο δε βασιλεύς Καντακουζηνός άπαξ αφείς και δόξαν και βασιλείαν … εζήτει παρά του βασλέως λόγον του εξελθείν της Πόλεως και ελθείν εν τῳ Αγίῳ Όρει Δούκ. 712. 25) Λογομαχία, φιλονικία: επράυναν τα λόγια τους κι έβαλάν τους σ’ αγάπην Χρον. Μορ. H 4191· σας παρακαλώ ως φίλους κι αδελφούς μου| να πάψουσιν τα σκάνταλα, η ταραχή, τα λόγια Χρον. Μορ. H 955. 26) Αναθεματισμός: της γραίας μ’ έπιασαν οι λόγοι κι οι κατάρες Γαδ. διήγ. 293. 27) Όρος μαθηματικός: Rechenb. (Vog.) 75. 28) Ο ενσαρκωμένος Χριστός (Για τη σημασ. της λ. ως θεολ. βλ. γενικ. Lampe, Lex.): Συ (ενν. Θεοτόκε) κατά σάρκα τον Θεόν εγέννησας και Λόγον Εις Θεοτ. 17· ο κατελθών εξ ουρανού ως ηθέλησας, Λόγε,| και σαρκοφόρος δι’ εμέ γεγονώς, πλαστουργέ μου Διγ. (Trapp) Esc. 1806. 29) Δικαιολογία: Αν αυτός ο Θεός δεν του το ήθελεν ειπεί (ενν. του Αδάμ), ήθελες έχει λόγον να μου ειπείς ότι εκείνο όπου έδωσεν ο Θεός εξανάκαμέ το Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 58r. Εκφρ. 1) Δυο λόγια = λίγες λέξεις, λίγες κουβέντες: μη το πάρεις σε βαρύ να μου γράψεις και εμένα δυο λόγια Μανολ., Επιστ. 173· Αυτός ο νιος οπ’ αγαπά ας τον παρηγορήσω,| δυο λόγι’ από το στόμα μου να τον καλοψυχίσω Ch. pop. 22. 2) Εκτός λόγου = χωρίς συζήτηση, αναντίρρητα: όταν … ανήρ τέλειος φθάσεις,| τότε λόγον εκτός πόλεμείν τα θηρία Διγ. (Trapp) Gr. 1041. 3) Εξ αέρων λόγος = θεία φώτιση: είς από τους άρχοντας πρακτικός τε και γέρων| πνεύση τον ήλθεν άνωθεν και λόγος εξ αέρων Ριμ. Βελ. 731. 4) Κατά λόγον βλ. κατά Εκφρ. 5) Με λόγια = θεωρητικά, υποθετικά: με λόγια είναι (ενν. οι Ρωμαίοι) χριστιανοί, το έργον γαρ τους λείπει Χρον. Μορ. H 825. 6) Ουδέ λόγος = οπωσδήποτε, αναμφισβήτητα (πβ. το σημερ. ούτε λόγος): Είχεν της κόρης ο κοιτών παρέξω μεσοκήπιν,| του παραδείσου απόκομμαν, της ηδονής κατούναν| και βρύσην της γλυκύτητος να το είπες ουδέ λόγος Λίβ. Sc. 1314. 7) Παλαιός λόγος = παράδοση (πβ. και σημασ. 22): λέγεται γαρ λόγος παλαιός ότι τούτο το μοναστήριον είχεν εισόδημα το τρίτον τον νησίου Χειλά, Χρον. 353. 8) Ο ρέων χύδην λόγος = άποψη που κυκλοφορεί γενικά για κ.: καινότερον συμβαίνει είναι και το ωφέλιμον, εκείνων εν γνώσει των ανθρώπων γεγενημένων, άπερ ο ρέων χύδην λόγος ουκ αληθώς αποφαίνεται Ψευδο-Σφρ. 15013. 9) Το του λόγου = όπως λέει ο λόγος, κατά τη συνηθισμένη έκφραση: μούλαν εκαβαλλίκευσε (παραλ. 1 στ.) και, το του λόγου, πετασθείς έφθασεν εις τον οίκον Διγ. (Trapp) Gr. 871. 10) Υπέρ λόγον = ανυπολόγιστα, σε υπερβολικό βαθμό: παράδεισος ευρέθη (παραλ. 1 στ.) από πνοής την ηδονήν υπέρ τον λόγον έχων Καλλίμ. 284. 11) Χάριν λόγου = για παράδειγμα: γνωρίζω τα λιθάρια,| τα πολύτιμα πετράδια,| χάριν λόγου, σαν διαμάντια,| σαν σμαράγδια Πτωχολ. B 64. Φρ. 1) Αίρω λόγους· βλ. αίρω. 2) Αλλάττω (ή αλλάσσω) (πάλιν) τον λόγον (μου)· βλ. αλλάασω Α΄ 1α φρ. 3) Αναφαίνω λόγους· βλ. αναφαίνω Α φρ. 4) Αποκρίνομαι λόγον· βλ. αποκρίνομαι 1 φρ. 5) βάλλω λόγια· βλ. βάλλω 12 φρ. 6) α) Βάνω λόγια, λόγους·βλ. βάνω 31β φρ.· β) βάνω λόγο στο στόμα κάπ. = καθοδηγώ, υπαγορεύω σε κάπ. τι θα πει: εσυντιάστην ο Κύριος προς τον Βιλεάμ και έβαλεν λόγο στο στόμα τον και είπεν: «Στράφου προς τον Βαλάη και έτσι να συντύχεις» Πεντ. Αρ. XXIII 16. 7) Βαστάζω τον λόγον κάπ.· βλ. βαστάζω I 13. 8) Βαστώ το λόγο κάπ.· βλ. βαστώ (Ι) Ι 15. 9) Βγαίνω από τον λόγον μου = αθετώ την υπόσχεσή μου: ο σουλτάνος τάζει των δουκάδων να παραδοθούνε και να τους δώσει άλλους τόπους με τα χαρτιά στο χέρι και αυτός εβγαίνει από το λόγον του και τους κόφτει το κεφάλι Χρον. σουλτ. 11428. 10) Βγάνω λόγους· βλ. βγάνω 143. 11) Γίνεται λόγος· βλ. γίνομαι 4ι. 12) α) Δίδω λόγον, δίδω λόγον καλόν ή δυο λόγια μειωμένα, δίδω λόγον φοβερόν· βλ. δίδω I Α΄ 7 φρ.· β) δίδω (τον) λόγον = (β1) υπόσχομαι γάμο: Ειπές μου, δεν εδώσετε τον λόγον ανάμεσα σας| και δεν εσταθερώσετε την πίστην της παντρειάς σας …; Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [286]· (β2) διατάζω: ο Αλμερίγος έδωκε λόγο για να κινήσουν,| ν’ αφήσουνε τον πόλεμον κι οπίσω να γυρίσουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 425525· Μα ’δωκε λόγο τσ’ εκκλησιές τες φραγκικές ν’ αδειάζουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 53915. 13) Εγείρω τον λόγον προς κάπ.· βλ. εγείρω I Α΄ 4. 14) Να μη έναι λόγος, ουκ ένι λόγος, ουκ έχω λόγον = (επιρρ.) «ούτε λόγος», αναμφισβήτητα: Οπόταν βλέπω την μορφήν … την εδικήν σου,| νομίζω εκείνην απατά βλέπω, να μη έναι λόγος Φλώρ. 1250· αν σε θέλω αφηγηθεί το τι έναι τό λυπούμαι (παραλ. 1 στ.), να συμπονέσεις μετ’ εμέν, έξευρε, ουκ ένι λόγος Λίβ. Sc. 2412· Λίβ. Esc. 3594. 15) Ενεργώ λόγον· βλ. ενεργώ A΄ 1 φρ. 16) Έρχομαι εις λόγον, έρχομαι εις λογία· βλ. έρχομαι φρ. 3 και 4α, β. 17) Έχω λόγο μέσα μου = προσέχω, φροντίζω, έχω το νου μου: Στολίζουν τους (ενν. τους άλλους) τα ρούχα σας, στρώνουν τους τ’ άλογά σας| κι έχουν και λόγο μέσα τους μη λέγουν τ’ όνομά σας Απόκοπ.2 174. 18) Μεταδίδωμι λόγους = μιλώ, συζητώ: η μηδέποτε ανδρί αλλοτρίῳ αφθείσα| λόγους νυν μεταδίδωμι όλως μη αιδουμένη Διγ. (Trapp) Gr. 1454. 19) Μοιράζω τον λόγον = μιλώ με σειρά: καθέζονται οι άρχοντες …| να δώσουν λόγον και βουλήν και φρόνεσιν και τάξιν,| τον λόγον να ημεράζουσιν και τάξιν να το λέγουν Βεν. 49. 20) Μπαίνω εις λόγια = α) διχογνωμώ, φιλονικώ: ενέβην εις λόγια ο κύρης σιρ Λούνκεν … με τον κύρην τον Ροκεφόρε Μαχ. 1886· β) μιλώ, συζητώ κ.: καλά ’χεις γροικημένο| το πράμ’ απού σου μίλησα, για κείνο δεν εμπαίνω| τώρα σε λόγια πλιότερα Ερωφ. Β΄ 25. 21) Περνάει ο λόγος μου = εισακούομαι: εδώσανε και άλλα εκατό ρεάλια ενός ανθρώπου του σπιτιού τού … πρεβεδούρου, του οποίου ο λόγος επέρνα καταπολλά εις τον αφέντη Σουμμ., Ρεμπελ. 167. 22) Πιάνω το λόγο ή τα λόγια κάπ. = εισακούω κάπ. (Για τη σημασ. βλ. Κριαρά [Πανώρ. 272]): αν ήθελε να πιάσει| τα λόγια μου, πει τσ’ ήθελα πως κρίμαν είν’ να χάσει| τούτη την καλοριζικιά Πανώρ. Γ΄ 450· Είχαν δε υιούς μέσα εις το σαράγι … εις τιμάς μεγάλας … και διά όνομα αυτών επιάνετον ο λόγος τους εις τον σουλτάνον Ιστ. πατρ. 10216. 23) Πλαταίνω λόγους διά κάπ. = συζητώ εκτενώς για κάπ.: Πλαταίνει λόγους δι’ αυτήν (ενν. την Πλάτζια-Φλώρην), λέγει διά τον πόθον Φλώρ. 207. 24) Προπέμπομαι λόγον = μιλώ: η κόρη, ως ήκουσεν, ενεός εγεγόνει,| μήτε λόγον προπέμψασθαι μηδόλως δυναμένη,| έμεινε δε στυγνάζουσα επί πολλάς τας ώρας Διγ. (Trapp) Gr. 513. 25) Στέκω ή στέκομαι εις τον λόγον μου = κρατώ την υπόσχεσή μου: τον ηξέρανε ότι ποτέ δεν έστεκε εις τον λόγο του Χρον. σουλτ. 8315· δεν εστάθη εις τον λόγο τον, … μόνε τους έπιασε όλους και τους έκαμε σκλάβους και μέρος απ’ αυτούς έκοψε Χρον. σουλτ. 1242. 26) Στήνω λόγον = κάνω συμφωνία: πέμπω κατά τον λόγον οπού εστήσαμεν ανάμεσόν μας πρότερον, να πέμψομεν δηλονότι εις το Καρπενήσιον τον Αναστάσιον τον υποδιάκονόν μας Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. 653. 27) Στρέφω λόγο κάπ. = πληροφορώ κάπ. (για κ.): να απεστείλουμε ανθρώπους ομπροστά μας και να καταπατήσουν εμάς την ηγή και να στρέψουν εμάς λόγο τη στράτα ος να ανέβουμε εις αυτήν Πεντ. Δευτ. I 22. 28) Συναίρω λόγον ή λόγους = μιλώ, λέγω: μηνύει (ενν. ο Χαμζάς) τοις ηγεμόσιν τού ελθείν εις αυτόν εις είτε και δύο και συνάραι λόγον μετά Φραντζίσκου Δούκ. 4072· τα χαρτία είδασιν και λόγους εσυνήραν:| «Τι θέλετε; Τι χρήζετε; …» Διήγ. παιδ. 56. 29) Χάνω τα λόγια ή τους λόγους μου = ματαιοπονώ: άνθρωπε, τα λόγια σου χάνεις,| το πράγμα οπού κάμνω ’γώ στον νουν σου δεν το βάνεις Αιτωλ., Μύθ. 879· ήρξατο (ενν. η κόρη), παρακαλεί …|  Ο δε Μαρκίωνος φησίν: «Τους λόγους μόνον χάνεις …» Απολλών. 552. 30) Χοντραίνω εις λογία = ανταλλάσσω άσχημες κουβέντες: ειστόσον εχοντρύναν εις τα λογία και διά να μηδέν συντύχει περίτου, έσυρεν ο σιρ Τζάκες τους λας της συντροφιάς του και ήλθεν εις τον ρήγαν Μαχ. 3205. Η γεν. εν. λόγου έναρθρη ή άναρθρη και με τα κτητ. μου, σου, τον, κ.τ.ό., συχν. με τις προθ. από, διά (για, ογιά), εις, εκ, με, μετά, προς, σε χρ. α) ως περιφραστική προσωπ. αντων. (Για την προέλ. και τη χρ. της βλ. Pern., Neophilologus 8, 1923, 64-7 και Σπυριδ., ΕΜΑ 1, 1939, 43 κε. Η δοτ. στο στ. Προδρ. III 268 λόγω μου να λέγουσι «ρωμάνισε την πόρταν» κατά Pern., Neophilologus 8, 1923 67 αντί γεν. πιθ. από δήθεν αρχαϊσμό): όρισεν και εδώκασιν τον πρίγκιπαν Γουλιάμον| δι’ ευεργεσίαν λόγου του μερίδι του πολέμου Χρον. Μορ. P 7106· Αυτό το θάρρος είν’ τρελόν …,| όποιος το συλλογισθεί, του λόγου του σκοτίζει Ιστ. Βλαχ. 2342· ποτέ από λόγου μου δεν έχουν ’λεημοσύνη Κατζ. Πρόλ. 26· ως άλυσιν τους έπλεξα (ενν. τους στίχους) διά λόγου εδικού σου Ερωτοπ. 161· έσερνε με του λόγου του τριακόσους αρματωμένους Χρον. σουλτ. 532· να λυτρωθώ από λόγου τως δεν το ’λπιζα ποτέ μου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ε΄ 890· β) ως αυτοπαθής αντων.: αυτοί οπού φονεύουν του λόγου τους Βακτ. αρχιερ. 140· Δεν έκλαιγε του λόγου του πως θέλει να πεθάνει,| αλλά διά το βασίλειον πως παντελώς το χάνει Βίος Δημ. Μοσχ. 203· Ο μύθος εις αράθυμον άνθρωπον εξηγάται,| που βλέπει μόν’ του λόγου του και άλλον δεν θυμάται Αιτωλ., Μύθ. 11314· φρ. είμαι διά λόγου μου = είμαι ανεξάρτητος: εάν ο υιός τον ουδέν ένι υπό την εξουσίαν του πατρός του ή της μητρός, αλλά ένι διά λόγου του, ένι έξω απού τα αγαθά του κυρού του και της μητρός του Ασσίζ. 1612.
       
  • λοιπόν,
    σύνδ., Σπαν. A 504, Προδρ. I 183, II 111, Καλλίμ. 2268, Ασσίζ. 3396, Διγ. Z 240, 3685, Βέλθ. 23, 460, 1249, Χρον. Μορ. P 535, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 265, 964, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 27, Φλώρ. 1061, Απολλών. 30, 503, Αχιλλ. O 225, Ιμπ. 603, Φαλιέρ., Ιστ.2 318, Φαλιέρ., Ενύπν.2 7, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 157 κριτ. υπ., Byz. Kleinchron. A΄ 3704, Αλεξ. 1374, Απόκοπ.2 63, 261, Κυπρ. ερωτ. 10460, Ερωφ. Α΄ 495, Παλαμήδ., Βοηβ. 721, Σεβήρ., Ενθύμ. 2813, Σεβήρ., Διαθ. 19043, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 1273, Διήγ. πανωφ. 60, Πτωχολ. A 150, κ.π.α.· λοιπό, Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 61, Θησ. (Foll.) I 85, 89, Πανώρ. Αφ. 7, Α΄ 277, Δ΄ 69, Ε΄ 357, Ερωφ. Β΄ 181, Γ΄ 189, Ιντ. γ΄ 71, Δ΄ 595, Ιντ. δ΄ 21, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 823, Θυσ.2 103, 231, Στάθ. (Martini) Β΄ 315, 333, Ροδολ. Β΄ [213, 317], Ε΄ [229, 355], Αποκ. Θεοτ. II 40, Φορτουν. (Vinc.) Πρόλ. 134, Ιντ. α΄ 51, κ.π.α.· λοιπονίν, Δαρκές, Προσκυν. [13]· λοιπός, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 752· (έναρθρ.) το λοιπό, Πανώρ. Α΄ 175, 231, Β΄ 137, Γ΄ 129, Δ΄ 407, Ε΄ 155, Ερωφ. Α΄ 125, Β΄ 457, Ιντ. β΄ 71, Ιντ. γ΄ 117, Δ΄ 641, Ιντ. δ΄ 119, Ε΄ 377, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Α΄ 17, Στάθ. (Martini) Β΄ 231, 285, Γ΄ 71, Ροδολ. Α΄ [643], Β΄ [109, 245], Ε΄ [431], Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 45, Ιντ. γ΄ 15, Λεηλ. Παροικ. 97, 329, κ.α.· το λοιπόν, Προδρ. III 327, Διγ. Z 2486, Βέλθ. 553, Πουλολ. (Τσαβαρή) 125, Απολλών. (Wagn.) 497, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 388, Αχιλλ. N 1553, Φαλιέρ., Ιστ.2 501, Rechenb. 725, Μαχ. 3282, Θησ. (Foll.) I 115, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1215, Νεκρ. βασιλ. 114, Γεωργηλ., Βελ. 490, Αλεξ. 337, 2468, Απόκοπ.2 229, Άνθ. χαρ. 2984, Κορων., Μπούας 53, Βεντράμ., Γυν. 7, Καρτάν., Διαθ. 246, Αιτωλ., Μύθ. 409, Παϊσ., Ιστ. Σινά 689, Πιστ. βοσκ. IV 5, 291, Βίος Δημ. Μοσχ. 124, Παλαμήδ., Βοηβ. 307, Σταυριν. 699, Επιστ. Ηγουμ. 17557, Μεταξά, Επιστ. 48, Ροδολ. Α΄ 217, Διήγ. πανωφ. 59, Πτωχολ. A 283, Λίμπον. Αφ. 41, Λεηλ. Παροικ. 313· το λοιπονέ, Ch. pop. 359, Ριμ. κόρ. 687 κριτ. υπ., Αλεξ. 1531, 2673· το λοιπονεθές, Ριμ. κόρ. 676 κριτ. υπ.· το λοιπονές, Αλεξ. 1431· το λοιπονιθές, Κάτης 21 (έκδ. τον· διορθώσ.), Γαδ. διήγ. 387, Ριμ. κόρ. 676, Πανώρ. Γ΄ 277, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ΄ 113,Ιντ. δ΄ 53· το λοιπονίν, Μαχ. 23021, 66416, Δαρκές, Προσκυν. [17, 47], Κυπρ. ερωτ. 15317, 1565· το λοιπονίς, Φαλιέρ., Ιστ.2 70, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 29, Κάτης 113, Αλεξ. 1203, Αγν., Ποιήμ. Α 41, Ριμ. κόρ. 687, Πανώρ. Α΄ 401, Γ΄ 647, Δ΄ 163, Ε΄ 268, Ερωφ. Αφ. 53, A΄ 1, Β΄ 109, Δ΄ 301, Πιστ. βοσκ. III 2, 94, Στάθ. (Martini) Α΄ 81, Β΄ 313, Γ΄ 347, 554, Ιντ. κρ. θεάτρ. Α΄ 222, Δ΄ 19, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [225], Ροδολ. Ε΄ [141], Φορτουν. (Vinc.) Αφ. 35, A΄ 184, Ε΄ 183, 395, κ.π.α.· το λοιπός, Πανώρ. Α΄ 175 κριτ. υπ., Στάθ. (Martini) Γ΄ 542, Ζήν. Ε΄ 239.
    Το αρχ. επίρρ. λοιπόν (Βλ. L‑S, λ. λοιπός και Ανδρ., Λεξ.). Ο τ. λοιπό σε έγγρ. του 1644 (Vinc., Θησαυρ. 4, 1967, 64). Για το σχηματ. των τ. (το) λοιπονέ και (το) λοιπονές πβ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 223-4. Ο τ. λοιπονεθές στο Du Cange. Οι τ. λοιπονεθές και λοιπονιθές με παρέκταση κατά τα επιρρ. σε ‑θές (Βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β′ 436 και Κριαρά [Πανώρ., σ. 254]). Ο τ. το λοιπονίς κατά τα επιρρ. σε ‑ίς (‑ής) και σήμ. στη Σύμη (Βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 90). Για το σχηματ. του τ. λοιπός και για τη σημερ. χρ. του έναρθρ. τ. το λοιπός βλ. Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Α′ 224. Η λ. και ο έναρθρ. τ. το λοιπόν στο Somav. και σήμ. (Βλ. και Καραγιάννη, Ελλην. 24, 1971, 385 σημ. 2).
    1) Στο εξής, έπειτα: ως δε παρήλθομεν αυτού (ενν. τον τριμιλίου) υπ’ ουδενός γνωσθέντες,| λοιπόν οδεύομεν καλώς μετά της ταχυτήτος Διγ. Z 2555· ιδού αποχαιρετίζω σας …| (παραλ. 1 στ.) και το λοιπόν εβάδισεν της ξενιτείας τον δρόμον,| χώρας πολλάς εγύρισε Βέλθ. 215. 2) Επιτέλους, τέλος πάντων: όμως καν ούτως γένειται, καν ούτως καν αλλοίως,| καιρός λοιπόν τα κατ’ εμέ πάντα σοι σαφηνίσαι Προδρ. I 41· μα δε σε φτάνει το λοιπό του πόθου παλληκάρι,| εκείνη οπού το σπίτι σου κρατεί και γοβερνάρει| κι άλλη γυρεύεις, πελελέ; Στάθ. (Martini) Α΄ 145. 3) (Συμπερασμ.) α) ώστε, επομένως, άρα: δουκάτά ’χω αμέτρητα, φουσάτα έχω πλήθια,| τον κόσμον όλον το λοιπόν έχω τον για βοήθεια Αλεξ. 694· Πάντα μαραίνει ο θάνατος, πάντα το τέλος πλέκει,| ουδέν του κόσμου το λοιπόν, αλλά σκιά τα πάντα Αχιλλ. N 1814· μη μου ζητήξεις μοναχά,, κυρά, τον αρρεβώνα (παραλ. 2 στ.)· το λοιπονίς δε μ’ αγαπάς στεριά και μπιστεμένα Ριμ. κόρ. 648· έρωτα, αν έν’ σα λές …(παραλ. 1 στ.), λοιπόν δεν κάμνει χρεια τινάς ουδόλως ν’ αγαπήσει,| αφήτις έν μελλάμενο η μοίρα να το ποίσει Φαλιέρ., Ενύπν.2 [63]· β) γι’ αυτό: τώρα δε τα κάλλη μου πώς είν’ καταστεμένα| και λόγιασ’ έτσι ογλήγορα πως θα γενού κι εσένα.| Λοιπό ’σον έχεις τον καιρό χαίρου και μην αφήσεις| να χάσεις τόσες ομορφιές Πανώρ. Γ΄ 155· λοιπός κι εγώ βασίλισσα των αλλωνώ λογούμαι,| απής γυναίκα των θεών του βασιλιού κρατιούμαι Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. α΄ 19· Αφέντη, εγώ θέλω να πάγω να δω τους λας μου και φοβούμαι μηδέν αγνωριστώ· το λοιπονίν δώσ’ μου τα ρούχα του κοπέλλου σου και το γάλαν να πάγω Μαχ. 49221· γ) κι έτσι: οι Γενουβήσοι πονηρά εκαταστήσαν …, το λοιπόν … ο καπιτάνιος των κατέργων έπεψεν … κάτεργα … να ποίσουν ζημίαν Μαχ. 34010. 4) (Επεξηγ.) δηλαδή: λοιπό θαρρείς, αφέντη μου, το πως τα χέρια εκείνα| απού το αίμα έτσ’ άπονα των εδικώ σου εχύνα (παραλ. 1 στ.) … ποτέ τωνε να δώσου| καμιά καλήν ανάπαψη …; Ερωφ. Δ΄ 503· των ανθρώπω έν’ δυνατό τη Μοίρα να κουρσεύου;| Εγόι στην εύρουν μοναχή εκείνοι που παιδεύου.| Λοιπό όντεν έχει χρεια τινάς μπορεί να δυναστέψει; Φαλιέρ., Ιστ.2 119. 5) (Μτβ., προκ. για τη συνέχιση της διήγησης): Λοιπόν προς τον Ιμπέριον ας φέρομεν τον λόγον Ιμπ. 598· ετότες πάλι το λοιπόν σ’ ένα ποτάμι πάμε·| εκεί γαρ επεζεύσαμε όλοι διά να φάμε Αλεξ. 1603· την αυτήν ημέραν λοιπόν εις πέντε ώρες άρχισεν να κάμει σεισμούς Διήγ. πανωφ. 55. 6) (Χρον.) τότε: αν ου νικήσεις και τραπείς, λοιπόν εθανατώθης Καλλίμ. 256· χείρα δ’ αυτής την δεξιάν πλήξας εν τοις δακτύλοις,| λοιπόν έπεσεν εις την γην η σπάθη όπου είχεν Διγ. A 3762. 7) (Προκ. για προτροπή, βεβαίωση, κλπ.): ελα λοιπόν και ας πηαίνομε με τον καιρόν ομάδι Φαλιέρ., Ιστ.2 172· φεύγε λοιπόν απέμπροσθεν Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 975· λοιπόν, συγχώρησόν μοι! Πτωχολ. B 391· ’ς τούτα, Ρινάλδο μ’ ακριβέ, ’ς τούτα λοιπό τα μέρη| (παραλ. 1 στ.) θέλω να στέκεις Ερωφ. Ιντ. α΄ 79· όσα νησία βρίσκονται να ’χουν καθαροσύνη| αυτά που ’ρίζει το λοιπόν της Ρόδου το κουμμούνι Αλεξ. 2892. 8) (Ως πλεονασμός): άκουσε, φίλε μου, το τι έγραφεν το λοιπόν εις το χαρτίν της Λίβ. Esc. 977· εθώρει τον λοιπόν κι αποκαμάρωνέ τον Διγ. (Trapp) Esc. 587.
       
  • μα, (I),
    μόρ. Διγ. Z 1893, 2970, Διγ. (Trapp) Esc. 160, 736, 1718, Βέλθ. 272, 556, Λίβ. P 294, 2315, Αχιλλ. L 16, Αχιλλ. N 1686, 1687 (έκδ. προκρίνομαι, διόρθ. σε προκρίνω μα … Κριαρ., Αθ. 50, 1940, 180), Αχιλλ. O 343 (έκδ. και· για τη διόρθωση βλ. Κριαρ., Αθ. 50, 1940 188-9), Ιμπ. 784, 785, Ch. pop. 547, Πτωχολ. α 278, Κυπρ. ερωτ. 1133, Πανώρ. Β΄ 507, Γ΄ 521, 604, Δ΄ 309, 313, Ε΄ 192, Ερωφ. Ιντ. α΄ 178, Β΄ 1, Γ΄ 153, Δ΄ 34, 377, Ε΄ 351, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 1622, Πτωχολ. B 310, κ.α.
    Το αρχ. μόρ.μά. Η λ. και σήμ.
    Ως ομοτικό: Διγ. (Trapp) Esc. 736, Απόκοπ.2 254, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 1621, Φαλιέρ., Ιστ.2 611, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15216· (σε ιδιάζ. χρ.): μα την αγάπην σου και μα την κεφαλήν σου,| έχω ψυχήν πολύπονον Προδρ. II Η 19· παρέλαβον …| την κόρην όπου, φίλε μου, μα το στενοχωρούμαι,| μα τον καμόν μου της ψυχής, μα την πικρίαν της τύχης| ακόμη ουδέν υπόταξεν η γης μας καλλιοτέραν Λίβ. Esc. 1273· Τέτοιου προσώπου σύνθεσιν, φίλε ισόψυχέ μου,| μα την πικρίαν τήν έπαθα, μα τον καημόν τόν είδα,| εις όλον το περίγυρον κανείς να μη επιτύχει Λίβ. Esc. 2436· Τούτο ου ψεύδομαι ποσώς, μα την υστέρησίν μας:| όλος ο κόσμος ίσον του ουκ έχει ανδρειωμένον Βέλθ. 101.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης