Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Προσκυν. Διον. 301 (Σινά)

  • Σαρακηνός
    ο, Ασσίζ. 5614, 16, 17‑8, 4027, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 21, 431, 935, Σπανός (Eideneier) Α 281, Β 190, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 70, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1260, Διαθ. Αλ. 25524, Διήγ. Βελ. χ 386, Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 438, Βουστρ. 1043, 1166, 13415, 1384, Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 115, κριτ. υπ., Σκορδύλης, Λόγ. Θεοτ. 455874, Μορεζ., Κλίνη φ. 145v, 365r, 369r, Προσκυν. Διον. 301 (Σινά) 13715, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 960, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 80· Σαρακενός, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 596· Σαρακήνος, Βουστρ. (Κεχ.) 7615, 12616, 13417, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 127r, Διακρούσ., Στίχ. ηθ. (Κακλ.) 14· Σαρεκηνός, Χρον. Μορ. P 13, 27, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1293, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 5823· πληθ. Σαρακηναίοι, Διήγ. Βελ. χ 392.
    Το μτγν. ουσ. Σαρακηνός (TLG). Ο τ. Σαρακενός (με επιβίωση της αρχικής προφοράς του -η-) σε δημ. τραγ. του Πόντου και της Ρόδου και σήμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. Σαρακενός, Προμπονάς, Ακριτικά Α′ 225). Ο τ. Σαρακήνος (αντιδ. από παλαιότ. ιταλ. Saracino (Kahane, Sprache 402)) σε έγγρ. του 12. (ως κύρ. όν.· Caracausi, λ. Σαρακήνος) και 16. αι. (ΝΕ 10, 1913, 331). Ο πληθ. Σαρακηναίοι με μεταπλ., από επίδρ. αρχ. εθν. ονομ. σε ‑αίοι, βλ. ΛΚΝ λ. ‑αίοι. Η λ. και σήμ. (ιστ.).
    Ά 1) (Εθν.· για τον όρο βλ. V. Christides, BZ 65, 1972, 331-3, Άμ., Γλωσσ. μελετ. 547)· α) Κάτοικος της Αραβίας, Άραβας (για τη σημασ. βλ. Kahane-Pietrangeli, Homenaje a Antonio Tovar 225): Οι πέντε εκαβαλίκευσαν και υπάν στο Χαλκοπέτριν.| Εκεί ηύραν τους Σαρακηνούς, ευγενείς Αραβίτας Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 333· από τούτο το παιδί οπού εγεννήθη από την σκλάβαν (ενν. τον Ισμαήλ) γεννώνται οι Σαρακήνοι αυτείνοι οι μαύροι και άλλοι άνθρωποι εις το μέρος της Αραβίας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 127v· έρχονται οι Σαρακήνοι καταπάνω των Αιγυπτίων και κάνουν και αυτοί φουσσάτα και πολεμούνται Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 155v· β) κάτοικος της Συρίας και του Λιβάνου (για τη σημασ. βλ. Άμ., Γλωσσ. μελετ. 547, Kahane-Pietrangeli, Homenaje a Antonio Tovar): Εάν είς άνθρωπος ... να πάρει πράγμαν κωλυμένον εις την γην της Σουρίας, ήγουν εις τους Σαρακηνούς Ασσίζ. 4914· έδωκέν του χαρτιά, διά να πάγει εις την Τρίπολην, να φέρει Σαρακηνούς Βουστρ. (Κεχ.) 11815· γ) κάτοικος χωρών της Αφρικής (για τη σημασ. βλ. Άμ., Γλωσσ. μελετ. 547): εις τον Σαρεκηνόν σουλτάνον Βαρβαρίας (ενν. εμέναν επεστείλασιν)| και ρήγαν εις την Τύνιστον και αυθέντην Αραβίας Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1252· Σοβά έναι ένα έθνος των Αιθιόπων, ήγουν των Σαρακηνών Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 203v· δ) Τούρκος (εδώ ειδικ. Σελτζούκος· για τη σημασ. βλ. Egea [Χρον. Μορ. Egea σ. 459 σημ. 4], Mor., Byzantinot. 268, λ. Σαρακηνοί): κι ολπίζω εις έλεος Χριστού να τους παρακινήσω (ενν. τον Πάπα και τους ρηγάδες),| να έλθουν με τα φουσσάτα τους εδώ στο μέρος τούτο,| να εβγάλουν τους Σαρεκηνούς εκ του Χριστού τον τάφον Χρον. Μορ. P 27·   ε1) (ως πραματευτής): έπαρον ... και απ’ αυτά, τά πουλεί ο Σαρακηνός· κάπα σαρακήνικην, ανηθέλαιον ... Σπανός (Eideneier) Α 521· ε2) (ως πειρατής, κατακτητής· για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Γ́ 162-3, Έ Παράρτ. 30, Kahane-Pietrangeli, Homenaje a Antonio Tovar, 226): Τούτον (ενν. τον Κολοσσόν) τον έριξε κάτω ο Μανίας, αρχηγός των Σαρακηνών, ελθών εις Ρόδον με μεγάλην αρμάδαν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 265. 2) Μουσουλμάνος (για τη σημασ. βλ. Kahane-Pietrangeli, Homenaje a Antonio Tovar, 225-6): περί των απίστων ... ήγουν Ιουδαίων, και Σαρακηνών, και Μανιχαίων, και άλλων, οίτινες προσποιούνται τον Χριστιανισμόν, μη όντες Χριστιανοί Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 228· τα παιδιά αρέσαν του αμίρα, και έθελεν να τα ποίσει σαρακηνούς. Και έφτασεν ο ρήγας και με πολλές παρακαλέσες εγλύτωσέν τα Βουστρ. (Κεχ.) 11217. 3) (Συνεκδ.) α) αυτός που είναι μελαψός, μαύρος στην απόχρωση του δέρματος (για τη σημασ. βλ. Άμ., Γλωσσ. μελετ. 547): η περιστέρα γύρισε και λέγει προς εκείνον (ενν. τον κόρακα):| «Αράπη και Σαρακηνέ, μαυρέα, κακομύτη ...» Πουλολ. (Τσαβαρή)2 ΑΖ 9· (σε παρομοίωση): Την δε γε χροιάν ούτε ... λευκός ην και χιονώδης, ούτε μην μέλας ως Σαρακηνός Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.) 69, κριτ. υπ.· Ήτον ομίχλη περισσή, λέγω, στον τόπον κείνον,| και ιερέα είχασι μαύρον ως Σαρακήνον Αλεξ.2 2630· β) σκλάβος: Περί εκείνου οπού ένι ελεύτερος, και απομένει να τον πουλήσουν με το θέλημάν του σκλάβος τουτέστιν Σαρακηνός Ασσίζ. 4025. Β́ (Ως επίθ.) που ανήκει ή αναφέρεται σε Σαρακηνούς (η χρ. και σήμ.· Κριαρ., Λεξ.): Πλήρωμαν πέντε ημερών κουρσάρικον τον ηύρεν,| κουρσάρικον σαρακηνόν και επήραν τον Ιμπέρην Ιμπ. 561.
       
  • σκαλί
    το, Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 31, Αλεξ.2 2651, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 203r, Πεντ. Έξ. XX 26, Παϊσ., Ιστ. Σινά 374· Προσκυν. Διον. 301 (Σινά) 1392, Προσκυν. Μεταμ. 50 11324· σκαλίν, Λόγ. παρηγ. L 113, 272, 650, Λόγ. παρηγ. O 279, 300, 669, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 24, 636, 1218, Προσκυν. Ιβ. 845 692, Προσκυν. Ιβ. 535 689, Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 635· σκαλί(ον), Θησ. Ζ 1164, Προσκυν. Διον. 301 (Σινά) 1392, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 209, Προσκυν. Μεταμ. 50 11324.
    Aπό το ουσ. <σκάλα και την κατάλ. ‑ίον. Τ. σκάλιον στο Du Cange. Τ. σκαλλdί(ν) σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Ο πληθ. σκαλία τον 7. αι., στον Πορφυρογέννητο (TLG, LBG) και σήμ. ιδιωμ. στο ποντ. ιδίωμα (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    1) Αναβαθμός, σκαλοπάτι, βαθμίδα: Και ο θρόνος οπού εκάθοτον ήτονε ελεφάντινος και είχεν έξι σκαλία και εις πάσα σκαλί έστεκεν εις την μίαν μερίαν και εις την άλλην ένας λέοντας και ένα μοσχάρι, όλα ελεφάντινα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 203r· Να ίδω τίνες ευτυχούν και ποίοι ατυχούσιν| τους αχαρίστους ευτυχείς να πραγματοαλλάξω| και άλλους να στήσω δυστυχείς εις το σκαλίν εκείνων| όσους ευρώ ότι ευχαριστούν την Τύχην και επαινούσιν Λόγ. παρηγ. L 113· και εβγαίνοντας προς νότον ολίγον ευρίσκεις να είναι η ανάβασις με σκαλία πέτρινα έως απάνω εις την αγίαν κορυφήν Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 169. 2) (Μεταφ.) α) το καθένα στάδιο μιας εξελικτικής πορείας: μήνα πατήσεις το σκαλίν της Ευτυχοτυχίας Λόγ. παρηγ. L 316· Άνθρωπος είμαι δυστυχής· ήλθα να ιδώ τον Χρόνον,| να τον ειπώ τά θλίβομαι, να τον παρακαλέσω| εκ το σκαλίν το επώδυνον της Πικροδυστυχίας| να με λυτρώσει απ’ αυτό και εις άλλον να με βάλει Λόγ. παρηγ. L 445· β) επίπεδο, βαθμίδα της ψυχικής συγκρότησης κάπ.: Ειδέ η σκάλα της γυναικός έναν σκαλίν έχει· αν σε αγαπά θανατώννει σε και αν σε μισά γυρεύγει χωρίς κώλυση να σε ξηφτειάσει Μαχ. 57432.
       
  • στέλεχος (ΙΙ)
    το, Προσκυν. Ιβ. 845 (Σινά) 377· στέλεγχος, Προσκυν. Κουτλ. 156 (Σινά) 14335· πληθ. στέλεγχη, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1887.
    Το αρχ. ουσ. στέλεχος το. Η λ. και σήμ.
    (Βοτ.) κορμός δέντρου· (συνεκδ.) το ιδιο το δέντρο ή το φυτό: εν αυτῴ γαρ αι δώδεκα πηγαί αναβλυστάνουν (παραλ. 1 στ.) εξ ων αι μεν εισί θερμαί αναβλύζουσαι θάττον,| αι δε ψυχραί ποτίζουσαι τους φοίνικας υδάτων·| προς δε και εβδομήκοντα στελέχη των φοινίκων,| νυν δε παμπόλλων ευθαλών τελούντων και πηλίκων Παϊσ., Ιστ. Σινά 1891· Εγγύς δε τούτου, ωσεί μιλίων δύο διάστημα, είναι και αι ιβ́ πηγαί των υδάτων και τα ό στελέγχη των φοινίκων, όπου γράφει ο Μωυσής Προσκυν. Διον. 301 (Σινά) 1389.
       
  • τειχίον
    το, Χρον. Μορ. H 1483, 8431, Χρον. Μορ. P 1462, 2053, 8310, 8398, 8407, Μαχ. 707, 5002, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 69, Zygomalas, Synopsis 198 Θ 1 δις, 199 Θ 1, 210 Κ 32, 259 Π 1, 301 Φ 15, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 226, Παϊσ., Ιστ. Σινά 1830, Δωρ. Μον. XXIX δις, Διον. ρήτ., Ιστ. 253, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1120, 1131, 1229, 1582, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 161 δις, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4818, 57625, Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 14120· τειχί, Παϊσ., Ιστ. Σινά 323, 1354, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1350· τειχίο, Πορτολ. A 22514· τειχιό, Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 984, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16618, 2232, 28329, 4157, 48826, κ.π.α., Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. θ’ 25· τειχίο(ν), Θησ. (Foll.) I 84, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1750, 1854, Βεντράμ., Φιλ. 317, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 324v, Αχέλ. 1158, Κώδ. Χρονογρ. 691, Χρον. σουλτ. 3020, Ιστ. πατρ. 1607, 16622, Μ. Χρονογρ. 334, 6, Μορεζ., Κλίνη φ. 29v, Εγκ. αγ. Δημ. 109163, 110204, 111207, Διακρούσ. (Κακλ.) 410, 482, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2314, 2316, 7338· τειχιό(ν), Θησ. (Foll.) I 88 δις, 89, 112, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 366, Σκλάβ. 178, Πηγά, Χρυσοπ. 121 (34), Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 126, Δ́ 569, 583, Χορ. δ’ 741, Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 111, Δ́ 4, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́́ 1069, Δ́ 920, Στάθ. (Martini) Ά́ 96, Ιντ. β’ 116, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 529, Γ́ 58, Έ́ 27, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Πρόλ. 32, Β́ 291, Γ́ 341, Έ́ 52, 70, 371, Προσοψάς, Δράμα γενν. τυφλού 553· τειχιόν, Βυζ. Ιλιάδ. 1027, Αχέλ. 464, 1615, 1669, 2122, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 695, 845, Θρ. Κύπρ. M 342, Προσκυν. Ιβ. 535 256, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 323.
    Το αρχ. ουσ. τειχίον. Ο τ. τειχίο και σήμ. Ο τ. τειχιό στο Βλάχ. (γρ. τειχειό) και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ., Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 341). Τ. τει#03ιόν σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Χατζ., Λεξ., Φαρμακ., Γλωσσάρ. 227, λ. τει#03#12όν).
    1) α) Τοίχος κτίσματος: Μάθε λοιπόν το ψήλωμαν ποτάπον έν’ του πύργου| και πώς τον εσυνήργησεν εκείνος ο τεχνίτης.| Το ύψος άνω ανέβασεν οργίας ενενήντα,| το πλάτος γαρ το έσωθεν τριάκοντα οργίας,| το πάχος του τειχίου του οργίες είναι δέκα Φλώρ. 1344· οι αυλές των αφεντών έχουν αφτιά κι ακούσι| και τα τειχιά του παλατιού μάτια και συντηρούσι Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́́ 190· έκφρ. το τειχιό τειχιό = (επιρρ., εδώ για σκαρφάλωμα στο τοίχο) τοίχο τοίχο, κολλητά στον τοίχο, κατά μήκος του τοίχου: Ρίξε, κυρά μου, το σκοινί από το παρεθύρι,| για νά ’ρθω το τειχιό τειχιό, να πιάσω ωριόν ζαφείρι Ch. pop. 328· β) (συνεκδ.) κτήριο, κατασκευή, οικοδόμημα: Μαρτύρων Τεσσαράκοντα είναι η εκκλησία,| τειχίον ωραιότατον και με πολλά κελία Προσκυν. Ιβ. 535.28 (Σινά) 236. 2) α) Τείχος πόλης: ως χώρα γαρ απολυτή κείτεται (ενν. η Αντραβίδα) εις τον κάμπον,| ούτε πύργος ούτε τειχία έναι ποσώς εις αύτην Χρον. Μορ. P 1429· Η Κωνσταντινόπολη έχει αχαμνά τειχία, γλήγορα παίρνεται, μόνο τα καστέλλια την φυλάγουν Επιστ. 16. αι. 1583· ο νόμος της πατρίδας μας ο παλαιός ετότες| έκαμε απόξω οχ τα τειχιά να στέκουσι οι στρατιώτες Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 334· (σε παρομοίωση): ευρίσκομεν το Κάριος εις δύο πόλεις ... Είναι γουν και αι δύο εις το αριστερόν μέρος του ποταμού και έχουσι τον ποταμόν ωσάν τειχίον Προσκυν. Διον. 301 (Σινά) 13711· ο τόπος ούτος καλός και επιτήδειος, ευρισκόμενος εις το παραπόταμον του Ντούναβη, όντας ωσάν ένα τειχίον όλης της Βουλγαρίας Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 372· β) (συνεκδ.) περιτειχισμένη, οχυρή πόλη: Τριγύρου όλα τα τειχιά Τουρκιά ’τον γεμωσμένα,| η Χώρα όλη γέμισεν, ήτον μεγάλη πένα Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 385· γ) έπαλξη τείχους: άνωθεν τούς είχασι (ενν. των Τουρκών) δυο φλάμπουρα παρμένα| οπού ’χασιν εις το τειχιόν απόκοτοι μπημένα Αχέλ. 689· ευρέθη ο ... Χαϊδάρ πασιάς οπού επολέμα εις ένα μέρος της αυτής Λευκωσίας απάνω εις τα τειχία· διότι η βίγλα οπού εφύλαττε το μέρος εκείνο ... απεκοιμήθη και ηύραν άδειαν τα φουσσάτα και ανέβησαν απάνω Κώδ. Χρονογρ. 5224· οι Ρωμαίοι απομέσα επολεμούσανε και αντιστέκανε και ερρίχνασι απάνω εις το πλήθος των Τουρκών φωτίες αρτιφιτσιάλους με βοτάνι και τειάφι· τα οποία τα ερρίχνασι απάνω από τα τειχία Χρον. σουλτ. 7921· δ) περίβολος μοναστηριού: Κεκόλληνται δε και οι τρεις (ενν. ναοί) τῳ του μοναστηρίου| τειχίῳ Παϊσ., Ιστ. Σινά (Καδάς) 1126. 3) Φράχτης, εμπόδιο· (σε παρομοίωση): η ψυχή οπού στέκεται εις τούτο το κορμί είναι ωσάν ένα φυλακωμένον, είναι τριγυρισμένη απ’ αυτήν την σάρκα, ωσάν από τόσα τειχιά Ροδινός (Βαλ.) 70· (εδώ μεταφ. προκ. για τα μαλλιά της κόρης που κρύβουν το πρόσωπό της): Όντασ σε ’δα να στεγνώννεις| τα μαλλιά τα χρουσαφένα| που μ’ έδησες, αγιμένα (παραλ. 1 στ.), είπουν και καλά ’ποσώννεις| μόνον να με λευτερώσεις,| νοιάζοντα να τα σηκώσεις| να δω κείνον που μου χώννεις.| Αμμέ σ’ όσον κι ένωσές με| κι έμελλεν να δω το φως μου,| έσυρες τειχιόν ομπρός μου| με τακιάν κι εμπόδισές με Κυπρ. ερωτ. 12719. 4) (Μεταφ., για πρόσωπα) στήριγμα, προστασία: Τειχίον είσαι των παρθένων, ω Θεοτόκε παρθένε, και ολωνών οπού τρέχουσιν εις εσένα Μετάφρ. Ακάθ. Ύμν. 1404. — Βλ. και τοιχίον.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης