Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Προσκυν. Ιβ. 535.22 (Σινά)

  • ροδέα,
    η, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 418, Προσκυν. Κουτλ. 156 (Σινά) 14225‑26, Προσκυν. Ιβ. 535.22 (Σινά) 8819‑20, Διγ. Άνδρ. 39815, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1689· ρογδία, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 148, 153, 216· ροδιά· ροϊδέα, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1279 (έκδ. ροιδέα· διορθώσ.)· ροϊδία, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 491, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1275, Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 6, 58, 68.
    Από το μτγν. ουσ. ροΐδιον και την κατάλ. ‑έα (Κόντος, Αθ. 3, 1891, 571) με αποβολή του ημιφώνου ‑ι‑. Ο τ. ρογδία (από τ. ρόγδι, βλ. ά. ρόδι) στο Du Cange (λ. ρόδια) και τ. ρογδιά σήμ. ιδιωμ. (Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ.). Τ. ροδία στο LBG και σήμ. στο τσακων. ιδίωμα (Κωστ., Λεξ. τσακων.). Ο τ. ροδιά στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ροϊδέα σε έγγρ. του 11. αι. (Νυσταζ.-Πελεκ., Βυζ. έγγρ. Πάτμου Β′ 5468, 56107β) και στο Meursius· βλ. και LBG. Ο τ. ροϊδία στο Somav. Τ. ροϊδιά σήμ. (Κριαρ., Λεξ., Μπαμπιν., Λεξ., λ. ροδιά). Η λ. το 12. αι. (TLG), σε έγγρ. του 13. αι. (Act. Xér. 9B45) και σήμ. ιδιωμ. (Βαγιακ., Πρακτ. Β′ Συμπ. Γλωσσολ. Bορειοελλ. Χώρου 15).
    Το οπωροφόρο δέντρο ροδιά ή ροϊδιά: συκέας, απιδέας τε, ροδέας και μηλέας Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1689· περιβόλιον ... πολλά ωραιότατον με κλήματα και συκές και μυγδαλές και ροδιές περισσές Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 170· Λέγουσι τινές ότι το κλαδί της ρογδίας είναι άθηρον, ήγουν φεύγουσιν απ’ αυτό τα οφίδια, διά τούτο το βάνουσιν εις τα στρώματα Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153· Ροϊδία και μηλέα εφιλονικούσαν διά ευμορφίαν Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου) 441.
       
  • σήμαντρον
    το, Μαχ. 36218, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1927, Προσκυν. Λαύρ. Θ (Σινά) 737-8, Προσκυν. Λαύρ. M (Σινά) 82, Προσκυν. Κουτλ. 390 (Σινά) 14833, Προσκυν. Ξηρ. 27 (Σινά) 1921339, 209 μετά στ. 1920, 1922, 1923, Κανον. διατ. Β 518, 750· σήμανδρον, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 392r, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 1239, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1343, Μορεζ., Κλίνη 414r, Προσκυν. Ιβ. 535.22 (Σινά) 9135, 102340, Προσκυν. Ιβ. 694 (Σινά) 11410, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 130389, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 174, Μαρκάδ. 699.
    Το αρχ. ουσ. σήμαντρον. Ο τ. σήμανδρον τον 6. αι. (LBG). Τ. σήμαντρο και σήμ. Η λ. και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    Ξύλινη σανίδα ή πλάκα από μέταλλο που κρούεται ρυθμικά με σφυρί ή ξύλινο πλήκτρο (συν. σε μοναστήρια, για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ ΣΤ́ 81, ODB, λ. semantron· πβ. και ά. σημαντήριον): απάνω εις το βουνί έναι το μοναστήριν το θεοσκέπαστον και κάτω του βουνού έναι θάλασσα. Εκεί πάσιν οι καλόγεροι και ψαρεύουν και ακούουν το σήμαντρον, όταν σημαίνουν να ψάλουν Προσκυν. Κουτλ. 156 (Σινά) 1442· ο ιερεύς κρούει το σήμανδρον και προσκαλεί πάντας τους χριστιανούς να έλθουν εις την αγίαν του Θεού εκκλησίαν να δοξάσουν και υμνήσουν τον Θεόν τον ποιήσαντα τα πάντα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 392r· (μεταφ.): Νυν το τέλος ήγγισε της Πόλεως· νυν τα σήμαντρα της φθοράς του ημετέρου γένους· νυν αι ημέραι του αντιχρίστου Δούκ. 2977. Η λ. ως τοπων.: Παϊσ., Ιστ. Σινά 1926.
       
  • στέλεχος (Ι)
    ο, Προσκυν. Ιβ 535.28 (Σινά) 329· στέλεγχος o, Προσκυν. Ιβ. 694 (Σινά) 1146, Προσκυν. Ιβ. 535.22 (Σινά) 9131, Προσκυν. Κουτλ. 390 (Σινά) 14825· στέλεγχος η, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 174· ονομ. πληθ. στελέχοι, Προσκυν. Λαύρ. Μ (Σινά) 8133· αιτιατ. πληθ. στέλεχας.
    Το μτγν. ουσ. στέλεχος ο.
    1) (Βοτ.) α) κορμός δέντρου: Ούτος ο δενδροκόλαφος ... όρνεον ... υπάρχει. Απέρχεται τοίνυν εις τον στέλεχον των δένδρων· και ει μεν εστιν κωφόν και ακάρδιον, ποιεί οπήν και εισέρχεται και νοσσεύει· και εάν εύρει το δένδρον δυνατόν, φεύγει απαυτού Φυσιολ. Β 83· β) βλαστός φυτού: Τρεις φύσεις τοίνυν κέκτηται εκείνος δε ο μύρμηξ·| εν τῳ καιρῴ του θερισμού έρχεται στο χωράφιν| και των πυρών τους στέλεχας οσμείται εκ τhν ρίζαν,| εκ της οσμής αισθάνεται, ευθύς καταλαμβάνει| τίτοιον έστιν το φυτόν, ή σίτος ή κριθάρι,| και εις τον σίτον έρχεται στον κρίθον δεν υπάγει Φυσιολ. (Legr.) 1076. 2) (Συνεκδ.) το ίδιο το δέντρο ή το φυτό: ήσαν εκεί δώδεκα πηγαί υδάτων και εβδομήκοντα στέλεγχοι φοινίκων Μορεζίν., Λόγ. 467· Αυτού είναι και τα αλμυρά ύδατα, άπερ εποίησεν ο Μωυσής εις γλυκύτητα, αυτού είναι και οι εβδομήκοντα στέλεγχοι των φοινίκων Προσκυν. Λαύρ. Θ (Σινά) 734.
       
  • συντυχαίνω,
    Σπαν. Α 119, Σπαν. Β 114, Σπαν. (Ζώρ.) V 167, Κομν., Διδασκ. Δ 145, Διδ. Σολ. Ρ 111, Αμ. παράκλ. 1, Λόγ. παρηγ. L 47, 481, Λόγ. παρηγ. O 46, 488, Παράφρ. Μανασσ. 280, Καλλίμ. 1073, Διγ. Ζ 664, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 128, 850, Βέλθ. 115, 1243, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 176, 1609, κ.α., Χρον. Μορ. Η 503, 2574, 8026, κ.α., Χρον. Μορ. Ρ 68, 881, 2574, 4456, κ.α., Πουλολ. (Eideneier) 42, 357, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 218, Διήγ. παιδ. (Eideneier) 74, 116, Φλώρ. 333, 1328, Gesprächb. 205, 7, Σαχλ., Αφήγ. 171, Ερωτοπ. 9, 32, Απολλών. (Κεχ.) 292, Λίβ. διασκευή α 243, 1370, Λίβ. Esc. 315, 2650, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 442, 1329, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 324, Αχιλλ. L 28, 897, 1285, Αχιλλ. (Smith) N 1109, 1773, Αχιλλ. (Smith) O 389, 503, Ιμπ. 298, Χρον. Τόκκων 463, 2135, Λίβ. Va 230, 557, 1199, Διήγ. Βελ. χ 98, Σφρ., Χρον. (Maisano) 4026, 11612, Διήγ. Βελ. Ν2 103, Θησ. Β́ [68], Έ́ [1045], Έπαιν. γυν. (Vuturo) 421, Χούμνου, Κοσμογ. 1240, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 160, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 115, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 680, Δευτ. Παρουσ. 58, Διήγ. Αλ.V 25, Αλεξ.2 1766, Συναξ. γυν. 119, Απόκοπ.2 75, 436, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 194, 697, 1054, 1315, Έκθ. χρον. 5816, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1497, Ιμπ. (Yiavis) 823, Κορων., Μπούας 26, 86, 136 δις, Βεντράμ., Γυν. 67, Βεντράμ., Φιλ. 25, Διήγ. Αλ. G 28715, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1262, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 3819, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 116, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r, 156r τρις, Προσκυν. Ιβ. 535.22 (Σινά) 895, Βίος Αισώπ. (Eideneier) D 23333 δις, Τριβ., Ρε 309, Πεντ. Γέν. VIII 15, Έξ. IV 12, XI 2, Λευιτ. I 1, X 5, XXV 2, Αρ. VI 2, XIII 1, XXIII 12, Δευτ. I 1, ΧΙ 19, κ.α., Βυζ. Ιλιάδ. 270, 1118, Πτωχολ. α 77, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 309, Δαρκές, Προσκυν. 210, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 16321, Πανώρ.2 Γ́ 383, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 462, Κατζ. Γ́ 199, Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 47, Πιστ. βοσκ. I 2, 43, II 5, 133, Βοσκοπ.2 428, Βίος Δημ. Μοσχ. 611, Παλαμήδ., Βοηβ. 745, Διγ. Άνδρ. 31715, 40114, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 164, Δ́ 1088, Ψευδο-Σφρ. 50415, 20, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 181, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 62v, 193v πολλ., Ροδολ. (Αποσκ.) Β́ 226, Διήγ. πανωφ. 61, Πτωχολ. Α 79, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 525, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 432, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 279, Χριστ. διδασκ. 387, Λεηλ. Παροικ. 437, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. Β 84, 1075, Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 34, 802, κ.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιβ́ 46, Μάρκ. ζ́ 32, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17919, 2333, 47523, κ.π.α.· εσυντυχαίνω, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. κδ́ 17, Πράξ. κή 20· συντυγχαίνω, Διγ. Z 3042, Ορισμ. Μαμελ. 953· συντυγχάνω, Ασσίζ. 34917, Καναν. (Cuomo) 131· συντυχάννω, Μαχ. 14212‑13, 26230, 39012, 23‑24, 5807‑8, 6688, κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 2028, κ.α., Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 75, 81 δις, 85, Ξόμπλιν φ. 123v, 130r τρις, v πολλ., 132r, 133r, Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 507, 589, 621· συντυχάν(ν)ω, Υγρομαντ. φ. 165r 5, Μαχ. 12831, 25621, 41027, κ.α., Βουστρ. (Κεχ.) 2019, 407, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 884, Άλ. Κύπρ. 3170· συντυχάνω, Ασσίζ. 3415, 9914, 15228, 28311, 34916, 40411, Απολλών. (Κεχ.) 692, 694, Μαχ. 56421, Βουστρ. (Κεχ.) 4018-421, 1446· συτυχαίνω, Αχιλλ. (Smith) O 394, Ch. pop. 780· προστ. σύνταχε, Σπαν. Ο 39.
    Από τον αόρ. του αρχ. συντυγχάνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε ‑αίνω (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 294). Ο τ. συντυγχάνω στο ΑΛΝΕ. Ο τ. συντυχάννω και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 810, Χατζ., Λεξ.). Ο τ. συντυχάνω στο Du Cange (λ. συντυχάνειν). Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.
    Α´ Μτβ. 1) Λέω κ.: Σύντυχε εκείνον τό έχεις να πεις, και θέλω σου γροικήσειν! Βουστρ. (Κεχ.) 904· Τα δ’ άλλα τα λεγόμενα και τας ονειδισίας,| τας ύβρεις και επιβουλάς, πώς όλως υπομείνω;| Το «τις είσαι και τι θέλεις, και τι έν’ τό συντυχαίνεις, ...;» Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 465· εκατάλαβες από τα λόγια μας, πως συντυχαίνομεν ψέματα; Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 101· (με σύστ. αντικ.): Σηκώσου, καβαλίκευσε και στάσου εις την μέσην,| σύναξε τα φουσσάτα σου και τας παραγωγάς σου·| ουκ ένι τώρα ο καιρός τοιαύτα να συντυχαίνεις Αργυρ., Βάρν. K 286· (με είδος σύστ. αντικ.): Σφάλλεις πολλότατα, αδελφέ, και μην τα συντυχαίνεις| τα λόγια τα παράστρατα και όξω από την στράτα βγαίνεις Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Αναστ. 511. 2) Μιλώ σε κάπ.: κι εσύ καυχούσουν κι έλεγες να μη με λησμονήσεις, (παραλ. 1 στ.) ουδέ άλλην εμορφότερην ποτέ να την συντύχεις Ερωτοπ. 98· Παρεθυρίτσια μου αργυρά, αργυρογκοσμημένα,| ειπέτε της κυράτσας σας νά βγει να της συντύχω Ch. pop. 411· αμή να ήπλωσα δαμίν το παλαμόχειρόν μου| και να σε εξεστόμωσα έως τον μήλιγγά σου·| και γαρ εγώ να σ’ έμαθα το πώς μου συντυχαίνεις Διήγ. παιδ. (Eideneier) 896· (με εμπρόθ. αντικ.): ο διάβολος έγινεν άνθρωπος και εσύντυχεν με την Εύαν και επλάνεσέν την Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 75r· (προκ. για εσωτερικό μονόλογο): Καμιά φορά μετά μου συντυχαίνω| και λέγω ... Πιστ. βοσκ. Ι 3, 30· εγώ ιμπρού να ξετελειώσω να συντύχω προς τη καρδιά μου, και ιδού η Ριβκα εβγαίνει και το λαγήνι της ιπί το νώμο της Πεντ. Γέν. XXIV 45· Πάλι καμιά φορά μ’ εμέ στέκοντας συντυχαίνω| και μ’ αναγάλλιαση πολλή στο νου μου τονε φέρνω (ενν. το Μυρτίνο),| και λέγω: «Ας μου ήτον μπορετό ...» Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 705· φρ. συντυχαίνω ιπί την καρδιά κάπ., βλ. ά. καρδία σημασ. 9. 3) α) Έχω την ικανότητα της ομιλίας· (με είδος σύστ. αντικ.): βλέπεις έναν άνθρωπον και είναι ένας, αλλά είναι και έχει τρία τινά· έχει τον νουν, έχει τον λόγον οπού συντυχαίνει, έχει και τον ανασασμόν οπού ανασαίνει Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 139v· β) μιλάω μία γλώσσα: εις το όνομά μου θέλουσιν εβγάλει δαιμόνια· γλώσσες θέλουν συντύχει καινουργίες Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. ις’ 17· Διότι πολλοί τινες γράφουσι βιβλία και συντυχαίνουν ελληνικά και δεινά, και όποιος είναι διδάσκαλος ή μαθηματικός τα ηξεύρει τι λέγουν, αμή οι άλλοι οπού ηξεύρουν τα κοινά γράμματα, ηξεύρουν και το διαβάζουν, αμή δεν ηξεύρουν τι λέγει μέσα και τι έννοια είναι Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 193r· εσυντυχαίνασιν ρωμαίικα την γλώσσαν Χρον. Μορ. Ρ 5207. 4) α) Συζητώ για κ.: Tι πράμα συντυχαίνουσι κι αργιούσι να σιμώσου; Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 305· Ειστούτο όρισεν ευτύς (ενν. ο ρήγας της Φράντσας), οι κεφαλάδες ήλθον,| όπου ήσαν τότες στο Παρίς, στην εορτήν εκείνην·| όλων βουλήν εζήτησεν του να τον συμβουλέψουν.| Πολλά λεπτώς εσύντυχαν το φταίσιμον, τό εποίκεν| ο Μέγας Κύρης, σε λαλώ, του πρίγκιπος Γουλιάμου.| Κι όσον ελάλησαν πολλά ηύρασιν την αλήθειαν Χρον. Μορ. Ρ 3398· Όρισαν ότι πώποτε πλείον να μη συντύχουν| μετ’ αύτα την υπόθεσιν, εσίγησαν τελείως Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ-Jeffr.) 13550· β) αναφέρομαι σε κάπ. ή κ., κάνω λόγο για κάπ. ή κ.: Φίλε, τόν εσυντύχαινα την χθεσινήν ημέραν| εψέ εις τον ύπνο μου είδα τον εντάμα με την κόρην Λίβ. Va 751· είπε με: «Κράτιε Λίβιστρε· δι’ αυτήν τήν συντυχαίνεις| είδησιν έχω και άκουσε ...» Λίβ. Va 537. 5) Υποστηρίζω, δηλώνω κ.: Ο λόγος ο επιχώριος λέγει και συντυχαίνει:| Κάλλιον να μη επεχείρησεν οπού κακά πληρώνει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1579. 6) Εξιστορώ, αφηγούμαι κ.: Εν τούτῳ θέλω αποτουνύν να πάψω εδώ ολίγον| του να συντύχω, να ειπώ εκ τον Δεσπότην Άρτας,| και να σας αφηγήσομαι αφήγησιν τοιούτην| περί του πρίγκιπος Μορέος, εκείνου του Γουλιάμου Χρον. Μορ. Ρ 3139. 7) Ρωτώ: Ετότες ο Ρωτόκριτος του φίλου συντυχαίνει| ανέ γροικά λαβωματιά, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.) Ά́ 587· Και τι με ερωτάς και τι με συντυχαίνεις; Συναξ. γαδ. (Moennig) 323. 8) Βρίσκω την απάντηση, εξηγώ: η αυθεντία σου με ερώτησες έντεκα ερωτήματα,| κι εγώ είτι και αν με όρισες, όλα εξήγησά τα,| εδιάλυσά τα και ηύρα τα, όλα εσύντυχά τα Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 728· Άρχισε γαρ Αλέξανδρος, το ρώτημα συντυχαίνει,| και διαλύζει και λέγει το, την κόρη το μαθαίνει Διήγ. Αλ. Σεμίρ. S 976. 9) Δίνω εντολή, προστάζω: Λέοντα χρυσόν εβάσταζεν (ενν. ο Έκτωρ) απάνω εις το σκουτάρι·| τες σύνταξες εδιέβηκε και εστάθην εις την πρώτην.| Ολών εσύντυχεν ευθύς διά να καβαλικεύσουν,| τας τέντας να σιμώσουσιν οι σύνταξες οι δέκα Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3286· και εφουβήθηκαν οι μάμμηδες τον Θεόν και δεν έκαμαν χαθώς εσύντυχεν προς αυτές ο βασιλεάς της Αίγυφτος, και εζωπούσαν τα παιδιά Πεντ. Έξ. Ι 17. 10) Σκέφτομαι να κάνω κ., σχεδιάζω κ.: Ο Αλέξανδρος ηύρεν τον πατέραν του τον Φίλιππον, οπού άφηκεν την μητέραν του Αλέξανδρου και εσυντύχαινε να επάρει άλλην Διήγ. Αλ. Ε (Lolos) 12714· δημηγερσίαν εσύντυχαν, εκείνην επληρώσαν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11994. 11) Συναντώ τυχαία κάπ.: Περιεπάτει την οδόν, επήγαινε τον δρόμον (παραλ. 1 στ.). Μόλις μετά συμπλήρωσιν πάλιν ενός τριμήνου| μέσον της στράτας της κακής, της ορεινής, δυσβάτου| γυναίκα εσυντύχαινεν ...| γραία πολλά ταλαίπωρον Λόγ. παρηγ. Ο 231. Β´ Αμτβ. 1) Μιλώ, εκφέρω λόγο: ο γαρ Θεός έρριψεν ζάλην και σύγχυσιν και ασυμφωνίαν εις τας γλώσσας των κτιζόντων και εσυντύχαιναν και ουδέν εγροικούσαν είς τον άλλον Hist. imp. (Iadevaia) I 355· το σκουτάριν επέρασεν αλλά και το λουρίκι,| και μέσα εις το στήθος του έβαψε το κοντάριν·| νεκρός εις γην απλώθηκε, πλέον ου συντυχαίνει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3804· (σε παροιμ. φρ.): εις κουφού πόρταν εσυντύχαννεν, τίποτες ουδέν εφέλεσεν Μαχ. 4417. 2) Εκφράζω με το λόγο σκέψεις ή συναισθήματα: Αν συντυχαίνει (ενν. ο Καίσαρ), πρόσεχε και άκουε να μανθάνεις,| εις δε καιρούς ερώτ’ αυτόν τα άπερ συ ου γινώσκεις Σπαν. (Λάμπρ.) Va 121· εις το κρυφόν αγάπαν (ενν. ο ρήγας) τον αποστολέν, ως γιον παιδίν του, μα ο ρήγας ήτον μικρής ψυχής, διότι εφοβάτον την ρήγαιναν πολλά και δεν ετόρμα να συντύχει Βουστρ. (Κεχ.) 2412· Και είδεν πας άνθρωπος και εξενίστη πώς εσύντυχεν το παιδάριον Διήγ. Αλ. V 27· Λέγω σε ουν αποτουνύν, μάθε να συντυχαίνεις,| ψέμαν ουδέν ειπείς ποτέ, αλήθειαν λέγε πάντα Συναξ. γαδ. (Moennig) 65. 3) Απευθύνομαι σε ακροατήριο, αγορεύω: Τότ’ είς από την σύγκλητον άξιος δημηγόρος| ανέστηκε και εσύντυχε, λέγω κοκκινοφόρος Κορων., Μπούας 22· να συντυχαίνει εις κούρτην Χρον. Μορ. Ρ 7523. 4) Συνομιλώ, κουβεντιάζω: Πρώτας εντύσου κι ύστερα θέλομε συντυχαίνει Φαλιέρ., Ιστ.2 69· Έλα, ξαθή, πανέμνοστη, το φως των ομματιών μου,| να συντυχαίνομεν τα δυο και να γλυκοφιλούμεν Ερωτοπ. 633· αλλήλως να χεροκρατούν, κρυφά να συντυχαίνουν Λίβ. Va 387. 5) Κατακρίνω, επικρίνω: Μηδέν προς Άκαστον κακόν ποιήσεις το παράπαν (παραλ. 1 στ.), ότι ο κόσμος, ήξευρε, ηθέλασι συντύχει,| αν κακόν τον εποίησες, οπού έναι τόσα γέρων,| όλοι κακόν να έλεγαν δι’ εσένα εις τον κόσμον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 14362. 6) (Για δικηγόρο υπεράσπισης) αντιπροσωπεύω διάδικο στο δικαστήριο: ανένι ότι ο αβαμπαρλιέρης πει λόγον τόν ουδέν πρέπει να πει διά εκείνον οπού συντυχάνει ... Ασσίζ. 34916. 7) (Απρόσ.) μου έρχεται κ. στο νου: Συνέτυχέ μοι ουν και είπον προς αυτόν ότι και εγώ εν νῳ είχον ότι να τον ζητήσω να με ευεργετήσει οφφίκιον μεγαλότερον Σφρ., Χρον. (Maisano) 1248. 8) (Τριτοπρόσ.) συμβαίνει, γίνεται, λαμβάνει χώρα: Και ειστόσον εχοντρύναν εις τα λογία, και διά να μηδέν συντύχει περίτου, έσυρεν ο σιρ Τζάκες τους λας της συντροφιάς του και ήλθεν εις τον ρήγαν Μαχ. 3205.
       
  • σχίζω,
    Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 217 χφ H κριτ. υπ., Διγ. (Trapp) Gr. 3202, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 521, 828, 1559, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 10471, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 230, Λίβ. διασκευή α 43 κριτ. υπ., Αχιλλ. L 1212, Βεν. 76 κριτ. υπ., Λίβ. Va 45, Έκθ. χρον. 2717, Θρ. Θεοτ. 32, Πτωχολ. α 403, 415, 477, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1276, Μορεζ., Κλίνη φ. 164r, 344v, Χίκα, Μονωδ. 166, Προσκυν. Ιβ. 845 998, Προσκυν. Ιβ. 535 971, Γιατροσ. Ιβ. 96, Hist. imp. (Iadevaia) I 1704, IIa 325, 1415, Διγ. Άνδρ. 3283, 36725, Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153, Νομοκριτ. 106 τρις, 107, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 36 τετράκις, 261 δις, 389, κ.π.α. · σκίζω, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 431, Αχιλλ. L 1293, 1329, Μαχ. 5014, 6415, Θησ. Ή́ [883, 4], Βουστρ. (Κεχ.) B 1537, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 564, Βεντράμ., Φιλ. 166, 206, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 46v, 55v, 205v δις, 221r, 277r, 281r, 311v, Πεντ. Γέν. XXII 3, XXXVII 29, XLIV 13, Λευιτ. I 17, XI 3, 7, Αχέλ. 409, 648, Πτωχολ. (Κεχ.) P 190, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 271, Έ́ 401, Πιστ. βοσκ. IV 3 94, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 309, 311, Στάθ. (Martini) Β́́ 315, Φορτουν. (Vinc.) Δ́ 156, 539, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 66, κ.π.α.
    Το αρχ. σχίζω. Ο τ. σκίζω, με ανομ. τρόπου άρθρωσης σχ>σκ (Χατζιδ., ΜΝΕ Ά́ 163, Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β́ 401, Jannaris, Hist. Gramm. 93), τον 11. αι. (TLG), στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Χωρίζω κ. σε δύο ή περισσότερα τμήματα τραβώντας προς αντίθετες κατευθύνσεις: σχίσε το χαρτί κομμάτια Ιατροσ. 22139· Τις ημπορεί να δηγηθεί εκείνα τα παιγνίδια| κι εκείνην την ξεφάντωσην, ως ήτον επιτήδεια,| να σκίζουν από την χαρά ολόχρυσες παντιέρες Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 771· (σε υπερβολή): το απελατίκιν έριξε (ενν. ο Αχιλλεύς), πιάνει τον εκ το κεφάλιν| και απέ το στόμαν,| και με τα χέρια του έσκισεν τον λέονταν μέσα δύο Αχιλλ. L 1203· τον άρκον καταφθάνει| και από το κατωμάγουλον γοργόν πιάνει, κρατεί τον| κι εις δύο μέρη τον έσχισεν Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 777. 2) Ανοίγω, χωρίζω κ. στη μέση: εσύ (ενν. Μοσέ) ύψωσε το ραβδί σου και κλίνε το χέρι σου ιπί τη θάλασσα και σκίσε την, και να έρτουν τα παιδιά Ισραέλ μεσωθιό θάλασσα εις την ξέρη Πεντ. Έξ. XIV 16· Το άλογον ...| ... προς τον όνον έφησεν ...:| «... φύγε απέμπροσθέν μου,| μη απλώσω το ποδάριν μου και δώσω σε κλοτσέαν| και σχίσω το κεφάλιν σου, τσακίσω τας πλευράς σου ...» Διήγ. παιδ. (Eideneier) 749· (σε υπερβολή): έδωκεν του σπαθέα και έσχισέν τον εις την μέσην μαζί με το άλογόν του Διγ. Άνδρ. 35911· (μεταφ.): Αν ήτον μπορεζάμενον να σκίζαν την καρδιάν μου,|μέσα σε ήθελαν ευρεί ακέρια, συνοδιά μου Ch. pop. 372· Αν σχίσουν την καρδίτσα μου, έσωθεν να σε εύρουν,| να σε εύρουν ριζοφύτευτον, στρατιώτα μου ανδρειωμένε Αχιλλ. (Smith) N 1628. 3) (Προκ. για ζώο) έχω οπλή χωρισμένη στη μέση (με σύστ. αντικ.): παν χτήνο ομπλίζει ομπλή και σκίζει σκίσμα δυο ομπλές … αυτό να φάτε Πεντ. Δευτ. XIV 6. 4) Αυλακώνω: ουδέν λαθαίνει σε το πως ...| το άροτρον ...| ... την γην όλη σκίζει| και κάμνει αυλάκι εδώ κι εκεί οπού το νερό στραγγίζει Θησ. Πρόλ. (Κακλ.) 137. 5) (Προκ. για ποινή ή βασανιστήριο) προκαλώ τραυματισμό ή αποκοπή της μύτης (για τη σημασ. βλ. και Κουκ., ΒΒΠ ΣΤ́ 477-8): έταξεν (ενν. ο αυθέντης), είπεν, αν σε βρει πούπετα να σε πιάσει,| να σκίσουν τα ρουθούνια σου και να σε ξεγυμνώσουν,| μαγκλάβια να σε δώσουσιν, ’ς σίδερα να σε βάλουν Πουλολ. (Eideneier) 566· ως δε είδεν ο πασιάς ότι δεν κάμνει το θέλημα αυτού ... ο μέγας εκκλησιάρχης, έκαμε τον σουλτάνον και ... έσχισε την μύτην αυτού από τα δύο πλάγια Ιστ. πατρ. 989. 6) (Ιατρ.) α) κάνω τομή, ανοίγω το σώμα, τα σπλάχνα κάπ.: Δεν εβλέπεις τον ιατρόν; Σκίζει, κόβγει, καίει τον ασθενή. Αλλά διατί; Διά την υγείαν Πηγά, Χρυσοπ. 301 (7)· Οι ιατροί εδειλοσκοπούντανε είντα να είναι εκείνο ... και ο βασιλεύς ήτονε εις τον μεγάλον κίνδυνον ... και ελογιάζασι να τονε σχίσουν, αλλ’ εφοβούντανε μήπως και ξεψυχήσει εις τας χείρας τως Μορεζ., Κλίνη φ. 106v· Και επέθανεν ε’ Ιουνίου, ͵αυογ́ Χριστού. ... Και εσκίσαν τον. Και εβγάλαν τα άντερά του. Και επαρτσαμιάσαν τον. Και εθάψαν τον εις τον Άγιον Νικόλαν Βουστρ. (Κεχ.) Μ 1537· (προκ. για είδος καισαρικής τομής): εβγάνει το όνομά του Ιούλιον Καίσαρ, διότι εγεννήθη τον μήναν Ιούλιον, ήγουν οπού έσκισε την μάννα του και τον έβγαλε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 221r· β) (προκ. για απόστημα) διανοίγω: δι’ αυτό ετελεύτησεν (ενν. ο λαβωμένος), ού διά το εντέχετον να σκίσει (ενν. ο γιατρός) την πληγήν του ού το αβγάσιμον ού το απόσταμαν του μάκρου, και εκείνος έσκισέν το του πλάτου, τό λέγεται τραβέρς, και δι’ αυτό ετελεύτησε Ασσίζ. 4304, 6· Περί καρφίου. Σχίσον αυτό μετά σιδήρου πεπυρωμένου, και εάν έχει πώρον, έκβαλε αυτόν, και βάλε άλας ή θηριακήν Ορνεοσ. 58224. 7) α) Κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω: ήσαν τέσσαρεις Εβραίοι, οι οποίοι είχαν πάρει το ρούχο του (ενν. του Ιησού) και ήθελαν να το κάμουν τέσσαρα κομμάτια να πάρει πασαένας το κομμάτι του, και ένας απ’ εκείνους λέγει: Μηδέν το σκίσομεν, αμή ας ρίξομεν κλήρους, και είτινος τύχει ας τον πάρει Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 283v· όνταν η αγία Ελένη ηύρεν τον τίμιον σταυρόν ..., επήρεν το υποπόδιον όπου εκαρφώσαν του αγίους πόδας, και έσκισέν το εις γ́ και εποίκεν δ́ σανιδία Μαχ. 65· β) κομματιάζω, καταστρέφω: κόπτουν, σκίζουν και χαλνούν την πόρταν και σεμπαίνουν Παρασπ., Βάρν. C 388· σκίζουν τα κονίσματα και ρίχτουν τα αλτάρε Tζάνε, Kρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17718· (σε μεταφ.): ω χρόνε κακότατε, ... ω τύχη φθονερή ... Δεν σε έσωσεν οπού μας υστέρησες βασίλεια, ... αμή ακόμη ηθέλησες ... να μας σχίσεις την σκέπην οπού μας έσκεπε (δηλ. τον Γαβριήλ Σεβήρον) Χίκα Μονωδ. 94· Η αγάπη σκίζει και σκορπά πάσα λογής ξιφάρι Δεφ., Λόγ. 395· (μεταφ., με αντικ. τη λ. καρδιά, για δήλωση μεγάλου ψυχικού πόνου): Αλίμονο, θωρώντα σε το πώς κακοπαθίζεις,| τα μέλη μου φλογίζεις τα και την καρδιά μου σκίζεις Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 36· αλλού το ευγενικότατο πρόσωπο συντηρίζει,| σκοτεινιασμένο και θολό, γή χάμαι το γυρίζει,| απού μου σκίζει την καρδιά, νεκρώνει μου το νου μου,| και φέρνει πάθος άμετρο και πόνο του κορμιού μου Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 673. 8) α) (Συν. με αντικ. τη λ. ρούχα) σκίζω βίαια, ξεσχίζω: απ’ άγκρισις σκίζει τα ρούχα του πολλάκις χωρίς να του τα σχίσουν Ασσίζ. 45616 δις· το πλήθος εμαζώχθηκαν και εσηκώθησαν εναντία αυτωνών· και οι στρατηγοί έσχισαν τα ρούχα τους και επρόσταζαν να τους δέρνουν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ις́ 22· (σε ένδειξη οδύνης, θυμού ή διαμαρτυρίας): τα ρούχα τους εσχίσασιν από παραπληξίας,| και μέγας θρήνος και οδυρμός επίασεν και πένθος Αχιλλ. (Smith) N 1748· Εστράφην πάλιν ο Ρουβίμ ...,| ουδέν είδεν τον Ιωσήφ και κλαίει και αναστενάζει,| σκίζει και τον χιτώναν του, δέρνει το πρόσωπόν του Ντελλαπ., Ερωτήμ. 462· ο Αρχιερεύς έσχισε τα ρούχα του και είπεν ότι εβλασφήμησε (ενν. ο Ιησούς) Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κς́ 65· β) (συν. προκ. για άγριο ζώο, σκύλο ή αρπακτικό) καταξεσχίζω, κατασπαράζω: ο λέων θυμωθείς τον γάιδαρο ’σκισέ τον Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 3710· μη με σχίσουν οι σκύλοι Σπανός (Eideneier) D 1582· δίδου περιστεράν εσθίειν ή κρέας προβάτου θερμόν ..., ίνα σχίζων αυτό ο ιέραξ εκ του αίματος αυτού πίῃ Ιερακοσ. 42027· (σε μεταφ.): Άγρια λιοντάρια οι λογισμοί μού δείχνου και μανίζου| κι εμπαίνουσι στο στήθος μου και την καρδιά μου σκίζου Στάθ. (Martini) Β́ 10· (σε υπερβολή): να σκίσουν (ενν. οι Τούρκοι) την καρδία μου, να φαν τα σωτικά μου,| να πιουν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπαθιά τους Ανακάλ. 54· Τύχη μου, ποίσε, χώννεσαι ’ξ αυτόν του| να μηδέν σε βιγλίσει,| γιατί, ξεύρε, αν μας δει, θέλει μάς σκίσει (ενν. ο Έρωτας) Κυπρ. ερωτ. 9368. 9) Σκοτώνω, θανατώνω: ο άγιος ... σκάπτοντας εις την γην εύρεν ασπίδα και επίασεν αυτήν εν ταις χερσίν αυτού και έσχισεν αυτήν Προσκυν. Ιβ. 535.22 (Σινά) 9033· (σε κατάρα): να σε σκίσει ο Θεός, άδικε! Πηγά, Χρυσοπ. 122 (41). 10) α) Διαιρώ, χωρίζω σε τμήματα: σχίζων γαρ παίδας άπαντας εντέχνως και προς μάχην| συμμαθητάς Αλέξανδρος και πόλεμον συνάπτων,| αυτοίς τοις ηττωμένοις τε κολλώμενος αυτίκα,| μέχρις αυτοί νικήσωσιν, αυτοίς προσεσυμμάχει Βίος Αλ. (Aerts) 588· β) διασπώ: Εσέβηκεν (ενν. ο μισόκαλος όφις) εις την καρδίαν τού ... Βάρδα και του ... Μιχαήλ ... και τους εφύσησεν εις το αφτί να σχίσουν πάλιν την εκκλησίαν και να χρειασθούν διά μεσίτην του μισητού ετούτου σχίσματος τον ... Φώτιον, ο οποίος ... έσχισε πάλιν την εκκλησίαν του Θεού χωρίζοντας την ανατολικήν εκκλησίαν από την υποταγήν του Ρώμης αρχιερέως Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 5312, 20· Αντάμα είναι πάντοτε εις ένα συνδεμένοι (ενν. ο λαός του λαμπρού Αχιλλέως). (παραλ. 1 στ.) και πολλά ουκ έναι ελαφρόν τινάς να τους χωρίσει (παραλ. 1 στ.). Πολλά εβιάσθη ο Τρώιλος τάχα να τους τροπεύσει,| αλλ’ ούτως εκρατιόντησαν, τινάς ουδέν τους σχίζει Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 9259. 11) α) Διαπερνώ: Ηύρε (ενν. ο Έκτωρ) τον Πρωθεσέλαον, έδωκε μετ’ εκείνον·| το σκουτάριν του επέρασε και όλον το λουρίκιν·| το στήθος του επέρασεν, έσκισε την καρδίαν·| έπεσε Πρωθεσέλαος εις γην αποθαμένος Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 3148· (σε μεταφ.): έφυγα ’χ τον εχθρόν μου, να σιγήσει| τες σαγιτιές που την καρδιάμ μου σκίζει·| αμμ’ όσα ’πό ξαυτόν της ξωμακρίζω| τόσον περίτου αξάφτω και βακρύζω Κυπρ. ερωτ. 646· β) διασχίζω: Είχε και έχει αύτη η χώρα του Μισιρίου πολλές ρούγες οπού έρχονται απέξω· αλλά χωριστά είχε μίαν ρούγαν μεγάλην, η οποία άρχιζεν από την ανατολικήν πόρταν και, σχίζοντας την χώραν εις το μέσον, έφθανεν εις το Καστέλλι το λεγόμενον υπό των Αράβων Καλά Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 412· Ο δε τύραννος υπό της άγαν αλαζονείας ορμήσας εν τῃ θαλάσσῃ εποχούμενος ίππῳ, εφαντάζετο σχίζειν την θάλασσαν και έως αυτών των νηών διά του ίππου πλεύσαι Δούκ. 33523· ο Γαζέλ ... εμάζωξεν όλους όσους του έμειναν, και εκίνησε με μίαν βιαίαν ορμήν, και σχίζοντας το φουσσάτον των Τουρκών, έφυγεν από το μέσον τως Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 398· (με παράλ. του αντικ.): Τότε ανέμου πνεύσαντος και τα ιστία φυσηθέντα, σχίσαντες, τα πλοία την εν τῳ λιμένι οδόν έπλεον Δούκ. 33526. 12) (Μεταφ.) α) (προκ.για διαθήκη) καθιστώ άκυρη: Ο υιός οπού γεννάται, ... ανατρέπει την διαθήκην του πατρός, σχίζει την, αν ουδέν τον ενθυμείται ο πατήρ του εις την διαθήκην, ότι να έχει και εκείνος το μερτικόν του Νομοκριτ. 106· β) (προκ. για νόμο) παραβαίνω: Επήρα μου το ’φίκι μου δίχως να σκίσω νόμον,| δίχως να ποίσω πανουργία, λέγω, κατά του νόμου| και τρίμηνον στην φυλακήν εκατεκλείδωσάν με| και άλλα πολλά με εποίκασιν δεινά, τά ουδέν στριγγίζω Ντελλαπ., Ερωτήμ. 793. Β´ (Αμτβ.) ραγίζω, σχίζομαι, ανοίγω: έσχισεν η πέτρα, όταν εσταυρώθη ο Κύριος κατά το ανθρώπινον, και έδραμεν απ’ αυτού το τίμιον αίμα και υπήγε κάτω και εβάπτισε την κάραν του Αδάμ Προσκυν. Κουτλ. 390 13339· Ω κρίμα πώς ουκ έσχισεν, πώς ουκ ερράγην τότε| του παντοφάγου δράκοντος η δυσώδης κοιλία! Καλλίμ. 686· Πρε ανάξιε και πόρνε και κακέ άνθρωπε, ... πώς δεν εφοβήθης να μην σκίσει η γη και σε καταπίει; Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 93v· (σε κατάρα): ας πέσουν ’πού τον ουρανόν κάρβουνα και φωτία| κι η γης εκ τον πάτον ας ραγεί, να σκίσει διαμία Παλαμήδ., Ψαλμ. 427. IΙ. Μέσ. 1) Διαιρούμαι, διαχωρίζομαι (συν. σε δύο κομμάτια): παρευθύς το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη δύο κομμάτια, αποπάνου έως κάτω· και η γη εσείσθη Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. κζ́ 51· Μία εικόνα ήθελα να κάμω και έχω τώρα τόσον καιρόν οπού την παιδεύουμουν, και εις το ύστερον εσχίστην από πάνου έως κάτου Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 197r· σχίζεται ο ποταμός, και πάλιν σμίγει, και κάνει ένα μεγάλον νησί εις το μέσον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 245· Χριστέ, να την επέπεσα καθά ήτον φουσκωμένη (ενν. η τσούκα),| να εκάθισα εις το πλάγιν της, να ηρξάμην ροκανίζειν,| να εσχίσθην το μουστάκιν μου, εχόρτασα λιγδίτσα Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 222 χφ H κριτ. υπ.· (μεταφ.): αυτός πρώτος εις το γένος των Οτμάνων έδειξε τον τρόπον, πώς να διαφυλάττεται η μοναρχία τως και να μη σχισθεί ποτέ εις πολυαρχίαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 352. 2) Ανοίγω: ο παντοδύναμος Θεός όρισεν και η γης οπού είχεν όλη απάνω της το νερόν εσκίσθη και έκαμε τράφους μεγάλους και εμαζώχθησαν τα νερά ώσπερ τα ηβλέπετε οπού τα κράζομεν θάλασσας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 45r· δυσικά (ενν. του ναού) έναι η πέτρα οπού εσχίσθη και εφύλαξεν τον Πρόδρομον μετά της μητρός αυτού, όταν έπεμψεν ο Ηρώδης την στρατοπεδαρχίαν, ίνα, όθεν εύρει τα βρέφη, να τα αποκτείνουσι Προσκυν. Ολυμπ. 177 9314· (προκ. για πηγή): Εις το χρόνο τον εξακοσιάτο ... εις τις ζωγές του Νοαχ, εις τον μήνα τον δεύτερο, εις τις δεκαεφτά μέρες του μηνού, εις την ημέρα ετούτη εσκίστηκαν όλες οι βρύσες της άβυσσος της μεγάλης και οι καταρράχτες του ουρανού άνοιξαν Πεντ. Γέν. VII 11· (προκ. για τη γη, σε κατάρα, αποστροφή ή επίκληση): Όντε γυρέψειν ήθελα να πάρω την τιμή σου| γή σκιας ελίγην εντροπή να κάμω στο κορμί σου,| η γη ας ήθελε σκιστεί ζιμιό να με ρουφήξει| γή ο Ζευς απού τον ορανό φωτιά ας μού ’χε ρίξει Πανώρ.2 Β́ 327· τα μέλη μου τρομάσσουσι διά το κακόν ετούτο,| ότι υβρίζεται ο Θεός σήμερον εις τον κόσμον.| Ω γη, πώς ουδέν σχίζεσαι, να μας διαβάσεις κάτω,| και συ, ουρανέ κατάστερε, πώς φέγγεις εις τον κόσμον,| και συ, το φως σου, ήλιε, πώς δεν το σκοτεινιάζεις; Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 449· Oϊμέν’ η κακορίζικη! Γης, σκίσου, ρούφηξέ με| γή, εσύ ορανέ, το σήμερο πέσε και πλάκωσέ με Πανώρ.2 Έ́ 203· (προκ. για τον ουρανό): Απήτις εις τον ποταμό ο Ιησούς εμπήκε,| ο ουρανός εσκίστηκε και όξω φωνή εβγήκε| απ’ τον Πατέρα λέγοντας: «τούτος είναι ο υιός μου| ...» Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2427· ας σκιστούν οι επτά ουρανοί, ας πέσουν τ’ άστρη χάμαιν, (παραλ. 2 στ.) ο βασιλεύς των ουρανών εις τον σταυρόν απάνω| έλαβεν θάνατον πικρόν! Έδε παραδικίαν! Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 403. 3) Διαρρηγνύομαι· ραγίζω· «σκάζω»: εσφάλισαν πολύ πλήθος ψαρίων, οπού το πλεμάτι τους εσχίζουντον Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Λουκ. ε’ 6· Ε τσούκα, οπού τα εχώρεσες και πώς ουδέν εσχίσθης,| εκείνη βαπτιστήρα ήτον, εκείνη τσούκα ουκ ήτον Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 217· Όταν φυτεύεις τας ρογδίας, ... βάλε τριγύρου σκιλλοκρόμμυδα, ότι αυτά έχουσι φυσικήν δύναμιν και δεν αφήνουσι να σχίζονται τα ρόγδια Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 153· Όταν σχισθούν τα χείλη. Μαστίχι ... και ρετσίνι και της κερασίας το δάκρυον και της χήνας αξύγγι έπαρε και κοπάνισέ τα και άλειφε τα χείλη Γιατροσ. Ιβ. 104. 4) α) Γίνομαι κομμάτια, διαμελίζομαι: έπταισε παιδίν επταίσιμον, μανθάνει το ο Πάρις, (παραλ. 1 στ.) ρίπτει τον από άνωθεν έξωθεν εκ του πύργου.| Εσχίσθη, εσαθρώθηκεν, πάραυτα ενεκρώθη Βυζ. Ιλιάδ. 367· β) (μεταφ.) καταστρέφομαι: να σκιστεί θέλει το καταπέτασμα το νομικόν, διά να φανερωθεί ο Χριστός Πηγά, Χρυσοπ. 248 (43)· (μεταφ. προκ. για την καρδιά σε ένδειξη οδύνης): και λέγει μετ’ οδύνης του: «Αϊλί κρίμα εις εμέναν!| Και πώς ουδέν μου σχίζεται έσωθεν η καρδία,| επεί ουδέν έχω συγγενήν, φίλον σιμά μου τόσα,| οπού ποσώς να θλίβεται την τόσην μου ζημίαν| ...;» Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11593· Σκίσου, καρδιά μου, σήμερο, χίλια κομμάτια γίνου| ’ς τούτα λοιπόν τα βάσανα τα τόσα οπού με κρίνου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 55413. 5) Πληγώνομαι, τραυματίζομαι: Ηύρε τον εις το πρόσωπον η κοπανιά η μεγάλη (παραλ. 1 στ.), το σίδερο εκατάσπασε, τα χείλη του εσκιστήκα,| μα ’τονε η ζάλη του πολλή και πόνο δεν εγροίκα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1929. 6) (Αυτοπαθ.) ξεσχίζω τα ρούχα μου: και απέ τον θυμόν του πολλάς φοράς δέρνεται κανείς μόνος του, και σκίζεται δίχως να τον σκίσουν Ασσίζ. 20412. 7) (Αλληλοπ.) αποχωρίζομαι, απομακρύνομαι: Τάχα χαράσσειν ήρξατο και της αυγής η χάρις,| αλλά την χάριν της αυγής ως σκότος είδαν (ενν. ο Καλλίμαχος και η Χρυσορρόη) τότε·| μετά κλαυθμών και στεναγμών και στενοχωρημάτων| εσχίστηκαν τα σώματα φοβούμενα το πλήθος Καλλίμ. 1984. 8) Αποσχίζομαι: εις το μανδρί της εκκλησίας εσέβηκε λύκος και όχι βοσκός. Αυτό τούτο είπαν και Πέτρος ο μητροπολίτης των Σάρδεων ... και άλλοι τινές από τους ... κληρικούς, έστωντας να σχισθούν και να χωρίσουν από την εκκλησίαν χωρίς κανένα λογαριασμόν Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 7722. 9) Μπαίνω σε αντιπαράθεση, τσακώνομαι: οι δε β ́ άδελφοί του Μορέως σχισθέντες αλλήλων, και ο μεν Δημήτριος ... ήθελε να λάβει γαμβρόν τον σουλτάνον και παραδώσει τον Μορέαν ... Ο δ’ αυτός τέθνηκεν εν Ανδριανουπόλει ... ο δε κυρ Θωμάς έφυγεν εν Φραγκίᾳ Byz. Kleinchron. Ά́ 18851. Φρ. 1) Σκίζει η μέρα = αρχίζει να χαράζει, να ξημερώνει: ’ποθυμώ πολλά να σκίσει η μέρα,| τη μυρισμένη ανατολή ν’ αρχίσει| στον ουρανό τα ρόδα να σκορπίσει Πιστ. βοσκ. I 3 193. 2) Σχίζεται το φως των ομμάτων μου = αρχίζω να βλέπω (εδώ μεταφ.): το σκότος των αμαρτιών και της ασεβείας εκάλυπτεν ημάς  ... Τώρα δε οπού εσχίσθη το φως των ομμάτων μου, βλέπω μικράν τινά λάμψιν της αληθείας, και μετανοώ τα πρότερα ανομήματα Αγαπ, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 20438. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Σχιστός: γυναίκα κακορίζικε, Εύα μαγαρισμένη,| οπού είσαι οπίσω ανοικτή και απόπροσθεν σκισμένη Συναξ. γυν. 128· μόνε ετούτο να μη φάτε από τά αναβάζουν το μαρούγασμα και από τά ομπλίζουν την ομπλή τη σκισμένη, το καμήλι και το λαγό και το σκαζόχερο Πεντ. Δευτ. XIV 7. 2) Γεμάτος ρωγμές, ραγισμένος: έστησαν περιέργως (ενν. τας σκευάς) εις τόπον εν ῳ σούδαν ουκ είχεν ομοίαν σουδών των ετέρων, αλλά κεχαλασμένη υπήρχεν ... και άντικρυς ταύτης πύργος ευρέθην εκ συμβάσματος λίαν σεσαθρωμένος και εσκισμένος από άνωθεν έως κάτω Καναν. (Cuomo) 67. 3) α) Γεμάτος σχισίματα: όποιος άνθρωπος τον Ύψιστον φοβάται| από Αυτόν, τον Κύριον, αυτόνος προτιμάται.| Διαταύτο ετιμήθησαν μάρτυρες και αποστόλοι (παραλ. 1 στ.). Αυτείνοι οι πτωχικότατοι με τα σκισμένα δίκτυα| βασιλικά θρονία έχουσιν Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 10091· β) (συνεκδ.) που τα ρούχα του είναι σχισμένα: Έβγαλαν τες αρχόντισσες τες καλοστολισμένες, (παραλ. 1 στ.) οι Τούρκοι κατασύρνουν τες κι έχουν τες σκλαβωμένες,| ’πό τα μαλλιά τες σύρνουσιν, ως τα βυζιά σκισμένες Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 410. 4) Που κάποιο μέλος του σώματός του έχει κοπεί: τσακισμένο γή σκισμένο γή λειχηνάρικο γή ψωριάρικο γή λεπρό μη προσφέρετε ετούτα του Κυρίου Πεντ. Λευιτ. XXII 22.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης