Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 8 εγγραφές  [0-8]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Πρόδρ. (Legr.)

  • άγουρος (ΙΙ)
    ο· άγορος, Διγ. (Hess.) Esc. 503, Φλώρ. (Κριαρ.) 136, 1608, Λίβ. (Lamb.) Sc. 2031, Λίβ. (Wagn.) N 36, 392, 682, 750, 1030, 1209, 1532, 3625, Αχιλλ. (Haag) L 67, 162, 415, 436, 806· άγουρος, Πρόδρ. (Legr.) 12, Προδρ. (Hess.-Pern.) I 136, III 373, Διγ. (Mavr.) Gr. II 156, III 22, 48, 61, 83, 93, IV 247, 256, VI 428, VIII 140, Διγ. (Hess.) Esc. 24, 31, 47, 199, 205, 308, 364, 487 δις, 500, 505, 515, 567, 580, 730, 895, 944, 1032, 1302, 1601, 1715, Διγ. (Καλ.) A 359, 381, 392, 950, 999, 1218, 1672, 1905, 1925, 2004, 2040, 2302, 2317, 2438, 2443, 2548, 3401, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 85, 665, 679, 699, 1021, 1768, 2312, Φλώρ. (Κριαρ.) 488, 607, 1434, Ερωτοπ. (Hess.-Pern.) 164, Λίβ. (Μαυρ.) P 10, 569, Δελλ. (Μανούσ.) Α΄ 1651, Αχιλλ. (Hess.) N 114, 140, 218, 925, 939, 1006, 1428, 1459, 1535, Αχιλλ. (Λάμπρ.) O 75, 268, 292, 300, 393, 620, Αργυρ., Βάρν. (Mor.) K 231, 289, Ch. pop. (Pern.) 385, Ριμ. κόρ. (Pern.) 665, 730, Βοσκοπ. (Αλεξ. Στ.) 118, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 3245, 33410, 34723, 3561, 37023· άγγουρος, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1653, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Ά́ 9, 2249, Γ́́ 1562, Δ́́ 1940, Πανώρ. (Κριαρ.) Γ́́ 188, 194, Έ́ 92, Φορτουν. (Ξανθ.) Β́́ 313, κ.π.α.
    Από το αρχ. επίθ. άωρος (Hatzid., Einleit. 119, Χατζιδ., ΜΝΕ B́́ 326, Χατζιδ., Αθ. 41, 1929, 21-22. Βλ. όμως και Kretschmer, Glotta 20, 1932, 239-240 και Κοραή, Άτ. Ά́ 88). Ο τ. άγουρος και στο Γεώργ. Συνεχ. (Mor.) Á́ 85, τον Πορφυρογ., Έκθ. (Βόνν.) 47113 και την Άννα Κομν. VII VII 3. H λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) α) Νέος, παλληκάρι: πόθος εκατεκράτησεν αγόρου την ψυχήν μου Λίβ. Sc. 2031. Συνών. αγουρίτσης, νέος, νεούτσικος, νεώτερος ο, παλληκάρι(ν), παλληκαρίτσι(ν)· β) νέος τοποθετημένος στην υπηρεσία του παλατιού: και οι βάγιες του παλατιού μετά και τους αγόρους| χαράν εκαταστήσασιν Φλώρ. 136. 2) Παλληκάρι, πολεμιστής: ομπρός υπάν οι αγούροι του και ο αμιράς οπίσω Διγ. (Hess.) Esc. 205· τον Μελεμέντζην κράζει,| ον είχεν πρώτον άγουρον, έξαρχον απελάτων Διγ. A 3401· και τους αγούρους ελάλησεν και ταύτα τους ελάλει (παραλ. 1 στ.): «Λόγον έχω, συντρόφοι μου, θέλω να σας συντύχω» Αχιλλ. O 393· μη τινάς επαγόμενος μαχίμους στρατιώτας (παραλ. 2 στ.), μηδέ πεζών επιδρομήν σφενδονητών αγούρων Προδρ. Ι 136 (πβ. αγόρι(ν) 1, παλληκάρι(ν), παλληκαρίτσι(ν)). 3) Το κατ’ εξοχήν «παλληκάρι», γενναίος (πβ. ΙΛ στη λ. Β 2β): και αν ένι τις και δόκιμος και έχει ψυχήν θρασείαν (παραλ. 2 στ.) και αποκοτήσει ως άγουρος και επιλαλήσει εις μέσην … Προδρ. ΙΙΙ 373.
       
  • αγριοτοπία
    η, Πρόδρ. (Legr.) 71, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1268, Λίβ. (Lamb.) Esc. 2091, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1018.
    Από το επίθ. άγριος, το ουσ. τόπος και την κατάλ. ‑ία με επίδρ. ίσως του ουσ. τοποθεσία. Πβ. τα σημερ. αγριοτόπι και αγριότοπος (ΙΛ).
    Άγριος τόπος, έρημος: Τις τον τοσούτον τον βουνόν και τον τοσούτον τόπον,| τον τόσον ερημάνθρωπον, την αγριοτοπίαν| αναβήν ηδυνήθηκεν μετά θελήματός του; Καλλίμ. 1268· και εις το δάσωμαν εμένα θέλεις εύρει,| να ’μαι εις παρηγορίαν σας διά την αγριοτοπίαν Λίβ. Sc. 1018.
       
  • αναζωώ,
    Πρόδρ. (Legr.) 78, Προδρ., Δεητ. 53. Προδρ. (Hess.-Pern.) ΙΙΙ 1f (χφφ. ΗS) (κριτ. υπ.), Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 6104, Φυσιολ. (Legr.) 784· ανεζωώ, Φυσιολ. (Legr.) 819.
    Το μτγν. αναζωώ. Ο τ. ανεζωώ από τον αόρ. ανεζώωσα.
    α) Επαναφέρω στη ζωή: Και πάλιν (ενν. με) ως χλόην ξηρανθείσαν Προδρ., Δεητ. 53· και τους πιστεύοντας εις μέ πάντας ανεζωώσω Φυσιολ. 819· πβ. αναζώ Β· β) αναζωογονώ (Η σημασ. ήδη μτγν., L‑S): ολβίζων τους απόρους| και τους ψυγέντας τῳ κακῴ ... αναζωών και ζωπυρών Μανασσ., Χρον. 6104. Πβ. και αναζώ Αε, αναθάλλω Β.
       
  • ανακτίζω,
    Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 137, Πρόδρ. (Legr.) 5, Προδρ., Σεβ. (Παπαδημ.) 243, Χειλά, Χρον. (Hopf) 354, Έκθ. χρον. (Lambr.) 6732, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Παπαδ.-Κερ.) 229, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 2382 [= Γέν. Ρωμ. (Λάμπρ.) 24].
    Το μτγν. ανακτίζω. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αναχτίζω).
    1) Επισκευάζω (Η σημασ. ήδη στο Χρυσόστομο, PG 60, 765, και σήμ., ΙΛ, λ. αναχτίζω 1β): έπεισεν τον αυθέντην, όπως ανακτίσει τον ναόν της Παμμακαρίστου ... έμελλε γαρ πεσείν εκ της παλαιότητος η τρούλλα Έκθ. χρον. 6732. 2) Ανεγείρω, οικοδομώ, χτίζω (Η χρήση και προκ. για ναυπήγηση πλοίου· βλ. Κουκ., Αθ. 43, 1931, 74 και Κουκ., ΒΒΠ E΄ 346. Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, λ. αναχτίζω 2): θέλεις ιδείν παράξενον της Δυστυχίας το κάστρον,| τό ανέκτισεν η συμφορά, τό αφύρωσαν (χφ τὀαφύρωσαν· έκδ. αφιέρωσαν) αι λύπαι Λόγ. παρηγ. O 137· ανάθεμά με από του νυν αν ανακτίσω πύργον Πρόδρ. 54· ω πώς και να εξύπνησεν ο μέγας Κωνσταντίνος,| ο οποίος σε ανάκτισεν με όρεξιν εκείνος Ιστ. Βλαχ. 2382.
       
  • ανάταυρα,
    επίρρ., Πρόδρ. (Legr.) 79.
    H λ. ήδη στο Φωτ., Λεξ. και σήμ. (ΙΛ).
    Ανάσκελα (Η σημασ. ήδη στο Φωτ., Λεξ. και σήμ. ΙΛ): και πάλιν πέσει ανάταυρα και πάλιν κύψας πίει Πρόδρ. (Legr.) 79. —Συνών.: ανάσκελα.
       
  • αντιτάσσω,
    Πρόδρ. (Legr.) 21, Μανασσ., Χρον. (Βόνν.) 5815, Διγ. (Mavr.) Gr. VI 650, Διγ. (Καλ.) Esc. 235, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2518, Ιστ. πολιτ. (Βόνν.) 534.
    Το αρχ. αντιτάσσω.
    Α´ (Ενεργ.) συναγωνίζομαι (κάποιον), μοιάζω (με κάποιον) (Πβ. L‑S στη λ. ΙΙ 3): ... κοράσια έμορφα ...| τον ήλιον αντιτάσσουν Διγ. Esc. 235. Βλ. και αντερίζω, αντικοττώ. Β´ Μέσ. 1) α) Τάσσομαι ενατίον κάποιου, αντιστέκομαι (Η σημασ. μτγν., L‑S στη λ. ΙΙ 2): ζητών ... βοήθειαν προς το αντιτάξασθαι τῳ αδελφῴ Ιστ. πολιτ. 534· βλ. και αντιτώμαι· β) (προκ. για δυσάρεστο γεγονός) αντιμετωπίζω, καταπολεμώ (Πβ. την αρχ. σημασ., L‑S στη λ. II 1): εντέχνως αντετάξατο πάθει τῳ δυσπαλαίστῳ (δηλ. τῳ λιμῴ) Μανασσ., Χρον. 5815. Βλ. και αντιμάχομαι Α1, αντιμαχώ, αντιπαλαμώμαι. 2) Εναντιώνομαι (Πβ. L‑S στη λ. ΙΙ 2): μη αλαζονεύου· Θεός γαρ αντιτάσσεται πάσιν υπερηφάνοις Διγ. Gr. VI 650. Βλ. και ανατριχώνω, αντιβαδιάζω, αντιδικώ, αντιλέγω.
       
  • απάρτι,
    επίρρ., Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 651, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 694, Πρόδρ. (Legr.) 34, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. (Miller) 5, Καλλίμ. (Κριαρ.) 1114, 1192, 1485, 1681, Ασσίζ. (Σάθ.) 40024, Διγ. (Mavr.) Gr. IV 135, 203, 620, 841, VI 310, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 93, 984, 1538, 2220, 2236, Διγ. (Καλ.) A 3218, Βέλθ. (Κριαρ.) 969, Πόλ. Τρωάδ. (Πολ. Λ.) 33, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1745, 4991, Φλώρ. (Κριαρ.) 20, 109, Λίβ. (Μαυρ.) P 562, Λίβ. (Lamb.) Sc. 539, 653, 1062, 1366, 1862, 2242, 2809, 3106, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3019, 3450, 3881, 4265, Λίβ. (Wagn.) N 703, 888 1880, 2413, 2699, 2734, 3046, 3688, 3692, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 635, Γεωργηλ., Βελ. (Wagn.) 193, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 437· απάρτε, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1613, 9226.
    Το μτγν. επίρρ. απάρτι (L‑S, λ. απαρτί III).
    α) Πριν από λίγο, μόλις: Οκάποτε ήλθεν της αυγής το ερωτικόν αστρίτσιν,| είδα τον ήλιον, ήρξατο απάρτι να χαράζει Λίβ. Sc. 1062· βλ. και ακμήν 3, άμα Β2, Φρ.· β) έως τώρα: τον επληροφόρεσαν οι άρχοντες οι Ρωμαίοι,| ότι ουδέν του εκάμασιν τίποτε χρεία απάρτι Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1745· γ) ήδη, κιόλας (Η σημασ. ήδη στον Αρέθ., Επιστ., Karl.-Hayt., 300· πβ. και Πορφυρογ., Προς Ρωμαν., Mor. 29273): απάρτι το καλοκαιρίον επλήρωσεν κι εδιάβη Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4991· ως δε του οίκου έμελλον απάρτι πλησιάσαι| πλήθος άπειρον γυναικών αυτοίς συναπαντώσιν Διγ. Gr. IV 841· δ) ευθύς αμέσως: ιδών δε την υπόσχεσιν απάρτι πληρωθείσαν| έλαβε το μαρσίπιον μετά την βακτηρίαν Φλώρ. 20· επεί ως οικείαν της θυγατρός αυτός της ιδικής μου| ενέπλεξε και ηγάπησε να της τον δώσω απάρτι, Βέλθ. 969 βλ. και άμα Ά́ 3α· ε) τώρα (Πβ. L‑S, λ. απαρτί III 2): Λοιπόν απάρτι, μάννα μου, πάλιν παρακαλώ σε Καλλίμ. 1192· ς) από τώρα και στο εξής, του λοιπού (Η σημασ. μτγν., L‑S, λ. απαρτί III 1 και L‑S Suppl.): χάρισε, ζήσε τον καιρόν όσον απάρτι ζήσεις Λίβ. Sc. 3106· και μη απάρτι έστωσαν φροντίδες περί τούτων·| εγώ ποιήσω τους εχθρούς δούλους είναι του κράτους Διγ. Τρ. 1538· απάρτι χώρισαι απ’ αυτούς και πλέον μην αργήσεις Απόκοπ. 437.
       
  • απλικεύω,
    Πρόδρ. (Legr.) 53, Ασσίζ. (Σάθ.) 65, 2312, 4011, 7426, 23228, 24218, 2434, 2517, 2899, 3239, 4241, 44911, 48220, 49321, Διγ. (Καλ.) Esc. 293, 528, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 231, Πόλ. Τρωάδ. (Πολ. Λ.) 90, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 1306, 2062, 2201, 2317, 5047, 5872, 6435, 8890, 8892, 9042, 9212, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 2264, 5050, 6630, 9040, Μαχ. (Dawk.) 9419, 4163, 5682, 62821, 65414, 65631, Χούμνου, Π.Δ. (Marshall) ΙΙΙ 20, Βουστρ. (Σάθ.) 425, 426, 454, 496, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1138, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 134, Φαλιέρ., Ρίμ. (Ζώρ.) AN 64· αμπλικεύω, Διγ. (Mavr.) Gr. ΙΙ 102, 157· απλικεύγω, Ασσίζ. (Σάθ.) 27120, 48218, Πεντ. (Hess.) Γέν. ΙΧ 27, XIV 13, XVI 12, XXV 18, XXVI 2, XLIX 13, Έξ. Χ 14, XVII 1, XVIII 5, XXIV 16, XXV 8, ΧΧΙΧ 46, Λευιτ. XVI 16, Αρ. Ι 50, ΙΙ 3, 12, ΙΙΙ 23, ΙΧ 17, 18, 22 δις, Χ 5, 6, 12, ΧΙ 26, ΧΧΧΙ 19, ΧΧΧΙΙΙ 8, XXXV 34, Δευτ. Ι 33, ΧΙΙ 11, XIV 23, XVI 2, 6, 11, XXVI 2, ΧΧΧΙΙΙ 12, 16, 20 28· απλισεύγω, Πεντ. (Hess.) Αρ. ΧΙ 25, ΧΧΙ 10, 11· ’πλικεύγω, Πεντ. (Hess.) Γέν. XXVI 17, ΧΧΧΙΙΙ 18, Έξ. ΧΙΙΙ 20, XV 27, XL 35, Αρ. ΙΙ 33· ’πλικεύω, Ασσίζ. (Σάθ.) 419, 28822, Διγ. (Hess.) Esc. 528, Μαχ. (Dawk.) 3745, 54027, Δούκ. (Grecu) 935, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 1561, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 69· μτχ. απλικεμένος, Ασσίζ. (Σάθ.) 20817, 2906, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 8898, Φλώρ. (Κριαρ.) 923, Μαχ. (Dawk.) 8021, 10631, 32821, 40030, 41628, 56430, Βουστρ. (Σάθ.) 442, 443, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 9611· απλικευμένος, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 123· απλικιμένος, Μαχ. (Dawk.) 34836· ’πλικεμένος, Μαχ. (Dawk.) 52625.
    Από το λατ. applicare (castra) (Meyer, NS ΙΙΙ 11) κατά το πεζεύω (Δένδια, Αθ. 36, 1925, 159). Για τους τ. απλισεύγω, αμπλικεύω, ’πλικεύω, βλ. Τριαντ., Άπ. Α΄ 341, 358, 363, 368· η λ. ήδη τον 6./7. αι. (Sophocl.).
    Α´ Αμτβ. 1) α) Στρατοπεδεύω (Η σημασ. ήδη τον 7. αι. Sophocl. στη λ. 1): Τώρα ας στραφούμεν εις τον ρήγα και εις το φουσάτον του όπου απλικέψαν εις την Χεροκοιτία Μαχ. 65631· και ωσάν απεσώσασιν εις του Ραχέ το κάστρον,| έξω επλικεύσασιν απέξωθεν του κάστρου Διγ. (Hess.) Esc. 528· Αφέντη κοντοστάβλη, ένι μεγάλη μας αντροπή να ’σαι ’πλικεμένος έξω του κάστρου Μαχ. 52625· να συνεπάρουν τα φουσάτα οπού απλικεύγουν νοτικά Πεντ. Αρ. Χ 6· β) (μεταφ.) ο Χάρος με τον Έρωταν είχαν ’πλικέψειν| εις μιαν μονήν κι ήταν βραδύν κι είχαν πεζέψειν Κυπρ. ερωτ. 1561· και ανέβην η ακρίδα ιπί όλη τη ηγή την Αίγυφτο και απλίκεψε εις όλο το σύνορο της Αίγυφτος Πεντ. Έξ. Χ 14. 2) α) Διαμένω, κατοικώ (πβ. Sophocl. στη λ. 2): περί εκείνου του ανθρώπου οπού απλικεύγει εις άλλου οικίαν και ο κύριος του οίκου χάνει τίποτες απέ το σπίτιν Ασσίζ. 48218· και αν παίρνει ενοίκιν τίνος εντέχεται να ένι ού απλικεύοντα εις το σπίτιν εκείνος οπού το κρατεί Ασσίζ. 2899· Έσωσεν τότες ο καιρός ο Κάης να μισέψει| κι εις την αιώνιον κόλασιν να πα διά ν’ απλικέψει Χούμνου, Π.Δ. ΙΙΙ 20, 15· εδιαλαλήσαν ότι πάσα άνθρωπος απλικεμένος εις την Λευκωσίαν να πα να πολομά την δουλείαν του Μαχ. 41618· και εφανερώθην προς αυτόν ο Κύριος και είπεν: «μη κατέβης εις την Αίγυπτον, απλίκεψε εις την ηγή ός να πω προς εσέν Πεντ. Γέν. ΧΧVΙ 2. Βλ. και αναπαύω Β6· β) (προκ. για σύννεφο) παραμένω, στέκομαι: όλες τις ημέρες ός να απλικέψει το σύννεφο ιπί το μίσκαν Πεντ. Αρ. ΙΧ 18· απλίκεψεν το σύγνεφο εις την έρημο του Παραν Πεντ. Αρ. Χ 12· γ) (προκ. για μέλισσες) φωλιάζω: Εάν γίνεται ότι τα μελίσσια, τα ένι εις τα αγγεία μου, παν έξω και απλικεύουν εις άλλα αγγεία Ασσίζ. 44911. Β´ Μτβ. 1) Οδηγώ κάποιον να στρατοπαιδεύσει, εγκαθιστώ σε στρατόπεδο: και εμπαίνοντα ο ρήγας εις την χώραν με τους Σαρακηνούς, απλίκευσέν τους Βουστρ. 454· εκεί έστησαν την τέντα του και απλικέψασίν τον Χρον. Μορ. P 5050· Απάνω προς ανατολάς εκεί τον απλικέψαν Χρον. Μορ. H 5047. 2) Χορηγώ κατάλυμα σε κάποιον, φιλοξενώ: όρισεν, απλικέψαν τον τιμητικά εις την χώραν Χρον. Μορ. H 6435· τον ποίον ετίμησέν τον ο ρήγας και εποίκεν του μεγάλους οξόδους και απλίκεψέν τον εις τα σπίτια του σιρ Τουμάς Σπινόλα Μαχ. 62820· όρισεν κι απλικέψαν τον στης αφεντίας τα οσπίτια Χρον. Μορ. H 2317· Φρ. απλικεμένος εις την φούρκαν = προσαρτημένος στην αγχόνη: αμμέ εάν γένηται ότι να μηδέν ένι καθαρός απέ το τζουίζε, εντέχεται να ένι παρευτύς απλικεμένος εις την φούρκαν, κρεμασμένος Ασσίζ. 20817.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης