Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Προδρ., Στ. δεητ. (Maiuri)

  • αγριοπρόδρομος
    ο, Προδρ., Στ. δεητ. (Maiuri) 51.
    Από το επίθ. άγριος και το κύριο όνομ. Πρόδρομος.
    Πρόδρομος άγριος, άξεστος, αγράμματος (που μιμείται χωρίς επιτυχία το λόγιο Πρόδρομο): αυτός ο Ευλάλιος και αν έλθει και ο Χήναρος εκείνος … οι πρώτοι των ζωγράφων, τοιούτον ουκ εξορθώνουσι … (παραλ. 1 στ.), πατέρα των γραμματικών, πατέρα των ρητόρων (παραλ. 1 στ.), όμως ας σε είπω τίποτε, και σεμνοτζουρουχίτσην| και τριβολίτσιν ευφυές και δόκιμον στρεπτάριν,| αλλ’ ουχί Πρόδρομον δεινόν εκ τους αγριοπροδρόμους, ουδέ φιλόσοφον σαλόν εκ τους παρατρεμμένους Προδρ., Στ. δεητ. (Maiuri) 51.
       
  • αντίσηκος,
    επίθ., Σπαν. (Hanna) B 494, Σπαν. (Legr.) P 272, Λόγ. παρηγ. (Λάμπρ.) L 704, 715, Προδρ., Στ. δεητ. (Maiuri) 40, Φλώρ. (Μαυρ.) 1596, Λίβ. (Μαυρ.) P 1596, Λίβ. (Lamb.) Sc. 368, 514, 919, 2594, 2828, 3053, Λίβ. (Lamb.) Esc. 1485, 1617, 1870, 1879, 3759, 3761, 4018, 4213, Λίβ. (Wagn.) N 1334, 1446, 1605, 1687, 3195, 3434, 3521, 3635, Απόκοπ. (Αλεξ. Στ.) 255.
    Από την πρόθ. αντί και το αρχ. ουσ. σηκός. Η λ. ήδη στον Ησύχ., λ. ισόζυγιον (κατά έκδ. Κ. Latte· κατά έκδ. Schmidt ισοζύ[γι]ον), καθώς και στον Ευστ., Ιλ. (Stallb.) 10758. Το ουδ. ως ουσ. επίσης στον Ευστ., Opusc. (Tafel) 330, καθώς και σήμ. (ΙΛ, λ. αντίσηκο).
    α) Αντίστοιχος, ισάξιος, αντάξιος: αν έπαιρνεν κατάλλαμαν αντίσηκον ο Χάρος,| ψυχήν, σώμα για λόγου σας να δώκαμεν με θάρρος Απόκοπ. 255· ... ποία τά εκακοπάθησες, τά έπαθες δι’ εμέναν| και τι αντίσηκον καλόν να σε το αντιμέψω, Λίβ. Esc. 3761· να ποίσω αντίσηκον καλόν και ανταμοιβήν φιλίας Λίβ. Sc. 2594· οίος τας ξένας συμφοράς ηγείται ως δικάς του,| χάριν ευρίσκει αντίσηκον οπόθεν ουκ ελπίζει Σπαν. B 494· β) όμοιος: οπού ’σαν τα μαλλίτσια του (δηλ. του Φλώριου) ωσάν το δακτυλίδιν,| οπού ’τον και αντίσηκος της κόρης Πλατζια-Φλώρης Φλώρ. 1596· γ) αντίστοιχος, αμοιβαίος, απαντητικός (1) (προκ. για επιστολή): Ανάγνωσά την την γραφήν του δακτυλιδοπούλου| και αντίσηκον την έγραψα πιττάκιν Λίβ. Esc. 1879· (2) (προκ. για φωνή): φώναξε ...,| στρίγγισε εις γην, αλλ’ έρημον και πρόσεξε από τότε| ακούεις αντίσηκον φωνήν ως προς την εδικήν σου Λίβ. Sc. 919. Το ουδ. 1) Ως ουσ. α) αυτό που μπαίνει στη θέση άλλου, υποκατάστατο (πβ. και τη σημασ. «διάδοχος, κληρονόμος» σε πρακτικά μονής Ξηροποτάμου JÖBG 17, 1968, 89 και 95)· φρ. ποιώ αντίσηκον (κάποιου) = αντικαθιστώ κάποιον, παίζω το ρόλο του: αν αποθάνει ο Πρόδρομος ... (παραλ. 1 στ.) πού να εύρεις άλλον Πρόδρομον τοιούτον, την κεφαλήν σου;| Αν τύχει αν είπεις τον ζουγλόν να ποίσει αντίσηκόν μου,| να ποίσει και εταίριν μου και αυτόχρημα ως εμένα,| ουκ εγνωρίζεις δέσποτα τον Πρόδρομον τόν έχεις Προδρ., Στ. δεητ. 40· β) απάντηση σε επιστολή: ας δέξεται πιττάκιν μου, γραφήν μου ας αναγνώσει| ... και αντίσηκον ας γράψει Λίβ. Sc. 368· έστειλα ετούτην την γραφήν και αντίσηκον ουκ είδα Λίβ. Esc. 1870· εδώκε με πιττάκιν σου τάχα της συμπαθείας·| αντίσηκον τον έποικα πάλιν ελευθερίας Λόγ. παρηγ. L 704. 2) Ως επίρρ. = σαν σε αντάλλαγμα, σε ανταπόδοση: και συ καθόμοιον έπαθες όσα και εγώ εις τον κόσμον·| θέλω και εγώ αντίσηκον να σε δουλεύσω εσένα και να πασχίσω μετά σε τά έπαθες διά εμένα Λίβ. N 3635· ... ποίον εκ τας πασχίσεις σου, τάς έπαθες μετά μου,| αντίσηκον να δυνηθώ το να σε αντιπασχίσω; Λίβ. Sc. 2596.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης