Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- νεστοριανός
- ο, Ασσίζ. 23611, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 430, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 144, 190, 268, 277, 279, 280, 289, 295.
Από το κύρ. όν. Νεστόριος και την κατάλ. ‑ιανός. Η λ. τον 6. αι. (Sophocl.).
Οπαδός της αίρεσης του Νεστορίου (συν. στον πληθ.): Γύροθεν δε του αγίου τάφου έκτισαν ύστερον και οι αιρετικοί εκκλησίας και βήματα ... Εισί δε ούτοι Αρμένιοι, Κόπται Χαμπέσιοι, νεστοριανοί, ιακωβίται Προσκυν. Μεταμ. 50 11317· λέγουσι τινές ότι και ο καλόγερος οπού εδίδαξε τον Μωάμεθ να ήτον νεστοριανός Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 279.οδός- η, Γλυκά, Στ. 3, Λόγ. παρηγ. L 284, Ιων. III8, Ασσίζ. 20317, Διγ. (Trapp) Gr. 2260, Διγ. Z 946, Βέλθ. 82, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 219 (Δωδώνη 8, 1979, 356), Χρον. Μορ. P 1608, Βίος Αλ. 3965, Ερωτοπ. 361, Λίβ. P 892, Λίβ. Esc. 3696, Λίβ. N 2270, Αχιλλ. N 1220, Δούκ. 16327, Σφρ., Χρον. (Maisano) 606, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 385, Διήγ. Αγ. Σοφ. 15219, Συναξ. γυν. 352, Κορων., Μπούας 42, Αχέλ. 2370, Ιστ. πολιτ. 761, Πανώρ. Γ́ 473, Βίος αγ. Νικ. 156, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Έ́ 429, Θυσ.2 313, Στάθ. (Martini) Ά́ 309, Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 150, Διγ. O 1858, Τζάνε, Κρ. πόλ. 3789, Προσκυν. Μεταμ. 50 1167, κ.π.α.· γεν. εν. οδούς, Αχέλ. 2409· οδό, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 296· οδός ο, Ch. pop. 562.
Το αρχ. ουσ. οδός. Ο τ. οδός ο, με αλλαγή γένους, απ. και σήμ. στην Κύπρο (Φαρμακ., Γλωσσάρ. 329) και στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ. στη λ.). Η λ. και σήμ.
1) α) Δρόμος, στράτα: Έκθ. χρον. 296, Ασσίζ. 4548· (μεταφ.): Ταύτα ειπών ο αμιράς και οδόν υπανοίξας| της αμωμήτου πίστεως τῃ μητρί ούτως λέγει Διγ. (Trapp) Gr. 807· τα μάτια μάς εχάρισεν ο Θιος να συντηρούμε,| της παραδείσου την οδόν όλοι μας να κρατούμε Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 102 χφφ LN κριτ. υπ.· β) (προκ. για το Θεό): εγώ ʼμαι ο Θεός τους| και όλους αυτούς αποκρατώ κι εγώ ʼμαι η οδός τους Χούμνου, Κοσμογ. 2190· γ) (προκ. για το θάνατο): ανεπιστροφην (έκδ. ανεπιστροφήν διόρθ. Κριαρ., B-NJ 19, 1966, 87 σημ.) οδόν έδραμαν έως τέλους| και μια ποίμνη γέγοναν μετά τους αρχαγγέλους Βίος αγ. Νικ. 41. 2) α) Πορεία·κατεύθυνση: να φοβηθού και όλοι για να τρομάξουν| κι εκεί να μη σιμώσουνε κι άλλην οδόν ν’ αλλάξουν Τζάνε, Κρ. πόλ. 35926· η δε καυχίτσα προς οδόν άλλην ετράπη πάλαν Καλλίμ. 2224· πώς προς εμέναν ήλθεν, τις τον εξείπεν την οδόν, πόθεν την ερμηνεύθην; Λίβ. Sc. 2498· β) (μεταφ.): ειμ’ οφθαλμός και φωτισμός κι οδός του λογισμού σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ́ [942]· ούτως δούλος πας ο ερών του έρωτος υπάρχει,| έστι γαρ ούτος (ενν. ο έρως) δικαστής βασανίζων καρδίας| των μη τηρούντων ακριβώς τας οδούς της αγάπης Διγ. (Trapp) Gr. 611· οδόν την της υπακοής επλήρωσα, καθάπερ| βίβλοι, προφήται και Θεός εδίδαξεν αρχήθεν Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 3· Ύπα - και η πιστις σ’ έσωσεν - , γυνή, εις οδόν ειρήνης Σκλέντζα, Ποιήμ. 162· γ) (συνεκδ.) το περπάτημα, η πορεία, η πράξη του οδεύειν: Πάτερ Αδάμ, μετά χαράς στον ορισμόν σου να ’ναι·| ουδέν βαριούμαι την οδόν, καλά μακρά και να ’ναι Χούμνου, Κοσμογ. 300· δ) (προκ. για ερωτικό πόθο): ας είμεστεν ελεύθεροι στου πόθου το λιβάδι (παραλ. 1 στ.). Κι είτις εμπεί ’ς τέτοιαν οδόν κι εις τέτοια στράτα να ʼρθει| γη αγάπη έναι ζάχαρη, μέλι και γλυκορίζι Ριμ. κόρ. 681· ε) (ως προσφών. αγαπημένου προσώπου): Οιμέ, παιδί μου, θάρρος μου, μάτια μου και οδός μου Ριμ. Απολλων. (Βεν.) [1455]· έκφρ. ευθεία ή καλή οδός = ομαλή, ανεμπόδιστη πορεία: ο Νδάνος προσκυνήσας τῳ βασιλεί εζήτει ελευθερίαν και οδόν ευθείαν του ελθείν εις τα ίδια Δούκ. 25311· να πορευτούν με καλήν οδόν και με καλήν πιστιν εις την συντροφιάν Ασσίζ. 844· φρ. (1) έρχομαι της οδού, κά(μ)νω την οδό(ν) μου (βλ. κάμνω Φρ.), παγαίνω ή πηαίνω ή περιπατώ την οδόν = πορεύομαι, προχωρώ· ταξιδεύω: Ο δ’ αμιράς, οι συν αυτῴ κι οι αδελφοί της κόρης| χαίροντες άμα της οδού ήρχοντο μετά μόχθου Διγ. Z 560· ο ξένος πάλιν την οδόν ήρξατο να παγαίνει Λόγ. παρηγ. L 322· ένα τραγούδιν έλεγε πηαίνοντας την οδόν της Πανώρ. Ά́ 323· Επεριπάτειν την οδόν, επήγαινεν τον δρόμον Λόγ. παρηγ. L 225· (2) (προκ. για τον ήλιο ): πηαίνω στην οδό μου = ακολουθώ σταθερή πορεία: Ήλιε, πώς δίδεις σήμερο ʼς τούτη τη γη το φως σου| και θαμπωμένος και κλιτός δεν πηαίνεις στην οδό σου; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 18· (3) πιάνω κάπ. οδόν = παίρνω ορισμένη κατεύθυνση: ποίαν οδόν να πιάσουσιν κι εις ποιον μέρος να απέλθουν Χρον. Μορ. H 6594· γιατ’ ήρθαν όλα τα κακά σε τούτα τα κοράσια·| και τάχα πού να βρίσκονται ή ποιαν οδόν επιάσαν; Τζάνε, Κρ. πόλ. 20719· (4) πληρώνω την οδόν = τελειώνω την πορεία, την περιπλάνηση: αφού πληρώσεις την οδόν ...,| θέλεις εβγείν εις ορεινόν λιβάδιν Λόγ. παρηγ. L 132· Ουδέ γαρ ήξευρε ποσώς τον τόπον και να δράμει| και να πληρώσει την οδόν, να ’βρει το θέλημάν του,| αλλ’ ούτως ανεπίγνωτα ...| επεριπάτειν Καλλίμ. 1479. 3) Ταξίδι, πορεία: τότε ήρξατο τα της οδού ευτρεπίζειν| και συσκευάσας άπαντα ...,| γνωστή πάσιν εγένετο η εξέλευσις τούτου Διγ. (Trapp) Gr. 568. 4) Αναχώρηση, (εδώ) απόπλους: της οδού το θέλημα ʼκ την κεφαλήν επήραν (ενν. οι ναύτες) Απόκοπ.2 334· φρ. (1) άπτομαι της οδού, διαβαίνω (βλ. διαβαίνω Ά́ 4α) ή κρατώ, παγαίνω, ή πη(γ)αίνω ή παίρνω ή πιάνω ή ποιώ ή υπάγω (σ)την οδό(ν) (μου), κρατώ ή παίρνω την οδόν του δρόμου = αναχωρώ, φεύγω: πάντας ασπασάμενος εποίει υποστρέψαι,| αυτός της οδού ήπτετο άμα συν τοις αγούροις Διγ. (Trapp) Gr. 608· πάλε όταν κινήσομεν και πιάσομεν την στράταν| και την οδόν κρατήσομεν πάλε να σε αφηγούμαι Λίβ. (Lamb.) N 736d· Σηκώνουνται (ενν. ο Αδάμ και η Εύα), μισεύγουσιν, παγαίνουν την οδόν τως, ξυπόλυτοι, ολόγδυμνοι περιπατούν στ’ ογόν τως Χούμνου, Κοσμογ. 129· πρίχου η Σάρρα σηκωθεί και δει το μισεμό σου,| σπούδαξ’ εσύ, όσο μπορείις, πήγαινε στην οδό σου Θυσ.2 236· επροσκύνησαν οι άπαντες τον Αχιλλεά πρεπόντως,| ευθύς απεχαιρέτησαν και την οδόν επήραν Αχιλλ. N 659· ετότ’ επιάσεν την οδόν να πα στην Σικελίαν Αχέλ. 2454· εγείρου, η ημέρα ανέτειλεν και πιάσε την οδόν σου| και άφες μόνην να θρηνώ πάλιν τας συμφοράς μου Λίβ. P 2391· Κἀκείθεν εσηκώθησαν και την οδόν ποιούσιν Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 441· Αυτός κινεί και όρμησεν, υπάγει στην οδόν του Διήγ. Βελ. N2 281· του δρόμου την οδόν επήραμεν και τότες| ο νους μας εκλονίζετο το στρέμμα να ’ναι πότες Απόκοπ.2 335· έδειξεν με το χέριν του τότε να σηκωθούμεν| και την οδόν του δρόμου μας σύντομα να κρατούμεν Απόκοπ.2 326· (μεταφ. με υποκ. τις λ. όρεξις, νους, λογισμός) πιάνει μακράν οδόν = χάνει κάπ. τα λογικά του: η όρεξή μου, νένα μου, ο νους κι οι λογισμοί μου| μακράν οδόν επιάσασι, δεν είναι πλιο δικοί μου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 198· (σε προστ.): αμέτε στην οδόν σας = πηγαίνετε, τραβάτε το δρόμο σας: Σύρετ’, αμέτε στο καλόν κι αμέτε στην οδόν σας Τζάνε, Κρ. πόλ. 19327· πάγαινε ή σύρε την (τον) οδόν σου = φύγε, εξαφανίσου (πβ. και διαβαίνω Ά́ 4α): διάβαινε την στράτα σου, πάγαινε την οδόν σου Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 731· Εγώ έλεγα να μ’ αγαπάς, να σ’ έχω μοναχός μου| και συ, αφόν είσαι των πολλών, σύρε και τον οδόν σου Ch. pop. 562· (2) αρχίζω την οδόν, βάλνομαι ή εμβαίνω (βλ. μπαίνω Φρ. 15) εις την οδόν = ξεκινώ: Ωσάν λοιπόν εξέσχισεν (ενν. την αρκούδα), αρχίζει την οδόν του| και πάλ’ εκαβαλίκευσεν απάνω στ’ άλογόν του Διγ. O 1341· εβάλθησαν εις την οδόν κι αρχάσαν να υπαγαίνουν Χρον. Μορ. H 3668. 5) Πέρασμα, διάβαση: Ρωμαίων δε, Σαρακηνών, Περσών και των Ταρσίτων,| οί τας οδούς διέτριβον εκείνας τότε πάσας,| ουδείς ποτέ ετόλμησεν εκείσε πλησιάσαι Διγ. Z 3945· εγώ ειμί ο του Μουσούρ ενδίκως θανατώσας,| τον οδοστάτην, τον ληστήν, τον τας οδούς κρατούντα Διγ. Z 2675. 6) Τόπος, μέρος: Πολλήν ουν έρημον οδόν και τόπους διελθόντες| ανύδρους, φαραγγώδεις Βίος Αλ. 4476· Υπήρχε τοίνυν καθ’ οδόν του κυνηγιού Ακρίτου| ο οίκος ο πανθαύμαστος στρατηγού του μεγάλου Διγ. Z 1646. 7) Το διανυόμενο διάστημα (υπολογιζόμενο ως μονάδα μήκους): ούτως η δύναμις ... αποπέμπει ταύτην (ενν. την βολίδαν) άχρι μιλίου οδόν Δούκ. 2659· εκφρ. (1) οδός ημέρας =απόσταση που για να διανυθεί απαιτείται πορεία μιας ημέρας: ως εξήλθεν απεκεί ο αμιράς και αυτοί ούτως δέσμιοι, μετά τινάς οδούς ημερών εις τα περί του Μαύρου Όρους βουνά ηλευθέρωσεν αυτούς Σφρ., Χρον. (Maisano) 1686· (2) οδός Σαββάτου = απόσταση που επιτρεπόταν να διανύσουν οι Εβραίοι την ημέρα του Σαββάτου (Βλ. Bauer, Wört. στη λ. 1b, Καδάς, [Προσκυν. Λαύρ. 874 301]): Έξωθεν της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ, Σαββάτου οδόν, είναι το όρος των Ελαιών Προσκυν. Λαύρ. 874 10113. 8) α) Σύστημα, μέθοδος: Για χάρη σου (ενν. του έρωτα) ο γιαλός μες στο καυκί του| στέκει ...| και μιαν οδό ουρανός κρατεί δική του Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Χορ. Ά́ 608· β) (ως ενέργεια) ο τρόπος του πράττειν, ζειν: στενή γαρ εστίν, λοιπόν, η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν την αιώνιον Φυσιολ. M 147· Μαγδαληνή εκ το Μάγδαλον, γροίκα, μεγαλοτάτη (παραλ. 1 στ.), τήν ενελέκτηκες οδόν ουδεποσώς την χάνεις Σκλέντζα, Ποιήμ. 115· ούτως πας ανήρ δίψυχος ακατάστατος εστί εν πάσαις ταις οδοίς αυτού Φυσιολ. M 339· εκφρ. (1) οδός αγαθή ή ίση = ζωή ενάρετη, σύμφωνη προς τις εντολές του Θεού: Η χάρη σου, μητέρα μας (ενν. Παρθένα), να μασε ξεκρουσεύγει| κι εις την οδό την αγαθή πάντα να μας οδεύγει Π. Ν. Διαθ. (Μέγ.) φ. 336α 14· Την πίστιν την αληθινήν οι χριστιανοί έχουν| και είτις θέλει έρχεσθαι εις την οδόν την ίσην,| ακολουθήτω συν εμοί, να έλθωμεν εις ταύτην Διγ. Z 1049· (2) οδός κακή = αμαρτωλή, άνομη ζωή: είδεν ο Θεός τα ποίματα αυτών, ότι εστράφησαν από οδόν αυτών την κακή, κι εμεταμελέθην ο Θεός Ιων. III10· γ) (προκ. για το Θεό) τρόπος, ενέργεια, μέθοδος: τις η εγκατάλειψις αύτη, Κύριε; ...τα κρίματά σου άβυσσος πολλή και ανεξιχνίαστοι αι οδοί σου Κώδ. Χρονογρ. 5312. 9) (Μεταφ.) τρόπος συμπεριφοράς (Βλ. Αλεξίου Στ. [Ερωτόκρ. σ. 493]) ή ιδέα, σκέψη (Βλ. Ξανθουδίδης, [Ερωτόκρ. σ. 640]): εκείνος πάντα ελόγιαζε πώς να τον αγαπήσει (ενν. η κόρη)| κι ουδεποσώς δεν ήθελε τέτοιαν οδό ν’ αφήσει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 468. 10) (Μεταφ.) αιτία: Λέγεις, κλαδίν εφύτρωσεν εις την εσόν καρδίαν,| πόθου και πόνου ... (παραλ. 5 στ.) και ανέσπασέ το το κλαδί, αν έναι οδός του πόνου Λίβ. Esc. 3967. Φρ. 1) (Με υποκ. τη λ. ημέρα) ανέδραμε την οδόν = ξημέρωσε: εχάραξεν η ανατολή και ανέτειλεν η ημέρα| και την οδόν ανέδραμεν Λίβ. N 2287. 2) Βάνω κάπ. στην οδό = παροτρύνω, ωθώ: Τούτη (ενν. η αγάπη) με βάνει στην οδό κι εκείνος (ενν. ο φόβος) με σποδώνει Πανώρ. Ά́ 205. 3) Είναι ή έν(α)ι οδός = είναι δυνατό, υπάρχει τρόπος: να έβγω να υπάγω μοναχός εις την εμήν την χώραν,| αν είναι οδός και αν ημπορώ να την αναζητήσω Λίβ. Esc. 4376· ο πόθος με εσέβηκε, πατήρ μου, του Λίβιστρου| και ουκ ένι οδός τον πόθον του του να τον αποφύγω Λίβ. N 1963. 4) Έχω (την) οδόν = έχω τη δυνατότητα, τον τρόπο, μπορώ: είπεν (ενν. ο Παλαιολόγος), αν είχεν την οδόν να επέρασεν στην Δύσιν,| γουργόν πολλά τον ήθελεν θλίψει, αλλά και βλάψει Χρον. Μορ. P 3072· επεί διά ζώσης μου φωνής λαλείν σε οδόν ουκ έχω,| γράφω σε στίχους εκλεκτούς Σπαν. U 36. 5) Πάγω την οδόν μου = είμαι στα τελευταία μου: γέρος είμαι κι ανήμπορος και πάγω την οδόν μου Χούμνου, Κοσμογ. 638. 6) (Προκ. για λόγο) παραπλατύνω την οδόν = τραβώ σε μάκρος την αφήγηση: Τι λόγον, τι πολύλογον προς την αφήγησιν μου;| παραπλατύνω την οδόν, εσώσαμεν εις το ξενοδοχείον Λίβ. Esc. 3827.οίκος- ο, Φυσιολ. M 54, Προδρ. (Eideneier) I 270, Ασσίζ. 798 (έκδ. τον όκον· διορθώσ.), 14622, 1527, Διγ. (Trapp) Gr. 409, 919, 1830, Διγ. Z 1177, 1242, 1647, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 339, 482, 1001, 1003, 1071, Πόλ. Τρωάδ. 762, Χρον. Μορ. P 1706, Ιστ. Ηπείρ. XXXI8, Χειλά, Χρον. 347, Απόκοπ.2 232, Έκθ. χρον. 3414,15, Ρίμ. θαν. 67, Προσκυν. Ιβ. 845 478, Αλφ. (Μπουμπ.) V 34, Προσκυν. Λαύρ. 874 9416, Προσκυν. Κουτλ. 156 8038, Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 1702, Προσκυν. Μεταμ. 50 10916.
Το αρχ. ουσ. οίκος. Η λ. και σήμ.
1) α) Σπίτι, κατοικία: Ασσίζ. 446· Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 553, 882· (προκ. για το πατρικό σπίτι): Αισχύνομαι, αυθέντα μου, ότι μόνη τυγχάνω·| πώς του πατρός μ’ ουκ ήκουσας στραφήναι εις τον οίκον; Διγ. Z 2170· Πριν φθάσει εις τον οίκον του, ενόησεν ο πατήρ του| και βίγλας έστησεν πολλάς και αναμένασίν τον Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1028· (εδώ στον πληθ.): Αχιλλ. N 1092, Απόκοπ.2 249· (μεταφ.): το περιβόλιν γίνεται παστάς της Αφροδίτης| και των Χαρίτων κάτοπτρον και των Ερώτων οίκος Καλλίμ. 2159· β) (συνεκδ.) πρόχειρο κατάλυμα, παράπηγμα: Έκθ. χρον. 346. 2) Παλάτι, ανάκτορο, μέγαρο (στον εν. και πληθ.· για τη σημασ. βλ. Bauer, Wört. στη λ. 1β): ιστορογραφίζουσιν και χρωματοπλουμίζουν| σπίτια και παλάτια μεγάλων βασιλέων| και άλλους οίκους φοβερούς μεγάλων μεγιστάνων Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 401· Απέχει δέ ο οίκος του Δαβίδ του προφήτου και θεοπάτορος βασιλέως από τον Άγιον Τάφον στάδια δ́ Προσκυν. Μεταμ. 50 11510· εις οίκους μου την έφεραν (ενν. την Πλάτζια - Φλώρε) εις τα εμά παλάτια Φλώρ. 414. 3) Ο λατρευτικός χώρος, ναός: Κύριε, ηγάπησα, λέγει μας ο προφήτης,| ευπρέπεια του οίκου σου, ώσπερ καλός τεχνίτης Ιστ. Βλαχ. 1668· ο επ’ ονόματι της του Θεού Λόγον Σοφίας ανοικοδομηθείς ναός και τέμενος της Αγίας Τριάδος ... σήμερον βωμός βαρβάρων και οίκος του Μωάμεθ επεκλήθη και γέγονεν Δούκ. 37530. 4) α) Οικοδόμημα: ενδείας ούσης ξύλων, κατέρριπτον τους εξαισίους οίκους και τας δοκούς κατέκαιον Δούκ. 7914· β) οίκημα, κτίσμα: οίκος γαρ εστίν πλησίον| του ναού συγκολλημένος·| μέσον γαρ εκείσε τούτου| είν’ οι θησαυροί κρυμμένοι Ερμον. Ω 191· γ) (εδώ προκ. για ταφικό μνημείο· για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 201· πβ. και Διγ. (Αλεξ. Στ.) 1665): Ένδοθεν τούτου έτερος κατεσκευάσθη οίκος| το ύψος μέν ωσεί πηχών είκοσί τε και δύο Διγ. Z 3819· αι δέ θυρίδες άπασαι του πανευφήμου οίκου| από χρυσίου καθαρού πεποικιλμέναι υπήρχαν Διγ. Z 3828. 5) α) Οικογένεια, φαμελιά: Προδρ. (Eideneier) II 62 χφ Η κριτ. υπ.· β) επιφανής οικογένεια ή γένος, οίκος: οκάποιον μέγαν άνθρωπον εκεί του παλατίου,| Φιλανθρωπινόν τον έλεγαν, ’κ τους δώδεκα οίκους ήτον Χρον. Μορ. H 8710. 6) Ο τόπος όπου κάπ. είναι κύριος, επικράτεια· (εδώ) βασίλειο: «ύπαγε εις τον οίκον σου, ποίμαινε τον λαόν σου,| ουκ έχεις μέρος μεθ’ ημών ουδέ κληρονομιάν».| Και παρευθύς εγίνησαν τα σκήπτρα μερισμένα.| Ο βασιλεύς απόμεινε με δύο σκήπτρα μόνον Κομν., Διδασκ. Δ 287. 7) (Εκκλ.) το τροπάριο ενός κοντακίου εκτός από το προοίμιο (Για το πράγμα βλ. Παπαδ. Α., Αθ. 40, 1928, 76 και Βεργωτής, Λεξ. λειτουργ. 88): η αγία εκκλησία την ανυμνεί (ενν. την παρθένο Μαρία) εις τους οίκους Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 431.οπλή- η, Ασσίζ. 816, 8426, 20025, 2132, 21519, 3676, 4243, 4254, κ.α., Μαχ. 54413, Πεντ. Δευτ. XIV 7, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β΄ [417]· ομπλή, Προσκυν. Κουτλ. 390 14229, Προσκυν. Μεταμ. 50 11639, Πεντ. Δευτ. XIV 7, 8, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ΄ [1080].
Το αρχ. ουσ. οπλή. Ο τ. ομπλή και σήμ. στο κυπριακό ιδίωμ. (Σακ., Κυπρ. Β΄ 702, όπου και η λ. με διαφορετική σημασ., σ. 703). Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex.). Η λ. και σήμ.
1) Νύχι ζώου σχισμένο: Πεντ. Δευτ. XIV 6. 2) Χνάρι ανθρώπου, πατημασιά· (εδώ προκ. για το Χριστό): μέσα εις το κουβούκλιον είναι ο τόπος οπού επάτησεν ο Κύριος … και αποτότε έμεινεν η πληγή, ήγουν η οπλή του ποδαρίου αυτού, του παναγίου και παναχράντου, τετυπωμένη εις την πέτρα Προσκυν. Λαύρ. 874 1028. 3) Μονοπάτι, πέρασμα· τρόπος (Βλ. Ανδρ., Ελλην. 25, 1972, 203-4): Εγώ την στράταν και οπλήν (έκδ. βουλήν· διόρθ. Ανδρ., Ελλην. 25, 1972, 203-4) γοργόν να σε την μάθω,| το πώς να ιδείς την λυγερήν και πώς να την συντύχεις Φλώρ. 1573. 4) Τρόπος: όνταν έλθει (ενν. ο αγκαλεμένος) εις την ημέραν του … και εκείνος ένι ομολογημένος με μάρτυρες ού με έτερην άλλην οπλήν … το δίκαιον ορίζει ότι να κόψουν τον γρόθον του Ασσίζ. 916· οι καπετάνοι εμπαίνναν και κατεβαίνναν και επαίρναν σκοπόν μεν τους αναφάνει φουσσάτον· και με τοιούτην οπλήν ενέβησαν εις την χώραν Μαχ. 41431· κελεύει το δίκαιον ότι πόλεμος να γένηται εις όλας τας οπλάς αφόν δοθούν τα αμάχια, μέσα εις μ΄ ημέρας μετά το αμάχεμαν Ασσίζ. 46511. 5) Περίσταση· περίπτωση: εάν το καράβιν έλθει εις την γην και τσακιστεί με σκερίαν ή με ευδίαν ή εις άλλην οπλήν … εντέχεται να ένι σωτηριασμένον διά εκείνον οπού ένι εδικόν του Ασσίζ. 5111· εις πάντας τούτας τας οπλάς, τάς σας είπαμεν άνωθεν, ημπορούν οι άνθρωποι να ποιήσουν τας συντροφίας Ασσίζ. 33325· μέσα εις εκείνον το τάρμε να διαλαλήσουν τρεις προνάδες εις την πρώτην λουτουργίαν και θέλει να πει εις τοιούτην οπλήν (έκδ. οπλίον· διορθώσ.) ο ιερεύς Ασσίζ. 36728.ορθοκολλημένος,- μτχ. επίθ.
Από το επίθ. ορθός και τη μτχ. παρκ. του κολλώ.
(Προκ. για μάρμαρο) που είναι επικολλημένος σε μια επιφάνεια· (εδώ προκ. για ορθομαρμάρωση): γύροθεν του τοίχου μάρμαρα ορθοκολλημένα Προσκυν. Μεταμ. 50 11010.πάντερπνος,- επίθ., Καλλίμ. 293, 794, 808, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 214, 889, 1590, 1628, 1693, 1694, Βέλθ. 729, Φλώρ. 983, 956, Διήγ. πόλ. Θεοδ. 14, 43, Αχιλλ. N 344, 651, 711, 1672, 1673, Αχιλλ. (Smith) O 14, Φυσιολ. (Legr.) 63, Χούμνου, Κοσμογ. 49, Προσκυν. Κουτλ. 390 1528, Προσκυν. α′ 1114, 11527, Προσκυν. Μεταμ. 50 11521, κ.α. πάντρεπνος, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1051 κριτ. υπ., Απολλών. 766, Αχιλλ. N 40, 706, 718, 1454, Θησ. (Foll.) I 135.
Από το α΄ συνθ. παν‑ και το επίθ. τερπνός. Η λ. τον 5.-6. αι. (Lampe, Lex.).
1) Πολύ ευχάριστος· απολαυστικός: αγαθός πολλά, πάντερπνος ήτον εις φίλους πάντας Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 2112· ευωδία πάντερπνη Προσκυν. α′ 12432. 2) α) Πανέμορφος: το ευειδές και πάντερπνον εκείνο και ωραίον| παιδίον Διγ. Z 4143· Έστιν η πάωνος πάντερπνον όρνεον παρά πάντων των πετεινών Φυσιολ. 36826· τα πάντερπνά σου κάλλη Ερωτοπ. 132· (σε προσφών.): Πώς έχεις, φως μου το γλυκύ, πάντερπνόν μου δαμάλιν; Διγ. (Trapp) Gr. 898· ρόδον πάντερπνον Διγ. Z 1842· β) καλοφτιαγμένος, ωραία διακοσμημένος: ήσαν γυναίκεια, πάντερπνα τα σελλοχάλινά των Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1051· εύρον κλίνην πάντερπνον γύροθεν χρυσωμένην Διγ. Z 504.περιβόητος,- επίθ., Διγ. (Trapp) Gr. 3473, Byz. Kleinchron. Ά́ 1037, Έκθ. χρον. 783, 16, Σκλάβ. 47, Κορων., Μπούας 86, 98, 141, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 234v, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 806, 1184, Χρον. σουλτ. 9215, Αρσ., Κόπ. διατρ. [363], Προσκυν. Ιβ. 845 567, Προσκυν. Λαύρ. 874 9420, Προσκυν. Κουτλ. 390 13936, Δωρ. Μον. XXVI, Κανον. διατ. Β 32, Ιστ. Βλαχ. 2526, Προσκυν. Μεταμ. 50 12019· περβόητος, Αρσ., Κόπ. διατρ. [103].
[Το αρχ. επίθ. περιβόητος. Η λ. και σήμ.]
1) (Με θετική σημασ.) α) (προκ. για πρόσωπο) ονομαστός, ξακουστός, φημισμένος: Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 391, Δούκ. 3954, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154r· β) (προκ. για πόλη ή κτίσμα) πασίγνωστος, περίφημος: Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 198, Ιστ. πολιτ. 2316, Ιστ. Βλαχ. 2417 (= Γέν. Ρωμ. 57). 2) (Με αρνητική σημασ.) που έχει μεγάλη αλλά κακή φήμη, διαβόητος: Αγαπ., Εκλόγ. 336, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 16346.περίκυκλος- ο.
Από την πρόθ. περί και το ουσ. κύκλος. Πβ. επίθ. περίκυκλος (πιθ. τον 5. αι. μ.Χ.) και δοτ. περικύκλῳ ως επίρρ. ήδη μτγν. (L‑S). Η λ. πιθ. τον 4. αι. (TLG, Steph., Θησ.).
Περίγυρος, περίμετρος: Είναι δε το μήκος και πλάτος αυτής (ενν. της Νεκράς Θαλάσσης), ήγουν ο περίκυκλος του μεγέθους, ωσεί μίλια τριακόσια Προσκυν. Μεταμ. 50 1197.πίσσα- η, Ιερακοσ. 41024, 41119, 4953, Ορνεοσ. αγρ. 54526, Ιατροσ. κώδ. φξβ́, Σαχλ. N 64, Μαχ. 19211, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 291r, Πεντ. Έξ. II 3, Αχέλ. 437, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 62, 366, 375, 621, 2311, 4960, 4962, 5062, Προσκυν. Ιβ. 845 1074, Προσκυν. Λαύρ. 874 10420, Προσκυν. Κουτλ. 390 14531, Προσκυν. Μεταμ. 50 11910· πίττα, Ιερακοσ. 4958.
Το αρχ. ουσ. πίσσα. Ο τ. ήδη αρχ. Η λ. και σήμ.
1) α) Μαύρη παχύρρευστη ουσία, προϊόν απόσταξης οργανικών ουσιών, ιδ. ρητινωδών δέντρων και γαιανθράκων, κατράμι: κινήσεως ... ισχυράς γινομένης βλάβην ου την τυχούσαν ειργάσατο. ... εις δε περί Σηστόν τόπον βορβορώδες εκ γης τι ανέκλυσεν, ό παγέν ευθύ πίσσα γέγονε Byz. Kleinchron. Ά 413· Σεισμοί μεγάλοι γίνουνται στα Σόδομα και κτύποι (παραλ. 1 στ.). Η άβυσσος εξέρασεν πίσσ’ ανακατωμένη| και πύριν βρέχει ο ουρανός με ’στίαν αφτουμένη Χούμνου, Κοσμογ. 1131· πίσσα βρομώδης ρεύγεται εξ αύτην την πικρίδα (ενν. τη Νεκρά θάλασσα)| και βάλλουν εις τα κλήματα διά την αγουρίδα,| την κάμπιαν θανατώνει δε, κολλά δε ώσπερ μέλι Προσκυν. Ιβ. 535 1045· α1) (εδώ ως μονωτικό υλικό): κάμε εσέν κιβωτό ξύλα αδρινά (έκδ. ξυλά αδρυνά) ... και να πισσώσεις αυτό απομέσα και από όξω με τη πίσσα Πεντ. Γέν. VI 14· Το ’ναν κάτεργον έβαλε νερόν και έπεψέν το εις το Κούρικος να πάρει πίσσαν Μαχ. 27435· ένα μεγάλο πλεύσιμο καταχρυσωτό, το οποίο έλεγαν ρεμπούρκιο ... και τούτο το ρεμπούρκιο όσον μεν ήτον χωμένο εις το νερό ήτον με πίσσα φτειασμένο ευμορφότατο Δωρ. Μον. (Βαλ.) 44· α2) (εδώ ως συγκολλητική ουσία): Λίγα (ενν. γράμματα) κι εσύ κατέχεις,| λίγα, καημένε· τα βαστάς με πίσσα κολλημένα| και πότε λίγο ξεκολλού και πέφτει σου ένα ένα Στάθ. (Martini) Β́ 141· α3) (εδώ ως εύφλεκτη ύλη για εμπρηστική χρήση): Από τα τείχη έρριπταν τσικάλι’ αναπτομένα| και όσοι τ’ αποδέχουνταν ογόι στον καθένα.| Τειάφι και πίσσα, πόλβερην, άσφαλτον και κατράμι,| το πασαέναν έδειχνεν τι εδύνετον να κάμει Αχέλ. 1776· παίρνει (ενν. ο Δανιήλ) ρετσίνι και πίσσα και στουπία και ανάφτει τα και ρίχνει τα μέσα εις το στόμα του δράκου και παρευθύς εψόφησε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 219v· ερρίκτασιν (ενν. οι Αμαζόνες) φωτιές συχνά προς τα καράβια,| στ’ αρματωμένα κάτεργα, πολλά εκάψαν απ’ αύτα (παραλ. 4 στ.) και μετά τούτο ερρίκτασιν πίσσα με το σαπούνι| κι ασβέστη προς τους Έλληνας, σμικτά με το ρετσίνι Θησ. (Foll.) I 53· β) ρητίνη· (εδώ για θεραπευτική χρήση): Περί ψώρης ... Εάν βράσας πίσσαν μετά ελαίου και όξους χρίσῃς αυτόν (ενν. τον ιέρακα) θερμανθέντα, ιαθήσεται Ιερακοσ. 4722· Βάλσαμον, πίσσαν κεδρέαν, σπέρμα ευζώμου, σπέρμα πηγάνου, όξος, ομού ταύτα τρίβοντες, απ’ αυτών την κεφαλήν αλείφουσι του ιέρακος Ορνεοσ. αγρ. 54522· γ) έκφρ. πίσσα του ξυλαλά, βλ. Επιτομή, λ. ξυλαλάς β· δ) (εδώ προκ. για την πίσσα της κόλασης, όπου κατά τη λαϊκή δοξασία βράζουν οι αμαρτωλοί μετά θάνατον): την κόλασιν εκέρδισαν οπού ’ναι οι διαβόλοι| και τους απαντυχαίνουσιν στην πίσσα να τους βάλουν Στ. Βοεβ. 47· Οι δαίμονες με το θυμό να τουσε κριτηριάζου| και να τσι συχναλλάσσουσι, στην πίσσα να τους βράζου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 363. 2) (Συνεκδ.) α) η κόλαση: Οι μάννες οι ταλαίπωρες απού σας εποκλείσα| μαχαίρι το ’χου στην καρδιά, γιατί σας καταλύσα (παραλ. 10 στ.). Και ανέν και μετανιώσασι απού σας αποκλείσα,| επαίρνει τες ο Κύριος, και όχι να παν στην πίσσα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 258· Καταλαβαίνεις πρόφαση στου Άδη τα κριτήρια| τά ’χομε οι αμαρτωλοί, τση πίσσας τα μαρτύρια; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 543· β) η ποινή, η τιμωρία της κόλασης: Ετούτοι σ’ εγελάσασι (ενν. σε, Χριστέ), βάφτισμα δεν εχρήσα,| πρέπει τους το λοιπονιθές να ’χου αιώνια πίσσα,| να μπούσι εις την κόλαση, να κρίνουνται αιώνια Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4895· γ) τα βάσανα της κόλασης (Για τη σημασ. και το πράγμα βλ. Ξανθ., Λαογρ. 3, 1911-12, 616· βλ. όμως και Κουκ., Λαογρ. 3, 1911-12, 365 και Vitti, Κρ. Χρ. 14, 1960, 192): την νύκταν οπού περπατεί, και την ψυχήν του βλάπτει (παραλ. 1 στ.), στες πόρτες παρακάθεται, ν’ ανοίξει δοκιμάζει· (παραλ. 3 στ.) και μπαίνει και πολλές φορές εκεί όπου να πιστέψει| ότι, αν εμπεί και πιάσει την, θέλει την δυναστέψειν (ενν. την πόρνην),| και μερικοί επετύχασιν και μερικοί αστοχήσαν,| και βάλαν τους στην αφεντιάν και σύρασιν την πίσσαν Σαχλ. Α′ (Wagn.) PM 71.πλακώνω,- Προδρ. (Eideneier) III 253, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 334, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 377, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 365, Αχιλλ. L 320, Χρον. Τόκκων 188, Φυσιολ. (Legr.) 526, Σφρ., Χρον. (Maisano) 467, Θησ. Θ́ [82], Χούμνου, Κοσμογ. 132, Αλεξ.2 105, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 219, Ριμ. κόρ. 675, Άσμα σεισμ. 3, 34, Σκλάβ. 27, 55, Προσκυν. Κουτλ. 156 7819, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 183v δις, Δεφ., Λόγ. 646, Αχέλ. 410, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 266, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 27, Χρον. σουλτ. 6612, Μ. Χρονογρ. 3310, Zygomalas, Synopsis 166 Δ 15, Πανώρ. Γ́ 424, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 2, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 113, Πιστ. βοσκ. I 1, 187, Βοσκοπ.2 120, Χίκα, Μονωδ. 25, Προσκυν. Λαύρ. 874 1025, Διγ. Άνδρ. 38427, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3237, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1720, Ιερόθ. Αββ. 332, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 447, Διήγ. πανωφ. 55, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11022, Διήγ. ωραιότ. 286, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [153], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 80, Φορτουν. (Vinc.) Ά 248, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 184, Έ 304, Μαρκάδ. 218, Λεηλ. Παροικ. 26, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4573, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ιβ́ 35, Αλφ. 154, κ.π.α.· πλακώ, Δευτ. Παρουσ. 369· μτχ. παρκ. πλακωσμένος, Πικατ. 215.
Το μτγν. πλακόω (TLG· βλ. και L‑S). Η λ. στο TLG, στο Βλάχ. και σήμ.
Ά Μτβ. 1) Επιστρώνω, καλύπτω δάπεδο ή άλλη επιφάνεια με πλάκες: Είναι δε και το έδαφος της εκκλησίας μετά ψηφίδων πλακωμένον Προσκυν. Μεταμ. 50 11132· τα άλλα (ενν. οσπίτια) ήσαν χωρίς κεραμίδια, μόνον με πλάκες πλακωμένα και με άλλα σκεπάσματα Ιστ. πατρ. 13714. 2) Σκεπάζω, καλύπτω: κάθε χρόνον κατεβαίνει (ενν. ο Νείλος) και ανανεώνει τους τόπους, διότι πλακώνοντας τους κάμπους κάνει με την ύλην οπού κατεβάζει τους τόπους όλους καινούργους Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 263· επλάκωσε καταχνία ωσάν καπνός όλον το νησί και εκτύπα τους ανθρώπους εις τα μάτια και ετυφλαίνονταν Διήγ. εκρ. Θήρ. 11012· εις την καδέκλα ήτονε μια φούσκα πλακωμένη| με μαξιλάρι ...·| κιανένα μωροκόπελο την ήθελε κουκλώσει| ογιά παιγνίδι τάχατες κι ογιά να ξεφαντώσει Στάθ. (Martini) Β́ 49· (σε μεταφ.): Πολλά μεγάλη καταχνιά κι αντάρα τον πλακώνει,| τα μάτια του εσκοτείνιασε κι εις την καρδιά του σώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 975· του ρηγός το πρόσωπο είν’ θλιμμένο| κι από μεγάλη συννεφιά και νέφη πλακωμένο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1922· τα λαμπρά λόγια του υιού του δεν τα εδέχθηκε (ενν. ο βασιλεύς) διά την παχύτητα του σκότους οπού επλάκωνε τον νουν του Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9414. 3) Πιέζω, συνθλίβω κάπ. ή κ. με το βάρος μου, καταπλακώνω: εχάλασαν πλείστα οσπίτια απέ το κάστρος το άνω και μερτικόν απέ το κάτω, και επλάκωσαν πλείστον λαόν Byz. Kleinchron. Ά 25668· Ετρέχασι τα άλογα εκείνα του καθένος,| του Νικολάου σκόνταψε κι έμεινε νεκρωμένος,| διότις τον επλάκωσε η σέλα κι εσκοτώθη Αλεξ.2 351· Τ’ απεθαμένου ζήλευε τότε ο λαβωμένος,| γιατί απ’ άλλους ήτονε περίσσα πλακωμένος Διακρούσ. 8920· (παιγνιωδώς): Ω χορταράκια δροσερά, οπού σασε πλακώνει| τέτοια νεράιδα πλουμιστή πλιά ’σπρη παρά το χιόνι Πανώρ. Β́ 199· (σε μεταφ.): φαίνεταί μου κι ο ουρανός και τ’ άστρη με πλακώνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1524. 4) α) Επιτίθεμαι, εφορμώ: τον (ενν. τον Άλβαντα) επλάκωσε (ενν. ο Ισμαήλ) τόσον έξαφνα, οπού δεν είχε καν καιρόν να αρματωθεί καλά· όθεν κατά κράτος τον ενίκησε Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 319· Ο δούκας ήτον ακομή νέος, πολλά παιδάκι·| αμέριμνος εκάθετον εις τα νησία Λευχάδος.| Και εξαυτό επλάκωσαν τον τόπον οι Αλβανίται| σκοπώντας και ελπίζοντας όπως να την επάρουν Χρον. Τόκκων 83· επλάκωσάν τους οι Σαρακήνοι τους πτωχούς τους χωριάτες και εσκότωσάν τους Βουστρ. (Κεχ.) 10018· β) πλησιάζω ορμητικά, πηγαίνω πολύ κοντά σε κάπ.: ο όχλος τον επλάκωσεν (ενν. τον Ιησού) να ακούει τον λόγον του Θεού Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. έ 1. 5) (Μεταφ. για συναισθήματα, συν. δυσάρεστα) καταλαμβάνω, κυριεύω κάπ.: ωσάν τον είδε (ενν. τον άγγελο Κυρίου) ο Ζαχαρίας, εταράχθη και φόβος μεγάλος τον επλάκωσε Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ά 12· Τούτο είναι το πρόσωπο του Βασιλίσκου; Ω, πόση| χαρά και θλίψη σήμερο βλέπω θα με πλακώσει! Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 360· ως ήκουσα τους λόγους σου, μεγάλον φως εμπήκεν εις την καρδίαν μου, και η μεγάλη λύπη οπού με επλάκωνεν, παρευθύς έφυγεν από λόγου μου Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5236. 6) (Για δυσάρεστες συν. καταστάσεις, δυσμενή καιρικά φαινόμενα, κ.τ.ό.) επέρχομαι ξαφνικά, καταλαμβάνω κάπ. εντελώς απροσδόκητα: επλάκωσέν τον (ενν. τον βασιλέα Αβεννήρ) μία αρρωστία, εις την οποίαν ετελεύτησεν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1446· χειμώνας τους επλάκωσε και το καράβι ’πνίγη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 419· Άνθρωπε, πώς αποκοτάς τον κόσμον και αδικάεις; (παραλ. 2 στ.) πρι σε πλακώσει ο θάνατος, διά την ψυχή σου κάμε Αλφ. (Μπουμπ.) II 4· Κι εσύ του ρίξε (ενν. του δράκου) τουτονέ το χόρτο, κι ως του δώσει,| μεγάλος ύπνος, κάτεχε, θέλει τονε πλακώσει Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 16· (σε κατάρα): Μεγάλη ’ματορέσσα| να σε πλακώσει, βούβαλε! Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 784. 7) (Για άντρα) συνουσιάζομαι: ωσάν ήκαμεν (ενν. ο Ανδρέας Μαράς) δαμάκιν καιρόν και ήφαγεν και εχόρτασεν και εξεκάτσωσε, εποδιαντράπην και πλακώνει και μία ντου (ενν. του ντεττόρε του Μέζερη) φαμέγια. Και ωσάν το ’μαθεν ο άρχος, του τηνε βλογά και αποβγάνει τσι Κατά ζουράρη 7· στανικώς, δυναστικώς ήλθε και πλάκωσέ με| κι είτι ’θελ’ έκαμε σε με κι ύστερα ενέμπαιζέ με Ριμ. κόρ. 758. Β́ Αμτβ. 1) α) (Κατα)φτάνω (κάπου) ορμητικά: οι δυο μας εσυρθήκαμε, πλακώνοντας το βράδι,| σ’ ένα παβιόνι μοναχοί κι εις ένα στρώμα ομάδι Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 285· Ω πόσην αναγάλλιαση, πόση χαρά και πόση| δροσιά στο σπίτι σήμερον τ’ Αρμένη θα πλακώσει! Κατζ. Έ 58· Τώρα λοιπόν κι εσύ, αδελφή, πριχού παρά να σώσεις| κι εις τούτο το κοινόν κακόν των γερατειών πλακώσεις,| κατάλαβε τες χάρες σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [684]· β) (προκ. για κ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο) ενσκήπτω, επιπίπτω: ωσάν ανεμοστρόφιλος, που ξαφνικά πλακώσει,| και σπίτια, δένδρη κι ό,τι βρει θωρείς να ξεριζώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [187]· πρίχου άλλη μεγαλύτερη κακομοιριά πλακώσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 94. 2) Εφορμώ, επιτίθεμαι: οι στρατηγοί θέλου πλακώσου| και ζωντανό στη γη θε να σε χώσου (ενν. εσέ, Ζήνωνα) Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 169· ώστε να φύγουν απεκεί, οι Τούρκοι επλακώσα| κι άλογα και πολύν λαόν ετότες εσκοτώσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15321. Φρ. 1) Πλακώνω το κρεβάτι μου = πέφτω για ύπνο, ξαπλώνω: Οϊμέ, το χηρεμένο μου κρεβάτι όντε πλακώνω,| με νυχτικά μου δάκρυα το γραίνω και με πόνο Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 365. 2) Πλακώνω στρώμα της παντρειάς/την κλίνη του γάμου (μου) = παντρεύομαι (βλ. και παντρειά 1φρ.): είχε ’μόσει (ενν. ο Ροδολίνος)| μακρά από κείνη (ενν. τη μάννα του) τση παντρειάς στρώμα να μην πλακώσει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 608· Δεν είν’ πρεπό του γάμου του την κλίνη να πλακώσει (ενν. ο Ροδολίνος),| αν ο οχουθρός του γένου μας πρώτας εδώ δε σώσει; Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 647. Το ουδ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = πλακόστρωτο: ευρίσκεις πέτραν πλακωτήν, είναι και πλακωμένον,| το πάτημα του Ιησού είναι χαρακωμένον Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 1022.πλεότερος,- επίθ., Βέλθ. 896, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 505, Χρον. Μορ. P 4626, 5010, 6583, Χρησμ. (Λάμπρ.) 119, Θησ. (Foll.) I 91, Χούμνου, Κοσμογ. 2726, Σκλέντζα, Ποιήμ. 156, Γεωργηλ., Θαν. 616, Σκλάβ. 84, Αλεξ.2 1941, 1944, 1957, 1959, Συναξ. γυν. 310, Διήγ. Αλ. G 2898, 9, Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 50, Αχέλ. 233, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 401, Προσκυν. Μεταμ. 50 1103· πιλιότερος, Εβρ. ελεγ. 170· πιότερος· πλειότερος (ασυνίζητο), Ερμον. Ο 214· πλέτερος, Αχέλ. 710, 2024· πλιάτερος, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 132, 175, Β́ 412, 414, Γ́ 120, 166, πριν Δ́ 553, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 30015, 44210· πλιότερος, Χρον. Μορ. H 4626, 8960, Σαχλ., Αφήγ. 8, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 721, 728, 3569, Φαλιέρ., Ιστ.2 736, Ολόκαλος 9811, Ch. pop. 432, 844, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 429, Πανώρ. Ά 184, Β́ 210, Γ́ 30, 299, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 17, Β́ 25, Γ́ 223, 299, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά 496, Έ 404, Στάθ. (Martini) Β́ 258, Φορτουν. (Vinc.) Έ 183, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 177, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1657, 40313, κ.α.
Από το αρχ. επίθ. πλειότερος (<πλέως)· για τη σημασ. βλ. TLG, L‑S Suppl., λ. πλέως· πβ. πλείων (βλ. και Ανδρ., Λεξ., λ. πλειότερος)· πλεώτερος τον 6. αι., L‑S· βλ. και LBG. Ο τ. πιλιότερος στον Κατσαΐτ., Ιφ. Ά 196. Ο τ. πιότερος και σήμ. (λαϊκ./λογοτ.). Ο τ. πλέτερος στο Κείμ. αγ. Δημ. 381 και σήμ. στο ποντ. και στο τσακων. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., Andr., Lex., λ. πλειότερος). Ο τ. πλιάτερος και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., λ. πλιότερος). Ο τ. πλιότερος και σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., κ.α.) και κοιν. λαϊκ. (Μπαμπιν., Λεξ., λ. πιότερος, ΑΛΝΕ). Τ. πλέτιρους, πλ́ότιρους και πιόττερος σήμ. ιδιωμ. (Δουγά-Παπαδ.-Τζιτζιλής, Γλωσσ. ιδίωμ. ορ. Πιερίας, λ. πλέτιρους, πλ́ότιρους, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πιόττερος).
1) Περισσότερος: δε θε να παντρευτώ, σαν το ’χεις γροικημένα| χίλιες φορές και πιότερες πρωτύτερ’ από μένα Πανώρ. Δ́ 84· η επιθυμία γίνεται των ανθρώπων ή εκ θερμοτέρας κράσεως του σώματος του ανθρώπου ή εκ πλεοτέρας βρώσεως, ανέσεως και ύπνου| ή πάλιν εκ σατανικής και κακής ενεργείας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2178· (ουσιαστικοπ.): γράψειν είχα και πλεότερα να πω διά τον φθόνον,| αμή σχολάζω τα πολλά, τα πάντα καταλείπω Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 41· απού την πείνα και ατυχιά οι πλιότεροι εποθάνα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4633. 2) α) Μεγαλύτερος: Όστις κοπιάσει πλιότερα λαμβάνει και πλιότερον μισθόν. Και ο κοπιάσας ολίγα και ολίγον μισθόν λήψεται Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι II 10· (με αφηρημένα ουσ.): Ο μύθος λέγει: πλιότερην έχουσιν αμαρτία| εκείνοι που παρακινούν τους άλλους σ’ ατυχία Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 14113· Είχεν πολλά χαρίσματα, πολλά ήτον αξιωμένος| και έπρεπέν του η τιμή ακόμη πλεοτέρα,| ότι εδούλευσεν καλά και αυτός τον βασιλέα Χρον. Τόκκων 2146· β) (στον υπερθ. βαθμό) πάρα πολύ μεγάλος: ’ς πλιότατη σκλαβιά με βάνει πάλι| τούτ’ η βοήθεια, π’ από σε γνωρίζω στη μεγάλη| χρείαν ετούτη που ’λαχε Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 37. 3) Πιο ισχυρός: παρά πάντας άνθρωπος πλεότερος λογάσαι; Αλεξ.2 1777. 4) Πιο φανερός: Είντα σημάδι πλιότερο θα δεις εις το κορμί μου| για να γνωρίσεις πως καλλιά σ’ έχω απού την ψυχή μου; Πανώρ. Β́ 277. Το ουδ. έναρθρ. ως επίρρ.: πιο πολύ, ως επί το πλείστον, κατά το μεγαλύτερο μέρος: Αν ου γερθείς εις το γοργόν να επάρεις τας ποδέας σου,| αυτάς τας κακοεντύλικτας, και επάρεις και υπαγαίνεις,| τώρα να ιδείς το πλεότερον το τι σε θέλω ποίσει Πουλολ. (Τσαβαρή)2 39· τον κόντον ηύραν λυπηρόν, θλιμμένος ήτον σφόδρα,| το μεν ήτον διά την θανήν του κόντου της Τσαμπάνιας,| το πλεότερον, ως έλεγεν, διά εκείνο το πασσάντζο,| όπου ούτως εσιάστησαν κι εδάρτε εσκανταλίστη Χρον. Μορ. P 186· τότε πάλιν άρχεται, μεγάλως εννοιαζέτον,| την νύκταν ότι εδιέβαινε το πλεότερον απάρτι Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 455· (συχνά ακολουθούμενο από το ουσ. μέρος): αυτοί ήσαν το πλεότερον μέρος αχαμνοί και απεθαμένοι Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 187v. Φρ. ανεβαίνω εις το πλεότερον = ανεβαίνω στο υψηλότερο σκαλί της ιεραρχίας: Εγύρισεν το ριζικόν του αφεντός του δούκα| να ανέβει εις το πλεότερον, την αφεντίαν να επάρει Χρον. Τόκκων 2018.πλύμα- το, Προσκυν. Λαύρ. 874 10613, Προσκυν. Μεταμ. 50 12040· πλύμμα, Κανον. διατ. Α 1344.
Το αρχ. ουσ. πλύμα. Ο τ. πλύμμα στο Βλάχ. T. πλύμμα(ν) σήμ. στη Ρόδο (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. πλύννω). Τ. πλύμμαν. σήμ στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 741, Λουκά, Γλωσσάρ.). Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ.).
1) Νερό που έχει χρησιμοποιηθεί για πλύσιμο, απόπλυμα: Προσκυν. Ολυμπ. 177 9219. 2) Πλύσιμο: Εάν γυνή εμπεί εις σπίτιν Εβραίου και … πάρει εργόχειρον να του ποιήσει ή ζύμωμαν ή πλύμμα ή άλλον τι, μενέτω εις τον αφορισμόν έξω της εκκλησίας Κανον. διατ. Β 701.πνεύμα- το, Σπαν. O 234, Γλυκά, Αναγ. 221, Ιερακοσ. 37417, Διγ. (Trapp) Gr. 941, Διγ. Z 1124, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1865, Σπανός (Eideneier) A 215, Χρον. Μορ. H 2754, Χρον. Μορ. P 2754, Βίος Αλ. 5405, Φυσιολ. (Legr.) 760, Δούκ. 3538, Θησ. Ί [971], Μάρκ., Βουλκ. 3501, Χούμνου, Κοσμογ. 222, Σκλέντζα, Ποιήμ. 24, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4872, 5216, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 73, Κρασοπ. (Eideneier) AO 83, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 13v, 26v, Hagia Sophia ω 5256, Μορεζίν., Λόγ. 466‑7, Κυπρ. ερωτ. 1513, 673, 10462, Ανέκδ. ιντ. κρητ. θεάτρ. Α 151, Πιστ. βοσκ. I 5, 164, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 2910, Ιερόθ. Αββ. 334, Ψευδο-Σφρ. 3124, Βελλερ., Επιστ. 5432, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Στεφ.-Παπατρ.) 417, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 174, Έ 513, Διήγ. ωραιότ. 99, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [879], Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 139, Διακρούσ. 6834, Προσκυν. Μπεν. 54 16317, Προσκυν. Μεταμ. 50 11519, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. γ́ 11, κ.π.α.· πνέμα, Φαλιέρ., Ιστ.2 186, 243, Φαλιέρ., Ενύπν.2 44, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 535, 1628, κ.α., Πεντ. Γέν. VI 3, Αρ. XXIV 2, XXVII 16, 18, Πανώρ. Έ 303, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 272, Έ 32, 281, 519, 520, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Ά 1, Β́ 147, Σταυριν. 648, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 112, 115, 1043, Ροδολ. (Αποσκ.) Πρόλ. Μελλ. 91, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16116· πνέμαν, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3764· πνεύμαν, Κυπρ. ερωτ. 1911, 515, 1396· γεν. εν. πνεμάτου, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 48326· πνευμάτου, Ύμν. Παναγ. 11, Δεφ., Λόγ. 2· πνευμάτους, Sprachlehre 148.
Το αρχ. ουσ. πνεύμα. Τ. πνέμμα(ν) σήμ. στο ροδιακό ιδίωμ., (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., όπου απ. και γεν. εν. πνεμμάτου). Ο τ. πνέμα και σήμ. ιδιωμ. (Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν., Ζώη, Λεξ. Ζακ.2 Β′, Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ., Μιχαηλ.-Νουάρ., Λεξ.) και λογοτ. (ΑΛΝΕ). Ο τ. πνέμαν και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. και σήμ.
1) Πνοή ανέμου· αέρας: Πρέσβ. ιππ. 80, Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 345· Πώς άλλαξεν (ενν. ο έρωτας) την φύσην την δικήν του!| Τώρα ’ναι κρυός απού ’χεν τόσην βράστην,| πρώτα ’τον πνεύμαν τώρα ’ναι πετρένος Κυπρ. ερωτ. 1911. 2) Ανάσα: Διγ. (Trapp) Gr. 3430. 3) Αέριο στο εσωτερικό του σώματος: Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 3 δις. 4) Το άυλο μέρος της ανθρώπινης υπόστασης: κάνει (ενν. ο πόθος) μια τσι δυο ψυχές και τα ξεχωρισμένα| κορμιά στον κόσμο ζούσινε μόνο με πνέμαν ένα Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 220· Οι Τούρκοι μέσα στέκασι, φρίξε, κορμί και πνέμα| που σαν τη βρύση μου ’πασι πως έτρεχε το αίμα! Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2033· (μεταφ.): και μία σάρκ’ αχώριστος εγένετο (ενν. ο ρήγας των Φραγκών) και αίμα| μετά τους Μωαμεθικούς ο κακούργος και πνεύμα.| Κι ουκ ήρκει η ομόνοια, ην έπραξε κι αγάπη| μετά τους Μωαμεθικούς, κι ανθρώπους δεν εντράπη ... Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 658· α) ιδ. το άυλο μέρος του ανθρώπου που χωρίζεται από τη σάρκα με το σωματικό θάνατο: Ιδές τα όσα έγραψα όλα να τα ποιήσεις,| διά την σωτηρίαν σου καλά να τα φροντίσεις,| ότι αυτά το ύστερον θέλουν σου δώσει χάρη,| οπόταν στείλει ο Θεός το πνεύμα σου να πάρει·| διότι είσαι άνθρωπος και ν’ αποθάνεις θέλεις Ιστ. Βλαχ. 2780· λέγει (ενν. ο Ιησούς): «Σ’ εσέ, Πατήρ μου,| το πνέμα παρατίθημι, Θεέ μου και Σωτήρ μου».| Τότε έκλινε την κεφαλή κι εμίσεψε το πνέμα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3857, 3858· β) ως έδρα συναισθημάτων: Λόγους τοιούτους ο πατήρ ακούων του φιλτάτου| ηγάλλετο τῳ πνεύματι, έχαιρε τῃ καρδίᾳ,| μετά πολλής της ηδονής τούτον (ενν. τον υιόν) εκατεφίλει Διγ. (Trapp) Gr. 1030· Τον Λάζαρον ανέστησεν (ενν. ο Ιησούς) κι εδώκεν του την χέραν| εις το μνημούριν βρομερόν την τέταρτον ημέραν.| Θωρώντα σ’ ενεδάκρυσεν με πνεύμα βουρκωμένον| και κατερώτα να του ’που, πού τον έχουν θεμένον Σκλέντζα, Ποιήμ. 1107· γ) ο νους, τα λογικά: ούλα τα κακά εβγαίννουσιν απέ την γούλαν, ότι εκείνη παίρνει το αθθυμητικόν και ’ξηλείβγει τον νουν και καταλύει την γνώσιν, ... αχαμνίζει το πνεύμα, μεθυά την γλώσσαν ... αρρωστά το κορμίν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 145. 5) Το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το Άγιο Πνεύμα: Να είναι (ενν. ο βασιλεύς) ευσεβέστατος, υπέρμαχος εις όσα εδογματίσθησαν διά την Αγίαν Τριάδα, διά τον Θεόν Πατέρα, διά τον Υιόν αυτού τον Χριστόν και διά το Πνεύμα το Άγιον Zygomalas, Synopsis 145 Β 21· Εκεί και ο εμός Χριστός υπό του Ιωάννου| βαπτίζεται ως άνθρωπος εν ρείθροις Ιορδάνου,| ο ουρανός γαρ έσχισεν, το Πνεύμα καταβαίνει,| περιστερά ολόφωτος επάνω του αναβαίνει Προσκυν. Ιβ. 535 971· Ω ο Πατήρ και ω Υιέ και Πνεύμα ευλογημένο,| συμπάθιο εις τους αμαρτωλούς, Πνεύμα χαριτωμένο Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5222, 5223· Εκεί και το παράκλητον Πνεύμα τοις αποστόλοις| εξ ουρανόθεν εκ Πατρός κατήλθεν επί όλοις,| εφώτισεν, εδίδαξεν και συντήρησέν τους,| το Πνεύμα το πανάγιον πάντας αγίασέν τους Προσκυν. Ιβ. 845 628, 631· (ως τοπων.): Και τ’ άλλο μέρος (ενν. οι σολντάδοι) βγαίνουσι στου Δερματά ’ποκάτου| στην πόρταν οπού κράζανε κάτω στ’ Αγιού Πνεμάτου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 48326. 6) (Συνηθέστ. σε πληθ.) υπερφυσικό ον: Πνεύματα ‑ δεν κατέχω| των ουρανών να πω για κάτω τ’ άδη‑ |οπού με τόσον πόνον| φουσκώνετε τον νουν μου Πιστ. βοσκ. V 5, 411· έξελθε, πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, πρόδρομε του αντιχρίστου Σπανός (Eideneier) B 38· Ω πνεύματα ουρανικά, πού ’στε και δε θωρείτε| σήμερο την τρομάρα μου, το δίκιο μου να πείτε; Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 139· ούτε άστρα εισίν (ενν. οι κομήται), ούτε δαιμονικά πνεύματα Ψευδο-Σφρ. 5185· η κακία έχει τα της κακίας πνεύματα, όπου πασαένα και πολλά μαζί περιτρέχουσι τον άνθρωπον τον έρημον και τον σπουδάζουσι ή εις ένα ή εις άλλον πάθος Πηγά, Χρυσοπ. 306 (4)· Ούτως νοητέον και επί την ονομασίαν των βουλκολάκων· ήγουν βουλκόλαξ· ου μην πνεύμα διαφθείρον ζωήν ανθρώπων ετάχθη η ονομασία αυτών ή διασπαράττον σώματα ανθρώπινα, αλλά κατ’ ετυμολογίαν γραμματικής, ως άνω ειρήκαμεν, λέγεται βουλκόλαξ δήλον βούλκος λάκκου ήγουν σήψις Μάρκ., Βουλκ. 3449. Εκφρ. 1) Κατά πνεύμα = (ως επιθετ. προσδ.) πνευματικός: Ευγενέστατε, εντιμότατε και ενδοξότατε άρχων κύριε Ιωάννη Καλλέργη, υιέ κατά πνεύμα αγαπητέ της ημών μετριότητος χάρις είη σοι και ειρήνη παρά Θεού Παρθεν., Γράμμ. 2272. 2) Μαύρα πνεύματα, βλ. μαύρος (Ι) Εκφρ. β. 3) Σφραγίς του πνεύματος = (εκκλ.) το χρίσμα: Εγώ γαρ (ενν. ο υιός του Παγιαζήτ) ομολογώ ότι χριστιανός ειμι, συ δε (ενν. ο βασιλεύς των Ρωμαίων) τον αρραβώνα της πίστεως και την σφραγίδα του πνεύματος ου δίδως μοι. Γίνωσκε τοίνυν, θανών αβάπτιστος, έχω κατηγορίας φέρων κατά σου εν τῳ κριτηρίῳ του αδεκάστου Θεού Δούκ. 13518. Φρ. 1) Απολιγαίνει το πνεύμα μου, βλ. απολιγαίνω 2 Φρ. 2) Αποφυσώ πνεύμα, βλ. αποφυσώ Ά φρ. α. 3) Έλκω πνεύμα, βλ. έλκω 2. 4) Παραδίδω το πνεύμα (μου), βλ. παραδίδω Φρ. 4.ποδέα- η, Διγ. (Trapp) Gr. 2009, Κώδ. Πάτμου II Α 8, Λίβ. Va 939, Λίβ. (Lamb.) N 937, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 305, 511, 740, 758 κριτ. υπ., Ολόκαλος 611, 713, 915, 108, 1310 κ.α., Προσκυν. Κουτλ. 156 8119, Πορτολ. A 225, Προσκυν. Ολυμπ. 177 908, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 1117 χφ Μ κριτ. υπ.· ποδεά, Λίβ. P 782, Ολόκαλος 1606· ποδία, Προδρ. (Eideneier) IV 190 χφ Α κριτ. υπ., Πουλολ. (Τσαβαρή)2 37 κριτ. υπ., 337 κριτ. υπ., Λίβ. Esc. 1081, Θησ. Γ́ [105], Ζ́ [687], Ή [612], Ολόκαλος 516, Β17, Γ13, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 61r, 247v τρις, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [254], [280], Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 225, 4117, Παϊσ., Ιστ. Σινά 618, Λίβ. (Αγαπητός) 135, Σεβήρ., Σημειώμ. 62α, Δωρ. Μον. XXXII, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 131, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 282, Αγαπ., Καλοκ. 338, Προσκυν. Μεταμ. 50 1167, Hagia Sophia f 59716, Νομοκ. Αγ. Γεωργ. 146· ποδιά, Ch. pop. 362, Αλεξ.2 170, κριτ. υπ. 206 α, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2330, 3970, 4048, Πεντ. Δευτ. III 17, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 724, Νομοκ. Αγ. Γεωργ. 126· πληθ. ποδές, Ημερολ. 49, Ιστ. πατρ. 1981‑2, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 50r.
Από το αρχ. ουσ. ποδείον (Ανδρ., Λεξ., λ. ποδιά). Ο πληθ. ποδές (από ποδέες με συναίρεση· πβ. Georgac., The -ιτσ- suffixes 311-12) σε κείμ. του 13.αι. (LBG). Ο τ. ποδεά στον Ησύχ. και σε έγγρ. του 13. αι. (Act. Xér. 9A16). Ο τ. ποδία στο L‑S (Γλωσσάρ.,· λ. ποδηνεκής), στο Du Cange, σε έγγρ. του 17. αι. (Πεντόγαλος, Παρνασσ. 16, 1974, 38, 42, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 437) και σήμ. στο τσακων. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.). Ο τ. ποδιά (από ποδέα με συνίζ.· πβ. ΛΚΝ) στο Somav., σε έγγρ. του 16. (Γρηγορόπ., Έγγρ. στ. 111, στ. 318, στ. 514), 17. (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 20, 1990, 447, 486), 18. (Apostolopoulos, Ελλην. 27, 1974, 103) και 19. αι. (Παπανικολάου, Λαογρ. 19, 1960-61, 185-86) και σήμ. Η λ. τον 9. αι. (TLG· για πιθ. παλαιότ. μνείες βλ. LBG), σε έγγρ. του 9., 11., 12. (LBG), 13. (Act. Xér. 9B24, Βραν. Ε., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Α′ *89), 14. (Act. Vat. I 6119, ΙΙ 12010, 12, Act. Doch. 1738, Act. Lavr. III 14710, 11, 12, 13, 14), 16. αι. (Γρηγορόπ., Έγγρ. στ. 111, στ. 318, στ. 514, στ. 1312, 16, στ. 1726, Μαράς, Κατάστιχο 149 Γ′ 21029), στο Meursius και σήμ. στο τσακων. και το ποντ. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων., Παπαδ. Α., Λεξ.).
1) α) Περίζωμα που φοριέται στη μέση, πάνω από το ρούχο: Ουδ’ έπλυνε (ενν. η Παναγία) ουδ’ έραφτε ουδ’ έλλασσε ποτέ τση| κι ήσα τα ρούχα τση λαμπρά κι εστράφτα οι ποδιές τση Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4329· Μα τούτοι ποιος ποκάμισο μας δίδει, ποιος φιστάνι,| ποιος μπόλια, ποιος άλλος ποδιά, ποιος τα παπούτσα κάνει Φορτουν. (Vinc.) Έ 34· β) (μεταφ., προκ. για πουλί) κοιλιά: Η κίσσα ευθύς εγύρισεν, λέγει την πασιδόνα: ... αυτήν την εμπαλωματούν, τάχα την καμαρώνεις,| οπὂχει κόκκινον ομπρός και μαύρον εξοπίσω| και εις την ποδέαν σου (ενν. έχεις) βένετον, στην ράχην σου γαλάζιον Πουλολ. (Τσαβαρή)2 337· γ) (συνεκδ.) γ1) γόνατα: Ημέρες περαζόμενες στον Φίλιππο ’ρθ’ ορνίθι,| κι εις την ποδιά του γέννησε κι ύστερα καρκαρίθη Αλεξ.2 208· γ2) κόλπος, αγκαλιά: Εσίμωσε η Σολομή ν’ απλώσει τση κεράς τση| και γεννημένον εύρηκε το τέκνο στην ποδιά τση Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2087· Επόμεινεν η Αρετή μόνο με τη Φροσύνη·| πράμα μεγάλο εγίνηκε σ’ αυτή, την ώρα κείνη:| εις την ποδιά τση νένας της ήπεσε κι ελιγώθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1575· Λοιπό, μητέρα μας γλυκιά, στρέψε προς τα παιδιά σου,| φίλησε και σιργούλισε, βάλε τα στην ποδιά σου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5245. 2) α) Φόρεμα, ένδυμα, χιτώνας (κυρίως ανδρικός): εις τον δρόμον οπού υπήγαιναν, ήλθε του Ξάνθου να κατουρήσει και εσήκωσε την ποδίαν του και περιπατώντας εκατούρει Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 1117· ως τον είδεν (ενν. τον Ξάνθο) ο Αίσωπος, πως περιπατώντας εκατούρει, επίασέ τον εξόπισθεν από την ποδίαν αυτού και λέγει τον Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 1119· β) στρατιωτική στολή/ένδυμα (για το πράγμα βλ. Jeffreys [Διγ., Εισαγ. σ. Xl]): ο γέρων ο Φιλοπαππούς ούτως τον απεκρίθην (ενν. τον Διγενή):| «Θεωρώ σε, κύρκα, υπόλυγνον και ως αχαμνά ζωσμένον| και χαμηλά η ποδέα σου και ου ποιείς εσύ απελάτης» Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 658· (μεταφ.,. προκ. για πουλί): Αν ου ’γερθείς εις το γοργόν να επάρεις τας ποδέας σου,| αυτάς τας κακοεντύλικτας και επάρεις και υπαγαίνεις,| τώρα να ιδείς το πλεότερον το τι σε θέλω ποίσει Πουλολ. (Τσαβαρή)2 37· γ1) κάτω άκρη ενδύματος: πιάνει τον ( ενν. η Τάρσια τον Απολλώνιο) εκ την ποδιά να σηκωθεί τον γέρνει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1534· τον είδε (ενν. τον φονέα) το σκυλάκιον και τον εγνώρισε. Και πάραυτα τον επίασεν από την ποδίαν και τον τραβίζει και φωνάζει ωσάν λυσσασμένον Διον. ρήτ., Ιστ. 254· γ2) (στον πληθ.) οι κάτω άκρες του χιτώνα των ακριτών, που κρέμονταν (για τη σημασ. βλ. Κοραή, Άτ. Ά 256 και Πολ. Λ., Πριν Άλ.2 21 σημ.): Ω τις Ακρίτης έτερος εκεί να ευρέθην τότε,| και τας ποδέας του να έμπηξεν, να επήρεν το ραβδίν του| και μέσα να εκατάβηκεν ευθύς ως αγουρίτσης Προδρ. (Eideneier) IV 190· φωνής ως ήκουσε του θείου το παιδίον,(παραλ. 1 στ.) εκδύει το υπολούρικον (ήτον πολύς ο καύσων)| και τας ποδέας οχυρώς πήξας εις το ζωνάριν Διγ. (Trapp) Gr. 1067· Ρούχα τίτοια τους δίδει (ενν. ο Ιουστινιανός) |ενδύματα παράξενα, πολλά παρηλλαγμένα,| επάνωθε της τραχηλιάς, κάτω εις τας ποδέας| και κάτω εις τα μανίκια, τα πάντα χρυσωμένα Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 357· δ) ποδόγυρος: Άλλες να έχουσι χρυσές άλυσες να φορούσιν (παραλ. 3 στ.) και πασαένα φόρεμα που να ’ναι τιμημένον| χρειά ’ναι ’που κάτω στην ποδιάν τριγύρα να ’ν’ ραμμένο Γεωργηλ., Θαν. 139. 3) (Προκ. για όρος) α) πρόποδες, υπώρειες: εκλερονόμησαν την ηγή του ... όλο τον κάμπο απέραμα του Ιαρδεν ανατολικά και ως τη θάλασσα του κάμπου κατωθιό τις ποδιές του λαγκαδιού Πεντ. Δευτ. IV 49· εις την ποδιάν του όρους των Ελαιών είναι το σπήλαιον οπού ήτον ο Χριστός με τους αποστόλους, όταν ήθελε να παραδοθεί τοις Ιουδαίοις Προσκυν. Κουτλ. 390 14115· β) πλαγιά: εις τη μερέα του σιρόκο δείχνει ποδέα μακρέα κάβο χαμηλό φουρνάνο και ωσά σιμώσεις, γνωρίζεις καλύτερα Πορτολ. A 625. 4) α) Πολύτιμο λειτουργικό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από την εικόνα σε ένδειξη σεβασμού (για τη σημασ. βλ. Du Cange, λ. ποδέα και Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 259): Ήτον εικόνες θαυμαστές εγκαψοσμαλδωμένες,| όλες με λίθους εκλεκτούς με τίμιες ποδίες Αρσ., Κόπ. διατρ. [873]· Αύθις τε αι βημόθυραι πέλουσι καμουχένιες,| των δε εικόνων αι ποδιαί καμουχοτζατουνένιες Παϊσ., Ιστ. Σινά 1098· Είχαν (ενν. αι εικόνες) ποδίες εύμορφες μεγάλες ώσπερ πεύκια| με τέχνην ωραιότατην με πάσαν ευκοσμίαν Αρσ., Κόπ. διατρ. [1050]· β) ύφασμα που σκεπάζει το μπροστινό μέρος της Αγίας Τράπεζας (για τη σημασ. βλ. Somav., λ. ποδιά): είτις τολμήσει και επάρει ... πράγμα της εκκλησίας ... ή ποδέα ή μανάλι ... αφορισμῴ εις αυτούς καθυποβάλλομεν Μαλαξός, Νομοκ. 188· γ) παραπέτασμα, θωράκιο (για τη σημασ. βλ. Sophocl., λ. ποδέα και Πεντόγαλος, Παρνασσ. 16, 1974, 38, 42, 38): δεν έχει (ενν. η εκκλησία της Αγίας Βάτου) ... Τέμπλον· αλλά όταν λειτουργούσι, κλείουσι και χωρίζουσι ωσάν Άγιον Βήμα με μίαν μεγάλην ποδίαν, από ένα μέρος έως το άλλο, ωσάν καταπέτασμα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 156· τότε γαρ και γέγονεν σεισμός εκείσε μέγας, και κεραυνός έπεσεν εν τῃ ιερᾴ μονῄ της Περιβλέπτου, και έκαυσεν εκείσε εικόνας και ποδέας και άλλα τινά Byz. Kleinchron. Ά 35210· δ) ιερό πέπλο που σκεπάζει άγαλμα (για τη σημασ. βλ. Du Cange, App., λ. ποδέα και App. alt., λ. ποδέα): Έλενος δε ο αδελφός του Έκτορος εσυμβούλευσε τον Έκτορα ίνα υπάγει ... και να ειπεί της μητρός του της Εκάβης, να παρακαλέσει (ενν. η Εκάβη) την θεάν την Αθηνάν, και να της δώσει μίαν ποδίαν εύμορφην, διά να αποδιώξει τον Διομήδην εκ τον πόλεμον Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Υπόθ. Ζ́· Ειπές δε και της μητρός μας,| να συνάξει τας γυναίκας| να ανοίξουσι τας θύρας| του ναού της Αθηναίης| και να φέρει μίαν ποδίαν,| την πολλά ωραιοτάτην| κι έμπροσθεν αυτήν να θέσει,| της θεάς της Αθηναίης Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [138]. 5) Η βάση, η κάτω πλευρά ενός σχήματος, μιας επιφάνειας (για τη σημασ. βλ. Fisc byz. 290): εάν δε έχει (ενν. το χωράφιον) κοιλίαν εις το έσω χείλος είτε εις το έξω, μέτρει το πλάτος της κεφαλής και της μέσης και της ποδέας, και έπαρον την τρίτην μοίραν Metrol.2 5822. 6) Μονάδα μέτρησης επιφάνειας/έκτασης: κυρ Νικολο Παουλη, υιός του κυρ Τζανάκι,... ότι δίδει και πακτώνει του Μοσκολεο ... χωράφια ποδέα μια Ολόκαλος Ζ3. Φρ. 1) Αποσκεπάζω την ποδιά κάπ., βλ. Επιτομή, αποσκεπάζω β φρ. (α) και ασχημία 5β φρ. (α). 2) Φιλώ την ποδιά κάπ. = προσκυνώ, ικετεύω κάπ. (για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Α2 109-110 και Έ Παράρτ. 20-21): απήτις εις το κάτεργον εμπήκαν| οι προεστοί και τον πασάν ευρήκαν,| σκύφτουσι και κλιτά τον προσκυνούσι| και την ποδιά του ρούχου του φιλούσι Λεηλ. Παροικ. 340.ποικίλλω,- Διγ. Z 2767, Αργυρ., Βάρν. K 438 (έκδ. πεποιλκαμένος· διορθώσ.), Παϊσ., Ιστ. Σινά 678, Προσκυν. Μεταμ. 50 11136.
Το αρχ. ποικίλλω. Η λ. και σήμ.
(Αμτβ.) αλλάζω, μεταβάλλομαι, είμαι ασταθής: ου λανθάνει ... το έθιμόν τε της πράσεως, και έστι προς διάγνωσιν άσφαλτον τοις μη ποικίλλουσι την γνώμην και πολύ του καλού παρεκβαίνουσι Metrol.2 7131. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = στολισμένος, κοσμημένος: αι δε θυρίδες άπασαι του πανευφήμου οίκου| από χρυσίου καθαρού πεποικιλμέναι υπήρχον| και χρυσαμπελοκλάδους τε έχουσαι μετά βότρυς Διγ. Z 3829· άνωθεν κανδήλια κρέμανται μ’ αλυσίδες, (παραλ. 1 στ.) Πάλιν δε εις καθ’ έκαστην καμάραν από ένα,| που είν’ εικοσιτέσσαρα, πάντα πεποικιλμένα Παϊσ., Ιστ. Σινά 414· έναι ο τόπος (ενν. ο Γολγοθάς) σχηματισμένος, ώστε και πεποικιλμένος, πάνυ ωραιότατος, και αναπέμπει ευωδίαν μεγάλην και πάντερπνην Προσκυν. Λαύρ. 874 9626.πολυέλαιος- ο, Προσκυν. Λαύρ. 874 9620, Προσκυν. α′ 1124, 11321‑22.
Από το ά συνθ. πολυ‑ και το ουσ. έλαιον ή το αρσ. του αρχ. επιθ. πολυέλαιος ως ουσ.· για διαφορ. ετυμ. και γρ. (πολυέλεος) βλ. Ανδρ., Λεξ., Παπαδ. Α., Αθ. 40, 1928, 82, ΛΚΝ. Η λ. στον Πορφυρογέννητο, στο Meursius και σήμ.· βλ. και LBG.
Μεγάλο κρεμαστό φωτιστικό με κεριά ή καντήλες, στο κέντρο ή σε άλλα σημεία χριστιανικού ναού: άνωθεν αυτού κρέμαται και το πολυκάνδηλον, ήγουν ο πολυέλαιος· άπτουν και αυτού κανδήλια δ́ Προσκυν. Μεταμ. 50 11130· Κρέμανται και από την στέγην της μέσης εκκλησίας από τους χορούς έως εις την μεγάλην πόρταν πολυέλαιοι πέντε Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 160. — Πβ. και πολυκάνδηλον.πολυκάνδηλον- το. Hagia Sophia α 4603, φ1 50228, ω 53115, ν 5599, f 59721, ψ 6157, Προσκυν. α′ 11322.
Από το ά συνθ. πολυ‑ και το ουσ. κανδήλα. Τ. πολυκάντηλο σήμ. Η λ. τον 5. αι. (LBG) και στο Meursius (λ. πολυκάνδηλα).
(Εκκλ.) κρεμαστό φωτιστικό με πολλά καντήλια που χρησιμοποιείται κυρίως σε χριστιανικούς ναούς: Και αυτού άνωθεν κρέμουνται πολυέλαιος και πολυκάνδηλον, το οποίο έχει κανδήλας μβ́ Προσκυν. Μπεν. 54 1566· άνωθεν ... κρέμαται και το πολυκάνδηλον, ήγουν ο πολυέλαιος· άπτουν και αυτού κανδήλια δ́ ακοίμητα, έχει δε έως τριακόσια κανδήλια Προσκυν. Μεταμ. 50 11130. — Πβ. και πολυέλαιος.προσκυνητάριον- το, Προσκυν. Ιβ. 535 τίτλ., Προσκυν. Μπεν. 54 1531, Προσκυν. α′ 1101· προσκυνητάρι, Προσκυν. Λαύρ. 874 941.
Από το ουσ. προσκυνητήριον. Ο τ. προσκυνητάρι και σήμ., όπως και τ. προσκυνητάριο (Κριαρ., Λεξ., λ. προσκυνητάρι(ο)). Η λ. και σε κείμ. του 18. αι. (Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 1691).
Κείμενο που περιλαμβάνει την περιγραφή (σε πεζό λόγο και σπανιότερα σε στίχους) των Αγίων Τόπων και των διαφόρων κυρίως χριστιανικών μνημείων (προσκυνημάτων) που βρίσκονται σ’ αυτούς και το οποίο χρησιμοποιείται ως (ταξιδιωτικός) οδηγός των προσκυνητών (για το είδος των κειμένων αυτών, το περιεχόμενο και το σκοπό συγγραφής τους βλ. Καδάς [Προσκυν. Κουτλ. 156 σ. 40-51], ODB, λ. proskynetarion): Προσκυνητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και των περιχώρων αυτής Προσκυν. Κουτλ. 390 1241· Προσκυνητάριον περιέχον πάντα τα υπό του Σωτήρος ημών τερατουργηθέντα θεοσημεία εν τῃ αγίᾳ πόλει Ιερουσαλήμ και τας τοποθέσεις Προσκυν. Ιβ. 845 τίτλ.· Προσκυνητάριον συν Θεῴ αγίῳ. Τοις αναγινώσκουσι χαίρειν και εύχεσθαι υπέρ ημών, της ομιλίας και διηγήσεως και εξηγήσεως περί του αγίου τόπου της επαγγελίας, ήγουν των Ιεροσολύμων Προσκυν. Μεταμ. 50 1091.ράμπλιον- το.
Από το αραβοτουρκ. ramal (Mor., Byzantinot. II 259). Πβ. λ. ραβούλιον στο Du Cange App. και ραμπλιστής το 14.-15. αι. (TLG). Η λ. στο Du Cange· βλ. και LBG.
Μαντική μέθοδος που συνδυάζει τη γεωμαντεία με την αστρολογία, γνωστή στους βυζαντινούς χρόνους και με την ονομασία ραβούλιον (για το πράγμα βλ. Tannery, Mémoires scientifiques 4, 1920, 357-72)· (εδώ στον πληθ.): ταύτα ειπόντος απέβη (ενν. ο Μηρσαΐτης) του ημιόνου ού εποχείτο και εισήλθεν εις την τένταν ... και ήρξατο αναγινώσκειν τας βίβλους του Μωάμεθ και τα ράμπλια πράττειν Καναν. (Pinto) 250. Η λ. ως τοπων.: Προσκυν. Μεταμ. 50 12321. — Πβ. και ραμάλης.ριζιμαίος,- επίθ., Διγ. Z 2026, Λίβ. Esc. 2750, Hagia Sophia ω 5159, Προσκυν. Ιβ. 845 91, Προσκυν. Ιβ. 535 93, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 57, Προσκυν. Μεταμ. 50 11640· ριζαμίος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 173αr· ριζίμιος, Ιμπ. (Legr.) 596· ριζιμίος, Λίβ. διασκευή α 2888 κριτ. υπ., Ιατροσόφ. (Oikonomu) 9219, Προσκυν. Μπεν. 54 15713, Προσκυν. α′ 1152· ριζιμιός, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1370, 2066, Διγ. Άνδρ. 3596, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 703, Διήγ. ωραιότ. 470, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 48020, 50019, Hagia Sophia v 5476.
Από το ουσ. ρίζα (βλ. ά. ρίζα (Ι)) και την κατάλ. ‑ιμαίος. Ο τ. ριζίμιος πιθ. από μετρ. αν. Ο τ. ριζιμίος το 14. αι. (LBG, στη λ.) και σε κείμ. του 18. αι. (Διήγ. Αγ. Σοφ. (Μουζ.) 77). Ο τ. ριζιμιός σε έγγρ. του 17. αι. (Γριτσόπουλος, ΕΑΙΕΔ 3, 1950, 133) και σήμ. λαϊκ. Θηλ. ριζαμέα σήμ. ιδιωμ. (Βαγιακ., Πρακτ. Β′ Συμπ. Γλωσσολ. Bορειοελλ. Χώρου 16)· βλ. και Καραποτόσογλου, Κυπρ. Σπ. 46, 1982, 184. Η λ. στον Πορφυρογέννητο, σε έγγρ. του 10.-14. (Act. Ivir. I 933, Act. Esph. 110-11, Act. Pantocr. 329, Act. Saint-Pantél. 98, Act. Lavr. II 7413 κ.α.) και 19. αι. (Act. Kutl.2 7825), στο Κουμαν., Συναγ. (λ. ριζημαίαι) και λογοτ. στο ΑΛΝΕ· βλ. και LBG.
Που είναι βαθιά, στέρεα ριζωμένος στη γη· αμετακίνητος (βλ. και ά. πέτρα (I) Έκφρ. 4, ά. πλάκα 1α): Ενόσω εβουλευόμεθα και λογισμοεμαχούμεν,| εις έναν βράχος φοβερόν και εις πέτραν ριζιμαίαν| τηρώ και βλέπω χόρτινον καλύβιν να ιστήκει,| όσον εχώρει άνθρωπον ένα το να κοιμάται Λίβ. διασκευή α 2888· έναν τόπον οπού είναι μεγάλος φόβος να στραφεί τινάς να ιδεί κάτω ... οδιά την ταραχήν απού κάνει η θάλασσα εις τα μεγάλα χαράκια απού είναι εκεί και ριζιμιά και κομμένα Μορεζ., Κλίνη φ. 540r· (σε παρομοίωση): Μα σα χαράκι ριζιμιό π’ άνεμο δε φοβάται| και μηδέ σ’ αστραπή δειλιά μηδέ ’ς βροντή ξυπάται,| έτσι εσταθήκα ασάλευτοι στην κονταράν εκείνη (ενν. ο Ρώκριτος και ο Κυπριώτης) Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 2361.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- ο, Ασσίζ. 23611, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 430, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 144, 190, 268, 277, 279, 280, 289, 295.