Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 36 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Προσκυν. Μπεν. 54

  • μολυβδοσκέπαστος,
    επίθ., Προσκυν. Ιβ. 845 521, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 470· μολυβοσκέπαστος, Προσκυν. Κουτλ. 156 782-3, 8014, 8336, Προσκυν. Ολυμπ. 177 8634, Προσκυν. Λαύρ. 874 9523, 999, Προσκυν. Κουτλ. 390 13822, Προσκυν. Μπεν. 54 15432, Προσκυν. α′ 1122, 11813, κ.α.
    Από το ουσ. μολύβδι και το ρηματ. επίθ. σκεπαστό. Ο τ. (με α’ συνθ. το ουσ. μολύβι) απ. στο Du Cange (λ. μόλυβος) και στο Steph., Θησ. Η λ. στο Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ.
    Που είναι σκεπασμένος με μόλυβδο: η εκκλησία της αγίας Σιών είναι μολυβοσκέπαστη τούρλα ωραιοτάτη Προσκυν. Κουτλ. 390 14023· Θαυμασιότατος ναός είναι και ούτος πάνυ,| μολυβδοσκέπαστος, καλός, βροχή δεν τονε πιάνει Προσκυν. Ιβ. 535 514.
       
  • ξηροπόταμον
    το, Προσκυν. Λαύρ. 874 10637· ξεροπόταμον, Προσκυν. Κουτλ. 390 14920, Προσκυν. α′ 12522· ξηροπόταμον ή ξηροπόταμος ο, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 241 κριτ. υπ.
    Από το επίθ. ξηρός και το ουσ. ποτάμι(ον). Τ. ξεροπόταμο στο Meursius και σήμ. κοιν. Το αρσ. ξηροπόταμος σε γλωσσάρ. (L-S). Η λ. σε έγγρ. του 14. at. (Act. Lavr. IV 9059, 9839, κ.α.) και ως τόπων, ήδη το 10. αι. (Act. Xér. σ. 278).
    Χείμαρρος: έχει ένα ξεροπόταμον άσπρον και κρατεί απάνω από το βουνί έως την θάλασσαν Πορτολ. A 271· κάτω εις το ξηροπόταμον είναι το σπήλαιον Προσκυν. Μπεν. 54 1667· ο πόλεμος, οποίος όλα τα σύρει ... ωσάν ξεροπόταμον Σοφιαν., Παιδαγ. 273.
       
  • ολοψύχως,
    επίρρ. Σπαν. V 74, Χειλά, Χρον. 348, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 333v, 346r, 352r, 352v, Μαλαξός, Νομοκ. 460, Εγκ. αγ. Δημ. 112260, Χριστ. διδασκ. 468, Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 17537, Προσκυν. Μπεν. 54 15832, Προσκυν. α′ 11629, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Γριτσόπ.) 1215-16, Θαύμα αγ. Νικ. β΄ 371.
    Από το επίθ. ολόψυχος. Η λ. τον 7. αι. (Sophocl.), σε επιστ. του 10. αι. (Νικολάου Α., Επιστολαί 5172, 3620) και σε έγγρ. του 16. αι. (Μανούσ., Θησαυρ. 12, 1975, 12). Ο υπερθ. σε έγγρ. του 16. και 17. αι. (Πατρινέλης, ΕΜΑ 12, 1962, 160).
    α) Με όλη την ψυχή, εγκάρδια: προς τον Θεόν ολοψύχως εδεήθησαν, ίνα λυτρώσῃ αυτούς εκ της τοιαύτης φοβεράς οργής Ιστ. πατρ. 10018· ολοψύχως εύχεται χρόνους πολλούς να ζήσεις Λίμπον. Αφ. 75· και τούτο ήτονε του Θεού οδηγία, διά να παρακαλέσουν τον Θεόν ολοψύχως να τους στείλει καρπόν κοιλίας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 227r· β) με απόλυτη ειλικρίνεια: ουκ οργίζεται (ενν. ο Θεός), ουδέ αποστρέφεται τον αμαρτωλόν, εάν ολοψύχως προς αυτόν επιστρέψῃ Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 83· γ) ολοπρόθυμα: εάν ακούσῃς κατ’ αυτού (ενν. του βασιλέως) σκευήν επιβουλίας| και ου δράμῃς, όση δύναμις, και σπεύσῃς ολοψύχως| να δείξῃς τον επίβουλον ... (παραλ. 1 στ.), ένοχος είσαι πειρασμών Σπαν. P 21· δ) ορμητικά, γρήγορα: Εγώ δέ όταν έγνωκα εις γην πατείν τον ίππον,| τρανά αυτόν ηρέθιζον και το σπαθίν ελκύσας| ολοψύχως προς Μαξιμούν εντέχνως απηρχόμην Διγ. (Trapp) Gr. 2916.
       
  • πανάγιος,
    επίθ., Αρσ., Κόπ. διατρ. [1108], Παϊσ., Ιστ. Σινά 1266· θηλ. Παναγία, Φαλιέρ., Ιστ.2 718 κριτ. υπ., Σεβήρ., Διαθ. 192116, Εις Θεοτ. 52, Λεηλ. Παροικ. 484, Διακρούσ. 11622· Παναγιά, Λεηλ. Παροικ. 468, 560· υπερθ. παναγιότατος, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 275, Μεταξά, Επιστ. 47.
    Το μτγν. επίθ. πανάγιος. Το θηλ. Παναγία ως ουσ. τον 3.-4. αι. (Βλ. Θαβώρ., Ουσιαστ. 46)· απ. και σήμ., καθώς και ο τ. Παναγιά (Για τις λ. βλ. Βαγιακ., Αθ. 63, 1959, 243 και Θαβώρ., Ουσιαστ. 42, 46, 159). Η λ. και σήμ. εκκλ.
    1) Άγιος στον υπέρτατο βαθμό: Η του παναγίου πνεύματος σκιά εδίωξε τον φθοροποιόν θάνατον από των ανθρώπων Φυσιολ. 3573· η πανάγια Θεοτόκος Διαθ. Νίκωνος 256152. 2) α) Προκ. για πράγματα που σχετίζονται με το Θεό, τους αγίους ή τη λατρεία τους: καμπανάριον … κολλημένον με τον πανάγιον ναόν Προσκυν. Μπεν. 54 1543· Το δε παναγιότατον βήμα της εκκλησίας Προσκυν. Ιβ. 535 319· Ο κόσμος της Αγιάς Σοφιάς, τα πέπλα της Τραπέζας| της παναγίας, της σεπτής, τα καθιερωμένα| τα σκεύη τα πανάγια Ανακάλ. 111· β) (προκ. για πόλη) ιερότατος: Εκείνοι γαρ οι βασιλείς, οι ευσεβείς, οι θείοι,| έλαμπον, εφωτίζασιν την παναγίαν Πόλην Ανακάλ. 104· Σιών της παναγίας Ανακάλ. 100. 3) Εξαιρετικά σεβαστός, σεπτός: τα κορμία πέσαν,| εκείνα τα πανάγια και δοξασμένα θέσαν Αχέλ. 1103. 4) (Συν. στον υπερθ.) α) τιμητική προσηγορία και προσφών. του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως: ήλθε μοι γράμμα του Πατριάρχου (παραλ. 1 στ.), του Κωνσταντινουπόλεως του παναγιοτάτου Αρσ., Κόπ. διατρ. [4]· β) προκ. για τον πάπα: άγιε και πανάγιε και κορυφή της Ρώμης Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 633· ω κορυφή της εκκλησιάς, παναγιότατε πάπα Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 604. Το θηλ. ως ουσ. = 1) Η Θεοτόκος: Αρχή η Άννα εγέννησε μήτηρ Χριστού Μαρία| και ως για την παρθενία της εμνήσθη Παναγία Βεντράμ., Γυν. 215. 2) (Συνεκδ.) α) εικόνα της Παναγίας: Τρέχουν και παν οι Χριστιανοί έσσω στην εκκλησίαν,| οπού ’ν’ ο τίμιος σταυρός κοντά στην Παναγίαν Θρ. Κύπρ. M 139· εβάλαν (ενν. οι Τούρκοι) εις τον νουν και άλλη ασωτία,| να παν να γδύσουν και την Παναγία.| Και τρέχουσι …| και βλέπουν την εικόνα σκεπασμένη με ασήμι και χρυσάφι Λεηλ. Παροικ. 472· β) ναός αφιερωμένος στην Παναγία: η εκκλησία οπού ’μεστεν την λέσι Παναγία Διήγ. ωραιότ. 571· απηρχόμην προσκυνήσαι εις την Παναγίαν την Οδηγήτριαν Notizb. 55· γ) άρτος που ευλογείται στο όνομα της αγίας Τριάδος και της Θεοτόκου (Για το πράγμα βλ. Du Cange και Αpp., λ. παναγία, Verpeux [Ψευδο-Κωδ., Οφφικ. σ. 217 σημ. 1]): Οπόταν δε εστιαθείς, λάβεις και Παναγίαν,| ην υψούσιν εκάστοτε, και πίεις και πρεσβείαν,| ευθέως ευχαρίστησον Θεῴ τῳ ευεργέτῃ Παϊσ., Ιστ. Σινά 963.
       
  • παραθαλασσία
    η, Ερμον. Θ 238, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 107, 281, Λίβ. Esc. 3016, Λίβ. N 2696, Δούκ. 37133, Αλεξ. 540, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Α [105], Η [98], I [47], [204], Αχέλ. 269, 2393, 2524, Χρον. σουλτ. 4434, Σουμμ., Ρεμπελ. 159, Προσκυν. Μπεν. 54 16420, Προσκυν. α′ 12321· παραθαλασσιά, Θησ. (Foll.) I 70.
    Το θηλ. του επιθ. παραθαλάσσιος ως ουσ. Ο τ. στο Somav.
    Παραλία, ακροθαλασσιά: Κτίσε πόλιν Αλέξανδρον στον Νείλον το ποτάμι,| και βάλε τα θεμέλια της στην παραθαλασσία Αλεξ. 537· Περί των πραγματειών τάς φέρουν διά της θαλάσσης απέ την ριβιέραν, ήγου παραθαλασσίαν Ασσίζ. 48813. — Πβ. παραθαλάσσιον και παραθαλάσσιος.
       
  • πατριαρχείον
    το, Θρ. πατρ. O 76, Έκθ. χρον. 199, 19, 2510, 289, 293‑4, 7010, Ιστ. πολιτ. 6910, 7012, 14, Ιστ. πατρ. 8118, 22, 825, 8, 17, 1306, 22 , 1784, 12, 14‑5, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1235], [1415], Προσκυν. Λαύρ. 874 9837, Προσκυν. Κουτλ. 390 1386‑7, Προσκυν. Μπεν. 54 15926· πατριαρχείο, Θρ. πατρ. O 47· πατριαρχειό, Θρ. πατρ. O 65, Προσκυν. Ιβ. 845 429, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4111· πατριαρχειόν, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 381.
    [Το μτγν. ουσ. πατριαρχείον (TLG). Ο τ. πατριαρχείο και σήμ. Ο τ. πατριαρχειόν στο Somav. και σε έγγρ. του 17. αι. (Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 270). Η λ. σε έγγρ. του 14. (Act. Pantocr. 2319 App.) και 17. αι. (Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 270).]
    1) Κτήριο που αποτελεί έδρα και κατοικία του πατριάρχη: Ευρίσκεις το πατριαρχειό, κτίσμα ωραιοτάτο,| με σκάλες και κελία δε, καλόν, τιμιοτάτο Προσκυν. Ιβ. 535 421· Ω δέσποτ’ αγιότατε της Κωνσταντινουπόλης,| ο πατριάρχης Μόσχοβου και της Ρωσίας όλης| παρακαλεί και δέεται σ’ αυτόν να κοπιάσεις| εις το πατριαρχείον του εκεί και να ορίσεις,| άρτον να φάγεις μετ’ αυτόν Αρσ., Κόπ. διατρ. [780]. 2) α) Καθένας από τους πατριαρχικούς θρόνους της Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων και αργότερα και Μόσχας και συνεκδ. η περιφέρεια που εκκλησιαστικά υπάγεται στη δικαιοδοσία του κάθε πατριάρχη (Για το πράγμα βλ. ODB, λ. patriarchates): Θρήνος των τεσσάρων πατριαρχείων, Κωνσταντινούπολης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιερουσαλήμ Θρ. πατρ. O τίτλ.· Της Αντιοχείας ο επίσκοπος, της Βενετιάς ο πάπας,| τα τέσσερα πατριαρχεία διά ένα επροσκυνούσαν,| διά ένα επροσεύχουνταν, να ’χουν Ρωμαίον αφέντη,| διά να ’χουν αυτοκράτορα και βασιλέα στεμμένον Θρ. Κων/π. διάλ. 30· Τα τέσσαρα πατριαρχειά όλα σε (ενν. την Κωνσταντινούπολιν) προσκυνούσαν,| να ’χουν Ρωμαίον βασιλέ και σε βασιλοπούλαν Θρ. Κων/π. B 28· κι ετίμησες (ενν. συ ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως) τον τόπον μας (ενν. τη Ρωσία) με νέον πατριαρχείον Αρσ., Κόπ. διατρ. [941]· β) το οικουμενικό πατριαρχείο, το πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης: με την κορόνα κάθουμουν (ενν. εγώ η Κωνσταντινούπολις) και τώρα ’μαι θλιμμένη,| που βλέπω την Αγιάν Σοφιάν —κι έχω κακήν καρδίαν—| οπού ’τον το πατριαρχειόν κι είχε πολλήν αξίαν Θρ. πατρ. Ο 42. 3) Το αξίωμα και η εξουσία του πατριάρχη: ήλθεν ο Παχώμιος ... και ανεβιβάσθη εις το πατριαρχείον, ος εποίησεν έτος έν Ιστ. πολιτ. 706· εις την κς́ του αυτού μηνός ... κατεβιβάσθη του πατριαρχείου ο Βέκκος Byz. Kleinchron. Ά́ 6002· Οργίσθη ουν (ενν. ο σουλτάν Μπαγιαζίτης) του Ιωακείμ και εξέωσεν εκ του πατριαρχείου, και όρισεν όπως ποιήσωσιν έτερον Έκθ. χρον. 577.
       
  • περιαργυρώνω,
    Παϊσ., Ιστ. Σινά 583, Γεωργίου ρήτορος, Στίχ. ά 65, Προσκυν. α′ 11326‑7.
    [Το αρχ. περιαργυρόω.]
    Καλύπτω γύρω γύρω με στρώμα αργύρου, ασημώνω: Πάτους μεν είχεν τέσσαρας ο έμπροσθεν οικίσκος,| άπας χρυσομεσόκτιστος, περιηργυρωμένος Διγ. Z 3814· εικόνες μεγάλες περιηργυρωμένες και μετά χρυσίου εγκοσμημένες Προσκυν. Μπεν. 54 15611.
       
  • περικαλλής,
    επίθ., Τρωικά 5228, Διγ. Z 570, 2752, 3930, Προσκυν. Ιβ. 535 2171132, Προσκυν. Ιβ. 845 2511153, 2531239, 2541295, Προσκυν. Λαύρ. 874 9420, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 274634, 2851063, Προσκυν. Μπεν. 54 15917· γεν. εν. περικαλλέος, Κορων., Μπούας 118·· αιτιατ. εν. περικαλλέα, Κορων., Μπούας 40.
    Το αρχ. επίθ. περικαλλής. Συγκρ. περικαλλίων στο ποντ. ιδίωμα (Andr., Lex., λ. περικαλλής, Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. και σήμ. λόγ.
    (Για πρόσωπα και πράγματα) εξαιρετικά όμορφος: Διγ. (Trapp) Gr. 999, Διγ. Z 4089, 4090, Βίος Αλ. 3753, Προσκυν. Ιβ. 845 239691.
       
  • περικοσμώ,
    Προσκυν. Μπεν. 54 157.
    Το μτγν. περικοσμέω.
    Στολίζω ολόγυρα, παντού, διακοσμώ: λαμπροίς τε και μεγάλοις| περικοσμήσας τον ναόν πολυτελέσι δώροις,| εξώρμησε κατά Περσών (ενν. ο Αλέξανδρος) Βίος Αλ. 1664. Οι μτχ. παρκ. περικεκοσμημένος και περικοσμημένος ως επίθ. = καταστόλιστος: αι γυναίκες ... απερχόμεναι εις προσκύνησιν, φέρουσαι κηρούς και θυμιάματα, περικεκαλλωπισμέναι και περικεκοσμημέναι ούσαι, εξαίφνης εν ταις παγίσι των Τούρκων ενέπεσον Δούκ. 36917· εσείς οπού σπλαγχνίζεσθε, υπερευλογημένοι,| άμετε στην παράδεισον την περικοσμημένη Δεφ., Σωσ. 342.
       
  • περιφράσσω,
    Διγ. Z 3882, Φυσιολ. (Zur.) LIIII6 (έκδ. περιφρυγμένην· διορθώσ.), Ιστ. Βλαχ. 2008· γ́ εν. παθητ. αορ. περιφράθη· μτχ. παρκ. περιφραμένος, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3587.
    Το αρχ. περιφράσσω. Τ. περιφράζω στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ.
    α) Φράζω γύρω γύρω, περιβάλλω μια έκταση με φράχτη, περιφράσσω: Χρησμ. I 321· Έξωθεν δε της εκκλησίας, ..., είναι η Αποκαθήλωσις οπού εσαβάνωσαν τον Χριστόν ο Ιωσήφ και Νικόδημος ... Και γύροθεν περιφραγμένη μετά σιδήρου Προσκυν. Μπεν. 54 15810· (μεταφ.): Ω της παραχωρήσεως, βαβαί της δυστυχίας,| το πώς μας επερίφραξεν δεσμός της αμαρτίας Θρ. Κων/π. Βαρβ. 48· β) περιφράσσω, προφυλάγω: εις ύψος κάμνει (ενν. ο πελεκάνος) την φωλιάν εκ τον πολύν τον φόβον| και περιφράσσει την καλά ωσάν και ημπορέσει Φυσιολ. (Legr.) 806· (μεταφ.): ει δε εύρῃ (ενν. ο διάβολος) περιφραγμένην ψυχήν εν τῳ θελήματι του Θεού αναχωρούν φεύγει απ’ αυτής, μη δυνάμενος συλήσαι τον οίκον της ψυχής Φυσιολ. (Zur.) LIIII15· γ) περιβάλλω, περικλείω: Αφόν εστήθη ο ουρανός και θεμελιώθη ο κόσμος| και περιφράθη θάλασσα το γύρο με τον άμμον,| εκ τότε, κόρη, σ’ αγαπώ κι ακόμη δεν σε τὄπα Ch. pop. 56· οι οφθαλμοί ήταν κουφωμένοι, χωνεμέναι αι σιαγόνες του και τα ομματόφυλλά του περιφραγμένα από τα δάκρυα Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 22621. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που φέρει πλήρη οπλισμό, αρματωμένος: Ο Σκύθης ουν διαλαλιάς αφ’ εσπέρας ποιήσας εν παντί τῳ στρατοπέδῳ ώστε πρωί ευρεθήναι τους πάντας επωχουμένους και περιφραγμένους τοις όπλοις, αναστάς ήδη όρθρου βαθέος παρετάξατο πάντας Δούκ. 958· Έπειτα εζωγράφισεν τον Γολιάθ, ..., ο οποίος ήτον περιφραγμένος με σίδερα από ποδών έως κεφαλής και εις την χείρα του εβάστα ακόντιον Διγ. Άνδρ. 39929.
       
  • περιχρυσώνω,
    Hagia Sophia v 55610, 14, 55911, 5608, k 48411, Αλεξ.2 1442, Διήγ. Αλ. E (Konst.) 9915, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 14211, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 9818, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 110r, Αρσ., Κόπ. διατρ. [152], [183], Βίος Δημ. Μοσχ. 424, 432, Διγ. Άνδρ. 32425, 40330, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 337, Προσκυν. Μπεν. 54 15623, Προσκυν. α′ 11328‑29, 1142, 6· μτχ. παρκ. περιχρυσιωμένος, Διήγ. Αλ. V 381, Διήγ. Αλ. G 28832.
    Το μτγν. περιχρυσόω. Μτχ. περιχρουσιώμενος σε έγγρ. του 12. αι. (Act. Saint-Pantél. 715). Η λ. σε έγγρ. του 13. (Λάμπρ., ΝΕ 7, 1910, 40) και του 18. αι. (Χαριστ. Ορλάνδ. Δ́ 2265).
    Επικαλύπτω την επιφάνεια ενός αντικειμένου με στρώμα ή φύλλο χρυσού, επιχρυσώνω: Αυτός δ’ (ενν. ο Νεκτεναβώ) ητοίμασε κριού πόκον απαλοτάτου,| τούτου δε τα κεράτια καλώς περιχρυσώσας,| βαλών ιμάτιον λευκόν, ... (παραλ. 1 στ.) ... προσήλθεν εις την κλίνην Βίος Αλ. 305· Και τες κολόνες ... όλες τες εχρύσωσεν. Τες δε πόρτες τες ασήμωσεν και τες επεριχρύσωσεν Hagia Sophia v 55618· Λοιπόν αυτά έκαμεν ο θαυμαστός Ακρίτης και έκτισεν και μέγαν πύργον ... Έκαμεν δε πόρτες και επεριχρύσωσέν τας Διγ. Άνδρ. 39916. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. (πβ. ά. παραχρυσωμένος) = επίχρυσος: ήφεραν του Αλεξάνδρου ... χίλια άρματα περιχρυσιωμένα και το στέμμαν του Πώρου Διήγ. Αλ. V 8224· ο σουλτάνος ... ιδίαις χερσί δέδωκεν αυτῴ δεκανίκιον πολλού άξιον, ήτοι ράβδον αργυράν περικεχρυσωμένην ωραίαν Ιστ. πολιτ. 2721· εκράτει (ενν. η Μαξιμώ) σκουτάριον αργυρόν γύροθεν περιχρυσωμένον Διγ. Άνδρ. 39433.
       
  • πνεύμα
    το, Σπαν. O 234, Γλυκά, Αναγ. 221, Ιερακοσ. 37417, Διγ. (Trapp) Gr. 941, Διγ. Z 1124, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1865, Σπανός (Eideneier) A 215, Χρον. Μορ. H 2754, Χρον. Μορ. P 2754, Βίος Αλ. 5405, Φυσιολ. (Legr.) 760, Δούκ. 3538, Θησ. Ί [971], Μάρκ., Βουλκ. 3501, Χούμνου, Κοσμογ. 222, Σκλέντζα, Ποιήμ. 24, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4872, 5216, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 73, Κρασοπ. (Eideneier) AO 83, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 13v, 26v, Hagia Sophia ω 5256, Μορεζίν., Λόγ. 466‑7, Κυπρ. ερωτ. 1513, 673, 10462, Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Α 151, Πιστ. βοσκ. I 5, 164, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 2910, Ιερόθ. Αββ. 334, Ψευδο-Σφρ. 3124, Βελλερ., Επιστ. 5432, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 417, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 174, Έ 513, Διήγ. ωραιότ. 99, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [879], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 139, Διακρούσ. 6834, Προσκυν. Μπεν. 54 16317, Προσκυν. Μεταμ. 50 11519, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. γ́ 11, κ.π.α.· πνέμα, Φαλιέρ., Ιστ.2 186, 243, Φαλιέρ., Ενύπν.2 44, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 535, 1628, κ.α., Πεντ. Γέν. VI 3, Αρ. XXIV 2, XXVII 16, 18, Πανώρ. Έ 303, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 272, Έ 32, 281, 519, 520, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 1, Β́ 147, Σταυριν. 648, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 112, 115, 1043, Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. Μελλ. 91, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16116· πνέμαν, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3764· πνεύμαν, Κυπρ. ερωτ. 1911, 515, 1396· γεν. εν. πνεμάτου, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 48326· πνευμάτου, Ύμν. Παναγ. 11, Δεφ., Λόγ.πνευμάτους, Sprachlehre 148.
    Το αρχ. ουσ. πνεύμα. Τ. πνέμμα(ν) σήμ. στο ροδιακό ιδίωμ., (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., όπου απ. και γεν. εν. πνεμμάτου). Ο τ. πνέμα και σήμ. ιδιωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ., Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ.) και λογοτ. (ΑΛΝΕ). Ο τ. πνέμαν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
    1) Πνοή ανέμου· αέρας: Πρέσβ. ιππ. 80, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 345· Πώς άλλαξεν (ενν. ο έρωτας) την φύσην την δικήν του!| Τώρα ’ναι κρυός απού ’χεν τόσην βράστην,| πρώτα ’τον πνεύμαν τώρα ’ναι πετρένος Κυπρ. ερωτ. 1911. 2) Ανάσα: Διγ. (Trapp) Gr. 3430. 3) Αέριο στο εσωτερικό του σώματος: Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 3 δις. 4) Το άυλο μέρος της ανθρώπινης υπόστασης: κάνει (ενν. ο πόθος) μια τσι δυο ψυχές και τα ξεχωρισμένα| κορμιά στον κόσμο ζούσινε μόνο με πνέμαν ένα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 220· Οι Τούρκοι μέσα στέκασι, φρίξε, κορμί και πνέμα| που σαν τη βρύση μου ’πασι πως έτρεχε το αίμα! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2033· (μεταφ.): και μία σάρκ’ αχώριστος εγένετο (ενν. ο ρήγας των Φραγκών) και αίμα| μετά τους Μωαμεθικούς ο κακούργος και πνεύμα.| Κι ουκ ήρκει η ομόνοια, ην έπραξε κι αγάπη| μετά τους Μωαμεθικούς, κι ανθρώπους δεν εντράπη ... Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 658· α) ιδ. το άυλο μέρος του ανθρώπου που χωρίζεται από τη σάρκα με το σωματικό θάνατο: Ιδές τα όσα έγραψα όλα να τα ποιήσεις,| διά την σωτηρίαν σου καλά να τα φροντίσεις,| ότι αυτά το ύστερον θέλουν σου δώσει χάρη,| οπόταν στείλει ο Θεός το πνεύμα σου να πάρει·| διότι είσαι άνθρωπος και ν’ αποθάνεις θέλεις Ιστ. Βλαχ. 2780· λέγει (ενν. ο Ιησούς): «Σ’ εσέ, Πατήρ μου,| το πνέμα παρατίθημι, Θεέ μου και Σωτήρ μου».| Τότε έκλινε την κεφαλή κι εμίσεψε το πνέμα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3857, 3858· β) ως έδρα συναισθημάτων: Λόγους τοιούτους ο πατήρ ακούων του φιλτάτου| ηγάλλετο τῳ πνεύματι, έχαιρε τῃ καρδίᾳ,| μετά πολλής της ηδονής τούτον (ενν. τον υιόν) εκατεφίλει Διγ. (Trapp) Gr. 1030· Τον Λάζαρον ανέστησεν (ενν. ο Ιησούς) κι εδώκεν του την χέραν| εις το μνημούριν βρομερόν την τέταρτον ημέραν.| Θωρώντα σ’ ενεδάκρυσεν με πνεύμα βουρκωμένον| και κατερώτα να του ’που, πού τον έχουν θεμένον Σκλέντζα, Ποιήμ. 1107· γ) ο νους, τα λογικά: ούλα τα κακά εβγαίννουσιν απέ την γούλαν, ότι εκείνη παίρνει το αθθυμητικόν και ’ξηλείβγει τον νουν και καταλύει την γνώσιν, ... αχαμνίζει το πνεύμα, μεθυά την γλώσσαν ... αρρωστά το κορμίν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 145. 5) Το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το Άγιο Πνεύμα: Να είναι (ενν. ο βασιλεύς) ευσεβέστατος, υπέρμαχος εις όσα εδογματίσθησαν διά την Αγίαν Τριάδα, διά τον Θεόν Πατέρα, διά τον Υιόν αυτού τον Χριστόν και διά το Πνεύμα το Άγιον Zygomalas, Synopsis 145 Β 21· Εκεί και ο εμός Χριστός υπό του Ιωάννου| βαπτίζεται ως άνθρωπος εν ρείθροις Ιορδάνου,| ο ουρανός γαρ έσχισεν, το Πνεύμα καταβαίνει,| περιστερά ολόφωτος επάνω του αναβαίνει Προσκυν. Ιβ. 535 971· Ω ο Πατήρ και ω Υιέ και Πνεύμα ευλογημένο,| συμπάθιο εις τους αμαρτωλούς, Πνεύμα χαριτωμένο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5222, 5223· Εκεί και το παράκλητον Πνεύμα τοις αποστόλοις| εξ ουρανόθεν εκ Πατρός κατήλθεν επί όλοις,| εφώτισεν, εδίδαξεν και συντήρησέν τους,| το Πνεύμα το πανάγιον πάντας αγίασέν τους Προσκυν. Ιβ. 845 628, 631· (ως τοπων.): Και τ’ άλλο μέρος (ενν. οι σολντάδοι) βγαίνουσι στου Δερματά ’ποκάτου| στην πόρταν οπού κράζανε κάτω στ’ Αγιού Πνεμάτου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 48326. 6) (Συνηθέστ. σε πληθ.) υπερφυσικό ον: Πνεύματα ‑ δεν κατέχω| των ουρανών να πω για κάτω τ’ άδη‑ |οπού με τόσον πόνον| φουσκώνετε τον νουν μου Πιστ. βοσκ. V 5, 411· έξελθε, πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, πρόδρομε του αντιχρίστου Σπανός (Eideneier) B 38· Ω πνεύματα ουρανικά, πού ’στε και δε θωρείτε| σήμερο την τρομάρα μου, το δίκιο μου να πείτε; Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 139· ούτε άστρα εισίν (ενν. οι κομήται), ούτε δαιμονικά πνεύματα Ψευδο-Σφρ. 5185· η κακία έχει τα της κακίας πνεύματα, όπου πασαένα και πολλά μαζί περιτρέχουσι τον άνθρωπον τον έρημον και τον σπουδάζουσι ή εις ένα ή εις άλλον πάθος Πηγά, Χρυσοπ. 306 (4)· Ούτως νοητέον και επί την ονομασίαν των βουλκολάκων· ήγουν βουλκόλαξ· ου μην πνεύμα διαφθείρον ζωήν ανθρώπων ετάχθη η ονομασία αυτών ή διασπαράττον σώματα ανθρώπινα, αλλά κατ’ ετυμολογίαν γραμματικής, ως άνω ειρήκαμεν, λέγεται βουλκόλαξ δήλον βούλκος λάκκου ήγουν σήψις Μάρκ., Βουλκ. 3449. Εκφρ. 1) Κατά πνεύμα = (ως επιθετ. προσδ.) πνευματικός: Ευγενέστατε, εντιμότατε και ενδοξότατε άρχων κύριε Ιωάννη Καλλέργη, υιέ κατά πνεύμα αγαπητέ της ημών μετριότητος χάρις είη σοι και ειρήνη παρά Θεού Παρθεν., Γράμμ. 2272. 2) Μαύρα πνεύματα, βλ. μαύρος (Ι) Εκφρ. β. 3) Σφραγίς του πνεύματος = (εκκλ.) το χρίσμα: Εγώ γαρ (ενν. ο υιός του Παγιαζήτ) ομολογώ ότι χριστιανός ειμι, συ δε (ενν. ο βασιλεύς των Ρωμαίων) τον αρραβώνα της πίστεως και την σφραγίδα του πνεύματος ου δίδως μοι. Γίνωσκε τοίνυν, θανών αβάπτιστος, έχω κατηγορίας φέρων κατά σου εν τῳ κριτηρίῳ του αδεκάστου Θεού Δούκ. 13518. Φρ. 1) Απολιγαίνει το πνεύμα μου, βλ. απολιγαίνω 2 Φρ. 2) Αποφυσώ πνεύμα, βλ. αποφυσώ Ά φρ. α. 3) Έλκω πνεύμα, βλ. έλκω 2. 4) Παραδίδω το πνεύμα (μου), βλ. παραδίδω Φρ. 4.
       
  • πολυκάνδηλον
    το. Hagia Sophia α 4603, φ1 50228, ω 53115, ν 5599, f 59721, ψ 6157, Προσκυν. α′ 11322.
    Από το ά συνθ. πολυ‑ και το ουσ. κανδήλα. Τ. πολυκάντηλο σήμ. Η λ. τον 5. αι. (LBG) και στο Meursius (λ. πολυκάνδηλα).
    (Εκκλ.) κρεμαστό φωτιστικό με πολλά καντήλια που χρησιμοποιείται κυρίως σε χριστιανικούς ναούς: Και αυτού άνωθεν κρέμουνται πολυέλαιος και πολυκάνδηλον, το οποίο έχει κανδήλας μβ́ Προσκυν. Μπεν. 54 1566· άνωθεν ... κρέμαται και το πολυκάνδηλον, ήγουν ο πολυέλαιος· άπτουν και αυτού κανδήλια δ́ ακοίμητα, έχει δε έως τριακόσια κανδήλια Προσκυν. Μεταμ. 50 11130. — Πβ. και πολυέλαιος.
       
  • πορτάριος
    ο, Ιστ. πολιτ. 7713‑14· πορτάρης, Λίβ. P 2708, Λίβ. Esc. 242, Διήγ. Αλ. V 76, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 96, 107, Διήγ. Αλ. G 27729, Χρον. Μορ. H 8308, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 3513, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 9128, 1214, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 862, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ 34v, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 203, Χριστ. διδασκ. 129, Προσκυν. α′ 11220· ονομ. πληθ., πορταραίοι, Διήγ. Αλ. V 77, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28514, Διήγ. Αλ. G 27810· πορτάροι, Τάξ. Πόρτ. 16· πορταροί, Ιστ. Βλαχ. 749, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 123, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 70, 154, 158, 212, 606· αιτ. πληθ. πορταραίους, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 1124· πορταρίους, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 152· πορτάρους, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Εξήγ. Θ· πορταρούς, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 122, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 153, 155, μετά στ. 188, 605· γεν. πληθ. πορταρών, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S μετά στ. 159.
    Από το λατ. portarius. O τ. πορτάρης τον 7. αι. (αιτ. πορτάριν, LBG, λ. πορτάρης), σε κείμ. του 12. (γεν. Πορτάρη Caracausi, λ. Πορτάρης) και 14. αι. (Darrouzès, Textes byzantins ΧΙΙI 28, 34, 61), στο Meursius, λ. πορτάριος, και σήμ. εκκλ. (Κριαρ., Λεξ.)· πολλ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Δ́ 562, λ. πορτάρις, Πιτυκ., Ιδίωμ. Αν. Κρ., Παπαδ. Α., Λεξ., κ.α.). Η αιτ. πληθ. πορτάρους σε ποντ. δημ. άσμα (Παπαδ. Α., Λεξ.)· πβ. και αιτ. πληθ. πορτιάρους σε δημ. άσμα (Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, λ. πορτιάρος). Ο πληθ. πορταραίοι, για το σχηματ. του οποίου πβ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 20-21, σε κείμ. του 18. αι. (Τραπεζούντιος, Νομοκ. 425, 529, 468), όπου και ονομ. πληθ. πορτάροι (αυτ. 450). Λ. πορτάρος (<βεν. portaro) ως επών. (Βαγιακ., Βίος επων. 143). Η λ. τον 5.-6. αι. (TLG· βλ. και Lampe, Lex.) και στο Meursius.
    1) α) Αξιωματούχος της βασιλικής αυλής, συν. ευνούχος, υπεύθυνος για τη φρούρηση της πύλης του παλατιού και επιφορτισμένος με το καθήκον της αναγγελίας και παρουσίασης επισκεπτών (Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 71-2· πβ. και οστιάριος): έσωσεν ο Αλέξανδρος Σεμίραμης την πόρταν. Τους πορταρούς εχαιρέτησεν μετά τιμής μεγάλης Διήγ. Αλ. Σεμίρ. M 122· ο βασιλεύς απεκρίθηκεν, τους πορταρίους λέγει (παραλ. 1 στ.) «Ακούσατε, οι άρχοντες, βασίλισσας μεγάλης,| και πανένδοξοι θυρωροί της νέας Αφροδίτης ...» (παραλ. 23 στ.) Οι θυρωροί ως είδασιν την λύπην Αλεξάνδρου| επήγαν ...| και επροσκύνησαν αυτήν την κόρην οι ευνούχοι Διήγ. Αλ. Σεμίρ. B 152· Και ο πορτάρης τού είπεν (ενν. του Βαρλαάμ) «Δεν είναι δυνατόν να σεβεί αυτού τινάς άνθρωπος χωρίς το θέλημα του αυθεντός μου βασιλέως Αβενήρ …» Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 9130· β) μέλος μονάδας φρουρών της σουλτανικής αυλής (πβ. και καπιτζής): καπιτζήδες, ήγουν πορτάροι της αυθεντικής πόρτας Τάξ. Πόρτ. 16· πέμψας (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) νεωστί τον μέγαν πορτάριον αυτού έπνιξε τον Καντακουζηνόν Ιστ. πολιτ. 7713-14. 2) (Εκκλ.) α) διακόνημα που περιελάμβανε την επίβλεψη της πύλης μοναστηριού, τον έλεγχο εισόδου και εξόδου μοναχών, καθώς και την αναγγελία επισκεπτών στον ηγουμένο της μονής, θυρωρός μονής, πυλεωνάριος (Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Ά 365, ΒΒΠ Ϛ́ 77, 93): αι πύλαι| αι σιδηραί ... του μοναστηρίου| αίτινες ασφαλίζονται υπό του πορταρίου Παϊσ., Ιστ. Σινά 1256· Ερχόμενος γουν γύρωθεν εμβλέπεις μίαν πόρτα·| της μάνδρας αύτη πέφυκε· τον δε πορτάρη ρώτα Παϊσ., Ιστ. Σινά 350· τα κελλία των δύο πορταρίων Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161· β) υπεύθυνος για θέματα τάξης, ασφάλειας και εισόδου σε ναό (Πλακογιαννάκης, Τίτλ. αξιώμ. 72)· (εδώ προκ. για φύλακα του Αγίου Τάφου): Έρχεται λοιπόν ο πορτάρης του Αγίου Τάφου και σβένει όλα τα κανδήλια ... Έπειτα κλείει την πόρτα του κουβουκλίου και απέρχεται Προσκυν. Μπεν. 54 15513· Το λοιπόν το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέριον έρχεται ο Τούρκος ο πορτάρης και σβένει όλα τα κανδήλια του Αγίου Τάφου Προσκυν. Κουτλ. 390 12814. 3) (Γενικ.) α) φρουρός πύλης (κάστρου): και τον πορτάρη πιάσετε και ρίψετέ τον έξω,| και τα κλειδία επάρετε και κλείσετε την πόρταν Χρον. Μορ. P 8308· πορτάρην εις την πόρταν του (ενν. του κάστρου του δράκοντος) κανείς ουδέν εθέκεν Καλλίμ. 1149· ηύρε τον πορτάρην εις την θύραν του κάστρου Διήγ. Αλ. E (Lolos) 28311· (εδώ προκ. για τη φύλαξη των πυλών του Κάτω Κόσμου): ομπρός την πόρταν ήτονε, εις το μπασεβγασίδι,| όφης ...| κι ωσάν πορτάρης έβλεπε πόρτες κι αυλές ομάδι,| μήπως και λάθει τον τινάς κι έβγει έξω από τον Άδη Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 84· β) φύλακας οικίας (Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 280-81), περιβολιού, μάντρας· επιστάτης: Ωσάν ένας άνθρωπος οπού ξενιτεύεται αφήνοντας το σπίτι του ... και τον πορτάρην του παραγγέλνει να αγρυπνά Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ιγ́ 34· Περί το πώς εκάλεσεν ο Ξάνθος φιλοσόφους και ρήτορας και έβαλεν τον Αίσωπον πορτάρην ... να σταθεί έσωθεν της πόρτας και να μηδέν αφήσει τινάν μηδέ να ανοίξει αλλονού τινός μόνον φιλοσόφου Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 7827· εκείνος οπού δεν εμπαίνει από την πόρταν εις την αυλήν των προβάτων ... είναι κλέπτης και ληστής ... εκείνος οπού εμπαίνει από την πόρταν, εκείνος είναι βοσκός των προβάτων. Ετούτον ο πορτάρης τον ανοίγει Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ί 3· (εδώ σκωπτ.): ο αλέκτορας ανέβη εις δένδρον και ο σκύλος εστάθη εις την ρίζαν του δέντρου ... μια αλουπού ... έτρεξεν εκεί ... ο αλέκτρορας της λέγει «Αν θέλεις να κατεβώ, εξύπνησε τον πορτάρη όστις είναι εις την ρίζαν του δέντρου» Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 32.
       
  • πορφυρός,
    επίθ., Gesprächb. 932, Χούμνου, Κοσμογ. 330, Έκθ. χρον. 673, Χρησμ. (Brokkaar) 33, 121, Hagia Sophia ω 51017, Προσκυν. Μπεν. 54 16532· θηλ. πορφύρα.
    Από το αρχ. επίθ. πορφύρεος-πορφυρούς. Ο τ. του θηλ. πορφύρα από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.
    α) Που έχει το χρώμα της πορφύρας, βαθυκόκκινος: Αμπασ. Μοσχ. 17, Διακρούσ. 9812· (σε μεταφ.· για το πράγμα βλ. Ξανθ., ΕΕΒΣ 3, 1926, 340): Λάδιν το πορφυρότατον, τό λεν ελεημοσύνην,| εις τον ερχόμενον καιρόν με ταπεινοφροσύνην| είς εξ ημών θέλει φανεί, Εκείνον θέλει πέψει,| διά σε να λάβει θάνατον και να σε ξεμιστέψει Χούμνου, Κοσμογ. 109· β) (συνεκδ.) βασιλικός, αυτοκρατορικός: Τέκνον (ενν. ο Ιησούς), ... (παραλ. 1 στ.) πώς υπομένεις εμπτυσμούς, τους ήλους και την λόγχην,| το στέφος το ακάνθινον και την πορφύραν χλαίναν ...; Θρ. Θεοτ. 10.
       
  • πριονίζω,
    Ντελλαπ., Ερωτήμ. 692, Κορων., Μπούας 124, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 209V, Αγαπ., Δαμασκ. Βαρλαάμ 17033, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 10732‑33, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 107, Προσκυν. Μπεν. 54 16115, Προσκυν. α′ 11934· πιργιονίζω, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εβρ. ιά 37· πιριονίζω, Χρον. σουλτ. 10415· πρινίζω, Βουστρ. (Κεχ.) 1344, Βουστρ. (Κεχ.) A 1344.
    Από το ουσ. πριόνιον και την κατάλ. –ίζω. Οι τ. πιργιονίζω και πιριονίζω σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Κωστ., Λεξ. τσακων., στη λ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ. (πιρ#14ονίζω, λ. πιρ#14όνι(ν)). Τ. πρενίζω στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. τον 3?/ 4 αι. και σε σχόλ. (TLG), στο Βλάχ. (πριωνίζω και πριωνισμένος) και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) α) Κόβω κ. με πριόνι, πριονίζω: παίρνουν (ενν. οι κυνηγοί) πρίονας δυνατούς, το δένδρον πριονίζουν Φυσιολ. (Legr.) 35· β) (εδώ προκ. για πέτρα ή μάρμαρο) λαξεύω, πελεκώ: Και ήτον συνηρμοσμένος (ενν. ο πύργος) με πριονισμένες πέτρες και επάνω ήταν με οκτώ κόχες Διγ. Άνδρ. 3996· Εκράτειν, (ενν. ο Σολομών) εξουσίαζεν τον δαίμοναν ως δούλον,| ολημερί τα μάρμαρα του τέμπλου να πριονίζει Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2088. 2) (Προκ. για άνθρωπο) α) θανατώνω κάπ. κόβοντάς τον με πριόνι: τους εσουγλίσανε και καμπόσους τους επιριονίσανε ζωντανούς Χρον. σουλτ. 1185· β) βασανίζω κάπ. χρησιμοποιώντας ως μέσο βασανισμού πριόνι· σε υπερβολή: μαχαίρια και αν με κόφτουσιν, πριόνια και αν με πριονίζουν,| ώσποτε ζω και φάινομαι, τόν αγαπώ ουκ αρνούμαι Ερωτοπ. 71. IΙ. (Μέσ., μεταφ.) δυσανασχετώ/ενοχλούμαι, στενοχωρούμαι: ακούοντας (ενν. οι Εβραίοι) τα λόγια τούτα επριονίζουντα και ήθελαν να τους   θανατώσουν (ενν. τους αποστόλους) Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. (Κακ.-Πάνου) φ. 58v.
       
  • προδίδωμι,
    Βίος Αλ. 1592, 4650, Δούκ. 13110, 18927, 41728· προδίδω, Σπαν. V 122, Καλλίμ. 1355, Σαχλ. N 246, Λίβ. διασκευή α 1501, 2163, Λίβ. Esc. 2014, Αχιλλ. L 862, Αχιλλ. (Smith) O 484, Λίβ. Va 1652, Φαλιέρ., Ιστ.2 550, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2841, 3453, Βεντράμ., Γυν. 112, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 277r, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 11511, Πιστ. βοσκ. I 2, 101, Παλαμήδ., Βοηβ. 1108, Προσκυν. Μπεν. 54 16127, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 433, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 239121, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 96, Διακρούσ. (Κακλ.) 574, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21912, 23424, κ.α.· γ́ πληθ. αορ. επροδώκα· προδώσα, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1451· γ́ εν. υποτ. αορ. (μη) εμπροδώσει, Σαχλ. Β′ (Wagn.) PM 615· μτχ. παρκ. προδομένος, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 12177, Πιστ. βοσκ. III 8, 85, Σουμμ., Παστ. φίδ. Á [506], Γ’ [1336], Έ [1588].
    Το αρχ. προδίδωμι· για το μεταπλ. σε προδίδω βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά 307 κε., Jannaris, Hist. Gramm. 774-5, 936-7. Ο τ. τον 6. αι. (LBG, TLG), στο Βλάχ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Ά Μτβ. 1) Παραδίδω κ./κάπ.: Τώρα εις εσένα, φίλε μου, προδίδω το κορμί μου· |εσύ γαρ μόνος δύνασαι ζήσαι και θανατώσαι Φλώρ. 1542· (συν. σε εχθρό/αντίπαλο): Δούκ. 3672. 2) Καταδίδω κάπ.: Απήτις εποφάγασι, ο Ιησούς μιλεί τως «Γείς από σας προδίδει με» των μαθητών λαλεί τως Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2895. 3) Παραβαίνω μια ηθική υποχρέωση, δέσμευση κ.τ.ό.: Δούκ. 2712· Εκείνοι δε οι μακάριοι υπέμειναν ανδρειωμένοι και γενναιότατα όσας βασάνους τους έδωσαν και δεν επρόδωσαν την ευσέβειαν Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 164122. 4) Ενδίδω, υποχωρώ: Τον πόθον είχα μέσα μου ωσάν ένα παιγνίδι· | τινός ουδέν επρόδιδα χωρίς το δακτυλίδι Ριμ. κόρ. A 186. 5) Παρασύρω: Ακόμη κι ο Ρωτόκριτος στην ξενιτιά γυρίζει| και τις κατέχει αν ήλαχε ’ς τόπο που δεν ολπίζει,| γή σκλάβο τον επιάσασι και θάνατο του δώκα,| γή κι άλλα κάλλη λυγερής πάλι τον επροδώκα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 1718. Β́ Αμτβ. 1) Παραδίνομαι στον εχθρό, συνθηκολογώ: Αμέ ο αφέντης ο Μολής και τα καράβια τ’ άλλα| σιμώνοντας, τα τούρκικα φλάμπουρον άσπρο εβάλα· | έξι καράβια κι ο πασάς προδίδουνε και πέφτου| στα χέρια τότες τω Φραγκώ και τ’ άρματά τως θέτου| Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 46117. 2) Ενδίδω, υποχωρώ: Για τούτον εποφάσισα την κοπελιά να πάρω| ετούτη τση κερά Μηλιάς, ογιά να κάμω θάρρος, (παραλ. 2 στ.) Η μάνα τση με διχωστάς δύσκολο μου τη δίδει, | μα εκείνη δε συβάζεται, μηδε ποσώς προδίδει Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 312. 3) α) Ενδυναμώνομαι, επιμένω, αντέχω: Για ’δε, κυρά μου, ’στόρησε και βάλε με τον νουν σου| πόσους δαρμούς μ’ εδείρασιν οι έρωτες διά σένα, | και αν είσαι πέτρα, υπόμενε, ή κάστρον, να προδώσεις· | ει δε ’σαι τήν πολλαγαπώ, έλα στο θέλημά μου Ερωτοπ. 628 (για τη σημασ. βλ. Κριαρ., Κρ. Χρ. 1958, 101)· β) αυξάνω, εξελίσσομαι αυξητικά: Για τούτο πρέπει εις τες αρχές να βλέπει οπού ’χει γνώση,| να μην αφήσει το κακό μέσα του να ριζώσει· | ετούτες οι κακές αρχές που ’πίβουλα προδίδου| εις το κορμί με τον καιρό πρίκες και πάθη δίδου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 719 (για τη σημασ. βλ. Κριαρ., Κρ. Χρ., 100). IΙ. Μέσ. 1) Παραδίνομαι, υποκύπτω στον εχθρό: καθήν ημέραν πολεμούν (ενν. οι εχθροί) εις του καστελλίου την πόρταν,| και ημείς ουδέν προδιδόμεσθε ώσπερ πιστότατοί σου Αχιλλ. (Smith) N 436· Ην γαρ ο δεσπότης (ενν. της Σερβίας) προ ημερών ικανών εν Ουγγρίᾳ περάσας συν πάσῃ τῃ οικίᾳ αυτού και οι μεγιστάνες αυτού πανοικί· τα δε κάστρα οχυρώσας και τον λαόν άπαντα κελεύσας εντός αυλισθήναι, εκέλευσε μη δειλιάν και προδίδοσθαι, αυτός γαρ ήξειν μέλλει συν δυνάμει πολλῄ ως εν ολίγῳ Δούκ. 39729. 2) Ενδίδω, υποχωρώ: Λοιπόν, μαλαματένη μου, τούτον ο νους σου σφάνει,| κι ας φάμε την αγάπη μας με διχωστά στεφάνι! | Κι ας πιούμεν από της φιλιάς το δροσισμένο μέλι,| κι αυτά τ’ αρρεβωνιάσματα ο νους σου μην τα θέλει! (παραλ. 4 στ.) Προδώσου το λοιπονιθές και άφες το δακτυλίδι Ριμ. κόρ. A 103. — Βλ. και προδώνω.
       
  • πρόθεσις
    η, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 395r τρις, Πηγά, Χρυσοπ. 113, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 148, Hagia Sophia ψ 61517.
    Το αρχ. ουσ. πρόθεσις. Η λ. στον τ. πρόθεση και σήμ.
    1) Έκφρ. άρτοι της προθέσεως (στην ΠΔ και ΚΔ, βλ. και L‑S, στη λ. Ι5, Bauer, Wört., στη λ. 1, Lampe, Lex., στη λ. ΙΙ) = οι ιεροί άρτοι που ετίθεντο σε τράπεζα πριν την είσοδο στα άγια των αγίων: μη τις εγκαλέσειεν ημάς ως ιεροσύλους ένεκεν του καιρού ανάγκης, ως και ο Δαβίδ πεπονθώς πεινάσας τους άρτους της προθέσεως έφαγεν Ψευδο-Σφρ. 40011. 2) (Εκκλ.) α) η τελετή της προετοιμασίας των Τιμίων Δώρων για τη Θεία Ευχαριστία (πβ. Lampe, Lex., IIIAB): Κρασί και ψωμίν της προθέσεως να δίδει καθήν ημέραν χίλια (ενν. μέτρα) Hagia Sophia ω 5322· έκφρ. άρτος της προθέσεως (βλ. Lampe, Lex. IIB, IIIE)· και σήμ., Κριαρ., Λεξ., λ. άρτος 2α = ο άρτος της Θείας Κοινωνίας: Επεκύρωσε δε (ενν. ο βασιλεύς) και κτήματα ... εκτυπώσας μίαν εκάστην εορτήν δίδοσθαι έλαιον μέτρα χίλια και οίνου μέτρα τ́ και άρτους της προθέσεως χιλίους Hagia Sophia α 46011· β) ειδικό βιβλίο ή κατάλογος που περιέχει ονόματα για να μνημονευθούν κατά την τελετή της προθέσεως (βλ. και Τριανταφύλλου, Αθ. 71, 1969-70, 29 και σημ. 3)· η λ. με παρόμοια σημασ. σε έγγρ. του 15. (Darrouzès, REB 22, 1964, 101) και 18. αι. (Τριανταφύλλου, Αθ., 23, Μητροπολίτης Αθηναγόρας, ΕΕΒΣ 13, 1937, 52): αρχίζουσιν έχοντες πάντοτε μαζί και την πρόθεσιν οπού εγράφησαν οι χριστιανοί, την οποίαν αναγινώσκουσιν οι διάκονοι, και ο ιερεύς εβγάζει τας μερίδας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 176. 3) (Συνεκδ.) μέρος του Αγίου Βήματος, βόρεια της Αγίας Τράπεζας, συν. κόγχη ή μικρή τράπεζα, όπου τοποθετούνται τα Τίμια Δώρα κατά την προετοιμασία για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (βλ. και Lampe, Lex. IIIC, Sophocl., στη λ. 3): οπίσω της Αγίας Τραπέζης είναι το σύνθρονον του πατριάρχου και γύροθεν αυτού είναι κολόνες ή ... Είναι δε και η πρόθεσις μετά κουβουκλίου πάνυ ωραία και περιχρυσωμένη Προσκυν. Μπεν. 54 15622· έκφρ. αγία πρόθεσις: βορεινά της Αγίας Τραπέζης είναι κατά την τάξιν η αγία πρόθεσις Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 157.
       
  • πρόκειμαι,
    Διγ. Z 3765, Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 552, Gesprächb. 1202852, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 523, Λίβ. διασκευή α 4458, Ιμπ. 303, Καναν. (Pinto) 530, 534, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 457, Μαχ. 4011, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1789‑10, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 636, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 975, Σκλάβ. 167, Σοφιαν., Παιδαγ. 120, Ιστ. πατρ. 1893, Προσκυν. Ιβ. 535 43, Σουμμ., Ρεμπελ. 168, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 24, 31, 173, 201, 278, Ροδινός (Βαλ.) 79, Διγ. O 568, 1231, Προσκυν. Μπεν. 54 15532, Μπερτόλδος 36, 45, Μπερτολδίνος 106, 109, 113, 115, 117, 132, 163, 165, 166· γ́ εν. πρόσ. προκείται.
    Το αρχ. πρόκειμαι. Η μτχ. ως επίθ. και ουσ., καθώς και η λ. ως τριτοπρόσ. ελλειπτ. ρ. και σήμ.
    1) Τίθεμαι ως έπαθλο: Βίος Αλ. 5536. 2) Μεταφ. α) αποτελώ αντικείμενο λόγου ή έρευνας· (εδώ μαθημ.): Προκείσθω ημίν ζήτησις ευρέσεως των ζ/η, όπως αν και πόσα γένοιντο πέμπτα Rechenb. 201· β) είμαι παρών· υπάρχω: Μαχ. 58618. 3) (Τριτοπρόσωπ.) μέλλει να γίνει, μέλλει να συμβεί κ.: Δημήτριος δε ο Λάσκαρις ... μηδεμίαν εν νῳ βαλείν φροντίδα του προδούναι τούτους τῳ Μεχεμέτ, ει επρόκειτο Θεσσαλονίκη παραδοθήναι τοις Τούρκοις Δούκ. 15714· (με αντικ. δευτερεύουσα πρόταση): Μέθοδος του Πυροπόλου εις άνθρωπον οπού ουρεί συνεχώς και πρόκειται να γένει διαβητικός (έκδ. διαβητής) Ιατροσ. κώδ. ψπά· φρ. πρόκειται/προκείται με/μοι = μου μέλλεται, είναι το πεπρωμένο μου: Ου δύναμαι, ω Βέλθανδρε, την ξενιτειάν σου ακούσαι| καν θάνατος με πρόκειται, ύβρις καν ατιμίας Βέλθ. 57· προκείται μοι ο θάνατος Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 276. Η μτχ. ως επίθ. = 1) Που βρίσκεται ή τοποθετείται μπροστά σε κάπ. ή κ.: Προδρ. (Eideneier) IV 169 χφφ PK κριτ. υπ.· (μεταφ.): Λίβ. Esc. 4277, Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) O XV12. 2) Που για αυτόν γίνεται συζήτηση· συγκεκριμένος: Zygomalas, Synopsis 164 Δ 3. 3) Που προαναφέρθηκε: ταύτα λέγοντες, θέλομεν φανεί τάχα να εβγήκαμεν έξω του προκειμένου σκοπού Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 63. Το ουδ. της μτχ. ως ουσ. = 1) α) Θέμα, ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος: θέλω από του νυν να πάψω τα σε λέγω (παραλ. 2 στ.) διατί σπουδάζω να στραφώ εις το προκείμενόν μου Χρον. Μορ. H 1336· (με γεν.): επί το προκείμενον επανέλθωμεν του λόγου Σφρ., Χρον. (Maisano) 14215· (στον πληθ.): Πλατύνω την αφήγησιν, πολλά την παρασύρνω,| αλλ’ ας έλθομεν επί των προκειμένων Διήγ. Βελ. χ 470· επί τα προκείμενα της γραφής τῳ λόγῳ πορευσώμεθα προς την ζήτησιν ημών Μάρκ., Βουλκ. 34210· β) λόγος, αφορμή: ΜΠΕΡΤΟΛΔΟΣ: ... η αλουπού πολλές βολές πλάθεται να είναι άρρωστη, διά να παγιδεύσει τες πουλακίδες. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: Εις τι προκείμενον εσύ λέγεις αυτό; Μπερτόλδος 51. 2) Μοίρα, πεπρωμένο: Φίλε μου, τά δηγήθηκα έχεις μου γροικημένα,| του αθρώπου το προκείμενο που σου έχω μιλημένα; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4681.
       
  • προσκυνητάριον
    το, Προσκυν. Ιβ. 535 τίτλ., Προσκυν. Μπεν. 54 1531, Προσκυν. α′ 1101· προσκυνητάρι, Προσκυν. Λαύρ. 874 941.
    Από το ουσ. προσκυνητήριον. Ο τ. προσκυνητάρι και σήμ., όπως και τ. προσκυνητάριο (Κριαρ., Λεξ., λ. προσκυνητάρι(ο)). Η λ. και σε κείμ. του 18. αι. (Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 1691).
    Κείμενο που περιλαμβάνει την περιγραφή (σε πεζό λόγο και σπανιότερα σε στίχους) των Αγίων Τόπων και των διαφόρων κυρίως χριστιανικών μνημείων (προσκυνημάτων) που βρίσκονται σ’ αυτούς και το οποίο χρησιμοποιείται ως (ταξιδιωτικός) οδηγός των προσκυνητών (για το είδος των κειμένων αυτών, το περιεχόμενο και το σκοπό συγγραφής τους βλ. Καδάς [Προσκυν. Κουτλ. 156 σ. 40-51], ODB, λ. proskynetarion): Προσκυνητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και των περιχώρων αυτής Προσκυν. Κουτλ. 390 1241· Προσκυνητάριον περιέχον πάντα τα υπό του Σωτήρος ημών τερατουργηθέντα θεοσημεία εν τῃ αγίᾳ πόλει Ιερουσαλήμ και τας τοποθέσεις Προσκυν. Ιβ. 845 τίτλ.· Προσκυνητάριον συν Θεῴ αγίῳ. Τοις αναγινώσκουσι χαίρειν και εύχεσθαι υπέρ ημών, της ομιλίας και διηγήσεως και εξηγήσεως περί του αγίου τόπου της επαγγελίας, ήγουν των Ιεροσολύμων Προσκυν. Μεταμ. 50 1091.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης