Μεσαιωνική ελληνική
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά
Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Εισαγωγή
Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.
Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Οι έξι κατάλογοι που ακολουθούν (Α´-Στ´) περιλαμβάνουν βραχυγραφίες και ουσιώδη βιβλιογραφικά στοιχεία.
Αναζήτηση
- ρίμα
- η, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 302 κριτ. υπ., Αλεξ.2 Επίλ. 11, 21, Απόκοπ. (Παναγ.) 561, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 28, 779, Ζήνου, Βατραχ. Πρόλ. 9, 12, Δεφ., Λόγ. 740, Τριβ., Ταγιαπ. 306, Κακοπ. 13, Αχέλ. 36, Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 9434, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 12032, Κυπρ. ερωτ. 9016, 11516, 15017, Κατζ. Ά μετά στ. 12, Σταυριν. 1293, Διήγ. ωραιότ. 30, Μαρκάδ. 772, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis), Πρόλ. 16, 44, Διακρούσ. (Κακλ.) 1318, Παλαμήδ., Ψαλμ. 425.
Από το ιταλ. rima (βλ. Battaglia, λ. rima1). Η λ. στο Βλάχ. (γρ. ρήμα) και σήμ.
α) Ποιητική σύνθεση με βάση το δίστιχο και ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, συνηθέστ. σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο: Κι αν είχαμ’ ώρα να σου πω κι άλλα καμώματά μου,| Σαμψών, λογιάζω το λοιπόν νά κραζες τ’ όνομά μου.| Μ’ απής κατέχεις γράμματα, μια ρίμα θα μου βγάλεις,| κι όλες μου τις παλληκαριές μέσα ’δεκεί να βάλεις Κατζ. Δ́ 355· Από μένα τον Τριβώλη,| εγεννήθη η ρίμα όλη,| και ει τινός ουδέν αρέσει,| άλλη ας κάμει κι ας παινέσει Τριβ., Ταγιαπ. 302· ’Σ τούτην την ρίμα βρίσκεται ο βοϊβόνδας Πέτρος Αιτωλ., Βοηβ. 1· β) ομοιοκατάληκτο δίστιχο: μιμούμενος κι εγώ λοιπόν την παλαιάν συνήθειαν| εβάλθηκα και έγραψα με ρίμες την αλήθειαν| διά τα κατορθώματα τ’ αυθέντη της Βλαχίας| του βοηβόδα Μιχαήλ τας πολεμομαχίας Παλαμήδ., Βοηβ. Εισαγ. 24· Κι οι Τούρκοι να κοιτάζουνε τόσα περίσσα πάθη| να φύγουσι, επνίγουνταν ωσάν τυφλοί στα βάθη| από σπιρούνια και κουπιά, κατάρτια, και τες πρύμες,| και να τα γράψω δε μπορώ, ούτε να πω σε ρίμες Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 31820. Φρ. 1) Αρμόζω εισέ ρίμα, βλ. αρμόζω Ά Φρ. 2) Βάνω εις ρίμα, βλ. βάνω Ά 25δ φρ. 3) Θέτω εις ρίμα, βλ. θέτω Ά 2 φρ. — Βλ. και ρίμη.σαφηνίζω,- Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 41, Γ́ 239, Δ́ 37, Καλλίμ. 829, Διγ. Z 979, Ερμον. Πρόλ. 35, Α 343, Βίος Αλ. 3299, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1419, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1415, Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 74, 363, Προσκυν. Ιβ. 535 1101, Μαρκάδ. 678, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πρόλ. 11.
Το αρχ. σαφηνίζω. Η λ. και σήμ.
Κάνω κ. σαφές, εξηγώ, ξεκαθαρίζω: Φλώρ. 1785.σκέπασμα- το, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4351, Διήγ. Αλ. G 28820, Διήγ. Αλ. Ε (Lolos) 2052, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 2042, Πεντ. Έξ. XXII 26, Λευιτ. XVI 2, 14, Αρ. IV 12, 25, Δευτ. ΧΧΙΙ 12, κ.α., Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 668, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 683, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 11219-20, Χριστ. διδασκ. 9, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. β́ 4, Παύλ. Κορ. Ά́ ια΄ 15, Β́ γ́ 13, Πέτρ. Καθ. Επ. Ά́ β́ 16· σκέπασμαν, Σαχλ. Β́ (Wagn.) PM 237, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 4010.
Το αρχ. ουσ. σκέπασμα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. σκέπασμα(ν)). Η λ. και σήμ.
1) (Γενικ.) αντικείμενο που σκεπάζει, καλύπτει κάπ. ή κ. (συν. για προστασία) α) (προκ. για κάλυψη, επίστρωση επιφάνειας): τα άλλα (ενν. οσπίτια) ήσαν χωρίς κεραμίδια, μόνον με πλάκες πλακωμένα και με άλλα σκεπάσματα Ιστ. πατρ. 13715· (μεταφ.): ετότες εβγήκεν απού την καρδίαν μου το σκέπασμα της αμαρτίας και η παχύτητα του σκότους οπού ετύφλωνε την ψυχήν μου εζυγώχθηκεν Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3510· στέκεται (ενν. η κλεψιά) χωσμένη| με της τιμής το σκέπασμα Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [731]· β1) (προκ. για ένδυμα): Θωρεί (ενν. η Δέσποινα) το Γιάννη εγδυμνό, τη σάρκαν του δαρμένη (παραλ. 1 στ.). Δίδει του η Μάρθα σκέπασμα, τη σάρκαν του σκεπάζει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3058· β2) (προκ. για κάλυμμα κεφαλής): το σκέπασμά του εξήβαλεν και φρόνιμα απεκρίθη Χρον. Μορ. P 3437· β3) (προκ. για κάλυμμα προσώπου· εδώ μεταφ.): και της Σάρρα είπεν: «ιδού, έδωσα χίλια άσπρα του αδερφού σου· ιδού, αυτός εσέν σκέπασμα ματιών εις όλο ος μετ’ εσέν και με όλους, και να ξελέγχεσαι» Πεντ. Γέν. XX 16· β4) (προκ. για κλινοσκέπασμα): Το στρώμαν του και το σκέπασμά του ήτον από φύλλα Διήγ. Αλ. E (Konst.) 419· γ1) καπάκι (για κάλυψη ανοίγματος): πώμα δε το σκέπασμα Λεξ. ΙΙ 226· έβγαλεν ο Νοαχ το σκέπασμα του κιβωτού και είδεν και ιδού, εστέγνωσαν τα πρόσωπα της ηγής Πεντ. Γέν. VIII 13· γ2) (ειδικ.) το χρυσό κάλυμμα της Κιβωτού της Διαθήκης: να δώσεις προς το σεντούκι την μαρτυριά ος να δώσω προς εσέν. Και να κάμεις σκέπασμα μάλαμα καθάριο, δυο πήχες και μισή το μάκρος του και πήχη και μισή το φάρδος του Πεντ. Έξ. XXV 17· δ) στέγη, σκεπή: αν ήθελα να πω της φυλακής τον πόνον,| με δίκαιον έπρεπε να πω την πόρταν της φαρμάκιν,| να ειπώ τους τοίχους της σπαθί, τον πάτον της μαχαίρι,| το σκέπασμά της θάνατον και εκείνη όλην τάφον Σαχλ., Αφήγ. 454· ’κκλησίαν εύμορφην χρυσήν ζωγραφισμένη,| απάνω δε το σκέπασμα μολυβδοεφτειασμένη Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 350· (μεταφ.): ο ουρανός, το σκέπασμα του κόσμου Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 713· (μεταφ. προκ. για την Παναγία): χαίρε συ οπού είσαι το σκέπασμα του όλου κόσμου και πλατύτερη από κάθε νέφαλον Μετάφρ. Ακαθ. Ύμν. 13736· ε) προστατευτικό ή διακοσμητικό κάλυμμα: γέφυρες, σκάλες είχασιν (ενν. οι Τούρκοι) έσωθε να περνούσιν,| εργαλεί’ άλλα περισσά, τα τείχη να χαλούσιν,| σκεπάσματ’ αποπάνωθεν, διά να μην τους βλάπτου| οι λίθοι και άλλα τίποτε οπού ’ρχουντάνε κάτου Αχέλ. 866· έκαμεν σκέπασμα εις τη τέντα τομάρια κραριών κατακόκκινα και σκέπασμα τομάρια ρησικά αποπάνου Πεντ. Έξ. XXXVI 19 δις· ιπί το θεσιαστήρι το μαλαματένιο να απλώσουν ρούχο γεράνιο και να σκεπάσουν αυτό με σκέπασμα τομάρι ρήσικο Πεντ. Αρ. IV 11· στ) εξώφυλλο βιβλίου: παίρνοντας το σκέπασμα από άλλον παλαιόν βιβλίον το έδεσε (ενν. το βιβλίον) και το εστάχωσε και έτσι το έρριψεν εις την μεγάλην βιβλιοθήκην του παλατίου Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 12323-4. 2) (Μεταφ.) δικαιολογία· πρόφαση: αν είχα εξεύρειν τι προ του εξελθείν με από το οσπίτιόν μου και ελθείν ενταύθα, επεί ορισμῴ του μεγάλου αυθέντου ουδέν εποίησα τούτο. Και ευρισκομένου μου εις το οσπίτιόν μου, είχον πολλά σκεπάσματα, νυν δε πλέον σκέπασμά τι ουκ έχω Σφρ., Χρον. (Maisano) 7420 δις. 3) Η ενέργεια του σκεπάζω, κάλυψη (εδώ μέρους του σώματος): το κάθα Σεραφείμ είχεν πτερούγιας έξι· με τας δύο εσκέπαζεν τους πόδας και τας δύο το πρόσωπον … Και μεν το σκέπασμα των ποδών (ενν. φανερώνει) την ευλάβειαν αυτών προς τον Θεόν … Το δε σκέπασμα των οφθαλμών το ατελές των αγγέλων και την δόξαν του Θεού· δεν δύνονται να ιδούν το φως εκείνο το απρόσιτον και να ερευνήσουν τα μεγαλεία του Θεού Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 113.σκιογραφίζω,- Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 19.
Από το σκιοζωγραφίζω (Somav.) με απλοποίηση συλλαβής ή από τον αόρ. του σκιογραφώ (απ. τον 4. αι., βλ. Lampe, Lex., λ. σκιαγραφέω). Η λ. στο Somav., λ. σκιογραφώ.
Περιγράφω, απεικονίζω· (εδώ) προεικονίζω: Να είπω πως ήτουν αυτή (ενν. η Δέσποινα) εις την άφλεκτον Βάτον| και εθεώρει ο Μωυσής εκείθεν υποκάτων (παραλ. 2 στ.) Αυτήν εσκιογράφιζεν (ενν. η Βάτος), την ’πέραγνον μητέραν,| την Χερουβείμ και Σεραφείμ, λέγω υψηλοτέρα Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 17. — Βλ. και σκιαγραφώ.σκληροκάρδιος,- επίθ., Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 392.
Το μτγν. επίθ. σκληροκάρδιος.
1) α) Σκληρόκαρδος, άσπλαχνος: η ασυμπάθητος οργή …| … αναπαύεται εις τους σκληροκαρδίους,| μάλλον στους υπερήφανους και εις τους κενοδόξους Σπαν. (Ζώρ.) V 87· β) (σε σχέση με τη χριστιανική πίστη) άπιστος (για τη σημασ. βλ. και Lampe, Lex., στη λ.): μανθάνουσι (ενν. οι άλλοι απού ετυφλώθησαν) την υγείαν του κουτσοχερισμένου, και καλά και να ήσανε σκληροκάρδιοι πολλά, όμως οδιά να ιδούσι και αυτείνοι το φως τως, με οδυρμούς και με δάκρυα εμολογούσανε το κρίμαν τως Μορεζ., Κλίνη φ. 127v· με είντα λόγον, ανόητε και σκληροκάρδιε, … αποκοτάς να υβρίζεις και να αναγελάς πως ο Υιός … του Θεού εκατέβηκεν από την θεϊκήν δόξαν και έγινεν άνθρωπος; Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 12916. 2) Γενναίος, τολμηρός: Η αγάπη κάμνει την καρδιά στερεά και αντρωμένη,| πάσα άνθρωπον σκληροκάρδιον κάμνει και απομένει Δεφ., Λόγ. 398 κριτ. υπ. Το ουδ. ως ουσ. = σκληρότητα, απονιά (για τη χρ. βλ. και Lampe, ό.π.): ειδέ και τύχη πάλιν| αφήκεν το σκληροκάρδιον, μετέπεσεν προς άλλο Λίβ. διασκευή α 4442 κριτ. υπ. — Βλ. και σκληροκάρδης, σκληρόκαρδος.σπετσερικά- τα, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 220· σετσερικά.
Ο πληθ. ουδ. επιθ. σπετσερικός (από το ουσ. σπετσ(ι)έρης και την κατάλ. ‑ικός) ως ουσ. Επίθ. σπετσιαρικός (σπετζιαρικός) το 15. αι. (Text z. Finanz.-Wirtshaftgesch. 8254· βλ. και LBG) και σπετσιάρικος (σπετζιάρικος) στο Somav. Τ. σπετσιρικά (σπετζειρικά) στο Du Cange (λ. σπετζίαις). Τ. σπιτσερικά και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης, Κερκυρ. γλωσσάρ.). Τ. σπετσιερικά στο Βλαστού, Συνών.2, λ. σπετζιέρης.
Μπαχαρικά, καρυκεύματα: Ευρίσκεται η Ραϊθού στην άκρην της θαλάσσου,| οπού έρχουνται τα καράβια εκεί σιμά και ράζουν,| οπού ’χουν τα σπετσερικά και έρχουνται από Ινδίαν,| εκεί τα ξεφορτώνουσιν γεμίζουν τα κελία Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 313· Εκεί σιμά ευρίσκεται κάστρο των Μουσουλμάνων,| Σουέσι ονομάζεται, καθώς τ’ αναθιβάνω·| εκεί εξεφορτώνουσι μέρος δε τα καράβια,| που φέρνουσι σετσερικά πάσα λογής μπαχάρια Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 400. — Βλ. και σπετσαρία.σπουδαίος,- επίθ., Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 7734, 1523, 20639.
Το αρχ. επίθ. σπουδαίος. Η λ. και σήμ.
1) α) (Για πρόσωπα) ικανός, εξαιρετικός σε έναν τομέα: Ω άνανδρε και οκνηρέ, είπεν (ενν. ο ρήγας) ουδέν εβγαίνεις| εμπρός από τα μάτια μου, μα στέκεις κι εδώ μένεις;| Ότι από της σης οκνείας έφυγαν οι εχθροί μου,| και τώρα μ’ αναπαίζουσι, που ’σαν δούλοι δικοί μου.| Διού ως καπετάνιος αν συ λέγω σπουδαίος| ήθελες πράξει τότεσον το εδικόν σου χρέος,| με όλον το στρατόπεδον εις πάσον να υπάγεις,| και να μην είχες έννοιαν να πιεις τε και να φάγεις,| τούτο δεν επαθαίναμεν να ’μαστε σ’ απορίαν,| να δεν ’πορούμεν στους εχθρούς να δείξομεν ανδρείαν Κορων., Μπούας 75· β) (για πράγματα) σημαντικός, άξιος λόγου: Ακούεις το «να την ειπώ, και να σε αγαπήσει»;| ούτος ο λόγος τῳ δοκείν ουδέν σπουδαίον κρύπτει,| εξ αγοράς δε φαίνεται ληφθήναι και τριόδων,| ουκ ευγενή την έννοιαν έξω προβεβλημένος Γλυκά, Αναγ. 92. 2) Γρήγορος, βιαστικός: ήκουσε και εσήμαιναν κι ηδονικά τραγούδια·| τότες επήγε παραμπρός με βαδισμόν σπουδαίον| κι απάνου της εστάθηκε, θωρώντα θαυμαζέτον Θησ. Ζ́ [593]. 3) Πρόθυμος, γεμάτος ζήλο: ο βασιλεύς δε την αιτίαν του γογγυσμού μη αγνοών προσεποιείτο μη ακούειν ταύτα και καταλιμπάνων αυτούς της ης είχε γνώμης εποίει τε και βουλής λέγων: «τους στρατιώτας αόκνους είναι βούλομαι και σπουδαίους και ένθα κατασκηνοί βασιλεύς και τούτους ευρίσκεσθαι» Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 161. 4) Μορφωμένος (για τη σημασ. βλ. και Μιχαηλίδης, Ελλην. 25, 1972, 104 σημ. 11): Την σήμερον εβλέπομεν εισέ πολλούς ανθρώπους,| πὂναι χοντροί και άγνωστοι ως ζώα εις τους τρόπους,| κι από την βαρβαρίαν τους και χοντροσύνη π’ έχουν (παραλ. 7 στ.). Σπουδαίον άνδρα να ιδούν, πολλά τονε μισούσιν| και ως εχθρόν επίβουλον στέκουν και τον θωρούσιν Γκίνου, Στ. 11. Το αρσ. ως ουσ. = 1) α) Λόγιος, διανοούμενος, άνθρωπος των γραμμάτων (για τη σημασ. βλ. και Μιχαηλίδης, ό.π.): Επιστολήν σου προβοδώ, φίλε μου Μανογήλη,| και μηδέν δεις του μελανιού ό του χαρτιού την ύλην,| αλλά την γνώμην της φιλιάς του πέμποντος γραφέως,| που σε φιλεί και πεθυμά να γίνεσαι σπουδαίος Κυπρ. ερωτ. 1414· χαρτί να ιδούν ότι κρατεί σπουδαίος να διαβάζει,| τους φαίνεται ότι τινάς το μάτι τους εβγάζει Γκίνου, Στ. 13· (εδώ πιθ. για ανθρώπους ευγενικής καταγωγής· βλ. και Κωστούλα [Αγαπ., Γεωπον. σ. 320]): ας το τρώγουν (ενν. το χοιρνόν) τον χειμώνα οι νέοι και οι δουλευτάδες, αμή οι σπουδαίοι, οπού δεν δουλεύουσι, και οι γέροντες μη το τρώγουσιν Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 194· β) σπουδαστής· μελετητής: Οι σπουδαίοι Ιωάννῃ τῳ φιλομαθεστάτῳ χαίρειν Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1981· Γίνωσκε γαρ πως σε ποθώ και θέλω, πριν να πάθεις,| εις άλλον έργον να βαλθείς, ποιγητικήν να μάθεις,| την επιστήμην της χαράς και της μετεωρίας,| που κάμνει τον σπουδαίον της άξιον θεωρίας Κυπρ. ερωτ. 1418. 2) Ειδικός, ειδήμων: ει δε συμβεί ποτέ αστοχήσαι της θήρας τον ιέρακα διά πολλά τα συμπίπτοντα (… έστι δε ότε και τοις των ιμάντων δεσμοίς συμπλακείς αμαρτάνει της θήρας· γίνεται δε και άλλα πολλά προς αποτυχίαν εμπόδια, άπερ κατά μικρόν τους σπουδαιοτέρους η πείρα διδάξει) … Ιερακοσ. 35717. Το ουδ. ως επίρρ. = γρήγορα, βιαστικά· πρόθυμα: Πολλά σου είπα, ω κορμί, ν’ αφήσεις τα κακά σου,| και συ σπουδαίον βρίσκεσαι στα αμαρτήματά σου Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 420.στέρνα- η, Καναν. (Ρinto) 151, Rechenb. 273, 4, Διήγ. Αλ. V 79, Βεντράμ., Φιλ. 116, 122, Διήγ. Αλ. F (Κonst.) 1216, Διήγ. Αλ. E (Κonst.) 1314, Πορτολ. Α 25515, 3423, 16, Παϊσ., Ιστ. Σινά 105, 149, 1591, Προσκυν. Ιβ. 535 699, 816, Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 405, Επιστ. Ηγουμ. 17547, Προσκυν. Κουτλ. 390 12628, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 185 τρις, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 14255, 1246 λβ́ 1, 3, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 151 τρις, Προσκυν. Ιεροσ. 41310, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 3299, 38321, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9687, 9692, κ.α.
Από το ουσ. κι(ν)στέρνα – γιστέρνα (< λατ. cisterna)· βλ. και LBG. Η λ. σε έγγρ. του 16. (Τοξότης, Πράξεις Παράρτ. VIII 10 (σε τοπων.)) και 17. αι. (Κρ. συμβόλ. 140, Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 27, 1984, 413 δις, κ.α.), στο Βλάχ. και σήμ.
α) Δεξαμενή νερού, στέρνα: Τα βρόχινα νερά μερικά μεν είναι βλαβερά και μερικά άβλαβα κατά τους τόπους και στέρνες οπού τα έχουσι Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 184· Στέρνα έχει τις, εις ήν ρέει ύδωρ, αγωγοί τρεις … Rechenb. 271· β) (πιθ.) μεγάλη φυσική κοιλότητα νερού: αν θέλεις νερόν, πας πέρα εις τον ποταμόν και τότες ευρίσκεις τες στέρνες Πορτολ. Α 1669. — Βλ. και κινστέρνα.συνάγω,- Σπαν. Α 418, Σπαν. Β 399, Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 125, 210, 240, Δ́ 166, Καλλίμ. 874, 1026, Βέλθ. 1317, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 934, 1867, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 119, Φλώρ. 371, 397, 1820, Απολλών. (Κεχ.) 123, 608, Λίβ. διασκευή α 846, 1208, Αλφ. ξεν. Αμ. (Μαυρομ.) 88, 95, Καναν. (Pinto), 162, Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) XII5, Λέοντ., Αιν. (Knös) 17111, Αλφ. (Μπουμπ.) Ι 69, Διήγ. Αλ. V 23, Λίβ. Va 915, Σοφιαν., Παιδαγ. 110, Πτωχολ. α 90 κριτ. υπ., Zygomalas, Synopsis 138 Α 96, Αλφ. 1486, Ψευδο-Σφρ. 15832, κ.α.· συνάγω ή συνάζω, Ορνεοσ. αγρ. 54425, Ερμον. Γ 214, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 42, Αχιλλ. (Smith) N 282, 1823, Αχιλλ. (Smith) O 752, Διήγ. Βελ. χ 95, Αργυρ., Βάρν. Κ 111, 285, Διήγ. Βελ. N2 101, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1140, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 139, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 410, Iμπ. (Yiavis) 889, Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 195, 212, 272, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 195, Διήγ. Αλ. G 28617, Αχέλ. 876, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 324, Θρ. Κύπρ. M 117, Χρον. 308, Επιστ. Ηγουμ. 17520, Βίος Δημ. Μοσχ. 555, Παλαμήδ., Βοηβ. 54, 661, 1153, Διγ. Άνδρ. 35720, Λίμπον. 401, Ροδινός (Βαλ.) 124, 198, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 7212, 8214, κ.α.· συνάζω, Χρον. Μορ. P 342, Φλώρ. 1601, Δευτ. Παρουσ. 4, 86, Λίβ. Esc. 2838, Χρον. Τόκκων 149, 3672, Χρησμ. (Βέης) 1317, Λίβ. Va 2109, 2110, Έκθ. χρον. 26, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1591, Ιστ. Βαρλαάμ 103, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 149v, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 12711, Ιστ. πατρ. 802, 1152, Πηγά, Χρυσοπ. 345 (15), Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 759, 1018, 16328, Ιστ. Βλαχ. 1436, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 423, Βεστάρχης, Πρόλ. Θεοτ. 231, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1736, 9003, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 238, Διγ. O 1866, Διακρούσ. (Κακλ.) 68, 116, 157, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1638, κ.α.· συνάζω ή συνάσσω, Χρον. Μορ. Ρ 502, 1043, 1169, Λίβ. Esc. 1122· συνάσσω, Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 62, Χρον. Μορ. P 3246, Λίβ. Esc. 767, Χρον. Τόκκων 739, 1007, 1258, 3860, Θησ. Ζ́ [1102], Ί́ [751], Αλεξ.2 1029, 1266, 1610, Άνθ. χαρ. 3015, Κορων., Μπούας 14, 68, 129, Πένθ. θαν.2 305, Βυζ. Ιλιάδ. 385, Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 302, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 320.
Το αρχ. συνάγω. Οι τ. συνάζω-συνάσσω με μεταπλ. από τον αόρ. εσύναξα (βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 117, 280, 282). Ο τ. συνάζω το 13. αι. (TLG), στο Du Cange (λ. συνάζειν) και σήμ. λαϊκ. Ο τ. συνάσσω στο Βλάχ. (λ. συνάσσομαι) και σήμ. ιδιωμ. (Τσικής, Γλωσσ. Χίου). Η λ. και σήμ.
I. Ενεργ. 1) (Για ανθρώπους) μαζεύω, συναθροίζω σ’ ένα μέρος: Εις τον καιρόν οπού ηθέλησεν να πάρει γυναίκα (ενν. ο βασιλεύς Θεόφιλος), εσύναξε δώδεκα κορίτσια. Και από εκείνα ήτον η μία ονόματι Κασσία και η άλλη Θεοδώρα Χρον. βασιλέων 932· από παντού εσύναξε (ενν. ο Βελισάριος) τέκτονας πελεκάνους.| Μέσα εις μήνας τέσσαρας επλήρωσαν τα πλοία Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 365· την επαύριον εσύναξε το πλήθος της χώρας και τους εδίδαξεν ο Ιωάσαφ, και έγιναν όλοι χριστιανοί Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 14924· υπερίσχυσαν οι Αγαρηνοί και έλαβον την πόλιν ταύτην (ενν. την Μεθώνην). Έπειτα συνάξαντες πάντας τους άνδρας από ιβ́ ετών και άνω απεκεφάλισαν Ιστ. πολιτ. 5715· Και όλες τες δουλεύτριές της εσύναξεν ομπρός της (ενν. η Αιμίλια),| και λέγει τους ... Θησ. Ζ́ [771]. 2) (Για στρατεύματα) συγκεντρώνω στρατό, στρατολογώ: ευθύς στρατόν μισθοφορικόν πολύν συνάξας ... Ψευδο-Σφρ. 2003‑4· Τον αδελφόν του όρισεν (ενν. ο δούκας), τον κόντον Λεονάρδον,| και εσύναξεν φουσσάτα του, πεζούς, καβαλαραίους,| να στέκεται παρέτοιμος Χρον. Τόκκων 1486· φουσσάτο γαρ εσύναξεν (ενν. ο Μιχαήλ ο Παλαιολόγος), Τούρκους και άλλες γλώσσες,| την μάχην επεχείρησεν να μάχεται τους Φράγκους Χρον. Μορ. P 1269· φουσσάτα σύναξαν αμέτρητα το πλήθος,| δοκιμασμένα ’ς πόλεμον και στερεά το στήθος Κορων., Μπούας 82· (προκ. για το σατανά): όταν τελειωθούν οι χίλιοι χρόνοι, θέλει λυθεί ο σατανάς από την φυλακήν του και θέλει εβγεί να πλανέσει τα έθνη οπού είναι εις τες τέσσερες γωνίες της γης, ... και να τους συνάξει εις πόλεμον Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 269. 3) Συγκαλώ σε σύσκεψη, συνεδρίαση: Τους άρχοντας εσύναξεν (ενν. ο δούκας), όπου είχαν εις βουλήν τους,| και την βουλήν εκάμασιν το πώς θέλουν ποιήσει Χρον. Τόκκων 537· τους μπαρόνους του ο ρήγας όλους ’κράξε,| και μέσα στο παλάτι του ευθύς τους εσυνάξε,| καλήν απ’ αύτους συμβουλήν ηθέλησε να πάρει,| ότι την γνώσιν την αυτού μόνην ουδέν εθάρρει Κορων., Μπούας 32· μαθόντες οι κληρικοί τον θάνατον του πατριάρχου εσύναξαν αρχιερείς, διά να ιδούν ποίος έναι αρμόδιος να κάμουν πατριάρχην, και καθίσαντες επί συνόδου εζήτησαν ομοφώνως τον πρώην Ιστ. πατρ. 1414. 4) (Για πράγματα) α) μαζεύω, συγκεντρώνω: έκβαλε τα εκκλησιαστικά και γίνου προσχεριάρης,| και φόριε το προσώμιν σου και τον πηλόν κουβάλιε| και τα χαλίκια σύνασσε, να επάρεις τον μισθόν σου Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 212· αυτός (ενν. ο Ιακώβ) το λέγει των γυναικών του και συνάζουν το τίποτές του μίαν νύκταν και παίρνουν και φεύγουν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 145r· Το δένδρον δε εκ του καιρού ύστερ’ αφού γηράσει| και όλην την ποιότητα τελείως θέλει χάσει,| τότε συνάσσει ο γεωργός τα κάλλιο του κλαδία| και εις την γην φυτεύει τα Κορων., Μπούας 113· β) (για καρπούς) κάνω συγκομιδή: Ηύρηκα τον Σεπτέβριον του να τρυγά απαύτου| αμπέλιν δροσερόν, δένδρη και καρπόν, σταφύλια να συνάγει Λίβ. διασκευή α 1152· όλοι σου οι άνθρωποι του κράτους σου να συνάξουν τούτους τους καλούς καιρούς ... τόσο σιτάρι ..., ότι να τους σώσει διά εκείνους τους άλλους τους κακούς και τους ακριβούς οπού θέλουν έλθει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 149r· συνάζει (ενν. το μερμήγκι) το καλοκαίρι την θροφήν του διά να την έχει όλον τον χρόνον Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 36r· γ) αποθησαυρίζω, συσσωρεύω (χρήματα, πλούτη, κέρδη, κ.τ.ό.): εκείνοι τα νομίσματα συνάγουσιν απλήστως,| ημάς δε κατηχίζουσιν περί φιλαργυρίας Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 406· καλά και εσύναξες εις τα αμπάρια σου πλούτον και λέγεις: «Φάγε, ω ψυχή», και ο θάνατος ως κλέπτης αύριον σε αρπάζει Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 103· Εσύναζε γαρ βίον (ενν. ο Θεόληπτος) σκορπίζων εν τοις μεγιστάσιν, όπως πατριαρχεύῃ τυραννικώς Έκθ. χρον. 684· Ο μύθος λέγει μας εδώ τινάς που κοπιάζουν,| και άλλοι τα κερδίζουσι, το κέρδος το συνάζουν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 3812. 5) Φιλοξενώ· περιθάλπω: Ξένος ην και ανέγνωρος και συνηγάγετέ με·| γυμνός, δίχως ιμάτιον κι επεριβάλετέ με Τζάνε, Κατάν. 223· Ο δε ο αυτός ανήρ, ελεήμων και φιλόπτωχος και φιλόξενος καταπολύ, γυμνούς έντυνεν, τους ξένους και οδοιπόρους εσύναζεν και καλό προς αυτούς έκαμεν Βίος Φιλαρ. 238. 6) (Προκ. για χτυπήματα με βέργα) δέχομαι επάνω μου, υφίσταμαι (πβ. νεοελλ. φρ. «μαζεύω ξύλο»): αυτίκα γαρ ανάρπαστον σηκώνουν τον αθλίως,| και ως ίνα τον εκβάλωσι την πόρταν, καν ου θέλει,| βίτσαν συνάγει και ημισή ο κακοδοικημένος Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 256. 7) Συνενώνω, συναιρώ: αυτή (ενν. η φύσις) σιάζει τα πράγματα τα ξεχωρισμένα, ήγουν εκείνα οπού δεν ημπορούν να σιαστούν, εις τοιούτον τρόπον, ότι όλα τα πολυποίκιλα τα συνάζει εις ένα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 17r. 8) Συμπεραίνω: Από τα οποία (ενν. τες τέσσερις αιτίες) θέλω συνάξει πως ό,τι και αν ευρίσκεται εις εμένα, όλον είναι καμωμένον από τον Θεόν και όλον είναι του Θεού Βουστρ. Μεταφρ. 255. 9) (Μαθημ.) παράγω ως άθροισμα: α’ β́ γ́ δ́ ε’ ς’ ζ́ η’ θ́ ι’ ια’ ιβ́, ομού συνάγουσι οη’ Rechenb. (Vog.) 366. 10) (Μεταφ., με αντικ. τις λ. λογισμός, νους) συγκεντρώνω τις σκέψεις, την προσοχή μου: εκάθισεν (ενν. ο Καλλίμαχος) εφ’ ικανόν προς την του κήπου θύραν·| εκάθισεν, εγνώρισεν ...| ... και την της κόρης φλόγαν,| θέλων λαλήσαι και σιγών και λογισμόν συνάγων Καλλίμ. 1623· αποτώρα και έμπροσθεν τον νουν μου να συνάξω,| την πράξη μου εις ολιγολογίαν βαθέα να την στήσω| και την αλήθειαν να ειπώ Συναξ. γυν. 465· Εξενίσθη ο Αλέξανδρος το πρόσωπον της κόρης,| και έφριξεν το κάλλος της, ο νους του επαρήλθεν,| έχασεν και την όψιν του, δεν είχεν τι συντύχειν·| και οκάποτε μετά πολλής εσύναξεν τον νουν του,| και συντυχαίνει θαρρετά και ερωτά την κόρην: ... Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 864. II. Μέσ. 1) Μαζεύομαι, συναθροίζομαι σ’ ένα μέρος· συγκεντρώνομαι σε μεγάλη ποσότητα, αριθμό: όρισεν η ηγουμένη ... να κρούσουν το ξύλον να συναχθούν όλες οι αδελφές Γεωργίου ρήτορος, Αρχιληστ. 63· εσυνάζουνταν πολλοί άνθρωποι από την χώραν να ιδούν το πώς ο δείνας άνθρωπος έχει να λάβει θάνατον από ορισμόν του βασιλέως Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 10936· Κάμε ένα φανάρι με γυαλία ή κρύσταλλα ... και, όταν θέλεις να ψαρεύσεις, κατέβαζέ το εις την θάλασσαν και τότε συνάγουνται εις το φως όλα τα οψάρια Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 246· ηθέλησα πολλές φορές μαχαίριν να πιάσω,| να τ’ ακονίσω δυνατά και να σφαγώ ατός μου (παραλ. 1 στ.), να συναχθούν τα όρνεα να με διαμοιράσουν Περί ξεν. (Μαυρομ.) 225· έκαμεν (ενν. ο Θεός) αυτήν την ημέραν και εσυνάχθη (ενν. το νερόν) εις έναν τόπον όλο και εφάνηκεν όλη η γης Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 53v· (μεταφ.): θεωρώ εσυνάχθησαν του κόσμου οι πικρίες,| και εζυμώθησαν καλά με την χολήν εντάμα,| κι εις τον λαιμόν μου στέκονται και δαπανίζουσί με Περί ξεν. (Μαυρομ.) 240· (προκ. για στατιωτική δύναμη): Να τους ιδώ, αν δύνονται τώρα οι Μαλτεζάνοι| ν’ αντισταθούν τη δόξα μου, καθώς ο νους τους βάνει·| αν κάμουν και τη λέγα τους, όλοι να συναχθούσι,| δε θέλουν δυνηθούν ποτέ εμέ ν’ αντισταθούσι,| που έχω τόση δύναμη και άμετρο φουσσάτο Διακρούσ. (Κακλ.) 419. 2) Συμπιέζομαι, περιορίζομαι σε μικρότερο χώρο: πληρουμένης της γαστέρας, ήγουν γεμάτης ούσης των υγροτήτων μετά του πνεύματος, πληττομένη η γαστήρ από του κρούσματος, συνάσσεται ενδότερον τῃ αυτῄ γαστρί και βιαζόμενον το πνεύμα εξέρχεται από του γαργαρεώνος και των μυκτήρων Μάρκ., Βουλκ. 34927. 3) Συνέρχομαι σε σύσκεψη, συμβούλιο: εσυνήχθησαν πολλοί από τους αρχιερείς και ηνώθησαν μετά των κληρικών της μεγάλης εκκλησίας και σύνοδον εκάμαν, ποίον να κάμουν και στήσουν πατριάρχην Ιστ. πατρ. 1016· εσυναχθήκασι, στον τόπον εκαθήσαν| να κάμουσι κυβερνητήν όλοι κι αποφασίσαν.| Είπε καθείς την γνώμην του και κείνο οπού ξεύρει| και παρευθύς εκάμασι τον σερ Μπαστιά Βενιέρι Άλ. Κύπρ. 1710· ο γενεράλες κράζει| Ρωμαίους τότες Κρητικούς κι είπε να συναχτούσι| όλοι να δώσουνε βουλή, ογιά να διαλεχτούσι| δώδεκα για να κάμουνε πρώτους, για να μπορούσι| τα βάρη όλων των Ρωμιών εκείνοι να θωρούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 53525. 4) Συγκεντρώνομαι σε κ., επικεντρώνω την προσοχή μου: Εδά συνάξου, λογισμέ και λεπτινή μου γνώση,| και μίλιε, γλώσσα, φρόνιμα και ο νους μου ας θεμελιώσει Βεν. 1. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ενωμένος, συνδεδεμένος: διέστησαν δη τα πάλαι συνηγμένα Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) VI5.τειχίον- το, Χρον. Μορ. H 1483, 8431, Χρον. Μορ. P 1462, 2053, 8310, 8398, 8407, Μαχ. 707, 5002, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 69, Zygomalas, Synopsis 198 Θ 1 δις, 199 Θ 1, 210 Κ 32, 259 Π 1, 301 Φ 15, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 226, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1830, Δωρ. Μον. XXIX δις, Διον. ρήτ., Ιστ. 253, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1120, 1131, 1229, 1582, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161 δις, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4818, 57625, Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 14120· τειχί, Παϊσ., Ιστ. Σινά 323, 1354, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1350· τειχίο, Πορτολ. A 22514· τειχιό, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 984, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16618, 2232, 28329, 4157, 48826, κ.π.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. θ’ 25· τειχίο(ν), Θησ. (Foll.) I 84, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1750, 1854, Βεντράμ., Φιλ. 317, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 324v, Αχέλ. 1158, Κώδ. Χρονογρ. 691, Χρον. σουλτ. 3020, Ιστ. πατρ. 1607, 16622, Μ. Χρονογρ. 334, 6, Μορεζ., Κλίνη φ. 29v, Εγκ. αγ. Δημ. 109163, 110204, 111207, Διακρούσ. (Κακλ.) 410, 482, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2314, 2316, 7338· τειχιό(ν), Θησ. (Foll.) I 88 δις, 89, 112, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 366, Σκλάβ. 178, Πηγά, Χρυσοπ. 121 (34), Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 126, Δ́ 569, 583, Χορ. δ’ 741, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 111, Δ́ 4, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́́ 1069, Δ́ 920, Στάθ. (Martini) Ά́ 96, Ιντ. β’ 116, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 529, Γ́ 58, Έ́ 27, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 32, Β́ 291, Γ́ 341, Έ́ 52, 70, 371, Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 553· τειχιόν, Βυζ. Ιλιάδ. 1027, Αχέλ. 464, 1615, 1669, 2122, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 695, 845, Θρ. Κύπρ. M 342, Προσκυν. Ιβ. 535 256, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 323.
Το αρχ. ουσ. τειχίον. Ο τ. τειχίο και σήμ. Ο τ. τειχιό στο Βλάχ. (γρ. τειχειό) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 341). Τ. τει#03ιόν σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Λεξ., Φαρμακ., Γλωσσάρ. 227, λ. τει#03#12όν).
1) α) Τοίχος κτίσματος: Μάθε λοιπόν το ψήλωμαν ποτάπον έν’ του πύργου| και πώς τον εσυνήργησεν εκείνος ο τεχνίτης.| Το ύψος άνω ανέβασεν οργίας ενενήντα,| το πλάτος γαρ το έσωθεν τριάκοντα οργίας,| το πάχος του τειχίου του οργίες είναι δέκα Φλώρ. 1344· οι αυλές των αφεντών έχουν αφτιά κι ακούσι| και τα τειχιά του παλατιού μάτια και συντηρούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́́ 190· έκφρ. το τειχιό τειχιό = (επιρρ., εδώ για σκαρφάλωμα στο τοίχο) τοίχο τοίχο, κολλητά στον τοίχο, κατά μήκος του τοίχου: Ρίξε, κυρά μου, το σκοινί από το παρεθύρι,| για νά ’ρθω το τειχιό τειχιό, να πιάσω ωριόν ζαφείρι Ch. pop. 328· β) (συνεκδ.) κτήριο, κατασκευή, οικοδόμημα: Μαρτύρων Τεσσαράκοντα είναι η εκκλησία,| τειχίον ωραιότατον και με πολλά κελία Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 236. 2) α) Τείχος πόλης: ως χώρα γαρ απολυτή κείτεται (ενν. η Αντραβίδα) εις τον κάμπον,| ούτε πύργος ούτε τειχία έναι ποσώς εις αύτην Χρον. Μορ. P 1429· Η Κωνσταντινόπολη έχει αχαμνά τειχία, γλήγορα παίρνεται, μόνο τα καστέλλια την φυλάγουν Επιστ. 16. αι. 1583· ο νόμος της πατρίδας μας ο παλαιός ετότες| έκαμε απόξω οχ τα τειχιά να στέκουσι οι στρατιώτες Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 334· (σε παρομοίωση): ευρίσκομεν το Κάριος εις δύο πόλεις ... Είναι γουν και αι δύο εις το αριστερόν μέρος του ποταμού και έχουσι τον ποταμόν ωσάν τειχίον Προσκυν. Διον. 301 (Σινά) 13711· ο τόπος ούτος καλός και επιτήδειος, ευρισκόμενος εις το παραπόταμον του Ντούναβη, όντας ωσάν ένα τειχίον όλης της Βουλγαρίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 372· β) (συνεκδ.) περιτειχισμένη, οχυρή πόλη: Τριγύρου όλα τα τειχιά Τουρκιά ’τον γεμωσμένα,| η Χώρα όλη γέμισεν, ήτον μεγάλη πένα Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 385· γ) έπαλξη τείχους: άνωθεν τούς είχασι (ενν. των Τουρκών) δυο φλάμπουρα παρμένα| οπού ’χασιν εις το τειχιόν απόκοτοι μπημένα Αχέλ. 689· ευρέθη ο ... Χαϊδάρ πασιάς οπού επολέμα εις ένα μέρος της αυτής Λευκωσίας απάνω εις τα τειχία· διότι η βίγλα οπού εφύλαττε το μέρος εκείνο ... απεκοιμήθη και ηύραν άδειαν τα φουσσάτα και ανέβησαν απάνω Κώδ. Χρονογρ. 5224· οι Ρωμαίοι απομέσα επολεμούσανε και αντιστέκανε και ερρίχνασι απάνω εις το πλήθος των Τουρκών φωτίες αρτιφιτσιάλους με βοτάνι και τειάφι· τα οποία τα ερρίχνασι απάνω από τα τειχία Χρον. σουλτ. 7921· δ) περίβολος μοναστηριού: Κεκόλληνται δε και οι τρεις (ενν. ναοί) τῳ του μοναστηρίου| τειχίῳ Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1126. 3) Φράχτης, εμπόδιο· (σε παρομοίωση): η ψυχή οπού στέκεται εις τούτο το κορμί είναι ωσάν ένα φυλακωμένον, είναι τριγυρισμένη απ’ αυτήν την σάρκα, ωσάν από τόσα τειχιά Ροδινός (Βαλ.) 70· (εδώ μεταφ. προκ. για τα μαλλιά της κόρης που κρύβουν το πρόσωπό της): Όντασ σε ’δα να στεγνώννεις| τα μαλλιά τα χρουσαφένα| που μ’ έδησες, αγιμένα (παραλ. 1 στ.), είπουν και καλά ’ποσώννεις| μόνον να με λευτερώσεις,| νοιάζοντα να τα σηκώσεις| να δω κείνον που μου χώννεις.| Αμμέ σ’ όσον κι ένωσές με| κι έμελλεν να δω το φως μου,| έσυρες τειχιόν ομπρός μου| με τακιάν κι εμπόδισές με Κυπρ. ερωτ. 12719. 4) (Μεταφ., για πρόσωπα) στήριγμα, προστασία: Τειχίον είσαι των παρθένων, ω Θεοτόκε παρθένε, και ολωνών οπού τρέχουσιν εις εσένα Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 1404. — Βλ. και τοιχίον.τέμπλον- το, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2088, Μαχ. 1611, 1832, 6085, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 128 δις, Ιστ. πατρ. 19717, 1989, 20310, 14, Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 91, 100, Προσκυν. Ιβ. 845 348, Προσκυν. Κουτλ. 390 (Σινά) 14529, Προσκυν. Λαύρ. Μ (Σινά) 768, Προσκυν. Ολυμπ. 177 8715, Προσκυν. Κουτλ. 390 1313, Παϊσ., Ιστ. Σινά 434, 1245, Δωρ. Μον. XXXII, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 157· τέμπλο, Χρον. Μορ. Η 1952, 2005, 2664, 7791, Χρον. Μορ. Ρ 1952, 2005, 2664, 3209, 7791, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 50r· τέπλον, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 128 δις, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 89, 97, 98· γεν. εν. τεμπλίου, Χρον. Μορ. H 2686.
Από το λατ. templum. Διάφ. τ. (ντέμπλο (Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Κουσαθανάς, Λεξ. Μυκόν.), τέμπλου (Χαντζιάρας, Θεσσαλ. γλωσσάρ.), dέbλο (Αλιπράντης, Λεξ. Πάρου), τέbλου (Δημητρίου, Λεξ. Σάμ.), τέμbλου (Κοσμάς, Ιδίωμ. Ιωανν.), κ.ά.) σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 7. αι. (TLG), στο Meursius και στον τ. τέμπλο και σήμ.
1) Εικονοστάσι που χωρίζει το Ιερό Βήμα από τον υπόλοιπο ναό (για το πράγμα βλ. ODB, λ. templon): τῃ ιθ́́ του Μαΐου μηνός … έπεσε το εῴον μέρος του ναού της Αγίας Σοφίας … και συνέτριψε τον τε περικαλλή άμβωνα και το τέμπλον του ιερού βήματος και πάσας τας αγίας εικόνας Byz. Kleinchron. Ά́ 6510· Εις δε τα αγιόθυρα του αγίου μεγάλου βήματος στέκουν εικόνες πάγχρυσες μετά κιόνου παγχρύσου, ήγουν εις το τέμπλον ομπρός, κεκοσμημένες ευμορφοτάτες Προσκυν. Ιβ. 694 (Σινά) 10813· Ο λαός εκουβαλήθην εις τα ξύλα με όλες τους τες βιτουαλίες και την εικόναν της Κύπρου Θεοτόκου, τήν εζωγράφισεν ο απόστολος Λουκάς, και ούλον το ασημοχρούσαφον του ναού και των εικόνων του τέπλου, και πολλά άλλα λείψανα, και ήρταν εις την Κερυνείαν Μαχ. 34624. 2) Το τάγμα του Ναού ή των Ναϊτών Ιπποτών (για το πράγμα βλ. και Άγια και βέβηλα, λ. ναΐτης, σημασ. 1 και λ. τεμπλιώτης): Εις τούτο ορίζει, εγράψασιν του πριγκιπάτου απάντων,| φλαμουραρίων, καβαλλαρίων, όλων των επισκόπων,| του Τέμπλου και Οσπιταλίου κι όλων των βουργεσίων Χρον. Μορ. Η 3209· Έκραξεν ομπρός του (ενν. ο αγιότατος πάπας) τον μέγαν μάστρον του Τέμπλου, και μέσα εις πολλά λογία είπεν του: «Πεθυμίαν επεθύμησα να δω πώς χειροτονάτε τους αδελφούς …» Μαχ. 1410· Απαύτου γαρ εμήνυσεν να έλθει ο μητροπολίτης,| εκείνος, τόνε λέγουσιν ο της Παλαιάς Πάτρας,| ωσαύτως οι επίσκοποι που ένι μετ’ εκείνον,| ο κουμεντούρης του Τεμπλίου, μετά του Σπιταλίου Χρον. Μορ. P 2686.τέμπλος (ΙΙ)- το, Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 99.
Από το ουσ. τέμπλον. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Χατζ., Λεξ., λ. τέμπλον το και τέμπλος το, Karanastassis [Συναδ., Χρον.-Διδαχ. σ. 333]).
1) Εικονοστάσι που χωρίζει το Ιερό Βήμα από τον υπόλοιπο ναό, τέμπλο: Έχει και τέμπλος εύμορφον (ενν. ο ναός), καλόν με τες σανίδες,| ανάπτουν και κατέμπροσθεν είκοσι δύο κανδήλες Προσκυν. Ιβ. 535 331. 2) Ναός: όσον εγροίκησεν ο Σαψός του κόρνου να παίζει, και κείνος μοναύτα αγκάλισεν τον στύλλον οπού κράτεν το τέμπλος, και έσυρέν τον τόσον δυνατά οπού εχάλασεν το τέμπλος ως την γην Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 128 δις.τεσσαράκοντα,- αριθμητ.· σαράκοντα, Ερμον. Δ 275, Αξαγ. Κάρολ. Έ́ 190, 956.
Το αρχ. αριθμητ. τεσσαράκοντα. Η λ. και σήμ. λόγ.
Σαράντα: Τούτα με και άλλα περισσά τα αφτιά μου τα γροικήσαν| χρόνοι είναι τεσσαράκοντα και δεν τα αλησμονήσαν Λίμπον. Επίλ. 88· (προκ. για περίοδο νηστείας σαράντα ημερών): εκεί εδέχθην Μωυσής τας πλάκας γεγραμμένας,| σαράκοντα ενήστευσεν νύκτας τε και ημέρας Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 172· (με το επίθ. άγιος ως ονομασία ναού ή μονής): και πρώτος (ενν. ο Τιβέριος) εθεμελίωσε τον περικαλλή και μέγαν ναόν των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Hist. imp. (Iadevaia) IIb 1372· μακράν, τα μονύδρια ταύτα από το καθολικόν, το μεν του Νταούτη, μίλια τρία· … το δε των Αγίων Τεσσαράκοντα, μίλια επτά Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 172.Ετυμολογία
Οδηγίες Αναζήτησης
Υπόδειξη
Διπλό κλικ σε μία λέξη οδηγεί σε αναζήτηση με την επιλεγμένη λέξη. Αποτελεί βοηθητική λειτουργία ειδικότερα σε λέξεις που ακολουθούν συντομογραφίες π.χ. Βλ., Πβ., ΣΥΝ. ...- Πεδίο Αναζήτηση
-
Στο πρώτο πεδίο μπορείτε να πληκτρολογήσετε μέρος του λήμματος, χρησιμοποιώντας τον αστερίσκο * για το υπόλοιπο.
Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη, όταν θέλετε να αναζητήσετε ομάδες λέξεων που περιέχουν το μόρφημα ή την ακολουθία χαρακτήρων που πληκτρολογείτε.
Παραδείγματα:- γραπτ* (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από " γραπτ") : γραπτός
- *γραπτ* (όλες οι λέξεις που περιέχουν το "γραπτ") : απαράγραπτος, απερίγραπτος, γραπτός, ευπαράγραπτος
- *ισμος (όλες οι λέξεις που λήγουν σε "ισμός") : αποχαιρετισμός, μετατοπισμός, ορισμός.
- κ*ισμος (όλες οι λέξεις που αρχίζουν από "κ" και λήγουν σε "ισμός") : καθαρισμός, καλλωπισμός, κατηχισμός κλπ.
Παρατήρηση
Αν δε βάλετε καθόλου * το σύστημα τοποθετεί ένα * στο τέλος της λέξης. γραπτ γραπτ* - Επιλογές Αναζήτησης
-
Στη "Σύνθετη Αναζήτηση" μπορείτε να αναζητήσετε λήμματα ή ομάδες λημμάτων, που να προκύπτουν με συνδυασμούς κριτηρίων.
Τα κριτήρια λειτουργούν συζευκτικά: όσα πιο πολλά κριτήρια δώσετε τόσο λιγότερα λήμματα θα εμφανιστούν, γιατί ζητάμε λήμματα που να ικανοποιούν ΟΛΑ τα κριτήρια που εισάγονται. Όταν κάποιο κριτήριο δεν μας ενδιαφέρει, το αφήνουμε κενό.
Παράδειγμα:- Μπορείτε να βρείτε ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ που προέρχονται από τα ΤΟΥΡΚΙΚΑ και έχουν σχέση με τον ΆΝΕΜΟ.
- Τύπος Λήμματος
-
Εμφανίζεται ένα μενού προεπιλογών που περιλαμβάνει τις διάφορες γραμματικές κατηγορίες, ώστε να επιλέξετε το μέρος του λόγου που σας ενδιαφέρει.
- Ερμήνευμα / Σώμα κειμένων
-
Το πεδίο αυτό είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να εισαγάγετε ένα όρο, ο οποίος ανιχνεύεται στο σύνολο του ερμηνευτικού μέρους του λήμματος. Ο όρος αυτός μπορεί να είναι λέξη, βραχυγραφία, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία, π.χ. τίτλ*, οπλ*. Έτσι έχετε ένα κριτήριο για αναζήτηση, για παράδειγμα, σημασιολογικά συγγενών λέξεων.
Παράδειγμα
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε κάποια λέξη, ακολουθία λέξεων ή ακολουθία χαρακτήρων στα παραδείγματα που δίνονται για τη διασάφηση της σημασίας ή των σημασιών κάθε λήμματος. Μπορείτε, λόγου χάρη, μέσα από αυτά τα παραδείγματα να διαπιστώσετε τη χρήση των συνδέσμων (π.χ. "όταν"). - Αναφορά
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε τη βιβλιογραφική πηγή ή το όνομα του συγγραφέα από τα οποία περιμένετε να προέρχεται ένα τουλάχιστον από τα παραδείγματα του λήμματος, π.χ. Ερωτόκρ., Πανώρ.
- Ετυμολογία
-
Το πεδίο είναι ανοιχτό και σας επιτρέπει να αναζητήσετε συγκεκριμένους όρους ή βραχυγραφίες ή ακόμη συνδυασμό όρων και βραχυγραφιών που δηλώνονται στο ετυμολογικό μέρος του άρθρου, το οποίο είναι πλήρως διακριτό από το υπόλοιπο σώμα του λήμματος, καθώς διαχωρίζεται από αυτό με αγκύλες. Για παράδειγμα μπορούμε να αναζητήσουμε:
- τη συντομογραφία μιας ξένης γλώσσας (λατ., βενετ., ιτάλ., τουρκ.),
- ενός ιδιώματος (κρητ., ποντ.),
- μιας ιστορικής φάσης της ελληνικής, όπου πρωτοσυναντάται η λέξη (αρχ., μτγν.)
- κάποιου λεξικού (Somav., Βλάχ., Meursius, Du Cange)
Ομάδα εργασίας
- Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
- Κ. Θεοδωρίδης
- η, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 302 κριτ. υπ., Αλεξ.2 Επίλ. 11, 21, Απόκοπ. (Παναγ.) 561, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 28, 779, Ζήνου, Βατραχ. Πρόλ. 9, 12, Δεφ., Λόγ. 740, Τριβ., Ταγιαπ. 306, Κακοπ. 13, Αχέλ. 36, Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 9434, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 12032, Κυπρ. ερωτ. 9016, 11516, 15017, Κατζ. Ά μετά στ. 12, Σταυριν. 1293, Διήγ. ωραιότ. 30, Μαρκάδ. 772, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis), Πρόλ. 16, 44, Διακρούσ. (Κακλ.) 1318, Παλαμήδ., Ψαλμ. 425.