Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Προσκυν. Αγ. Αθ. 6

  • μεσαίος,
    επίθ., Αργυρ., Βάρν. K 411· υπερθ. μεσαίτατος· μέσιος, Μαχ. 60629, 30 (γεν. μεσίου), Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 17528.
    Το αρχ. επίθ. μεσαίος. Για τον ήδη αρχ. υπερθ. μεσαίτατος βλ. Georgac., Glotta 36, 1957, 170. Το αρσ. ως ουσ. σε έγγρ. του 16. αι. (Manouss., Θησαυρ. 13, 1976, 24, Γκίνης, Αθ. 67, 1963/64, 375· πβ. και Κουγ., Ελλην. 11, 1939, 134). Ο τ. στο Somav. και σήμ. στην Κύπρο (Λουκά, Γλωσσάρ. 308, Φαρμακ., Γλωσσάρ. 320)· πβ. και Du Cange, λ. μέσεος. Για τη γεν. βλ. Dawkins [Μαχ. Β΄ 255]. Για άλλους ιδιωμ. τ. βλ. Andr., Lex. Η λ. και σήμ.
    1) Που βρίσκεται στη μέση, μεσιανός: Διγ. (Trapp) Esc. 1102· τα πράματα απού ένι μεγάλης δουλειάς βαριά να τα συντύχει, αμμέ όχι με πολλές φωνές, τα μέσια με χαμηλότερη φωνήν Ξόμπλιν φ. 137r. 2) α) Που έχει μέτριο μέγεθος: μηχανικάς αγκάλας με τροχούς μικρούς και μεγάλας σκεπαστάς και μεσαίας υπέρ αριθμόν διεπράξαντο Καναν. 65 D· β) που έχει μέτριο ανάστημα: είς εκ τους γενίτσαρους …| … καλός, ανδρειωμένος,| μεσαίος, χαμαδόπλατος Παρασπ., Βάρν. C 408· γ) (προκ. για ζήτημα) λιγότερο σπουδαίος: Ξόμπλιν 137r. Το ουδ. υπερθ. ως ουσ. (Η χρ. ήδη μτγν.· βλ. Lampe, Lex., λ. μέσος 6α. Πβ. και Δημητράκ. στη λ.) = (χρον.) το μέσον ακριβώς: όταν το μεσαίτατον εγγίσει της ημέρας,| φθάνεις κτιστόν προσκύνημα Παϊσ., Ιστ. Σινά 2072.
       
  • μονόλιθος,
    επίθ., Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 154, 173, 245 δις.
    Το αρχ. επίθ. μονόλιθος. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ. ως τοπων. (Andr., Lex.).
    Που αποτελείται ή είναι κατασκευασμένος από μία μόνο πέτρα: Εις τα δεξιά μέρη τον ναού της αγίας Ελένης είναι σκάλα μονόλιθος Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 1744. Το αρσ. ως ουσ. = μεγάλος λίθος που αποτελείται από ένα τεμάχιο· (εδώ προκ. για βάθρο): επάνω δε της κεφαλής του μονολίθου κείνου| θρόνος εκείτετον χρυσός Βέλθ. 481.
       
  • μυστήριο(ν)
    το, Σπαν. A 391, Σπαν. O 252, Λόγ. παρηγ. L 279, Ασσίζ. 2831, 294, Διγ. (Trapp) Gr. 507, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 317, 385, Βέλθ. 133, 892, Σπανός (Eideneier) Α 24, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 342, 344, Χρον. Μορ. H 8208, Χρον. Μορ. P 8207, Φλώρ. 348, Λίβ. P 866, Λίβ. Sc. 192, 1359, Λίβ. (Lamb.) N 132, Αχιλλ. N 1037, Αχιλλ. O 394, Καναν. 61 Α, Δούκ. 42722, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 5, Συναξ. γυν. 220, 728, Τριβ., Ρε 118, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 296r, 300r, Πεντ. Γέν. XLIX 6, Πηγά, Χρυσοπ. 52 (6), Δωρ. Μον. XXV, Ιστ. Βλαχ. 1705, 2538, Διγ. Άνδρ. 32919, 3313, Θυσ.2 206 κριτ. υπ., 662, 1082, Ψευδο-Σφρ. 32233, Συναδ., Χρον. 33, 47, Διήγ. ωραιότ. 88, Διγ. O 670, Διακρούσ. 10126.
    Το αρχ. ουσ. μυστήριον. Η λ. και σήμ. (‑ο).
    1) Μυστική τελετή, ιεροτελεστία: Βίος Αλ. 5092, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [297]. 2) α) Θρησκευτική αλήθεια που αποκαλύφθηκε από το Θεό: πας λόγος θείος μυστήρια θεολογίας ανακαλύπτει Πηγά, Χρυσοπ. 51 (4)· η Παλαιά Διαθήκη έχει ένδον μυστήρια Φυσιολ. M 2225· β) (θεολ.) δόγμα: υποδείξας καθαρώς το μυστήριον της Αγίας Τριάδος Έκθ. χρον. 1926. 3) α) (Προκ. για τα επτά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας): τα μυστήρια της πίστεως να ένι καλά διατηρημένα Ασσίζ. 2803·   Στέφανα και ευχέλαια τ’ ακούγουν και θαυμάζουν| και τ’ άλλα τα μυστήρια ποσώς δεν ονομάζουν (ενν. οι ιερείς) Ιστ. Βλαχ. 2204· β) (προκ. για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας): διά τούτο πρέπει κάθα χριστιανός ίνα είναι έτοιμος, ήγουν εξομολογημένος και μεταλαμβανόμενος των αγίων μυστήριων Σεβήρ., Διαθ. 1895· δίσκους χρυσούς και αργυρούς και ιερά ποτήρια| διά να τελειώνουνται τα άχραντα μυστήρια Ιστ. Βλαχ. 1660. 4) Ανεξιχνίαστη βουλή του Θεού α) (προκ. για το Θεό των χριστιανών): τις έγνω μυστήριον ή την βουλήν Κυρίου; Απολλών. (Wagn.) 678· Ποιος νους, ποια γνώση δύνεται ποτέ να λογαριάσει| τα του Θεού μυστήρια; Θυσ.2 724· β) (γενικ.): τα υψηλά κι απόκρυφα μυστήρια| που έχει το μελλάμενον Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε΄ [1012]· ο Χρόνος τα μυστήρια της Τύχης ου γινώσκει Λόγ. παρηγ. O 285. 5) α) Παράδοξο και ανεξήγητο γεγονός (συν. με τα επίθ. ξένος, παράδοξος, φοβερός, φρικτός): ω, μυστηρίου ξένου,| ο κτίστης γαρ και Κύριος Θεός τε και δεσπότης| εις γην κατήλθεν σαρκωθείς εκ κόρης απειράνδρου Αλφ. καταν. 116· είδα μυστήριον φοβερόν εις το τρυγονοπούλιν:| άμα το πέσει εις την γην εκείνον τό εφονεύθην,| το άλλον εις ύψος έδωκεν και ανέβη εις τα νέφη (παραλ. 1 στ.) και πίπτει με το ταίριν του και εκείνον φονευμένον Λίβ. Esc. 112· είδα φρικτόν μυστήριον, φίλε μου, εις εκείνον:| ελάλει ούτος, και να λες, εφώναζεν εκείνος Λίβ. P 218· ως δε ήκουσε τούτο το παράδοξον μυστήριον, έφριξε και εθαύμασε Ιστ. πατρ. 11813· β) (προκ. για το θάνατο): μα το μυστήριον το φρικτόν οπού με παραστέκει Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1730·   γ) θαύμα: ο Πιλάτος αντίγραψε τες γραφές αυτές και έβαλέ τες εις το παλάτι διά να ευρίσκονται να ηξεύρουν τα μυστήρια του Ιησού Χριστού, άπερ έκαμε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 296r. 6) Προφητεία: Τούτο έναι εκείνο το μυστήριον οπού ήκουσα από τον άγγελον Μιχαήλ Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 90v. 7) α) (Στον πληθ.) εκκλησιαστικά σκεύη (Για τη σημασ. πβ. Lampe, Lex. στη λ. C): τα πράγματα τα εγκαινιασμένα και αφιερωμένα, ουδέν τα αγαθά τα μυστήρια να τα έχουν κο­σμικοί ουδέν πρέπει Ασσίζ. 449·   β) (προκ. για τον Τίμιο Σταυρό και τα άλλα ιερά αντικείμενα που βρέθηκαν στον τόπο της Σταύρωσης): αυτού έμειναν κεκρυμμένα τα τέτοια μυστήρια ... έως οπού η φιλόχριστος βασίλισσα Ελένη ... τα ηύρεν Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 17411. 8) Σύμβολο (Για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex., Ε 3): ενομοθέτησε και έβαλεν εις τάξιν γήινον ψωμί οπού βλέπεται εις μυστήριον του σώματός του Χριστ. διδασκ. 151. 9) Παράξενο, αξιοθαύμαστο κατασκεύασμα: ήτον αμπέλι ριζωτόν από υαλιού ... (παραλ. 1 στ.) και είδα εις εκείνο φοβερόν μυστήριον, φίλε μου, και εξέστην| τό έποικεν ο παράξενος εκείνος ο τεχνίτης Λίβ. P 1058. 10) α) Μυστικό: όπου σε πε μυστήριον κι εμπιστευθεί σε λόγον,| μην το φαυλίσεις πρόσεχε και μην το φανερώσεις Κομν., Διδασκ. Δ 369· είπεν μου λόγους του κρυφούς, μυστήρια εδικά του Λίβ. N 1168· φυλάγεσθεν από τες πόρνες και μυστήριον ποτέ σας μηδέν τους ειπείτε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 183v· β) (προκ. για ερωτική σχέση): Ερώτων δε μυστήρια ερυθριώ του λέγειν Διγ. (Trapp) Gr. 2149· καταλεπτόν αν άρξομαι του να σε αναδιδάξω| του έρωτος τα μυστήρια τά δείχνει εις την αγάπην Λίβ. (Lamb.) N 174· πώς να σου ’ξηγούμαι ʼγώ …| … την πολλήν αδυναμίαν, του πόθου τα μυστήρια; Περί γέρ. 84· γ) κρατικό απόρρητο: Λαμβάνων παρά των Ρωμαίων μυστήρια τινά και ρίπτων εν τοις ωσί του Παγιαζίτ Δούκ. 16125· διέβην εγώ εις τον αμιράν και τον βασιλέα αποκρισιάρης, έχοντός μου και απόκρυφον μυστήριον Σφρ., Χρον. μ. 6416· οι κριτάδες ουδέν έχουν άδειαν να συμβουλέψουν τινάν, ουδέ να ακούσουν τινός, αφού καθίσουν εις τον θρόνον τους, ουδέ να αποσκεπάσουν τα μυστήρια της αυλής τινός Ασσίζ. 417. 11) Μυστικό σχέδιο· συνωμοτική ενέργεια: Κράζουσιν δούλον εξ αυτών …| … και δίδωσίν του όρκον| να κρύψει το μυστήριον Απολλών. 490· ιδού από τούτον το κατά της Πόλεως απεκαλύφθη μυστήριον·  και θρους μέγας εγένετο Σφρ., Χρον. μ. 1034· άλλο εβουλόντανε εκείνοι να κάμουν εναντίον των αρχόντων και άλλο τους εσυνέβη ..., όμως δεν τους εβγήκε καλά το μυστήριό τους Σουμμ., Ρεμπελ. 186. 12) Εμπιστευτικό μήνυμα, παραγγελία: Αφέντη, εδώ με απέστειλεν ο κύρης μου ο αδελφός σου| να σε είπω το μυστήριον του, το τι σε συμβουλεύει Χρον. Μορ. H 3743· έκφρ. ως εν μυστηρίῳ = κρυφά, εμπιστευτικά: προμαθόντες ως εν μυστηρίῳ από των εκείνου ότι υπάγει ίνα τα της Ανατολής διορθώσῃ Σφρ., Χρον. μ. 824· με επληροφόρησε και ενόρκως ως εν μυστηρίῳ Σφρ., Χρον. μ. 5422.
       
  • ξέχωρα,
    επίρρ., Παλαμήδ., Βοηβ. 1155, Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 1878· εξέχωρα, Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 17733.
    Από το επίθ. ξέχωρος. Ο τ. σε έγγρ. του 17. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 159) και σήμ. στο ποντιακό ιδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    1) Χωριστά, χώρια: δεν σου λέγει (ενν. ο Θεός) ξέχωρα το ένα και ξέχωρα το άλλο· αμή και τα δύο σου τα ορίζει μαζί Πηγά, Χρυσοπ. 56 (13)· βλεέπει (ενν. ο Σήθης) ποτάμιν φοβερόν κι εις τέσσσιρα μοιράζει,| πάσα ποτάμιν ξέχωρα τον δρόμον του ανακράζει Χούμνου, Κοσμογ. 340. 2) Σε άλλο μέρος, αλλού: Αυταί αι εκκλησίες είναι κολλημένες με τον Άγιον Τάφον, αι δε άλλαι είναι ξέχωρα Προσκυν. α′ 1197. 3) Χωρία, ιδιαίτερα (για να δηλωθεί διάκριση από κ. άλλο): πώς θέλει φύγει ο εικονομάχος εκείνην την άλλην προφητείαν του Προφήτου οπού λέγει· «Υμνείτε Κύριον τον Θεόν υμών», ακούετε ξέχωρα τον Θεόν και προσκυνάτε τῳ υποποδίῳ των ποδών αυτού», οπού είναι άλλο τι παρά τον Θεόν Πηγά, Χρυσοπ. 57 (14). 4) Εκτός: τούτοι ήτον εις τ’ άλογα, ξέχωρα ήτον άλλοι| έξι χιλιάδες απεζοί Παλαμήδ., Βοηβ. 271· (με επόμ. την πρόθ. από): μέσα στο καθολικόν οπού προσκυνούν οι χριστιανοι, άπτουσι κανδήλας 213, όλα των ορθοδόξων, ξέχωρα από εκείνα οπού είναι εις το άγιον βήμα Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 1876. 5) Επιπλέον: ΜΟΧΣΤΡΟΥΧΟΣ: Μαθαίνει το, δεν πάγω.| —Τούτη την ώρα τίβοτις τορνέσα θα του φάγω.|— ΑΡΜΕΝΗΣ: Να δυο τσενίκια ξέχωρα, κι άμε, πάρε τσι κότες| κι απόκεις έλα το ζιμιό να σου τα δώσω τότες Κατζ. Ά́ 353. 6) α) Ιδιαιτέρως, κατεξοχήν: ήτον ο βεζίρης μισεμένος,| ήβαλε γνώμη στα νησά ν’ αράξει| και ξέχωρα την Πάρο να ρημάξει Λεηλ. Παροικ. 72· ξέχωρα θέλουν να κριθούν αυτοί οπού ζουρεύουν,| Θεού φόβον δεν έχουσιν, ουδέ ψυχή γυρεύουν Αλφ. 1527· Ξέχωρα σ’ όλες τες ψυχές έπρεπε να διαλέξεις (ενν. θάνατε)| των Καστρινώ ʼλα τα κορμιά κλαίοντας να τες βρέξεις Τζάνε, Κρ. πόλ. 5271· β) με ιδιαίτερη ένταση: όσοι μετρούσιν άδικα και άδικα καμπανίζουν| σε κάμινα θα μπούσινε, ξέχωρα να λαβρίζουν Τζάνε, Κατάν. 466.
       
  • οίκος
    ο, Φυσιολ. M 54, Προδρ. (Eideneier) I 270, Ασσίζ. 798 (έκδ. τον όκον· διορθώσ.), 14622, 1527, Διγ. (Trapp) Gr. 409, 919, 1830, Διγ. Z 1177, 1242, 1647, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 339, 482, 1001, 1003, 1071, Πόλ. Τρωάδ. 762, Χρον. Μορ. P 1706, Ιστ. Ηπείρ. XXXI8, Χειλά, Χρον. 347, Απόκοπ.2 232, Έκθ. χρον. 3414,15, Ρίμ. θαν. 67, Προσκυν. Ιβ. 845 478, Αλφ. (Μπουμπ.) V 34, Προσκυν. Λαύρ. 874 9416, Προσκυν. Κουτλ. 156 8038, Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 1702, Προσκυν. Μεταμ. 50 10916.
    Το αρχ. ουσ. οίκος. Η λ. και σήμ.
    1) α) Σπίτι, κατοικία: Ασσίζ. 446· Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 553, 882· (προκ. για το πατρικό σπίτι): Αισχύνομαι, αυθέντα μου, ότι μόνη τυγχάνω·| πώς του πατρός μ’ ουκ ήκουσας στραφήναι εις τον οίκον; Διγ. Z 2170· Πριν φθάσει εις τον οίκον του, ενόησεν ο πατήρ του| και βίγλας έστησεν πολλάς και αναμένασίν τον Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1028· (εδώ στον πληθ.): Αχιλλ. N 1092, Απόκοπ.2 249· (μεταφ.): το περιβόλιν γίνεται παστάς της Αφροδίτης| και των Χαρίτων κάτοπτρον και των Ερώτων οίκος Καλλίμ. 2159· β) (συνεκδ.) πρόχειρο κατάλυμα, παράπηγμα: Έκθ. χρον. 346. 2) Παλάτι, ανάκτορο, μέγαρο (στον εν. και πληθ.· για τη σημασ. βλ. Bauer, Wört. στη λ. 1β): ιστορογραφίζουσιν και χρωματοπλουμίζουν| σπίτια και παλάτια μεγάλων βασιλέων| και άλλους οίκους φοβερούς μεγάλων μεγιστάνων Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 401· Απέχει δέ ο οίκος του Δαβίδ του προφήτου και θεοπάτορος βασιλέως από τον Άγιον Τάφον στάδια δ́ Προσκυν. Μεταμ. 50 11510· εις οίκους μου την έφεραν (ενν. την Πλάτζια - Φλώρε) εις τα εμά παλάτια Φλώρ. 414. 3) Ο λατρευτικός χώρος, ναός: Κύριε, ηγάπησα, λέγει μας ο προφήτης,| ευπρέπεια του οίκου σου, ώσπερ καλός τεχνίτης Ιστ. Βλαχ. 1668· ο επ’ ονόματι της του Θεού Λόγον Σοφίας ανοικοδομηθείς ναός και τέμενος της Αγίας Τριάδος ... σήμερον βωμός βαρβάρων και οίκος του Μωάμεθ επεκλήθη και γέγονεν Δούκ. 37530. 4) α) Οικοδόμημα: ενδείας ούσης ξύλων, κατέρριπτον τους εξαισίους οίκους και τας δοκούς κατέκαιον Δούκ. 7914· β) οίκημα, κτίσμα: οίκος γαρ εστίν πλησίον| του ναού συγκολλημένος·| μέσον γαρ εκείσε τούτου| είν’ οι θησαυροί κρυμμένοι Ερμον. Ω 191· γ) (εδώ προκ. για ταφικό μνημείο· για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Δ́ 201· πβ. και Διγ. (Αλεξ. Στ.) 1665): Ένδοθεν τούτου έτερος κατεσκευάσθη οίκος| το ύψος μέν ωσεί πηχών είκοσί τε και δύο Διγ. Z 3819· αι δέ θυρίδες άπασαι του πανευφήμου οίκου| από χρυσίου καθαρού πεποικιλμέναι υπήρχαν Διγ. Z 3828. 5) α) Οικογένεια, φαμελιά: Προδρ. (Eideneier) II 62 χφ Η κριτ. υπ.· β) επιφανής οικογένεια ή γένος, οίκος: οκάποιον μέγαν άνθρωπον εκεί του παλατίου,| Φιλανθρωπινόν τον έλεγαν, ’κ τους δώδεκα οίκους ήτον Χρον. Μορ. H 8710. 6) Ο τόπος όπου κάπ. είναι κύριος, επικράτεια· (εδώ) βασίλειο: «ύπαγε εις τον οίκον σου, ποίμαινε τον λαόν σου,| ουκ έχεις μέρος μεθ’ ημών ουδέ κληρονομιάν».| Και παρευθύς εγίνησαν τα σκήπτρα μερισμένα.| Ο βασιλεύς απόμεινε με δύο σκήπτρα μόνον Κομν., Διδασκ. Δ 287. 7) (Εκκλ.) το τροπάριο ενός κοντακίου εκτός από το προοίμιο (Για το πράγμα βλ. Παπαδ. Α., Αθ. 40, 1928, 76 και Βεργωτής, Λεξ. λειτουργ. 88): η αγία εκκλησία την ανυμνεί (ενν. την παρθένο Μαρία) εις τους οίκους Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 431.
       
  • ολοψύχως,
    επίρρ. Σπαν. V 74, Χειλά, Χρον. 348, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 333v, 346r, 352r, 352v, Μαλαξός, Νομοκ. 460, Εγκ. αγ. Δημ. 112260, Χριστ. διδασκ. 468, Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 17537, Προσκυν. Μπεν. 54 15832, Προσκυν. α′ 11629, Ευγ. Ιωαννούλ., Επιστ. (Γριτσόπ.) 1215-16, Θαύμα αγ. Νικ. β΄ 371.
    Από το επίθ. ολόψυχος. Η λ. τον 7. αι. (Sophocl.), σε επιστ. του 10. αι. (Νικολάου Α., Επιστολαί 5172, 3620) και σε έγγρ. του 16. αι. (Μανούσ., Θησαυρ. 12, 1975, 12). Ο υπερθ. σε έγγρ. του 16. και 17. αι. (Πατρινέλης, ΕΜΑ 12, 1962, 160).
    α) Με όλη την ψυχή, εγκάρδια: προς τον Θεόν ολοψύχως εδεήθησαν, ίνα λυτρώσῃ αυτούς εκ της τοιαύτης φοβεράς οργής Ιστ. πατρ. 10018· ολοψύχως εύχεται χρόνους πολλούς να ζήσεις Λίμπον. Αφ. 75· και τούτο ήτονε του Θεού οδηγία, διά να παρακαλέσουν τον Θεόν ολοψύχως να τους στείλει καρπόν κοιλίας Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 227r· β) με απόλυτη ειλικρίνεια: ουκ οργίζεται (ενν. ο Θεός), ουδέ αποστρέφεται τον αμαρτωλόν, εάν ολοψύχως προς αυτόν επιστρέψῃ Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 83· γ) ολοπρόθυμα: εάν ακούσῃς κατ’ αυτού (ενν. του βασιλέως) σκευήν επιβουλίας| και ου δράμῃς, όση δύναμις, και σπεύσῃς ολοψύχως| να δείξῃς τον επίβουλον ... (παραλ. 1 στ.), ένοχος είσαι πειρασμών Σπαν. P 21· δ) ορμητικά, γρήγορα: Εγώ δέ όταν έγνωκα εις γην πατείν τον ίππον,| τρανά αυτόν ηρέθιζον και το σπαθίν ελκύσας| ολοψύχως προς Μαξιμούν εντέχνως απηρχόμην Διγ. (Trapp) Gr. 2916.
       
  • οψαρεύω·
    ψαρεύγω, Μαχ. 27021· ψαρεύω, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 171, Προσκυν. Κουτλ. 390, 14611, Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 1827, Προσκυν. α′ 1234, 9.
    Από το ουσ. οψάριον και την κατάλ. ‑εύω. Ο τ. ψαρεύγω στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Δ΄ 356, Σακ., Κυπρ. Β΄ 869, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. ψάρι(ν)). Ο τ. ψαρεύω στο Meursius (λ. ψαρεύειν) και σήμ. Τ. ψαρεύκω σήμ. στην Κύπρο (Σακ., Κυπρ. Β΄ 869). Η λ. και σήμ. στο ποντιακό ίδίωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.).
    Α´ (Αμτβ. και μτβ.) ψαρεύω: Μέσα σ’ αυτήν (ενν. τη βάρκα) εμπήκασιν (ενν. ο γάδαρος, ο λύκος και η αλουπού), όχι για να ψαρέψουν,| μα πέρα στην Ανατολήν να παν να ταξιδέψουν Γαδ. διήγ. (Pochert) 94α· εκράτουν εις το χέρι μου καλάμι με τ’ αγκίστρι| και ψάρευα του ποταμού τα ψάρια Σουμμ., Παστ. φίδ. Α΄ [978]. Β´ (Μτβ.) (Μεταφ.) παρασύρω κάπ. με δόλιο τρόπο σε σφάλμα: να τον παγιδέψουν (ενν. τον Ιησού) εις κανένα λόγον ή ψαρέψουν Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ιβ΄ 13 σχόλ. Φρ. 1) Ψαρεύγω εις τα βουνιά/στα δάσητα = κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ: οπού τα δάκρυα τους ψηφά, τα λόγια τους πιστεύγει,| τ’ αγρίμια ’ς λίμνην κυνηγά κι εις τα βουνιά ψαρεύγει Απόκοπ.2 264· ποτέ κιανένα| δε θέλω γι’ άντρα μου ποσώς κι όποιος κι α με γυρεύγει| για τέτοιο πράμ’ απού μου λες στα δάσητα ψαρεύγει Πανώρ. Γ΄ 526. 2) Ψαρεύω εις πληθότητα = πληθαίνω όπως τα ψάρια, υπέρμετρα: ο άγγελος οπού ξαγοράζει εμέν από πάσα κακό να βλογήσει τα παιδιά και να κραχτεί εις αυτουνούς το όνομά μου και το όνομα των γονεών μου Αβραάμ και Ιτσχάκ και να ψαρέψουν εις πληθότητα μεσοθιό την ηγή Πεντ. Γέν. XLVIII 16.
       
  • πανηγυρίζω,
    Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [596].
    Το αρχ. πανηγυρίζω. Η λ. και σήμ.
    Α´ Αμτβ. 1) Μετέχω σε θρησκευτική γιορτή, γιορτάζω· (εδώ μεταφ.): Περί χειροτονουμένων αρχιερέων, ιερέων, ιεροδιακόνων και των λοιπών, ότι είναι χρέος τους την ημέραν οπού εχειροτονήθη να την τιμά και να την κρατεί εορτήν και εις αυτήν την ημέραν να έχει σχόλην μεγάλην και την ημέραν εκείνην να πανηγυρίζει πνευματικά Βακτ. αρχιερ. 186· 2) α) Συμμετέχω σε δημόσια γιορτή χαράς: τον άρπαξαν και τον υπήγαν (ενν. τον κύρην Ιερεμίαν) και τον εκάθισαν εις τον πατριαρχικόν θρόνον … και έγινε χαρά μεγάλη εις την πόλιν και εις τον Γαλατάν τῃ ημέρᾳ εκείνῃ, ότι επανηγύρισαν συν τοις πλησίον χωρίοις Ιστ. πατρ. 1578‑9· β) γιορτάζω, διασκεδάζω: τους γάμους να τελειώσομεν, έπειτα να γυρίσω| μαζί σου στα παλάτια σου για να πανηγυρίσω Διγ. O 2014· πότε κι εγώ να ευφρανθώ και να πανηγυρίσω Διγ. O 1923. Β´ Μτβ. 1) (Εκκλ.) γιορτάζω, τιμώ α) (μνήμη αγίου): εις τον ναόν (ενν. του αγίου Γεώργιου) … είναι η τιμία κάρα, διό πανηγυρίζομεν την αγίαν αυτού μνήμην Νοεμβρίου εις τες γ΄, ήγουν τα εγκαίνια Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 18533· Έτυχε … εορτάζεσθαι και πανηγυρίζειν την μνήμην της οσιομάρτυρος Θεοδοσίας Δούκ. 36913· β) (εδώ παιγνιωδώς): Άκουε, σπανέ, σκύλορχιν σε κράζουσιν πάντες οι άνθρωποι. Πανηγυρίζουσίν σε δε αλλήλοις οι δαίμονες Σπανός (Eideneier) Α 321-2. 2) (γεν.) τιμώ, δοξάζω κάπ. πρόσωπο: Πανηγυρίσετε, βοσκοί, σήμερον τ’ όνομά του,| ότι άλλο μεγαλύτερον δεν είν’ στον κόσμον κάτου Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ΄ [895].
       
  • παράνω,
    επίρρ. Προσκυν. Αγ. Αθ. 6 17721, 1798, Πορτολ. A 157, 242, 1129, Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 395, Διήγ. πανωφ. 56· παράνου, Αλεξ. 2613.
    Από την πρόθ. παρά και το επίρρ. άνω. Ο τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., Παπαδ. Α., Λεξ., λ. παραπάνου). Η λ. σε παπυρ. (L‑S Suppl.), στο TLG και σήμ. στο κρητ. ιδίωμα (Παγκ., Ιδίωμ. Κρ. Γ́ 246).
    1) α) (Τοπ.) πιο πάνω, πιο ψηλά από κάποιο συγκεκριμένο σημείο: είπαν πως ανέβηκε η θάλασσα παράνω Διήγ. ωραιότ. 151· όσοι εσίμωσαν κοντολογής χαμηλά εις την άμμον, όλοι απόθαναν· και όσοι ήταν παράνω, οπού και αυτοί επήγαιναν, εραθύμησαν Διήγ. πανωφ. 58· β) πιο πέρα: παράνω ολίγον είναι άλλη πέτρα οπού εκάθισεν ο Χριστός Προσκυν. Κουτλ. 390 14129· παράνω είναι η Γεννησαρέτ λίμνη Προσκυν. α′ 12311· γ) (προκ. για κείμενο) πιο πριν, σε προηγούμενο σημείο: το γράφω παράνω Διαθ. Ακοτ. 14722. 2) (Ποσ.) επιπλέον: ήτον γαρ το βάρος τούτου (ενν. του δόρατος)| των εξήκοντα λιτρών γαρ| συν τοις έξι γαρ παράνω| μετά του σιδήρου όλου Ερμον. Τ 121· είναι ο τέμπλος γλυπτός και περιχρυσωμένος, έχει δε πύλας γ́ και εικόνες και κανδήλας εξ αργύρου Ϛ́ και έτερα παράνω κή Προσκυν. α′ 11330· (προκ. για χρον. διάστημα) κι άλλο, ακόμη περισσότερο: η χολή η κόκκινη συνακολουθεί πλέον εις τούτον τον καιρόν και παράνω και δουράγει χρόνους δεκαπέντε ή είκοσι, το περισσότερον είκοσι πέντε Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 40r.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης