Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- λαύρα
- η.
Το αρχ. ουσ. λαύρα. Η λ. και σήμ.
1) Είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex. στη λ. 2, καθώς και Διονυσία Παπαχρυσάνθου, ο Αθωνικός μοναχισμός. Αρχές και οργάνωση, σελ. 66 σημ. 26, 27 και σελ. 72 κε.): Προσκυν. Κουτλ. 156 8417. 2) (Πιθ.) ανοικτό ή φλύαρο στόμα (Για τη σημασ. βλ. Eideneier [Σπανός (Eideneier)] 305: εμπαστία εις την λαύραν του και οι λύκοι εις την κορφήν του Σπανός (Eideneier) Α 33.μιερεύς- ο, Προσκυν. Ιβ. 845 575.
Το μτγν. ουσ. μιερεύς (Steph., Θησ.)· πλάσμα από συμφ. του επιθ. μιαρός και του ουσ. ιερεύς (Βλ. Καδάς, Προσκυν. σ. 298). Βλ. πάντως και Psalt., Gramm. 2. Τ. μιαρεύς στο Steph., Θησ. Η λ. και στο Du Cange.
Ειδωλολάτρης ιερέας: έναι το μοναστήριον του προφήτου Ηλιού, εκεί όπου έσφαζε τους μιερείς της αισχύνης Προσκυν. Κουτλ. 156 8322.μολυβδοσκέπαστος,- επίθ., Προσκυν. Ιβ. 845 521, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 470· μολυβοσκέπαστος, Προσκυν. Κουτλ. 156 782-3, 8014, 8336, Προσκυν. Ολυμπ. 177 8634, Προσκυν. Λαύρ. 874 9523, 999, Προσκυν. Κουτλ. 390 13822, Προσκυν. Μπεν. 54 15432, Προσκυν. α′ 1122, 11813, κ.α.
Από το ουσ. μολύβδι και το ρηματ. επίθ. σκεπαστό. Ο τ. (με α’ συνθ. το ουσ. μολύβι) απ. στο Du Cange (λ. μόλυβος) και στο Steph., Θησ. Η λ. στο Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ.
Που είναι σκεπασμένος με μόλυβδο: η εκκλησία της αγίας Σιών είναι μολυβοσκέπαστη τούρλα ωραιοτάτη Προσκυν. Κουτλ. 390 14023· Θαυμασιότατος ναός είναι και ούτος πάνυ,| μολυβδοσκέπαστος, καλός, βροχή δεν τονε πιάνει Προσκυν. Ιβ. 535 514.μουσίον- το, Διγ. Z 3868, Αχιλλ. N 713, Βυζ. Ιλιάδ. 51, Προσκυν. Κουτλ. 156 7813, Αρσ., Κόπ. διατρ. [1043], Διγ. Άνδρ. 39918· μωσίον, Προσκυν. α′ 1123.
Από το ύστερο λατ. musivum (Niermeyer, Med. Lat. Lex. 712· βλ. επίσης Frisk, Wört. II 260, λ. μούσα). Η λ. τον 6. αι. (Sophocl., λ. μουσείον). Ο τ. μωσίον στο Du Cange (λ. μουσείον).
α) Ψηφιδωτό: Τους ορόφους εκόσμησε πάντας μετά μουσίου| εκ μαρμάρων πολυτελών Διγ. (Trapp) Gr. 3184· ιστορισμένοι μετά μωσίου χρυσού όλοι οι προφήται Προσκυν. α′ 11111· Οι τοίχοι όλοι έσωθεν μετά μωσίου του κοινώς λεγομένου ψηφίου Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 430· β) ψηφιδωτή διακόσμηση: ο θρόνος ήτον εγκοφθός όλος μετά μουσίου,| λιθαρομαργαρίταρον, ζάφειρον φορτωμένος Διήγ. Βελ. 504.μπρούντζινος,- επίθ., Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 321, 421· μπρόντζινος, Τζάνε, Κρ. πόλ. 51513· μπρούζινος, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 110r· μπρούτζινος, Προσκυν. Κουτλ. 390 12932, 33· προύζινος, Προσκυν. Κουτλ. 156 846 προύντζινος, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 383, Προσκυν. α′ 12428· προύτζινος, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 233, Προσκυν. Λαύρ. 874 106, Προσκυν. Κουτλ. 390 12933, Προσκυν. α′ 11312.
Από το ουσ. μπρούντζος και την κατάλ. ‑ινος. Ο τ. μπρόντζινος σε έγγρ. του 1800 (Βισβίζ., ΕΚΕΙΕΔ 12, 1965, 92). Ο τ. μπρούζινος σε έγγρ. του 17. αι. (Τσίτσας, Θησαυρ. 17, 1980, 318). Ο τ. μπρούτζινος στο Meursius (λ. μπρούντζον, μπρούτζινον), σε έγγρ. του 16. (Μέρτζιος, Κρ. Χρ. 15-16 Β΄, 1961/2, 273) και του 18. αι. (Αλιπράντης, Αθ. 75, 1974/5, 117, Apostolopoulos, Ελλην. 27, 1974, 113) και σήμ. Ο τ. προύντζινος στο Σκουβαρά, Ολυμπιώτ. 459 και σε έγγρ. του 1800 (Βισβίζ., ό.π.). Ο τ. προύτζινος στο Du Cange (λ. μπρούντζο και προύτζινες) και σε έγγρ. του 18. αι. (Apostolopoulos, ό.π. 103). Η λ. στο Meursius, ό.π. και σήμ.
Κατασκευασμένος από μπρούντζο: Μπουμπάρδες να ʼχει μπρούντζινες, τουφέκια γεμισμένα Γαδ. διήγ. 483· Έχει και δύο πόρτες γλυπτές προύτζινες, ωραιότατες Προσκυν. Ολυμπ. 177 9214.νηστεύω,- Προδρ. III 272 g χφ g κριτ. υπ., Ιατροσ. 21103, Διγ. Z 1584, Φυσιολ. B 53, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 60r, 76v, 77r πολλ., 77v, Προσκυν. Κουτλ. 156 8216, Παϊσ., Ιστ. Σινά 63, Βίος αγ. Νικ. 60, Διγ. Άνδρ. 34822, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 86r, Μαλαξός, Νομοκ. 186· νηστεύγω, Μαχ. 2649, Δεφ., Σωσ. 302, 307 δις, 309, 312, 317.
Το αρχ. νηστεύω. Ο τ. στο Βλάχ.· πβ. τ. νηστεύκω σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 674). Η λ. και σήμ.
Α´ Αμτβ. 1) Απέχω από τροφή, μένω νηστικός: Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 661· θέλω υπάγει εις τον ποταμόν του Ιορδάνου να σταθώ μέσα εις το νερόν εβδομήντα πέντε ημέρας να νηστέψω, μήπως ο Θεός ... μας ελεήσει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 77r· εάν θελήσει (ενν. ο όφις) νέος γενέσθαι, πολιτεύεται και νηστεύει τεσσαράκοντα νύκτας έως το δέρμα αυτού χαυνωθεί Φυσιολ. M 144· ούτος (ενν. ο γυψ) μεν νηστεύει ημέρας τεσσαράκοντα, και πάλιν όταν ευρεθεί εν βρώμασιν, εσθίει λίτρας μ’ και αναπληροί των τεσσαράκοντα ημερών την νηστείαν Φυσιολ. 35318. 2) α) (Θρησκ.) απέχω από ορισμένες τροφές κατά τις καθορισμένες από την Εκκλησία νηστείες, νηστεύω: κι εσύ ουν, νοητέ άνθρωπε, ενήστευσας ημέρας τεσσαράκοντα, ελόμενος την του Κυρίου Ανάστασιν Φυσιολ. 3532· Σάββατο μέρα ήτονε, Ύψωσις του Σταυρού μας| κι όλοι μας ενηστεύαμεν δι’ αγάπην του Χριστού μας Διήγ. ωραιότ. 180· Νηστεύγεις και καταλαλείς, νηστεύγεις και υβρίζεις,| νηστεύγεις και μνησικακείς και σωτηριά ολπίζεις; Δεφ., Σωσ. 299· η αρχαία Εκκλησία, η από τον καιρόν των Αποστόλων, πάντοτε είχε την συνήθειαν της νηστείας και ενήστευον κάθε καιρόν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 77· β) (για θρησκ. λόγους) μένω νηστικός: Σαράντα μέρες στο βουνίν ήργησε να κατέβει,| νύκτα και μέρα στον Θεόν ο Μωυσής νηστεύει Χούμνου, Κοσμογ. 2702. Β´ Μτβ. 1) Απέχω από ορισμένες τροφές α) (εδώ προκ. για εκδήλωση πένθους): Πεινώμεν, αποθνήσκομεν νηστεύοντες το κρέας Καλλίμ. 1513· β) (για θρησκ. λόγους): αυτείν’ οι γέροντες που κρίνασιν ομάδι| κι εδείχναν ’τι νηστεύγασι ψωμί, κρασί και λάδι,| και ενήστευγαν κι εκάμνασι κι οι δυο ξεροφαγία| και αυτείνοι εζιγανεύγασιν με ψεύτικην καρδία Δεφ., Σωσ. 294. 2) Τηρώ κάπ. νηστεία καθορισμένη από την Εκκλησία: εκείνοι οπού δεν νηστεύγουσι την αγίαν τως Σαρακοστή Αποκ. Θεοτ. I 214. 3) (Μεταφ.) απέχω από …: καλή ’ναι η νήστεια, νήστευε· μα νήστευε και τ’ άλλα·| την έχθρα και καταλαλιά, που ’ναι κακά μεγάλα Δεφ., Σωσ. 303· νήστευγε αυτείνη την πορνειά, μοιχειά και αδικία Δεφ., Σωσ. 305.νιπτήρ ‑ας- ο.
Το μτγν. ουσ. νιπτήρ, που απ. και σήμ. εκκλ. Η λ., στον τ. νιπτήρας, στο Somav. και σήμ. κοιν. με διαφορετική σημασ.
1) Λεκάνη για το πλύσιμο ιδιαίτερα των ποδιών: εκ του αυτού δημιουργείν πηλού και κεραμεύειν| ουράνην και κυπέλλιον και σκύφον και νιπτήρα Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 339. 2) (Θρησκ.) το πλύσιμο των ποδιών των Αποστόλων από το Χριστό (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex. στη λ. 2): Αυτού εγένετο και ο δείπνος ο μυστικός και ο νιπτήρας, οπού ένιψε τους πόδας των Αποστόλων ο Χριστός Προσκυν. Κουτλ. 156 814.οίκος- ο, Φυσιολ. M 54, Προδρ. (Eideneier) I 270, Ασσίζ. 798 (έκδ. τον όκον· διορθώσ.), 14622, 1527, Διγ. (Trapp) Gr. 409, 919, 1830, Διγ. Z 1177, 1242, 1647, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 339, 482, 1001, 1003, 1071, Πόλ. Τρωάδ. 762, Χρον. Μορ. P 1706, Ιστ. Ηπείρ. XXXI8, Χειλά, Χρον. 347, Απόκοπ.2 232, Έκθ. χρον. 3414,15, Ρίμ. θαν. 67, Προσκυν. Ιβ. 845 478, Αλφ. (Μπουμπ.) V 34, Προσκυν. Λαύρ. 874 9416, Προσκυν. Κουτλ. 156 8038, Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 1702, Προσκυν. Μεταμ. 50 10916.
Το αρχ. ουσ. οίκος. Η λ. και σήμ.
1) α) Σπίτι, κατοικία: Ασσίζ. 446· Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 553, 882· (προκ. για το πατρικό σπίτι): Αισχύνομαι, αυθέντα μου, ότι μόνη τυγχάνω·| πώς του πατρός μ’ ουκ ήκουσας στραφήναι εις τον οίκον; Διγ. Z 2170· Πριν φθάσει εις τον οίκον του, ενόησεν ο πατήρ του| και βίγλας έστησεν πολλάς και αναμένασίν τον Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1028· (εδώ στον πληθ.): Αχιλλ. N 1092, Απόκοπ.2 249· (μεταφ.): το περιβόλιν γίνεται παστάς της Αφροδίτης| και των Χαρίτων κάτοπτρον και των Ερώτων οίκος Καλλίμ. 2159· β) (συνεκδ.) πρόχειρο κατάλυμα, παράπηγμα: Έκθ. χρον. 346. 2) Παλάτι, ανάκτορο, μέγαρο (στον εν. και πληθ.· για τη σημασ. βλ. Bauer, Wört. στη λ. 1β): ιστορογραφίζουσιν και χρωματοπλουμίζουν| σπίτια και παλάτια μεγάλων βασιλέων| και άλλους οίκους φοβερούς μεγάλων μεγιστάνων Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 401· Απέχει δέ ο οίκος του Δαβίδ του προφήτου και θεοπάτορος βασιλέως από τον Άγιον Τάφον στάδια δ́ Προσκυν. Μεταμ. 50 11510· εις οίκους μου την έφεραν (ενν. την Πλάτζια - Φλώρε) εις τα εμά παλάτια Φλώρ. 414. 3) Ο λατρευτικός χώρος, ναός: Κύριε, ηγάπησα, λέγει μας ο προφήτης,| ευπρέπεια του οίκου σου, ώσπερ καλός τεχνίτης Ιστ. Βλαχ. 1668· ο επ’ ονόματι της του Θεού Λόγον Σοφίας ανοικοδομηθείς ναός και τέμενος της Αγίας Τριάδος ... σήμερον βωμός βαρβάρων και οίκος του Μωάμεθ επεκλήθη και γέγονεν Δούκ. 37530. 4) α) Οικοδόμημα: ενδείας ούσης ξύλων, κατέρριπτον τους εξαισίους οίκους και τας δοκούς κατέκαιον Δούκ. 7914· β) οίκημα, κτίσμα: οίκος γαρ εστίν πλησίον| του ναού συγκολλημένος·| μέσον γαρ εκείσε τούτου| είν’ οι θησαυροί κρυμμένοι Ερμον. Ω 191· γ) (εδώ προκ. για ταφικό μνημείο· για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 201· πβ. και Διγ. (Αλεξ. Στ.) 1665): Ένδοθεν τούτου έτερος κατεσκευάσθη οίκος| το ύψος μέν ωσεί πηχών είκοσί τε και δύο Διγ. Z 3819· αι δέ θυρίδες άπασαι του πανευφήμου οίκου| από χρυσίου καθαρού πεποικιλμέναι υπήρχαν Διγ. Z 3828. 5) α) Οικογένεια, φαμελιά: Προδρ. (Eideneier) II 62 χφ Η κριτ. υπ.· β) επιφανής οικογένεια ή γένος, οίκος: οκάποιον μέγαν άνθρωπον εκεί του παλατίου,| Φιλανθρωπινόν τον έλεγαν, ’κ τους δώδεκα οίκους ήτον Χρον. Μορ. H 8710. 6) Ο τόπος όπου κάπ. είναι κύριος, επικράτεια· (εδώ) βασίλειο: «ύπαγε εις τον οίκον σου, ποίμαινε τον λαόν σου,| ουκ έχεις μέρος μεθ’ ημών ουδέ κληρονομιάν».| Και παρευθύς εγίνησαν τα σκήπτρα μερισμένα.| Ο βασιλεύς απόμεινε με δύο σκήπτρα μόνον Κομν., Διδασκ. Δ 287. 7) (Εκκλ.) το τροπάριο ενός κοντακίου εκτός από το προοίμιο (Για το πράγμα βλ. Παπαδ. Α., Αθ. 40, 1928, 76 και Βεργωτής, Λεξ. λειτουργ. 88): η αγία εκκλησία την ανυμνεί (ενν. την παρθένο Μαρία) εις τους οίκους Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 431.όχλησις ‑ση- η, Σπαν. (Ζώρ.) V 320, Λόγ. παρηγ. L 591, Καλλίμ. 901, Βέλθ. 875, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 4106 (Δωδώνη 8, 1979, 394), Χρον. Μορ. H 874, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 30, 57, 100 χφ ΑΖ κριτ. υπ., 217, 267, 409, 416, 517, 659, 665 χφ Ρ κριτ. υπ., Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 105, 1071, Πανάρ. 7031, Αχιλλ. N 168, Λίβ. Sc. 1785, Ιακ., Παραιν. 8, Χρον. Τόκκων 356, 603, 2658, Σφρ., Χρον. (Maisano) 787, Θησ. Ε΄ [835], Ζ΄ [733, 5], Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 803, Βυζ. Ιλιάδ. 765, 881.
Το αρχ. ουσ. όχλησις. Η λ. και σήμ. στον τ. όχληση.
1) Ενόχληση, αναστάτωση, στενοχώρια· ανησυχία: Απολλών. 680, Σκλάβ. 124. 2) Θόρυβος, φασαρία, ταραχή από συγκεντρωμένο πλήθος: ακούομεν όχλησιν πολλήν έξω του καλυβίου,| φωνάς από ανεγνώριστον γλώσσαν να συντυχαίνουν Λίβ. Esc. 2944· υπάγει το φουσσάτον| με όχλησιν και ταραχήν Διήγ. Βελ. χ 446· όχλησιν και ταραχήν, την έποικαν τα ζώα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 993· εις τον τοίχον έχει μίαν θυρίδα μαρμάρινην και απ’ αυτής εξέρχεται όχλησις και βρυγμός, ώσπερ μελισσίου πολλού, και λέγουσι τινές πως έναι εκεί η κόλασις Προσκυν. Κουτλ. 156 7915. 3) α) Έριδα, διαμάχη: γροικήσετέ το| για τι αφορμή έναι όχλησις μέσα στους δύο Θηβαίους Θησ. Ζ' [32]· για να παύσει απ’ εσάς η όχλησις και μάχη,| κάμνει σας χρεία με τ’ άρματά του να πολεμηθείτε Θησ. Ε΄ [971]· β) λογομαχία, φιλονικία: εγένετο όχλησις μέσον του κονσούλου και του παΐλου Πανάρ. 7529· Εκείνα ουκ εσίγησαν την όχλησιν τήν είχαν| και η κουκουβάγια ήρξατο υβρίζειν το ορτύκιν Πουλολ. (Τσαβαρή)2 467· γ) πόλεμος, μάχη: ουδέποτε του εποίκαμεν ανορεξίαν καμίαν,| διά να έχει τίποτε αφορμή όχληση να μας ποίσει| και να γυρεύει άδικα τον τόπον μας να βλάψει Θησ. (Foll.) Ι 28· μόνον ο καπετάνος| έχει … ολίγους διά βίγλα·| αμή φουσσάτο διά όχλησιν ουδέν ευρίσκεις ’δένα Χρον. Τόκκων 567. 4) α) Δυσκολία, εμπόδιο: εξανοίξασιν απέσω και τριγύρου| όλα τα παραγιάλια …| … κι είδασιν ποιο ’ν’ το κάλλιον| που με ολιγότερη όχλησιν εκείνοι να σκαλώσουν Θησ. (Foll.) I 44· προσεπιφθέγγομαι ταχύ κακώς καταφλεχθήναι| αυτόν (ενν. τον Ισμηνίαν) τον προς την άλωσιν όχλησιν προσελθόντα Βίος Αλ. 2375· β) (στον πληθ.) αντίξοες συνθήκες: αμελέστεροι υπάρχομεν των μαθημάτων αυτών (ενν. των αρχαίων σοφών) υπό της ημετέρας ραθυμίας και διά τας οχλήσεις του νυν καιρού διά τε των ακαταστασιών και οχλήσεων του νυν αιώνος Μάρκ., Βουλκ. 3421. 5) Παράπονο, διαμαρτυρία: Ειδ’ ούτως κατακρίνεις με δίχα τινός αιτίας,| από οχλήσεως τινών ανθρώπων χαιρεκάκων,| ένι και κρίμα και κακόν, εικάζω, και αμαρτάνεις Προδρ. (Eideneier) II 71.οψάριον- το, Σταφ., Ιατροσ. 8221, Προσκυν. Κουτλ. 156 8315, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 190· οψάρι, Gesprächb. 982251· οψάριν, Σταφ., Ιατροσ. 494, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 133· οψάρι(ο)ν, Προδρ. (Eideneier) III 204, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.) 2857 (Δωδώνη 8, 1979, 377), Πουλολ. (Τσαβαρή)2 44, Λίβ. P 1045, Λίβ. Sc. 1345, Λίβ. N 2182, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 136, Προσκυν. Κουτλ. 390 1463, Διήγ. εκρ. Θήρ. 1103, Μπερτολδίνος 126, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 222· ψάρι, Ασσίζ. 4921, Ερωτοπ. 525, Χρον. Τόκκων 2897, Πεντ. Γέν. I 21, IX 2, Πανώρ. Γ΄ 59, Δ΄ 287, Βοσκοπ. 100, 293, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β΄ 604, Φορτουν. (Vinc.) Γ΄ 418, Δ΄ 491, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ΄ 52, Διγ. O 1894, Τζάνε, Κρ. πόλ. 19516, κ.α.· ψάρι(ν), Λίβ. P 1047, Λίβ. Esc. 2487, Ιμπ. 612, Ιμπ. (Lambr.) 574, Κυπρ. ερωτ. 1375, κ.α.· ψάριν, Ασσίζ. 23823, Βουστρ. 441 κριτ. υπ., Ιμπ. (Legr.) 95, Συναξ. γυν. 910, Πηγά, Χρυσοπ. 169 (58), Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Χορ. α΄ 613· ψάριον, Μπερτολδίνος 126, 144, 145, 153.
Το αρχ. ουσ. οψάριον. Ο τ. οψάριν τον 7. αι. (Sophocl., λ. οψάριον) και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ., όπου και τ. οψάρ’ (Παπαδ. Α., Λεξ.). Ο τ. ψάρι στο Meursius (λ. ψάρη) και σήμ. Ο τ. ψάριν και σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 869) και στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
1) α) Ψάρι: τα καράβια ρίκτουσιν δίκτυα εν θαλάσσῃ| να πιάσουσιν οψάρια να φάγουσιν οι ναύτες Ιμπ. 607· τῃ πέμπτῃ ημέρᾳ έκαμεν ο Θεός τα ψάρια εις την θάλασσαν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 54r· Εις δε τας επισήμους δεσποτικάς εορτάς και μνήμας αγίων καταλύουσιν εις οψάρια ξηρά Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 172· φακήν μη τρώγει … και παν οψάριον χλωρόν Σταφ., Ιατροσ. 499· Το δικαίωμαν του ψαρίου του αρμυρού το εβγάνουν έξω της χώρας Ασσίζ. 24029· β) (συνεκδ. το ένα αντί για τα πολλά): πλήθος οψάριν έπιασαν, μικρά τε και μεγάλα Ιμπ. 608· το ψάρι ος εις τον ποταμόν εψόφησεν Πεντ. Εξ. VII 21· γ) (σε παρομοίωση): Έχεις με χιλιομπέρδευτο σαν ψάριν εις το δίκτυ Ch. pop. 202· Ο Ρώκριτος είν’ όμορφος, άξος και παλληκάρι| κι οι νιούτσικες οι άγνωστες πιάνουνται σαν το ψάρι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ΄ 24· εθρήνειν ο λαός τον μέγαν Βελισάριν| και πάντες εμαράνθησαν ώσπερ εις γην το ψάριν Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 596· δ) (σε σχ. υπερβολής): Δε φαίνουνται στον ουρανό τη νύκτα την καθάρια| τόσα άστρα, μηδέ στο γιαλό τόσα δεν είναι ψάρια (παραλ. 2 στ.) όσά ’χε η δόλια μου καρδιά …| … βάσανα πάντα ομάδι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Α΄ 262· Μηδέ τα ψάρια στο γιαλό να στέκου δε μπορούσι| παρά κι εκείν’ αλλήλως τως αγάπην αγροικούσι Πανώρ. Γ΄ 103· ε) (σε σχ. αδυνάτου): Όντεν ιδείς εις το βουνί να περπατεί το ψάρι (παραλ. 7 στ.) τότες εμέν και σεν, κυρά, θέλουσι ευλογήσει Ch. pop. 587· ν’ αρχίσω ο κακόμοιρος να γράψω τά παθαίνω (παραλ. 4 στ.) τα δέντρη να ξερριζωθούν και ποταμοί να φρύξουν,| η θάλασσα να ξηρανθεί, τα ψάρια να ψοφήσουν Περί ξεν. A 284· στ) (σε παροιμ.): βλέπω απού τη κεφαλή εβρόμεψεν το ψάρι Τζάνε, Κρ. πόλ. 44126. Φρ. τρέμω σαν το ψάρι (η φρ. και σήμ.) = φοβάμαι πολύ: η κόρη αφ’ το φόβο της ήτρεμεν σαν το ψάρι Διγ. O 98· οι Τούρκοι σαν τους είδασι, ετρέμαν σαν το ψάρι Σταυριν. 106. 2) (Μεταφ.) μυς του χεριού: Κακά ήτον λαβωμένος·| στο χέριν είχεν κονταριά απάνω εις το οψάριν Χρον. Τόκκων 1115.κατηχούμενα- τα, Προσκυν. Κουτλ. 156 7725, Προσκυν. Ολυμπ. 177 8624, Προσκυν. Λαύρ. 874 9435, κ.π.α.· κατοικούμενα, Προσκυν. Κουτλ. 390 12614, 13032.
Το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. του κατηχώ στον πληθ. ως ουσ. Ο τ. με παρετυμολογική επίδρ. του κατοικώ. Η λ. τον 7. αι. (Lampe, Lex., λ. κατηχούμενον).
Ο χώρος του ναού όπου στέκονται οι κατηχούμενοι· το υπερώο του ναού (Για τη σημασ. πβ. Δημητράκ. στη λ. 2): τα κατηχούμενα του αγίου Τάφου Προσκυν. α′ 11115· ευρίσκονται επάνωθεν αντών των κιονίων| πλείστα τε κατηχούμενα και είναι των Λατίνων Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 78· οι Τούρκοι στέκουνται και κοιτάζουν αποπάνω από τα κατοικούμενα του αγίου Τάφου Προσκυν. Κουτλ. 390 12830.παρακάτω,- επίρρ., Ασσίζ. 722, 5213, 641, 22, 9229, 11312, 12411, 13515, 1442, 1582, 16122, 1807, 19125, Ερμον. Ε 147, Σ 322, Χρον. Τόκκων 178, Αλεξ. 1148, 1153, Ξόμπλιν φ. 125r, 127r, 132r, Πτωχολ. α 363, 372, Πορτολ. A 1513, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 126, Προσκυν. α′ 12313· παρακάτου, Ερμον. Θ 300, Κ 76, Χρον. Μορ. P 4860, Λίβ. Esc. 371, Λίβ. (Lamb.) N 975, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1821, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 4r, 41r, 66v,112r, 356r, 391r, Προσκυν. Κουτλ. 156 8314, 8417· παρεκάτου, Λίβ. Esc. 531· παρεκάτω, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1831, 2696· παρκάτου, Κυπρ. ερωτ. 10048· παρκάτω, Ελλην. νόμ. 52026, 53123, 58212, Ασσίζ. 6921‑22, 1042, 3329, 34225, 34717, 35410, 39013, 4066, 4137, 48121, 23, Μαχ. 7615, 20826, 4306, 45225, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 100· Ξόμπλιν φ. 125r, 127r, 132r· πρακάτω, Ασσίζ. 2998.
Το μτγν. επίρρ. παρακάτω. Οι τ. παρακάτου και παρκάτου και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., στη λ., Σακ., Κυπρ. Β́ 719, λ. παρκάτου). Ο τ. παρκάτω στο Du Cange, App., λ. παρκατεύειν. Η λ. και σήμ.
1) (Τοπ.) πιο κάτω, χαμηλότερα, πιο πέρα: παρακάτω εγράφετον: «Πόρτα της Δυστυχίας» Λόγ. παρηγ. L 538· Παρακάτω μίλια ς́ αποκάτω εις το Αγγελόκαστρον έχει β́ νησόπουλα Πορτολ. A 335· (προκ. για βιβλίο) στη συνέχεια: καθώς θέλομεν γράφει παρακάτω σαφέστερα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 179· (μεταφ. προκ. για κοινωνική θέση): έπεσα από τους εδικούς μου παρακάτου Διήγ. Αλ. G 27431. 2) (Προκ. για ποσό) α) λιγότερο: η γυναίκα του να έχει κάθα μήναν, ήγουν έναν, ή δύο, ή έναν μάρκον ασήμιν, ή περίτου, ή παρακάτω Ασσίζ. 12318· με τους χρεώστας πολλά επέρασεν και με την κρίσην παρακάτου τους έδιδεν Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 48v· β) (με το άρθρο το) το λιγότερο, τουλάχιστον: ο άνδρας θέλει να ένι το παρκάτω ιγ́ χρόνων όταν ορμάζεται και η νύφη ομοίως ιγ́ χρόνων όταν ορμάζεται το παρκάτω Ασσίζ. 36320, 21· ο στελιέρης να τα δώσει (ενν. τα πέρπυρα) το παρακάτω τα ήμισα Ασσίζ. 8212· γ) (με την πρόθ. εις και το άρθρο το) τουλάχιστον: πρέπει να του δώσουν εκείνος ού εκείνοι διά τους ποίους ενέβη εις την φυλακήν, να τρώγει (ενν. ο άνθρωπος) εις το πρακάτω ψουμίν και νερόν, αν ένι ότι πλείον ουδέν θέλει να τον δώσει Ασσίζ. 2998· δ) (με την πρόθ. διά) σε μειωμένη τιμή: έπειτα πουλεί το αμάχι την άλλην ημέρα διά παρκάτω Ασσίζ. 31329. 3) (Χρον.) α) σε μικρότερη ηλικία: Εάν κοράσιν ορμαστεί παρκάτω παρού τα ιβ́ έτη, ουδέν λογίζεται η ορμασία εκείνη γάμος Ελλην. νόμ. 54112· β) αργότερα: Γράφουν και πώς στην Βενετιάν έσωσε το μαντάτο,| το μαυρισμένο μήνυμα δυο μήνες παρακάτω Λίμπον. 470. 4) (Με ή χωρίς το άρθρο ως επίθ.) α) (προκ. για κοινωνική θέση) κατώτερος, παρακατιανός: Δεν είμαι εγώ από γένος τίποτες παρακάτω Διγ. Άνδρ. 35933· ήτον πολλά θυμωμένοι ... απέ τα άπρεπα λογία του ρηγός και την αντροπήν οπού τους επολόμαν έμπροσθεν τους παρκάτω ανθρώπους Μαχ. 2524· (σε σύγκριση): τον παρακάτου σου ποτέ μηδέν τον ονειδίσεις Σπαν. O 131· οι καθ’ Όμηρον γαρ ούτοι| των Ελλήνων ηγεμόνες| των δε παρακάτω τούτων| ουκ ηθέλησε να γράψει| τας ονομασίας τούτων Ερμον. Δ 32· β) (προκ. για ζύγιασμα) λειψός: Περί εκείνου ού περί εκείνης τον πιάνουν εις άπιστον μέτρον ού παρκάτω Ασσίζ. 48121· γ) μικρότερος: Παρκάτω κακόν είναι να κιντυνεύσεις εσού και ο άντρας σου, παρά όλoν το ρηγάτον τούτον Μαχ. 59630· δ) μικρότερος σε ηλικία: Την παρκάτω των ιβ́ ετών ου δύναται εξιάζει η ορμασία Ασσίζ. 52426· ε) ο επόμενος: το παρκάτω κακόν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 117. 5) (Με το άρθρο το ως ουσ.) μειωμένη, χαμηλή τιμή: πουλεί το αμάχι ... διά παρκάτω, επάνω εις τίναν να πέσει η αυτή ζημία του παρκάτου και τις να την πλερώσει Ασσίζ. 31329, 30. Φρ. έρχομαι παρακάτω ή παρκάτω = α) ξεπέφτω , βλ. έρχομαι Φρ. 6· β) αλλάζω, μεταβάλλομαι: οι θείες παραβολές του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού είναι των στεκαμένων πραγμάτων, ήγουν πράματα στεκάμενα ... αποκομμένα οπού δεν έρχονται παρκάτω Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 642· γ) επανακτώ την υγεία μου: ο γιατρός να τον καλλιοτερίσει όσον εκείνος ο σκλάβος να έρτει παρκάτω, διατί ένι λαβωμένος διά το πταίσμαν του Ασσίζ. 43222.παρέκει,- επίρρ., Γλυκά, Στ. 281, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 376, Λίβ. P 246, Λίβ. Esc. 573, Πικατ. 267, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 10412, 1134, Εκατόλ. M 8, Πανώρ. Β́ 544, Γ́ 205, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 56913, Πιστ. βοσκ. III 6, 404, IV 8, 69,V 4, 100, V 5, 211, V 6, 8, Ιστ. Βλαχ. 933, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 677, 706, 1820, Δ́ 752, 1438, Στάθ. (Martini) Β́ 43, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 81r, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 358, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1119], [1171], Δ́ [1295], Έ́ [944], Φορτουν. (Vinc.) Β́ 176, Γ́ 557, Ροδινός (Βαλ.) 69, 188, 214, Προσκυν. Κουτλ. 156 8122· παρεκεί, Λόγ. παρηγ. L 143, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 84113.
[Από την πρόθ. παρά και το επίρρ. εκεί με αναβιβ. του τόνου. Ο τ. στον Ησύχ. (TLG). Η λ. το 12. αι. (TLG) και σήμ.]
1) α) (Τοπ.) πιο πέρα, παραπέρα: Μη, μη, να ζήσεις, άφησ’ με, μηδέ με κριματίζεις.| Άμε παρέκει κι άση με. Δε θέλω να μου ’γγίζεις Πανώρ. Γ́ 338· Παρέκει, μη μου απλώνεις| με τα σκατά σου, βρομερέ, να μη με αναμουρδώνεις Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 19· έκφρ. στα παρέκει = παραπέρα, μακριά: στα παρέκει, μη σε δώσω δέκα κλότσους, κακέ σπανέ και παράσημε Σπανός (Eideneier) A 42· φρ. ρίπτω παρέκει = (προκ. για αισθήματα κλπ.) αποβάλλω: εγώ δ’ εκ πείνας ρίψας μου την εντροπήν παρέκει Προδρ. (Eideneier) III 170 χφ P κριτ. υπ.· β) (με γεν., σε θέση πρόθ.) πιο πέρα από: Στήσον τον Χριστόν και τους μαθητάς κατά πρόσωπον του τάφου του Λαζάρου παρέκει Μυστ. 50. 2) (Ποσ.) πλέον: έβρασεν η καρδία μου, παρέκει ουδέν βαστάζω Γλυκά, Στ. 286. Με άρθρο ως επίθ. = α) που βρίσκεται πιο πέρα: Ήμην εις τούτο και εις αυτό και εις το άλλον το παρέκει Λίβ. P 325· β) που απομένει, υπόλοιπος: ου θέλω ...| ..., μένειν του λοιπού και του παρέκει χρόνον Καλλίμ. 53.πάτημα- το, Προσκυν. Κουτλ. 156 8135, Προσκυν. Ιβ. 535 207765, Προσκυν. Ολυμπ. 177 9025, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 2841023, Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1341], [1362], Μπερτόλδος 47, 64.
[Το μτγν. ουσ. πάτημα. Η λ. και σήμ.]
1) Το αποτέλεσμα της πίεσης με τα πόδια: σκάψε το αμπέλιον να αραιωθεί η γη από τα πατήματα των τρυγητάδων ... διά να φθάνει το νερόν της βροχής εις τας ρίζας των κλημάτων Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 146· έκφρ. πάτημα των ποδιών κάπ.= (μεταφ. με υποτιμ. διάθεση) αντικείμενο περιφρόνησης, εξευτελισμού: Χαίρομαι κι εγώ πως βλέπω των οχθρώ μας| τα καύκαλα να βρίσκουνται πάτημα των ποδιώ μας Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 8. 2) α) Χνάρι πέλματος, πατημασιά: ευρίσκεις πλάκαν εύμορφην κι είναι κεχαραγμένη,| το πάτημα του Ιησού είναι τετυπωμένη| ..., ότε ...| επεριπάτιεν ...| ... το ποδάριν του εκεί ενετυπώθη Προσκυν. Ιβ. 535 2161092· αν νιώσει (ενν. ο λιόντας) τον κυνηγόν απανωθιόν του, διά να μηδέν τον εύρει σκεπάζει με την ουράν του όλα του τα πατήματα Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 127· β1) (συνεκδ.) χώρος που καταλαμβάνει μια πατημασιά: πέπτει (ενν. ένας άνθρωπος) μέσα εις ένα βόθυνον· και πέφτοντας ..., σηκώνει τας χείρας αυτού και πιάνει ενός δενδρού κλάδον ...· και εις ολίγον πάτημα στέσας τους πόδας αυτού, ελόγιαζεν πως θέλει περάσει εκεί φυλαγμένος Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 6331· β2) (προκ. για ελάχιστη έκταση γης): Και δεν τον έδωκε (ενν. ο Θεός τον Αβραάμ) εις αυτήν (ενν. την γην) κληρονομίαν ουδέ ένα πάτημα ποδαρίου, και τον έταξε να του την δώσει διά κληρονομίαν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ζ́ 5· έκφρ. πάτημα παλαμόποδο, βλ. παλαμόποδο α έκφρ. 3) Βήμα: Έπειτα τα πατήματα του Σίλβιου ν’ ακλουθήσω,| να τον ξανοίγω από μακρά, στέκοντας απ’ οπίσω·| και τόμου τον ειδώ να μπει, ... να μπω κι εγώ να τονε βρω Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [817]· Εκείνος οπού έχωσεν εδώ τον βίον ... έσκαψεν και ετούτα τα γράμματα εις την κολόναν· Α, αποβάς, ήγουν ..., ήγουν παγαίνοντας Β, βήματα, τουτέστιν πατήματα Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 802· φρ. (ε)παίρνω το πάτημά μου = περπατώ, προχωρώ: θωρείς (ενν. σύ, Μυρτίνε) τηνε το πώς κλεφτά παίρνει το πάτημά της,| καθώς είν’ κι όλας ψεύτικη και κλέφτικ’ η καρδιά της; Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [1179]· β) (μεταφ.) πρότυπο συμπεριφοράς, παράδειγμα: ο Χριστός έπαθε διά λόγου μας, αφήνοντάς σας παράδειγμα, διά να ακολουθήσετε τα πατήματά του Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πέτρου Καθ. Επ. Ά́, β́ 21. 4) Πέρασμα, διάβαση: τον δρόμον ίσια κίνησεν (ενν. ο Μιχαήλ), ειρηνικά παγαίνει| ’κ τα δύσβατα πατήματα ογλήγορος εβγαίνει,| και πέρασεν τα σύνορα, και τους κακούς τους τόπους Παλαμήδ., Βοηβ. 546. 5) (Προκ. για μουσικό όργανο) πάτημα, πίεση της χορδής με το χέρι ώστε να παραχθεί μουσικός ήχος: ορίζει η Ελένη,| να φέρουν το χαλκόκορδον ...| Παίζει πολλά παράξενα σαν ήτον μαθημένη.| Έσφαλε τίποτε μικρόν, τό εγροίκησεν ο Πάρης,| πάτημα του παιγνήματος την έλαθεν την κόρην Βυζ. Ιλιάδ. 675. 6) Περίττωμα: και από του πατήματος γιγνώσκεται (ενν. ει έχει έλμινθας ο ιέραξ)· αποκρεμάται γαρ ως έλμινς Ιερακοσ. 46110. 7) (Μεταφ.) πρόφαση, δικαιολογία: εις ετούτη την αμαρτωλή ευρήκανε πάτημα διά να σκεπάσουν την απρεπείαν τους Σουμμ., Ρεμπελ. 169.πατώνω.- [Από το ουσ. πάτος και την κατάλ. ‑ώνω. Μτχ. παρκ. πεπατωμένος σε έγγρ. του 12. (Act. Ivir. II 52191, 290, 333, κ.α.) και 13. αι. (Miklos.-Müller, Acta 3, 56). Η λ. στον Ψευδο-Κωδινό (TLG), στο Somav. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
Καλύπτω, στρώνω με πλάκες το έδαφος (Για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 278): έμπροσθεν έναι η αγία αυλή πατωμένη μετά μαρμάρων Προσκυν. Κουτλ. 156 7933.πέτρινος,- επίθ., Καλλίμ. 746, Σαχλ. Β′ (Wagn.) P 227, Ερωτοπ. 206, Χρον. Τόκκων 3653, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3976, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 105r δις και v, 258r, Πηγά, Χρυσοπ. 337 (12), Παϊσ., Ιστ. Σινά 378, 1040, 1588, Προσκυν. Κουτλ. 156 8128, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 131, Έ 167, Πιστ. βοσκ. I 5, 186, IV 7, 113, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 982 ρξζ́ 10, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 154, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2538, Hagia Sophia ω 52713‑14, 5984, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. Αποκ. θ́ 20, Προσκυν. α′ 12023, Σουρούμης, Ιωάνν. Ξέν. Κ 14.
Το αρχ. επίθ. πέτρινος. Η λ. και σήμ.
1) Φτιαγμένος από πέτρα, λίθινος: Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 180r, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1222, Προσκυν. α′ 11120. 2) (Μεταφ.) α) σκληρός, ασυγκίνητος: Ποία ψυχή και ποια καρδιά δεν ήθελεν βουρκώσει| στα λόγια τα θλιβερά να μην αναδρακώσει;| έξω να ’χ’ ήτον πέτρινος, γλυπτοπελεκημένος,| ή ξύλινος ... ειδωλοκαμωμένος Ιμπ. (Legr.) 971· β) (με τα ουσ. καρδιά, σπλάχνα· βλ. λ. λίθινος 2, λιθώδης γ) άπονος, σκληρός: ει τις ποτέ ουκ έκλαψεν δάκρυα από καρδιάς του,| αν ήτον λιθοκάρδιος, ας έλθει εδά να κλάψει·| αν είχε πέτρινην καρδιάν και σίδερον συκώτι,| ας έλθει, ας κλάψει και ας δαρθεί Αχιλλ. L 1243· ποίος ήτον ούτω σκληρός και με πέτρινην καρδίαν, οπού να μην λυπηθεί και να κλαύσει, βλέπων τους οσίους εκείνους και ιεροπρεπείς γέροντας, τα αγγελοειδή πρόσωπα, χαμαί εις γην ερριμένους ...; Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 81· Ποιος να ’χει πέτρινη καρδιά και σιδερένια μάτια| να τηνε βλέπει (ενν. τη Μαρία) κι η καρδιά να μη γενεί κομμάτια; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3968· Τις γράψει γνώμην σιδηράν, αμείλικτον καρδίαν,| πέτρινα σπλάχνα δράκοντος; Τις ιστορήσει λόγῳ; Καλλίμ. 506.πλακώνω,- Προδρ. (Eideneier) III 253, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 334, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 377, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 365, Αχιλλ. L 320, Χρον. Τόκκων 188, Φυσιολ. (Legr.) 526, Σφρ., Χρον. (Maisano) 467, Θησ. Θ́ [82], Χούμνου, Κοσμογ. 132, Αλεξ.2 105, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 219, Ριμ. κόρ. 675, Άσμα σεισμ. 3, 34, Σκλάβ. 27, 55, Προσκυν. Κουτλ. 156 7819, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 183v δις, Δεφ., Λόγ. 646, Αχέλ. 410, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 266, Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 27, Χρον. σουλτ. 6612, Μ. Χρονογρ. 3310, Zygomalas, Synopsis 166 Δ 15, Πανώρ. Γ́ 424, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 2, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 113, Πιστ. βοσκ. I 1, 187, Βοσκοπ.2 120, Χίκα, Μονωδ. 25, Προσκυν. Λαύρ. 874 1025, Διγ. Άνδρ. 38427, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3237, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Β́ 1720, Ιερόθ. Αββ. 332, Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 447, Διήγ. πανωφ. 55, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11022, Διήγ. ωραιότ. 286, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [153], Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 80, Φορτουν. (Vinc.) Ά 248, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 184, Έ 304, Μαρκάδ. 218, Λεηλ. Παροικ. 26, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4573, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ιβ́ 35, Αλφ. 154, κ.π.α.· πλακώ, Δευτ. Παρουσ. 369· μτχ. παρκ. πλακωσμένος, Πικατ. 215.
Το μτγν. πλακόω (TLG· βλ. και L‑S). Η λ. στο TLG, στο Βλάχ. και σήμ.
Ά Μτβ. 1) Επιστρώνω, καλύπτω δάπεδο ή άλλη επιφάνεια με πλάκες: Είναι δε και το έδαφος της εκκλησίας μετά ψηφίδων πλακωμένον Προσκυν. Μεταμ. 50 11132· τα άλλα (ενν. οσπίτια) ήσαν χωρίς κεραμίδια, μόνον με πλάκες πλακωμένα και με άλλα σκεπάσματα Ιστ. πατρ. 13714. 2) Σκεπάζω, καλύπτω: κάθε χρόνον κατεβαίνει (ενν. ο Νείλος) και ανανεώνει τους τόπους, διότι πλακώνοντας τους κάμπους κάνει με την ύλην οπού κατεβάζει τους τόπους όλους καινούργους Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 263· επλάκωσε καταχνία ωσάν καπνός όλον το νησί και εκτύπα τους ανθρώπους εις τα μάτια και ετυφλαίνονταν Διήγ. εκρ. Θήρ. 11012· εις την καδέκλα ήτονε μια φούσκα πλακωμένη| με μαξιλάρι ...·| κιανένα μωροκόπελο την ήθελε κουκλώσει| ογιά παιγνίδι τάχατες κι ογιά να ξεφαντώσει Στάθ. (Martini) Β́ 49· (σε μεταφ.): Πολλά μεγάλη καταχνιά κι αντάρα τον πλακώνει,| τα μάτια του εσκοτείνιασε κι εις την καρδιά του σώνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 975· του ρηγός το πρόσωπο είν’ θλιμμένο| κι από μεγάλη συννεφιά και νέφη πλακωμένο Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Δ́ 1922· τα λαμπρά λόγια του υιού του δεν τα εδέχθηκε (ενν. ο βασιλεύς) διά την παχύτητα του σκότους οπού επλάκωνε τον νουν του Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 9414. 3) Πιέζω, συνθλίβω κάπ. ή κ. με το βάρος μου, καταπλακώνω: εχάλασαν πλείστα οσπίτια απέ το κάστρος το άνω και μερτικόν απέ το κάτω, και επλάκωσαν πλείστον λαόν Byz. Kleinchron. Ά 25668· Ετρέχασι τα άλογα εκείνα του καθένος,| του Νικολάου σκόνταψε κι έμεινε νεκρωμένος,| διότις τον επλάκωσε η σέλα κι εσκοτώθη Αλεξ.2 351· Τ’ απεθαμένου ζήλευε τότε ο λαβωμένος,| γιατί απ’ άλλους ήτονε περίσσα πλακωμένος Διακρούσ. 8920· (παιγνιωδώς): Ω χορταράκια δροσερά, οπού σασε πλακώνει| τέτοια νεράιδα πλουμιστή πλιά ’σπρη παρά το χιόνι Πανώρ. Β́ 199· (σε μεταφ.): φαίνεταί μου κι ο ουρανός και τ’ άστρη με πλακώνου Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Γ́ 1524. 4) α) Επιτίθεμαι, εφορμώ: τον (ενν. τον Άλβαντα) επλάκωσε (ενν. ο Ισμαήλ) τόσον έξαφνα, οπού δεν είχε καν καιρόν να αρματωθεί καλά· όθεν κατά κράτος τον ενίκησε Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 319· Ο δούκας ήτον ακομή νέος, πολλά παιδάκι·| αμέριμνος εκάθετον εις τα νησία Λευχάδος.| Και εξαυτό επλάκωσαν τον τόπον οι Αλβανίται| σκοπώντας και ελπίζοντας όπως να την επάρουν Χρον. Τόκκων 83· επλάκωσάν τους οι Σαρακήνοι τους πτωχούς τους χωριάτες και εσκότωσάν τους Βουστρ. (Κεχ.) 10018· β) πλησιάζω ορμητικά, πηγαίνω πολύ κοντά σε κάπ.: ο όχλος τον επλάκωσεν (ενν. τον Ιησού) να ακούει τον λόγον του Θεού Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. έ 1. 5) (Μεταφ. για συναισθήματα, συν. δυσάρεστα) καταλαμβάνω, κυριεύω κάπ.: ωσάν τον είδε (ενν. τον άγγελο Κυρίου) ο Ζαχαρίας, εταράχθη και φόβος μεγάλος τον επλάκωσε Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ά 12· Τούτο είναι το πρόσωπο του Βασιλίσκου; Ω, πόση| χαρά και θλίψη σήμερο βλέπω θα με πλακώσει! Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 360· ως ήκουσα τους λόγους σου, μεγάλον φως εμπήκεν εις την καρδίαν μου, και η μεγάλη λύπη οπού με επλάκωνεν, παρευθύς έφυγεν από λόγου μου Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 5236. 6) (Για δυσάρεστες συν. καταστάσεις, δυσμενή καιρικά φαινόμενα, κ.τ.ό.) επέρχομαι ξαφνικά, καταλαμβάνω κάπ. εντελώς απροσδόκητα: επλάκωσέν τον (ενν. τον βασιλέα Αβεννήρ) μία αρρωστία, εις την οποίαν ετελεύτησεν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1446· χειμώνας τους επλάκωσε και το καράβι ’πνίγη Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 419· Άνθρωπε, πώς αποκοτάς τον κόσμον και αδικάεις; (παραλ. 2 στ.) πρι σε πλακώσει ο θάνατος, διά την ψυχή σου κάμε Αλφ. (Μπουμπ.) II 4· Κι εσύ του ρίξε (ενν. του δράκου) τουτονέ το χόρτο, κι ως του δώσει,| μεγάλος ύπνος, κάτεχε, θέλει τονε πλακώσει Ιντ. κρ. θεάτρ. Γ́ 16· (σε κατάρα): Μεγάλη ’ματορέσσα| να σε πλακώσει, βούβαλε! Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 784. 7) (Για άντρα) συνουσιάζομαι: ωσάν ήκαμεν (ενν. ο Ανδρέας Μαράς) δαμάκιν καιρόν και ήφαγεν και εχόρτασεν και εξεκάτσωσε, εποδιαντράπην και πλακώνει και μία ντου (ενν. του ντεττόρε του Μέζερη) φαμέγια. Και ωσάν το ’μαθεν ο άρχος, του τηνε βλογά και αποβγάνει τσι Κατά ζουράρη 7· στανικώς, δυναστικώς ήλθε και πλάκωσέ με| κι είτι ’θελ’ έκαμε σε με κι ύστερα ενέμπαιζέ με Ριμ. κόρ. 758. Β́ Αμτβ. 1) α) (Κατα)φτάνω (κάπου) ορμητικά: οι δυο μας εσυρθήκαμε, πλακώνοντας το βράδι,| σ’ ένα παβιόνι μοναχοί κι εις ένα στρώμα ομάδι Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 285· Ω πόσην αναγάλλιαση, πόση χαρά και πόση| δροσιά στο σπίτι σήμερον τ’ Αρμένη θα πλακώσει! Κατζ. Έ 58· Τώρα λοιπόν κι εσύ, αδελφή, πριχού παρά να σώσεις| κι εις τούτο το κοινόν κακόν των γερατειών πλακώσεις,| κατάλαβε τες χάρες σου Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [684]· β) (προκ. για κ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο) ενσκήπτω, επιπίπτω: ωσάν ανεμοστρόφιλος, που ξαφνικά πλακώσει,| και σπίτια, δένδρη κι ό,τι βρει θωρείς να ξεριζώσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [187]· πρίχου άλλη μεγαλύτερη κακομοιριά πλακώσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 94. 2) Εφορμώ, επιτίθεμαι: οι στρατηγοί θέλου πλακώσου| και ζωντανό στη γη θε να σε χώσου (ενν. εσέ, Ζήνωνα) Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 169· ώστε να φύγουν απεκεί, οι Τούρκοι επλακώσα| κι άλογα και πολύν λαόν ετότες εσκοτώσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15321. Φρ. 1) Πλακώνω το κρεβάτι μου = πέφτω για ύπνο, ξαπλώνω: Οϊμέ, το χηρεμένο μου κρεβάτι όντε πλακώνω,| με νυχτικά μου δάκρυα το γραίνω και με πόνο Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 365. 2) Πλακώνω στρώμα της παντρειάς/την κλίνη του γάμου (μου) = παντρεύομαι (βλ. και παντρειά 1φρ.): είχε ’μόσει (ενν. ο Ροδολίνος)| μακρά από κείνη (ενν. τη μάννα του) τση παντρειάς στρώμα να μην πλακώσει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 608· Δεν είν’ πρεπό του γάμου του την κλίνη να πλακώσει (ενν. ο Ροδολίνος),| αν ο οχουθρός του γένου μας πρώτας εδώ δε σώσει; Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 647. Το ουδ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = πλακόστρωτο: ευρίσκεις πέτραν πλακωτήν, είναι και πλακωμένον,| το πάτημα του Ιησού είναι χαρακωμένον Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 1022.ποδάριον- το, Σοφιαν., Παιδαγ. 102, Διγ. Άνδρ. 3221, 3458, 34628, 37012, 37523, 39326· ποδάρι, Ιατροσ. κώδ. τνζ́, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1474, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 57r, 96r, 121r, 196r, 259r, 319v, Πεντ. Γέν. XLI 44, Έξ. III 5, Λευιτ. XXI 19, Δευτ. VIII 4, XIX 21, XXIX 4, XXXIII 24, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 611, 1347, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 4364, Βίος Δημ. Μοσχ. 639, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1699, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 930, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 155, 156, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 44r, 45r, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1862, 1922, 48411, Hagia Sophia φ2 60131, κ.π.α.· ποδάριν, Σταφ., Ιατροσ. 11295, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 524, Σπανός (Eideneier) A 427, 516, Ιατροσ. κώδ. σνέ, σπ́, χλδ́, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 310, 748, Gesprächb. 9618, 9619, Παρασπ., Βάρν. C 410, 411, Αργυρ., Βάρν. K 413, Θησ. ΙΒ́ [632], Συναξ. γυν. 998, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2834, Καβαλίστας 12, Βαρούχ. (Bakk.-v. Gem.) 3011, 23910· ποδάρι(ν), Τρωικά 53417, Λόγ. παρηγ. L 426, Λόγ. παρηγ. O 68, Διγ. Z 399, Διγ. A 2629, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 169 κριτ. υπ., Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 239, Λίβ. P 2803, Λίβ. Sc. 1761, Λίβ. Esc. 2917, Λίβ. N 2605, Προσκυν. Κουτλ. 156 7727, Μπερτόλδος 46, Καραβ. 50211, Σκλέντζα, Ποιήμ. 124, Διήγ. Αλ. V 26, Λεξ. Μακεδ. 112, Πορτολ. A 18816, Αχέλ. 644, Ιστ. πατρ. 11010, Zygomalas, Synopsis 210 K 32, Πηγά, Χρυσοπ. 226 (48), Hagia Sophia ω 53214, Μαξίμου Πελοπ., Αποκάλ. 404, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Γ́ 6232, Δωρ. Μον. XXXVI, Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 198, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 116, Φορτουν. (Vinc.) Έ 374, Διγ. O 2356, Αλφ. (Μπουμπ.) II 45, κ.π.α.· πoδάριο(ν), Διήγ. Αλ. E (Konst.) 379, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 10311, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10520, Καλόανδρ. (Κεχ.) 406, Hagia Sophia φ2 58512, 5981.
Το αρχ. ουσ. ποδάριον. Ο τ. ποδάρι στο Βλάχ., σε έγγρ. του 16. (Κασιμ., Έγγρ. 95 (178), Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 485) και του 17. αι. (Κρ. συμβόλ. 109, Γκίνης, ΕΕΒΣ 39/40, 1972/73, 227), και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., λ. ποδάρι). Ο τ. ποδάριν από το αρχ. ποδάριον με αποβολή του -ο- της κατάλ. (Παπαδ. Α., Αθ. 37, 1925, 170). Ο τ. ποδάριν τον 4. αι. σε παπυρ. (LBG) και επιγρ. (L‑S Suppl.), σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Α′ 21624, Κασιμ., Έγγρ. 35 (114), Γρηγορόπ., Έγγρ. Γλωσσ. 4627) και σήμ. στο ποντ. (Παπαδ. Α., Λεξ.) και το κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Διασπ. 15), όπου και άλλοι τ. ιδιωμ. και με διαφορ. σημασ. Η λ. στο Du Cange.
1) Το πόδι ως όργανο α) το ακραίο τμήμα του σκέλους των ανθρώπων ή των σπονδυλωτών ζώων: Ωσάν το παπούτσι, οπού βάζομεν εις το ποδάρι μας δίκαιον είναι, όταν μήτε του λείπει μήτε περισσεύει Ροδινός (Βαλ.) 134· έχεις με χρόνους δώδεκα ψυχρούς και ασβολωμένους,| ουκ έβαλα από κόπου σου πατίκιν (έκδ. τατίκιν· διόρθ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 417) εις ποδάριν,| ουκ έβαλα εις την ράχιν μου μεταξωτόν ιμάτιν Προδρ. (Eideneier) I 49· να σφάξεις το κριάρι και να πάρεις από το αίμα του και δώσεις ιπί τραγανό αυτί του Ααρων και ιπί τραγανό αυτί των παιδιών του το δεξιό, και ιπί μεγάλο δάχτυλο του χεριού τους το δεξιό, και ιπί μεγάλο δάχτυλο του ποδαριού τους το δεξιό Πεντ., Έξ. XXIX 20· β) ολόκληρο το καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή από τα σκέλη των ζώων και των πτηνών ή εντόμων: ηύρε (ενν. ο Αλέξανδρος) τον Φίλιππον αποδαρμένον εκ το άλογον και σπαθέαν είχεν εις το κεφάλιν του, ήτον και εις το δεξιόν ποδάρι κομμένος βαρέα πολλά Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1365· Το δε φαρίν επεριπάτιεν τόσον ότι όσοι έβλεπαν εφοβούνταν. Εμάζωνε τα ποδάρια του εις ένα τόπον και έπειτα ήπλωνέν τα και εφαίνετον ως ότι λεπτοπεριπατεί και ως χαμόθεν πετάσθαι. Διγ. Άνδρ. 31916· σφήκες ... κάθηνται εις τας κοπρίας, και τυλίσσουν την κόπρον αλλήλων και ποιούσιν αυτήν στρογγύλην ίσα καρύδια και σύρουσιν ταύτα εις τα ποδάριά των Σταφ., Ιατροσ. 7176· φρ. (1) σκοντάφτω το ποδάρι μου/σκοντέφτει το ποδάρι μου = σκοντάφτω στη ζωή μου, πέφτω σε κάπ. ηθικού τύπου παράπτωμα, ολισθαίνω ηθικά: Θέλουν σε σηκώσει (ενν. οι άγγελοι) απάνου εις τα χέρια τους, να μην σκοντάψεις ποτέ εις πέτραν το ποδάρι σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. δ́ 6· Εμέν ξεγδίκωμα και πλέρωμα εις ώρα οπού σκοντέψει το ποδάρι τους· ότι σιμά η μέρα της θλίψης τους και γλήγορα τα μελλόμενα εις αυτουνούς Πεντ. Δευτ. XXXII 35· (2) φιλώ το ποδάρι κάπ. = προκ. για φίλημα σε ένδειξη σεβασμού ή δουλικότητας: Ο δε ευσεβής λαός, ως άκουσαν τούτο, έδραμαν και εφίλησαν το ποδάρι του πασιά, και έστερξαν την επανέβασιν Ιστ. πατρ. 1573. 2) Μονάδα μέτρησης μήκους (που ισοδυναμεί στη μεσν. περίοδ. κατά κανόνα με 16 δακτύλους)· (βλ. και ά. πους· για το πράγμα βλ. Schilb., Byz. Metrol. 20, Πετρόπ., ΕΛΑ 7, 1952, 60, αλλά και Βαγιακ., ΕΑΙΕΔ 6, 1955, 80): Ελαίαν και συκέαν εννέα ποδάρια από τον ξένον τόπον μακρία πρέπει να φυτεύομεν. Τα δε λοιπά δένδρη πέντε ποδάρια (ενν. μακρία) και μόνον Zygomalas, Synopsis 167 Δ 19 δις· πάσα ποδάρι έναι ένα μπράτσο και δύο τρίτα του μπράτσου Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 96r· κοντά εις τον κάβο έναι μία ξέρα και έχει νερό ποδάρια τρία και έναι ίσια με το βουνί οπού δείχνει ωσάν ψωμί Πορτολ. A 12920. 3) α) Καθετί με το οποίο στηρίζεται, πατάει ένα έπιπλο ή σκεύος: εις το αποσκίασμα του δενδρού ωραίον κρεβάτιν στέκει·| οι ρίζες ήσαν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα| και τα ποδάρια (ενν. του κρεβατίου) ολόχρυσα, διά λίθων πολυτίμων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1681· και έχυσεν αυτουνού τέσσερα κρικέλια μαλαματένια και έδωσεν τα κρικέλια ιπί τις τέσσερις μεριές (ενν. του τραπεζιού) ος εις τα τέσσερα ποδάρια του Πεντ. Έξ. XXXVII 13· Έκαμε δε και άλλα μανουάλια πολλά κρυστάλλινα και είχαν τα ποδάρια ολόχρυσα και ετιμήθησαν κεντηνάρια δώδεκα Hagia Sophia ψ 61530· β) το κατώτερο τμήμα, η βάση μιας κολόνας ή μιας κατασκευής: ανάγκη είναι να ηξεύρεις ότι, εάν πάθει τίποτες κίων της δημοσίας καμάρας ή εις την κεφαλήν ή εις το ποδάριν ή εις το κτίσιμον έως του πησού, ο δημόσιος χρεωστεί να φτειάνει Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 952 ρθ́, ρί 7· Και απ’ εκεί έκαμαν τας πολλά καλάς και θαυμαστάς ορθομαρμαρώσεις, κατεχρύσωσαν δε ... και τα κεφάλια και τα ποδάρια από τες κολόνες, αι οποίες ήτον μέσον και έξω εις την εκκλησίαν χίλιες Hagia Sophia φ2 59413. 4) α) (Πιθ.) ογκώδης τετράγωνη κολόνα στο εσωτερικό οικοδομήματος, ενισχυμένη σε δεύτερη φάση ως υποστήριγμα, υποστύλωμα: Και κάτωθεν απαυτού έναι το έδαφος και είναι και εκεί ετέρες οκτώ χοντρές κολόνες και κιόνια, ήγουν ποδάρια, κτισμένα ί Προσκυν. Ολυμπ. 177 8626· β) αντηρίδα, αντιτείχισμα: Και τότε θωρείς το σπίτι του Αγίου Αλεξίου και στέκει με τα ποδάρια και τους πύργους του λιμνιώνος Πορτολ. A 16811. Εκφρ. 1) Η απαλάμη του ποδαριού, βλ. ά. παλάμη 3. 2) Η απαλαμιά του ποδαριού, βλ. ά. παλαμέα 2. 3) Εις το/στο ποδάρι(ν) κάπ. = στη θέση κάπ. (βλ. Ξανθουδίδη [Κρ. συμβόλ. σ. 346 και 111 σημ. 11]): Απέθανε, λέγει, ο βασιλεύς Ιωάθαμ με τους γονέους του ... και εβασίλευσεν ο Άχαζ ο υιός του εις το ποδάριν του κυρού του Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 448666. 4) Με ποδάριν = με τα πόδια, πεζός: Και ήτον μέγα το ποτάμιν, ότι ουδέν το απέρνα τινάς με ποδάριν Διήγ. Αλ. E (Lolos) 2555. Φρ. 1) Βάνω κάπ. αποκάτω εις τα ποδάρια μου = υποτάσσω κάπ.: Είπεν ο Αυθέντης τον Αυθέντη μου: Κάθου από την δεξιάν μου, έως οπού να βάλω τους εχθρούς σου αποκάτω εις τα ποδάρια σου Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κ́ 43. 2) Δεν έμεινε ποδάρι = προκ. για πλήρη αφανισμό ανθρώπων (βλ. Κουκ., ΒΒΠ Έ Παράρτ. 115): Ρουθούνι δεν απόμεινεν, όλους τους είχε πάρει| εκ του Πασιά το κάτεργον δεν έμεινε ποδάρι Άλ. Κύπρ. 2475. 3) Πηγαίνω εις τα ποδάρια κάπ. = καταδέχομαι να πάω να συναντήσω κάπ. κατώτερό μου: εσηκώθην απατός του ο βασιλεύς και επήγεν εις το σπίτι της χήρας. Και ως είδεν η γυναίκα πως επήγεν απατός του ο βασιλεύς εις τα ποδάρια της, δραμούσα ταχέως προσέπεσε επί τους πόδας του βασιλέως Hagia Sophia v 54428. 4) Πέφτω/πίπτω εις τα/στα ποδάρια κάπ. = γονατίζω και ικετεύω κάπ., προσπέφτω: πέφτει αυτός ο γέρος πρόμυτα εις τα ποδάρια του Χατζή Αχμάτη ... και κλαίγει και παρακαλεί και λέγει Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 51r· Τις είν’ ο ευεργέτης μου δέομαι να γνωρίσω,| να πέσω στα ποδάρια του να τονε προσκυνήσω Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 178. — Βλ. και πόδας, πόδι(ον), πους.ποδέα- η, Διγ. (Trapp) Gr. 2009, Κώδ. Πάτμου II Α 8, Λίβ. Va 939, Λίβ. (Lamb.) N 937, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 305, 511, 740, 758 κριτ. υπ., Ολόκαλος 611, 713, 915, 108, 1310 κ.α., Προσκυν. Κουτλ. 156 8119, Πορτολ. A 225, Προσκυν. Ολυμπ. 177 908, Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 1117 χφ Μ κριτ. υπ.· ποδεά, Λίβ. P 782, Ολόκαλος 1606· ποδία, Προδρ. (Eideneier) IV 190 χφ Α κριτ. υπ., Πουλολ. (Τσαβαρή)2 37 κριτ. υπ., 337 κριτ. υπ., Λίβ. Esc. 1081, Θησ. Γ́ [105], Ζ́ [687], Ή [612], Ολόκαλος 516, Β17, Γ13, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 61r, 247v τρις, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [254], [280], Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 225, 4117, Παϊσ., Ιστ. Σινά 618, Λίβ. (Αγαπητός) 135, Σεβήρ., Σημειώμ. 62α, Δωρ. Μον. XXXII, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 131, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 282, Αγαπ., Καλοκ. 338, Προσκυν. Μεταμ. 50 1167, Hagia Sophia f 59716, Νομοκ. Αγ. Γεωργ. 146· ποδιά, Ch. pop. 362, Αλεξ.2 170, κριτ. υπ. 206 α, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2330, 3970, 4048, Πεντ. Δευτ. III 17, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 724, Νομοκ. Αγ. Γεωργ. 126· πληθ. ποδές, Ημερολ. 49, Ιστ. πατρ. 1981‑2, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 50r.
Από το αρχ. ουσ. ποδείον (Ανδρ., Λεξ., λ. ποδιά). Ο πληθ. ποδές (από ποδέες με συναίρεση· πβ. Georgac., The -ιτσ- suffixes 311-12) σε κείμ. του 13.αι. (LBG). Ο τ. ποδεά στον Ησύχ. και σε έγγρ. του 13. αι. (Act. Xér. 9A16). Ο τ. ποδία στο L‑S (Γλωσσάρ.,· λ. ποδηνεκής), στο Du Cange, σε έγγρ. του 17. αι. (Πεντόγαλος, Παρνασσ. 16, 1974, 38, 42, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 437) και σήμ. στο τσακων. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.). Ο τ. ποδιά (από ποδέα με συνίζ.· πβ. ΛΚΝ) στο Somav., σε έγγρ. του 16. (Γρηγορόπ., Έγγρ. στ. 111, στ. 318, στ. 514), 17. (Μαυρομάτης, Θησαυρ. 20, 1990, 447, 486), 18. (Apostolopoulos, Ελλην. 27, 1974, 103) και 19. αι. (Παπανικολάου, Λαογρ. 19, 1960-61, 185-86) και σήμ. Η λ. τον 9. αι. (TLG· για πιθ. παλαιότ. μνείες βλ. LBG), σε έγγρ. του 9., 11., 12. (LBG), 13. (Act. Xér. 9B24, Βραν. Ε., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Α′ *89), 14. (Act. Vat. I 6119, ΙΙ 12010, 12, Act. Doch. 1738, Act. Lavr. III 14710, 11, 12, 13, 14), 16. αι. (Γρηγορόπ., Έγγρ. στ. 111, στ. 318, στ. 514, στ. 1312, 16, στ. 1726, Μαράς, Κατάστιχο 149 Γ′ 21029), στο Meursius και σήμ. στο τσακων. και το ποντ. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων., Παπαδ. Α., Λεξ.).
1) α) Περίζωμα που φοριέται στη μέση, πάνω από το ρούχο: Ουδ’ έπλυνε (ενν. η Παναγία) ουδ’ έραφτε ουδ’ έλλασσε ποτέ τση| κι ήσα τα ρούχα τση λαμπρά κι εστράφτα οι ποδιές τση Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4329· Μα τούτοι ποιος ποκάμισο μας δίδει, ποιος φιστάνι,| ποιος μπόλια, ποιος άλλος ποδιά, ποιος τα παπούτσα κάνει Φορτουν. (Vinc.) Έ 34· β) (μεταφ., προκ. για πουλί) κοιλιά: Η κίσσα ευθύς εγύρισεν, λέγει την πασιδόνα: ... αυτήν την εμπαλωματούν, τάχα την καμαρώνεις,| οπὂχει κόκκινον ομπρός και μαύρον εξοπίσω| και εις την ποδέαν σου (ενν. έχεις) βένετον, στην ράχην σου γαλάζιον Πουλολ. (Τσαβαρή)2 337· γ) (συνεκδ.) γ1) γόνατα: Ημέρες περαζόμενες στον Φίλιππο ’ρθ’ ορνίθι,| κι εις την ποδιά του γέννησε κι ύστερα καρκαρίθη Αλεξ.2 208· γ2) κόλπος, αγκαλιά: Εσίμωσε η Σολομή ν’ απλώσει τση κεράς τση| και γεννημένον εύρηκε το τέκνο στην ποδιά τση Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2087· Επόμεινεν η Αρετή μόνο με τη Φροσύνη·| πράμα μεγάλο εγίνηκε σ’ αυτή, την ώρα κείνη:| εις την ποδιά τση νένας της ήπεσε κι ελιγώθη Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 1575· Λοιπό, μητέρα μας γλυκιά, στρέψε προς τα παιδιά σου,| φίλησε και σιργούλισε, βάλε τα στην ποδιά σου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5245. 2) α) Φόρεμα, ένδυμα, χιτώνας (κυρίως ανδρικός): εις τον δρόμον οπού υπήγαιναν, ήλθε του Ξάνθου να κατουρήσει και εσήκωσε την ποδίαν του και περιπατώντας εκατούρει Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 1117· ως τον είδεν (ενν. τον Ξάνθο) ο Αίσωπος, πως περιπατώντας εκατούρει, επίασέ τον εξόπισθεν από την ποδίαν αυτού και λέγει τον Βίος Αισώπ. (Παπαθωμ.) Ά 1119· β) στρατιωτική στολή/ένδυμα (για το πράγμα βλ. Jeffreys [Διγ., Εισαγ. σ. Xl]): ο γέρων ο Φιλοπαππούς ούτως τον απεκρίθην (ενν. τον Διγενή):| «Θεωρώ σε, κύρκα, υπόλυγνον και ως αχαμνά ζωσμένον| και χαμηλά η ποδέα σου και ου ποιείς εσύ απελάτης» Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 658· (μεταφ.,. προκ. για πουλί): Αν ου ’γερθείς εις το γοργόν να επάρεις τας ποδέας σου,| αυτάς τας κακοεντύλικτας και επάρεις και υπαγαίνεις,| τώρα να ιδείς το πλεότερον το τι σε θέλω ποίσει Πουλολ. (Τσαβαρή)2 37· γ1) κάτω άκρη ενδύματος: πιάνει τον ( ενν. η Τάρσια τον Απολλώνιο) εκ την ποδιά να σηκωθεί τον γέρνει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1534· τον είδε (ενν. τον φονέα) το σκυλάκιον και τον εγνώρισε. Και πάραυτα τον επίασεν από την ποδίαν και τον τραβίζει και φωνάζει ωσάν λυσσασμένον Διον. ρήτ., Ιστ. 254· γ2) (στον πληθ.) οι κάτω άκρες του χιτώνα των ακριτών, που κρέμονταν (για τη σημασ. βλ. Κοραή, Άτ. Ά 256 και Πολ. Λ., Πριν Άλ.2 21 σημ.): Ω τις Ακρίτης έτερος εκεί να ευρέθην τότε,| και τας ποδέας του να έμπηξεν, να επήρεν το ραβδίν του| και μέσα να εκατάβηκεν ευθύς ως αγουρίτσης Προδρ. (Eideneier) IV 190· φωνής ως ήκουσε του θείου το παιδίον,(παραλ. 1 στ.) εκδύει το υπολούρικον (ήτον πολύς ο καύσων)| και τας ποδέας οχυρώς πήξας εις το ζωνάριν Διγ. (Trapp) Gr. 1067· Ρούχα τίτοια τους δίδει (ενν. ο Ιουστινιανός) |ενδύματα παράξενα, πολλά παρηλλαγμένα,| επάνωθε της τραχηλιάς, κάτω εις τας ποδέας| και κάτω εις τα μανίκια, τα πάντα χρυσωμένα Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 357· δ) ποδόγυρος: Άλλες να έχουσι χρυσές άλυσες να φορούσιν (παραλ. 3 στ.) και πασαένα φόρεμα που να ’ναι τιμημένον| χρειά ’ναι ’που κάτω στην ποδιάν τριγύρα να ’ν’ ραμμένο Γεωργηλ., Θαν. 139. 3) (Προκ. για όρος) α) πρόποδες, υπώρειες: εκλερονόμησαν την ηγή του ... όλο τον κάμπο απέραμα του Ιαρδεν ανατολικά και ως τη θάλασσα του κάμπου κατωθιό τις ποδιές του λαγκαδιού Πεντ. Δευτ. IV 49· εις την ποδιάν του όρους των Ελαιών είναι το σπήλαιον οπού ήτον ο Χριστός με τους αποστόλους, όταν ήθελε να παραδοθεί τοις Ιουδαίοις Προσκυν. Κουτλ. 390 14115· β) πλαγιά: εις τη μερέα του σιρόκο δείχνει ποδέα μακρέα κάβο χαμηλό φουρνάνο και ωσά σιμώσεις, γνωρίζεις καλύτερα Πορτολ. A 625. 4) α) Πολύτιμο λειτουργικό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από την εικόνα σε ένδειξη σεβασμού (για τη σημασ. βλ. Du Cange, λ. ποδέα και Καζανάκη, Θησαυρ. 11, 1974, 259): Ήτον εικόνες θαυμαστές εγκαψοσμαλδωμένες,| όλες με λίθους εκλεκτούς με τίμιες ποδίες Αρσ., Κόπ. διατρ. [873]· Αύθις τε αι βημόθυραι πέλουσι καμουχένιες,| των δε εικόνων αι ποδιαί καμουχοτζατουνένιες Παϊσ., Ιστ. Σινά 1098· Είχαν (ενν. αι εικόνες) ποδίες εύμορφες μεγάλες ώσπερ πεύκια| με τέχνην ωραιότατην με πάσαν ευκοσμίαν Αρσ., Κόπ. διατρ. [1050]· β) ύφασμα που σκεπάζει το μπροστινό μέρος της Αγίας Τράπεζας (για τη σημασ. βλ. Somav., λ. ποδιά): είτις τολμήσει και επάρει ... πράγμα της εκκλησίας ... ή ποδέα ή μανάλι ... αφορισμῴ εις αυτούς καθυποβάλλομεν Μαλαξός, Νομοκ. 188· γ) παραπέτασμα, θωράκιο (για τη σημασ. βλ. Sophocl., λ. ποδέα και Πεντόγαλος, Παρνασσ. 16, 1974, 38, 42, 38): δεν έχει (ενν. η εκκλησία της Αγίας Βάτου) ... Τέμπλον· αλλά όταν λειτουργούσι, κλείουσι και χωρίζουσι ωσάν Άγιον Βήμα με μίαν μεγάλην ποδίαν, από ένα μέρος έως το άλλο, ωσάν καταπέτασμα Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 156· τότε γαρ και γέγονεν σεισμός εκείσε μέγας, και κεραυνός έπεσεν εν τῃ ιερᾴ μονῄ της Περιβλέπτου, και έκαυσεν εκείσε εικόνας και ποδέας και άλλα τινά Byz. Kleinchron. Ά 35210· δ) ιερό πέπλο που σκεπάζει άγαλμα (για τη σημασ. βλ. Du Cange, App., λ. ποδέα και App. alt., λ. ποδέα): Έλενος δε ο αδελφός του Έκτορος εσυμβούλευσε τον Έκτορα ίνα υπάγει ... και να ειπεί της μητρός του της Εκάβης, να παρακαλέσει (ενν. η Εκάβη) την θεάν την Αθηνάν, και να της δώσει μίαν ποδίαν εύμορφην, διά να αποδιώξει τον Διομήδην εκ τον πόλεμον Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Υπόθ. Ζ́· Ειπές δε και της μητρός μας,| να συνάξει τας γυναίκας| να ανοίξουσι τας θύρας| του ναού της Αθηναίης| και να φέρει μίαν ποδίαν,| την πολλά ωραιοτάτην| κι έμπροσθεν αυτήν να θέσει,| της θεάς της Αθηναίης Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ζ́ [138]. 5) Η βάση, η κάτω πλευρά ενός σχήματος, μιας επιφάνειας (για τη σημασ. βλ. Fisc byz. 290): εάν δε έχει (ενν. το χωράφιον) κοιλίαν εις το έσω χείλος είτε εις το έξω, μέτρει το πλάτος της κεφαλής και της μέσης και της ποδέας, και έπαρον την τρίτην μοίραν Metrol.2 5822. 6) Μονάδα μέτρησης επιφάνειας/έκτασης: κυρ Νικολο Παουλη, υιός του κυρ Τζανάκι,... ότι δίδει και πακτώνει του Μοσκολεο ... χωράφια ποδέα μια Ολόκαλος Ζ3. Φρ. 1) Αποσκεπάζω την ποδιά κάπ., βλ. Επιτομή, αποσκεπάζω β φρ. (α) και ασχημία 5β φρ. (α). 2) Φιλώ την ποδιά κάπ. = προσκυνώ, ικετεύω κάπ. (για τη σημασ. βλ. Κουκ., ΒΒΠ Α2 109-110 και Έ Παράρτ. 20-21): απήτις εις το κάτεργον εμπήκαν| οι προεστοί και τον πασάν ευρήκαν,| σκύφτουσι και κλιτά τον προσκυνούσι| και την ποδιά του ρούχου του φιλούσι Λεηλ. Παροικ. 340.πραιτώριον- το, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 257, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 263v δις, Προσκυν. Κουτλ. 156 8029, Zygomalas, Synopsis 212 Κ 41.
Το μτγν. ουσ. πραιτώριον. Η λ. και σήμ. στον τ. πραιτώριο.
1) α) Η κατοικία του πραίτωρα: Το ακούσειν το, εφοβήθηκεν πάραυτα ο Πιλάτος·| ήλθεν εις το πραιτώριον και τον Χριστόν ελάλειν Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 223· β) πολυτελής κατοικία, παλάτι: Επεί δε το Ερωτόκαστρον απέξω ήτον κτισμένον| εκ σαρδωνύχου λαξευτού, απείκασε το απέσω,| εις όσον κατασκεύασμα των πραιτωρίων εκείνων Βέλθ. 324· από γαρ του βορειοτέρου μέρους, ένθα το πραιτώριον του δουκός είναι επί τόπου γης υψηλής κείμενον ... ορύσσειν από γης ήρξαντο Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 329· 2) α) Το κτήριο όπου διεξάγονται οι δίκες και όπου έχει την έδρα της η δικαστική αρχή, δικαστήριο: το κείμενον ορίζει ... εκείνον τον κριτήν να τον διώξουν απέ την συντροφίαν των άλλων κριτάδων και να χάσει εις το πραιτώριον απόκρισι, ήγουν εις την αυλήν Ασσίζ. 27831· β) (γενικ.) δημόσιο κτήριο (πανδοχείο, καπηλειό, κλπ.): Πραιτώρια τους δημοσίους έλεγον οίκους ... και εκ τούτου και τα πανδοχεία και καπηλεία καλούσι πραιτώρια Zygomalas, Synopsis 213 K 42.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η.