Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- μέσις
- η, Φυσιολ. (Zur.) V2 (γεν. μέσεως), Προσκυν. Ολυμπ. 177 8712.
Πιθ. κατά το σχ.: ράχις-ράχη, βρύσις-βρύση.
Μέση, κέντρο: Έναι και ο ομφαλός της γης, ήγουν η μέσις του κόσμου, εις το έδαφος του ναού Προσκυν. Ολυμπ. 177 8712.μολυβδοσκέπαστος,- επίθ., Προσκυν. Ιβ. 845 521, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 470· μολυβοσκέπαστος, Προσκυν. Κουτλ. 156 782-3, 8014, 8336, Προσκυν. Ολυμπ. 177 8634, Προσκυν. Λαύρ. 874 9523, 999, Προσκυν. Κουτλ. 390 13822, Προσκυν. Μπεν. 54 15432, Προσκυν. α′ 1122, 11813, κ.α.
Από το ουσ. μολύβδι και το ρηματ. επίθ. σκεπαστό. Ο τ. (με α’ συνθ. το ουσ. μολύβι) απ. στο Du Cange (λ. μόλυβος) και στο Steph., Θησ. Η λ. στο Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ.
Που είναι σκεπασμένος με μόλυβδο: η εκκλησία της αγίας Σιών είναι μολυβοσκέπαστη τούρλα ωραιοτάτη Προσκυν. Κουτλ. 390 14023· Θαυμασιότατος ναός είναι και ούτος πάνυ,| μολυβδοσκέπαστος, καλός, βροχή δεν τονε πιάνει Προσκυν. Ιβ. 535 514.μπρούντζινος,- επίθ., Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 321, 421· μπρόντζινος, Τζάνε, Κρ. πόλ. 51513· μπρούζινος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 110r· μπρούτζινος, Προσκυν. Κουτλ. 390 12932, 33· προύζινος, Προσκυν. Κουτλ. 156 846 προύντζινος, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 383, Προσκυν. α′ 12428· προύτζινος, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 233, Προσκυν. Λαύρ. 874 106, Προσκυν. Κουτλ. 390 12933, Προσκυν. α′ 11312.
Από το ουσ. μπρούντζος και την κατάλ. ‑ινος. Ο τ. μπρόντζινος σε έγγρ. του 1800 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 92). Ο τ. μπρούζινος σε έγγρ. του 17. αι. (Τσίτσας, Θησαυρ. 17, 1980, 318). Ο τ. μπρούτζινος στο Meursius (λ. μπρούντζον, μπρούτζινον), σε έγγρ. του 16. (Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15-16 Β΄, 1961/2, 273) και του 18. αι. (Αλιπράντης, Αθ. 75, 1974/5, 117, Apostolopoulos, Ελλην. 27, 1974, 113) και σήμ. Ο τ. προύντζινος στο Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 459 και σε έγγρ. του 1800 (Βισβίζ., ό.π.). Ο τ. προύτζινος στο Du Cange (λ. μπρούντζο και προύτζινες) και σε έγγρ. του 18. αι. (Apostolopoulos, ό.π. 103). Η λ. στο Meursius, ό.π. και σήμ.
Κατασκευασμένος από μπρούντζο: Μπουμπάρδες να ʼχει μπρούντζινες, τουφέκια γεμισμένα Γαδ. διήγ. 483· Έχει και δύο πόρτες γλυπτές προύτζινες, ωραιότατες Προσκυν. Ολυμπ. 177 9214.οκταήμερος,- επίθ.
Το μτγν. επίθ. οκταήμερος. Η λ. και σήμ.
(Εδώ προκ. για το Χριστό) που είναι ηλικίας οκτώ ημερών: Οπίσω του σπηλαίου, δεξιά του βήματος, έναι ο τόπος οπού επεριετμήθη ο Χριστός οκταήμερος Προσκυν. Ολυμπ. 177 9225.οκτάηχος- η, Διαθ. Βοϊλά 25163, Προσκυν. Ιβ. 535 209850· οκτώηχος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 23v, 387r, Προσκυν. Λαύρ. 874 10685, Προσκυν. Κουτλ. 390 14918, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 278779.
Το θηλ. του επιθ. *οκτάηχος ως ουσ. (Βλ. Θαβώρ., Ουσιαστ. 131, λ. οκτώηχο(ς)). Ο τ. στο Meursius και σήμ. Λ. αντώηγος ή αντώηδος, αφτόηχος και οκτώηχος ο στην Κύπρο (Κιτρομιλίδου, Λαογρ. 33, 1982-4, 233, Φαρμακίδης, Κυπρ. Χρ. 3, 1925, 50 και Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 66). Η λ. στο Lampe, Lex., σε έγγρ. του 1142 (Act. Saint-Pantél. 726) και σήμ.
Εκκλησιαστικό βιβλίο με οχτώ σειρές τροπαρίων που η καθεμιά ψάλλεται σε διαφορετικό ήχο: αυτού έγραψεν ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός την οκτάηχον και έτερα πολλά Προσκυν. Ολυμπ. 177 9237· έτερα βιβλία η͵, οκτώηχοι ανά δ́ ήχους έχουσαι. Άλλη οκτώηχος κανόνας έχουσα Κώδιξ Βιβλιοθήκης μονής Πάτμου 515.κατηχούμενα- τα, Προσκυν. Κουτλ. 156 7725, Προσκυν. Ολυμπ. 177 8624, Προσκυν. Λαύρ. 874 9435, κ.π.α.· κατοικούμενα, Προσκυν. Κουτλ. 390 12614, 13032.
Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. του κατηχώ στον πληθ. ως ουσ. Ο τ. με παρετυμολογική επίδρ. του κατοικώ. Η λ. τον 7. αι. (Lampe, Lex., λ. κατηχούμενον).
Ο χώρος του ναού όπου στέκονται οι κατηχούμενοι· το υπερώο του ναού (Για τη σημασ. πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): τα κατηχούμενα του αγίου Τάφου Προσκυν. α′ 11115· ευρίσκονται επάνωθεν αντών των κιονίων| πλείστα τε κατηχούμενα και είναι των Λατίνων Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 78· οι Τούρκοι στέκουνται και κοιτάζουν αποπάνω από τα κατοικούμενα του αγίου Τάφου Προσκυν. Κουτλ. 390 12830.παρεπάνω,- επίρρ., Ροδινός (Βαλ.) 84, 203· παραπάνου, Αλφ. ξεν. Αθ. (Μαυρομ.) 55· παραπάνω, Ερμον. Θ 62, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 301r, Παϊσ., Ιστ. Σινά 131, Προσκυν. Ολυμπ. 177 8913, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1587.
[Από την πρόθ. παρά και το επίρρ. επάνω. Τ. παρατάνου σήμ. στο τσακων. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.). Ο τ. παραπάνω και σήμ.]
1) (Τοπ.) α) πιο πάνω, πιο ψηλά: κείνος που τον ένοιξεν ούτως τον απεκρίθη·| «ήλθες καλώς, κοπίασον, ανάβα παραπάνω ...» Λόγ. παρηγ. O 461· β) (σε θέση πρόθ.· εδώ μεταφ.) σε ιεραρχικά ανώτερη θέση: Επεί ουν συ ουδέν έχεις άλλον τινά παρεπάνω σου να τον αρέσεις διά την ευμορφίαν σου, άρεσε τον Θεόν Βασιλ. Κεφάλ. Παραιν. 121. 2) (Προκ. για κείμενο) σε προηγούμενο σημείο, πιο πριν: κάποιος Αλέξανδρος άλλος, όχι εκείνος οπού ελέγαμεν παραπάνω, ήλθεν κριτής εις την Καππαδοκίαν Ροδινός (Βαλ.) 213. 3) (Ποσ.) περισσότερο, επιπλέον: η μία σου μνα σ’ έκαμε παραπάνω δέκα μνας Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιθ́ 16. Με άρθρο ως επίθ. = 1) Που στέκεται πιο ψηλά: ο μεν πρώτος έφθασεν εις το σκαλί ν’ ανέβει,| τον παραπάνω σίμωσε και με το χέρι γνεύει Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 32. 2) Παλαιότερος, προηγούμενος: όσα εκακοπάθισες τους παραπάνω χρόνους Λίβ. N 2620.πάτημα- το, Προσκυν. Κουτλ. 156 8135, Προσκυν. Ιβ. 535 207765, Προσκυν. Ολυμπ. 177 9025, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 2841023, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1341], [1362], Μπερτόλδος 47, 64.
[Το μτγν. ουσ. πάτημα. Η λ. και σήμ.]
1) Το αποτέλεσμα της πίεσης με τα πόδια: σκάψε το αμπέλιον να αραιωθεί η γη από τα πατήματα των τρυγητάδων ... διά να φθάνει το νερόν της βροχής εις τας ρίζας των κλημάτων Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 146· έκφρ. πάτημα των ποδιών κάπ.= (μεταφ. με υποτιμ. διάθεση) αντικείμενο περιφρόνησης, εξευτελισμού: Χαίρομαι κι εγώ πως βλέπω των οχθρώ μας| τα καύκαλα να βρίσκουνται πάτημα των ποδιώ μας Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 8. 2) α) Χνάρι πέλματος, πατημασιά: ευρίσκεις πλάκαν εύμορφην κι είναι κεχαραγμένη,| το πάτημα του Ιησού είναι τετυπωμένη| ..., ότε ...| επεριπάτιεν ...| ... το ποδάριν του εκεί ενετυπώθη Προσκυν. Ιβ. 535 2161092· αν νιώσει (ενν. ο λιόντας) τον κυνηγόν απανωθιόν του, διά να μηδέν τον εύρει σκεπάζει με την ουράν του όλα του τα πατήματα Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 127· β1) (συνεκδ.) χώρος που καταλαμβάνει μια πατημασιά: πέπτει (ενν. ένας άνθρωπος) μέσα εις ένα βόθυνον· και πέφτοντας ..., σηκώνει τας χείρας αυτού και πιάνει ενός δενδρού κλάδον ...· και εις ολίγον πάτημα στέσας τους πόδας αυτού, ελόγιαζεν πως θέλει περάσει εκεί φυλαγμένος Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 6331· β2) (προκ. για ελάχιστη έκταση γης): Και δεν τον έδωκε (ενν. ο Θεός τον Αβραάμ) εις αυτήν (ενν. την γην) κληρονομίαν ουδέ ένα πάτημα ποδαρίου, και τον έταξε να του την δώσει διά κληρονομίαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ζ́ 5· έκφρ. πάτημα παλαμόποδο, βλ. παλαμόποδο α έκφρ. 3) Βήμα: Έπειτα τα πατήματα του Σίλβιου ν’ ακλουθήσω,| να τον ξανοίγω από μακρά, στέκοντας απ’ οπίσω·| και τόμου τον ειδώ να μπει, ... να μπω κι εγώ να τονε βρω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [817]· Εκείνος οπού έχωσεν εδώ τον βίον ... έσκαψεν και ετούτα τα γράμματα εις την κολόναν· Α, αποβάς, ήγουν ..., ήγουν παγαίνοντας Β, βήματα, τουτέστιν πατήματα Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 802· φρ. (ε)παίρνω το πάτημά μου = περπατώ, προχωρώ: θωρείς (ενν. σύ, Μυρτίνε) τηνε το πώς κλεφτά παίρνει το πάτημά της,| καθώς είν’ κι όλας ψεύτικη και κλέφτικ’ η καρδιά της; Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1179]· β) (μεταφ.) πρότυπο συμπεριφοράς, παράδειγμα: ο Χριστός έπαθε διά λόγου μας, αφήνοντάς σας παράδειγμα, διά να ακολουθήσετε τα πατήματά του Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρου Καθ. Επ. Ά́, β́ 21. 4) Πέρασμα, διάβαση: τον δρόμον ίσια κίνησεν (ενν. ο Μιχαήλ), ειρηνικά παγαίνει| ’κ τα δύσβατα πατήματα ογλήγορος εβγαίνει,| και πέρασεν τα σύνορα, και τους κακούς τους τόπους Παλαμήδ., Βοηβ. 546. 5) (Προκ. για μουσικό όργανο) πάτημα, πίεση της χορδής με το χέρι ώστε να παραχθεί μουσικός ήχος: ορίζει η Ελένη,| να φέρουν το χαλκόκορδον ...| Παίζει πολλά παράξενα σαν ήτον μαθημένη.| Έσφαλε τίποτε μικρόν, τό εγροίκησεν ο Πάρης,| πάτημα του παιγνήματος την έλαθεν την κόρην Βυζ. Ιλιάδ. 675. 6) Περίττωμα: και από του πατήματος γιγνώσκεται (ενν. ει έχει έλμινθας ο ιέραξ)· αποκρεμάται γαρ ως έλμινς Ιερακοσ. 46110. 7) (Μεταφ.) πρόφαση, δικαιολογία: εις ετούτη την αμαρτωλή ευρήκανε πάτημα διά να σκεπάσουν την απρεπείαν τους Σουμμ., Ρεμπελ. 169.πλύμα- το, Προσκυν. Λαύρ. 874 10613, Προσκυν. Μεταμ. 50 12040· πλύμμα, Κανον. διατ. Α 1344.
Το αρχ. ουσ. πλύμα. Ο τ. πλύμμα στο Βλάχ. T. πλύμμα(ν) σήμ. στη Ρόδο (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πλύννω). Τ. πλύμμαν. σήμ στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 741, Λουκά, Γλωσσάρ.). Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.).
1) Νερό που έχει χρησιμοποιηθεί για πλύσιμο, απόπλυμα: Προσκυν. Ολυμπ. 177 9219. 2) Πλύσιμο: Εάν γυνή εμπεί εις σπίτιν Εβραίου και … πάρει εργόχειρον να του ποιήσει ή ζύμωμαν ή πλύμμα ή άλλον τι, μενέτω εις τον αφορισμόν έξω της εκκλησίας Κανον. διατ. Β 701.ποδάριον- το, Σοφιαν., Παιδαγ. 102, Διγ. Άνδρ. 3221, 3458, 34628, 37012, 37523, 39326· ποδάρι, Ιατροσ. κώδ. τνζ́, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1474, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 57r, 96r, 121r, 196r, 259r, 319v, Πεντ. Γέν. XLI 44, Έξ. III 5, Λευιτ. XXI 19, Δευτ. VIII 4, XIX 21, XXIX 4, XXXIII 24, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 611, 1347, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4364, Βίος Δημ. Μοσχ. 639, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1699, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 930, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 155, 156, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 44r, 45r, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1862, 1922, 48411, Hagia Sophia φ2 60131, κ.π.α.· ποδάριν, Σταφ., Ιατροσ. 11295, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 524, Σπανός (Eideneier) A 427, 516, Ιατροσ. κώδ. σνέ, σπ́, χλδ́, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 310, 748, Gesprächb. 9618, 9619, Παρασπ., Βάρν. C 410, 411, Αργυρ., Βάρν. K 413, Θησ. ΙΒ́ [632], Συναξ. γυν. 998, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2834, Καβαλίστας 12, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3011, 23910· ποδάρι(ν), Τρωικά 53417, Λόγ. παρηγ. L 426, Λόγ. παρηγ. O 68, Διγ. Z 399, Διγ. A 2629, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 169 κριτ. υπ., Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 239, Λίβ. P 2803, Λίβ. Sc. 1761, Λίβ. Esc. 2917, Λίβ. N 2605, Προσκυν. Κουτλ. 156 7727, Μπερτόλδος 46, Καραβ. 50211, Σκλέντζα, Ποιήμ. 124, Διήγ. Αλ. V 26, Λεξ. Μακεδ. 112, Πορτολ. A 18816, Αχέλ. 644, Ιστ. πατρ. 11010, Zygomalas, Synopsis 210 K 32, Πηγά, Χρυσοπ. 226 (48), Hagia Sophia ω 53214, Μαξίμου Πελοπ., Αποκάλ. 404, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6232, Δωρ. Μον. XXXVI, Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 198, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 116, Φορτουν. (Vinc.) Έ 374, Διγ. O 2356, Αλφ. (Μπουμπ.) II 45, κ.π.α.· πoδάριο(ν), Διήγ. Αλ. E (Konst.) 379, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10311, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10520, Καλόανδρ. (Κεχ.) 406, Hagia Sophia φ2 58512, 5981.
Το αρχ. ουσ. ποδάριον. Ο τ. ποδάρι στο Βλάχ., σε έγγρ. του 16. (Κασιμ., Έγγρ. 95 (178), Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 485) και του 17. αι. (Κρ. συμβόλ. 109, Γκίνης, ΕΕΒΣ 39/40, 1972/73, 227), και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., λ. ποδάρι). Ο τ. ποδάριν από το αρχ. ποδάριον με αποβολή του -ο- της κατάλ. (Παπαδ. Α., Αθ. 37, 1925, 170). Ο τ. ποδάριν τον 4. αι. σε παπυρ. (LBG) και επιγρ. (L‑S Suppl.), σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 21624, Κασιμ., Έγγρ. 35 (114), Γρηγορόπ., Έγγρ. Γλωσσ. 4627) και σήμ. στο ποντ. (Παπαδ. Α., Λεξ.) και το κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Διασπ. 15), όπου και άλλοι τ. ιδιωμ. και με διαφορ. σημασ. Η λ. στο Du Cange.
1) Το πόδι ως όργανο α) το ακραίο τμήμα του σκέλους των ανθρώπων ή των σπονδυλωτών ζώων: Ωσάν το παπούτσι, οπού βάζομεν εις το ποδάρι μας δίκαιον είναι, όταν μήτε του λείπει μήτε περισσεύει Ροδινός (Βαλ.) 134· έχεις με χρόνους δώδεκα ψυχρούς και ασβολωμένους,| ουκ έβαλα από κόπου σου πατίκιν (έκδ. τατίκιν· διόρθ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 417) εις ποδάριν,| ουκ έβαλα εις την ράχιν μου μεταξωτόν ιμάτιν Προδρ. (Eideneier) I 49· να σφάξεις το κριάρι και να πάρεις από το αίμα του και δώσεις ιπί τραγανό αυτί του Ααρων και ιπί τραγανό αυτί των παιδιών του το δεξιό, και ιπί μεγάλο δάχτυλο του χεριού τους το δεξιό, και ιπί μεγάλο δάχτυλο του ποδαριού τους το δεξιό Πεντ., Έξ. XXIX 20· β) ολόκληρο το καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή από τα σκέλη των ζώων και των πτηνών ή εντόμων: ηύρε (ενν. ο Αλέξανδρος) τον Φίλιππον αποδαρμένον εκ το άλογον και σπαθέαν είχεν εις το κεφάλιν του, ήτον και εις το δεξιόν ποδάρι κομμένος βαρέα πολλά Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1365· Το δε φαρίν επεριπάτιεν τόσον ότι όσοι έβλεπαν εφοβούνταν. Εμάζωνε τα ποδάρια του εις ένα τόπον και έπειτα ήπλωνέν τα και εφαίνετον ως ότι λεπτοπεριπατεί και ως χαμόθεν πετάσθαι. Διγ. Άνδρ. 31916· σφήκες ... κάθηνται εις τας κοπρίας, και τυλίσσουν την κόπρον αλλήλων και ποιούσιν αυτήν στρογγύλην ίσα καρύδια και σύρουσιν ταύτα εις τα ποδάριά των Σταφ., Ιατροσ. 7176· φρ. (1) σκοντάφτω το ποδάρι μου/σκοντέφτει το ποδάρι μου = σκοντάφτω στη ζωή μου, πέφτω σε κάπ. ηθικού τύπου παράπτωμα, ολισθαίνω ηθικά: Θέλουν σε σηκώσει (ενν. οι άγγελοι) απάνου εις τα χέρια τους, να μην σκοντάψεις ποτέ εις πέτραν το ποδάρι σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. δ́ 6· Εμέν ξεγδίκωμα και πλέρωμα εις ώρα οπού σκοντέψει το ποδάρι τους· ότι σιμά η μέρα της θλίψης τους και γλήγορα τα μελλόμενα εις αυτουνούς Πεντ. Δευτ. XXXII 35· (2) φιλώ το ποδάρι κάπ. = προκ. για φίλημα σε ένδειξη σεβασμού ή δουλικότητας: Ο δε ευσεβής λαός, ως άκουσαν τούτο, έδραμαν και εφίλησαν το ποδάρι του πασιά, και έστερξαν την επανέβασιν Ιστ. πατρ. 1573. 2) Μονάδα μέτρησης μήκους (που ισοδυναμεί στη μεσν. περίοδ. κατά κανόνα με 16 δακτύλους)· (βλ. και ά. πους· για το πράγμα βλ. Schilb., Byz. Metrol. 20, Πετρόπ., ΕΛΑ 7, 1952, 60, αλλά και Βαγιακ., ΕΑΙΕΔ 6, 1955, 80): Ελαίαν και συκέαν εννέα ποδάρια από τον ξένον τόπον μακρία πρέπει να φυτεύομεν. Τα δε λοιπά δένδρη πέντε ποδάρια (ενν. μακρία) και μόνον Zygomalas, Synopsis 167 Δ 19 δις· πάσα ποδάρι έναι ένα μπράτσο και δύο τρίτα του μπράτσου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 96r· κοντά εις τον κάβο έναι μία ξέρα και έχει νερό ποδάρια τρία και έναι ίσια με το βουνί οπού δείχνει ωσάν ψωμί Πορτολ. A 12920. 3) α) Καθετί με το οποίο στηρίζεται, πατάει ένα έπιπλο ή σκεύος: εις το αποσκίασμα του δενδρού ωραίον κρεβάτιν στέκει·| οι ρίζες ήσαν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα| και τα ποδάρια (ενν. του κρεβατίου) ολόχρυσα, διά λίθων πολυτίμων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1681· και έχυσεν αυτουνού τέσσερα κρικέλια μαλαματένια και έδωσεν τα κρικέλια ιπί τις τέσσερις μεριές (ενν. του τραπεζιού) ος εις τα τέσσερα ποδάρια του Πεντ. Έξ. XXXVII 13· Έκαμε δε και άλλα μανουάλια πολλά κρυστάλλινα και είχαν τα ποδάρια ολόχρυσα και ετιμήθησαν κεντηνάρια δώδεκα Hagia Sophia ψ 61530· β) το κατώτερο τμήμα, η βάση μιας κολόνας ή μιας κατασκευής: ανάγκη είναι να ηξεύρεις ότι, εάν πάθει τίποτες κίων της δημοσίας καμάρας ή εις την κεφαλήν ή εις το ποδάριν ή εις το κτίσιμον έως του πησού, ο δημόσιος χρεωστεί να φτειάνει Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 952 ρθ́, ρί 7· Και απ’ εκεί έκαμαν τας πολλά καλάς και θαυμαστάς ορθομαρμαρώσεις, κατεχρύσωσαν δε ... και τα κεφάλια και τα ποδάρια από τες κολόνες, αι οποίες ήτον μέσον και έξω εις την εκκλησίαν χίλιες Hagia Sophia φ2 59413. 4) α) (Πιθ.) ογκώδης τετράγωνη κολόνα στο εσωτερικό οικοδομήματος, ενισχυμένη σε δεύτερη φάση ως υποστήριγμα, υποστύλωμα: Και κάτωθεν απαυτού έναι το έδαφος και είναι και εκεί ετέρες οκτώ χοντρές κολόνες και κιόνια, ήγουν ποδάρια, κτισμένα ί Προσκυν. Ολυμπ. 177 8626· β) αντηρίδα, αντιτείχισμα: Και τότε θωρείς το σπίτι του Αγίου Αλεξίου και στέκει με τα ποδάρια και τους πύργους του λιμνιώνος Πορτολ. A 16811. Εκφρ. 1) Η απαλάμη του ποδαριού, βλ. ά. παλάμη 3. 2) Η απαλαμιά του ποδαριού, βλ. ά. παλαμέα 2. 3) Εις το/στο ποδάρι(ν) κάπ. = στη θέση κάπ. (βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. σ. 346 και 111 σημ. 11]): Απέθανε, λέγει, ο βασιλεύς Ιωάθαμ με τους γονέους του ... και εβασίλευσεν ο Άχαζ ο υιός του εις το ποδάριν του κυρού του Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 448666. 4) Με ποδάριν = με τα πόδια, πεζός: Και ήτον μέγα το ποτάμιν, ότι ουδέν το απέρνα τινάς με ποδάριν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2555. Φρ. 1) Βάνω κάπ. αποκάτω εις τα ποδάρια μου = υποτάσσω κάπ.: Είπεν ο Αυθέντης τον Αυθέντη μου: Κάθου από την δεξιάν μου, έως οπού να βάλω τους εχθρούς σου αποκάτω εις τα ποδάρια σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κ́ 43. 2) Δεν έμεινε ποδάρι = προκ. για πλήρη αφανισμό ανθρώπων (βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ Παράρτ. 115): Ρουθούνι δεν απόμεινεν, όλους τους είχε πάρει| εκ του Πασιά το κάτεργον δεν έμεινε ποδάρι Άλ. Κύπρ. 2475. 3) Πηγαίνω εις τα ποδάρια κάπ. = καταδέχομαι να πάω να συναντήσω κάπ. κατώτερό μου: εσηκώθην απατός του ο βασιλεύς και επήγεν εις το σπίτι της χήρας. Και ως είδεν η γυναίκα πως επήγεν απατός του ο βασιλεύς εις τα ποδάρια της, δραμούσα ταχέως προσέπεσε επί τους πόδας του βασιλέως Hagia Sophia v 54428. 4) Πέφτω/πίπτω εις τα/στα ποδάρια κάπ. = γονατίζω και ικετεύω κάπ., προσπέφτω: πέφτει αυτός ο γέρος πρόμυτα εις τα ποδάρια του Χατζή Αχμάτη ... και κλαίγει και παρακαλεί και λέγει Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 51r· Τις είν’ ο ευεργέτης μου δέομαι να γνωρίσω,| να πέσω στα ποδάρια του να τονε προσκυνήσω Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 178. — Βλ. και πόδας, πόδι(ον), πους.ποδέα- η, Διγ. (Trapp) Gr. 2009, Κώδ. Πάτμου II Α 8, Λίβ. Va 939, Λίβ. (Lamb.) N 937, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 305, 511, 740, 758 κριτ. υπ., Ολόκαλος 611, 713, 915, 108, 1310 κ.α., Προσκυν. Κουτλ. 156 8119, Πορτολ. A 225, Προσκυν. Ολυμπ. 177 908, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 1117 χφ Μ κριτ. υπ.· ποδεά, Λίβ. P 782, Ολόκαλος 1606· ποδία, Προδρ. (Eideneier) IV 190 χφ Α κριτ. υπ., Πουλολ. (Τσαβαρή)2 37 κριτ. υπ., 337 κριτ. υπ., Λίβ. Esc. 1081, Θησ. Γ́ [105], Ζ́ [687], Ή [612], Ολόκαλος 516, Β17, Γ13, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 61r, 247v τρις, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [254], [280], Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 225, 4117, Παϊσ., Ιστ. Σινά 618, Λίβ. (Αγαπητός) 135, Σεβήρ., Σημειώμ. 62α, Δωρ. Μον. XXXII, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 131, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 282, Αγαπ., Καλοκ. 338, Προσκυν. Μεταμ. 50 1167, Hagia Sophia f 59716, Νομοκ. Αγ. Γεωργ. 146· ποδιά, Ch. pop. 362, Αλεξ.2 170, κριτ. υπ. 206 α, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2330, 3970, 4048, Πεντ. Δευτ. III 17, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 724, Νομοκ. Αγ. Γεωργ. 126· πληθ. ποδές, Ημερολ. 49, Ιστ. πατρ. 1981‑2, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 50r.
Από το αρχ. ουσ. ποδείον (Ανδρ., Λεξ., λ. ποδιά). Ο πληθ. ποδές (από ποδέες με συναίρεση· πβ. Georgac., The -ιτσ- suffixes 311-12) σε κείμ. του 13.αι. (LBG). Ο τ. ποδεά στον Ησύχ. και σε έγγρ. του 13. αι. (Act. Xér. 9A16). Ο τ. ποδία στο L‑S (Γλωσσάρ.,· λ. ποδηνεκής), στο Du Cange, σε έγγρ. του 17. αι. (Πεντόγαλος, Παρνασσ. 16, 1974, 38, 42, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 437) και σήμ. στο τσακων. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.). Ο τ. ποδιά (από ποδέα με συνίζ.· πβ. ΛΚΝ) στο Somav., σε έγγρ. του 16. (Γρηγορόπ., Έγγρ. στ. 111, στ. 318, στ. 514), 17. (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 20, 1990, 447, 486), 18. (Apostolopoulos, Ελλην. 27, 1974, 103) και 19. αι. (Παπανικολάου, Λαογρ. 19, 1960-61, 185-86) και σήμ. Η λ. τον 9. αι. (TLG· για πιθ. παλαιότ. μνείες βλ. LBG), σε έγγρ. του 9., 11., 12. (LBG), 13. (Act. Xér. 9B24, Βραν. Ε., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Α′ *89), 14. (Act. Vat. I 6119, ΙΙ 12010, 12, Act. Doch. 1738, Act. Lavr. III 14710, 11, 12, 13, 14), 16. αι. (Γρηγορόπ., Έγγρ. στ. 111, στ. 318, στ. 514, στ. 1312, 16, στ. 1726, Μαράς, Κατάστιχο 149 Γ′ 21029), στο Meursius και σήμ. στο τσακων. και το ποντ. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων., Παπαδ. Α., Λεξ.).
1) α) Περίζωμα που φοριέται στη μέση, πάνω από το ρούχο: Ουδ’ έπλυνε (ενν. η Παναγία) ουδ’ έραφτε ουδ’ έλλασσε ποτέ τση| κι ήσα τα ρούχα τση λαμπρά κι εστράφτα οι ποδιές τση Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4329· Μα τούτοι ποιος ποκάμισο μας δίδει, ποιος φιστάνι,| ποιος μπόλια, ποιος άλλος ποδιά, ποιος τα παπούτσα κάνει Φορτουν. (Vinc.) Έ 34· β) (μεταφ., προκ. για πουλί) κοιλιά: Η κίσσα ευθύς εγύρισεν, λέγει την πασιδόνα: ... αυτήν την εμπαλωματούν, τάχα την καμαρώνεις,| οπὂχει κόκκινον ομπρός και μαύρον εξοπίσω| και εις την ποδέαν σου (ενν. έχεις) βένετον, στην ράχην σου γαλάζιον Πουλολ. (Τσαβαρή)2 337· γ) (συνεκδ.) γ1) γόνατα: Ημέρες περαζόμενες στον Φίλιππο ’ρθ’ ορνίθι,| κι εις την ποδιά του γέννησε κι ύστερα καρκαρίθη Αλεξ.2 208· γ2) κόλπος, αγκαλιά: Εσίμωσε η Σολομή ν’ απλώσει τση κεράς τση| και γεννημένον εύρηκε το τέκνο στην ποδιά τση Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2087· Επόμεινεν η Αρετή μόνο με τη Φροσύνη·| πράμα μεγάλο εγίνηκε σ’ αυτή, την ώρα κείνη:| εις την ποδιά τση νένας της ήπεσε κι ελιγώθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1575· Λοιπό, μητέρα μας γλυκιά, στρέψε προς τα παιδιά σου,| φίλησε και σιργούλισε, βάλε τα στην ποδιά σου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5245. 2) α) Φόρεμα, ένδυμα, χιτώνας (κυρίως ανδρικός): εις τον δρόμον οπού υπήγαιναν, ήλθε του Ξάνθου να κατουρήσει και εσήκωσε την ποδίαν του και περιπατώντας εκατούρει Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 1117· ως τον είδεν (ενν. τον Ξάνθο) ο Αίσωπος, πως περιπατώντας εκατούρει, επίασέ τον εξόπισθεν από την ποδίαν αυτού και λέγει τον Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 1119· β) στρατιωτική στολή/ένδυμα (για το πράγμα βλ. Jeffreys [Διγ., Εισαγ. σ. Xl]): ο γέρων ο Φιλοπαππούς ούτως τον απεκρίθην (ενν. τον Διγενή):| «Θεωρώ σε, κύρκα, υπόλυγνον και ως αχαμνά ζωσμένον| και χαμηλά η ποδέα σου και ου ποιείς εσύ απελάτης» Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 658· (μεταφ.,. προκ. για πουλί): Αν ου ’γερθείς εις το γοργόν να επάρεις τας ποδέας σου,| αυτάς τας κακοεντύλικτας και επάρεις και υπαγαίνεις,| τώρα να ιδείς το πλεότερον το τι σε θέλω ποίσει Πουλολ. (Τσαβαρή)2 37· γ1) κάτω άκρη ενδύματος: πιάνει τον ( ενν. η Τάρσια τον Απολλώνιο) εκ την ποδιά να σηκωθεί τον γέρνει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1534· τον είδε (ενν. τον φονέα) το σκυλάκιον και τον εγνώρισε. Και πάραυτα τον επίασεν από την ποδίαν και τον τραβίζει και φωνάζει ωσάν λυσσασμένον Διον. ρήτ., Ιστ. 254· γ2) (στον πληθ.) οι κάτω άκρες του χιτώνα των ακριτών, που κρέμονταν (για τη σημασ. βλ. Κοραή, Άτ. Ά 256 και Πολ. Λ., Πριν Άλ.2 21 σημ.): Ω τις Ακρίτης έτερος εκεί να ευρέθην τότε,| και τας ποδέας του να έμπηξεν, να επήρεν το ραβδίν του| και μέσα να εκατάβηκεν ευθύς ως αγουρίτσης Προδρ. (Eideneier) IV 190· φωνής ως ήκουσε του θείου το παιδίον,(παραλ. 1 στ.) εκδύει το υπολούρικον (ήτον πολύς ο καύσων)| και τας ποδέας οχυρώς πήξας εις το ζωνάριν Διγ. (Trapp) Gr. 1067· Ρούχα τίτοια τους δίδει (ενν. ο Ιουστινιανός) |ενδύματα παράξενα, πολλά παρηλλαγμένα,| επάνωθε της τραχηλιάς, κάτω εις τας ποδέας| και κάτω εις τα μανίκια, τα πάντα χρυσωμένα Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 357· δ) ποδόγυρος: Άλλες να έχουσι χρυσές άλυσες να φορούσιν (παραλ. 3 στ.) και πασαένα φόρεμα που να ’ναι τιμημένον| χρειά ’ναι ’που κάτω στην ποδιάν τριγύρα να ’ν’ ραμμένο Γεωργηλ., Θαν. 139. 3) (Προκ. για όρος) α) πρόποδες, υπώρειες: εκλερονόμησαν την ηγή του ... όλο τον κάμπο απέραμα του Ιαρδεν ανατολικά και ως τη θάλασσα του κάμπου κατωθιό τις ποδιές του λαγκαδιού Πεντ. Δευτ. IV 49· εις την ποδιάν του όρους των Ελαιών είναι το σπήλαιον οπού ήτον ο Χριστός με τους αποστόλους, όταν ήθελε να παραδοθεί τοις Ιουδαίοις Προσκυν. Κουτλ. 390 14115· β) πλαγιά: εις τη μερέα του σιρόκο δείχνει ποδέα μακρέα κάβο χαμηλό φουρνάνο και ωσά σιμώσεις, γνωρίζεις καλύτερα Πορτολ. A 625. 4) α) Πολύτιμο λειτουργικό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από την εικόνα σε ένδειξη σεβασμού (για τη σημασ. βλ. Du Cange, λ. ποδέα και Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 259): Ήτον εικόνες θαυμαστές εγκαψοσμαλδωμένες,| όλες με λίθους εκλεκτούς με τίμιες ποδίες Αρσ., Κόπ. διατρ. [873]· Αύθις τε αι βημόθυραι πέλουσι καμουχένιες,| των δε εικόνων αι ποδιαί καμουχοτζατουνένιες Παϊσ., Ιστ. Σινά 1098· Είχαν (ενν. αι εικόνες) ποδίες εύμορφες μεγάλες ώσπερ πεύκια| με τέχνην ωραιότατην με πάσαν ευκοσμίαν Αρσ., Κόπ. διατρ. [1050]· β) ύφασμα που σκεπάζει το μπροστινό μέρος της Αγίας Τράπεζας (για τη σημασ. βλ. Somav., λ. ποδιά): είτις τολμήσει και επάρει ... πράγμα της εκκλησίας ... ή ποδέα ή μανάλι ... αφορισμῴ εις αυτούς καθυποβάλλομεν Μαλαξός, Νομοκ. 188· γ) παραπέτασμα, θωράκιο (για τη σημασ. βλ. Sophocl., λ. ποδέα και Πεντόγαλος, Παρνασσ. 16, 1974, 38, 42, 38): δεν έχει (ενν. η εκκλησία της Αγίας Βάτου) ... Τέμπλον· αλλά όταν λειτουργούσι, κλείουσι και χωρίζουσι ωσάν Άγιον Βήμα με μίαν μεγάλην ποδίαν, από ένα μέρος έως το άλλο, ωσάν καταπέτασμα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 156· τότε γαρ και γέγονεν σεισμός εκείσε μέγας, και κεραυνός έπεσεν εν τῃ ιερᾴ μονῄ της Περιβλέπτου, και έκαυσεν εκείσε εικόνας και ποδέας και άλλα τινά Byz. Kleinchron. Ά 35210· δ) ιερό πέπλο που σκεπάζει άγαλμα (για τη σημασ. βλ. Du Cange, App., λ. ποδέα και App. alt., λ. ποδέα): Έλενος δε ο αδελφός του Έκτορος εσυμβούλευσε τον Έκτορα ίνα υπάγει ... και να ειπεί της μητρός του της Εκάβης, να παρακαλέσει (ενν. η Εκάβη) την θεάν την Αθηνάν, και να της δώσει μίαν ποδίαν εύμορφην, διά να αποδιώξει τον Διομήδην εκ τον πόλεμον Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Υπόθ. Ζ́· Ειπές δε και της μητρός μας,| να συνάξει τας γυναίκας| να ανοίξουσι τας θύρας| του ναού της Αθηναίης| και να φέρει μίαν ποδίαν,| την πολλά ωραιοτάτην| κι έμπροσθεν αυτήν να θέσει,| της θεάς της Αθηναίης Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [138]. 5) Η βάση, η κάτω πλευρά ενός σχήματος, μιας επιφάνειας (για τη σημασ. βλ. Fisc byz. 290): εάν δε έχει (ενν. το χωράφιον) κοιλίαν εις το έσω χείλος είτε εις το έξω, μέτρει το πλάτος της κεφαλής και της μέσης και της ποδέας, και έπαρον την τρίτην μοίραν Metrol.2 5822. 6) Μονάδα μέτρησης επιφάνειας/έκτασης: κυρ Νικολο Παουλη, υιός του κυρ Τζανάκι,... ότι δίδει και πακτώνει του Μοσκολεο ... χωράφια ποδέα μια Ολόκαλος Ζ3. Φρ. 1) Αποσκεπάζω την ποδιά κάπ., βλ. Επιτομή, αποσκεπάζω β φρ. (α) και ασχημία 5β φρ. (α). 2) Φιλώ την ποδιά κάπ. = προσκυνώ, ικετεύω κάπ. (για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Α2 109-110 και Έ Παράρτ. 20-21): απήτις εις το κάτεργον εμπήκαν| οι προεστοί και τον πασάν ευρήκαν,| σκύφτουσι και κλιτά τον προσκυνούσι| και την ποδιά του ρούχου του φιλούσι Λεηλ. Παροικ. 340.ραντίζω,- Διγ. (Trapp) Gr. 866, 2376, Διγ. Z 2809, Ερμον. Π 316, Λίβ. διασκευή α 3773, Πεντ. Έξ. IX 8, XXIV 6, XXXII 20, Λευιτ. I 11, III 2, 8, IV 17, V 9, VI 19, VIII 19, Αρ. VIII 7, 21, XVII 2, XVIII 17, XIX 13, 18, 19, 20 δις, 21, XXXI 19, 20, Μορεζ., Κλίνη 310r δις, v, 349v, Πανώρ.2 Γ́ μετά στ. 544, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 85v, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [872].
Το μτγν. ραντίζω. Η λ. και σήμ.
1) α) Βρέχω με σταγόνες νερού ή άλλου υγρού κάπ. ή κ., ραίνω: πίπτει εις την γην αναίσθητος, ακίνητος καθόλου.| Φέρνουν νερόν, ραντίζουν τον, συνέφερεν ολίγον Φλώρ. 1068· Ωσάν έγινεν ώρα μεσημερίου μίαν των ημερών, ενύσταξα και έπεσα εις τα γόνατα της κόρης και εκοιμήθηκα, η δε κόρη εράντιζέ με ροδόσταγμα Διγ. Άνδρ. 37520· (ως τελετουργικό στοιχείο): και να σφάξεις το κριάρι και να πάρεις το αίμα του και να ραντίσεις ιπί το θεσιαστήρι τριγύρου Πεντ. Έξ. ΧΧΙΧ 16· β) (προκ. για τη χριστιανική τελετή του αγιασμού) ραίνω κάπ. ή κ. με αγιασμένο νερό για εξαγνισμό και ευλογία: και όνταν γινίσκεται θανατικόν ή ακρίδα ή αβροχία ... να εβγάλουν τον φανερωμένον σταυρόν και να τον λιτανέσσουν τριγύρου της εκκλησίας και να ποίσουν δρόσος να τον βουττήσουν και να τον ραντίσουν κατά τον αέραν Μαχ. 7210· ο άγιος πρώτα εστοίβασε ξύλα, απέκει έκαμεν αγιασμόν και εράντισε τα ξύλα, γιαμιά έβαλε ’στιάν και άναψε τα ξύλα Ροδινός (Βαλ.) 181· (μέσ.): φέρε μου και εμένα ολίγον από εκείνον το απόπλυμα των ποδιών του (ενν. του προσκυνητή) να ραντισθώ Μορεζ., Κλίνη φ. 310v· γ) (μεταφ., προκ. για τον ήλιο) ρίχνω κ. σα βροχή πάνω σε κάπ., περιλούζω κάπ. με κ.· (με δύο αιτιατ.): Και όταν ανατέλλει ο ήλιος εις τα βάθη των υδάτων και ραντίζει τον κόσμον τας ακτίνας, απολεί τας πτέρυγας αυτού ο γρυψ, και δέχεται τας ακτίνας του ηλίου Φυσιολ. 36914. 2) α) Πιτσιλίζω: τα ρούχα του εραντίσθησαν εκ του θηρίου το αίμα Αχιλλ. (Smith) N 1620· β) (προκ. για τεχνική ύφανσης) υφαίνω με νήματα διαφορετικού χρώματος, έτσι ώστε να δημιουργούνται διακοσμητικά στίγματα πάνω στο ύφασμα: εστόλιζέ τον ένα απανωφόρι άσπρο και ήτον ραντισμένο μέσοθες από την ύφασίν του ράμματα μαύρα, κόκκινα, πράσινα, οξεία και πάσα λογής Hagia Sophia ω 51422. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = α) σκορπισμένος, πασπαλισμένος: κατεβαίνει σκαλούνια πενήντα και είναι ο τάφος της Θεοτόκου ... Αυτού αριστερά έχει ραντισμένη στάχτη και απαυτού λέγουσι να εξεχύσει ο Πύρινος ποταμός της Κολάσεως Προσκυν. Ολυμπ. 177 9019· β) (προκ. για ύφασμα) ποικιλμένος με στίγματα: Εις φάραν επεκάθητο (ενν. η Μαξιμού) μαύρην, γενναιοτάτην,| εφόρει επιλώρικον ολόβηρον, καστόριν,| φακεολίτσιν πράσινον, χρυσόν ρεραντισμένον Διγ. (Trapp) Gr. 3070. — Βλ. και ραντουρίζω.στρατοπεδαρχία- η.
Το μτγν. ουσ. στρατοπεδαρχία (TLG). Βλ. και LBG.
Εδώ προκ. για το στρατό, στρατιωτικό σώμα: δυσικά (ενν. του ναού), έναι η πέτρα οπού εσχίσθη και εφύλαξεν τον Πρόδρομον μετά της μητρός αυτού, όταν έπεμψεν ο Ηρώδης την στρατοπεδαρχίαν, ίνα, όθεν εύρει τα βρέφη, να τα αποκτείνουσι ... Προσκυν. Ολυμπ. 177 9316.στρογγυλοειδής,- επίθ., Προσκυν. Κουτλ. 156 7718, 8134, Προσκυν. Ολυμπ. 177 923, Προσκυν. Λαύρ. 874 1021, Προσκυν. α′ 12410.
Το μτγν. επίθ. στρογγυλοειδής. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ, Μπαμπιν., Λεξ.).
1) α) (Για επιφάνεια ή κτίσμα) στρογγυλός, κυκλικός: Είναι δε και το έδαφος της αγίας αυλής στρογγυλοειδές (έκδ. στρογγυλοειδής) και στρωμένον μετά μαρμάρων Προσκυν. Λαύρ. 874 986· β) (εδώ προκ. για ναό) κυκλικός, περίκεντρος (για το πράγμα βλ. και Downey, Mélanges de l’ université Saint Joseph 38, Beyrouth, 1962, 193-4): ο μέγας και περιβόητος ναός του αγίου και ζωοδόχου Τάφου, πάντερπνος και στρογγυλοειδής Προσκυν. α′ 1114. 2) (Για μέρος του γυναικείου σώματος) καμπύλος: τας πλευράς ωραιοκάλλους (ενν. είχεν η Ελένη),| στρογγυλοειδείς ουκάτι| ως το πρέπον εν τῃ θέσει Ερμον. Β 262.συναπαντώ,- Διγ. (Trapp) Gr. 1793, Λόγ. παρηγ. Ο 50, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 914, 923, Χρον. Μορ. H 2314, 3266, 3507, Χρον. Μορ. P 2314, 3266, Gesprächb. 1033, Λίβ. διασκευή α 360, 700, κ.α., Λίβ. Esc. 296, 641, 643, κ.α., Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1325, Αχιλλ. L 1173, Αχιλλ. (Smith) N 1317, Ιμπ. (Yiavis) 896, Μαχ. 2748, 41425, Θησ. Β́ [577], Χούμνου, Κοσμογ. 1965, Λίβ. Va 568, 2014, κ.α., Διήγ. Αλ. V 59, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4086, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 100, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 237, Κορων., Μπούας 50, Διήγ. Αλ. G 2667, Διήγ. Αλ F (Konst.) 3814, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 399, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 124v, Τριβ., Ρε 269, Πεντ. Γέν. XXXII 2, Έξ. IV 24, Αρ. XXXV 19, Χρον. σουλτ. 311, Πηγά, Χρυσοπ. 309 (12), Μορεζ., Κλίνη φ. 70v, 242v, Διήγ. Αλ Ε (Lolos) 16514, 20717‑18r, Λαυρ., Οπτασία Σ 113, Προσκυν. Ιβ. 535 788, Προσκυν. Ιβ. 845 791, Προσκυν. Ιβ. 535 22 (Σινά) 9117‑18, Προσκυν. Ιβ. 694 (Σινά) 11024, Προσκυν. Λαύρ. Μ (Σινά) 7820‑21, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 14923, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1295, Πιστ. βοσκ. II 4, 15, Παλαμήδ. Βοηβ. 978, Ιστ. Βλαχ. 1193, Διγ. Άνδρ. 33515, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 13322, Ψευδο-Σφρ. 2803‑4, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 345, Αποκ. Θεοτ. ΙΙ 57, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 711, Φορτουν. (Vinc.) Β́ 464, Ροδινός (Βαλ.) 214, Λεηλ. Παροικ. 293, Διγ. Ο 1367, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.) 14621, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ί 25, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 833, κ.α.· συναμπαντώ, Χρον. Μορ. P 3507· γ́ εν. ενεστ. συναπαντάγει, Παλαμήδ. Βοηβ. 1172· γ́ πληθ. παθητ. αορ. συνεπαντήκτησαν, Αχιλλ. L 926· γ́ πληθ. υποτ. παθητ. αορ. συναπαντηκτούσι, Χούμνου, Κοσμογ. 1964.
Η λ. στον Αριστοτέλη και σήμ. λαϊκ.
I. Ενεργ. 1) Συναντώ κάπ.: συναπαντώ τήν ηγαπώ στη βρύση που γεμώζει Εκατόλ. Μ 7· Και ενόσω το επαρέτρεχα το έμνοστον λιβάδιν,| συναπαντώ πραγματευτήν ανάμεσα του κάμπου,| άλογα να ’χει περισσά και ανθρώπους μετ’ εκείνον| και γραίαν γυναίκαν, φίλε μου, να κάθηται εις καμήλιν Λίβ. διασκευή α 2658· περπατώντας έτσι την νύκτα (ενν. ο Ιγνάτιος) τον εσυναπάντησε κάποιος άνθρωπος όμορφος εις την θεωρίαν, στολισμένος με μακριά μαλλιά και μακριά γένια και φορεμένος άσπρην φορεσιάν και καβαλάρης εις άσπρον άλογον και έκαμνε τον δρόμον του προς τες Βλαχέρνες Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 8718. 2) α) Υποδέχομαι, προϋπαντώ κάπ. που έρχεται: Εις αύτον τον τόπον εφέρασιν οι απόστολοι τον πώλον και εκάθισεν ο Χριστός και εσυναπάντησαν αυτόν τα νήπια μετά βαΐων και κλάδων Προσκυν. Ολυμπ. 177 911· Και ήτονε συνήθεια, όταν ήθελεν περνά ο βασιλεύς από τες χώρες απού ήριζεν, να πηαίνει και ο αρχιερεύς του τόπου και ο αφέντης ο κοσμικός να τονε συναπαντούσι και να του βαστούσιν και χαρίσματα Μορεζ., Κλίνη φ. 251r. Και καθώς είπασιν του πατρός του τον ερχομόν του υιού, εξέρχεται ευθύς και συναπαντά του, και αγκαλιάζοντάς τον τον εφίλει και ήκαμεν μεγάλην χαράν και εορτήν χαρμόσυνον ολονού του λαού εις τον ερχομόν του Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1412-3· Τότε θέλει ομοιωθεί η βασιλεία των ουρανών δέκα παρθένες, οι οποίες επήραν τες λαμπάδες τους και εβγήκαν να συναπαντήσουν τον νυμφίον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κέ 1· β) ξεπροβοδώ, συνοδεύω τιμητικά κάπ. που φεύγει: Τότες εξέβηκεν αυτή (ενν. η σουλτάν κατίν)’πουμέσα στα σαράγια| κι εκεί την συνεπάντησαν έως μες στα καράβια Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 862. 3) Συγκρούομαι, αναμετρούμαι με κάπ. σε μάχη: γοργά φουσσάτα έρχονται και δεν μπορείς να φεύγεις·| μόνον σηκώσου, φρόντισε και κάμε ορδινίαν,| μάζωξε τα φουσσάτα σου από την επαρχίαν,| να πολεμήσεις τους εχθρούς να τους συναπαντήσεις·| με πάσα τρόπον πάσχισε για να τους ενικήσεις Ιστ. Βλαχ. 977· είδασιν οι βίγλες, οπού είχασιν (ενν. οι Τούρκοι) εμπροσθάς, κονιορτόν μέγαν απομακρόθεν οπού εσηκώνετον υψηλά και από τούτο εγνώρισαν πως έρχεται το φουσσάτον των Τσερκέζων. Ομοίως και αι βίγλαι των Τσερκέζων από το αυτό σημάδι του κονιορτού εγνώρισαν πως τους εννόησαν οι Τούρκοι, και εβγήκαν να τους συναπαντήσουσι με πόλεμον εις τον δρόμον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 396· ευτύς εκαβαλίκεψαν (ενν. οι Ρωμαίοι) εσυναπάντησάν τους (ενν. τους Φράγκους),| σταματικά τους έσμιξαν όλους με τα κοντάρια Χρον. Μορ. P 4764· (απολ.) δυο εχθροί συναπαντούσινε, κι ο είς τ’ αλλού να δώσει| γυρεύγει τέλος με σπαθί, να τονε θανατώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 52713. 4) (Για υλικά σώματα σε τροχιά) διασταυρώνομαι με: πολλές φορές συναπαντάγει (ενν. το φεγγάρι) τες ακτίνες του ηλίου και σκεπάζει τες και γίνεται λέγουν τότες ... έκλειψις Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 49v· (εδώ απολ., μεταφ.): Μ’ απής και ’κείνη αρχίνισε με τάξη| το ’να και τ’ άλλο χείλι να σαλεύγει (παραλ. 3 στ.) κι ομάδι να κτυπούσι| και να συναπαντούσι τα φιλιά μας (παραλ. 3 στ.) του πόθου το βερτόνι εξεκοκκίστη| και μ’ άμετρην γλυκότην| μου πέρασε την δόλια την καρδιά μου Πιστ. βοσκ. II 1, 290. 5) Αντιμετωπίζω κ. (δυσάρεστο): Μετά δε του πορεύεσθαι στράταν του ταξιδίου,| επάντημαν ενάντιον πλήρης ζημίας γέμον,| εκεί εσυνεπήντησαν ζημίαν γαρ τοιαύτην Φλώρ. 27· ουά, αλίμονον, τι κακόν τον εσυναπάντησε τον αυθέντη μας! Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1531. 6) (Αμτβ.) φτάνω κάπου: κι εσυναπάντησεν (ενν. ο Ιαακωβ) εις το τόπο και έμεινεν εκεί … και επλάγιασεν εις το τόπο εκείνο Πεντ. Γέν. XXVIII 11. IΙ. Μέσ. 1) Συναντιέμαι με κάπ.: Εκεί εσυναπαντήθηκαν, εχάρησαν μεγάλως· | εκείνος γαρ ο Γαλεράς τον πρίγκιπα εχαιρέτα| εκ το μεράδιν του ρηγός και λέγει προς εκείνον ... Χρον. Μορ. P 6576· εσυναπαντήθη (ενν. ένας άνθρωπος γέροντας) με τον Ιωάσαφ εις τον δρόμον Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 8936· Και αν συναπαντηθείς ... καμίαν φοράν με την Λεονίλδα, ρηγοπούλα της Τραπεζούντας … βεβαίωσέ την ότι πλέον δεν έχω να φανερωθώ έμπροσθέν της! Καλόανδρ. (Κεχ.) 407· εκεί εσυναπαντήθηκαν (ενν. ο Αχιλλεύς και η κόρη) μέσον του παραδείσου| ... γλυκέα καταφιλούνται,| την νύκταν όλην εχαίρουντα οι δύο ως την ημέραν Αχιλλ. (Smith) O 528. 2) Συγκρούομαι, συμπλέκομαι με κάπ. σε αγώνα ή μάχη: Ούτος (ενν. ο Σεγουραδών) και ο Καστόριος, οι δύο συναπαντούνται| και κονταρέας εδώκασιν ανάμεσα των ρέντων| όσον με τα φαρία τους ημπόρεσαν να δράμουν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 985· Και, εκεί οπού επηγαίναν (ενν. οι Μεθωναίοι), εσυναπαντήθησαν με το πλήθος των Τουρκών και τους ετσακίσανε και αρπάσανε παιδία, γυναίκες· και τους ελεεινούς Μεθωναίους εκόφτανε και άλλους εδένανε· και τους εδένασι ωσάν πρόβατα και τους εσύρνασι Χρον. σουλτ. 1332. 3) (Για υλικά σώματα σε τροχιά) διασταυρώνομαι, συναντιέμαι: διότι τόσα (ενν. βόλια) έριχναν, ότι συναπαντιόνταν,| από το πλήθος το πολύ οι μπάλες εκτυπιόνταν Διακρούσ. (Κακλ.) 325. όταν τύχει να συναπαντηθεί το φεγγάρι με τον ήλιον τότες φέγγει το φεγγάριν, ήγουν αυτείνη η μερία οπού έναι πλησίον του ηλίου αυτή φέγγει, και η άλλη μερία δεν φέγγει διότι δεν τηνε κτυπάγει ο ήλιος Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 49v· (μεταφ.): Κι αυτής κι εμέ το φίλημα να συναπαντηθούσι Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 258.σφίγγω,- Σταφ., Ιατροσ. 16456, 459, Ασσίζ. 41412, Ιερακοσ. 48814, Αχιλλ. L 1267, Φαλιέρ., Ιστ.2 689, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 11, Μαχ. 40215, Λίβ. Va 3766, Διαθ. Πασχαλίγ. 79, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 109v, Σοφιαν., Παιδαγ. 107, Αχέλ. 1137, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.) (Κακ.-Πάνου) 123, Μορεζ., Κλίνη φ. 91r, 159v, 242r, Χρησμ. (Brokkaar) 151, Προσκυν. Ολυμπ. 177 9029, Κυπρ. ερωτ. 1568, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) B́ 419, Έ́ 534, μετά στ. 640, Πιστ. βοσκ. I 3, 42, II 5, 303, 7, 68, Κανον. διατ. A 2073, Διγ. Άνδρ. 34422, 36929, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1900, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 189, 212, 213, Ροδολ. (Αποσκ.) Á́ 451, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 540, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 130, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 269, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ιβ́ 50, κ.π.α.· μτχ. παρκ. σφιμένος, Πιστ. βοσκ. V 6, 202, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 100, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 549, 1351, κ.α.
Το αρχ. σφίγγω. Η μτχ. σφιμένος, με αποβολή του ‑γ‑ (Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 8), σε έγγρ. του 16. αι. (Φάναρης, Κατάστιχο 1 11027, 11328) και σήμ. ιδιωμ. (Χατζιδ., ό.π.). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Πιέζω ισχυρά από όλες τις πλευρές, περισφίγγω: η καρδία μου έτρεμε κι εκλονάτον,| μήπως … η κακογρά λάχει και με γνωρίσει| και πιάσει μ’ από τον λαιμόν και σφίξει και με πνίξει Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 274· κλειδώνει το (ενν. το θηλυκό αρκούδι) εις τας χείρας (ενν. ο Διγενής)| κι έσφιξεν τους βραχίονας του και ευθύς απέπνιξέν το Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 770· (προκ. για βασανισμό· βλ. ά. σφίξιμον σημασ. 1): Και πολλούς οπού δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν έσφιξέ τους και εμαρτύρησέ τους (ενν. ο Κλαύδιος) Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 334r· (μεταφ.): ζώνη με τον διαδέτην| να σ’ εζωνόμην πάντοτε, να μ’ έσφιγγες, κυρά μου Ερωτοπ. 340· σφίγγει με (ενν. το γατάνι σου) έως την ψυχήν και εχάσα τον τον νου μου Λίβ. Va 3766· τώρα που σφίγγουσιν εμέ τα γηρατειά … (παραλ. 1 στ.) μου φαίνεται πως είν’ πρεπό και δίκιο να γυρέψω| κιανέναν άξο βασιλιό, γοργό να την παντρέψω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 537· την δόλια την καρδιά μου| τη σφίγγει (ενν. ο Σύλβιος με τη χέρα), και μου τυραννά μέσα τα σωθικά μου Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 404· β) (εδώ) πληγώνω: Όταν πρησθεί αλόγου ποδάριν … οπού το σφίξει το πέταλον Ιατροσ. κώδ. χλδ́. 2) α) Κρατώ, πιάνω σφιχτά: Δε βλέπεις πως εσφάγηκε κι ακόμη το μαχαίρι| τ’ άπονο σφίγγει η χέρα τση προς τση καρδιάς τα μέρη; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 534· Ομπρός στο στήθος σφίγγουσι τα δυνατά κοντάρια,| πατούν τσι σκάλες δυνατά τα ’μορφα παλληκάρια Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2287· όντεν εβγάλαν τα σπαθιά (ενν. Άριστος και Ρωτόκριτος), στη χέρα όντε τα ’σφίξα,| τά ’ξάζου, τά μπορούσινε και τά κατέχου εδείξα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1683· (προκ. για αποχαιρετισμό με αντικ. τη λ. χέρα): ήβιαζέ τους ο καιρός κι εσίμωσεν η μέρα| και γείς τ’ αλλού τως σπλαχνικά εσφίξασι τη χέρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1566· (προκ. για αγκαλιά): άπλωσε, πιάσε, σφίξε με, σκύψε, περίλαβέ με,| σκύψε και καταφίλησε τα μάτια μου, αυθέντη Αχιλλ. L 1267· Σφίγγει (ενν. η βασίλισσα), περιλαμπάνει τον, γλυκιά τον κατεφίλει (ενν. τον Μωσήν)| στα μάγουλα, στο κούτελον, στο στόμαν κι εις τα χείλη Χούμνου, Κοσμογ. 2065· β) κλείνω ερμητικά· (εδώ με αντικ. τη λ. οδόντας ως έκφραση θυμού· πβ. Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Β́149): Πολλάκις με επαρόργισεν ο λογισμός να εγέρθω,| να εμβώ εις την μέσην …, να δώσω και να επάρω| και να τσακώσω πίνακαν κανένα εις τας χείρας| και πιάσω και συντρίψω τον, και σφίξω τους οδόντας| και σύντσεφλον τσακίσω τον Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 196· γ) δένω σφιχτά (προκ. να μη λυθεί κ.): χείρας και πόδας σφίγγουσιν δεσμοίς απαραλύτοις Φλώρ. 456· στολίσετε τη σήμερον κι εμέ την κεφαλή μου| και τα μαλλιά μου ως νικητού σφίξετε στην κορφή μου Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 540· Όμως ου καταδέχομαι να λάβω το φλουρίν σου·|στρέψε το στο σακούλιν σου και σφίξε το λουρίν σου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 748· δύο γίγγλας σφίγξον αυτόν (ενν. τον μαύρον) και δύο εμπροσθελίνας Διγ. Ζ 1765· τες ίγγλες των αλόγων των πάντες καλά εσφίξαν Κορων., Μπούας 63. 3) Συνδέω, ενώνω· (προκ. για μέρη του λόγου): Σύνδεσμος έναι μέρος του λόγου άκλιτον όπου δένει και σφίγγει τα άλλα μέρη του λόγου Σοφιαν., Γραμμ. 83· (μεταφ.): ο έρωτας γή το ριζικό σας,| ο τόπος κι ο καιρός μαζί που έσφιξε και τσι δυο σας Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 364· Γιατί, μελλάμενο άσπλαχνο, έτσι μας ξεχωρίζεις,| ανέν κι ο πόθος σφίγγει μας πολλά …; Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Γ́ 548. 4) α) Συγκρατώ, περιορίζω: ωσάν εκείνοι όπου είναι δεμένοι πολύν καιρόν και αν λυθούσι ύστερον, … ουδέν δύνανται να προβατούσι, … τον όμοιον τρόπον όσοι σφίξουσι και κρατήσουσι τον λόγον πολύν καιρόν Σοφιαν., Παιδαγ. 107· Σφίγγε την όρεξή σου Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 130· β) αναγκάζω κάπ. να κάνει κ.: σκλάβους Σαρακηνούς βαπτισμένους οπού ήσαν εις την Λευκωσίαν, έσφιξέν τους (ενν. ο σιρ Τουμάς) να μεν πάσιν με τους Σαρακηνούς Μαχ. 65614· και του κυρού μου να το πω σε παντρειά α με σφίξει| πως μ’ άλλον άντρα δε μπορεί, δε μοιάζει να με σμίξει,| γιατί ήταξα του Ρώκριτου σύντροφο να τον κάμω Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1133· (μεταφ.): Κύριε Ιησού Χριστέ, … άφες, συγχώρησον τας αμαρτίας, τας ανομίας, τα πλημμελήματα τα … γενόμενα παρά του δούλου σου και είτι ως άνθρωπος … ή ήρπαξεν ή έκλεψεν ή υπό ασπλαχνίας και σκνιπείας σφιγγόμενος τους πτωχούς ουκ ελέησεν Κανον. διατ. Α 2073· Μα τ’ άλλο χριος περιτοπλιό με σφίγγει της φιλιάς σου| να θέλω να παρηγορώ, ποθώντα την υγειά σου Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 11. 5) (Μεταφ.) πιέζω, φέρνω κάπ. σε δυσχερή θέση: Θωρώντα ο πάπας πως τον έσφιγγεν ο ρήγας της Φραγκίας και είχεν και δίκαιον, εμήνυσεν του ρηγός της Κύπρου να πάγει σωματικώς ν’ απολογηθεί Μαχ. 11235· η χρεία τση την έσφιγγε (ενν. την κερά Μηλιά) και οι πόνοι τση οι μεγάλοι Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 202· (προκ. για μάχη): ανάμεσόν τως τον μπασιάν τόσον πολλά εσφίξαν (ενν. το φουσσάτον του Μιχάλη)| που τ’ άλογον γρεμίστηκεν, στην λάσπην τον ερίξαν Παλαμήδ. Βοηβ. 297· Αλλ’ ο Σερμπάνος έσωσε και ετριγύρισέν τον (ενν. τον Σέκελ Μωυσή),| τον έσφιξεν πρωτύτερα και στενοχώρησέν τον Ιστ. Βλαχ. 170. 6) (Μεταφ., προκ. για πόλεμο) εντείνω, δυναμώνω: μπομπάρδες να εβγάλουσι, τον πόλεμον να σφίξουν Αχέλ. 273· (αμτβ.): έσφιξεν ο πόλεμος Μαχ. 13233. 7) Πίνω, ρουφώ (για τη σημασ. βλ. και Δημητράκ., στη λ. σημασ. 18.): επήρε το κρασί και έσφιξέ το Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1768. Β´ Αμτβ. 1) Σκληραίνω: Να πλυθεί η γυνή να σφίξει ωσάν κορασίδα. Λαβών ροιάν όξινην τσάκισον αυτήν όλην καλώς και βράσον μετ’ οίνου παλαιού και ας πλυθεί η γυνή εις το κλειτόριον αυτής και σφίγγει τοσούτον ώσπερ λίθος Σταφ., Ιατροσ. 16456, 459· Όσον περίτου βρέχει εις τον άμμον, περίτου σφίγγει Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 105. 2) Σπεύδω, τρέχω (βλ. και Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 314, λ. σφίgω σημασ. 2, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., στη λ. σημασ. 2): ήλθεν ο δουκόπουλος εις την χώραν τως, ο οποίος έσφιξεν το γληγορύτερον και ήλθεν οδιά να ιδεί τα παιδιά του Μορεζ., Κλίνη φ. 242r. 3) (Σε προσωποπ.) δυναμώνω, εντείνομαι: Πόνε μου, λίγη ανάπαψη δάνεισε τση καρδιάς μου, (παραλ. 1 στ.) κι εις το ύστερο όσο δύνεσαι σφίξε και τέλειωσέ μου| με τη ζωή τόσο κακό που η τύχη μου άξωσέ μου Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 497. 4) α) Συρρικνώνομαι: εισέρχεται (ενν. ο όφις) εις τον φωλεόν αυτού και νηστεύει ημέρας μ́ και σφίγγει το σώμα τῃ εγκρατείᾳ. … και τότε ζητεί ραγάδας πέτρας ή τόπον αφικτόν και συντριβόμενος αποδερματώνεται (έκδ. αποδερμαίνεται· διορθώσ.) και ανανεούται Φυσιολ. (Zur.) XIX 1b3· β) (προκ. για τους μυς του σώματος) αποκτώ συνοχή, σφριγηλότητα· (εδώ) «ζωντανεύω»: βλέπει (ενν. ο Παρθένιος) τον νεκρόν και αρχίζει και εσάλευγε και σφίγγουσιν αι σάρκες του Μορεζ., Κλίνη φ. 91r. 5) (Προκ. για πληγή, τραύμα) επουλώνομαι: Παρευθύς του έπεσεν όλη η λέπρα και τα σαπήματα εσφίξασι και επόμεινεν η σάρκα του καθαρότατη Μορεζ., Κλίνη φ. 80r. 6) (Μεταφ.) συγκρατώ, περιορίζω: Ετούτα που θαρρείς πως τα ’χεις και κρατείς τα,| είναι μακρά από λόγου σου· και σφίγγε πούρι κράτει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1393. IΙ. Μέσ. 1) α) Κρατιέμαι σφιχτά: Σφίγγουνται κι αγκαλιάζουνται, με τη ζερβή παλεύγου,| με τη δεξά βαρίσκουσι, τόπο ακριβό γυρεύγου| εις το λαιμό, στο πρόσωπο, στο στήθος, στο στομάχι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1843· β) αγκαλιάζομαι: εσφίκτημαν ομάδια Φαλιέρ., Ιστ.2 449α κριτ. υπ.· Και πάλαι μετά σφίγγονταν, ο είς φιλεί τον άλλον| στο στόμα και το κλαύσιμον πάλαι μετά αρχίσαν Θησ. Γ́ [815]. 2) α) Μαζεύομαι, διπλώνομαι: εσφίχθην εκ του πόνου (ενν. το άλογον) Διγ. Z 3393· όταν θέλει βουληθεί (ενν. ο βασιλίσκος) άνθρωπον να σκοτώσει| ή λέονταν ή δράκονταν, καθώς και η ασπίδα| περιμαδεύει, σφίγγεται, στρουφνίζει την ουράν του Φυσιολ. (Legr.) 164· β) πιέζομαι, συσπώ τους μυς του σώματος για να αποβάλω κ.: και ανεβαίνω εις το βουνίν, τάχα να θέλω κλάψει, (παραλ 1 στ.) και δάκρυα ουδέν έχω και σφίγγομαι ολίγο,| και την ουράν μου κατουρώ, τα ομμάτιά μου βρέχω Συναξ. γαδ. (Moennig) 203· πάραυτα οπού εκείνα (ενν. τα αγριογούρουνα) εδέχθηκαν τα μοσχοκάρυδα εις την κοιλίαν τους, τα έπιασε μια αναστάτωσις εις τα άντερα, οπού … εσφίχθηκαν να ξεράσουν εκείνα, αμή ακόμη το είτι είχανε εις την κοιλίαν τους Μπερτολδίνος 114. 3) Ορθώνομαι, μαζεύω τις δυνάμεις μου: Σφίγγουνται κι αποφτιάνουνται (ενν. ο Χαρίδημος και ο Δρακόμαχος) κι αντιπατούν τσι σκάλες,| μουλώνου τα κοντάρια τως Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1899. 4) (Μεταφ.) α1) πιέζομαι, βρίσκομαι σε δυσχερή θέση: Θωρώντα οι λας του Κουρίκου ότι καθημερινόν οι Τούρκοι εκατασφίγγαν τους και εφεύγαν απού τόπον εις τόπον …, οι χριστιανοί, άλλοι ήρταν εις την Κύπρον, άλλοι εμείναν εις το καστέλλιν και άλλοι έξω στο νησσίν και εσφίγγουνταν, και εκρατούσαν το διά την αγάπην του Χριστού Μαχ. 9822· Οι Τούρκοι τότ’ εσφίγγονταν κι εβλέπονταν, γιατ’ ήσαν| ζημιωμένοι πάντοτε κι είχαν μεγάλην λύσσαν (παραλ. 1 στ.), γιατ’ οι Μαλταίοι σ’ορδινιάν ήσαν να τους παιδεύγουν Αχέλ. 1564· α2) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, δυσφορώ: Και τότες| μ’ άφτειν μια πεθυμιά ναν τ’ ακλουθήσω (ενν. τον Μυρτήνο)| και ναν του ’μολογήσω τον καημό μου (παραλ. 2 στ.) κι είντ’ άλλο πλια; Οκ το πόνο τόσα πλήσια| σφίγγομαι, απ’ αν εμπόρουν| κλιτότατα τον είχα προσκυνήσει Πιστ. βοσκ. I 3, 42· β) (μτβ.) δυσκολεύομαι, καταβάλλω προσπάθεια να κάνω κ.: Το Διάβαν είναι στενόν … και πολλά εσφίκτησα να διαβούν οι Γενουβήσοι και δεν ημπορήσαν και λαβωμένοι και αντροπιασμένοι εστράφησαν εις την κατούναν Μαχ. 45015· γ) (μτβ.) αναγκάζομαι να κάνω κ.: να βάλομεν τους καβαλλάρηδες εις τας φυλακάς απάνω εις το καστέλλιν, να σφικτού να δώσουν και να πλερώσουν τό επρουμουτιάσαν Μαχ. 40215. 5) (Προκ. για σύννεφα) πυκνώνω: Σαν αγριεμένα νέφαλα που σμίξου και σφιχτούσι| και ’στράψουσι και τη βροντή πλια δυνατά κτυπούσι … Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1903. 6) α) Πήζω, στερεοποιούμαι· παγώνω: Σύνηθες ην τῳ ποταμῴ τῃ του χειμώνος ώρᾳ| πετρώδη τούτον γίνεσθαι και σφίγγεσθαι τῳ κρύει Βίος Αλ. (Aerts) 3382· β) (μεταφ.) γίνομαι δυνατός, στερεώνομαι: Οι δυσκολιές εκόπησαν και ο φόβος απορρίκτη| και η αγάπη ημέρωσεν κι εδείκτηκεν κι εσφίκτη Φαλιέρ., Ιστ.2 746. Φρ. 1) Σφίγγω τα δόντια = κλείνω το στόμα μου, δε μιλώ, «το βουλώνω»: Ειδέ και θέλεις να είσαι εδώ, να τρώγεις το ψωμίν μας,| σφίξον καλά τα δόντια σου και κράτει την φωνήν σου| και κάμμυσε τα ομμάτια σου και μη πολυπραγμόνει Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 481. 2) Σφίγγω τα έντερα/την κοιλίαν = προκαλώ δυσκοιλιότητα: λέγουσι ότι να απόθανε από φαρμάκι και οι γιατροί του εδώσανε πότιο διά να τονε σύρει αποκάτω, αμή το πότιο έσφιξε τα έντερά του και απόθανε Χρον. σουλτ. 12120· Όταν τα φάγεις πρωτύτερα από τα άλλα φαγία (ενν. τα κυδώνια), σφίγγουσι την κοιλίαν, ειδέ και φάγεις τα ύστερα, την κινούσι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 215. 3) Σφίγγω τα μερία (μου) = ανασυγκροτώ τις δυνάμεις μου για να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση: Και να ένι τις καν δόκιμος, να έχει ψυχήν θρασείαν| και θήσει τα του κλάηματος και αποδειλιάσει πλήρης,| και σφίξει τα μερία του και την καρδιάν πονέσει,| και αποκοτήσει ως άγουρος …| και σείσει το κοντάριν του και ειπεί το αλί σ’ αλί σε Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 488. 4) Σφίγγω τες πλάτες, βλ. ά. πλάτη 1γ φρ. 3. 5) Σφίγγω το χέρι = τσιγκουνεύομαι· αρνούμαι την παροχή βοήθειας: μη σφίγξεις το χέρι σου από τον αδερφό σου τον πένητο Πεντ. Δευτ. XV 7. Η μτχ. παρκ. σφιμένος ως επίθ. = 1) (Προκ. για φιλί) απανωτός, συνεχόμενος: τες δροσιές και τα φιλιά ...| ... τα ’διδε ο Υμέναιος, θεός του γάμου,| πλια νόστιμα, γλυκιά και πλια σφιμένα Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Δ́ 1565. 2) (Μεταφ.) στέρεος, δυνατός: μα αληθινή και στέρεα έτσι σφικτά σμιμένη| στέκει η φιλιά κι η πίστη μας, που πλιάτερα σφιμένη| δεν είναι μπορεζάμενο γάμος ποτέ να φτάνει| κόμπον αδυνατότερο στη μέση μας να κάνει Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 100.σχίζω,- Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 217 χφ H κριτ. υπ., Διγ. (Trapp) Gr. 3202, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 521, 828, 1559, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 10471, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 230, Λίβ. διασκευή α 43 κριτ. υπ., Αχιλλ. L 1212, Βεν. 76 κριτ. υπ., Λίβ. Va 45, Έκθ. χρον. 2717, Θρ. Θεοτ. 32, Πτωχολ. α 403, 415, 477, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1276, Μορεζ., Κλίνη φ. 164r, 344v, Χίκα, Μονωδ. 166, Προσκυν. Ιβ. 845 998, Προσκυν. Ιβ. 535 971, Γιατροσ. Ιβ. 96, Hist. imp. (Iadevaia) I 1704, IIa 325, 1415, Διγ. Άνδρ. 3283, 36725, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153, Νομοκριτ. 106 τρις, 107, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 36 τετράκις, 261 δις, 389, κ.π.α. · σκίζω, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 431, Αχιλλ. L 1293, 1329, Μαχ. 5014, 6415, Θησ. Ή́ [883, 4], Βουστρ. (Κεχ.) B 1537, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 564, Βεντράμ., Φιλ. 166, 206, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 46v, 55v, 205v δις, 221r, 277r, 281r, 311v, Πεντ. Γέν. XXII 3, XXXVII 29, XLIV 13, Λευιτ. I 17, XI 3, 7, Αχέλ. 409, 648, Πτωχολ. (Κεχ.) P 190, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 271, Έ́ 401, Πιστ. βοσκ. IV 3 94, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 309, 311, Στάθ. (Martini) Β́́ 315, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 156, 539, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 66, κ.π.α.
Το αρχ. σχίζω. Ο τ. σκίζω, με ανομ. τρόπου άρθρωσης σχ>σκ (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 163, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β́ 401, Jannaris, Hist. Gramm. 93), τον 11. αι. (TLG), στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Χωρίζω κ. σε δύο ή περισσότερα τμήματα τραβώντας προς αντίθετες κατευθύνσεις: σχίσε το χαρτί κομμάτια Ιατροσ. 22139· Τις ημπορεί να δηγηθεί εκείνα τα παιγνίδια| κι εκείνην την ξεφάντωσην, ως ήτον επιτήδεια,| να σκίζουν από την χαρά ολόχρυσες παντιέρες Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 771· (σε υπερβολή): το απελατίκιν έριξε (ενν. ο Αχιλλεύς), πιάνει τον εκ το κεφάλιν| και απέ το στόμαν,| και με τα χέρια του έσκισεν τον λέονταν μέσα δύο Αχιλλ. L 1203· τον άρκον καταφθάνει| και από το κατωμάγουλον γοργόν πιάνει, κρατεί τον| κι εις δύο μέρη τον έσχισεν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 777. 2) Ανοίγω, χωρίζω κ. στη μέση: εσύ (ενν. Μοσέ) ύψωσε το ραβδί σου και κλίνε το χέρι σου ιπί τη θάλασσα και σκίσε την, και να έρτουν τα παιδιά Ισραέλ μεσωθιό θάλασσα εις την ξέρη Πεντ. Έξ. XIV 16· Το άλογον ...| ... προς τον όνον έφησεν ...:| «... φύγε απέμπροσθέν μου,| μη απλώσω το ποδάριν μου και δώσω σε κλοτσέαν| και σχίσω το κεφάλιν σου, τσακίσω τας πλευράς σου ...» Διήγ. παιδ. (Eideneier) 749· (σε υπερβολή): έδωκεν του σπαθέα και έσχισέν τον εις την μέσην μαζί με το άλογόν του Διγ. Άνδρ. 35911· (μεταφ.): Αν ήτον μπορεζάμενον να σκίζαν την καρδιάν μου,|μέσα σε ήθελαν ευρεί ακέρια, συνοδιά μου Ch. pop. 372· Αν σχίσουν την καρδίτσα μου, έσωθεν να σε εύρουν,| να σε εύρουν ριζοφύτευτον, στρατιώτα μου ανδρειωμένε Αχιλλ. (Smith) N 1628. 3) (Προκ. για ζώο) έχω οπλή χωρισμένη στη μέση (με σύστ. αντικ.): παν χτήνο ομπλίζει ομπλή και σκίζει σκίσμα δυο ομπλές … αυτό να φάτε Πεντ. Δευτ. XIV 6. 4) Αυλακώνω: ουδέν λαθαίνει σε το πως ...| το άροτρον ...| ... την γην όλη σκίζει| και κάμνει αυλάκι εδώ κι εκεί οπού το νερό στραγγίζει Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 137. 5) (Προκ. για ποινή ή βασανιστήριο) προκαλώ τραυματισμό ή αποκοπή της μύτης (για τη σημασ. βλ. και Κουκ., ΒΒΠ ΣΤ́ 477-8): έταξεν (ενν. ο αυθέντης), είπεν, αν σε βρει πούπετα να σε πιάσει,| να σκίσουν τα ρουθούνια σου και να σε ξεγυμνώσουν,| μαγκλάβια να σε δώσουσιν, ’ς σίδερα να σε βάλουν Πουλολ. (Eideneier) 566· ως δε είδεν ο πασιάς ότι δεν κάμνει το θέλημα αυτού ... ο μέγας εκκλησιάρχης, έκαμε τον σουλτάνον και ... έσχισε την μύτην αυτού από τα δύο πλάγια Ιστ. πατρ. 989. 6) (Ιατρ.) α) κάνω τομή, ανοίγω το σώμα, τα σπλάχνα κάπ.: Δεν εβλέπεις τον ιατρόν; Σκίζει, κόβγει, καίει τον ασθενή. Αλλά διατί; Διά την υγείαν Πηγά, Χρυσοπ. 301 (7)· Οι ιατροί εδειλοσκοπούντανε είντα να είναι εκείνο ... και ο βασιλεύς ήτονε εις τον μεγάλον κίνδυνον ... και ελογιάζασι να τονε σχίσουν, αλλ’ εφοβούντανε μήπως και ξεψυχήσει εις τας χείρας τως Μορεζ., Κλίνη φ. 106v· Και επέθανεν ε’ Ιουνίου, ͵αυογ́ Χριστού. ... Και εσκίσαν τον. Και εβγάλαν τα άντερά του. Και επαρτσαμιάσαν τον. Και εθάψαν τον εις τον Άγιον Νικόλαν Βουστρ. (Κεχ.) Μ 1537· (προκ. για είδος καισαρικής τομής): εβγάνει το όνομά του Ιούλιον Καίσαρ, διότι εγεννήθη τον μήναν Ιούλιον, ήγουν οπού έσκισε την μάννα του και τον έβγαλε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 221r· β) (προκ. για απόστημα) διανοίγω: δι’ αυτό ετελεύτησεν (ενν. ο λαβωμένος), ού διά το εντέχετον να σκίσει (ενν. ο γιατρός) την πληγήν του ού το αβγάσιμον ού το απόσταμαν του μάκρου, και εκείνος έσκισέν το του πλάτου, τό λέγεται τραβέρς, και δι’ αυτό ετελεύτησε Ασσίζ. 4304, 6· Περί καρφίου. Σχίσον αυτό μετά σιδήρου πεπυρωμένου, και εάν έχει πώρον, έκβαλε αυτόν, και βάλε άλας ή θηριακήν Ορνεοσ. 58224. 7) α) Κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω: ήσαν τέσσαρεις Εβραίοι, οι οποίοι είχαν πάρει το ρούχο του (ενν. του Ιησού) και ήθελαν να το κάμουν τέσσαρα κομμάτια να πάρει πασαένας το κομμάτι του, και ένας απ’ εκείνους λέγει: Μηδέν το σκίσομεν, αμή ας ρίξομεν κλήρους, και είτινος τύχει ας τον πάρει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 283v· όνταν η αγία Ελένη ηύρεν τον τίμιον σταυρόν ..., επήρεν το υποπόδιον όπου εκαρφώσαν του αγίους πόδας, και έσκισέν το εις γ́ και εποίκεν δ́ σανιδία Μαχ. 65· β) κομματιάζω, καταστρέφω: κόπτουν, σκίζουν και χαλνούν την πόρταν και σεμπαίνουν Παρασπ., Βάρν. C 388· σκίζουν τα κονίσματα και ρίχτουν τα αλτάρε Tζάνε, Kρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17718· (σε μεταφ.): ω χρόνε κακότατε, ... ω τύχη φθονερή ... Δεν σε έσωσεν οπού μας υστέρησες βασίλεια, ... αμή ακόμη ηθέλησες ... να μας σχίσεις την σκέπην οπού μας έσκεπε (δηλ. τον Γαβριήλ Σεβήρον) Χίκα Μονωδ. 94· Η αγάπη σκίζει και σκορπά πάσα λογής ξιφάρι Δεφ., Λόγ. 395· (μεταφ., με αντικ. τη λ. καρδιά, για δήλωση μεγάλου ψυχικού πόνου): Αλίμονο, θωρώντα σε το πώς κακοπαθίζεις,| τα μέλη μου φλογίζεις τα και την καρδιά μου σκίζεις Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 36· αλλού το ευγενικότατο πρόσωπο συντηρίζει,| σκοτεινιασμένο και θολό, γή χάμαι το γυρίζει,| απού μου σκίζει την καρδιά, νεκρώνει μου το νου μου,| και φέρνει πάθος άμετρο και πόνο του κορμιού μου Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 673. 8) α) (Συν. με αντικ. τη λ. ρούχα) σκίζω βίαια, ξεσχίζω: απ’ άγκρισις σκίζει τα ρούχα του πολλάκις χωρίς να του τα σχίσουν Ασσίζ. 45616 δις· το πλήθος εμαζώχθηκαν και εσηκώθησαν εναντία αυτωνών· και οι στρατηγοί έσχισαν τα ρούχα τους και επρόσταζαν να τους δέρνουν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ις́ 22· (σε ένδειξη οδύνης, θυμού ή διαμαρτυρίας): τα ρούχα τους εσχίσασιν από παραπληξίας,| και μέγας θρήνος και οδυρμός επίασεν και πένθος Αχιλλ. (Smith) N 1748· Εστράφην πάλιν ο Ρουβίμ ...,| ουδέν είδεν τον Ιωσήφ και κλαίει και αναστενάζει,| σκίζει και τον χιτώναν του, δέρνει το πρόσωπόν του Ντελλαπ., Ερωτήμ. 462· ο Αρχιερεύς έσχισε τα ρούχα του και είπεν ότι εβλασφήμησε (ενν. ο Ιησούς) Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κς́ 65· β) (συν. προκ. για άγριο ζώο, σκύλο ή αρπακτικό) καταξεσχίζω, κατασπαράζω: ο λέων θυμωθείς τον γάιδαρο ’σκισέ τον Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 3710· μη με σχίσουν οι σκύλοι Σπανός (Eideneier) D 1582· δίδου περιστεράν εσθίειν ή κρέας προβάτου θερμόν ..., ίνα σχίζων αυτό ο ιέραξ εκ του αίματος αυτού πίῃ Ιερακοσ. 42027· (σε μεταφ.): Άγρια λιοντάρια οι λογισμοί μού δείχνου και μανίζου| κι εμπαίνουσι στο στήθος μου και την καρδιά μου σκίζου Στάθ. (Martini) Β́ 10· (σε υπερβολή): να σκίσουν (ενν. οι Τούρκοι) την καρδία μου, να φαν τα σωτικά μου,| να πιουν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπαθιά τους Ανακάλ. 54· Τύχη μου, ποίσε, χώννεσαι ’ξ αυτόν του| να μηδέν σε βιγλίσει,| γιατί, ξεύρε, αν μας δει, θέλει μάς σκίσει (ενν. ο Έρωτας) Κυπρ. ερωτ. 9368. 9) Σκοτώνω, θανατώνω: ο άγιος ... σκάπτοντας εις την γην εύρεν ασπίδα και επίασεν αυτήν εν ταις χερσίν αυτού και έσχισεν αυτήν Προσκυν. Ιβ. 535.22 (Σινά) 9033· (σε κατάρα): να σε σκίσει ο Θεός, άδικε! Πηγά, Χρυσοπ. 122 (41). 10) α) Διαιρώ, χωρίζω σε τμήματα: σχίζων γαρ παίδας άπαντας εντέχνως και προς μάχην| συμμαθητάς Αλέξανδρος και πόλεμον συνάπτων,| αυτοίς τοις ηττωμένοις τε κολλώμενος αυτίκα,| μέχρις αυτοί νικήσωσιν, αυτοίς προσεσυμμάχει Βίος Αλ. (Aerts) 588· β) διασπώ: Εσέβηκεν (ενν. ο μισόκαλος όφις) εις την καρδίαν τού ... Βάρδα και του ... Μιχαήλ ... και τους εφύσησεν εις το αφτί να σχίσουν πάλιν την εκκλησίαν και να χρειασθούν διά μεσίτην του μισητού ετούτου σχίσματος τον ... Φώτιον, ο οποίος ... έσχισε πάλιν την εκκλησίαν του Θεού χωρίζοντας την ανατολικήν εκκλησίαν από την υποταγήν του Ρώμης αρχιερέως Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 5312, 20· Αντάμα είναι πάντοτε εις ένα συνδεμένοι (ενν. ο λαός του λαμπρού Αχιλλέως). (παραλ. 1 στ.) και πολλά ουκ έναι ελαφρόν τινάς να τους χωρίσει (παραλ. 1 στ.). Πολλά εβιάσθη ο Τρώιλος τάχα να τους τροπεύσει,| αλλ’ ούτως εκρατιόντησαν, τινάς ουδέν τους σχίζει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 9259. 11) α) Διαπερνώ: Ηύρε (ενν. ο Έκτωρ) τον Πρωθεσέλαον, έδωκε μετ’ εκείνον·| το σκουτάριν του επέρασε και όλον το λουρίκιν·| το στήθος του επέρασεν, έσκισε την καρδίαν·| έπεσε Πρωθεσέλαος εις γην αποθαμένος Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3148· (σε μεταφ.): έφυγα ’χ τον εχθρόν μου, να σιγήσει| τες σαγιτιές που την καρδιάμ μου σκίζει·| αμμ’ όσα ’πό ξαυτόν της ξωμακρίζω| τόσον περίτου αξάφτω και βακρύζω Κυπρ. ερωτ. 646· β) διασχίζω: Είχε και έχει αύτη η χώρα του Μισιρίου πολλές ρούγες οπού έρχονται απέξω· αλλά χωριστά είχε μίαν ρούγαν μεγάλην, η οποία άρχιζεν από την ανατολικήν πόρταν και, σχίζοντας την χώραν εις το μέσον, έφθανεν εις το Καστέλλι το λεγόμενον υπό των Αράβων Καλά Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 412· Ο δε τύραννος υπό της άγαν αλαζονείας ορμήσας εν τῃ θαλάσσῃ εποχούμενος ίππῳ, εφαντάζετο σχίζειν την θάλασσαν και έως αυτών των νηών διά του ίππου πλεύσαι Δούκ. 33523· ο Γαζέλ ... εμάζωξεν όλους όσους του έμειναν, και εκίνησε με μίαν βιαίαν ορμήν, και σχίζοντας το φουσσάτον των Τουρκών, έφυγεν από το μέσον τως Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 398· (με παράλ. του αντικ.): Τότε ανέμου πνεύσαντος και τα ιστία φυσηθέντα, σχίσαντες, τα πλοία την εν τῳ λιμένι οδόν έπλεον Δούκ. 33526. 12) (Μεταφ.) α) (προκ.για διαθήκη) καθιστώ άκυρη: Ο υιός οπού γεννάται, ... ανατρέπει την διαθήκην του πατρός, σχίζει την, αν ουδέν τον ενθυμείται ο πατήρ του εις την διαθήκην, ότι να έχει και εκείνος το μερτικόν του Νομοκριτ. 106· β) (προκ. για νόμο) παραβαίνω: Επήρα μου το ’φίκι μου δίχως να σκίσω νόμον,| δίχως να ποίσω πανουργία, λέγω, κατά του νόμου| και τρίμηνον στην φυλακήν εκατεκλείδωσάν με| και άλλα πολλά με εποίκασιν δεινά, τά ουδέν στριγγίζω Ντελλαπ., Ερωτήμ. 793. Β´ (Αμτβ.) ραγίζω, σχίζομαι, ανοίγω: έσχισεν η πέτρα, όταν εσταυρώθη ο Κύριος κατά το ανθρώπινον, και έδραμεν απ’ αυτού το τίμιον αίμα και υπήγε κάτω και εβάπτισε την κάραν του Αδάμ Προσκυν. Κουτλ. 390 13339· Ω κρίμα πώς ουκ έσχισεν, πώς ουκ ερράγην τότε| του παντοφάγου δράκοντος η δυσώδης κοιλία! Καλλίμ. 686· Πρε ανάξιε και πόρνε και κακέ άνθρωπε, ... πώς δεν εφοβήθης να μην σκίσει η γη και σε καταπίει; Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 93v· (σε κατάρα): ας πέσουν ’πού τον ουρανόν κάρβουνα και φωτία| κι η γης εκ τον πάτον ας ραγεί, να σκίσει διαμία Παλαμήδ., Ψαλμ. 427. IΙ. Μέσ. 1) Διαιρούμαι, διαχωρίζομαι (συν. σε δύο κομμάτια): παρευθύς το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη δύο κομμάτια, αποπάνου έως κάτω· και η γη εσείσθη Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κζ́ 51· Μία εικόνα ήθελα να κάμω και έχω τώρα τόσον καιρόν οπού την παιδεύουμουν, και εις το ύστερον εσχίστην από πάνου έως κάτου Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 197r· σχίζεται ο ποταμός, και πάλιν σμίγει, και κάνει ένα μεγάλον νησί εις το μέσον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 245· Χριστέ, να την επέπεσα καθά ήτον φουσκωμένη (ενν. η τσούκα),| να εκάθισα εις το πλάγιν της, να ηρξάμην ροκανίζειν,| να εσχίσθην το μουστάκιν μου, εχόρτασα λιγδίτσα Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 222 χφ H κριτ. υπ.· (μεταφ.): αυτός πρώτος εις το γένος των Οτμάνων έδειξε τον τρόπον, πώς να διαφυλάττεται η μοναρχία τως και να μη σχισθεί ποτέ εις πολυαρχίαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 352. 2) Ανοίγω: ο παντοδύναμος Θεός όρισεν και η γης οπού είχεν όλη απάνω της το νερόν εσκίσθη και έκαμε τράφους μεγάλους και εμαζώχθησαν τα νερά ώσπερ τα ηβλέπετε οπού τα κράζομεν θάλασσας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 45r· δυσικά (ενν. του ναού) έναι η πέτρα οπού εσχίσθη και εφύλαξεν τον Πρόδρομον μετά της μητρός αυτού, όταν έπεμψεν ο Ηρώδης την στρατοπεδαρχίαν, ίνα, όθεν εύρει τα βρέφη, να τα αποκτείνουσι Προσκυν. Ολυμπ. 177 9314· (προκ. για πηγή): Εις το χρόνο τον εξακοσιάτο ... εις τις ζωγές του Νοαχ, εις τον μήνα τον δεύτερο, εις τις δεκαεφτά μέρες του μηνού, εις την ημέρα ετούτη εσκίστηκαν όλες οι βρύσες της άβυσσος της μεγάλης και οι καταρράχτες του ουρανού άνοιξαν Πεντ. Γέν. VII 11· (προκ. για τη γη, σε κατάρα, αποστροφή ή επίκληση): Όντε γυρέψειν ήθελα να πάρω την τιμή σου| γή σκιας ελίγην εντροπή να κάμω στο κορμί σου,| η γη ας ήθελε σκιστεί ζιμιό να με ρουφήξει| γή ο Ζευς απού τον ορανό φωτιά ας μού ’χε ρίξει Πανώρ.2 Β́ 327· τα μέλη μου τρομάσσουσι διά το κακόν ετούτο,| ότι υβρίζεται ο Θεός σήμερον εις τον κόσμον.| Ω γη, πώς ουδέν σχίζεσαι, να μας διαβάσεις κάτω,| και συ, ουρανέ κατάστερε, πώς φέγγεις εις τον κόσμον,| και συ, το φως σου, ήλιε, πώς δεν το σκοτεινιάζεις; Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 449· Oϊμέν’ η κακορίζικη! Γης, σκίσου, ρούφηξέ με| γή, εσύ ορανέ, το σήμερο πέσε και πλάκωσέ με Πανώρ.2 Έ́ 203· (προκ. για τον ουρανό): Απήτις εις τον ποταμό ο Ιησούς εμπήκε,| ο ουρανός εσκίστηκε και όξω φωνή εβγήκε| απ’ τον Πατέρα λέγοντας: «τούτος είναι ο υιός μου| ...» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2427· ας σκιστούν οι επτά ουρανοί, ας πέσουν τ’ άστρη χάμαιν, (παραλ. 2 στ.) ο βασιλεύς των ουρανών εις τον σταυρόν απάνω| έλαβεν θάνατον πικρόν! Έδε παραδικίαν! Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 403. 3) Διαρρηγνύομαι· ραγίζω· «σκάζω»: εσφάλισαν πολύ πλήθος ψαρίων, οπού το πλεμάτι τους εσχίζουντον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ε’ 6· Ε τσούκα, οπού τα εχώρεσες και πώς ουδέν εσχίσθης,| εκείνη βαπτιστήρα ήτον, εκείνη τσούκα ουκ ήτον Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 217· Όταν φυτεύεις τας ρογδίας, ... βάλε τριγύρου σκιλλοκρόμμυδα, ότι αυτά έχουσι φυσικήν δύναμιν και δεν αφήνουσι να σχίζονται τα ρόγδια Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153· Όταν σχισθούν τα χείλη. Μαστίχι ... και ρετσίνι και της κερασίας το δάκρυον και της χήνας αξύγγι έπαρε και κοπάνισέ τα και άλειφε τα χείλη Γιατροσ. Ιβ. 104. 4) α) Γίνομαι κομμάτια, διαμελίζομαι: έπταισε παιδίν επταίσιμον, μανθάνει το ο Πάρις, (παραλ. 1 στ.) ρίπτει τον από άνωθεν έξωθεν εκ του πύργου.| Εσχίσθη, εσαθρώθηκεν, πάραυτα ενεκρώθη Βυζ. Ιλιάδ. 367· β) (μεταφ.) καταστρέφομαι: να σκιστεί θέλει το καταπέτασμα το νομικόν, διά να φανερωθεί ο Χριστός Πηγά, Χρυσοπ. 248 (43)· (μεταφ. προκ. για την καρδιά σε ένδειξη οδύνης): και λέγει μετ’ οδύνης του: «Αϊλί κρίμα εις εμέναν!| Και πώς ουδέν μου σχίζεται έσωθεν η καρδία,| επεί ουδέν έχω συγγενήν, φίλον σιμά μου τόσα,| οπού ποσώς να θλίβεται την τόσην μου ζημίαν| ...;» Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11593· Σκίσου, καρδιά μου, σήμερο, χίλια κομμάτια γίνου| ’ς τούτα λοιπόν τα βάσανα τα τόσα οπού με κρίνου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 55413. 5) Πληγώνομαι, τραυματίζομαι: Ηύρε τον εις το πρόσωπον η κοπανιά η μεγάλη (παραλ. 1 στ.), το σίδερο εκατάσπασε, τα χείλη του εσκιστήκα,| μα ’τονε η ζάλη του πολλή και πόνο δεν εγροίκα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1929. 6) (Αυτοπαθ.) ξεσχίζω τα ρούχα μου: και απέ τον θυμόν του πολλάς φοράς δέρνεται κανείς μόνος του, και σκίζεται δίχως να τον σκίσουν Ασσίζ. 20412. 7) (Αλληλοπ.) αποχωρίζομαι, απομακρύνομαι: Τάχα χαράσσειν ήρξατο και της αυγής η χάρις,| αλλά την χάριν της αυγής ως σκότος είδαν (ενν. ο Καλλίμαχος και η Χρυσορρόη) τότε·| μετά κλαυθμών και στεναγμών και στενοχωρημάτων| εσχίστηκαν τα σώματα φοβούμενα το πλήθος Καλλίμ. 1984. 8) Αποσχίζομαι: εις το μανδρί της εκκλησίας εσέβηκε λύκος και όχι βοσκός. Αυτό τούτο είπαν και Πέτρος ο μητροπολίτης των Σάρδεων ... και άλλοι τινές από τους ... κληρικούς, έστωντας να σχισθούν και να χωρίσουν από την εκκλησίαν χωρίς κανένα λογαριασμόν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 7722. 9) Μπαίνω σε αντιπαράθεση, τσακώνομαι: οι δε β ́ άδελφοί του Μορέως σχισθέντες αλλήλων, και ο μεν Δημήτριος ... ήθελε να λάβει γαμβρόν τον σουλτάνον και παραδώσει τον Μορέαν ... Ο δ’ αυτός τέθνηκεν εν Ανδριανουπόλει ... ο δε κυρ Θωμάς έφυγεν εν Φραγκίᾳ Byz. Kleinchron. Ά́ 18851. Φρ. 1) Σκίζει η μέρα = αρχίζει να χαράζει, να ξημερώνει: ’ποθυμώ πολλά να σκίσει η μέρα,| τη μυρισμένη ανατολή ν’ αρχίσει| στον ουρανό τα ρόδα να σκορπίσει Πιστ. βοσκ. I 3 193. 2) Σχίζεται το φως των ομμάτων μου = αρχίζω να βλέπω (εδώ μεταφ.): το σκότος των αμαρτιών και της ασεβείας εκάλυπτεν ημάς ... Τώρα δε οπού εσχίσθη το φως των ομμάτων μου, βλέπω μικράν τινά λάμψιν της αληθείας, και μετανοώ τα πρότερα ανομήματα Αγαπ, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 20438. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Σχιστός: γυναίκα κακορίζικε, Εύα μαγαρισμένη,| οπού είσαι οπίσω ανοικτή και απόπροσθεν σκισμένη Συναξ. γυν. 128· μόνε ετούτο να μη φάτε από τά αναβάζουν το μαρούγασμα και από τά ομπλίζουν την ομπλή τη σκισμένη, το καμήλι και το λαγό και το σκαζόχερο Πεντ. Δευτ. XIV 7. 2) Γεμάτος ρωγμές, ραγισμένος: έστησαν περιέργως (ενν. τας σκευάς) εις τόπον εν ῳ σούδαν ουκ είχεν ομοίαν σουδών των ετέρων, αλλά κεχαλασμένη υπήρχεν ... και άντικρυς ταύτης πύργος ευρέθην εκ συμβάσματος λίαν σεσαθρωμένος και εσκισμένος από άνωθεν έως κάτω Καναν. (Cuomo) 67. 3) α) Γεμάτος σχισίματα: όποιος άνθρωπος τον Ύψιστον φοβάται| από Αυτόν, τον Κύριον, αυτόνος προτιμάται.| Διαταύτο ετιμήθησαν μάρτυρες και αποστόλοι (παραλ. 1 στ.). Αυτείνοι οι πτωχικότατοι με τα σκισμένα δίκτυα| βασιλικά θρονία έχουσιν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 10091· β) (συνεκδ.) που τα ρούχα του είναι σχισμένα: Έβγαλαν τες αρχόντισσες τες καλοστολισμένες, (παραλ. 1 στ.) οι Τούρκοι κατασύρνουν τες κι έχουν τες σκλαβωμένες,| ’πό τα μαλλιά τες σύρνουσιν, ως τα βυζιά σκισμένες Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 410. 4) Που κάποιο μέλος του σώματός του έχει κοπεί: τσακισμένο γή σκισμένο γή λειχηνάρικο γή ψωριάρικο γή λεπρό μη προσφέρετε ετούτα του Κυρίου Πεντ. Λευιτ. XXII 22.τέμπλον- το, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2088, Μαχ. 1611, 1832, 6085, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 128 δις, Ιστ. πατρ. 19717, 1989, 20310, 14, Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 91, 100, Προσκυν. Ιβ. 845 348, Προσκυν. Κουτλ. 390 (Σινά) 14529, Προσκυν. Λαύρ. Μ (Σινά) 768, Προσκυν. Ολυμπ. 177 8715, Προσκυν. Κουτλ. 390 1313, Παϊσ., Ιστ. Σινά 434, 1245, Δωρ. Μον. XXXII, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 157· τέμπλο, Χρον. Μορ. Η 1952, 2005, 2664, 7791, Χρον. Μορ. Ρ 1952, 2005, 2664, 3209, 7791, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 50r· τέπλον, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 128 δις, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 89, 97, 98· γεν. εν. τεμπλίου, Χρον. Μορ. H 2686.
Από το λατ. templum. Διάφ. τ. (ντέμπλο (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν.), τέμπλου (Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ.), dέbλο (Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου), τέbλου (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ.), τέμbλου (Κοσμάς, Ιδίωμ. Ιωανν.), κ.ά.) σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 7. αι. (TLG), στο Meursius και στον τ. τέμπλο και σήμ.
1) Εικονοστάσι που χωρίζει το Ιερό Βήμα από τον υπόλοιπο ναό (για το πράγμα βλ. ODB, λ. templon): τῃ ιθ́́ του Μαΐου μηνός … έπεσε το εῴον μέρος του ναού της Αγίας Σοφίας … και συνέτριψε τον τε περικαλλή άμβωνα και το τέμπλον του ιερού βήματος και πάσας τας αγίας εικόνας Byz. Kleinchron. Ά́ 6510· Εις δε τα αγιόθυρα του αγίου μεγάλου βήματος στέκουν εικόνες πάγχρυσες μετά κιόνου παγχρύσου, ήγουν εις το τέμπλον ομπρός, κεκοσμημένες ευμορφοτάτες Προσκυν. Ιβ. 694 (Σινά) 10813· Ο λαός εκουβαλήθην εις τα ξύλα με όλες τους τες βιτουαλίες και την εικόναν της Κύπρου Θεοτόκου, τήν εζωγράφισεν ο απόστολος Λουκάς, και ούλον το ασημοχρούσαφον του ναού και των εικόνων του τέπλου, και πολλά άλλα λείψανα, και ήρταν εις την Κερυνείαν Μαχ. 34624. 2) Το τάγμα του Ναού ή των Ναϊτών Ιπποτών (για το πράγμα βλ. και Άγια και βέβηλα, λ. ναΐτης, σημασ. 1 και λ. τεμπλιώτης): Εις τούτο ορίζει, εγράψασιν του πριγκιπάτου απάντων,| φλαμουραρίων, καβαλλαρίων, όλων των επισκόπων,| του Τέμπλου και Οσπιταλίου κι όλων των βουργεσίων Χρον. Μορ. Η 3209· Έκραξεν ομπρός του (ενν. ο αγιότατος πάπας) τον μέγαν μάστρον του Τέμπλου, και μέσα εις πολλά λογία είπεν του: «Πεθυμίαν επεθύμησα να δω πώς χειροτονάτε τους αδελφούς …» Μαχ. 1410· Απαύτου γαρ εμήνυσεν να έλθει ο μητροπολίτης,| εκείνος, τόνε λέγουσιν ο της Παλαιάς Πάτρας,| ωσαύτως οι επίσκοποι που ένι μετ’ εκείνον,| ο κουμεντούρης του Τεμπλίου, μετά του Σπιταλίου Χρον. Μορ. P 2686.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Φυσιολ. (Zur.) V2 (γεν. μέσεως), Προσκυν. Ολυμπ. 177 8712.